Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

359 - Το Άγιο Όρος με τα μάτια μιας πεζογράφου

ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ - Η όραση και το Άγιον Όρος

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (ΚΥΡΙΑΚΗ 15-4-2001)


Συγκινημένη έφτασα στην Ουρανούπολη, που τη φανταζόμουνα πάντα σαν την τελευταία πόλη της Γης και την πρώτη του ουρανού. Έτσι δεν παρατήρησα τίποτα παρά μόνο τον πύργο του Προσφορίου, που δεσπόζει στο λιμάνι. Κι αυτόν τον φαντάστηκα κατοικημένο από στοιχειά και φαντάσματα που θα σε ξεπροβοδούσαν στο ταξίδι για τον άλλο κόσμο. Ένα καραβάκι γεμάτο άντρες και καλόγερους ετοιμαζόταν για τη Δάφνη. Διχαλωτά συναισθήματα με κυρίευσαν, θλίψη για το διαχωρισμό των φύλων αλλά και χαρά για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η γυναικεία μου υπόσταση, φορτωμένη μ' όλους τους δαίμονες των αιώνων, ήταν απαράδεκτη στον ιερό χώρο. Από τις πέντε αισθήσεις μου επιτρεπόταν μόνο η όραση. Αν ήμουν τυφλή, συλλογίστηκα, δε θα 'χα κανένα στοιχείο από το περιβόλι της Παναγιάς. Δεν ήμουν πια συγκινημένη αλλά χαραγμένη από μια αλησμόνητη εντύπωση. Και μεταμορφώθηκα σ' έναν τεράστιο οφθαλμό.

Το δικό μας τουριστικό καραβάκι έπλεε σε κοντινή απόσταση κι οι παραλιακές μονές φαίνονταν ολοκάθαρα, ανάγλυφες μέσα στη διάφανη ατμόσφαιρα. Ιδού, η περιοχή της Θηβαΐδος, ο αρσανάς της Ζωγράφου, η Δοχειαρίου, καθεμιά φορτωμένη με τους θρύλους και την ιστορία της, η ποικιλμένη με τρούλους μονή Παντελεήμονος, η Δάφνη - το λιμάνι του Ιερού Όρους -, αν ήμουν άντρας θα αποβιβαζόμουν στη Δάφνη, σκέφτηκα μελαγχολικά, η Δάφνη, όμως, ξεμάκραινε με την απαλότητα σκιάς κι η θαλάσσια νηνεμία ηρέμησε το νου. Οι γλάροι του καραβιού μας αναβαπτίζονται στη θάλασσα του Άθω και γίνονται μαγικά πουλιά. Αισθάνθηκα πάλι να μετακινούμαι στο χρόνο. Το τουριστικό μας καράβι μεταμορφώθηκε σε ιερή λέμβο, παίρνοντας την ψυχή μας, την ψυχή μου για το Όρος των Μακάρων. Περνούσαμε από τη Σιμωνόπετρα. Θάμβος και δέος. Αλλόκοτη, θαυμάσια και αγέρωχη, αετοφωλιά και κρησφύγετο αγγέλων, κάστρο, μονή και πολεμίστρα, γκριζόασπρη και λιτή, ουρανογέννητη. Άξαφνα άνοιξαν οι ουρανοί και στείλανε το δώρο τους, τη Σιμωνόπετρα, το αριστουργηματικό αρχιτεκτόνημα, είδωλο του ουρανίου, υλοποιημένο όραμα του Οσίου μυροβλύτη Σίμωνα, θαύμα επταώροφο καρφωμένο στο βράχο. Κοσμημένη η εξωτερική πλευρά του Όρους με πράσινους θάμνους και κίτρινους ασπάλαθους. Πώς μου φαινόταν; Ένα τεράστιο αβγό, αβγό των Ορφικών που περιέκλειε το σύμπαν και δε θα 'σπαγε ποτέ για μένα. Δυνατή η φυλακή του σώματός μου. Το ιερό βουνό δε θ' άνοιγε ποτέ για μένα, δε θα περπατούσα εντός του ν' αναπνεύσω τις μοσχοβολιές του, δε θα κυριευόμουν από την υπερκόσμια ψυχοβολή του. Τόσο κοντά η Εδέμ και συνάμα τόσους αιώνες μακριά. Η παραλιακή μονή του Οσίου Γρηγορίου βρισκόταν τώρα μπροστά μας, ενώ η κορυφή του Άθω συννεφοσκέπαστη, εγχάρακτη γραμμή ουρανού και γης, ζάλιζε τη φτωχή μου όραση. Σε μερικές της πλευρές ακόμη χιονισμένη, πολική σχεδόν στη μαγιάτικη θαλπωρή. Τα χιόνια της, μικρά ρυάκια, γυάλιζαν στην επιφάνεια, αργυρά δάκρυα του Θεού, φαντάστηκα τον νεφεληγερέτη Δία να 'χει εκεί το θρόνο του κι η μνήμη γρήγορα συμπλήρωσε τη φαντασία με την πληροφορία πως εκεί λατρευόταν ο Ζευς. Το θεϊκό στοιχείο ταυτίζεται με το κοσμογονικό. Στην κορυφή του Άθω βρίσκεται ο Θεός κι η ανάσα του γεμίζει ολόκληρο το χώρο.

Η φωνή του τιμονιέρη πληροφορούσε για τη μονή του Οσίου Διονυσίου και του Αγίου Παύλου, που θα 'ταν και το τέρμα του αλησμόνητου ταξιδιού. Ταραγμένη έτρεξα και τον ρώτησα:

- Και τα Καρούλια; Δε θα δούμε τα Καρούλια;

- Τι να δεις απ' τα Καρούλια, βράχοι είναι, απάντησε αδιάφορα.

Κι όμως, σκέφτηκα θλιμμένη, εγώ αυτούς τους βράχους τους φοβερούς γύρευα, γι' αυτούς ξετρελαινόταν ο νους μου.

Τους βράχους που οι μεγάλοι αλαφροΐσκιωτοι, οι ερημίτες, γνωρίζουν τα τεχνάσματα του δαίμονα και την καλοσύνη του Θεού, που στις τρύπες τους, φωλιές των ασκητών, παίζεται ακόμη σήμερα, κάθε στιγμή το δράμα από το στοίχημα Θεού και σατανά για την ψυχή του ταλαιπωρημένου ανθρώπου. Τα φριχτά Καρούλια γύρευα να δω, τον τόπο των ψυχοπομπών αγγέλων.

Στην επιστροφή, η ιερή λέμβος ξαναγινόταν το τουριστικό μας καράβι που έπλεε στ' ανοιχτά. Μια υπερκόσμια θλίψη με παγίδευε. Ποτέ δε θα δω όσα μου αφηγήθηκαν φίλοι προσκυνητές. Θα προσδοκώ όμως νέες αφηγήσεις. Ποτέ δε θα δω το εσωτερικό του Όρους, αυτού του συμπαντικού αβγού. Θα περιορίζομαι όμως στις εικόνες των βιβλίων. Ποτέ δε θ' αντικρίσω τον ασκητή στα Καρούλια. Θα τον φαντάζομαι όμως έτσι όπως τον θέλει η Κλίμαξ του Ιωάννου του Σιναΐτη. Αυτοπαρηγοριόμουνα. Γνωστοί παιδαγωγοί ή άρνηση και η στέρηση, γονιμοποιούν αφάνταστα. Απλησίαστο λοιπόν το Άγιο Όρος, όπως και ο Θεός. Καλύτερα έτσι. Ευλογημένο το φύλο μου, που βλέπει αλλά δε γνωρίζει. Τώρα οι μονές φαίνονταν από μακριά, μισοπνιγμένες στην ηλιοφάνεια. Ένα καράβι ερχόταν από τη Δάφνη προς την Ουρανούπολη. Οι επιβάτες του ήταν μόνο άντρες και καλόγεροι. Στο λιμάνι έβλεπα τους Αγιορείτες πατέρες με το απόκοσμο βλέμμα, τους αγγελιοφόρους του αλλιώτικου κόσμου, τους μύστες του ιερού βουνού. Σε κάποια στιγμή θέλησα να τρέξω πίσω από έναν ηλικιωμένο καλόγερο και να ρωτήσω:

- Πες μου γέροντα, πες μου τι βρίσκεται μες στην καρδιά του ιερού βουνού; Παραμύθι, ίσως μου απαντήσουν οι ορθολογιστές, ένα παραμύθι. Θα χαμογελούσα μ' αυτή την απάντηση, γιατί το Άγιο Όρος και το μυστικό του δεν είναι παραμύθι. Είναι μια μεγάλη παραμυθία ...




Η Ελένη Λαδιά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945 και είναι πεζογράφος.

Σπούδασε Αρχαιολογία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολείται αποκλειστικά με την λογοτεχνία από την εφηβική ηλικία ως σήμερα.

Έχει τιμηθεί με Β' Κρατικό Βραβείο (1981) για τον «Χάλκινο ύπνο» και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1991) για την «Ωρογραφία» βιβλίο που ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό βραβείο του 1993, καθώς και με το κρατικό βραβείο 2006 για το βιβλίο «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι».




http://eleniladia.blogspot.com/2011/12/blog-post_05.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου