Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

1386 - Το Άγιον Όρος ως πολιτεία και κοινωνία



Το Άγιον Όρος ως πολιτεία και κοινωνία
(κάποιες συγκριτικές επισημάνσεις:
πραγματικότητα και όραμα)

Γεώργιος Θ. Βελλής
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
 .





«Φως μοναχοίς άγγελοι «Μακάριοι οι πεινώντες
φως δε πανιών ανθρώπων και διψώντες την
μοναδική πολιτεία δικαιοσύνην»
Ιωάννης της Κλίμακος Ματθ. ε' 6

Α'
Γράφει ένας από τους Γέροντες του Αγίου Όρους: Ο Κύρος δεν ήλθε για να προτείνει κανένα οικονομικό ή πολιτικό σύστημα, ούτε για να μας διδάξει κάποια μέθοδο ψυχοσωματικής ισορροπίας. Ήλθε για να νικήσει το θάνατο και να φέρει την αιώνια ζωή. Και αυτή η αιώνιος ζωή δεν είναι υπόσχεση για μεταϊστορική ευτυχία..., είναι η Χάρι που φωτίζει και νοηματίζει από σήμερα τα παρόντα και μέλλοντα, την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Αληθινός, λοιπόν, ορθόδοξος μοναχός είναι ο κοινωνός της Αναστάσεως του Χριστού που αποστολή έχει να δώσει με τη ζωή του τη μαρτυρία ότι ο θάνατος νκήθηκε[1]. Είναι όμως, ο μοναχός "και πάσι συνηρμοσμένος"[2]. Επιχειρεί και βιώνει ηρωικό άλμα "επί την ξενιτείαν", αλλά δεν είναι μόνος και ακοινώνητος. Απαντώντας επιγραμματικά στο ερώτημα τι είναι εν τέλει ο αγιορείτικος βίος, άλλος σοφός και αγιασμένος Γέροντας γράφει ότι (ο βίος αυτός) είναι "ανθρωπινή κοινωνία που περιέχει τον θεόν", ότι η αγιορείτικη πολιτεία είναι "η πιο μεγάλη εν ερήμω ζώσα μοναστική κοινωνία, η οποία προσφέρει και υπηρετεί την οικουμένην με ένα δυναμικό ζωής, χάριτος, πλούτου θεϊκού, ενεργού προσευχής, με μιαν ολοκληρωτικήν ανάτασιν υπέρ της του κόσμου σωτηρίας"[3]. Ως κοινωνία ανθρώπινη αρθρώνεται αναγκαίως σε πολιτεία, όταν το πλήθος των μοναζόντων και ιδίως ο τρόπος της μοναχικής ασκήσεως, με προεξάρχουσα μορφή το κοινόβιο, απαιτούν τη θέσπιση κανόνων ρυθμιστικών της συμβιώσεως αλλά και των σχέσεων της μοναστικής κοινότητας με την ποιμαίνουσα Εκκλησία και την κοσμική Πολιτεία. Έτσι, διαμέσου των αιώνων και κυρίως από τα μέσα του δέκατου αιώνα διαμορφώνεται ένα πλέγμα κανόνων που συγκροτούν το ήδη ισχύον νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους. Το καθεστώς αυτό, με κύριο χαρακτηριστικό του το αυτοδιοίκητο της Αγιώνυμης Πολιτείας, αναγνωρίζεται πανηγυρικά από το άρθρο 105 του ελληνικού Συντάγματος και οι κανόνες του, σύμφωνα με τη συνταγματική αυτή διάταξη, περιέχονται στον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος με τη σειρά του ορίζει στο άρθρο 188 ότι ο ίδιος "απορρέει εκ των Αυτοκρατορικών Χρυσοβούλλων τε και Τυπικών, Πατριαρχικών Σιγγιλίων, Σουλτανικών Φιρμανιών, ισχυόντων Γενικών Κανονισμών και αρχαιοτάτων Μοναχικών θεσμών και Καθεστώτων"[4].
Αναμφίβολα το νομικό πολίτευμα του Αγίου Όρους είναι -κατά το γνωστό μαρξιστικό όρο- "εποικοδόμημα" της ομώνυμης μοναχικής κοινωνίας. Είναι, ίσως, επιστημονικό παράδοξο το ότι ούτε το πολίτευμα, παρά την αρχαιότητα και τον πρωτότυπο δημοκρατικό χαρακτήρα του, προσείλκυσε το ενδιαφέρον των πολιτειολόγων, συνταγματολόγων και λοιπών θεραπόντων της πολιτικής επιστήμης, ούτε η αγιορείτικη κοινωνία, ως τρόπος συλλογικής υπάρξεως και ζωής, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από τη σκοπιά της πολιτικής κοινωνιολογίας. Εντούτοις η δομή και η λειτουργία της κοινωνίας αυτής αποτελούν αληθινή και διαρκή πρόκληση απέναντι στα δύο μεγάλα κοινωνικά συστήματα: τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Και του μεν πρώτου, που έχει αφετηρία και πρωτεύον γνώρισμα τον οικονομικό φιλελευθερισμό και το ατομικιστικό δόγμα "ο καθένας για τον εαυτό και ο Θεός για όλους", είναι καταφανής η αγεφύρωτη αντίθεση προς τον ευαγγελικό λόγο, την ουσία του όλου εκκλησιαστικού γεγονότος και το βίωμα των αγίων. Ο δεύτερος, όμως, ιδίως κατά τη μαρξιστική εκδοχή του και μολονότι η λενινιστική απόπειρα εφαρμογής του υπό τις γνωστές παραλλαγές του λεγόμενου "υπαρκτού σοσιαλισμού οδήγησε σε αποτρόπαιες και τελικά αυτοκαταστροφικές μορφές ολοκληρωτισμού και εξουθενώσεως των θεμελιωδών ελευθεριών, στηρίζεται σε ορισμένες καίριες παραδοχές, οι οποίες, τουλάχιστον στο επίπεδο της θεωρίας, όπου και κορυφώνονται σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εγκόσμια εσχατολογία, συγγενεύουν προς ανάλογες και εξίσου καίριες αντιλήψεις του χριστιανισμού και ειδικά της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παραδόσεως, όπως είναι η έμφαση στην ισότητα των ανθρώπων, η σημασία του υλικού στοιχείου στον άνθρωπο, η προσδοκία ενός καλύτερου και δικαιότερου κόσμου[5]. Υπό τα δεδομένα αυτά και μέσα στις περιορισμένες διαστάσεις και δυνατότητες του προκείμενου πονήματος θα επιχειρηθεί, από άποψη προεχόντως "κοσμική", η επισήμανση αφενός των δομικών στοιχείων του αγιορείτικου μοναστικού βίου. ως κοινωνίας, και αφετέρου των λειτουργικών γνωρισμάτων της κοινωνίας αοτής ως πολιτείας.
Ι. Η κοινωνία
Πρέπει να διευκρινιστεί εισαγωγικά ότι ο μοναχικός βίος είναι μέχρι μυελού οστέων εκκλησιαστικός. Είναι έκφραση, μαρτυρία και βίωση όλου εκκλησιαστικού γεγονότος. Δεν είναι ιδιότροπη και γι' αυτό περιθωριακή βιοτή κάποιων ανθρώπων με ασυνήθιστες κλίσεις και δυνατότητες. Η ζωή του μοναχού, ως "βία διηνεκής" κατά της πεπτωκυίας φύσεως, πάλη αδυσώπητη κατά των παθών και προπάντων της φιλαυτίας, χάριν της "μείζονος αγάπης"[6], είναι πρότυπο και οδηγός πρακτικός για κάθε μέλος και για κάθε σχήμα της εκκλησιαστικής κοινότητας. Είναι τελικά πρόταση ζωής. Αυτής απόρροια και πραγμάτωση είναι οι κοινωνικές συνιστώσες του αγιορείτικου μοναστικού κοινοβίου, που μπορούν να απογραφούν ως εξής:
α. Ατομική ακτημοσύνη - Συλλογική ιδιοκτησία
Ο μοναχός, ως μιμητής Χριστού, δεν θησαυρίζει θησαυρούς επί της γης και "ουκ έχει πού την κεφαλή κλίνη"[7]. Γνωρίζει ότι ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα από το τρύπημα της βελόνας παρά να εισέλθει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Επιλέγοντας τη φτώχια ως πλήρωμα της ελευθέρας του δίνει υπόσχεση απόλυτης ακτημοσύνης, συνεπής στην εντολή του Κυρίου του: "μη κτήσεσθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών"[8]. Ο ευαγγελικός λόγος και η μοναχική επαγγελία της ακτημοσύνης δκττυπωνεται ως κανόνας δικαίου στα άρθρα 2 και 101 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ), το δεύτερο από τα οποία ορίζει στο τελευταίο του εδάφιο ότι "οι αδελφού των Κοινοβίων δεν δύνανται να έχωσιν ιδίαν περιουσίαν". Εξάλλου όλη η εδαφική περιοχή του Αγίου Όρους είναι κατανεμημένη μεταξύ των είκοσι Ιερών Μονών του και δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, δηλαδή να αφαιρεθεί από την κυρίαρχη Πολιτεία ή να εκποιηθεί από την ιδιοκτήτρια Μονή[9]. Η κυριότητα επί του εδάφους είναι "συλλογική" και περιορισμένη.
β. Η εργασία ως διακονία
Η μοναστική οικονομία στηρίζεται στην εργασία -και μάλιστα στη χειρωνακτική, θυμούνται οι μοναχοί ότι ο Θεός έβαλε τον πρωτόπολαστο άνθρωπο στον παράδεισο "εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν"[10]. Εμπνέονται από το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου που είπε το "κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί"[11] και διακήρυξε ότι "ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω"[12]. Η εργασία καταναλώνει το ένα τρίτο του 24ώρου και παρέχεται με τα λεγόμενα "διακονήματα" -λέξη που φανερώνει τον κοινωνικό (και όχι ατομικιστικό) χαρακτήρα του μόχθου ως υπηρεσίας προς τον πλησίον. Τα διακονήματα, κατά βάση εθιμικά, αλλά και προβλεπόμενα από τους εσωτερικούς κανονισμούς των Μονών, καλύπτουν όλο το φάσμα των αναγκών της μοναστικής κοινωνίας. Ενδεικτικά μνημονεύαμε τα περισσότερο γνωστά διακονήματα του "αρχοντάρη", επιφορτισμένου με την υποδοχή και φιλοξενία των επισκεπτών (που παρέχεται πάντοτε δωρεάν[13]), του βιβλιοθηκάριου, του νοσοκόμου και γηροκόμου, του σκευοφύλακα, του τραπεζάρη, του μάγειρα, του περιβολάρη, του οικονόμου των μετοχιών. Δύο χαρακτηριστικά των διακονημάτων εμφανίζουν ιδιαίτερη σημασία: Πρώτον, όπως ορίζεται και στο άρθρο 91 του ΚΧΑΟ, τα διακονήματα κατανέμονται στους αδελφούς των Μονών "αναλόγως της ικανότητας και των δυνάμεων εκάστου". Δεύτερον, η κατανομή των δικακονημάτων γίνεται με το σύστημα της περιτροπής. Πράγματι, κατά τους εσωτερικούς κανονισμούς των Κοινοβίων, η κατανομή των διακονημάτων γίνεται στην αρχή κάθε ημερολογιακού έτους και έτσι η θητεία του μοναχού στο συγκεκριμένο διακόνημα είναι κατά κανόνα ετήσια. Με την εναλλαγή στις μορφές της εργασίας επιτυγχάνεται η μετοχή του μοναχού στον καθόλου παραγωγικό βίο, γεγονός -ου συντελεί αυτονόητα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και την αξιοποίηση των ατομικών χαρισμάτων[14], αποτρέποντας συνάμα την ψυχοκτόνο τυποποίηση του προσώπου.
γ. Ο ρόλος του χρήματος
Στην κοινωνία των μοναχών, των του Χριστού πενήτων, η λειτουργία του χρήματος ως μέτρου αξίας είναι περιττή και γι' αυτό άγνωστη. Ο ρόλος του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου είναι περιορισμένος μέχρις εκμηδενισμού. Ο μοναχός μετέχει απευθείας στο προϊόν της παραγωγής, σε ό,τι αποφέρει η οικονομία του κοινοβίου. Δεν χρειάζεται χρήματα για να αποκτήσει όσα είναι αναγκαία για τη διατήρή του στη ζωή και για την πνευματική προκοπή του. Όλα αυτά του παρέχονται από τη Μονή in naturarti. Προσφυγή στο χρήμα -πάντοτε από τη Μονή και όχι από τον ακτήμονα μοναχό- γίνεται, κατ' ανάγκη, στις περιπτώσεις συναλλαγών με τρίτους.
δ. Πρόνοια για την υγεία και το γήρας
Σε κάθε μοναστήρι, κατά μακραίωνη παράδοση που εκφράζεται και στο άρθρο 102 του ΚΧΑΟ, λειτουργούν νοσοκομείο και φαρμακείο "προς νοσηλείαν των ασθενών", καθώς και γηροκομείο για τη φροντίδα των υπερηλίκων[15]. Εξάλλου με το άρθρο 92 εδ. β' του ΚΧΑΟ θεσπίζεται γενικότερος κανόνας κατά τον οποίο "αι μοναστηριακαί αρχαί οφείλουσι στοργήν πατρικήν προς τους μοναχούς και μέριμναν υπέρ αυτών αμερόληπτον και προς πόντος ίσην".
Συνοψίζοντας τα προεκτεθέντα μπορούμε να πούμε ότι στην κοινωνία του αγιορείτικου μοναχισμού -και γενικότερα της ορθόδοξης κοινοβιακής παράδοσης- επαναλήφθηκε, αλλά και στερεώθηκε ιστορικά το "κοινωνικό καθεστώς" που λειτούργησε στην πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων: "...και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλά ην αυτοίς άπαντα κοινά...ουδέ γαρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς.... διεδίδοτο δε εκαστω καθότι αν τις χρείαν είχεν"[16]. Ο μοναχός φθάνει έτσι στο κοινωνικώς έσχατο: Πολεμώντας τα θανάσιμα πάθη της φιλαυτίας, της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας, μεταπηδά από την αιχμαλωσία της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας.
II. Η Πολιτεία
Οπου κοινωνία κατ' ανάγκη και πολιτεία. Η ειρηνική συμβίωση και το κοινό οσελος προϋποθέτουν ρυθμιστικούς κανόνες που παρέχουν δικαιώματα και βετουν υποχρεώσεις. Στο χώρο της Αθωνικής χερσονήσου υπάρχει κοινωνία ανθρώπων, αλλά και κοινωνία ιερών σκηνωμάτων. Τέτοια είναι οι είκοσι Ι. Μονές και τα "εξαρτήματα" τους: Σκήτες, Κελλιά, Καλύβες, Ησυχαστήρια, Καθίσματα[17]. Όπως προαναφέρθηκε, η σύνθετη αυτή κοινωνία ήδη από τα μέσα του δέκατου αιώνα, αφότου άρχισε η θέσπιση διοικητικών κανόνων γενικής ισχύος, οργανώθηκε σε "πολιτεία" με συντεταγμένα όργανα εξοπλισμένα με αποφασιστικές αρμοδιότητες που ασκούνται με καθορισμένες διαδικασίες. Το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του Αγίου Όρους, όπως ονομάζεται και αναγνωρίζεται από το άρθρο 105 του Συντάγματος, περιλαμβάνει δύο επίπεδα διοικήσεως. Το πρώτο αφορά στη διοίκηση των επιμέρους Ιερών Σκηνωμάτων. Το δεύτερο αναφέρεται στη διοίκηση της Αγιώνυμης Πολιτείας ως νομικώς διακριτού μορφώματος. Ειδικότερα:
α. Η διοίκηση των Μονών
Κάθε κοινοβιακή Μονή[18] διοικείται από τον Ηγούμενο, την Επιτροπή και τη Γερόντια. Ο ηγούμενος, ως μέλος της Γεροντίας και προεδρεύων της Επιτροπής, αλλά και λόγω του αυξημένου κύρους του, συντονίζει και επηρεάζει ουσιωδώς τη λειτουργία του Κοινοβίου στο πεδίο της διοικήσεως. Κυρίως, όμως, έχει την ιδιότητα και τα καθήκοντα του πνευματικού πατρός της αδελφότητας. Όπως επιγραμματικά ορίζει το άρθρο 118 ΚΧΑΟ, "επιβλέπει επί της ψυχικής καταστάσεως αυτών (αδελφών), προλαμβάνει πάσαν εκτροπήν και καθοδηγεί αυτούς δια της διδασκαλίας και της αξιομιμήτου υποδειγματικής αυτού ζωής εις τον προορισμόν αυτών". Είναι ο Γέροντας. Η Επιτροπή, διμελής ή τριμελής, συμπράττει με τον ηγούμενο ιδίως στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων της Μονής, ενώ η Γερόντια, επταμελής ή εννεαμελής, είναι η σημαντικότερη μοναστηριακή αρχή, αφού συγκεντρώνει κατά τεκμήριο όλες τις διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες πλην εκείνων που ανήκουν στον ηγούμενο και την επιτροπή. Άκρως χαρακτηριστική και αξιοσημείωτη είναι η σχέση που συνδέει τα τρία αυτά όργανα: ο ηγούμενος "επ' ουδενί λόγω επιτρέπεται" να συγκεντρώσει εις χείρας του την όλη εξουσία ή να σφετεριστεί δικαιώματα της επιτροπής ή της γεροντίας και να τις παραγκωνίσει, αλλιώς, μετά την πρώτη και δεύτερη παρατήρηση της γεροντίας. παύεται με απόφαση των δύο τρίτων των μελών της τελευταίας, που πρέπει να επικυρωθεί από την πλειοψηφία της αδελφότητας (άρθρο 121 ΚΧΑΟ). Η επιτροπή και ο ηγούμενος εκτελούν "ομού απαρεγκλίτως" κάθε απόφαση της γεροντίας, η οποία και επιλύει τις τυχόν διαφωνίες μεταξύ ηγουμένου και επιροπών. Έτσι n "εξουσία" αποκεντρώνεται και διαχέεται σε τρία όργανα, από τα οποία τα δύο είναι συλλογικά. Αλλά τα όργανα αυτά έχουν και άλλο σπουδαιότατο γνώρισμα: είναι αιρετά και (υπό όρους) ανακλητά. Στα άρθρα 112 έως 117 του Καταστατικού Χάρτη ορίζονται λεπτομερώς τα τυπικά κα ουσιαστικά προσόντα του ηγουμένου, η διαδικασία της εκλογής και οι προϋποθέσεις της παύσεως του. Κάθε μέλος της μοναστικής αδελφότητας που συγκεντρώνει τα προσόντα του άρθρου 112 του ΚΧΑΟ (υψηλό ήθος, σταθερή ευσέβεια, ανεπίληπτη διαγωγή, εκκλησιαστική μόρφωση, εγκύκλιο παιδεία, διοικητική ικανότητα, ηλικία 40 τουλάχιστον ετών, κούρα στο Άγιο Όρος) είναι υποψήφιος για το ηγουμενικό αξίωμα. Η εκλογή πρέπει να γίνεται το αργότερο σε έξι μήνες από την κοίμηση, την παραίτηση ή την παύση του προκατόχου. Δικαίωμα ψήφου έχουν οι αδελφοί της Μονής που συμπλήρωσαν εξαετία από την κούρα τους. Η ψηφοφορία είναι μυστική και ενεργείται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη γίνεται εκλογή (για την ακρίβεια: επιλογή) υποψηφίων, στη δεύτερη υποψήφιοι είναι οι δύο πρώτοι πλειοψηφήσαντες κατά την προηγούμενη φάση και μεταξύ αυτών εκλέγεται ο ηγούμενος. Σε περίπτωση ισοψηφίας "τίθεται κλήρος μεταξύ των δύο". Έτσι ο αρχαίος δημοκρατικός κανόνας της Εκκλησίας "κρατείτω η των πλειόνων ψήφος" (Α' Οικουμενικής Συνόδου) βρίσκει εδώ την πληρέστερη εφαρμογή του. Αξιομνημόνευτο είναι και το ότι προβλέπεται έλεγχος της κανονικής διεξαγωγής της εκλογής, που προκαλείται με ένσταση και ενεργείται από την Ιερά Κοινότητα. Η τελευταία αποφαίνεται για το κύρος της εκλογής ανεκκλήτως και αν η απόφαση της είναι ακυρωτική, η εκλογή επαναλαμβάνεται την Κυριακή που ακολουθεί την κοινοποίηση της αποφάσεως στη Μονή (άρθρο 114 ΚΧΑΟ). Ο ηγούμενος είναι ισόβιος, παύεται όμως με απόφαση της Γεροντίας και της πλειοψηφίας των ερχόντων δικαίωμα ψήφου μελών της αδελφότητας, "εάν εκτρέπεται ή αποδειχθεί ανεπαρκής εις τα καθήκοντα αυτού και δεν επανορθοί μετά τας επανειλημμένας παρατηρήσεις της Γεροντίας τας παρεκτροπάς αυτού" (άρθρο 115 ΚΧΑΟ). Όμοιο καθεστώς ισχύει και ως προς τη Γερόντια. Τα μέλη της, που πρέπει να συγκεντρώνουν ουσιαστικά προσόντα ίδια με εκείνα του ηγουμένου, εκλέγονται "κατά τον εσωτερικόν εκάστης Μονής κανονισμόν", είναι ισόβια, αλλά και εκπίπτουν "κατόπιν καταδικαστικής αποφάσεως" (άρθρα 108 και 111 ΚΧΑΟ). Αιρετοί είναι και οι επίτροποι, οι οποίοι εκλέγονται κάθε έτος από τη Γερόντια μεταξύ των μελών της[19]. Τέλος το "αυτοδέσποτο" των είκοσι Ιερών Μονών, που ονομάζονται κυρίαρχες, υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι η "πολιτική κοινωνία" τους περιέχει και στοιχεία νομοθετικής και δικαστικής λειτουργίας. Έκφραση της πρώτης είναι η ψήφιση του εσωτερικού κανονισμού κάθε μονής (άρθρο 9 ΚΧΑΟ), ενώ η δεύτερη ασκείται σε πρώτο βαθμό από τη Γερόντια (προεδρευόμενη από τον ηγούμενο), η οποία ως πολιτικό δικαστήριο επιλύει τις διαφορές που αναφύονται μεταξύ των εξαρτημάτων της Μονής και ως ποινικό δικαστήριο δικάζει τα εκκλησιαστικά και πειθαρχικά παραπτώματα των αδελφών της Μονής και των εξαρτημάτων της, καθώς και τα αστυνομικά και αγορανομικά πταίσματα που διαπράττονται στην περιφέρεια της Μονής (άρθρα 7 και 9 § 1 του ν.δ/τος της 10.9.1926 "περί κυρώσεως του ΚΧΑΟ"[20] και άρθρο 41 του Καταστατικού Χάρτη). Σειρά λεπτομερών δικονομικών διατάξεων διασφαλίζει την υπεράσπιση των διαδίκων και ειδικότερα του κατηγορουμένου, την αμεροληψία των δικαζόντων, την αιτιολόγηση των αποφάσεων, την άσκηση ενδίκων μέσων και γενικά των αδιάβλητη διεξαγωγή δίκαιης δίκης[21]. Χαρακτηριστική είναι η διάταξη που κατοχυρώνει -και όχι μόνο στο πεδίο της δικαστικής λειτουργίας- την ελευθερία της γνώμης και την ανεξαρτησία των μελών της Γεροντίας: "...διατυπούσι ελευθέρως και απεριορίστως έκαστος την γνώμην αυτού...Δια τον έλεγχον ή την γνώμην, ην διετύπωσε κατά την συζήτησιν προϊστάμενος τις[22], ουδέποτε δύναται να καταδιωχθή ή καταγορηθή" (άρθρο 109 ΚΧΑΟ, πρβλ. άρθρα 60 § 1 και 61 § 1 Συντ.).
β. Η κεντρική διοίκηση
Το καθεστώς της συνοψίζεται στο άρθρο 105 του Συντάγματος και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ΚΧΑΟ και του κυρωτικού ν.δ./τος της 10.9.1926. Το συνταγματικό πλαίσιο απαρτίζεται από τις ακόλουθες βασικές παραμέτρους:
- Η περιοχή του Αγίου Όρους είναι, κατά το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, τμήμα του ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ' αυτό παραμένει άθικτη.
- Από πνευματική άποψη το Άγιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
- Το Άγιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι Ιερές Μονές του, μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω.
- Η διοίκηση του ασκείται από αντιπροσώπους τωv l. Μονών οι οποίοι αποτελούν την Ιερή Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των Μονών.
- Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορείτικων καθεστώτα γίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων.
- Οι εξουσίες του Κράτους, που ασκούνται κατά το νόμο στο διοικητή, συνίστανται στην σύμπραξη του τελευταίου κατά την κατάρτιση του Καταστατικού Χάρτη, στην εποπτεία της ακριβούς τηρήσεως αγιορείτικων καθεστώτων ως προς το διοικητικό μέρος και στη διαφύλαξη της δημόσια τάξης και ασφάλειας.
- Η δικαστική εξουσία, που ασκείται από τις μοναστηριακές αρχές και την Ιερή Κοινότητα, καθορίζεται με νόμο[23].
Από τους παραπάνω συνταγματικούς ορισμούς, τον Καταστατικό Χάρτη και το κυρωτικό του νομοθετικό διάταγμα διαμορφώνεται τελικά ένα πλέγμα οργάνων, τα οποία -χωρίς αυστηρή διάκριση- ασκούν τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία της Αγιώνυμης Πολιτείας ως αυτοδιοικήτου τμήματος του Ελληνικού Κράτους. Τα όργανα αυτά είναι:
1 Η Ιερά Κοινότης
Είναι το όργανο στο οποίο και μόνο το Σύνταγμα αναγνωρίζει την εξουσία διοικήσεως του Αγίου Όρους, καθιερώνοντας έτσι ένα είδος τεκμηρίου αρμοδιότητας με την έννοια ότι, πλην των αρμοδιοτήτων που του απονέμουν οι διατάξεις του Κατασταστικού Χάρτη (και άλλων, ενδεχομένως, νόμων), το όργανο αυτό έχει και κάθε άλλη διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα που δεν ανατίθεται ρητώς σε κάποιο από τα λοιπά όργανα της μοναστικής Πολιτείας. Κάθε Μονή εκλέγει τον αντιπρόσωπο της εντός του πρώτου 15θημέρου του Ιανουαρίου κάθε έτους. Η εκλογή γίνεται, κατά τους εσωτερικούς κανονισμούς των Μονών, μεταξύ των αδελφών που έχουν ηλικία τουλάχιστον τριάντα ετών και διακρίνονται για το ήθος, τη σύνεση και την παιδεία τους. Η ενιαύσια θητεία του αντιπροσώπου μπορεί να παραταθεί χωρίς χρονικό περιορισμό[24]. H I. Κοινότητα, που αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με ισότητα της ψήφου κάθε αντιπροσώπου, ως νομοθετικό όργανο συμπράττει στην κατάρτιση (άρα και στην τυχόν συμπλήρωση ή τροποποίηση) του Καταστατικού Χάρτη[25], ως διοικητικό όργανο, εξοπλισμένο με το προαναφερόμενο τεκμήριο αρμοδιότητας, αποφασίζει για όλα τα ενώπιον της εισαγόμενα ζητήματα "διοικητικής και οικονομικής φύσεως"[26] και, τέλος, ως δικαιοδοτικό όργανο δικάζει σε πρώτο βαθμό τις ως προς τα όρια ("οριακές") διαφορές που αναφύονται είτε μεταξύ των Μονών είτε μεταξύ των εξαρτημάτων δύο ή περισσότερων Μονών, ενώ σε δεύτερο βαθμό δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μοναστηριακών Γερόντιων.
2 Η Ιερά Επιστασία
Οι είκοσι Ι. Μονές διαιρούνται σε πέντε τετράδες, κάθε μια από τις οποίες ανά πενταετία και επί ένα έτος (από την 1η Ιουνίου έως την 31 Μαΐου του επομένου) ασκεί την Επιστασίαν. Για τη συγκρότηση του τετραμελούς αυτού οργάνου επιλέγεται κάθε χρόνο από κάθε μονή της οικείας τετράδας ένα πρόσωπο "κεκτημένον προσόντα, οία καθορίζονται και δια τους αντιπροσώπους των Μονων". Ο πρώτος κατά την τάξη κάθε τετράδας φέρει των τίτλο του Πρωτεπιστάτη, είναι πρόεδρος της Επιστασίας "και κρατεί την του Πρώτου ράβδον". Η Επιστασία αντιπροσωπεύει (κατά τη διατύπωση του άρθρου 40 του ΚΧΑΟ) την εκτελεστική εξουσία της Ι. Κοινότητος, εκπληρώνοντας συνάμα και "καθήκοντα δημαρχιακά ως και καθήκοντα ειρηνοδικείου". Τα επιμέρους καθήκοντα της, μεταξύ των οποίων η διαχείριση του κοινού ταμείου των Μονών (βάσει εγκεκριμένου από την Ι. Κοινότητα προϋπολογισμού) και η άσκηση αστυνομικής φύσεως έργων, ορίζονται λεπτομερώς από τον ΚΧΑΟ. Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι ο Πρωτεπιστάτης είναι αυτός που εισάγει τα υπό συζήτηση θέματα στην Σύναξη της Ι. Κοινότητος, στην οποία και προεδρεύει (άρθρο 23 ΚΧΑΟ)[27].
3 Η Δισενιαύσιος Εικοσαμελής Σύναξη του άρθρου 43 το ΚΧΑΟ
Ονομάζεται "έκτακτος", μολονότι συνέρχεται αυτοδικαίως δύο φορές το χρόνο (τη 15η ημέρα μετά το Πάσχα και στις 20 Αυγούστου). Συγκροτείται από τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών (και από αναπληρωτές τους προϊσταμένους) και είναι το "ανώτατον νομοθετικόν και δικαστικόν σώμα εν Αγίω Όρει". Υπό την πρώτη ιδιότητα ψηφίζει κανονιστικές διατάξεις (μη αντικείμενες στον Καταστατικό Χάρτη), από τις οποίες όσες αφορούν σε θέματα "καθαρώς πνευματικής φύσεως" υπόκεινται στην έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ οι λοιπές κοινοποιούνται στο Διοικητή και επικυρώνονται από τον αρμόδιο Υπουργό. Ως δικαιοδοτικό όργανο συγκροτείται με τη συμμετοχή Εξαρχίας που ορίζεται με κανονική συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συντίθεται από τρεις Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού θρόνου. Υπό την ιδιότητα αυτή λειτουργεί αφενός ως δευτεροβάθμιο δραστήριο για τις υποθέσεις που δικάστηκαν πρωτοδίκως από την Ι. Κοινότητα και αφετέρου ως ακυρωτικό δικαστήριο, το οποίο ελέγχει (αναθεωρεί) τις δευτεροβάθμιες αποφάσεις της Ι. Κοινότητας "δια ψευδή ερμηνείαν ή κακήν εφαρμογήν του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους, των καθεστώτων αυτού, των ιερών κανόνων, των νόμων, ως και δια παράβλεψιν ουσιωδών στοιχείων κατά τους δύο κατωτέρους βαθμούς"[28]. Για τις πνευματικές, όμως. υποθέσεις ανώτατο δικαστήριο είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης με την περί αυτόν Ιερά Σύνοδο.
4 Η Εκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη
Η περίπτωση είναι άκρως ενδιαφέρουσα, αφού το συλλογικό αυτό όργανο δεν είναι καθιερωμένο με γραπτό κανόνα δικαίου. Διαμορφώθηκε εθιμικά με βάση τη σταθερή και μακροχρόνια opinio necessitate της αγιορείτικης πολιτικής κοινωνίας. Το έθιμο αποτυπώθηκε τελικά σε εσωτερικό κανονισμό που συντάχθηκε και εγκρίθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1930 από την ίδια αυτή Σύναξη. Ονομάζεται "Διπλή", διότι συγκροτείται σε ενιαίο σώμα από τα μέλη της Δισενιαύσιας Εικοσαμελούς Συνάξεως και τους είκοσι τακτικούς αντιπροσώπους των Μονών στην Ι. Κοινότητα. Μολονότι, κατά συνήθεια, συγκαλείται χρονικώς μαζί με τη Δισενιαύσια Σύναξη του άρθρου 43 του ΚΧΑΟ, έχει όντως έκτακτο χαρακτήρα, αφού ασχολείται με ζητήματα εξαιρετικής σπουδαιότητας και σημασίας, το βάρος των οποίων διστάζει να αναδεχθεί η Ιερά Κοινότης. Γι' αυτό και προσφυώς ο παραπάνω κανονισμός ονομάζει τη Σύναξη αυτή "Εθνοσυνέλευση του Αγίου Όρους" (αν και από την αρμοδιότητα της ευλόγως εξαιρεί τα νομοθετικά και δικαστικά θέματα, για τα οποία υπάρχουν κατεστημένα όργανα).
5 Ο Διοικητής
Είναι ο εκπρόσωπος του κυρίαρχου Ελληνικού Κράτους. Εκτός από τις αρμοδιότητες που του απονέμει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 105 του Συντάγματος, είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση των αποφάσεων της Ι. Κοινότητας και των μοναστηριακών αρχών, παρίσταται πάντοτε στις συνεδριάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως επίτροπος του νόμου και, τέλος, παρίσταται, όταν προσκληθεί, στις συνεδριάσεις της Ι. Κοινότητας, όπου και διατυπώνει τη γνώμη του με τη μορφή συμβουλευτικής ψήφου[29].
Τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά του όλου αγιορείτικου καθεστώτος αναδύονται σαφώς μέσα από όσα εκτέθηκαν μέχρι τώρα. Το πρώτο είναι η δημοκρατική αρχή: όλες οι (ενδοαγιορειτικές) "εξουσίες" πηγάζουν από τη βούληση του "λαού" των μοναχών, που εκφράζεται με ψήφο ίση, μυστική και καθολική. Το δεύτερο είναι η δικαιοκρατική αρχή: οι εξουσίες ασκούνται όταν και όπως ορίζει ο νόμος (Σύνταγμα, Καταστ. Χάρτης, ν.δ. 10.9.1926, ειδικοί νόμοι, κανονιστικές διατάξεις). Το τρίτο είναι η ομοσπονδιακή οργάνωση. Στα γνωρίσματα αυτά πρέπει να προστεθούν και δύο άλλα, η σπουδαιότητα των οποίων πρέπει ιδιαίτερα να εξαρθεί. Πράγματι, κανένας δεν έγινε "πολίτης" αυτής της ιδιότυπης Πολιτείας τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του. Κατά την ακολουθία της κούρας του ως μοναχού ο υποψήφιος "πολίτης" πρέπει να ξεκαθαρίσει σαφώς και απεριφράστως το λόγο για τον οποίο "προσήλθε προσπίπτων τω Αγίω θυσιαστηρίω και τη αγία συνοδεία ταύτη". Η απάντηση ότι έπραξε τούτο "πόθων τον βίον της ασκήσεως" δεν αρκεί. Οφείλει να απαντήσει, πριν προχωρήσει στις μοναχικές επαγγελίες, δε δύο ακόμη καίριες ερωτήσεις: "Εκούσια σου τη γνώμη προσέρχη τω Κυρίω:" και ακολούθως: "Μη εκ τίνος ανάγκης ή βίας;". Οι αντίστοιχες απαντήσεις είναι "ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ" και "ουχί, τίμιε πάτερ" Η υπακοή στον προεστώτα και την αδελφότητα είναι αυτοπροαίρετη και αμφίδρομη. Ο μοναχός εισέρχεται σε ένα κόσμο στον οποίο, κατά το Νικηφόρο Γρήγορα, "ουδέ δουλεία και αυθεντία μερίζει τον βίον εκεί. Αλλ' ισηγορία..."[30]. Έχοντας στο νου του τους λόγους του Παύλου, ότι "υμείς γαρ επ' ελευθερία εκλήθητε" και "μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων"[31], προσβλέπει στους καρπούς του Αγίου Πνεύματος (αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστης πραότης, εγκράτεια), έναντι των οποίων "ουκ εστί νόμος"[32]. Έτσι το στοιχείο του καταναγκασμού, που είναι συστατικό της έννοιας της εξουσίας υπό την "κοσμική" εκδοχή της, απουσιάζει από την καθόλου μοναχική πολιτεία, όπου οι κατά συνθήκη αποκαλούμενες εξουσίες από εκκλησιαστική μεν άποψη ένα "διακονίες", ενώ από δικαιοπολιτική άποψη κατατείνουν προεχόντως στη διαχείριση πραγμάτων και όχι στον εξαναγκασμό ελευθέρων προσώπων σε πράξεων ή παραλείψεις. Ένας άνεμος ιερής αναρχίας δροσίζει τις πλαγιές του Άθωνα. Το δεύτερο γνώρισμα είναι η οικουμενικότητα της μοναστικής συμπολιτείας. Άνδρες ορθόδοξοι εκ περάτων της γης, Ρώσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Καυκάσιοι, αλλά και Γάλλοι, Γερμανοί, Βρετανοί κα. άλλων εθνοτήτων, συγκαταλέγονται μεταξύ των μοναστών του Άθω, αναζητώντας ήδη από τις αρχές της δεύτερης χριστιανικής χιλιετίας την προσωπική συνάντηση με το Άγιο μέσω της βιωματικής εκείνης εμπειρίας που κορυφώνεται "στην υπαρξιακή υπέρβαση, την οντολογική μεταμόρφωση από δόξης εις δόξαν (Β' Κορινθ. γ' 18), την κοινωνία αγάπης με τον Θεό[33]. Το μέγιστο όμως θέμα της οικουμενικότητας, ως μέρους οργανικού και αναπόσπαστου όχι μόνο της αγιορείτικης αλλά και της όλης εκκλησιαστικής παραδόσεως, αυτονοήτως δεν χωρεί στα περιορισμένα όρια και τις δυνατότητες του πονήματος αυτού[34].

B'
Ι. Ο λεγόμενος "επιστημονικός σοσιαλισμός" είναι αναμφίβολα γέννημα του Κάρολου Μαρξ και του φίλου και συνεργάτη του Φρειδερίκου Ένγκελς. Μολονότι είναι αδύνατο να συνοψισθεί σε λίγες γραμμές μια περίπλοκη θεωρία που φιλοδοξεί να εξηγήσει όλες τις όψεις του κοινωνικού, ιστορικού και ατομικού βίου του ανθρώπου και να δώσει απαντήσεις ακόμη και στα μεγάλα φιλοσοφικά και μεταφυσικά ερωτήματα, η μέχρι τώρα συστηματική μελέτη και διδασκαλία της θεωρίας αυτής μας επιτρέπει την επισήμανση κάποιων θεμελιακών στοιχείων της, που είναι περίπου τα εξής:
α. Η οικονομική δομή της κοινωνίας είναι η βάση που καθορίζει τις ουσιώδεις εξελίξεις και τη μορφή των ανθρώπινων κοινωνιών. Η βάση αυτή, πάνω στην οποία εποικοδομούνται οι νομικοί και πολιτικοί θεσμοί, συγκροτείται από το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων και τον τρόπο κτήσεως των παραγωγικών μέσων. Τη διαδικασία (το "προτσές") της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής εν γένει ρυθμίζει ο τρόπος παραγωγής των υλικών αγαθών: "Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων εκείνη που καθορίζει το είναι τους, είναι αντιστρόφως το κοινωνικό τους είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδηση τους"[35].
β. Από τότε που η γη και τα λοιπά μέσα παραγωγής (εργαστήρια, εργοστάσια, μηχανολογικοί εξοπλισμοί κλπ.) έγιναν αντικείμενο ιδιωτικής κυριότητας (ιδιοκτησίας) η κοινωνία διαιρέθηκε κατά βάση σε δύο τάξεις: στους ιδιοκτήτες των παραγωγικών μέσων και σε εκείνους που διαθέτουν μόνο την εργατική τους δύναμη. Έτσι οι δεύτεροι -οι προλετάριοι- είναι στο έλεος των πρώτων, οι οποίοι, τελικά, εκμεταλλευόμενοι τη μίσθια εργασία, οικειοποιούνται την "υπεραξία" της, ό,τι δηλαδή συνιστά, πέρα από το κόστος παραγωγής του προϊόντος, τη δημιουργική όψη της ανθρώπινης εργασίας. Η "αλλοτρίωση" του μισθωτού, ιδίως του χειρώνακτας εργάτη, ολοκληρώνεται από τον υποδουλωτικό μηχανισμό της κατανομής της εργασίας και από την αντίθετη ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία[36].
γ. Η οικονομική εκμετάλλευση είναι η πηγή κάθε άλλης εκμετάλλευσης, ιδίως της πολιτικής. Η αναπόφευκτη σύγκρουση της άρχουσας τάξης των εκμεταλλευτών-ιδιοκτητών των παραγωγικών μέσων και των αποχειροβίωτων μισθωτών (που δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο της αλυσίδες τους) είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Η τελευταία, με φορά μη αναστρέψιμη, κινείται αναγκαίως σε μια διαλεκτική πορεία όπου θέση είναι το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, αντίθεση είναι η αντίσταση των αποκλήρων ι n επανάσταση του προλεταριάτου) και σύνθεση (θα) είναι η εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας[37]. Κύρια γνωρίσματα αυτής της κοινωνίας είναι:
- Η κατάργηση της ιδιωτικής κυριότητας στα μέσα της παραγωγής, η αντικατάσταση της με τη συλλογική ιδιοκτησία και διαχείριση της κοινότητας, συνακόλουθα δε η παύση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
- Η κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας και της διακρίσεως των ανθρώπων σε πνευματικά εργαζομένους και χειρώνακτες, αφού όλο (κατά τις δυνατότητες τους) θα εκτελούν όλες τις εργασίες εκ περιτροπής (rotation).
- Η κυριαρχία στις παραγωγικές σχέσεις και το βίο εν γένει των κοινωνών της αρχής "από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον κάθενα ανάλογα με τις ανάγκες του"[38].
- Ο βαθμιαίος αφανισμός του Κράτους (ως οργάνου της εκάστοτε άρχουσας τάξης) και η αντικατάσταση της περιττής πια εξουσίας του από την εκούσια συμμόρφωση στους στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμβιώσεως που είναι γνωστοί από αιώνες και επαναλαμβάνονται στη διάρκεια των χιλιετιών. Αυτό θα το καταστήσει εφικτό η βαθειά μεταβολή που θα επιφέρει στη νοοτροπία των ανθρώπων η κατάργηση της πάλης των τάξεων και τωv φαινομένων καταπιέσεως και αλλοτριώσεως που αυτή συνεπάγεται θα έχει πραγματοποιηθεί "το άλμα του ανθρώπινου γένους από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας" (Ένγκελς)[39]. Η ιστορία, που δεν είναι άλλο παρά ιστορία της πάλης των τάξεων[40], θα έχει φθάσει στο τέλος της. Και εδώ κατακλείεται η κουμουνιστική εσχατολογία.
ΙΙ. Το ότι καίρια στοιχεία του ορθόδοξου χριστιανικού κοινοβίου, ως ζώντος κοινωνικού οργανισμού, συμπίπτουν εντυπωσιακά με τα βασικά γνωρίσματα του μαρξιστικού κοινωνικού οράματος στην εσχατολογική του διάσταση, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί[41]. Διακρίνονται, εντούτοις, δύο τουλάχιστον ριζικές διαφορές: Η πρώτη έχει χαρακτήρα πολιτικό-ιστορικό και συνίσταται στο αντικειμενικό γεγονός ότι η μεν μοναστική κοινότητα (ως σοσιαλιστική αταξική κοινωνία), αλλά και η Αθωνική πολιτεία (ως ομοσπονδιακή "διεθνική" δημοκρατία) υπάρχουν από αιώνες και λειτουργούν στο χώρο της ιστορικής πραγματικότητας, ενώ η μαρξιστική αταξική κοινωνία παρέμεινε ως ιδεολόγημα στην ενδοχώρα της εσχατολογικής προσδοκίας των προφητών της. Η δεύτερη -και σπουδαιότερη- διαφορά έχει χαρακτήρα βαθύτατα πνευματικό (ή, κατ' άλλη διατύπωση, μεταφυσικό). Η αναλυτικότερη ανάπτυξη του θέματος θα ξεπερνούσε τα όρια του πονήματος αυτού· το επίκεντρο, όμως, του ζητήματος μπορεί να εντοπιστεί συνοπτικά στις αφετηριακές θέσεις της μαρξιστικής και της χριστιανικής ανθρωπολογίας (ως οντολογικής -και όχι αξιολογικής- κατηγορίας): Η πρώτη στηρίζεται στη διαπίστωση ότι δεν είναι η συνείδηση εκείνη που καθορίζει την ανθρώπινη συνθήκη, αλλά η τελευταία αυτή, ως προϊόν απρόσωπων παραγωγικών σχέσεων, διαμορφώνει τη συνείδηση. Η απαλλαγή των ανθρώπων από την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση θα προέλθει έξωθεν και όχι από το χώρο της προσωπικής τους υπάρξεως. Ωστόσο ουσιώδης όρος της ριζοσπαστικής μεταβολής, που επαγγέλλεται ο μαρξισμός (και μάλιστα υπό τη λενινιστική εκδοχή του), είναι η "κοινωνικοποίηση" όχι μόνο των μέσων της παραγωγής αλλά και αυτής της ανθρώπινης συνείδησης με τη συστηματική ποδηγέτηση των ατόμων ώστε να συγκροτήσουν ένα πνευματικά και ηθικά* ομοιογενές κοινωνικό σώμα. Και το αποτέλεσμα, όμως, αυτό θα προέλθει από την καθοδηγητική δράση του Κόμματος του επαναστατημένου προλεταριάτου σε συνδυασμό με την επιβολή της εξουσίας του, που θα χρειαστεί να ασκηθεί δικτατορικά εωσότου εκμηδενιστούν οι ταξικές διακρίσεις και καταστεί εφικτή η ταύτιση κυβερνώντων και κυβερνωμένων, οπότε την εξουσία επί των ανθρώπων θα αντικαταστήσει η διαχείριση πραγμάτων[42]. Διαμετρικά αντίθετη είναι η αφετηρικακή εκδοχή της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η "συνείδηση" του κάθε ανθρώπου συνιστά την υπόσταση του ως εικόνας του 3εού, ως ελεύθερου, μοναδικού και ανεπανάληπτου προσώπου "υπέρ ου Χριστός απέθανε". Κατατείνοντας προς το "καθ' ομοίωσιν Θεού", η συνείδηση μεταμορφώνεται συνεχώς με τη μυστική παρουσία και συνδρομή του Αγίου Πνεύματος, ώστε αποκαθαρμένη από τα εγωτικά πάθη (φιλαυτία, φιλοχρηματία, πλεονεξία, αλαζονεία κλπ), να πραγματοποιήσει, κατά το πρότυπο της Τριαδικής Θεότητας, την κοινωνία των αγαπωμένων προσώπων: "Πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη"[43]. Έτσι η ατομική ακτημοσύνη, η συλλογική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων, η πραγματοποίηση, μέσω της ελεύθερης διαχείρισης των κοινών, της αρχής "από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με της ανάγκες του" μπορεί να είναι καρπός μόνο της ανθρώπινης συνείδησης, μέσα στην οποία συντελείται πράγματι η τραγική πάλη ανάμεσα στην πανίσχυρη "τάξη" των παθών και των ιδιοτελών συμφερόντων και στη δυσθήρατη "τάξη" της εντός ημών βασιλείας του Θεού[44]. Το πνευματικό και ιστορικό κατόρθωμα του ορθόδοξου μοναχικού κοινοβίου και ειδικότερα της Αθωνικής μοναστικής πολιτείας συνίσταται στο ότι κατέδειξαν σε καθαρά οντολογικό επίπεδο τη δυνατότητα πραγματώσεως μιας κοινωνίας δικαιοσύνης και ελευθερίας όχι με την προσφυγή στα αιματηρά και αμφίβολης αποτελεσματικότητας μέσα της βίαιης ταξικής πάλης, αλλά με τα αγιαστικά μέσα της άσκησης, της εγκράτειας, της αυταπάρνησης, των σχέσεων αγαπητικής κοινωνίας με όλους τους ανθρώπους. Από τους βράχους και τις ερημιές του ελληνικού Άθωνα κάποιοι που σηκώνουν στους ώμους τους το χρηστό ζυγό και το ελαφρό φορτίο του Χριστού[45] θυμίζουν στους κοπιώντες και πεφορτισμένους όλης της Γης αυτό πού κατορθώνουν να είναι: "ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί, πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες"[46].



[1] Αρχιμ. Βασιλείου Καθηγουμένου Ι. Μονής Ιβήρων Κάλλος και ησυχία στην αγιορείτικη πολιτεία, 1999, σελ. 8-9.
[2] Φιλοκαλία τ. Α' σελ. 187.
[3] Αρχιμ. Αιμιλιανού Καθηγουμένου Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας Κατηχήσεις και Λόγοι, τομ. 1, εκδ. Ορμύλια, σελ. 138, 344.
[4] Αναλυκότερα για το καθεστώς του Αγίου Όρους από ιστορική και νομική άποψη βλ. "Το καθεστώς του Αγίου Όρους", εκδ. Ι. Κοινότητος Αγ. Όρους, 1996, ιδίως σελ. 18-40 και 133 επ., Χαρ. Παπαστάθη Το Καθεστώς του Αγίου Όρους στο ελληνικό δίκαιο, εισήγηση στο Συμπόσιο της Θεσσαλονίκης έτους 1984 με θέμα το "Άγιο Όρος στην εποχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας".
[5] Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, 2000, σελ. 133.
Archimandrite Placide Simonopetritis Le Mont Athos et l' Europe, εισήγηση σε Συμπόσιο με θέμα "Το Άγιο Όρος στην εποχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας", Θεσσαλονίκη 1984.
[6] "Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού" (Ιων. ιέ' 13).
[7] Ματθ. στ' 19, η' 20.
[8] Ματθ. ιθ' 21-24, ι' 9.
[9] Άρθρο 105 § 2 του Συντάγματος.
[10] Γεν. β' 15.
[11] Α' Κορινθ. δ'12.
[12] Β' Θεσσαλ. γ' 8-12.
[13] Προς μεγάλη απορία των εξ Εσπερίας επισκεπτών, οι οποίοι, εθισμένοι στο εγωκεντρικό βίωμα της αστικής κοινωνίας τους, δυσκολεύονται να κατανοήσουν το να δίδεις χωρίς αντάλλαγμα κάτι που είναι δικό σου ή να λαμβάνεις δωρεάν κάτι που δεν είναι δικό σου.
[14] Πρβλ. άρθρο 5 § 1 του Συντάγματος.
[15] Σε πολλά μοναστήρια υπάρχουν μοναχοί γιατροί και άλλοι με παρεμφερείς γνώσεις που εκτελούν το διακόνημα του νοσοκόμου. Η φροντίδα των ηλικιωμένων είναι αξιοθαύμαστη. Χαρακτηριστικό της στοργής προς τους τελευταίους είναι το ότι αποκαλούνται "γεροντάκια" και αντί της συνηθισμένης προσφωνήσεως "πάτερ" χρησιμοποιείται η λέξη "παππούς".
[16] Πραξ. δ' 32,34,35, βλ. και Πραξ. β' 44-45, Αρχιμ. Αιμιλιανό ο.π. σελ. 132.
[17] Βλ. άρθρα 126 επ. ΚΧΑΟ. Πρόκειται για διαφορετικούς τρόπους ασκητικής βιοτής που υποδηλώνουν το σεβασμό στην ιδιαιτερότητα, τις κλίσεις και τα χαρίσματα κάθε ανθρώπινου προσώπου.
[18] Και οι είκοσι κυρίαρχες Μονές του Αγίου Όρους είναι ήδη κοινοβιακές. Μετατροπή τους σε ιδιόρρυθμες δεν επιτρέπεται (άρθρο 85 ΚΧΑΟ), γι' αυτό και δεν θα ασχοληθούμε με το σύστημα διοικήσεως των άλλοτε ιδιορρύθμων Μονών.
[19] Ανάλογο καθεστώς ισχύει και στις Σκήτες, δηλαδή τους μοναστικούς οικισμούς που συγκροτούνται από Καλύβες με κέντρο ένα Ναό που ονομάζεται Κυριάκο. Κάθε Σκήτη έχει τον εσωτερικό κανονισμό της και διοικείται από το Δίκαιο (οιονεί ηγούμενο), τους συμβούλους και τη Σύναξη των Γερόντων της (επικεφαλής των Καλυβών). Ο Δίκαιος και οι Σύμβουλοι είναι αιρετοί με θητεία ενός έτους. Βλ. περισσότερα στα άρθα 142 επ. του ΚΧΑΟ.
[20] Το νομοθετικό αυτό διάταγμα συμπληρώνει τις ρυθμίσεις του ΚΧΑΟ και αποτελεί έτσι οργανικό μέρος του όλου αγιορείτικου καθεστώτος.
[21] Άρθρα 7 § 3, 11 και 15 επ. ν.δ./τος 10.9.1926, άρθρα 46, 48, 49, 54, 56, 58, 61, 62, 67 και 70 ΚΧΑΟ. Η πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις του ν.δ/τος 10.9.1926 αξίζει να παρατεθεί αυτολεξεί: "Ουδείς δικάζεται ανήκουστος, ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ νόμου ή Ι. Κανόνος θεμελιούντος αυτήν, και ουδείς στερείται άκων του φυσικού αυτού δικαστού" (πρβλ. άρθρα 7 § 1, 8 § 1 και 20 § 1 Συντ.
[22] Έτσι αποκαλούνται τα μέλη της Γεροντίας.
[23] Ο οργανικός νόμος στoν οποίο αναφέρεται το άρθρο 105 του Συντάγματος είναι το κυρωτικό του ΚΧΑΟ νομοθετικό διάταγμα της 10.9.1926.
[24] Άρθρα 14 επ. του ΚΧΑΟ.
[25] Άρθρο 105 § 3 Συντάγματος.
[26] Βλ. Ιδίως άρθρο 16 ΚΧΑΟ.
[27] Για τα αφορώντα την Επιστασία βλ. άρθρα 28 έως 40 του ΚΧΑΟ.
[28] Οι ρυθμίσεις που σημειώνονται υπό τον αριθ. 3 περιέχονται στα άρθρα 6, 7 και 9 § 3 του ν.δ. 10.9.1926 και στα άρθρα 43 και 45 του ΚΧΑΟ. Το ζήτημα ποιες είναι οι "πνευματικές υποθέσεις", στις οποίες αναφέρεται η § 2 του άρθρου 43 του ΚΧΑΟ, είναι πρωτίστως θεολογικό.
[29] Άρθρα 3 έως 5, 8, 9 § 3 και 34 ν.δ. 10.9.1926 και π.δ. 227/1998 "περί του Οργανισμού της Διοικήσεως του Αγίου Όρους".
[30] Βλ. Το Καθεστώς του Αγίου Όρους ο.π. σελ. 76.
[31] Γαλατ. ε' 13, Α' Κορινθ. ζ' 23.
[32] Γαλατ. ε' 22-23.
[33] Βλ. Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο ο.π. (σημ. 5) σελ. 251.
[34] Βλ. ενδεικτικώς Οικουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου (τότε Μητροπολίτη Φιλαδελφίας) L' esprit oecumenique de l' Orthodoxie, εισήγηση στο Συμπόσιο της Θεσσαλονίκης ο.π. σημ. 4, Αρχιεπ. Αλβανίας Αναστάσιο ο.π. σελ. 35 επ. και 262 έπ., Το καθεστώς του Αγίου Όρους ο.π. (σημ. 4) σελ. 133 επ.
[35] Κ. Μάρξ Συμβολή στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας (1859), Editions Sociales, Paris, 1957, σελ. 4. Βλ. και Φρ. Ένγκελς L'Anti-Duhring (1877) στις ανωτέρω Editions, 1936, σελ. 307.
[36] Maurice Duverger Institutions Politiques et Droit Constitutionnel, Presses Universitaires, Paris 1955, σελ.354 επ., Φρ. Ένγκελς ο.π. (σημ. 35) σελ. 237-238, Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς Critique des programmes de Gotha et d' Erfurt (1857). Editions Sociales, Paris, 1966, σελ. 32.
[37] Georges Burdeau La democratie, ed. Seuil, 1956, σελ. 121 επ., βλ. και Μαρξ - Ένγκελς Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (1848). Ed. Sociales. 1954, σελ 44.
[38] Μαρξ - Ένγκελς ο.π. σημ. 36, σελ. 32.
[39] M. Duverger ο.π. (σημ. 36) σελ. 356 επ., G. Burdeau ο.π. (σημ 38) σελ. 124 επ., Συνοπτική έκθεση των μαρξιστικών πολιτικών θέσεων βλ. σε J. Imbert - Η. Morel - R. Dupuy La pensee politique des origines a nos jours, εκδ. Presses Univeritaires, Paris 1969.
[40] Εναρκτήρια φράση στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ο.π. σημ. 38, M. Duverger ο.π. σελ. 363.
[41] Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να λεχθεί ότι ισχύει και για τη μαρξιστική θεωρία ο λόγος του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου: «Όσα ουν παρά πασι καλώς είρηται ημών των χριστιανών εστί» (Απολογία β' 13, 3).
[42] G. Burdeau ο.π. (σημ. 38) σελ. 125 επ.
[43] Ρωμ. ιγ' 10.
[44] Nicolas Berdiaef Personne humaine et marxisme στο συλλογικό έργο "Le communisme et les chretiens", Paris 1937, εκδ. PLON, σελ. 178 επ., ιδίως σελ. 200 επ., βλ. στο ίδιο έργο Francois Mauriac Dilemme du chretien σελ. 1 επ., Denis de Rougemont Changer la vie ou changer l' homme? σελ. 203 επ., βλ. επίσης Αρχιεπ. Αλβανίας Αναστάσιο ο.π. σελ. 35 επ., 110 επ. και 261 επ.
[45] Ματθ. ια' 30.
[46] Β' Κορινθ. στ. 10.


Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου