i) Πρόλογος
Μὲ τὴν ἄφιξή μας στὴν Δάφνη τὸν
Σεπτέμβριο τοῦ 1973 συναντήσαμε, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, καὶ ἕναν γεροδεμένο, ὑψηλό,
λευκὸ καὶ πολὺ φαλακρὸ γέροντα μᾶς εἶπαν ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς Σιμωνοπετρίτης, ὁ
διακο-Ἰωαννίκιος, ποὺ μένει στὸν Δοντᾶ· «βίος καὶ πολιτεία!» Εἶχε κατεβῆ στὴν
Δάφνη γιὰ τὰ ψώνια τῆς ἑβδομάδος καὶ θὰ ἀνέβαινε, κουβαλώντας τα στὴν πλάτη,
μία ὥρα δρόμο ὣς τὸ ἀγρόκτημα τοῦ Δοντᾶ.
Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς
ἐγκαταστάσεώς μας στὴν Σιμωνόπετρα, ἀκοῦμε ξαφνικὰ φωνὲς χαρούμενες, πρόσχαρες,
ποὺ ἀπευθύνονταν στὸν παπα-Σίμωνα γεμᾶτες εὐχὲς γιὰ τὰ νέα καλογέρια.
Συνηθισμένοι τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες στὶς ἐκπλήξεις, βγήκαμε κάπως περίεργοι νὰ
δοῦμε τὶ συμβαίνει, καὶ βλέπουμε μπροστά μας τὸν διακο-Ἰωαννίκιο.
-Νὰ ζήσετε, νὰ ὑπηρετήσετε τὸν Ἅγιο
Σίμωνα στὸ Μοναστήρι του, νὰ βοηθήσετε τὰ γεροντάκια, νὰ μὴν τὰ περιφρονήσετε
καὶ νὰ κάνετε ὑπομονή· χωρὶς ὑπομονὴ δὲν πᾶμε στὸν Παράδεισο. Ἡ Παναγία, ἡ
μαννούλα μας, νὰ σᾶς ἔχη καλά. Δὲν θὰ σᾶς ἀφήση ποτέ, ἂν πιστὰ τὴν
ὑπηρετῆτε, μᾶς εὐχήθηκε καὶ ἀνέβηκε στὸ Ἀρχονταρίκι.
Πῆρε το κέρασμά του, ἔδωσε
καινούργιες εὐχὲς καὶ κατόπιν πῆγε στὸν τραπεζάρη, τὸν γερο-Ἀρσένιο, πῆρε ψωμί,
κρασί, ῥακί, μετὰ πῆρε ἀπὸ τὸν δοχειάρη, τὸν παπα-Παντελεήμονα, τὰ ὑπόλοιπα τῆς
κουμπάνιας –καφέ, ζάχαρη, λάδι, γάλα, σπίρτα, σαπούνι, οἰνόπνευμα, κ.λπ, δηλαδὴ
τὰ καθορισμένα ποὺ δίνονταν στὰ γεροντάκια-, φόρτωσε τὸ γέρικο μουλάρι καὶ
ἔφυγε γιὰ τὸν Δοντᾶ
Αὐτὸ ἐπαναλαμβανόνταν κάθε μῆνα γιὰ
δύο-τρία χρόνια. Ἐπίσης, ἐρχόταν στὸ Μοναστήρι στὶς μεγάλες γιορτές,
Χριστούγεννα, Πάσχα καὶ στὶς δύο Πανηγύρεις. Τότε ὁ καλὸς ὁ παπα-Σίμων φρόντιζε
νὰ τοῦ βρῆ ῥᾶσο, κουκούλι καὶ κάπου νὰ τον τακτοποιήση γιὰ νὰ κοιμηθῆ.
Βροντόφωνο, ἀλλὰ καλόκαρδο γεροντάκι ὁ διακο-Ἰωαννίκιος.
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἄρχισε νὰ
ἀραιώνη τὶς ἐπισκέψεις του, καὶ γιὰ αὐτὸ ἀρχίσαμε νὰ τοῦ πηγαίνουμε ἐμεῖς τὴν
κουμπάνια. Εὑρισκόμενοι τότε μόνοι μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νύκτας τοῦ Δοντᾶ, τὴν
ὁποία διέκοπταν μόνο τὸ κελάρυσμα τοῦ ῥέμματος καὶ τὸ κρώξιμο τοῦ μπούφου
(νυκτοκόρακος), μᾶς εἶπε πολλὰ ἀπὸ τὴν ζωή του τὴν καλογερική, τὴν
περιφρονημένη ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ τὴν γεμάτη εὐλογίες ἀπὸ τὴν Παναγία μας, ``τὴν
Κυρὰ τοῦ Τόπου``, ὅπως ἔλεγε.
ii) Ἀπὸ μικρὸς στὴν Μονὴ Γρηγορίου.
Ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος μικρὸ παιδί,
δέκα χρονῶν, μαζὶ μὲ τὰ δύο ἀδελφάκια του Τὰ ἔφερε ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ ὁ
γερο-Βαρλαὰμ ὁ Γρηγοριάτης Ἦταν ὀρφανὰ ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα· τοὺς σκότωσαν οἱ
Τοῦρκοι στὴν Μικρασιατικὴ καταστροφή, καὶ τὰ φρόντιζε ὁ παπποὺς ἀπὸ μητέρα, ὁ
παπα-Κωνσταντῆς. Ἀλλὰ τί νὰ πρωτοκάνη ὁ καημένος; Φτωχὸς ἄνθρωπος, μὰ γεμᾶτος
πίστη, φροντίδα καὶ μὲ πνεῦμα θυσίας γιὰ τὸ διωγμένο ποίμνιό του
Κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἔφεσο, τὴν μεγάλη
τῆς ἀρχαιότητος πόλη, ποὺ στὰ χρόνια του, μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες καταστροφές,
ἦταν πολὺ μικρή. Τὴν πατρίδα του τὴν θυμόταν σὰν σὲ ὄνειρο
Βιώματα πόνου εἶχε, ὅπως ἄλλωστε
ὅλοι οἱ ἄλλοι πατριῶτές του, ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, τὴν καραντίνα γιὰ κάθαρση. Μέσα
σὲ τέτοιο περιβάλλον τὰ βρῆκε ὁ γερο-Βαρλαάμ, διακονητὴς καὶ ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου
Νικολάου, τοῦ φροντιστοῦ τῶν ὀρφανῶν, καὶ τὰ ἔφερε στὸ Μοναστήρι του. Ἡ
γούμενος ἦταν ὁ πραγματικὰ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ παπα-Θανάσης
Μᾶς διηγεῖτο: -Τί νὰ κάνουμε μέσα
στὸ Μοναστήρι τρία μικρὰ παιδιά, ποὺ οὔτε νὰ φᾶμε δὲν ξεύραμε; Μᾶς πῆγαν στὸ
βουνό, στὸν Ἅγιο Θεολόγο, τὸν προστάτη τῆς χαμένης πατρίδος μας, καὶ μᾶς δώσανε
στὸν γερο-Στέφανο, Θεὸς σχωρέσ’ τον! Ἔγινε πατέρας, μητέρα, δάσκαλος! Μᾶς
ἔμαθε νὰ τρώμε, νὰ πλενώμαστε, νὰ ντυνώμαστε, νὰ διαβάζουμε, νὰ ἐργαζώμαστε.
Στὸ Μοναστήρι κατεβαίναμε μόνο τὶς μεγάλες γιορτές. Δὲν ἐπιτρεπόταν στὰ ἀγένεια
παιδιά. Ὁ μακαρίτης ὁ παπα-Θανάσης ἐρχόταν ὁ ἴδιος, λειτουργοῦσε, μᾶς
κοινωνοῦσε καὶ μᾶς ἐξομολογοῦσε.
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ἀπὸ παιδιὰ
γίναμε ἄνδρες, κατεβήκαμε στὸ Μοναστήρι καὶ σιγὰ-σιγὰ γίναμε καλόγεροι. Ἐμένα
μὲ λέγανε Διαμαντὴ καὶ ὡς καλόγερος ὠνομάστηκα Δανιήλ. Φοροῦσα τὰ ῥάσα, τὸν
μανδύα καὶ ἔνοιωθα ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ἄγγελος. Εὐτυχισμένη ζωή! Τὰ ἄλλα ἀδέλφια
μου ὠνομάστηκαν Εὐγένιος καὶ Γρηγόριος. Ὁ Γρηγόριος μετὰ ἔφυγε καὶ πέθανε πολὺ
νέος στὰ Κατουνάκια. Ὁ παπᾶς –διότι ἔγινε παπᾶς ὁ Εὐγένιος- ἔφυγε καὶ κεῖνος
καὶ πέθανε στὸ Ξενόφι. Ἔκανα σὲ πολλὰ διακονήματα, ἀλλά, ἐπειδὴ εἶχα καὶ καλὴ
φωνή, διάβαζα καὶ κανοναρχοῦσα στὴν ἐκκλησία.
Ὁ γερο-Ἰωαννίκιος θυμόταν ὁλόκληρα
κείμενα ἀπ’ ἔξω, καθὼς καὶ τροπάρια, ἀπολυτίκια κ.ἄ. Μᾶς ἀνέφερε δὲ καὶ κάποιο
περιστατικό, ποὺ δείχνει τὸν ζῆλό του γιὰ ἄσκηση, ἀλλὰ καὶ τὴν πλάνη στὴν ὁποία
ἔπεσε χωρὶς ὁδηγό. Διαβάζανε στὴν τράπεζα τὸν βίο κάποιου Ἁγίου, ποὺ ἔμεινε
χρόνια σὲ σπηλιά. Τὸν ἄκουσε καὶ ἐκείνος μὲ προσοχὴ καί, βλέποντας τὰ
κατορθώματα τοῦ Ἁγίου καὶ τὶς εὐλογίες ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀποφάσισε νὰ τὸν
μιμηθῆ.
-Φόρεσα, διηγεῖτο, τὰ
ῥάσα μου, τὸ σχῆμα, τὸ κουκούλι, πῆρα καὶ λίγο παξιμάδι καὶ ἔφυγα γιὰ τὴν
σπηλιὰ ποὺ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, κοντὰ στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου. Δὲν εἶπα σὲ κανέναν τίποτε. Χειμώνας καιρός. Ἡ σπηλιὰ ἔβγαζε νερό,
ἀλλὰ ἐγώ εἶπα: Ἐδῶ θὰ μείνω, θὰ προσευχηθῶ, θὰ ἀσκηθῶ, θὰ πεθάνω, θὰ ἁγιάσω.
Νόμιζα ὅτι τόσο εὔκολα γίνεται κανεὶ ἅγιος! Στὸ Μοναστήρι μὲ ψάχνανε.
Μετὰ ἀπὸ μέρες μὲ βρῆκαν, ἀλλὰ ποῦ νὰ μὲ πείσουν νὰ πάω στο Μοναστήρι.
Ἀναγκάστηκε καὶ ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ παπα-Θανάσης, ὁ Γέροντάς μου. Μὲ πῆρε μὲ τὸ
καλό. Μοῦ ὑποσχέθηκε πώς, ἅμα βγῆ ὁ χειμώνας, μαζὶ θὰ πᾶμε να βροῦμε σπηλιὰ γιὰ
νὰ ἀσκηθοῦμε καὶ πολλὰ ἄλλα ἀκόμη, καὶ τελικῶς μὲ ἔπεισε καὶ γύρισα μαζί του
στὸ Μοναστήρι.
Ἡ ὑπόθεσις ὅμως εἶχε καὶ συνέχεια.
Ἔπρεπε νὰ κάνω καὶ Κανόνα στὴν τράπεζα. Μὲ κάλεσε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ
εἶπε: -Τώρα ποὺ θὰ πᾶμε στὴν τράπεζα, ἐμεῖς θὰ τρῶμε καὶ ἐσὺ θὰ φορέσης
τὸν μεγάλο σταυρὸ τῆς τραπέζης, θὰ πάρης καὶ τὸ κομποσχοίνι ποὺ εἶναι ἐκεῖ καὶ
θὰ τραβᾶς κομποσχοίνι. Ὅταν κτυπήσω τὸ κουδούνι γιὰ νὰ τελειώση ἡ τράπεζα καὶ
σταματήση ὁ διαβαστής, θὰ φωνάξης ἐσύ: Σχωρέστε με, πατέρες. Πῆγα νὰ γίνω ἅγιος
στὴν σπηλιὰ χωρὶς εὐλογία καὶ δὲν τὰ κατάφερα. Πὼ πὼ ντροπή! Ἀλλὰ τί
νὰ κάνης; Δὲν γινόταν καὶ διαφορετικά. Τὸ ἔκανα, ἀλλὰ ὁ εὐλογημένος ὁ
γερο-Βαρλαάμ, ποὺ τοῦ ἄρεσε νὰ μᾶς πειράζη, ἔκανε πὼς δὲν ἄκουσε τὶ εἶπα καὶ
ξαναρώτησε: -Γιατί τράβηξες κομποσχοίνι; Καὶ ἐγὼ πιὸ δυνατὰ τὸ
ξαναεῖπα. Μετὰ κάθισα καὶ ἔφαγα. Μὲ ξαναφώναξε ὁ Γέροντας, μὲ παρηγόρησε
καὶ μὲ συμβούλεψε. Ἂν ἤθελα, ἂς τὸ ξανάκανα.
Τὰ χρόνια περνοῦσαν ὄμορφα. Ἔκανα
καὶ στὸ Μετόχι τῆς Βουλτίστας, πλούσιο Μετόχι. Οἰκονόμος ἦταν τότε ὁ
γερο-Νέστορας –Θεὸς σχωρέσ’ τον!- καλὸς ἄνθρωπος, καταδεκτικός.
iii) Στὴν Σιμωνόπετρα.
Τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ποὺ ζοῦσε
ὁ γερο-Ἰωαννίκιος στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Γρηγορίου, ὑπῆρχε, ὅπως καὶ σὲ κάθε
Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔντονο τὸ πρόβλημα τοῦ τοπικισμοῦ. Τὸ κάθε Μοναστήρι
εἶχε ἀνθρώπους μόνον ἀπὸ ἕναν τόπο. Στὴν Ἱ. Μονὴ Γρηγορίου, παραδείγματος
χάριν, ἂν δὲν ἤσουν Μωραΐτης, δὲν μποροῦσες νὰ μείνης, ὅπως δὲν μποροῦσες νὰ
μείνης στὴν Σιμωνόπετρα ἂν δὲν ἤσουν Μικρασιάτης κ.λ.π. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ καλός
μας π. Δανιήλ, μοναχὸς Γρηγοριάτης, Μικρασιάτης ὅμως στὴν καταγωγή, ἀναγκάστηκε
καὶ ἔγινε Σιμωνοπετρίτης.
Φυσικά, τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦσε
ὁ τοπικισμὸς φάνηκαν μετὰ τὸ 1950-60, ὅταν τὰ Μοναστήρια βρέθηκαν στὴν
δυσκολότερη κατάσταση ἀπὸ ἔλειψη ἀνθρώπων. Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως, σήμερα αὐτὸ τὸ
πρόβλημα ἔχει ἐκλείψει, καὶ ἔτσι στὸ κάθε Μοναστήρι ὑπάρχουν μοναχοί, ὄχι μόνον
ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου.
Στὴν Σιμωνόπετρα, ὡς Μικρασιάτης,
ἔγινε ἀμέσως δεκτός. Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ παπα-Καισάριος ὁ Βουρλιώτης. Τὸν
ἔκανε παρηγουμενιάρη καί, ὡς καλλίφωνο, μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν ἔκανε καὶ διάκονο,
δίδοντάς του τὸ ὄνομα Ἰωαννίκιος πρὸς τιμὴν τοῦ Ἡγουμένου Ἰωαννικίου, ποὺ
ξανάκτισε τὴν Σιμωνόπετρα μαζὶ μὲ τὸν Γέροντά του παπα-Νεόφυτο, μετὰ τὴν μεγάλη
πυρκαγιὰ τοῦ 1891.
Νὰ ὄμως ποὺ ὁ πειρασμὸς ἐργάζεται
συνεχῶς καί, ἀφοῦ τὰ κατάφερε νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ τὸ πρῶτο Μοναστήρι, ἦλθε καὶ στὸ
δεύτερο. Καὶ ὄχι μόνο τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν φορὰ τὸν
ἔστειλε καὶ στὸν κόσμο. Καλλίφωνος διάκος ἐσύ, πρέπει νὰ γίνης διάκος σὲ
μητροπολιτικὸ Ναό, τοῦ ψιθύρισε. Ἔφυγε πράγματι καὶ πῆγε στὴν Σάμο. Οἱ παγίδες
βέβαια τοῦ πονηροῦ συνεχίζονται. Ξεσπᾶ ὁ πόλεμος τοῦ 1940. Στρατεύεται, ὡς
Ἁγιορείτης ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, καὶ μάλιστα ἀποσχηματίζεται.
-Ἀπὸ τότε ἄρχισαν, ὅπως πάνα
ἔλεγε, οἱ μέρες τοῦ πόνου καὶ τῆς στενοχώριας. Δὲν τὸ ἄντεξα καὶ
δραπέτευσα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, πέρασα στὴν Τουρκία, μὲ τὰ πόδια ἔφθασα στὴν
Συρία, στὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γύρισα στὴν Ἑλλάδα. Δικάσθηκα στὸ
Στρατοδικεῖο, ἀλλὰ ἕνας καλὸς ἀξιωματικὸς μὲ συμπόνεσε, καὶ ὄχι μόνο δὲν μὲ
δίκασαν, ἀλλὰ μὲ στείλανε καὶ στὸ Μοναστήρι.
Ποῦ εἶχα ὅμως μοῦτρα νὰ ἐπιστρέψω; Ἔμεινα
στὴν Θεσσαλονίκη, φτωχὸς μέσα στοὺς φτωχούς, ἐργαζόμενος γιὰ τὸ ψωμὶ τῆς ἡμέρας
κάνοντας θελήματα στοὺς πλουσίους. Θυμήθηκα τότε ὅσα διάβαζα στὴν τράπεζα γιὰ
τὸν ἄσωτο υἱὸ καὶ ἀποφάσισα καὶ ἐγὼ νὰ γυρίσω στὸ πατρικό μου σπίτι, στὸ
Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σίμωνος, τοῦ πατέρα ὅλων τῶν μοναχῶν ποὺ ζοῦνει ἐκεῖ, καὶ
νὰ ζητήσω νὰ γίνω δοῦλος ταπεινὸς καὶ ὄχι υἱὸς μὲ δικαιώματα.
Πράγματι, ἔφθασα στὸν Ἀρσανᾶ.
Ἀρσανάρης τότε ἦταν ὁ πατὴρ Γελάσιος ὁ Φωκιανός. Ὑπῆρχε καὶ ἄλλος γερο-Γελάσιος
στὸ Μοναστήρι. Μὲ δέχθηκε ἀδελφικά. Μὲ κράτησε ἐκεῖ, γιὰ νὰ μεγαλώσουν τὰ γένια
καὶ τὰ μαλλία μου. Μοῦ ἔδωσε ἕνα παλιὸ ζωστικὸ καὶ μία σκούφια καὶ μετὰ ἀπὸ
πέντε-ἕξι μῆνες, τὴν Πρωτοχρονιά, ποὺ ἀλλάζουν τὰ διακονήματα, ἀνέβηκα στὸ
Μοναστήρι. Ἔβαλα μετάνοια, ζήτησα συγγνώμη, καὶ τελικὰ μὲ κρατήσανε σὰν δόκιμο!
Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ ἀνέλαβα ἦταν
τοῦ φούρναρη. Εἴχαμε πολλοὺς ἐργάτας τότε, καὶ ζύμωνα δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα
ἀπὸ 300 πίττες, μικρὰ ψωμάκια, κάθε φορά. Ἦταν πολὺ κουραστικό, ἀλλὰ ξαναβρῆκα
τὸ περιβάλλον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πήγαινα στὴν ἐκκλησία, ἔψελνα, διάβαζα,
διάβαζα καὶ στὴν τράπεζα. Ὅλα αὐτὰ μὲ γέμιζαν χαρά. Ἀνακουφίζανε τὰ πολλά μου
παθήματα.
Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια χρειάστηκε νὰ
‘ρθω ὡς Οἰκονόμος στὸν Δοντᾶ. Μὴν τὸν βλέπετε πῶς εἶναι τώρα. Τότε ὅλα τὰ
πατάρια ἦσαν ἀμπέλια καὶ κῆποι. Ἀπασχολοῦσε μονίμως δύο-τρεῖς ἐργάτες γιὰ τὰ
αμπέλια καὶ τοὺς κήπους. Ἔκανε κάτι λάχανα!, μόνο δύο-τρία φορτώναμε στὴν μεριὰ
στὸ κάθε ζῶο. Ὁ τρύγος πάλι κρατοῦσε μία ἑβδομάδα. Ὅλοτ ὸ Μοναστήρι ἐρχόταν.
Μαζευόμασταν 30-40 ἄτομα. Βγάζαμε 10.000 ὀκάδες κρασί.
Πᾶνε ὅμως ὅλα αὐτά. Ἄνοιξε ἡ
Γερμανία, φύγανε οἱ ἐργατές, ἄρχισαν τὰ ἀμπέλια νὰ χαλοῦν. Ὅταν μάλιστα ἔγινε ὁ
ἀμαξιτὸς δρόμος τῆς Μονῆς, τότε τ’ ἀφήσαμε ἐντελῶς. Βλέπετε, δὲν ἤμασταν πολλοὶ
πατέρες, ἀλλὰ καί, ἂν πωλοῦσαν ἕνα αὐτοκίνητο ξύλο, ἀγόραζαν ἀπὸ τὴν Λῆμνο ὅσα
σταφύλια χρειάζονταν γιὰ τὸ κρασὶ τῆς χρονιᾶς. Τὰ πατάρια ἄρχισαν νὰ πέφτουν
καὶ αὐτά. Ἐγὼ τὰ ‘βλεπα καὶ πονοῦσε ἡ καρδιά μου. Τί νὰ κάνω ὅμως; Ἄρχισα νὰ
συνηθίζω καὶ στὴν μοναξιά, καὶ ἐκεῖνα ποὺ πῆγα νὰ βρῶ στὴν σπηλιὰ τῆς Γρηγορίου
μοῦ τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Δοντᾶ.
Ἠ χαρά μου ἦταν καὶ εἶναι ὅλα αὐτὰ
τὰ χρόνια -κοντεύουν εἴκοσι τώρα- νὰ σηκώνομαι τὴν νύκτα, νὰ ἀνάβω τὰ
κανδηλάκια καὶ νὰ θυμιάζω ὅλο τὸ σπίτι. Πηγαίνω στὸν ναό, λέω τὴν προσευχή μου,
ὅτι ἐνθυμοῦμαι –διότι τώρα δὲν βλέπω νὰ διαβάζω-, καὶ μετὰ ἀρχίζω τοὺς
Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Ἡ μεγαλύτερη ἐλπίδα μου καὶ στήριγμά μου εἶναι πρῶτα
ἡ Παναγία ἡ μαννούλα μας, καὶ ἔπειτα ὁ παπποῦς, ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Τὰ κανδηλάκια
καῖνε μέρα καὶ νύκτα. Ὅσο λάδι ξοδεύω στὰ κανδήλια, δὲν ξοδεύω γιὰ τὸ φαγητό.
Ὰν καμιὰ φορὰ σβήσουν, ἔρχεται ὁ παπποῦς καὶ μοῦ λέει: -Σήκω, τὸ κανδηλάκι
ἔσβησε! Μετὰ τὸ θυμίαμα ἀρχίζω τὸ κομποσχοίνι γιὰ ὅλους τοὺς πατέρες καὶ
τὸν Ἡγούμενο. Ὅλους σᾶς μνημονεύω ἕναν-ἕναν. Μνημονεύω τοὺς δυνατοὺς καὶ τοὺς
νεαροὺς καὶ τοὺς ἀδικοχαμένους στὴν πατρίδα... Ἅμα καμιὰ φορὰ βαριέμαι καὶ δὲν
τὰ κάνω αὐτά, ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν εἶμαι καλά, κάτι μοῦ λείπει. Βλέπετε,
διαμαρτύρεται ἡ ψυχή. Ἔμεινε νηστικιά. Παλιότερα διάβαζα καὶ Ψαλτήρι,
Πραξαπόστολο καὶ κανένα βιβλίο. Τώρα δὲν βλέπω. Ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι, λέω.
Ὅσα ἔλεγε, τὰ βλέπαμε καὶ στὴν
πρᾶξη, κάθε φορὰ ποὺ πηγαίναμε νὰ κάνουμε Λειτουργία –διότι πολὺ τὸ ἐπιθυμοῦσε
αὐτὸ καὶ μᾶς παρακαλοῦσε-, ἢ κάποια ἄλλη ἐργασία.
Μᾶς μένουν ἔντονα τὰ βιώματα τῆς
πρώτης μεγάλης παγκοινιᾶς γιὰ τὸ μάζεμα τῶν ἐλαιῶν στὸν Δοντᾶ τὸ 1974. Πήγαμε
ὅλοι οἱ νεώτεροι πατέρες. Μέναμε στρωματσάδα σὲ ὅλο τὸ σπίτι. Ἐμεῖς δουλεύαμε,
καὶ ὁ διακο-Ἰωαννίκιος μᾶς μαγείρευε, μᾶς ἔστρωνε τὴν τράπεζα καί, ἐνῶ τρώγαμε,
ἐκεῖνος παρακολουθοῦσε μήπως μᾶς λείπη κάτι. Τότε κάναμε ἐκεῖ τὴν ἀγρυπνία γιὰ
τὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Ἦλθε καὶ ὁ Γέροντας. Ἡ χαρὰ τοῦ παπποῦ ἦταν
ἀπερίγραπτη. –Τέτοια δόξα στὴν ἐκκλησία μὲ τὶς ψαλμωδίες καὶ τὸ
συλλείτουργο!, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε.
Εἶναι ἀλήθεια πώς, γιὰ νὰ μένη
μόνος μέσα σ’ ἐκείνη τὴν ἐρημιά, μόνο μὲ βαθειὰ πίστη τὸ κατόρθωνε. Ἐνθυμοῦμαι
ὅτι κάποτε τοῦ πόνεσε πολὺ τὸ χέρι καὶ τὸ πόδι του, συμπτώματα κάποιας
ὀσφυαλγίας-ἰσχυαλγίας. Πήγαμε μὲ κάποιον γιατρὸ νὰ τὸν δοῦμε καὶ τοῦ δώσαμε
κάποια φαρμακευτικὴ ἀγωγή, ἀφοῦ δὲν τὸ πείσαμε νὰ ἔλθη στὸ Μοναστήρι γιὰ
θεραπεία. Πηγαίναμε κάθε δύο μέρες καὶ τοῦ κάναμε μία σειρὰ ἐνέσεις. Μετὰ ἀπὸ
λίγες μέρες μᾶς λέει: -Τὰ φάρμακα μὲ κάνουν χειρότερα. Οἱ ἐνέσεις μὲ
πονοῦν, δὲν μπορῶ νὰ καθίσω. Δὲν τὰ θέλω. Τ’ ἄφησα καὶ πῆγα στοὺς δικούς μας
γιατρούς, στὴν μαννούλα μας καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ τοὺς εἶπα: Βλέπετε, εἶμαι
μόνος, πονάω καὶ δὲ μπορῶ οὔτε τὰ κανδηλάκια νὰ σᾶς ἀνάψω. Τὰ φάρμακα ποὺ
παίρνω μὲ κάνουν χειρότερα. Ἐγὼ τ’ ἀφήνω καὶ ζητῶ ἀπὸ σᾶς νὰ μὲ κάνετε καλά. Ἂν
μὲ κάνετε καλά, θ’ ἀνάβω τὰ κανδηλάκια σας, διαφορετικὰ θὰ μένουν σβηστά...
Πῆρα λαδάκι, ἀλείφθηκα καὶ μετὰ ἀπὸ δύο τρεῖς φορὲς ἔγινα τελείως καλά.
Βλέπεις, οἱ δικοί μου γιατροί, θεραπεύουν ἀμέσως, ἔλεγε και καμάρωνε.
Μᾶς ἔλεγε πὼς πρακαλεῖ τοὺς Ἁγίους
καὶ γιὰ δύο ἀκόμη πράγματα. Πρῶτον, νὰ μὴν πονέση καὶ μείνη στὸ κρεββάτι καὶ
κουράση καὶ ἄλλους καί, δεύτερον, νὰ τοῦ δώση ὁ Θεὸς κάποιο σημάδι, ὅταν
πρόκειται νὰ κοιμηθῆ: -Ὅταν πρόκειται νὰ πεθάνω, ἐδῶ στὴν γωνιὰ τοῦ
τζακιοῦ θὰ στρώσω καὶ θὰ πεθάνω, οὕτως ὥστε, καὶ ἂν μείνω μέρες, νὰ μὴν ἀχρηστευθῆ
καὶ τὸ κρεββάτι. Καὶ πράγματι, ὁ Θεὸς τῇ πρεσβείᾳ τῶν Ἁγίων, τοῦ χάρισε τὸ
σημάδι.
iv) Τὸ τέλος του.
Ἦταν χειμώνας, Δεκέμβριος τοῦ 1986.
Τὸ Μοναστήρι γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα, ἀφοῦ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς τιμᾶται εις
τὴν τοῦ Κυρίου Γέννηση, καὶ στὶς 28 Δεκεμβρίου, μνήμη τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου
Σίμωνος, πανηγύριζε. Ὅπως πάντα, ἔτσι καὶ τότε τοῦ πῆγε ὁ π. Βησσαρίων μὲ
κάποιον ἀδελφὸ τὴν γιορτινὴ κουμπάνια. Λειτούργησαν καὶ κοινώνησε. Τὸν
παρακάλεσαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ νὰ κατεβῆ στὸ Μοναστήρι, διότι τὰ γεράματα στὴν
μοναξιὰ εἶναι δύσκολα –γιὰ μᾶς φυσικά-, αλλὰ αὐτὸς ἐπ’ οὐδενὶ λόγω δὲν δεχόταν
κάτι τέτοιο. Εὐχαρίστησε τοὺς πατέρες, τοὺς εὐχήθηκε ``καλὴ πανήγυρι`` καὶ
γύρισαν μόνοι τους στὸ Μοναστήρι.
Τὸν χειμῶνα ἐκεῖνο χιόνισε πάρα
πολύ. Μόλις σταμάτησε γιὰ λίγο ἡ κακοκαιρία, μὲ μεγάλη δυσκολία ὁ π. Βησσαρίων
καὶ ὁ π. Βενέδικτος ξαναπῆγαν κοντὰ στὸν διακο-Ἰωαννίκιο. Μὲ πολλὴ χαρὰ τοὺς
δέχθηκε. Τοὺς ἔκανε ἕνα ζεστὸ ἀπὸ μέντα, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἶχε μαζέψει τὸ
καλοκαίρι, καὶ τοὺς εἶπε νὰ μὴν ἀνησυχοῦν ἰδιαιτέρως γιὰ αὐτόν, διότι ὁ Θεὸς
καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν θὰ τὸν ἀφήσουν. Τοὺς ἐπανέλαβε τὰ δύο πράγματα ποὺ ζητᾶ ἀπὸ
τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συμβούλεψε νὰ φύγουν γιὰ τὸ Μοναστήρι μέσῳ Δάφνης, διότι τὸ
χιόνι εἶναι πολὺ καὶ θὰ δυσκολευθοῦν νὰ γυρισουν ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο
ἔκαναν καὶ οἱ δύο πατέρες
Ὅταν λοιπὸν τελειώσαν ὅλες οἱ
γιορτές, στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ 1987 ὁ π. Βησσαρίων πρωΐ πρωΐ ζήτησε εὐλογία
ἀπὸ τὴν Γέροντα νὰ πάη στὸν Δοντᾶ. Μαζί του πῆγε καὶ πάλι ὁ π. Βενέδικτος.
Τούτη τὴν φορὰ πῆγαν μὲ τὰ ζῶα, ἀφοῦ τὰ χιόνια εἶχαν λιώσει. Ὅταν ἔφθασαν,
φώναξαν, ὅπως συνήθιζαν, ἀλλὰ δὲν πῆραν ἀπάντης –Βρέ, τί νὰ
ἔγινε; ἀναρωτήθηκαν Ὁ π. Βησσαρίων, ποὺ γνώριζε τὰ κατατόπια ἀφοῦ γιὰ
χρόνια συνέχεια διοριζόταν ὡς Οἰκονόμος στὸν Δοντᾶ, μπῆκε ἀπὸ μία δευτερεύουσα
εἴσοδο καὶ ἔφθασε στὸ δωμάτιο ὅπου ἔμενε ὁ παπποῦς. Τὸν βρῆκε πράγματι στὴν
θέση ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ. Εἶχε στρώσει μπροστὰ στὸ τζάκι, εἶχε ξαπλώσει, εἶχε
σκεπασθῆ, εἶχε σταυρώσει τὰ χέρια του καὶ περίμενε τὸν θάνατο, ὄχι φοβισμένος,
ὄχι ἀγωνιώντας, ἀλλὰ χαρούμενος καὶ σίγουρος ὅτι τὸν περιμένουν οἱ προστάτες
του καὶ οἱ βοηθοί του.
Ὁ π. Βησσαρίων ἔστειλε τὸν π
Βενέδικτο νὰ εἰδοποιήση τὸ Μοναστήρι ὅτι «»ο παπποῦς πέθανε καὶ νὰ ἔρθουν μὲ
τὴν ἀνάλογη προετοιμασία γιὰ τὴν κηδεία διακόνου, ἐνῶ ἐκεῖνος κάθισε κοντά του,
τοῦ ἔκανε τὸ πρῶτο Τρισάγιο καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ τοῦ διαβάζη τὸ Ψαλτήρι, ποὺ τόσο
ἀγαποῦσε ὁ παπποῦς.
Φθάσαμε στὸν Δοντᾶ μετὰ ἀπὸ 3-4
ὥρες βάδισμα, ἀφοῦ τὸ ἀγρόκτημα ἀπέχει ὁδικῶς ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μιάμιση ὥρα
πήγαμε ὁ π. Γερβάσιος, ὁ παπα-Μύρων, ὁ διακο-Ἱερώνυμος, ὁ π. Νεόφυτος καὶ ὁ π.
Βενέδικτος. Ὅταν φθάσαμε ἐκεῖ, βρήκαμε τὸν παπα-Βησσαρίωνα νὰ κάνη κομποσχοίνι.
Μετὰ ἀρχίσαμε τὴν προετοιμασία καὶ τὸν εὐπρεπισμὸ τοῦ νεκροῦ Δεν δυσκολευθήκαμε
καθόλου. Ἦταν πεντακάθαρος. Τὰ τῆς ταφῆς του τὰ εἶχε σὲ χωριστὸ τόπο, γνωστὸ
στὸν π. Βησσαρίωνα. Ἡ εὐκαμψία τοῦ σώματος μετὰ ἀπὸ τόσες ὥρες, καὶ μάλιστα
χειμῶνα καιρο, μᾶς συγκίνησε γιὰ μία ἀκόμη φορά. Εὐλογία τῆς Παναγίας μας στὰ
παιδιά Της ποὺ ζοῦν στὸ Περιβόλι Της!
Ὅταν τὸν ἑτοιμάσαμε, εἶχε ἤδη
νυκτώσει. Τὸν πήγαμε στὸν ναό, κάναμε τὸν Ἑσπερινό, τὸ Ἀπόδειπνο καὶ μετά, ὅλη
τὴν νύκτα, ὡς τὴν ὥρα ποὺ ἀρχίσαμε τὸν Ὄρθρο καὶ τὴν Θεία Λειτουργία, διαβάζαμε
μὲ τὴν σειρὰ Ψαλτήρι καὶ Τετραβάγγελο ἐναλλάξ, ἀφοῦ τὸν κηδεύαμε ὡς διάκονο.
Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ
ξημέρωσε καὶ ἔφθασαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι ὁ π. Βασίλειος καὶ ὁ π. Θεολόγος,
ἀρχίσαμε ἀμέσως τὴν Ἐξόδιο ἀκολουθία. Τὸν θάψαμε κάτω ἀπὸ τὸν ναό, στὸ ὑπόγειο.
Ἔτσι, ἡ ψυχή του βρίσκεται τώρα στὶς ἀγκάλες τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἁγίου
Νικολάου, ἐνῶ τὸ σῶμά του βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη του, κάτω ἀπὸ τὸν ναὸ
ποὺ γιὰ εἴκοσι πέντε καὶ περισσότερα χρόνια τὸν θυμίαζε καὶ εὐπρέπιζε.
Μετὰ τὴν ταφή του μακαρίσαμε τὰ
τέλη του. Ἦταν πράγματι ὅπως εὐχόμεθα, χριστιανικά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καὶ
εἰρηνικά, καὶ ἡ ἀπολογία του ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε καλή.
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔζησε
περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν κορόϊδευαν
``διακορεμπέτα``, ἀλλὰ ζοῦσε ὡς ``ῥεμπέτης`` γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ποτέ του,
ἀφ’ ὅτου μετανοημένος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, δὲν ἀπέκτησε καινούργιο ῥοῦχο.
Πάντα ζητοῦσε παλιὰ καὶ μεταχειρισμένα. Πάντα εὐχόταν γιὰ τοὺς ἀποθαμένους
πατέρες, ποὺ τὸν βοήθησαν ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο, μὲ τό: -Θεοοὸς σχωρέσ’
τον. Πάντα μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὸ
ἔλεός Του. –Τί νὰ κάνης τὰ πλούτη, ἂν δὲν ἔχης ἀγάπη; Πολλοὶ εἶχαν πλούτη,
ἀλλὰ πέθαναν καὶ ξεχάστηκαν. Ὅσοι ὅμως ἀγάπησαν τὸν φτωχό, τὸν ἀδύνατο, τὸν
ἁμαρτωλό, τὸν ἀνήμπορο, δοξάστηκαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἂς ξεχαστῆ, ἂν εἶναι δυνατόν,
ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἔλεγε.
Ζοῦσε μέσα στὴν σιωπὴ καὶ τὴν
ἐρημιὰ τοῦ Δοντᾶ, ἀλλὰ ἡ ψυχή του τὶς χαιρότανε. Ζοῦσε συντροφιὰ μὲ τοὺς Ἁγίους
καὶ ἔπαιρνε τὴν παρηγοριὰ ἀπὸ αὐτούς. Πέθανε χωρὶς νὰ πονέση, χωρὶς νὰ
ταλαιπωρηθῆ, χωρὶς νὰ κουρσθῆ καί, ὅπως τὸ ἤθελε, χωρὶς νὰ κουράση.
Μᾶς ἔκανε ἐντύπωση πὼς δὲν βρήκαμε
τίποτε ἄπλυτο, οὔτε ῥοῦχο οὔτε σκεῦος Ἀκόμη περισσότερο μᾶς κατέπληξε τὸ
γεγονὸς ὅτι βρήκαμε κλειστὴν τὴν τρύπα ποὺ εἶχε στὸ κάτω μέρος τῆς πόρτας γιὰ
νὰ μπαίνη ἡ γάτα στὸ δωμάτιο, πρᾶγμα ποὺ δὲν τὸ ἔκανε ποτέ, ἀφοῦ μέσα στὴν
μοναξιὰ τοῦ Δοντᾶ ἡ γατούλα του, ἡ παρδαλὴ Λαμπριάνα, ἦταν μία κοινωνία, μία
συντροφιά. Ἡ λεπτομέρεια αὐτὴ καὶ τὸ ξάπλωμά του στὴν θέση ποὺ μᾶς εἶχε
ὑποδείξει μᾶς δίνουν τὸ δίκαίωμα νὰ πιστέψουμε ὅτι προγνώρισε τὸν θάνατό του.
Ἂν καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης, πέθανε
τὴν μέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ὡς κοινοβιάτης
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὄνειρο -ἂν
μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε ὄνειρο- ποὺ εἶδε ὁ γερο-Γελάσιος τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1987.
Κοντὰ στὶς σαράντα μέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, τὸν εἶδε μέσα σὲ ἕνα περιβόλι
γεμᾶτο διάφορα δένδρα, φορτωμένα μὲ καρποὺς πολύχρωμους καὶ εὐωδιαστοὺς καὶ
αὐτὸν μέσα σὲ ἕνα πανέμορφο σπιτάκι νὰ τοῦ χαμογελᾶ καὶ νὰ τοῦ λέη: -Σὲ
περιμένω Γελάσιε...Πράγματι, τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ
συμπατριώτης του Μικρασιάτης γερο-Γελάσιος πῆγε νὰ τὸν συναντήση καὶ νὰ
συνευφρανθοῦν στὴν ἴδια πατρίδα, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορὰ τὴν οὐράνια
ὁ πολλάκις ἐπισκεφθεὶς τὸν
μακαριστὸ Γέροντα, ὁ προσφέρων εἰς αὐτὸν βοήθειαν ἰατρικὴν καὶ ὁ μετὰ τῶν ἄλλων
ἀδελφῶν κηδεύσας αὐτόν.
Σιμωνόπετρα, 6 Δεκεμβρίου 1988,
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
[Τὸ παρὸν δημοσιεύθηκε σὲ μία πρώτη
μορφὴ στὸ περιοδικό: Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου (τ.19,
1994)]
http://periagiouorous.blogspot.gr[3450 - Σιμωνοπετρίτες Πατέρες που βρήκαμε και αγαπήσαμε (1973–1997)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου