Πορφύριος ιερομόναχος Καυσοκαλυβίτης
(1906-1991),
ως νέος μοναχός στα Καυσοκαλύβια |
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀναφέρει, ὃτι ἡ ἡμέρα
ταφῆς μας εἶναι ἡ ἡμέρα τοῡ σαββατισμοῡ, τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς παύσεως τοῦ
ἀγῶνος. Μέχρι τότε ὃλοι ἀγωνιζόμαστε καὶ κρινόμαστε. Σήμερα τιμοῡμε τον γέροντα
Πορφύριο, ποὺ εἶναι δῶρο Θεοῡ τετελειωμένο.
Δὲν εὐχόμαστε νὰ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ
να μᾶς ὲδιδε μιὰ ζωντανὴ μαρτυρία τῆς πίστεως. Οὒτε σχολιάζομε κάποιον ἀσκητή,
ποὺ βρίσκεται ἐν ζωῇ, ἀγωνίζεται. Καὶ δὲν ξέρομε πῶς θὰ τελειώσει.
Τώρα εἶναι διαφορετικά. Μιλοῦμε γιὰ
κάποιον, ποὺ ἂρχισε καὶ τελείωσε τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς μὲ ἓνα ἃγιο καὶ θαυμαστὸ
τρόπο. Μπορεῖ νὰ πῆ ἀφώνως στὸν Κύριο, ποὺ τὸν ἒστειλε μεταξύ μας: « Τὸ ἒργον
ἐτελείωσσα, ὃ δέδωκάς μοι, ἳνα ποιήσω» (Ἰω. 17,5).
Ἀλλὰ πάλι δὲν εἶναι εὒκολα τὰ
πράγματα. Ἡ περίπτωση τοῡ γέροντος Πορφυρίου εἶναι κάτι τὸ ἰδιαίτερο ἀπὸ τὴν
μέχρι τέλους. Εἶναι μία θεοφάνεια, κάτι τόσο ἃγιο καὶ καθαρό, γιὰ τὸ ὁποῖο
ταιριάζει ἡ φράση: «Ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων». Γι’ αὐτὸ δίσταζα καὶ δὲν
ἢθελα νὰ μιλήσω. Καὶ τώρα διστάζω, γιατὶ μᾶς ξεφεύγει τὸ ασύληπτο μεγαλεῖο του.
Ἒχομε ἓνα ἒκτακτο φαινόμενο προφητικῆς κλήσεως καὶ ζωῆς. Τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς
δωδεκάχρονο στὰ ἃγια τῶν ἁγίων τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὂρους. Ἓνας θεῖος ἒρωτας
τὸν ἒλκει. Ἀστήρ μυστικὸς τὸν ὁδηγεῖ στὸν συγκεκριμένο γέροντα Παντελεήμονα,
στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Τὸ Κυριακὸ
βρίσκεται κοντά, λίγο παρακάτω. Τὸ ξεροκάλυβο τοῦ γέρο-Δημᾶ βρίσκεται λίγο
παραπάνω.
Ἐκεῖ ζῆ. Ἀνοίγει τὰ μάτια του στὸν
νέο κόσμο τῆς ἀσκήσεως. Ἀναπνέει τὸν καθαρὸ ἀέρα τῆς ἐρήμου. Ὀσφραίνεται τὰ
μυρίπνοα ἂνθη τοῦ Παραδείσου. Μπαίνει μέσα στὸ κάλλος τῆς λειτουργικῆς
θεολογίας.
Τὴν ἲδια ἐποχὴ πολλοί ἐπισκέπτονται
τὸ Ἃγιον Ὂρος. Ὁ Σικελιανός καὶ ὁ Καζαντζάκης ἒρχονται ὡς ἐπισκέπτες στὰ
καυσοκαλύβια. Καθένας, ὃμως, ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς του,
ἐπισκέπτεται καὶ ἀνακαλύπτει ἓνα ἂλλο Ἂγιον Ὂρος.
Ὁ μικρὸς Εὐάγγελος γνώρισε τὸ
ἀληθινὸ Ἃγιον Ὂρος καὶ μᾶς τὸ κοινοποίησε. Ὡς ἂγγελος καθαρός τὰ δίδει ὃλα στον
Χριστό καὶ δέχεται τη Χάρι. Μπαίνει, ὃπως λέει ὁ ἲδιος στὴν ἂκτιστη Ἐκκλησία.
Χαίρεται τὶς ἀκολουθίες. Τρέφεται ἀπὸ τὴν εὐχή. Δὲν χωρίζει τὴν προσευχὴ ἀπὸ
τὴν ἐργασία. Κάνει τὴν ὐπακοὴ μὲ ὃλη του τὴν καρδιά. Τρέχει σὲ ὃλα του τὰ
διακονήματα μὲ προθυμία. Στενοχωριέται, ὃταν δὲν του φέρονται αὐστηρά. Ριζώνει
στὴ νέα γῆ τῆς πνευματικῆς πολιτείας. Τρέφεται ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ταπεινώσεως
καὶ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κλάδοι τῶν ἐφέσεων καὶ τῶν προσδοκιῶν του εἶναι
οὐρανομήκεις καὶ φτάνουν στὸν γνόφο τῆς ἀορασίας καὶ τῆς ἀνυπαρξίας. Θέλει,
ὃπως λέει ὁ ἲδιος, «νὰ φύγη, νὰ χαθῆ, νὰ μὴν ὑπάρχει. Ζῆ μέσα στὸν χῶρο τῆς
ὀρθοδόξου ἐλευθερίας. Νοιώθει καὶ ὁμολογεῖ, ὃτι ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη,
εἶναι ἒρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου».
Τοῦ συμβαίνει τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς
μὲ τὸν γέρο-Δημᾶ. Μέσα στὸν σκοτεινὸ νάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ, ὃπου ὁ
περιφρονημένος γέροντας κάνει μετάνοιες, βγάζει κραυγὴ δοξολογίας. Ἐκπέμπει τη
λάμψι τῆς Χάριτος. Καὶ παίρνει φωτιὰ ἡ εὒφλεκτη ὓλη τοῦ μικροῦ ἀσκητῆ!
Κοσμογονικὰ γεγονότα πράττονται ἐν
σιγῇ. Κανεὶς δὲν παίρνει εἲδησι τοῦ τὶ συνέβη ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὴ Σκήτη. Ὃπως
κάνεις δὲν ἂκουσε πρὶν δυο χιλιάδες χρόνια τη συζήτησι τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ
μὲ τὴν ἂγνωστη Κόρη τῆς Ναζαρὲτ, ποὺ δέχεται τὸν οὐράνιο ἀσπασμό, συλλαμβάνει
τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος καὶ κοσμοσώτειρα.
Ὁ μικρός μοναχὸς δὲν δίδει σημασία
στὸ χάρισμα, μόνο τρέμει σύγκορμος ἀπὸ τὴ συγκίνησι. Γεννᾶται μέσα του ἡ χαρά,
ἡ ἒκπληξι, ἡ γνώσι, ἡ θεολογία. Γεννᾶται μέσα του ὁ νέος ἂνθρωπος, μὲ νέες
αἰσθήσεις, χαρὲς καὶ ἐφέσεις. Βλέπει, ακούει καὶ ὀσφραίνεται διαφορετικά.
Φουντώνει μέσα του ὁ θεῖος ἒρως. Θέλει να μείνει μόνος καὶ ἂγνωστος μέσα στὴ
σιωπή. Νὰ ζήση καὶ να προχωρήση ὃπου τὸν φέρνει ἡ ἀνέκφραστή του ἐμπειρία. Νὰ
χαθῆ μὲ τοὺς ἀγνώστους καὶ μυστικοὺς μοναχοὺς μέσα στὸν παράδεισο τῆς ἐρημικῆς
κοινωνίας.
Ὁ Θεός, ὃμως, ἐνεργεῖ διαφορετικὰ
γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ μᾶς. Τὸν βλέπει ἰκανὸ γιὰ τὴν ἐκτέλεσι δύσκολης ἀποστολῆς.
Τὸν στἐλνει σὲ ἂλλους χαμένους, στὰ ἀπολωλότα πρόβατά Του, στὸν κόσμο. Τὸν
στέλνει σὲ μᾶς.
Τὸ νὰ εἶσαι ἀπολωλώς καὶ νὰ
νομίζης, ὃτι εἶσαι δάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς θεολογίας, εἶναι
ἐπικίνδυνο. Σ’ αὐτοὺς στέλνει ὁ Θεὸς τὸν ἀνύπαρκτο καὶ ἐλάχιστο τοῦτο μοναχό.
Φτάνει στην καρδιά τῆς Ἀθήνας, στὴν
καρδιά τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Μένει στὴν Ὀμόνοια 33 χρόνια, ἀπὸ τὸ 1940 μέχρι τὸ
1973. Τὰ ζῆ ὃλα, ὃπως λέει, σὰν μία μέρα.
Τὶ κάνει; Τίποτε˙ μόνο ἀγαπᾶ.
Ἀφήνει ἀπὸ μέσα του νὰ ξεχυθῆ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἒζησε καὶ
πῆρε ἀπὸ τὴν ἀγιορείτική του ζωὴ καὶ ἐμπειρία.
Βλέπει, ὃτι ὃλοι δίκαιοι καὶ
ἁμαρτωλοί, ἒχουν ἀνἀγκη ἀπὸ ἀγάπη. Τοὺς ἒχει λείψει ἡ στοργὴ τῆς ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας ποὺ αὐτὸς πλουσιοπάροχα δέχτηκε στὸ Ἃγιον Ὂρος, μέσα στὴ ζωὴ τῆς
ἡσυχίας καὶ τὸ μέλος τῆς θεολογίας.
Ἐδῶ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους σὰν
παιδιά προβληματικά, ἀτροφικὰ καὶ σαστισμένα. Ὑποσιτιζόμενα μὲ μιὰ ἂψυχη κὶ
ἀναιμικὴ θεολογία καὶ εὐσέβεια. Ἒχουν ἀνάγκη ἀπὸ στοργὴ καὶ ἀγάπη, ἀπὸ
ἐλευθερία καὶ χάρι, ὂχι ἀπὸ φωνὲς καὶ ἐκνευρισμούς.
Θυμᾶται ὃτι « στὸ Ἃγιον Ὂρος τὸ
πνεῦμα ποὺ ἒμαθε ἦταν Ὀρθόδοξο, βαθύ, ἃγιο, σιωπηλό, χωρὶς ἒριδες, χωρὶς
καυγάδες καὶ χωρὶς κατακρίσεις». Εἶχε βρῆ ἀγάπη, εὐλάβεια, οὐράνια πολιτεία.
Ἀγάπησε τὸν Χριστό. Ἀναγεννήθηκε ὁλόκληρος. Πῆγε «κουτὸς καὶ ντροπαλός». Κὶ
ἒγινε ἒξυπνος τολμηρὸς καὶ ὡραῖος. Ἂνοιξαν οἱ αἰσθήσεις του. Ἒλαμψε τὸ πρόσωπό
του. Ἒζησε τὸ γεγονός, ὃτι ( ὃπως ὁμολογεῖ ὁ ἂλλος σταλμένος στὸν κόσμο
Ἁγιορείτης Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός) ὁ Θεὸς εἶναι ὃλο φῶς, ὃλος χαρά, ὃλος εὐσπλαχνία,
ὃλος εύεργεσία, ὃλος ἀγάπη. Αὐτὸ εἶπε μὲ τὴν παρουσία του ὁ γέροντας Πορφύριος στὸν
κόσμο.
Μπαίνοντας στὸν χῶρο μας δὲν μίλησε
τὴ γλώσσα μας. Δὲν σχολίασε τὶς ἀπόψεις μας. Ἀπλῶς ἂνοιξε ἓνα παράθυρο καὶ ἦλθε
ἂνεμος καθαρὸς καὶ δροσερός, ποὺ παρέσυρε τὴν πνευματικὴ νωθρότητα καὶ ἀχλύ.
Ἀναζωογόνησε τὰ σωθικὰ τοῦ κόσμου.
Δὲν ἒδωσε οὒτε ἐπιεικεὶς οὒτε
αὐστηρὲς συμβουλές. ἀλλὰ ἐξέχεε τὴν χάρι τοῦ Πνεύματος, ποὺ «λύει τὰ δεσμὰ καὶ
δροσίζει τὴν φλόγα». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγιορείτικη καὶ ὀρθόδοξη θεολογία.
Ἡ συμπεριφορά του οἱ κινήσεις τῆς
ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του, δὲν ρυθμίζονται ἀπὸ προσπάθεια νὰ μὴν σκανδαλίσει
κανένα, οὒτε ἀπὸ πρόθεσι νὰ φανῆ καλὸς καὶ ευσεβής. Ὃλα αὐτὰ - τὸ νὰ
παριστάνεις κάτι- εἶναι ξένα καὶ ανύπαρκτα γιὰ τὴν ἀγιορείτική του ἀγωγὴ καὶ τὸ
ἦθος.
Ὃλα ρυθμίζονται ἀπὸ μόνα τους ἀπὸ
μιὰ ζέση πίστεως καὶ ἓνα θεῖο ἒρωτα, ποὺ κοχλάζει μέσα του καὶ φτάνει στὸν ἂλλο
ὡς εὐλογία καὶ ἒκπληξι. Δὲν ἒχεις μπροστά σου ἓναν ἂνθρωπο εὐγενῆ καὶ
μετρημένο, ποὺ σου μιλᾶ συνετά, ἀλλὰ ἓναν ἒνθεο, μεθυσμένο ἀπὸ ἒρωτα θεϊκό. Καὶ
σὲ κατακλύζει μὲ κύματα ἐνθουσιασμοῦ ποὺ, ἐκείνη τὴν ὣρα, ἀναδύονται ἀπὸ ἐκρήξεις
χαρᾶς που ξεσποῦν στὴν καρδιά του.
Ὃλα εἶναι ἀρτιγέννητα, αὐθεντικὰ
καὶ ἀτελείωτα. Ἒξω ἀπὸ τὰ τυποποιημένα , ξεθωριασμένα καὶ γνωστά. Εἶναι ὁ νέος
οἶνος ποὺ σχίζει τὰ παλιὰ ασκιά. Νέα συμπεριφορά, λόγος, κίνηση, μανία καὶ χαρὰ
ἑνός ἁγίου, ποὺ σὲ γεμίζει μὲ ἀνάπαυσι. Σοῦ δημιουργεῖ αἲσθησι ἐμπιστοσύνης.
Σοῦ διαστέλλει τὸν χῶρο τῆς ζωῆς. Σοῦ διαλύει τὰ εἲδωλα τῆς γνωστῆς θεολογίας:
ἡ συντηρητικὴ εἶναι στενόκαρδη καὶ σὲ πνίγει ἡ φιλελεύθερη, διάτρητη καὶ σὲ
παγώνει.
Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν πεῖς οὒτε
συντηρητικὸ οὒτε φιλελεύθερο. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν σχολιάσεις˙ εἶναι τὸ ἂνωθεν
ἐρχόμενο, ποὺ τὰ ξεπερνᾶ ὃλα. Σοῦ προκαλεῖ δέος καὶ σοῦ ἀνοίγει τὴν καρδιά.
Μιλᾶ πάντα αὐθόρμητα καὶ
ἀνεπιτήδευτα. Χρησιμοποιεῖ παράξενες λέξεις: «βρέ» καὶ «μωρέ»! Καὶ ὃλα εἶναι
γεμάτα παιδικὴ χάρι, ἀλήθεια καὶ τόλμη, ποὺ δημιουργοὺν μία θεία οἰκειότητα.
Ἒμεινε κοντά μας πάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνια, σὰν ἢλιος εὐσπλαχνίας. Μᾶς μαλάκωσε
ταὴν ψυχή, χωρὶς νὰ τὸ περιμένωμε. Μᾶς ἒλυσε τὰ προβλλήματα, πρὶν τὸν ρωτήσωμε.
Ἀφαίρεσε τοὺς κακοήθεις ὂγκους, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβωμε. Μᾶς ἒκανε μία ὑποδόρια
ἒνεσι καὶ μᾶς χάρισε μιά ἐπουράνιο ἂνεσι. Μᾶς εἶπε πῶς νὰ ζήσωμε καὶ νὰ χαροῦμε
τὴ ζωή μας˙ περιφρονώντας τὸν διάβολο καὶ τὰ πάθη, καὶ ἀγαπώντας τὸν Χριστό.
Ζητώντας νὰ γίνεται πάντοτε τὸ θέλημά Του στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες.
Κυκλοφόρησε μεταξύ μας ὡς ἂμεμπτος
καὶ πολιτεύθηκε ἐλεύθερα ὡς ἃγιος. Φανέρωσε τὴν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Δὲν κραυγάζει, δὲν ἀκούει κανεὶς τὴν φωνή του στὶς πλατεῖες ( πρβλ. Ματθ.
12-19).
Ὡς σίφουνας ἀθόρυβης ἀγάπης,
θωπεύει ἰαματικὰ τὴν ἀνθρώπινη ὓπαρξι. Μιλᾶ προσωπικά, ἐκφράζεται ἐλεύθερα καὶ
ἐπισκέπτεται ὃλους. Δὲν κρίνει, ἀλλὰ θεραπεύει. Δὲν ἀποπαίρνει, ἀλλὰ μόνο
χαροποιεῖ.
Ἐνῶ βλέπει τὴν πνευματικὴ ἀναιμία
τῆς θεολογίας τῶν πανεπιστημίων καὶ τῶν κηρυγμάτων, δὲν κάνει σχόλια ἀρνητικά.
Παρακολουθεῖ κάποια μαθήματα στὸ Πανεπιστήμιο. Παίρνει ποιήματα τοῦ Βερίτη καὶ
μιλᾶ ἐπαινετικά.
Ἐνῶ βλέπει τι εἶναι ὁ κόσμος καὶ ἡ
κοσμικότητα ποὺ βασανίζει τὸν ἂνθρωπο, δὲν διστάζει νὰ πάρει λαϊκὰ τραγούδια
καὶ νὰ τὰ σχολιάσει μὲ τὸν δικὸ του ἂγιο τρόπο.
Ἐνῶ ξέρει τὶ εἶναι ὁ
ἀρχαιοελληνικὸς παγανισμός, ἐπισκεπτόμενος τὸ Μουσεῖο διακρίνει στὸν
καλλιτέχνη, ποὺ ἒφτιαξε τὸ ἂγαλμα τοῦ Δία στοιχεῖα πνευματικῆς γνησιότητος, καὶ
δὲν φοβᾶται νὰ τὰ σχολιάσει θετικά.
Ἐνῶ γνωρίζει τὴν ταλαιπωρία τῶν
γυναικῶν ποὺ βρίσκονται στοὺς οἲκους ἀνοχῆς, χαίρεται ὃταν βρίσκεται κοντά
τους. Ψάλλει μ’ ὃλη του τὴν καρδιά τὸ « Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε…».
Τὶς καλεῖ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ τοὺς μιλάει γιὰ τὸ πόσο ὁ Θεὸς
εἶναι ἀγάπη γιὰ ὃλους καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.
Ἐνῶ βλέπει, ὃτι τὰ κάνομε θάλασσα,
δὲν μᾶς ἀποστρέφεται. Τὰ ξέρει ὃλα καὶ δὲν ἀντιπαθεῖ κανένα. Ἡ ὀξυδέρκεια του
μᾶς φωτίζει καὶ ἡ ἐπιείκια του μᾶς μαστιγώνει.
Μόνη ἡ παρουσία του εἶναι μιὰ
εὐλογία καὶ μιὰ δοκίμασία. Εἶναι παρηγοριὰ διὰ τοὺς πονεμένους καὶ
παραστρατημένους. Καὶ κρίσι φιλάνθρωπη, ἀλλὰ καὶ ἀδέκαστη γιὰ τοὺς θερουμένους
πνευματικοὺς καὶ δασκάλους τῆς ζωῆς.
Πράγματι «ἐγένετο ἐν ἡμῖν εἰς
ἒλεγχον ἐννοιῶν… ὃτι ἀνόμοιος τοῖς ἂλλοις ὁ βίος αὐτοὺ» (Σοφ. Σολ. 2 14-15).
Διακρίνει μὲ σαφήνεια τὰ ἀόρατα στοὺς πολλοὺ καὶ ἀφήνει διακριτικὰ νὰ φανῆ ἐκεῖ
ποὺ πρέπει. Τὴν ταπεινολογία χαρακτηρίζει ὡς δαιμονισμό.
Ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ὀσφραίνεται κάποια
βαριὰ μυρωδιὰ καὶ ἀποφορά, ἂλλοι, ποὺ παρουσιάζονται πνευματικοὶ ὁδηγοί,
αἰσθάνονται καὶ μιλοῦν γιὰ εὐωδία θυμιάματος.
Εἲχε τὴν δική του διαφορετικὴ γνώμη
γιὰ γεγονότα τοῦ καιροῦ μας καὶ πρόσωπα, ποὺ ἂλλα πῆγαν νὰ τιμηθοὺν ὡς ἃγιοι
καὶ ἂλλα νὰ ἀντιμετωπισθοῦνν ὡς ἒκλυτοι. Βλέπει ἁγίους στὸν κόσμο ἐκεῖ ποὺ
ἐμεῖς δὲν τοὺς ὑποψιαζόμαστε.
Διακρίνει τὰ πνεύματα καὶ ὁδηγεῖ
ὃλους στὸν λιμένα τῆς σωτηρίας.
Μένει πιστὸς στὴν ἐκκλησία καὶ τὴν
ἡρεμία τοῦ Πνεύματος.
Οἱ γέροντες του ἱερομόναχοι
Παντελεήμων καὶ Ιωαννίκιος, καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ -ποὺ πάντα τοὺς σεβόταν-
παρασύρθηκαν καὶ ἒπεσαν στὴν παγίδα τοῦ ζηλωτισμοῦ μὲ τὴν ἀλλαγή τοῦ
ἡμερολογίου. Αὐτὸς ὂχι.
Ἀργότερα μὲ τὸ 666 καὶ τὸν
Ἀντίχριστο πολλοὶ ταράχτηκαν καὶ μετέδωσαν τὴν ταραχή τους σὲ ἂλλους.
Αὐτὸς ἒμεινε γαλήνιος καὶ
ἀντιμετώπισε σταθερὰ τὸ θέμα μὲ τὴν δύναμι ποὺ τοὺ χάριζε ἡ διαρκὴς παρουσία
τοῦ Χριστοῦ μέσα του.
Ἡ ἀταλάνευτη ἡρεμία καὶ τὸ ἀγγελικό
του χαμόγελο ἦταν δωρεά τοῦ Πνεύματος καὶ ἀποτέλεσμα σκληροῦ ἀγῶνα καὶ ἀσκήσεως
στὴν ταπείνωσι καὶ στὴν ἀγάπη. Τὸ νὰ ἐκνευρίζεσαι καὶ νὰ ἐκνευρίζεις εἶναι
εὒκολη, ἀλλὰ καὶ ὀλέθρια παρεκτροπή, ὃσο καὶ ἂν τὴν ὀνομάζωμε προφητικὸ ζῆλο.
Ἀπαιτεῖται διάκρισι καὶ φωτισμὸς
γιὰ ὃλες τὶς ἐνέργειές μας.
Δὲν πρέπει νὰ τανύζωμε κάτι μικρὸ
μέχρι νὰ τὸ ἐξαρθρώσωμε. Οὒτε νὰ καταπιέζωμε κάτι μεγάλο καὶ θεϊκὸ μέχρι νὰ τὸ
ἐξουθενώσωμε, γιὰ νὰ τὸ φέρωμε στὰ μέτρα μας.
Πρέπει νὰ ἐναποθέτωμε τὰ πάντα στὴν
θέλησι τοῦ Θεοῦ κὶ Ἐκεῖνος νὰ ἀποφασίζη.
Ἂλλο εἶναι τὸ ἀνθρώπινο καὶ
φτιαχτό, ποὺ ρυθμίζεται ἀπὸ δικὲς μας πράξεις καὶ ἐπιδιώξεις. Καὶ ἂλλο εἶναι τὸ
ἀληθινὸ καὶ θεοκίνητο, ποὺ δὲν ἐλέγχεται ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις.
Τὸ πρῶτο θὰ προδοθῆ ἀρὰ ἢ γρήγορα
καὶ θα φθαρῆ, ὡς κτιστὸ καὶ ἀνθρώπινο, ὃσο κὶ ἂν τὸ στολίσωμε μὲ θαύματα καὶ
προφητεῖες.
Τὸ δεύτερο καὶ ἀληθινὸ θὰ μείνη ὡς
εὐλογία θεία καὶ ἀειλαμπής, παρ’ ὃλες τὶς προσπάθειες νὰ περιφρονηθῆ καὶ νὰ
ταφῆ.
Τὸ Ἃγιον Ὂρος πήγαμε καὶ νὰ τὸ
ξεχάσωμε καὶ νὰ τὸ θάψωμε, ἀλλὰ μένει ἐκεῖ ἂσβεστη ἡ ἂκτιστη φλόγα τῆς ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας.
Ὁ γέρων Πορφύριος ἦταν μιὰ φανέρωσι
αὐτοῦ τοῦ ἀσπίλου καὶ ἀδύτου φέγγους καὶ μιὰ μαρτυρἰα τῆς Χάριτος˙ τῆς
αγιορειτικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας γιὰ τὴν ἐποχή μας.
Ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ περίοδο
πνευματικῆς καχεξίας καὶ ἐξεπλήρωσε μία θεῖα ἀποστολή.
Ὃταν πλησίασε τὸ τέλος του,
παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν αξιώση νὰ τελειώση τὴν ζωὴ του στὰ Καυσοκαλύβια,
ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε πνευματικά. Νὰ χαθῆ μὲ τοὺς χαμένους καὶ ἀείζωους ἀδελφούς
του, ποὺ ἀγάπησε κὶ ἒγινε ἓνα μ’ αὐτούς. Τοῦ δώσανε τὴν χάρι. Καὶ δὲν τοὺς
ξέχασε, οὒτε χωρίστηκε απ’ αὐτοὺς, ὃσα χρόνια κὶ ἂν ἒζησε μακριά τους.
Ὁ Θεὸς ἂκουσε τὴ δέησι του.
Ἐπέστρεψε καὶ ἐκοιμήθη στὴν Καλύβη ποὺ ἐκάρη μοναχός. Ἒγινε τὸ ἐξόδιό του στὸ
Κυριακὸ τῆς Σκήτης.
Ζήτησε νὰ ταφῆ στὸν τάφο ὃπου εἶχαν
βάλει νωρίτερα ἓνα χοντρὸ καὶ γελαστὸ μοναχό, γιὰ νὰ πάρη κάτι ἀπὸ τὴν ἁγιότητά
του. Μετὰ τὴν ἐκταφὴ τοῦ π. Πορφυρίου, ἐτάφη στὸν ἲδιο χῶρο ὁ γέροντας
παπα-Νικάνωρ. Ἒγινε ἢδη καὶ ἐκείνου ἡ ἐκταφή. Τῶρα δὲν θὰ βρῆς πουθενὰ
προσωπικὸ τάφο τοῦ γέροντος Πορφυρίου.
Καὶ τὰ ὀστά του χάθηκαν κατὰ
παραγγελία του, στὸ δάσος τῆς Κερασιᾶς. Τὸ χαμόγελό του μένει ὡς εὐλογία, ποὺ
αἰωρεῖται στὴν σύμπασα καὶ στὶς ψυχὲς τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν γνώρισε καὶ τὸν
γνωρίζει.
Εἶναι καὶ μένει κάτι μοναδικὸ ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ μέχρι τέλους.
Γεννήθηκε μὲ τὸ νὰ φύγη, νὰ χαθῆ,
νὰ μὴν ὑπάρχη. Καὶ τελείωσε μὲ τὸ νὰ φύγη, νὰ χαθῆ, νὰ μὴν ὑπάρχη.
Γι’ αύτὸ διαστέλλεται καὶ γίνεται
κατὰ χάριν χώρα τοῦ Άχωρήτου. Δὲν διατυπώνει μία ἂποψι. Δὲν ἀνήκει σὲ μία ὁμάδα
ἀνθρώπων. Δὲν ἐκφράζει μιὰ νοοτροπία. Δὲν προωθεῖται οὒτε διαφημίζεται μὲ
ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Ἐμεῖς ὃλοι ἒχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὸν φωτισμό
του.
Εἶναι μιὰ θεοφάνεια μιὰ φανέρωσι
τῆς χάρις τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἒχει ἀκόμη τὸ φῶς τοῦ ἀστεριοῦ του φτάσει σὲ μᾶς. Δὲν
ἒχομε πλήρως κατανοήσει τὸν λόγο του. Δὲν ἒχει τελειώσει ἀκόμη ἡ δράσι ἀπὸ τὸ
φάρμακό του. Συνεχίζει τὴν ἰατρική του ἐπέμβασι. Ἒχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θεραπεία
του –καὶ ὃσοι νομίζομε ὃτι εἲμαστε υγιεῖς.
Ἦλθε μαζί μας καὶ ἦταν μόνος,
περιβεβλημένος στολὴ λευκὴ τῆς ἀγγελικῆς του χαρᾶς. «Μὴ μου ἂπτου». Μὴ μὲ
πλησιάζετε μὲ τὴ λογική, τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἀντιλήψεις σας. Δὲν εἶναι καλὸ
αὐτὸ οὒτε γιὰ σᾶς οὒτε γιὰ μένα.
Ἒφυγε καὶ μένει μαζί μας. Δὲν
φανερώνεται ἀνθρώπινα. Δὲν μολύνθηκε ζητώντας ἀνάπαυσι καὶ δόξα φθαρτή. Οὒτε
μας ἂφησε νὰ μολυνθοῦμε μὲ ἂρρωστη ἀγωγή. Δὲν μᾶς κάνει διαφήμισι τῆς ὑπεροχῆς
του. Μᾶς χαρίζει τὴν εὐλογία τῆς ταπεινώσεως του.
Ἦταν ἃγιος καθαρὸς γι’ αὐτὸ ἒβλεπε
παντοῦ καὶ μετέδιδε καθαρότητα καὶ ἐλπίδα, ποὺ εἶναι δῶρο τῆς Χάριτος. Μᾶς εἶπε
μὲ τὴν συμπεριφορά του: Μὲ ἒστειλε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ σᾶς δώσω κάτι. Σᾶς τὸ
ἒδωσα καὶ φεύγω, χάνομαι. Φεύγοντας θὰ εἶμαι πιὸ πολὺ μαζί σας, αὐτὴ εἶναι
τελικὰ ἡ θεία εὐλογία. Ὃταν ζοῦμε ἐν Χριστῷ, ὁ θάνατος δὲν διακόπτει, ἀλλὰ τονίζει
καὶ λαμπρύνει τὶς σχέσεις μας.
Καὶ σεῖς χαθῆτε μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ. Κάνετε ὑπομονὴ ἐκεῖ ποὺ βρίσκεσθε. Σηκώνετε τὸν Σταυρό ποὺ ὁ Κύριος
ἐπέτρεψε νὰ σηκώνετε καρτερικά. Καὶ θὰ ἒλθη η χάρι μέσα σας. Τότε θὰ δεῖτε τὰ
ἀόρατα. Καὶ θὰ μᾶς χαρισθοῦν τὰ ἀνείπωτα, ὡς πλησμονὴ αϊδίου ζωῆς καὶ ἑνότητος,
ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει πᾶσα δόξα τιμὴ καὶ προσκύνησις
εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου