.......Προικισμένος ο γερο-Δανιήλ με έκτακτη ευφυΐα και δίψα μαθήσεως κατέφαγε τα πατερικά βιβλία και εσύλησε τους θησαυρούς του Πνεύματος. Είχε πάλι την ευτυχία να γνωρίσει άνδρες με πολλήν οσιότητα – από τον μπαρμπα Αναστάση μέχρι τον Πατριάρχη Ιωακείμ και τον Όσιο Αρσένιο, εναρέτους πατέρες του Όρους – και να ωφεληθεί από την πλούσια πνευματική τους πείρα. Επίσης τα τριάμισυ χρόνια της ησυχίας τον επλούτισαν. Έτσι ο ορίζοντας της ψυχής του καθάρισε, και η σοφία του Θεού, η «ευπρεπεστέρα ηλίου» κατεσκήνωσε μέσα του. Και δεν απέμεινε παρά να τεθεί στην υπηρεσία της αγάπης.
Όταν έρχονταν στο Άγιον Όρος υψηλά και επίσημα πρόσωπα, όπως
κάποτε λ.χ. ήρθαν απεσταλμένοι του Τσάρου, για να γνωρίσουν σοφούς και
ενάρετους μοναχούς, συνιστούσαν δύο: τον γερο-Δανιήλ και τον γερο-Καλλίνικο τον
ησυχαστή. Εκείνοι ήσαν οι γνωστές, κατά κοινήν ομολογία, προσωπικότητες του
Όρους.
«Με την οσιακήν του ωχρόλαμπρον αίγλη της μορφής του, με την
μιξοπόλιον γενειάδα του, με την υπόξανθον κόμην του και τους γλαυκούς πως
οφθαλμούς του» - όπως τον περιγράφει ο πνευματικός του γυιός –
καθόταν υπομονετικά και με «πραότητα αρνίου» ν’ ακούσει προβλήματα αγιορειτών
πατέρων και ευλαβών προσκυνητών και ολοπρόθυμος να τους μεταδώσει κάτι από τις
γνώσεις του και την πνευματική του πείρα.
Πόσοι και πόσοι μοναχοί, που είχαν πέσει σε διάφορες πλάνες
από άγνοια ή από πνεύμα υπερηφανείας, σώθηκαν χάρις στην επέμβαση του
γερο-Δανιήλ! Σ’ αυτόν τον ερημίτη υπήρχε, πράγματι, όπως και στον ομώνυμό του
Προφήτη Δανιήλ, «Πνεύμα περισσόν… και φρόνησις και σύνεσις… συγκρίνων ενύπνια…
και λύων συνδέσμους» (Δανιήλ ε’ 12).
Στην Στίκα της Βορείου Ηπείρου ζούσε ο Δήμος. Ήταν ένας
καλός Χριστιανός με απλοϊκή πίστη, χτίστης στο επάγγελμα. Μια νύχτα ονειρεύθηκε
πως κάπου υπήρχε θαμμένος στη γη ένας Ναός. Ξεσήκωσε λοιπόν όλους τους
συμπατριώτες του να πάρουν αξίνες και φτυάρια και ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές.
Έσκαψαν και έφεραν σε φως την Εκκλησία. Γεμάτος ικανοποίηση ο Δήμος καμάρωνε
για το κατόρθωμά του και απολάμβανε με ευχαρίστηση τον θαυμασμό όλων. Και όταν
ο πονηρός λογισμός του ψυθίριζε «Ε, Δήμο, εσύ είσαι σπουδαίος άνθρωπος, εσύ
είσαι ο εκλεκτός του Θεού…», τον δεχόταν χωρίς αντιρρήσεις.
Σαν χτίστης που ήταν, βρέθηκε αργότερα να δουλεύει στο Άγιον
Όρος σε κάποια οικοδομική εργασία της Ι. Μονής Βατοπεδίου.
Στο Βατοπέδι τιμάται πολύ ο Όσιος Ευδόκιμος. Για την ζωή του
δεν διέσωσε τίποτε η ιστορία, τα λείψανά του όμως που ανεκαλύφθησαν τυχαία το
1840 στο Κοιμητήριο της Μονής είναι χαριτόβρυτα και θαυματουργά. Ο Δήμος έδειξε
μεγάλη ευλάβεια στον Όσιο και άρχισε να πιστεύει πως και ο Όσιος εξ ίσου τον
περιβάλλει με ξεχωριστή εύνοια. Αφού δε η παράδοσις δεν ανέφερε τίποτε για την
καταγωγή του, ο Δήμος φαντάστηκε πως κι εκείνος κατάγεται από την Αλβανία.
-Ο Όσιος είναι Αρβανίτης, όπως εγώ, άρχισε να διακηρύττει.
-Μα πού το ξέρεις;
-Αρβανίτης είναι. Δεν βλέπετε το κεφάλι του που είναι πίττα;
Άλλωστε, όταν μια νύχτα μ’ ένα κομποσκοίνι μου τον παρακάλεσα να μου πει για
την πατρίδα του, μου παρουσιάσθηκε ολοζώντανος. «Είμαι Αρβανίτης, είμαι από την
Στίκα, είμαστε και συγγενείς…» είπε.
Οι πατέρες υποψιάσθηκαν πως τον είχε πλανέψει ο διάβολος.
-Όταν σου παρουσιασθεί πάλι, να κάνεις τον σταυρό σου, του
είπαν. Και αν είναι ενέργεια του πονηρού, θα εξαφανησθεί αμέσως.
Ήταν όμως αργά. Ο διάβολος είχε κατακτήσει την καρδιά του
Δήμου και δεν έφευγε εύκολα.
Συνέβη τότε να βρίσκεται στον Άθω και ένας Επίσκοπος, ο
Ροδοστόλου Αλέξανδρος. Του ανέφεραν για την αξιοπερίεργη περίπτωση του Δήμου
και ζήτησαν τη γνώμη του. Εκείνος τον είδε και κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα
οράματα προέρχονται από το Θεό.
-Αφού ο Δήμος ευχαριστείται στα κομποσκοίνια και στους
σταυρούς, ο εμφανιζόμενος ανήκει στο Θεό.
Και ο Δήμος υπερηφανευόταν γιατί και ένας Δεσπότης επεκύρωσε
τη γνησιότητα των οραμάτων του. Αργότερα παρουσίασε ογκώδες βιβλίο γεμάτο
υπερφυσικά μυστήρια: Αποκαλύψεις, προφητείες για το μέλλον, πόλεμοι, ερχομός
του Αγίου Κωνσταντίνου, σημεία και τέρατα… όλα τα εύρισκες συγκεντρωμένα εκεί.
-Μα δεν μπορεί να είναι του Θεού όλη αυτή η ιστορία! Εδώ
υπάρχει σύγχυσις και παραλήρημα. Τι περίεργα πράγματα είναι αυτά! έλεγαν μεταξύ
τους οι πατέρες.
-Δεν ρωτάμε και το γερο-Δανιήλ; Αυτός θα μας λύσει το
πρόβλημα.
Πήραν λοιπόν μαζί τους τα χειρόγραφα του Δήμου και
ξεκίνησαν.
Ο γερο-Δανιήλ μόλις διάβασε τις πρώτες σελίδες, διεπίστωσε
την πραγματικότητα.
-Εδώ χορεύουν οι διάβολοι! είπε.
Συνέταξε ένα σχετικό κείμενο, με αγιογραφικά και πατερικά
χωρία και επιχειρήματα, και το έστειλε στο Βατοπέδι. Δεν υπήρχε πια η ελάχιστη
αμφιβολία για την πλάνη. Όταν όμως πληροφορήθηκε ο Δήμος την απάντηση, έγινε
έξαλλος. Αγριεμένος φώναζε στα αρβανίτικα:
-Ορέ, ορέ, Ντεσπότης τόπε, όρε Πρίφτ!!!
Δηλαδή, αφού ένας Δεσπότης, αφού τόσοι Ιερείς παραδέχτηκαν
ότι είναι από το Θεό, πώς ετόλμησε αυτός να τα αρνηθεί!
Ο γερο-Δανιήλ δεν αρκέσθηκε στη διάγνωση μόνο, αλλά η αγάπη
του τον οδήγησε στην προσευχή. Και το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν οι
αποκαλύψεις.
Αργότερα, κατόρθωσαν οι Πατέρες να φέρουν το Δήμο στα
Κατουνάκια. Ο γερο-Δανιήλ τον δέχθηκε με αγάπη. Όταν όμως άρχισε να του
αποδεικνύει ότι ο δήθεν Όσιος Ευδόκιμος, που έβλεπε, ήταν καμουφλαρισμένος
διάβολος, δεν άντεξε στο φως της αλήθειας. Πετάχτηκε ορθός και οργισμένος
φώναζε:
Ωστόσο αναγκάσθηκε από τα πράγματα να βρει το σωστό δρόμο
γιατί ο διάβολος από τότε που αποκαλύφθηκε δεν έκανε πλέον την εμφάνισή του. Οι
πατέρες όλοι επείσθηκαν πλέον για την πλάνη και ο ίδιος ο Ροδοστόλου έστειλε
συγχαρητήρια στο γερο-Δανιήλ για την επιτυχία του.
Πράγματι, όπως το είπε ο Απόστολος Παύλος, ο διάβολος
«μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός», και αλίμονο σ’ εκείνον που θα ξεγελασθεί
από την εξωτερική λάμψη.
«Ένας αμαρτωλός
εύκολα μπορεί να μετανοήσει, αλλά ένας πλανεμένος δύσκολα, εκτός αν ξεσκεπασθεί
ο διάβολος. Αυτός έχει την αδυναμία, μόλις φανερωθεί, να φεύγει» έλεγε συχνά ο
γερο-Δανιήλ.
Σ’ εκείνους που με τη βοήθεια του γέροντος σώθηκαν από
πλάνη, συγκαταλέγεται κι ένας δάσκαλος από την Κέρκυρα, που καθώς έλεγε, είχε
στενή συνεργασία με τον… Άγιο Σπυρίδωνα.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ανακατέψει την Χριστιανική πίστη με
τον Πνευματισμό και με την πλάνη. Πίστευε πως μπορούσε να κάνει καταπληκτικά
θαύματα. Και όλος ο κόσμος είχε να συζητεί για το πρόσωπό του. Τον ήξεραν πολύ
καλά και οι γιατροί και τα νοσοκομεία.
Το πονηρό πνεύμα του παρουσιαζόταν με τη μορφή του Αγίου
Σπυρίδωνος. Τον προέτρεπε να κρατά στην προσευχή του μία αναμμένη λαμπάδα. Και
όταν η λαμπάδα τελειώνει και αρχίζει να καίει το χέρι του, να μην τη σβήνει,
αλλά να κάνει υπομονή διότι πρόκειται για μαρτύριο. Και να μην κοινωνεί στην
Εκκλησία, αλλά να γλύφει την ύλη που τρέχει από το κάψιμο του χεριού, διότι
αυτή ισοδυναμεί με τη θεία Μετάληψη. Καταλαβαίνει κανείς τι εγκαύματα και
παραμορφώσεις παρουσίαζαν τα χέρια του.
Επίσης σε εκδρομές με τους μαθητάς του έκανε προσευχή με
αποτέλεσμα να ανεβάζει και να κατεβάζει τα σύννεφα και να δημιουργεί βροχή. Δεν
μπορούσαν όμως να ωφεληθούν οι μαθηταί, διότι μετά από την προσευχή και τα
«θαύματα» έλεγε διάφορες ανοησίες.
Ο άνθρωπος αυτός, όταν πια αχρηστεύθηκαν τα χέρια του από τα
εγκαύματα, αναζήτησε κάποιον για να τον σώσει. Έφθασε ως τα Κατουνάκια. Ο
Γέροντας του είπε πως διακρίνονται τα θαύματα του Θεού από τα θαύματα του
διαβόλου. Τον απήλλαξε από τη σατανική κυριαρχία.
Θεράπευσε επίσης ένα Καλαβρυτινό, που με δαιμονική συνεργία
γνώριζε από στήθους το Ευαγγέλιο και πατούσε στη φωτιά, χωρίς να καίγεται.
Ακόμη και ένα μοναχό του Ρωσικού, που έκανε 3.000 μετάνοιες την ημέρα. Αλλά με
τον τελευταίο αυτόν αξίζει να ασχοληθούμε περισσότερο.
Όταν ο γερο-Δανιήλ ήταν στο Ρωσικό, παρατηρούσε πως όποιος
μοναχός που ασκήτευε σ’ ένα κάθισμα έξω από το μοναστήρι, παρίστανε τον μεγάλο
ασκητή. Έκανε μεγάλες νηστείες, φορούσε τα πιο άθλια ρούχα, γύριζε ξυπόλητος
ακόμα και το χειμώνα κ.λ.π. Μεταξύ των άλλων, ενώ ο κανόνισμος προβλέπει 300
μετάνοιες την ημέρα, αυτός έκανε 3.000. Οι άλλοι λοιπόν μοναχοί τον εθαύμαζαν.
-Αυτός είναι πραγματικός καλόγερος. Αυτός είναι ασκητής με
τα όλα του, έλεγαν.
Ο π. Δανιήλ, παρ’ όλο που ήταν νεότερος τότε, δεν έδειχνε
ενθουσιασμένος. Με το διορατικό του βλέμμα διέκρινε μια κατάσταση κάθε άλλο,
παρά θεάρεστη. Διεπίστωσε μάλιστα πως στην πόρτα της Καλύβης του υπήρχε κάποιο
άνοιγμα, που επέτρεπε στους διαβάτες να βλέπουν μέσα για να επαινούν τη μεγάλη
του άσκηση.
Η αγάπη τον έσπρωξε ν’ αναφέρει την υπόθεση στον ηγούμενο,
ώστε να σωθεί ο αδελφός από την πλάνη. Τότε ο ηγούμενος ξεκίνησε για την Καλύβη
του «υπερασκητού»!
-Πώς τα περνάς εσύ εδώ, πάτερ;
-Με την ευχή σου γέροντα, καλά. Αγωνίζομαι και κλαίω τις
αμαρτίες μου.
-Μόνο που δεν ήρθες καμιά φορά να μου πεις τους λογισμούς
σου.
-Τι να σου πω, γέροντα; Τα ξέρεις. Είμαι ένας αμαρτωλός που
αγωνίζομαι.
-Τι αγώνα έχεις; Δεν μου λες, κάνεις καμιά γονυκλισία;
-Ναι, γέροντα, κάνω μερικές.
-Πόσες;
-Να με την ευχή σου 3.000 την ημέρα.
-Πώς; Γιατί 3.000; Ποιος σου έδωσε ευλογία για τόσες; Όχι,
δεν θα ξανακάνεις 3.000. Τι θέλεις να παραστήσεις; Τον «υπερασκητή»; Στο εξής
μόνο πενήντα. Έτσι δε θα σε πιάνει και υπερηφάνεια.
Ο γέροντας έφυγε. Η τομή είχε γίνει και το απόστημα
παρουσιάσθηκε αμέσως με όλη του τη δυσοσμία. Συνέβη κάτι το ανέλπιστο:
Ο άλλοτε «μέγας και τρανός» ασκητής πήρε στροφή εκατόν
ογδόντα μοιρών. Γονυκλισίες δεν μπορούσε να κάνει ούτε πενήντα! Αντί για
κουρελιάρικα ρούχα φορούσε τώρα ό,τι πολυτελέστερο υπήρχε. Η φτωχική του
τράπεζα γνώρισε τα εκλεκτότερα φαγητά.
Όπως ήταν φυσικό, οι άλλοι πατέρες έτριβαν τα μάτια τους.
Τότε πια κατάλαβαν πως οι υπέρμετρες ασκήσεις του οφείλονταν σε πνεύμα
υπερηφανείας. Έτσι μπορούσε να εξηγηθεί και η καταπληκτική μεταβολή, γιατί το
πνεύμα αυτό της πλάνης κυνηγάει τα άκρα. Τα άκρα, τα περισσά και τα υπέρμετρα,
σύμφωνα με την πατερική σοφία «των δαιμόνων εισί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου