Συνηθίζεται στο Όρος μετά την
κοίμηση τινός αδελφού, να γράφονται ολίγα για την ζωή του, τον αγώνα του και
για τα έργα του, εις ανάμνηση και μνημόσυνον αυτού.
Μετά την αποδημίαν εις Κύριον των
μακαριστών Γερόντων μου, ιερομονάχων Γρηγορίου και Καλλινίκου, έλαχε σε μένα
τον ελάχιστο η υποχρέωση αυτή, μη υπάρχοντος άλλου μονάχου στο Κελλί μας. Δεν
ήθελα να επιχειρήσω τέτοιου είδους πόνημα για κανένα λόγο, καθόσον είμαι
παντελώς απαίδευτος στην έξω σοφία, και μάλιστα είμαι ένας απλός και
ολιγογράμματος μοναχός.
Πιεζόμενος όμως από τους εν Χριστώ αδελφούς μου,
μοναχούς και λαϊκούς, και για να μη γίνω παρήκουος και ανεύθυνος, αποφάσισα να
συντάξω το πόνημα τούτο, και αν αγαπητέ φίλε και αδελφέ τύχει και ποτέ το
διαβάσεις, σε παρακαλώ μή σταθείς στην ασυνταξία του κειμένου, στα ορθογραφικά
λάθη και στο φτωχό μου λεξιλόγιο, παρά μόνον στα εξιστορούμενα αληθινά γεγονότα.
Οι ιερομόναχοι Γρηγόριος και
Καλλίνικος, γόνοι χριστιανικής οικογενείας, γεννήθηκαν ο μεν Γρηγόριος στην
πολύπαθη Μικρά Ασία, στο χωριό Αϊβαλί, το έτος 1912, ο δε Καλλίνικος αργότερα,
το έτος 1917, στην Μυτιλήνη. Πατέρας τους ο Κωνσταντίνος Σαραντίδης, εκ Μύλου,
κλειθροποιός το επάγγελμα, και μητέρα τους η Πουλχερία, το γένος Καλλιπολίτου,
οικοκυρά εκ Μυτιλήνης. Είχαν ακόμη και άλλα δύο αδέλφια μεγαλύτερης ηλικίας, τον
Παύλο και τον Ιπποκράτη. Ο μικρότερος, ο Χριστοφόρος, δεν είχε γεννηθεί ακόμη.
Μετά παρέλευση έξι μηνών από την γέννησή του βαπτίσθηκε ο τρίτος αδελφός και
έλαβε το όνομα Μάρκος.
Μετά τον πρώτο διωγμό της Μικράς
Ασίας, το έτος 1914, αναγκάσθηκε ο Κωνσταντίνος Σαραντίδης να ξεριζωθεί από το
Αϊβαλί, εγκαταλείποντας τα πάντα, και η πενταμελής (τότε) οικογένειά του, ήλθε
και εγκαταστάθηκε στο χωριό Στύψη της Μυτιλήνης. Μετά την παρέλευση ενός έτους
περίπου μετεγκαταστάθηκε στο χωριό της Αγίας Παρασκευής.
Εκεί ο πατέρας συνεχίζοντας το
χειρωνακτικό του επάγγελμα έκανε ένα μικρό εργαστήριο σιδηρουργίας (χαλκιδιό)
και έπαιρνε ήδη αρκετές εργολαβίες.
Το 1917 γεννήθηκε και ο τέταρτος
αδελφός, ο Χριστοφόρος. Τότε όμως μία μεγάλη συμφορά έπληξε την οικογένεια.
Επάνω στην γέννα πέθανε η μητέρα.
Έμειναν για εννέα ακόμη χρόνια
στην Αγία Παρασκευή και εργαζόταν όλοι οικογενειακά. Συγκεκριμένα ο Παύλος και
ο δεκατετράχρονος τότε Μάρκος βοηθούσανε τον πατέρα τους σε όλες τις εργασίες
του. Μάλιστα έφτιαξαν τα κάγκελα του προαυλίου της Εκκλησίας, τα οποία λόγω της
άριστης δουλειάς και της γερής κατασκευής τους υπάρχουν μέχρι σήμερα,
αναγράφοντας ως έτος κατασκευής το 1926.
Μετά τον χαμό της μητέρας τους τα
τέσσερα αγόρια έμειναν ορφανά και ο σύζυγός της Κωνσταντίνος χωρίς σύντροφο και
στήριγμα. Το αναπάντεχο κακό που τους βρήκε διέλυσε κυριολεκτικά, ψυχολογικά
και οικονομικά, την οικογένεια -τι να έκανε ένας άνδρας μόνος του με τέσσερα
μικρά παιδιά;-. Έτσι αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν από την Αγία Παρασκευή, ολίγον
μετά τον θάνατο της μητέρας τους, και να έλθουν στο μοναστήρι του Αγίου
Ιγνατίου του Λειμώνα. Τα δύο αδέλφια (τα μεγαλύτερα) έφυγαν για την Θεσσαλονίκη
σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερης τύχης. Στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου ο
πατέρας τους Κωνσταντίνος εργαζότανε στο ελαιοτριβείον του μοναστηριού, και ο
καιρός του χειμώνα πέρασε δύσκολα μεν αλλά γρήγορα.
Το Πάσχα του 1927 ο Μάρκος
κατέβηκε στην χώρα, την Μυτιλήνη. Εκεί συνάντησε ένα γέροντα μοναχό. Ο Μάρκος
με θάρρος του λέγει: «Πάτερ, σε ποιά Μονή της Μυτιλήνης είσαστε;». Και του
απάντησε ο Γέροντας: «Δεν είμαι από δώ, αλλά από το Άγιον Όρος». Ήτανε ο
Γέροντας Γαβριήλ, μοναχός από την Σκήτη της Αγίας Άννας, από την καλύβα της
Αγίας Τριάδος. Αμέσως ήλθαν στο μυαλό του μικρού όλα όσα είχε ακούσει και
διαβάσει σχετικά με το Περιβόλι της Παναγιάς, εκεί όπου οι μοναχοί είχαν αδελφό
τον Χριστό, μητέρα την Παναγιά, ζούσαν άγια και πάνω από όλα είχαν αγάπη, την
αγάπη που ο χάρος τους την στέρησε με τον χαμό της μάνας τους.
Ένιωσε σαν ένα μπουμπούκι
τριανταφυλλιάς, που περιμένει μια ηλιαχτίδα για να ανοίξει και να γίνει
λουλούδι, και ο Γέροντας στην δύσκολη αυτή στιγμή της ζωής τους έγινε γι’ αυτόν
ο δικός του ήλιος, ευκαιρία μοναδική να φύγει από εκεί. Πίστευε ότι με την φυγή
θα έθαβε πίσω του τις θλιβερές αναμνήσεις του θανατικού και της μιζέριας και θα
ξεκινούσε μια καλύτερη ζωή, γεμάτη αγάπη, που τόσο πολύ του είχε λείψει. Ακόμα
ότι θα είχε κοντά του τον βασανισμένο πατέρα του και τον μικρό αδελφό του.
-Πρέπει να αναφέρω ότι μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Μάρκος είχε αναλάβει
σχεδόν τα πάντα υπό την προστασία του, διότι ο πατέρας του είχε αρχίσει να
πίνει, οπότε η υγεία του επιδεινωνόταν ραγδαία, και ο μικρός Χριστοφόρος
χρειαζόταν προστασία.
Άφιξη των αυταδέλφων Γρηγορίου και
Καλλινίκου (Κρανιάδων) στο Άγιο Όρος
Η χριστιανική του αγωγή του έδωσε
ελπίδα, και με θάρρος είπε: «Γέροντα, εγώ με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου
είμαστε μόνοι στον κόσμο και μένουμε προσωρινά στο μοναστήρι του Αγίου
Ιγνατίου. Μπορείς να κάνεις αγάπη για τον Κύριο και να μας πάρεις μαζί σου στο
Όρος;». Έκπληκτος ο γέρων Γαβριήλ απάντησε στον μικρό δεκαπεντάχρονο Μάρκο:
«Ελάτε, να σας πάρω μαζί μου». Ο Μάρκος επέστρεψε άμεσα στο μοναστήρι, όπου
είπε στον πατέρα του τα λεχθέντα υπό του Γέροντος. Ο πατέρας του συμφώνησε και,
αφού πήρε μαζί του τον Μάρκο και τον δεκάχρονο Χριστοφόρο, κατέβηκαν όλοι μαζί
στην πόλη προς συνάντηση του γέροντα Γαβριήλ. Δυστυχώς όμως δεν τον βρήκαν,
διότι είχε αναχωρήσει για το Άγιο Όρος. Έτσι αναγκάστηκαν απογοητευμένοι να
επιστρέψουν και πάλι στο μοναστήρι του Αγίου Ιγνατίου, όπου παρέμειναν εκεί,
περνώντας το Πάσχα και σχεδόν όλο το καλοκαίρι.
Τον μήνα Αύγουστο, ανήμερα στην
εορτή της Παναγίας, βρήκε και πάλι ο Μάρκος τον γέροντα Γαβριήλ, οπότε του
λέγει με παράπονο: «Γέροντα, φύγατε, χωρίς να μας πάρετε μαζί σας, και
στεναχωρηθήκαμε πολύ». Οπότε ο Γέροντας του απάντησε: «Μεθαύριο φεύγει ένα βαπόρι
για την Θεσσαλονίκη. Ελάτε να φύγουμε όλοι μαζί». Ο Μάρκος ανέβηκε γρήγορα στο
μοναστήρι, πήρε τον πατέρα του και τον μικρό αδελφό του και, αφού άνοιξαν μια
γούβα, έθαψαν μέσα τα λιγοστά εργαλεία τους, τα παλιόρουχά τους και τις πικρές
τους αναμνήσεις. Κατέβηκαν όλοι στο λιμάνι, απ’ όπου ξεκίνησε το ταξίδι τους με
τελικό προορισμό το Άγιο Όρος. -Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την διάρκεια,
την ταλαιπωρία κ.τ.λ. του ταξιδίου-.
Φθάσανε στο λιμάνι της Δάφνης την
29η Αυγούστου του 1927, εορτή του Τιμίου Προδρόμου. Αφού κατέβηκαν, μπήκαν όλοι
μαζί σε μία βάρκα και πήγανε κατευθείαν στην καλύβα του γέροντα Γαβριήλ, που
βρισκόταν στην Σκήτη της Αγίας Άννας.
Εκεί βρήκαν και άλλους δύο
συνασκητάς μοναχούς του Γέροντα. Στην συζήτηση σχετικά με την εκεί παραμονή τους
υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των συνοικούντων στην καλύβα, διότι οι πολλοί
υποστήριζαν, παρά τις αντιρρήσεις του γέροντα Γαβριήλ, ότι έπρεπε να
παραμείνουν μόνον ο Μάρκος και ο δεκάχρονος Χριστοφόρος, ενώ ο πατέρας τους
Κωνσταντίνος να πάει στην Θεσσαλονίκη, όπου ήδη διέμεναν και τα άλλα του
παιδιά, ο Ιπποκράτης και ο Παύλος. Επειδή ο Μάρκος πάντα έπαιρνε τις
πρωτοβουλίες, διότι αυτός ήτανε και η αιτία που τους πήρε από την Μυτιλήνη και
τους οδήγησε στο Όρος, αντέδρασε, και ψύχραιμα, με παιδική ιλαρότητα και αγάπη
απάντησε: «Εφ’ όσον δεν δέχεστε τον πατέρα μου, δεν μπορούμε να μείνουμε και
εμείς. Μάθατε ότι άλλον κανένα δεν έχουμε στον κόσμο παρά μόνον αυτόν, και την
ελπίδα μας στην Παναγία, να μας συμπαραστέκεται στην ορφάνια μας, την προσφυγιά
μας και στα δύστυχα παιδικά μας χρόνια». Τότε ο γερο-Γαβριήλ, πολύ
συγκινημένος, πρότεινε να πάνε στην Κερασιά, επειδή είχε έναν παραδελφό εκεί,
και με την σύμφωνη γνώμη όλων τους έστειλαν εκεί. Πράγματι παρέμειναν εκεί για
λίγο χρονικό διάστημα, αλλά, επειδή ο Μάρκος δεν αναπαυόταν ψυχικά και δεν
εύρισκε κατά το ποθούμενον τον τρόπο της ζωής τους, αποφάσισε και όλοι μαζί
πήραν τον δρόμο για κανένα άλλο μοναστήρι.
Έτσι το πρώτο μοναστήρι που
επισκέφθηκαν στο διάβα τους ήταν του Διονυσίου. Εκεί δεν τους κράτησαν, αλλά ο
πατέρας τους, ως τεχνίτης που ήτανε, δούλεψε για λίγο στο “χαλκιδιό”, στο
σιδεράδικο, και σε άλλες δουλειές, για να βγάλουν τα άμεσα έξοδά τους.
Επισκεύασε δε και τους πολυελαίους και τα μανουάλια του Καθολικού της Μονής.
Παρέμειναν έναν μήνα περίπου και, αφού δεν τους κρατούσαν περισσότερο, με
αφορμή δήθεν ότι ο πατέρας ήταν μεγάλης ηλικίας, πολύ κουρασμένος,
ταλαιπωρημένος και ότι έπινε ολίγον παραπάνω του επιτρεπομένου στο Όρος,
αναγκάσθηκαν εκ νέου να πάρουν τον δυσβάσταχτο δρόμο της αναζήτησης, με τα παιδικά
τους όνειρα κουρέλια, σέρνοντας συχνά τα ισχνά από την κακουχία πόδια τους και
πάλι στα λασπωμένα καλντερήμια του Όρους με το κρύο και το χιόνι.
Η ηλικία τους μικρή, οι ελπίδες
τους όμως μεγάλες. Δυσβάσταχτη η ορφάνια τους από την έλλειψη της μητέρας,
ευκολόδεχτη όμως η παραμυθία από την Παναγία. Τρεμάμενα, αδύνατα και ξυλιασμένα
σήκωναν τα χεράκια τους, ζητώντας ελπίδα ζωής, παρηγοριά, συμπόνια και τέλος
ένα ξεροκόμματο ψωμί, αλλά παντού και πάντοτε πόρτες κλειστές, αδιαφορία και
απονιά. Έσφιξαν την καρδιά τους και τα δόντια τους, και πατέρας με τους δύο
ανήλικους γιούς συνέχισαν τον δικό τους Γολγοθά, τον δρόμο της μοναξιάς και της
αποξένωσης.
Επισκέφθηκαν στην συνέχεια την
Μονή Γρηγορίου, αλλά και εκεί το ίδιο πρόβλημα. Άρνηση, με πρόφαση πάντα την
ίδια: Παιδιά αγένεια, μικρά σε ηλικία, και πατέρας σωστό ερείπιο, γερασμένος
παράκαιρα από τις συμφορές της πολύμοχθης ζωής του.
Οι περιπέτειες των νεαρών
αυταδέλφων Κρανιάδων στο Άγιο Όρος
Στις 18 του Οκτώβρη πήγαν στην
Σιμωνόπετρα, όπου τους κράτησαν για δύο μήνες περίπου, αφού έδωσαν στον πατέρα
τους κάποιες εργασίες για να εξοικονομήσει τα προς το ζήν. Εις ανάμνηση της
εκεί παραμονής τους το μοναστήρι τους χάρισε μια εικόνα της Παναγίας, την οποία
με λαχτάρα και δάκρυα εναγκαλίσθηκε ο νεαρός Μάρκος, γράφοντας όπισθεν την
ημερομηνία αυτή, την οποία ουδέποτε διέγραψε μέχρι τέλους της ζωής του από το
δικό του μυαλό. Γιόρτασαν τα Χριστούγεννα με μεγάλη θλίψη και πολλή προσευχή.
Μάρκος και Χριστοφόρος, γονατιστοί στην δωρηθείσα εικόνα της Παναγίας, ζητούσαν
απεγνωσμένα βοήθεια.
Τα παιδικά τους στόματα δεν
έψαλλαν ύμνους, δοξολογίες, τροπάρια κ.τ.λ., διότι ήσαν μικροί και δεν τα
γνώριζαν, αλλά ο Μάρκος μονολογούσε: «Εμείς που δεν ακούσαμε τα παραμύθια της
μάνας, που δεν έβαλε το μάγουλό της στο μέτωπό μας για να δει αν έχουμε πυρετό,
που δεν μας σκέπασε στο κρύο και ποτέ δεν μας τάισε, το ξέρεις εσύ Παναγιά μου,
που την έχεις εκεί πάνω, βοήθα μας, βοήθα μας», ενώ σκουντούσε τον δεκάχρονο
Χριστοφόρο, που ήταν δίπλα του γονατιστός, και του έλεγε με αυστηρό ύφος: «Εσύ
να λες, “σκέπασέ μας, Παναγιά μου”, συνέχεια και χωρίς να σταματάς». Προσωπικά
πιστεύω, ότι τέτοιες στιγμές συναισθηματικής φόρτισης, αθώας πνευματικής
ανάτασης και παιδικής κατάνυξης, είναι αδύνατον να μην έφθαναν στην Βασίλισσα
των Ουρανών. Έτσι, αφού πέρασαν τα Χριστούγεννα, παίρνοντας μαζί τους τα
λιγοστά πράγματά τους, την Εικόνα και την ελπίδα τους στην Παναγία, αναχώρησαν
εκ νέου σε αναζήτηση τόπου να εγκατασταθούν.
Η Μονή Ξηροποτάμου τους φιλοξένησε
για πολύ λίγο καιρό, λόγω του γνωστού προβλήματος της ηλικίας του Χριστοφόρου.
Οι εκεί Πατέρες τους συμβούλευσαν μάλιστα να επισκεφθούν την Μονή Μεγίστης
Λαύρας, διότι εκεί ήσαν πολλοί συμπατριώτες τους Μυτιληνιοί, που ίσως τους
έβρισκαν κάποια λύση στο επείγον πρόβλημά τους.
Ξανά και πάλι στο γνωστό τους
δρόμο, της μοναξιάς, της ταλαιπωρίας και της σωματικής και ψυχικής εξάντλησης.
Ο μικρός Χριστοφόρος τα είχε εντελώς χαμένα. Δεν μπορούσε η αγγελική δεκάχρονη
ψυχούλα του να καταλάβει, γιατί παντού τους έκλειναν την πόρτα. Στο χωριό μου
λένε ότι, όταν αναστενάζει και κλαίει ένα παιδί, κλαίει και ο Ουρανός. Και ο
μικρός Χριστοφόρος συχνά έκλαιγε και αναστέναζε και, για να μην τον βλέπουν,
σκούπιζε με την ανάποδη του χεριού του και με το μπαλωμένο του μανίκι τα
μουσκεμένα του μάγουλα.
Πήραν το μακρύ μονοπάτι, που
οδηγεί στην Λαύρα, και σε οποίο μοναστήρι έβρισκαν κατά την διαδρομή τους
κτυπούσαν την πόρτα. Δυστυχώς το Κουτλουμούσι, η Ιβήρων, η Φιλοθέου και η
Καρακάλου δεν τους δέχθηκαν για τον ίδιο λόγο πάντοτε: Αγένειος ο μικρός. Στην
Μονή Καρακάλου ο σεβαστός ηγούμενος Κοδράτος ηθέλησε να τους κρατήσει, αλλά με
την αυστηρή προϋπόθεση τον μικρό δεκάχρονο Χριστοφόρο να τον έστελναν σε ένα
κάθισμα της Μονής υπό την επιστασία του πατρός Παύλου, μέχρι να ενηλικιωθεί. Ο
πατέρας τους, αν και γνώριζε ότι ο μικρός Χριστοφόρος ήταν πολύ αδύναμος σαν
οργανισμός και από τις κακουχίες φιλάσθενος, εν τούτοις δέχθηκε, διότι είχε
απόλυτη εμπιστοσύνη στον ενάρετο ιερομόναχο Παύλο, ο οποίος αργότερα έγινε και
ηγούμενος της Ιεράς Μονής. Τελικά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι, διότι η
Σύναξη της Μονής μετέβαλε την γνώμη της την τελευταία στιγμή.
Η ανακούφισή τους κράτησε πολύ
λίγο. Έτσι για μια ακόμη φορά, στις 16 Ιανουαρίου του 1928, μια παγωμένη
χειμωνιάτικη μέρα, το μεσημέρι, πήραν τον δρόμο για την Λαύρα. Πέρασαν από τα
κελλιά του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Αρχαγγέλου και του Αγίου Αρτεμίου, στο
οποίο μάλιστα ήταν Ρώσοι μοναχοί, που με σπαστά ελληνικά τους είπαν: «“Κρέκο”,
ώρα περάσει, σκοτάδι, που παιδιά πας;». Πήγανε και στο κελλί του Αγίου
Δημητρίου, όπου και εκεί δεν τους κράτησαν.
Γενάρης μήνας, η ημέρα μικρή και
το κρύο υπερβολικό. Γέροντας και παιδιά εξαντλημένα από την οδοιπορία, την
φοβερή παγωνιά και την πείνα, δεν είχαν βρει μέρος διανυκτέρευσης και το
ηλιοβασίλεμα πλησίαζε απειλητικά. Μαύρες σκέψεις πλάκωσαν την καρδιά του γερο-Κωνσταντίνου.
Μεγάλη η απογοήτευσή του. Η θλίψη και οι ευθύνες του τον έκαναν ράκος. Μετά
δυσκολίας έσερνε τα παγωμένα του πόδια. Είχε να αισθανθεί έτσι από τον καιρό
του χαμού της γυναίκας του. Συνεργούντος δε και του πονηρού, που σπείρει
αμφιβολίες, που φέρνει την απελπισία και την απόγνωση στον άνθρωπο, το μυαλό
του ξεστράτισε για λίγο. Σκέφθηκε ότι, εάν μείνουν έξω, σίγουρα θα πεθάνουν και
οι τρεις τους, είτε από το πολύ κρύο είτε από τα άγρια ζώα που τριγυρίζουν την
νύχτα στο δάσος. -Σημειωτέον ότι το μονοπάτι περνούσε μέσα από πυκνό και
δυσκολόβατο δάσος με άγρια ζώα-.
Πήρε την απόφαση σιωπηρά και, ενώ
βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλο, με πρόφαση ότι γλιστρά στο μονοπάτι,
πλησίασε, πήρε το παγωμένο χεράκι του μικρού Χριστοφόρου ανάμεσα στο δικό του,
πλησίασε κοντά στον Μάρκο και προχωρώντας άρχισε να τους μιλά για την πεθαμένη
μανούλα τους. Τους έλεγε διάφορα, ότι είναι ένα αστέρι του ουρανού, ότι τους
βλέπει που περπατούν, ότι τους αγαπά υπερβολικά και να μή φοβούνται τον θάνατο,
διότι εκεί ψηλά στον ουρανό θα είναι όλοι μαζί της και για πάντα. Τα λόγια του
συγκίνησαν τις αθώες ψυχούλες τους, διότι την ορφάνια της μάνας τίποτα στον
κόσμο δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Λόγια φρικτά και μόνο στο άκουσμα για
μας τους μεγάλους. Λόγια παρηγοριάς και παραμυθιού όμως για τα ορφανά.
Οι αυτάδελφοι Κρανιαδες φτάνουν
στην Προβάτα
Στην συνέχεια φθάσανε στο κελλί
του Αγίου Αθανασίου, όπου ο γέρος πατέρας ζήτησε και ικέτευσε να τους κρατήσουν
το βράδυ μόνον για έναν ύπνο, αλλά και αυτό στάθηκε αδύνατο, διότι είχαν
ετοιμασίες εορτής και δεν μπορούσαν να τους φιλοξενήσουν. Τους πρότειναν όμως
να έλθουν την άλλη μέρα στην Πανήγυρη να φάνε.
Ξεκίνησαν για το επόμενο κελλί, το
οποίο απέχει περίπου 500
μέτρα , ενώ είχε ήδη σουρουπώσει και το κρύο ήτανε
αφόρητο. Ο μικρός Μάρκος ρώτησε τρομαγμένος τον πατέρα, τι θα γίνει σε
περίπτωση που και στο επόμενο κελλί οι μοναχοί δεν τους φιλοξενήσουν. Ο
γέροντας τον καθησύχασε λέγοντάς του, ότι θα ανάψουν φωτιά για να ζεσταθούν και
ότι η φωτιά διώχνει και τους τυχόν νυχτερινούς επισκέπτες.
Στο επόμενο κελλί, το ονομαζόμενο
«Παναγία Κρανιά» Προβάτας, έμεναν τρεις φιλόχριστοι μοναχοί, με μεγάλη
ευσέβεια, ταπείνωση και πέραν τούτων τα μέγιστα ελεήμονες και φιλόξενοι. Κατά
σύμπτωση —για μένα πιστεύω κατά παραχώρηση της Παναγίας- ο ένας εξ αυτών, ο
γέροντας Ευθύμιος, ευρισκόμενος έξω, λόγω του μικρού της απόστασης και της
μεγάλης ησυχίας, άκουσε την κουβέντα, ότι τους έδιωξαν από το προηγούμενο
κελλί, και πήρε το μονοπάτι προς συνάντησή τους. Φθάνοντας στην πηγή, 150 μέτρα από την σκήτη
του, βλέπει με έκπληξη να ανηφορίζουν ένας γέροντας, λιπόσαρκος, κουρασμένος
και κυρτωμένος από τα δυσβάσταχτα βάσανά του, συνοδεύοντας δύο μικρά παιδιά με
ωχρό χρώμα στο πρόσωπό τους, με τα ματάκια τους γουρλωμένα από το κρύο και την
κούραση, και αδυνατούλια σαν καλαμιές.
Στο μυαλό του χωρίς να το θέλει
ήρθε η φράση του Ευαγγελίου, «με είδατε πεινώντα και μου δώσατε να φάω, διψώντα
και μου δώσατε να πιώ, γυμνό και με ενδύσατε». Τα μάτια του βούρκωσαν και η
λύπη μαζί με την συμπόνια τρύπησαν την ευαίσθητη καρδιά του. «Για που το βάλατε
τέτοια ώρα;», ρώτησε απευθυνόμενος στον πατέρα. «Πάμε για την Λαύρα», απάντησε.
«Είναι η ώρα περασμένη. Ήδη νυχτώνει και η Λαύρα είναι πολύ μακρυά», είπε ο
μοναχός Ευθύμιος. Σταμάτησε για λίγο, έριξε μια ματιά στα ισχνά παιδάκια και
συνέχισε: «Ελάτε να μείνετε στο σπίτι απόψε, και αύριο, σαν φωτίσει ο Θεός την
μέρα, συνεχίζετε».
Επί τέλους, άκουσαν την σημερινή
ημέρα και κάτι ευχάριστο. Συνοδεία του γέροντα Ευθυμίου εισήλθαν στο σπίτι,
όπου τους υποδέχθηκαν με εγκαρδιότητα οι άλλοι δύο συνασκητές του, ο
παπα-Ιγνάτιος (ο Γέροντας του κελλιού) και ο μοναχός Ακίνδυνος. Από την πρώτη
στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο Κελλί αισθάνθηκαν μια αγαλλίαση και μια
ψυχική ευφορία, πράγμα που δεν τους είχε ξανά συμβεί. Η φιλοξενία ήταν
θεόσταλτη, διότι, εκτός του πλουσίου δείπνου που τους προσεφέρθη, συζήτησαν για
την ζωή τους, τα προβλήματά τους, και γενικά είπαν τον πόνο τους σε εναρέτους
και διορατικούς Γεροντάδες. Το επόμενο πρωί κατά την διάρκεια του καφέ τους
λέγει ο Γέροντας, παπα-Ιγνάτιος: «Γιατί βιάζεστε να φύγετε; Μείνατε ακόμη
δυο-τρείς μέρες να ξεκουραστείτε».
Πράγματι αποφάσισαν να παραμείνουν
λίγο ακόμα, διότι η θαλπωρή και η εν Χριστώ αγάπη των Γεροντάδων ήταν πάνω από
κάθε προσδοκία τους. Με το πέρασμα των ημερών ο παπα-Ιγνάτιος ένα βράδυ τους
λέει: «Αν σας αρέσει εδώ και εφ’ όσον βρίσκετε σωματική και ψυχική ανακούφιση,
θα μας δίνατε μεγάλη χαρά να παραμείνετε μόνιμα μαζί μας. Εμείς είμαστε ήδη
κάποιας ηλικίας και θα ήταν Θεού έργον τα ευλογημένα αυτά παιδάκια να
συνεχίσουν την παράδοση στο μοναστηράκι μας». Ο Μάρκος αποκρίθηκε λέγοντας:
«Εάν μας κρατήσετε όλους, έχει καλώς». «Όλους, όλους», είπε καταφατικά με
πραότητα ο παπα-Ιγνάτιος. Η Παναγία έκανε το θαύμα της. Τα λόγια του παπα-Ιγνάτιου
έπεσαν σαν φθινοπωρινή βροχή σε ξεραμένο χώμα στην ψυχή του πατέρα των μικρών.
Ζητούσαν μονάχα κατάλυμα και δουλειά για να ζήσουν, μα εδώ βρήκαν επίγειο
παράδεισο, πράγμα που ούτε το είχαν φανταστεί. Δέχθηκαν με προθυμία και
ευφροσύνη το κάλεσμα να συγκατοικήσουν, και για πρώτη φορά ένιωσαν ανακούφιση
και ψυχική ευφορία. Έφυγε από τα στήθια τους η ταφόπλακα της απογοήτευσης, της
απελπισίας και της ανασφάλειας. Εγκατεστημένοι οριστικά πλέον στην Προβάτα,
άρχισαν την «εν τω Όρει» ζωή τους.
Μόλις πέρασαν δυο τρεις εβδομάδες,
λέει ο παπα- Ιγνάτιος στους μικρούς: «Από δώ και πέρα δεν θα φωνάζετε “πατέρα”
τον πατέρα σας, αλλά “κυρ-Κωνσταντίνε”». Έτσι άρχισαν να αγωνίζονται εδώ.
Ο Κωνσταντίνος, ως έμπειρος
σιδηροτεχνίτης που ήταν, και με βοηθό του τον δεκαεξάχρονο πλέον Μάρκο ξεκίνησε
δειλά μικρές δουλειές στο εργαστήρι του κελλιού, σύμφωνα με τα υπάρχοντα εκεί
εργαλεία. Επειδή ο Μάρκος από μικρό παιδί ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα
του, με την επίβλεψή του και τις οδηγίες του δεν άργησε να εξελιχθεί σε
μοναδικό σιδηροκλειθροποιομολυβδοχαλκοσκεπαστή, που η φήμη του πέρασε τα σύνορα
του Όρους. Κάποτε μάλιστα που είχε χαλάσει η φτερωτή του νερόμυλου στο Μετόχι
της Μονής Διονυσίου στην Χαλκιδική, επειδή κανένας λαϊκός τεχνίτης δεν
αναλάμβανε να την επισκευάσει, οι Πατέρες της Μονής υπερέβαλαν εαυτούς να
πείσουν τον νεαρό Μάρκο να φτιάξει μια καινούργια, πράγμα που με ευχαρίστηση
έκανε. Κατά σύμπτωση την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη έλλειψη σίτου και ο Μάρκος
ζήτησε αντί χρημάτων πληρωμή σε σίτο, για να μπορέσουν έτσι να πορευθούν οι
Πατέρες του κελλιού.
Συνεχίζεται
Μοναχός Ιγνάτος, Ι. Κελλίου Κοιμήσεως
της Θεοτόκου (Παναγίας Κρανιάς) Προβάτας Ι.Μ΄Μεγ. Λαύρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου