I. Δ. Γρηγοριάτης
Ο άγιος Καστορίας έγραψε για τον
Γέροντα, ότι ήταν «στολισμένος με την αρετή της ευγενείας… Κι αυτή η ευγένεια,
την οποία είχε κι η οποία έβγαινε από τον χώρο της ψυχής του, δεν ήταν απλώς
μία καλή συμπεριφορά… ήταν καρπός του Αγίου Πνεύματος. Ήταν μία εσωτερική
κατάσταση που οφειλόταν στην παρουσία του Παρακλήτου, που ήταν ενιδρυμένος στον
χώρο της ψυχής του… Ο ευγενής είναι αυτός… που βρίσκει τρόπους και ευκαιρίες να
τιμήσει και να δείξει την αγάπη του στο πρόσωπο του άλλου, γιατί στο πρόσωπο του
άλλου συναντά τον Χριστό… Και η τιμή αυτή δεν είναι υποκριτική, αλλά πηγαία και
αληθινή». Επίσης έχει λεχθή για τον Γέροντα, ότι ήταν «ένας άνθρωπος που ήξερε
να τιμά, να σέβεται και να αγαπά τον μικρότερό του, τον ασήμαντο και φτωχό».
Και εμείς που είχαμε την ευλογία
να είμαστε υποτακτικοί του, απολαύσαμε αυτή την ευγένειά του και την αγάπη του,
που σκόρπιζε αφείδωλα όχι μόνον στα καλογέρια του αλλά και προς κάθε άνθρωπο,
μικρό ή μεγάλο, επίσημο ή άσημο, και που ανέβλυζε από την αγάπη του προς τον
Θεό.
Έλεγε συχνά: «Είμαστε αδύνατοι και
αμαρτωλοί. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Μόνο λίγη αγάπη να δείξουμε στους
αδελφούς μας». Θυμούμαι κάποτε που, ενώ συνομιλούσα με κάποιον, ταυτόχρονα
έπλεκα κομποσκοίνι. Με κάλεσε ιδιαιτέρως, για να μου πη: «Αυτό που κάνεις δεν
είναι σωστό. Δίνεις προσοχή στο εργόχειρό σου και όχι στην εικόνα του Θεού, τον
άνθρωπο, με τον οποίο συνομιλείς».
Αυτή η διπλή αγάπη του, προς τον
Θεό και τον άνθρωπο, τον κινούσε σε όλες τις ενέργειές του.
Μόλις 19 ετών, ως πρωτοετής
φοιτητής της Θεολογίας, άρχισε το έργο της κατηχήσεως των νέων. Τότε
δημιούργησε με μεγάλους αγώνες τον «Παντοκράτορα», Ίδρυμα Νεότητος, με ναό
αφιερωμένο στην θεία Ανάληψι του Σωτήρος και χώρους καταλλήλους για ομιλίες,
κατήχησι των νέων και αθλοπαιδιές. Στο Ίδρυμα αυτό ο κ. Γεώργιος υποδεχόταν
τους νέους με χειραψία, εγκαρδιότητα, πνευματική ζεστασιά και πολλή αγάπη. Τους
συγκέντρωνε και τους μιλούσε για πνευματικά θέματα, συχνά δε και ιδιαιτέρως.
Πολλές φορές κάλυπτε και τις υλικές τους ανάγκες. Από το Ίδρυμα αυτό πολλοί
νέοι γαλουχήθηκαν πνευματικά και οδηγήθηκαν στον Χριστό.
Την θεοφιλή αγάπη του προς τον
άνθρωπο, την αποτυπώνει και στα κείμενά του. Σε άρθρο του για τον μοναχισμό το
1989 πρόβαλε την «κοινωνικότητα του Ορθοδόξου μοναχισμού»: «Το απόκοσμο του
μοναχού δεν σημαίνει και αντικοινωνικότητα, όπως και η κοσμικότητα δεν σημαίνει
κοινωνικότητα. Είναι θαυμαστό πως οι απόκοσμοι μοναχοί είναι ανοικτοί στον κάθε
άνθρωπο. Πως δέχονται τον κάθε άνθρωπο ως εικόνα Θεού και ως αδελφό. Πως οι πιο
προχωρημένοι και χαριτωμένοι εκ των μοναχών μπορούν να αναπαύσουν τον κάθε
άνθρωπο, όσο ταλαιπωρημένος και συγκεχυμένος και αν είναι… Μυστικώτερα οι
μοναχοί εκφράζουν την αγάπη τους για τους συνανθρώπους των με τις προσευχές των
υπέρ αυτών… Σε περιπτώσεις έκτακτες εθνικών συμφορών, διωγμών, αιχμαλωσιών, και
λοιπών δοκιμασιών, οι μοναχοί εκφράζουν την αγάπη τους προς τους συνανθρώπους
των με κοινωφελή και προνοιακά έργα, όπως έκαμε η αγία Φιλοθέη στην Αθήνα επί
τουρκοκρατίας».
Τις θέσεις του αυτές είχε
αποδείξει εμπράκτως το 1973, όταν κάποια πνευματικά του παιδιά βρέθηκαν στα
κρατητήρια της παντοδύναμης τότε ΕΣΑ. Ο π. Γεώργιος -νεαρός πνευματικός τότε-
αψηφώντας τον κίνδυνο ζήτησε να τα δη, για να τα παρηγορήση και ενισχύση. Οι
υπεύθυνοι όχι μόνον του το αρνήθηκαν, αλλά και τον συκοφάντησαν στα παιδιά
λέγοντάς τους: «Ούτε και ο πνευματικός σας ήλθε να σας δη».Ο π. Γεώργιος
φεύγοντας τους είπε: «Η ζωή είναι σαν μία ρόδα. Σήμερα είστε εσείς επάνω. Αύριο
θα είστε κάτω. Και τότε θα θελήσετε να έλθη ο πνευματικός σας να σας δη και δεν
θα τον αφήσουν».
Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα
της αγάπης του ήταν και ο τρόπος, με τον οποίο ο Γέροντας αντέδρασε στην ψήφισι
από την Βουλή των Ελλήνων, την Μ. Τεσσαρακοστή του 1986, του νόμου περί
νομιμοποιήσεως των αμβλώσεων. Είχε πονέσει πολύ τότε. Σε κείμενό του της εποχής
εκείνης έγραφε: «(Οι αμβλώσεις) τώρα είναι «νόμιμες» κατά τον νόμο των
ανθρώπων. Κατά τον θείο Νόμο όμως είναι παράνομες και αποτροπιαστικές. Βλέπω το
πλήθος των αμβλώσεων, όπως και την νομιμοποίησί τους, ως το μεγαλύτερο αμάρτημα
του νέου Ελληνισμού. Αμάρτημα με το οποίο ανασταυρώνουμε τον Υιό του Θεού. Ας
προσευχώμεθα όλοι εκτενώς να υπάρξη συναίσθησις της φοβεράς αποστασίας και
μετάνοια…». Τον πόνο του αυτόν εκδήλωσε και με την απόφασί του να μη κάνη
εκκλησιαστική υποδοχή στους πολιτικούς που ψήφισαν τον νόμο αυτό.
Αλλά και οι μεγάλοι αγώνες του
Γέροντος για τα θέματα της πίστεως εγίνοντο πάντοτε από αγάπη προς τον Θεό και
τους εν Χριστώ αδελφούς του, των οποίων η σωτηρία ήταν το κινδυνευόμενον. Δεν
πρόβαλλε τον εαυτό του, ούτε έγραφε για να γράφη. Ζητούσε επίμονα τον θείο
φωτισμό και περίμενε ταπεινά να μιλήσουν οι άλλοι. Όταν τούτο δεν εγίνετο, τότε
μιλούσε αυτός, και μάλιστα εξ υπακοής. Ο μακάριος Γέρων Παΐσιος συχνά τον
παρακινούσε προς τούτο.
Ο Θεός τον ανέβασε στο ύψος της
ηγουμενείας της Ι. Μονής του Οσ. Γρηγορίου, απ’ όπου ως λύχνος που «φαίνει πασι
τοις εν τη οικία» έδειξε με το παράδειγμά του και τις διδαχές του τον ίδιο
δρόμο, της αληθινής και ανιδιοτελούς αγάπης προς τον Θεό και τους ανθρώπους.
Είναι αξιοσημείωτο ένα γεγονός που
συνέβη τις πρώτες ημέρες της εν Άθω διαμονής του. Συζητούσε με τον Κωστή
Μοσκώφ, που είχε κάνει κάποια στροφή προς την Εκκλησία. Αυτός του έλεγε:
«Γέροντα, τώρα που ήλθατε στο Άγιον Όρος εσείς, ως νέοι άνθρωποι, καιρός να
φέρετε ένα νέο πνεύμα στο Όρος. Να επιδοθητε σε κοινωνικούς αγώνες». Ο Γέροντας
τότε του απάντησε: «Κωστή, ξέρεις που έγκειται η διαφορά μας; Εσείς αγωνίζεσθε
κατά του εγωισμού των άλλων, ενώ εμείς αγωνιζόμαστε κατά του δικού μας
εγωισμού».
Γνώριζε ότι δεν μπορεί να φθάση
κάποιος στην αληθινή αγάπη, αν δεν αποβάλη τον εγωισμό του και τα πάθη του. Γι’
αυτό και συχνά έλεγε, ότι δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός, ότι ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος των «Εκατοντάδων» του «περί
αγάπης» στην περιγραφή του αγώνος κατά των παθών. Την κάθαρσι, κατά τους αγίους
Πατέρας, ακολουθεί η έλλαμψις και η θέωσις. Αυτόν τον δρόμο ποθούσε και αυτόν
βάδισε ο Γέροντας. Γι’ αυτό και άφησε τα ακαδημαϊκά έδρανα και ακολούθησε την
εν Αγίω Όρει ασκητική ζωή. Και, όπως ελέχθη προσφυώς γι’ αυτόν, έγινε «μέγας
στα χαρίσματα», επειδή έγινε «μέγας στην ταπείνωσι». Και ότι «συνεδύαζε την
ησυχαστική ζωή με την ιεραποστολή», δηλ. τον εσωτερικό πνευματικό αγώνα με την
προς τον πλησίον αγάπη.
Αυτό το πνεύμα φανέρωσε και στον
ενθρονιστήριο λόγο του. Ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Τινές θεωρούν ίσως
τας Αγιορειτικάς Μονάς ως περιφανή μουσεία και λείψανα του Ορθοδόξου Βυζαντινού
Πολιτισμού. Δι’ ημάς όμως, οίτινες περιπατούμεν «εν πίστει», αι Αγιορειτικαί
Μοναί είναι πρωτίστως χώροι μετανοίας, προσευχής, ασκήσεως, καθάρσεως,
ελλάμψεως και θεώσεως. Μοναδική αποστολή των Αγιορειτικών Μονών είναι να
διατηρήσουν ανόθευτον και αδιάκοπον την Μοναχικην Παράδοσιν του νηπτικού και
θεωρητικού βίου, να μαρτυρούν συνεχώς εις τον κόσμον διά την πραγματικότητα της
τελείας Χριστιανικής ζωής, να αποτελούν την γρηγορούσαν συνείδησιν της
Ορθοδοξίας, την αφυπνίζουσαν κλήρον και λαόν εκ του ύπνου και της νάρκης της
εκκοσμικεύσεως, να υπενθυμίζουν συνεχώς την κλήσιν του ανθρώπου διά τον ουρανόν
ως «Θεού κεκελευσμένου», να δίδουν το μέτρον της εν τη Εκκλησία θεανθρωπίνης
κοινωνίας- κοινοβιακής ζωής, της βιούσης την αγάπην εν τη ελευθερία της υπακοής
ως εβίωσαν αυτήν ο Κύριος μετά των δώδεκα και οι εν ακτημοσύνη και αγία φιλαδελφία
ζώντες Χριστιανοι των Ιεροσολύμων».
Δυστυχώς η έννοια της αγάπης έχει
παρεξηγηθή απο τον σύγχρονο Οικουμενισμό, στον οποίο κυριαρχεί το σύνθημα: «Ας
αγαπηθουμε και ας αφήσουμε κατά μέρος τις δογματικές διαφορές μας». Ο Γέροντας
πολλές φορές έδειξε ότι η αγάπη αυτή, που παραθεωρεί την αλήθεια του
ευαγγελικού κηρύγματος, είναι ψευδής και επίπλαστη, και αντί να ενώνη τους
ανθρώπους, τους διαιρεί και τους διχάζει έτι περισσότερο. Σε σχετικό κείμενό
του το 1968 με τίτλο «Αγάπη ή Θεολογία;» έγραφε: «Η θεολογία δεν εκφράζει δι’
ημάς προσωπικάς απόψεις και ιδέας ανεξαρτήτως της πίστεως της Εκκλησίας, αλλά
την πίστιν και αυτοσυνειδησίαν της Εκκλησίας, την αληθή διδασκαλίαν της
αποστολικης Παραδόσεως, την ορθόδοξον ερμηνείαν του Ευαγγελίου του Ιησού
Χριστού, και ως τοιαύτη είναι η ζωη και η αναπνοή της Εκκλησίας… Ας μη
απατώμεθα. Δεν διαιρεί η αληθής Θεολογία. Διαιρεί η αμαρτία, η οποία υπό την
μορφήν της αιρέσεως και του σχίσματος αντιτίθεται εις το άγιον θέλημα του Θεού,
το κηρυσσόμενον υπό της ορθοδόξου Θεολογίας».
Η αγάπη του Γέροντα ήταν πολλη
έκδηλη στις περιπτώσεις που οι αδελφοί περνούσαν πειρασμό. Όπως ο άγιος
απόστολος Παύλος, έτσι και ο Γέροντας συμμετείχε όλος στον πόνο των αδελφών:
«τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;».
Κάποτε ένας αδελφός εκ συνεργείας
του διαβόλου έφυγε από την Μονή χωρίς ευλογία του Γέροντα. Ο Γέροντας
κυριεύθηκε απο μεγάλη συντριβή και πόνο εσωτερικό, που ήταν ζωγραφισμένα στο πρόσωπό
του και τις πράξεις του. Έστειλε αμέσως κάποιους πατέρες να ψάξουν στα κοντινά
μέρη γύρω απο την Μονή και άλλους μακρυά. Έβαλε να κάνουν Παρακλήσεις στην
Παναγία την Γοργοεπήκοο.
Εκείνο το βράδυ έμεινε άυπνος.
Έλεγε: «Το παιδί μπορεί να κινδυνεύη. Πως να κοιμηθώ εγώ;». Στην πρωινή
ακολουθία δεν πήγε στο ηγουμενικό στασίδι, αλλά έμεινε στον Νάρθηκα. Κάλεσε
τους μεγαλοσχήμους μοναχούς και τους είπε: «Περνάμε μεγάλη δοκιμασία. Πρέπει όλοι
μας να προσέχουμε, διότι όλοι κινδυνεύουμε. Όταν έχετε λογισμούς, να τους λέτε
αμέσως. Τώρα πρέπει όλοι μας να κάνουμε προσευχή για τον αδελφό. Μόλις
τελειώνετε τον κανόνα σας, όλη η υπόλοιπη προσευχή σας να είναι για τον
αδελφό».
Ανάθεσε μάλιστα σε κάποιους να
προσεύχωνται εκ περιτροπής όλη την ημέρα γι’ αυτόν. Βογγούσε με αναστεναγμούς
μέσα απο τα σπλάγχνα του. Οι πατέρες τον παρηγορούσαν λέγοντάς του: «Μη
στενοχωρείσθε, Γέροντα, θα γυρίση».
Και ο Γέροντας απαντούσε: «Εσείς
δεν μπορείτε να νιώσετε τον πόνο που αισθάνομαι εγώ. Διαφορετικά πονά ο Πατέρας
από τους αδελφούς». Η τροφή του ήταν ελάχιστη. Είπε και έκαναν παράκλησι στον
άγιο Μηνά. Το βράδυ άρχισε η Αγρυπνία των Αθωνιτών Πατέρων. Παρακάλεσε τους
πατέρες να προσευχηθούν με ζέσι υπέρ του αδελφού και στους ιερείς που έκαναν
την Προσκομιδή είπε: «Παρακαλέστε τον Κύριο να μας φανερώση που βρίσκεται ο
αδελφός». Όταν προσκυνουσε τα άγια λείψανα των Αθωνιτών Πατέρων έλεγε: «Άγιοι
Πατέρες εμείς αποτύχαμε· εσείς όμως πετύχατε». Τελικά την ώρα του καθαγιασμού
των Τιμίων Δώρων έγινε το θαύμα. Ο χαμένος αδελφός επέστρεψε. Ο Γέροντας
αναλύθηκε σε λυγμούς και δάκρυα. Τις ευχές του καθαγιασμού τις είπε με
δυσκολία, αλλά και με ευγνωμοσύνη και αγάπη προς τον φιλάνθρωπο Κύριο. Η
υπόλοιπη Θ. Λειτουργία τελείωσε με μεγάλη κατάνυξι.
Η αγάπη του Γέροντα αγκάλιασε και
τους Αφρικανούς, τους «εσχάτους αδελφούς του Χριστού», όπως συχνά τους
αποκαλούσε. Από αγάπη αλλά και έξ υπακοής σε σεβασμίους γέροντες, τον π. Παΐσιο
και τον π. Σπυρίδωνα τον πνευματικό απο την Ν. Σκήτη, ανέλαβε πνευματικά το
1977 τον ιεραπόστολο π. Κοσμά Γρηγοριάτη. Έτσι άρχισε το μεγάλο έργο του
ευαγγελισμού των Αφρικανών αδελφών από την Μονή μας. Ο π. Κοσμάς δόξασε τον Θεό
με την ζωή του και «έφερε καρπόν πολύν». Μετα την κοίμησί του, τον Ιανουάριο του
1989 μετά από τροχαίο δυστύχημα, το έργο του συνεχίζει επάξια μέχρι σήμερα ο π.
Μελέτιος Γρηγοριάτης, νυν επίσκοπος Κατάγκας, βοηθούμενος και από άλλους
αδελφούς της Μονής μας.
Την αγάπη του Γέροντα βιώσαμε με
τον δυνατώτερο τρόπο λίγο πριν το επίγειο τέλος του. Παραμονές Χριστουγέννων
του 2013 (Π. Η.) ο Γέροντας επέστρεψε στο Μοναστήρι από τον κόσμο, όπου
ευρίσκετο για λόγους υγείας, η οποία είχε επιδεινωθή δραματικά. Από τις πρώτες
ημέρες της ελεύσεώς του, γνωστοποίησε την πρόθεσί του να παραιτηθή απο το
ηγουμενικο αξίωμα. Οι πατέρες τον παρακάλεσαν να παραμείνη μέχρι τέλους στην
ηγουμενική θέσι, την οποία τίμησε επάξια για μία τεσσαρακονταετία.
Ο Γέροντας όμως, σταθερός στην
απόφασί του, είπε ότι αδυνατεί να σηκώνη ταυτόχρονα δύο μεγάλους σταυρούς, της
ηγουμενίας και της ασθενείας. Και τον μεν σταυρό της ασθενείας δεν μπορεί να
τον αποφύγη, τον δε της ηγουμενίας του είναι εφικτό. Ακόμη φρονούσε ότι έπρεπε
με κάθε τρόπο εν όσω ζούσε να διασφαλίση την ενότητα της αδελφότητος,
δρομολογώντας τα της διαδοχής του. Και πράγματι, έτσι όπως ζήσαμε τα γεγονότα
της παραιτήσεως του, την εκλογή νέου Καθηγουμένου, την πατρική αγάπη και
υποδειγματική στήριξι του εκλεχθέντος αδελφού και τα της ενθρονίσεως του νέου
Πατρός και Καθηγουμένου μας, μαρτυρούν το βάθος της ταπεινώσεώς του και το
μέγεθος της διακρίσεώς του. Και όλα αυτά χάριν της ενότητος της αδελφότητος. Οι
τελευταίες του αυτές πράξεις συνιστούν το «κύκνειο άσμα» της Ποιμαντικής του
Διακονίας προς την αδελφότητά μας.
Είναι παρατηρημένο, ότι οι άγιοι
που ευαρέστησαν τον Άγιο Θεό, ετελειώθησαν, αφού υπέμειναν σοβαρές σωματικές
ασθένειες. Στην χορεία αυτή ανήκει και ο πολυσέβαστος Γέροντάς μας. Όλο το σώμα
του ήταν μία πληγή. Δεν ακούσαμε όμως κανένα γογγυσμό, κανένα παράπονο. Με
ανδρεία, καρτερία και Ιώβειο υπομονή σήκωσε τον μαρτυρικό Σταυρό της ασθενείας
του. Με ευχαριστιακή στάσι, βαθεία πίστι, εδραία ελπίδα, ακράδαντο αγάπη προς
τον Χριστό έγινε μιμητής του προστάτου του αγίου Γεωργίου. Άλλωστε η συχνή
αναφορά του Γέροντα στα λόγια του Μάρτυρος «τρέχε, Γεώργιε, ίνα φθάσης τον
ποθούμενο Χριστό», δείχνουν τον μύχιο πόθο του να μιμηθή τον άγιο Γεώργιο. Έτσι
επισφράγισε την προς τον Κύριο και τους αδελφούς του αγάπη του όχι μόνον με την
ζωή του αλλά και με την οσιακή κοίμησί του.
Πηγή: Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς
Μητροπόλεως Πειραιώς, Πειραίκή Εκκλησία, έτος 24ο, τεύχος 263, σελ 20-23,
Οκτώβριος 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου