Ιωσήφ μοναχός ο
ησυχαστής (1897-1959)
(Φωτογραφία: Μακάριος
Νεοσκητιώτης)
|
Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει
πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ο
Φιλοθεΐτης εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι
ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Φιλοθέου:
«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν
μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν.
Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ
τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ.
Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν
ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν
διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ
μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.
Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου
1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.
-Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς
ἔχει ἡ ὑγεία σας;
-Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν
πατρίδα. Ὅταν ἀκούσῃς τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.
Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς
Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο
μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ
ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα
Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς
αἰωνίου».
Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ
Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν.
Με τον Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη (Αριζόνας) |
Εἶναι σίγουρος διὰ
τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ
Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια,
ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.
Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ
πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ
ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ
ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά
μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῇ,
τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχὴ» καὶ
θὰ φύγετε».
Ἐσταμάτησαν τὰ
δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ
κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει:
«Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν
τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ
μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ
περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης
νηφαλιότητος καὶ ἀνεκφράστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:
«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ,
εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε
τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ
τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ
τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν.
Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας
Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.
Θάνατος ὄντως ὁσιακός.
Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά
μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ
ἥρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε
ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον·
μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ
ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου