Η
θέωση του ανθρώπου δια της Βυζαντινής Μουσικής και η μουσική της φιλαυτίας*
Η
σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται από δύο παράγοντες: Από τον θείο και τον
ανθρώπινο. Ο Θεός μας ανοίγεται αγαπητικά και ελεύθερα και μας καλεί να
ανοιχθούμε κι εμείς σ’ Αυτόν. Ο Θεός προσφέρεται μόνιμα, διότι γνωρίζει πως η
σωτηρία μας χρειάζεται αγώνα καθημερινό και συνεχή και πως έχουμε ανάγκη της
βοηθείας Του ανά πάσαν στιγμήν. Του Θεού το άνοιγμα δεν κλείνει ποτέ.
Η
άκτιστος θεία χάρις κατεβαίνει «ως δρόσος Αερμών επί τα όρη Σιών». Το
άνοιγμα, όμως, του ανθρώπου προς τον Θεό δεν είναι μόνιμα φιλότιμο και σταθερό.
Άλλοτε υπάρχει και άλλοτε εξαφανίζεται. Καμμιά φορά φαίνεται πως εξαφανίζεται
οριστικά. Τότε η σωτηρία του ανθρώπου απειλείται άμεσα. Το θείο δεν επικοινωνεί
με το ανθρώπινο και κάθε ελπίδα σωτηρίας λιγοστεύει.
Αλλ’ όταν κανείς αγωνίζεται να αφήνει την άκτιστο χάρι του Θεού
να ενεργεί μέσα του τα έργα αγιότητος που μόνον Αυτή γνωρίζει, τότε παραμένει
ανοιχτός στον Θεό, προς περαιτέρω επεξεργασίαν. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει στους
απαθείς, στους άγιους. Οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, λαϊκοί και μοναχοί,
προσπαθούν να αφήσουν παράθυρα ανοιχτά στην ψυχή και στο σώμα τους, για να μπει
μέσα η άκτιστη θεία χάρις.
Τέτοιοι
αγωνιζόμενοι μοναχοί είναι και οι αγιορείτες ψάλτες. Απλοί και ανεπιτήδευτοι,
με καρδιά παιδική και γεροντική φρόνηση, μοναχοί μαυροντυμένοι, αφήνουν
παράθυρα, πολλά παράθυρα, ανοιχτά για να μπει η άκτιστος θεία χάρις μέσα στην
ψυχή και στο σώμα τους, ανοίγονται αγαπητικά, ελεύθερα κατά την καλή τους
προαίρεση στο Τριαδικό Θεό και στην Κυρία Θεοτόκο. Όταν ψάλλουν έχουν
συμμετρία, αρμονία, τάξη. Σαν παιδιά αλλάζουν στασίδια στους χορούς, δίδοντας ο
ένας τον άλλον την πρωτοκαθεδρία της ψαλμωδίας. Ο ένας δέχεται τον άλλο ενώ,
όλοι μαζί αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο. Δεν υπάρχουν καθηγητές και μαθητές. Ο
καθένας δέχεται χωρίς σκάνδαλα και παρεξηγήσεις τις παρατηρήσεις των άλλων. Οι
παρεμβάσεις, οι εισηγήσεις έχουν την οργανική τους θέση, ως συμβολή στην
καλύτερη απόδοση του μουσικού κειμένου.
Δεν πηγαίνουν στα πανηγύρια των Ιερών Μονών και Σκήτεων οι
Αγιορείτες ψάλτες για να εντυπωσιάσουν, ούτε για να προβληθούν. Δεν πηγαίνουν
για να επιδείξουν τις φωνητικές τους ικανότητες ή την μουσική τους κατάρτιση.
Ψάλλουν ταπεινά με την αγιορείτικη αίσθηση της χαρμολύπης, που φαίνεται στους
αμύητους παράδοξο. Ψάλλουν θρηνητικά και συγχρόνως χαρούμενα, Εκφράζουν την
εμπειρία των Αγίων Πατέρων που έκλαιγαν για τις αμαρτίες τους και συγχρόνως
χαιρόντουσαν, διότι ο Αναστάς Κύριος τους ελεεί πλουσιοπαρόχως.
Αυτή η μυστική ένωση χαράς και λύπης είναι χάρισμα του Παναγίου
Πνεύματος σε όσους εθέλησαν να γίνουν μοναχοί και γενικά σε όσους θέλουν να
γίνουν στο μέλλον. Δεν σημαίνει ότι το χάρισμα αυτό δεν μπορούν να το λάβουν
και οι λαϊκοί χριστιανοί. Οι μοναχοί όμως, λόγω υπερβολικού πνευματικού αγώνος
εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία δια της αδιακρίτου υπακοής, της αδιαλείπτου
προσευχής και της συχνής συμμετοχής στα Θεία Μυστήρια της Εκκλησίας, απέκτησαν
την σταυρωμένη χαρά της Αναστάσεως, την χαρμολύπη, περισσότερο και βαθύτερα.
Οι Αγιορείτες ψάλτες ψάλλουν και αποδίδουν εκείνο που ζουν. Η
ζωή τους εκφράζεται με τη μουσική τους. Δεν είναι επαγγελματίες. Λειτουργούν
ζώντας το Μυστήριο της Εκκλησίας. Θεολογούν μουσικά και ψάλλουν θεολογικά. Ό,τι
παραλαμβάνουν, αυτό και μεταδίδουν. Χωρίς κοσμικό φρόνημα και πάθη. Είναι κατά
κάποιον τρόπο μουσικοί ερμηνευτές της θεολογίας της Μεταμορφώσεως. Τονίζουν
καθαρά πως το χάρισμα της φωνής και της ψαλμωδίας δόθηκε στον άνθρωπο για να
ενωθεί δοξολογικά με τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «εν σμικρώ μέγας», Ναός
του Αγίου Πνεύματος, βασιλεύς της κτίσεως, για να συντονίζει την δοξολογία του
Σύμπαντος Κόσμου προς τον Θεό. Σε αυτό συμβάλλουν και οι πρακτικές αρετές και η
θεωρητική ζωή. Χωρίς τις αρετές αυτές και την θεωρητική ζωή δεν μπορεί ο
άνθρωπος να ψάλλει χαρμολυπητικώς(με χαρμολύπη). Δεν μπορεί να περάσει από τον
θάνατο στη ζωή. Τότε το μέτρο, ο ρυθμός, η αρμονία γίνονται μουσική πανωλεθρία.
Η μουσική γίνεται μια άκαρπη καλλιτεχνική και επαγγελματική ενασχόληση και δεν
φθάνει τότε στο τέρμα της, που είναι το «τεριρέμ**». Δεν φθάνει δηλαδήστην
κατάσταση εκείνη, όπου η παρουσία του Θεού αφήνει εν ελευθερία και επιγνώσει
κουφό και άφωνο το πνεύμα του ανθρώπου.
Λέγει
ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής
Ιβήρων: «Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν βάζει σαν σκοπό της ζωής του τα καλά έργα,
την αρετή.». Φθάνει σε αυτά και φεύγει, Θεία Χάριτι, παραπέρα: «Η πολιτεία της
πίστεως υπέρ την αρετήν εστί και η εργασία αυτής ουκ έργα εστίν αλλά, ανάπαυσις
τελεία και παράκλησις.». (Αββά Ισαάκ Σύρου, Τα Ευρεθέντα Ασκητικά, εκδ. Λειψία
1895, Β’ εκδ., Σπανού Ρηγοπούλου, σελ. 255).
«Ήρεμα φεύγει πέρα από τα όρια της κινήσεως, του λόγου, της
αισθήσεως, της γνώσεως, της ενεργείας, όποιας μορφής. «Ελεύθερος και
αυτεξούσιος και ως υιός του Θεού εν πάσι τοις πράγμασιν εν Ελευθερία χρήται
εξουσιαστικώς.» (Αββά Ισαάκ Σύρου, ένθα ανωτέρω, σελ. 251).
Αποβάλλει στο τέλος και την ιδία του την ελευθερία. «Αφαιρείται
το αυτεξούσιον από της φύσεως… ετέρα δυνάμει οδηγείται ένθα ου γινώσκει…
αιχμαλωσία κατακρατείται εν τη ώρα εκείνη» (Αββά Ισαάκ Σύρου, ένθα ανωτέρω,
σελ. 137). Τότε βρίσκεται στην «άγνοια» την ανωτέρα πάσης γνώσεως και στην
«αιχμαλωσία» την ανωτέρα πάσης Ελευθερίας.
Έσπασε κάθε φραγμός. Έφθασε στον Άφθαστο… Ξεκινά από την
διδασκαλία και λόγο που «είναι όργανο τούτου του κόσμου και φθάνει στην σιωπή
που είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος.» (Αββά Ισαάκ Σύρου, ένθα ανωτέρω, σελ.
365). «…Σεσίγηται εν αγνοία πάντων των ενθάδε. Αυτή εστίνη άγνοια η υπερτέρα
της γνώσεως.» (Αββά Ισαάκ Σύρου, ένθα ανωτέρω, σελ. 140)…
«Η
όντως μουσική αναδύεται στην πορεία. Η κίνηση είναι προσευχή. Η πορεία θέα. Η
επέκταση αγαλλίαση. Το ξεπέρασμα έκφραση, Λόγος, Πάσχα, Χριστός.».
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων από μη μεμνημένους στην Ορθόδοξη
θεολογία και πνευματικότητα, διευκρινίζουμε εδώ πως υπάρχει η άκτιστη, αθάνατη
αΐδιος(που δεν έχει αρχή ούτε τέλος), άναρχη, άπειρη και ατελεύτετητη κατά
φύσιν Ελευθερία του Τριαδικού Θεού από την μια και από την άλλη η κτιστή,
αρχουμένη, πεπερασμένη, αιώνιος(που έχει αρχή αλλά, δεν έχει τέλος), αθάνατη
κατά χάριν Ελευθερία του ανθρώπου ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού
πλασμένου. Όταν λοιπόν, η Θεϊκή κατά φύσιν Ελευθερία του Θεού ενώθηκε ελεύθερα,
αβίαστα και αγαπητικά με την ανθρώπινη κατά χάριν Ελευθερία εν τη μήτρα της
Αειπαρθένου Θεοτόκου Μαρίας μετά την συγκατάθεση της (Ιδού η δούλη Κυρίου·
γένοιτο μοι κατά το ρήμα Σου), ενηνθρώπησε ο Θεός Λόγος, το δεύτερο Πρόσωπο της
Αγίάς Τριάδος. Έτσι η ανθρώπινη Ελευθερία έγινε άναρχη, άπειρη, ατελείωτην κατά
φύσιν Ελευθερία του Τριαδικού Θεού(Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και Γρηγόριος
Παλαμάς). Μέσα στα πιο πάνω γραφέντα πρέπει να δούμε και να κατανοήσουμε την
«αιχμαλωσία της Ελευθερίας, την αρπαγή του νοός και άγνοια την υπερτέραν πάσης
γνώσεως», που αναφέρει ο Άγιος Αββάς Ισαάκ ο Σύρος στα «Ευρεθέντα Ασκητικά»
του.
Όποιος λοιπόν, ασχολείται με την ψαλμωδία και δεν φροντίζει να
υμνεί το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, ας μην ελπίζει ότι οι διάβολοι και όργανα
τους θα τον αφήσουν ήσυχο. Θα τον πολεμήσουν με λογισμούς(σκέψεις), φαντασίες
και νοερό πόλεμο ώσπου να τον καταφέρουν να υμνήσει τον Εωσφόρο, τον αρχηγό
τους. Έτσι θα ανοιχθεί ο άνθρωπος στον διάβολο δηλαδή, θα κλείσει την πόρτα στη
Θεία Χάρι και θα την ανοίξει για να μπει ο διάβολος. Θα επιθυμήσει τότε την
φιλαυτία, την φιλοϋλία, την φιλοδοξία και την φιληδονία. Η μουσική του πλέον θα
είναι ανάλογη: φίλαυτη, φιλόϋλη, φιλόδοξη, φιλήδονη. Δεν θα στηρίζει αλλά, θα
αφανίζει το πρόσωπο. Δεν θα είναι ζεστή αλλά, ψυχρή. Δεν θα ανοίγει το κύκλωμα
των Αγίων, για να ακούσουμε τον μυστικό ήχο της Θεώσεως.
Η μουσική αυτή της φιλαυτίας, προσπαθεί να τέρψει ένα μέρος του
ανθρώπου, την ακοή και το συναίσθημα χωρίς να τον εξάγει από την πεζή
καθημερινότητα. Τον αφήνει δεμένο στη γη ενώ, πλασμένος να ψάλλει με τους
αγγέλους, ανώτερα και από τους αγγέλους. Η συναισθηματική μουσική λειτουργεί εμπαθώς
και επομένως εναντίον της πραγματώσεως του ανθρωπίνου προσώπου. Τρέφει τα πάθη,
ριζώνει την αυτοδικαίωση στον άνθρωπο, δημιουργεί ψεύτικη ειρήνη στην καρδιά. Η
λανθασμένη πίστη και ζωή, επηρεάζει την όλη ύπαρξη του ανθρώπου και την
παράδοση, ζωή, πολιτισμό, Θεολογία και πνευματικότητα του και φυσικά επηρεάζει
και την μουσική του.
Ο Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης στα «Πολιτικά»,
στο κεφάλαιο περί μουσικής, λέγει περίπου τα εξής: «Αν θέλεις να αλλάξεις τους
νόμους μιας πολιτείας προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, άλλαξε την μουσική
που ακούνε οι πολίτες της πολιτείας ή του έθνους αυτού.» . Διότι η μουσική
είναι η βασικότερη πολιτιστική και οντολογική εκδήλωση του ανθρώπου, που τον
αγγίζει ως τα μύχια της υπάρξεως του, τον ανυψώνει ή τον καταβαραθρώνει, τον
εμπνέει ή τον κάνει δειλό, τον αναδεικνύει θεό κατά χάριν ή τον κάνει χειρότερο
και από τον διάβολο.
Κατά πλειοψηφία(υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις) οι τετραφωνίες των
δυτικών, οι συμφωνικές ορχήστρες και η μουσική τους, η λεγόμενη ποπ μουσική, η
σόουλ, η τζαζ, η ηλεκτρονική μουσική με τη συνοδεία φώτων, η ροκ εντ ρολ, η
ανατολική ηδονική μουσική, η αφρικάνικη, η ασιατική, η λαϊκή μουσική αποτελούν
έκπτωση από την ανοδική προοδευτική πορεία της μουσικής διότι, δεν έχουν επαφή
με τον Τριαδικό Θεό. Παρεμβάλλουν τα ανθρώπινα πάθη και εμποδίζουν την άκτιστη
Θεία Χάρη να ενεργήσει. Τα μουσικά όργανα, δήθεν μέσα επικοινωνίας, γίνονται
μεσότοιχα έχθρας και μάλιστα μετατρέπουν τον άνθρωπο σε μηχανικό τους εξάρτημα,
ιδίως τα τελευταία χρόνια που η μουσική μεταδίδεται ηλεκτρικά ή ηλεκτρονικά.
Άλλωστε φάνηκε πως η μουσική των οργάνων τρελαίνει και νεκρώνει τους ανθρώπους
πνευματικά, δεν τους μεταμορφώνει, ούτε τους αγιάζει γιατί δεν συμμετέχει
το πνεύμα του ανθρώπου αλλά, με τα υλικά εξωτερικά όργανα μουσικής προσπαθεί να
εκτονωθεί ψυχολογικά.
Ο μακαριστός Άγιος Γέρων Παΐσιος ο Καππαδόκης Αγιορείτης είπε
κάποτε τα εξής: «Η Ευρωπαϊκή κλασσική μουσική αποκοιμίζει τα πάθη. Η σύγχρονή
μας μουσική αποχαλινώνει τα πάθη. Μόνο η Βυζαντινή Μουσική μεταμορφώνει τα
πάθη.».
Ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Σημείον Μέγα», που
αναφέρεται στον βίο των Αγίων Νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, γράφει
ότι οι άγγελοι και οι άγιοι στον Παράδεισο-Ουρανό ψάλλουν με βυζαντινή
εκκλησιαστική μουσική. Αυτό βεβαιώνεται και από το γεγονός της παραδόσεως σε
υποτακτικό αγιορείτη μοναχό στον λάκκο του «Άδειν» κοντά στις Καρυές
Αγίου Όρους πριν (1000) χίλια χρόνια, του Αρχαγγελικού Ύμνου «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ», που
το έψαλλε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ σε δεύτερο ήχο της Βυζαντινής μουσικής, μπροστά
στην εικόνα της Παναγίας.
Λέγοντας αυτά, ίσως θεωρηθούμε μονοδιάστατοι και μονομερείς. Αν
η δημοτική ή άλλου είδους μουσική των οποιανδήποτε λαών της γης δεν υμνούν τον
διάβολο, την φιληδονία, την φιλαρχία, φιλοδοξία, φιλοϋλία, φιλαργυρία είτε
κρυφά είτε φανερά, τότε είναι αποδέκτες εκ μέρους μας.
Γλώσσα
που ορθόδοξα ψάλλει στον Θεό, εύκολα έχει συναίσθηση της αναξιότητας της και
μετανοιώνει πιο πολύ. Το μυαλό, όμως, που καθορίζει το πρόγραμμα της ζωής και
της σωτηρίας του, χωρίς να ανοίγεται προσευχητικά στον Θεό, δεν καθαρίζεται,
δεν φωτίζεται από το άκτιστο φως του Χριστού και είναι στο σκότος της άγνοιας ,
στον βυθό των πονηρών λογισμών. Έτσι μένει άρρωστο και απομονωμένο από τον Θεό
και από τον ίδιο τον ανθρώπινο οργανισμό και κοινωνία Θεώσεως, την Ορθόδοξη
Εκκλησία.
Οι Αγιορείτες ψάλτες μας διδάσκουν πως μόνο το καρδιακό δάκρυ
λύνει τις αμαρτίες κυρίως κατά την Θεία Εξομολόγηση και την ώρα της προσευχής
καθαρίζει τον νου και την καρδιά, διότι ελκύει την καθαρτική Θεία Χάρις. Αν,
όμως, επιμένει ο αγράμματος κατά τα Θεία νους να επαναστατεί κατά του θεού ή να
αδιαφορεί για την εν Χριστώ ζωή, τότε γίνεται ένας αυτόνομος ανθρωποκεντρικός
σωρός γνώσεων, μουσικών και μη.
Αν δεν διαλυθούμε εκούσια, δεν πρόκειται να μας συναρμολογήσει
παράδοξα, αιώνια και αληθινά. «Φοβού το σύστημα ως τον λέοντα», συμπεραίνουν οι
Άγιοι Πατέρες μας. Και δεν έχουν άδικο.
Ως επίμετρο σημειώνουμε το εξής απόσπασμα: -«Όταν ένας ψάλτης
Αγιορείτης ψάλλει, κάνει κάτι πολύ σπουδαίο. Και δεν εκτιμά κανείς αυτόν που
ψάλλει καλά αλλά, αυτόν που είναι Αγιορείτης. Μακάρι να κραυγάζει, να κάνει
παραφωνίες. Είναι καλύτερες αυτές οι Αγιορείτικες παραφωνίες, από τις κοσμικές
αρμονίες. Γιατί όταν ψάλλει ένας Αγιορείτης ψάλτης, δεν ψάλλει αυτό μόνος. Δεν
διατυπώνει μια άποψη δική του με μουσικούς φθόγγους. Φθάνει δι’ αυτού η φωνή
μιας παραδόσεως μακράς και η ελευθερία που του εχάρισε η υπακοή στην παράδοση
αυτή.
Και δεν είναι μόνον οι ψάλτες που ψάλλουν «ξένως». Ψάλλουν και
οι Άγιοι που δεν μιλούν και είναι παρόντες μαζί μας. Ψάλλουν και τα γεροντάκια
τα οποία βρίσκονται εδώ· ο γέροντας μοναχός που σιγά-σιγά έσυρε τα βήματά του
για να ασπασθεί το άγιο λείψανο της Αγίας Αναστασίας.».
Έτσι των αθεάτων τα κάλλη με την παρουσία της προσευχής των
Αγίων και των Αγγέλων, την Θεϊκή μεγαλοπρέπεια της μουσικής, κατεβάζουν τον
ουρανό στη γη και ανεβάζουν τους επί γης αγωνιζομένους πιστούς, με την Χάριν
του Αγίου Πνεύματος εις την χαράν της αιωνίου δόξης, «δια τους μέλλοντας
κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβραίους 1,14).
-«Δεν είναι όλοι οι άγγελοι και οι Άγιοι διαρκή υπηρετικά
διακονικά πνεύματα, που αποστέλλονται να υπηρετήσουν εκείνους που πρόκειται να
κληρονομήσουν την σωτηρία;»
Γιατί
η Εκκλησία δεν χρησιμοποίησε τα μουσικά όργανα μέσα στην λατρευτική της ζωή;
Στο δεύτερο αυτό μέρος της αναφοράς μας στη Βυζαντινή
Εκκλησιαστική Μουσικά εν συγκρίσει με την μουσική της φιλαυτίας, θα δούμε υπό
τύπον ερωταποκρίσεων την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την
κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρώπινης φύσεως, για να
μεταδώσει το νόημα και το γράμμα των κειμένων της ορθοδόξου υμνολογίας, της
λατρευτική ζωής της Εκκλησίας μας και την προσωπική πνευματική μυστηριακή υφή,
ύφος, χροιά. Επέλεξε το καλύτερο από τα υπάρχοντα εκφραστικά μέσα.
Ερώτηση
1η: Τί εχρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία στη
Λατρευτική ζωή της, για να πετύχει τον σκοπό της, που είναι η πνευματική
ανάταση, το προοδευτικό ανέβασμα των εκκλησιαζομένων πιστών, η κοινωνία
Θεώσεως, ενώσεως με τον Θεό;
Απάντηση: Η Ορθόδοξη Εκκλησία εχρησιμοποίησε και
χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα κυρίως την μουσική και τον λόγο σχεδόν ταυτόχρονα με
την αρχή της πορείας της στον κόσμο.
Η Μουσική ως μορφή και σχήμα πολιτισμού προϋπήρχε της Εκκλησίας
και δεν απορρίφθηκε ως μέσον για την επίτευξη του σκοπού της. Εάν σήμερα
θέλουμε να βρούμε την ιδανική για την λατρευτική ζωή μας μουσική ένδυση και
βοήθεια, θα πρέπει να αναζητήσουμε στις αρχές της ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
το σκεπτικό που οδήγησε τους πρώτους υπευθύνους της Θείας Λατρείας της, να χρησιμοποιήσουν
την Μουσική και μάλιστα την Αρχαία Ελληνική Μουσική, απηλλαγμένη από πάθη,
κεκαθαρμένη και μεταμορφωμένη από Αγίους Πατέρες μουσικά κατηρτισμένους όπως
ήσαν οι οικουμενικοί μας Διδάσκαλοι Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας,
Μέγας Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας, Αμβρόσιος, Μεδιολάνων
και Γρηγόριος Διάλογος, Πάπας Ρώμης.
Η Μουσική αυτή ονομάσθηκε Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική, που
είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής και επενδύει από τότε μέχρι
σήμερα τον λόγο και τα κείμενα της ορθοδόξου υμνολογίας της Εκκλησίας,
προκαλώντας την πνευματική ανάταση και το προοδευτικό ανέβασμα των
εκκλησιαζομένων πιστών. Έτσι τους οδηγεί να εντάσσονται στην κοινωνία Θεώσεως,
στην ένωση με τον Τριαδικό Θεό μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι δοκιμασμένη η
αντοχή και η πνευματική ωφέλεια της Βυζαντινής Μουσικής , που αποδίδεται
αποκλειστικά από την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό κλπ. Γι’ αυτό και η Εκκλησία
εχρησιμοποίησε την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την κοινή
κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρώπινης φύσεως, για να πετύχει τον
σκοπό της.
Ερώτηση
2η: Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία εχρησιμοποίησε την ανθρώπινη φωνή,
τον ρυθμό, τον έμμετρο λόγο και την κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της
κοινής ανθρώπινης φύσεως και όχι οτιδήποτε άλλο στην Λατρευτική της ζωή;
Απάντηση: Η Ορθόδοξη Εκκλησία εχρησιμοποίησε τα πιο
πάνω αναφερθέντα μέσα διότι η ανθρώπινη φωνή είναι κοινή σε όλους τους
ανθρώπους, καλλίφωνους και παράφωνους, οι οποίοι με μια κατάλληλη μουσική
παιδεία εμπορούσαν να ψάλλουν ύμνους στους ήχους της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής
που έγινε Βυζαντινή και Εκκλησιαστική, μέσα στις Λατρευτικές Συνάξεις της
Εκκλησίας, πραγματοποιώντας τον σκοπό της ανθρώπινης φύσεως: να συντονίζει με
την μουσική την δοξολογία του Σύμπαντος Κόσμου προς τον Θεό. Σύμφωνα με τον
Άγιο Γρηγόριο Νύσσης κατασκευάσθηκε ο άνθρωπος προς εργασίαν της μουσικής. Δεν
βλέπεις, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος, ότι η κατασκευή του ανθρωπίνου στόματος είναι
τέτοια ώστε να αποδίδεται με την μουσική η δοξολογία του Σύμπαντος Κόσμου προς
τον Θεό;
Όμως μπορούμε να εξετάσουμε και τις αισθήσεις του ανθρώπου: Την
αφή, την ακοή, την όραση, την γεύση, την όσφρηση. Το έμβρυο μόλις συλληφθεί τι
αντιλαμβάνεται πρώτα από όλα; Η πρώτη του αίσθηση που αναπτύσσεται είναι η
ακοή. Τί ακούει; Ακούει την καρδιά της μητέρας του και αυτά που ερεθίζουν τις
αισθήσεις της μητέρας του. Αυτά επηρεάζουν και την όλη πρόοδο της εγκυμοσύνης
και την λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητας του εμβρύου. Ακούει το έμβρυο
τον ρυθμό της καρδιάς της μητέρας του, ντουκ-ντουκ.
Ποια σχέση έχει ο ρυθμός με τον άνθρωπο; Από τα πρώτα βήματα
αναπτύξεως του εμβρύου, αναγνωρίζουμε ως άνθρωποι στον εύρυθμο κτύπο της
καρδίας του έτερου σώματος που ανήκει στην μητέρα του, την ίδια του την ζωή,
συμμετέχει στον ρυθμό της ζωής ή η συμμετοχή σε αυτόν τον ρυθμό της ζωής είναι
η ίδια η ζωή και κάθε αρρυθμία σημαίνει θάνατος και για την μητέρα και για το
έμβρυο. Όπως στο έμβρυο η συμμετοχή, η συνύπαρξη, ο συντονισμός στον ρυθμό του
ετέρου σώματος που ανήκει στην μητέρα του, είναι επιβεβλημένη και σημαίνει ζωή,
έτσι και υπενθυμίζει (ξυπνά μνήμες) ότι μόνο με την συμμετοχή στον ζωντανό
οργανισμό της Εκκλησίας ωριμάζει, αναπτύσσεται πνευματικά και γεννιέται στην
όντως ζωή.
Αν η μητέρα ψάλλει ή τραγουδά, είναι ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη,
αυτά τα ακούει και τα αισθάνεται το έμβρυο. Είναι σχέση προσωπική, οντολογική,
μουσική έλλογη και με λογική ρυθμική προσωδιακή σχέση προετοιμάζεται το έμβρυο
να μεταβεί από την σκοτεινή μήτρα στον φωτεινό κόσμο της ανθρώπινης κοινωνίας,
που περιμένει το έμβρυο μετά από εννιά μήνες κυοφορία: Μεταβαίνει από το
σκοτάδι στο φως, από την σκλαβιά του περιορισμού στην ελεύθερη ζωή. Και όταν
γεννηθεί το παιδί, το πρώτο που κάνει είναι να εκδηλωθεί με τη φωνή του. Κλαίει
γοερά, δείγμα ότι γεννήθηκε άνθρωπος. Προκαλεί δάκρυα χαράς στη μητέρα του, που
είναι τώρα και στο εξής η τροφός, η χαρά, η λύπη, η τρυφερότητα, η αγάπη, η
πρώτη παρηγορία του νεογέννητου βρέφους.
Γιατί τα λέμε
αυτά; Διότι ο άνθρωπος μέσα στην εκκλησία είναι σαν το έμβρυο στη μήτρα της
μητέρας του.
(Μιλάμε πάντα για τους ανθρώπους που θέλουν να σωθούν δια της
Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία.). Οι αγωνιζόμενοι Χριστιανοί και οι κατηχούμενοι
γίνονται ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας κοινά πράγματα σε όλους
τους ανθρώπους: Τον ήχο, την ακοή, την ανθρώπινη φωνή, τον ρυθμό, τον έμμετρο
λόγο και την κοινή κλίμακα μουσικών συχνοτήτων της κοινής ανθρώπινης φύσεως,
αυξάνοντας πνευματικά, κυοφορούμενοι μέσα στην μήτρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
λύνοντας ο καθένας τα προβλήματα του, νοιώθοντας τις χαρές, τις λύπες;, την
τρυφερότητα, την αγάπη ή το μίσος, την ταραχή ή την ειρήνη. Και μέσα από το
σκοτάδι του θανάτου μεταβαίνουν στο άκτιστο Φως του Χριστού, που είναι το
Αρχέτυπο του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένου ανθρώπου.
Ερώτηση
3η: Τί συμβαίνει τώρα με τα μουσικά όργανα; Γιατί η Ορθόδοξη
Εκκλησία δεν τα εχρησιμοποίησε μέσα στην Λατρευτική της ζωή;
Απάντηση: Τα μουσικά όργανα έχουν δικό τους ήχο το
καθένα, που κατά πλειοψηφία δεν ταιριάζει με τις ανθρώπινες φωνές, ακοές,
ήχους. Έχουν δικό τους ρυθμό, μεγάλες κλίμακες, υψίτονες και βαρύτονες, που δεν
μπορεί η οποιαδήποτε ανθρώπινη φωνή να αποδώσει. (Υποτάσσονται στα μουσικά
όργανα, στο ρυθμό και στην μουσικά τους οι ανθρώπινες φωνές, όταν συνεργάζονται
με ορχήστρες, σε μουσικές εκδηλώσεις.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί το κοινό σε όλους τους
ανθρώπους και αναγνωρίσιμο από όλους σε όλες τις εποχές μουσικό όργανο, την
ανθρώπινη φωνή. Στις συχνότητες της ανθρώπινης φωνής αναγνωρίζουμε όλες τις
μνήμες που από μικρά παιδιά έχουμε ζήσει, την παρηγορία, την χαρά, την λύπη της
φωνής της μητέρας μας, μνήμες της βρεφικής ηλικίας, στοργής, θαλπωρής,
ασφάλειας κλπ., που ενοιώθαμε στην αγκαλιά της μητέρας μας. Τις συχνότητες
αυτές τις εκάναμε μουσική κλίμακα, τις εχρησιμοποιήσαμε στην Θεία Λατρεία,
ζούμε την ασφάλεια, την θαλπωρή, την αγάπη, την στοργή της αγκαλιάς της Μητέρας
Εκκλησίας μας.
«Οι αγιορείτες ψάλλουν χαρμολυπητικώς»
Ερώτηση
4η: Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του Αγιορείτικου ύφους ψαλμωδίας
των Αγιορειτών ψαλτών και δη των παλαιοτέρων γονέων;
Απάντηση: Ο Αγιορείτης ψάλτης, ο ψάλτης της
χαρμολύπης, φέροντας την κληρονομιά αιώνων μουσικής παραδόσεως, δεν αποκλίνει
καθόλου από τον στόχο του, που είναι να νοιώθει ο ίδιος και ο πιστός
χριστιανός, μοναχός και λαϊκός, ενεργός μέλος του ζωντανού οργανισμού της
Μητέρας Εκκλησίας μας.
Οι αποκλίνοντες σήμερα αποδίδουν μουσικά, μία άποψη δική τους,
κάνουν το δικό τους θέλημα. Προσπαθούν να μιμηθούν τους κοσμικούς τραγουδιστές
είτε ψάλλοντας κανταδόρικα δυτικίζοντας, είτε ψάλλοντας αμανέδες
μουσουλμανικούς, είτε ψάλλοντας παραδοσιακά κομμάτια Βυζαντινής Μουσικής χωρίς
χαρμολύπη, που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Αγιορειτικού ύφους
ψαλμωδίας.
Οι
Αγιορείτες ψάλτες μάλλον χαρμολυπητικώς (με χαρμολύπη), διότι λυπούνται για τις
αμαρτίες τους από την μια αλλά, συγχρόνως χαίρονται, διότι ο Αναστάς Κύριος
Ιησούς Χριστός μας συγχώρεσε και εξάλειψε όλες τις αμαρτίες του ανθρωπίνου
γένους.
Ψάλλουν χαρμολυπητικώς επίσης, διότι ενώ ο Χριστός
επαναπροσανατόλισε και συνέδεσε την όλη ανθρώπινη φύση και την κτιστή
Δημιουργία με τον εαυτό Του δια της Σταυρικής θυσίας, της Αναστάσεως και της
Αναλήψεως Του στον Ουρανό***, δεν θα σωθούν όλοι οι άνθρωποι, διότι δε θα
θελήσουν. Χαίρονται οι άνθρωποι, διότι ο Αναστάς και Αναληφθείς Κύριός
μας αγαπά όλους τους ανθρώπους εξ’ ίσου, χωρίς προσωποληψίες, δίδει σε όλους
άπειρες ευκαιρίες μετανοίας, επιστροφής στο πατρικό σπίτι, που είναι η Ορθόδοξη
Εκκλησία, θεραπεύει την αρρωστημένη ανθρώπινη φύση με τα Θεία Μυστήρια και την
χορηγία αρετών και ασκητικού-μαρτυρικού φρονήματος, όπως χορηγεί σε μας αφειδώλευτα
και πλουσιοπάροχα την άπειρη, ατελεύτητη, άναρχη κατά φύσιν ελευθερία, αλήθεια
και αγάπη Του, για να γίνει η κτιστή, πεπερασμένη και αρχούμενη ελευθερία του
ανθρωπίνου γένους ό,τι είναι η Θεϊκή ελευθερία, αλήθεια και αγάπη, όχι κατά
φύσιν αλλά, κατά χάριν. Λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι: «Ο άνθρωπος
μπορεί να γίνει εκείνο που είναι ο Τριαδικός Θεός, πλην της κατ’ ουσίαν
ταυτότητος.».
Οι Αγιορείτες ψάλτες ψάλλουν με ρυθμό, τάξη και αρμονία.
Θεολογούν μουσικά και ψάλλουν Θεολογικά. Παραμένουν πιστοί στην Παράδοση και
νοιώθουν εσωτερική ελευθερία και αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο.
Ερώτηση 5η: Γιατί στα
ιεραποστολικά μας κλιμάκια ανά τον κόσμο διδάσκεται η Βυζαντινή Μουσική, που
είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσική; Αφού οι Αφρικανοί, οι Ασιάτες, οι
Ευρωπαίοι, ακόμη και οι ορθόδοξοι Ανατολικοευρωπαίοι Σλάβοι και Ανατολίτες
Άραβες έχουν δική τους μουσική παράδοση, πώς εμείς οι Ορθόδοξοι θέλουμε να τους
επιβάλουμε με το ζόρι την δική μας μουσική παράδοση; Μήπως είμαστε, με μια
λέξη, ιμπεριαλιστές;
Απάντηση: οι Ορθόδοξοι Έλληνες ιεραπόστολοι ανά τον
κόσμο δεν είναι ιμπεριαλιστές. Εφαρμόζουν το Κυριακό λόγιο: «Πορευθέντες ουν
μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην
υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας εώς της συντέλειας του
αιώνος. Αμήν.» (Ματθ. 28, 19-20). Σκοπός των Ελληνορθοδόξων ιεραποστόλων μας
είναι να ευαγγελισθούν τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό πρώτα (και όχι το κράτος της
Ελληνικής Δημοκρατίας) και δεύτερον τον Ελληνισμός ως γλώσσα, ιστορία, πολιτική
και τέχνη, φιλοσοφία και πολιτισμό όπως αγιάσθηκε από την Ορθοδοξία, ως αγία
Ρωμιοσύνη. Διότι η Ρωμιοσύνη είναι συνδυασμός Ρωμαϊκής Διοικήσεως, Ελληνικής
Παιδείας και Ορθοδόξου Πίστεως που κρατάει μέχρι σήμερα τα σκήπτρα στο
πνευματικό ύψος του παγκοσμίου γίγνεσθαι, εξελίξεως, επιστήμης και φιλοσοφίας
κλπ.
Η
Ελληνορθόδοξη Παράδοση είναι συγκερασμός διαφόρων πολιτισμών. Ο ανθρώπινος
πολιτισμός είναι ενιαίος. Οι ιδιαιτερότητες της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως
ενσωματώθηκαν διακριτικά, χωρίς στανική επιβολή στους διαφόρους λαούς. Κάθε
λαός, κάθε πολιτισμός έχει βάλει ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα του παγκοσμίου
διαχρονικού πολιτισμού. Κανένας πολιτισμός με τις ιδιαιτερότητές του (π.χ.:
γλωσσικές, εθνικές, θρησκευτικές) εξ’ ορισμού δεν επιβάλλεται, ούτε έρχεται να
καταργήσει τους υπάρχοντες πολιτισμούς. Ο πολιτισμικός ρατσισμός αποκλείεται.
Βέβαια μέσα στην ιστορία παρατηρήθηκαν στανικές επιβολές και
πειθαναγκασμοί από ορισμένους λαούς του δικούς τους πολιτισμού σε άλλους λαούς,
όπως π.χ.: ο Καρλομάγγος επέβαλε τον φραγκικό πολιτισμό στην Δυτική Ευρώπη και
ο μουσουλμανικός πολιτισμός επεβλήθει στην Μέση Ανατολή, Βόρειο Αφρική και Ασία
δια πυρός και σιδήρου. Οι Έλληνες και προ και μετά Χριστόν, ΠΟΤΕ ΜΑ ΠΟΤΕ
δεν επέβαλαν στανικά ή διά πυρός και σιδήρου τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία,
όπου και αν επήγαν να εγκατασταθούν ή να κηρύξουν τον Χριστό και τον Ελληνισμό.
Αυτή είναι η αντικειμενική ιστορική αλήθεια, που την δέχονται όλοι οι
καλοπροαίρετοι άνθρωποι της γης παλαιότερα και σήμερα.
Οι Ελληνορθόδοξοι ιεραπόστολοί μας μεταδίδουν την θεωρία και
εμπειρία (2000) δύο χιλιάδων χρόνων Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως και αν θέλουν οι
λαοί της γης τα δέχονται ή τα απορρίπτουν ελεύθερα και αβίαστα, χωρίς
εξαναγκασμό και προπαγάνδα, πλύση εγκεφάλου και παραπληροφόρηση.
Αν
θέλουν, μπορούν μπολιάζοντας την Ελληνορθόδοξη Παράδοση, άρα και την Βυζαντινή
Μουσική Παράδοση, στην δική τους εθνική ή τοπική Παράδοση, να πετύχουν την
Θέωση, την σύζευξη και κριτική αφομοίωση εκείνων των στοιχείων που είναι
πανανθρώπινα, πανορθόδοξα και παγκόσμια. Άλλωστε πιστεύουμε εις Μίαν, Αγίαν,
Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Τί σημαίνει «Καθολικήν Εκκλησίαν»;
Σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ιδρύθηκε για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, όσοι
θέλουν, αν θέλουν. Σημαίνει ότι είναι πλήρης αληθείας, σωτηρίας, Θεώσεως,
ελευθερίας, χάριτος και αγάπης. Σημαίνει ότι περιλαμβάνει όλον τον Τριαδικό Θεό
και όλη την ανθρώπινη φύση και όλη την Δημιουργία-Κτίση στους κόλπους της.
Επομένως, επαναλαμβάνουμε πως οι ανά τον κόσμο Ελληνορθόδοξοι
ιεραπόστολοι δεν είναι ιμπεριαλιστές αλλά, αντιαποικιοκράτες,
αντιιμπεριαλιστές, διάκονοι, λειτουργοί της αγάπης, της θυσίας, του Σταυρού και
της Αναστάσεως του Χριστού και θεράποντες υπηρέτες των λαών όπου εργάζονται
χωρίς ιδιοτέλεια, συμφέρον, υστεροβουλία, χωρίς επεκτατικές βλέψεις.
Ενώ, γενικά όλοι σχεδόν οι ιεραπόστολοι της Δυτικής Ευρώπης
συμπεριεφέρθησαν ιμπεριαλιστικά και αποικιοκρατικά όπου και αν επήγαν να
κηρύξουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Αυτό το λέμε, διότι όλοι το ξέρουν και είναι
η πραγματικότητα, δεν έχουμε μίσος ή εμπάθεια ή προκατάληψη ή διάθεση μειώσεως
του έναντί μας. Αυτό συντόμως μου είπε ένας Κενυάτης ιερομόναχος ορθόδοξος
κάποτε, όταν συζητούσαμε το θέμα της ιεραποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην
Αφρική και Ασία: -«Όταν ήλθαν στην Αφρική οι δυτικοευρωπαίοι λευκοί
ιεραπόστολοι, αυτοί είχαν το Ευαγγέλιο του Χριστού και εμείς είχαμε την γη μας.
Μετά από λίγα χρόνια παρουσία τους στην Αφρική μέχρι σήμερα, εμείς αποκτήσαμε
το Ευαγγέλιο του Χριστού και αυτοί απέκτησαν την γη μας.
(*)φιλαυτία = εμπαθής αγάπη του εαυτού ως αυτοπροβολή.
(**)
μουσικό κράτημα. Νανούρισμα που έκανε η Παναγία στον Χριστό όταν ήταν μωρό,
μικρός.
(***) Εννοείται εδώ ότι ο Θεός Λόγος
προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, και τας αμαρτίας από την Θεοτόκο Παρθένο
Μαρία και την εθέωσε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Προοίμιον εις την
ερμηνείας των ψαλμών του Αγίου προφητάνακτος Δαϋίδ(PG44).
2. Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, καθηγουμένου ιεράς
Μονής Σταυρονικήτα και μετά Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους, Αββάς Ισαάκ ο
Σύρος, ένα πλησίασμα τον κόσμο του, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983, σελ. 27-31.
3. «Σκοπός και έργο του ανθρώπου δεν είναι να
αγνοεί την υλική φύση του αλλά, να προσπαθεί και να αγωνίζεται, ώστε να
χρησιμοποιεί το σώμα του ως ανεκτίμητο δώρο Θεού. Ο άνθρωπος βρίσκεται μεθόριος
ανάμεσα στον υλικό και τον άυλο κόσμο. Κι επειδή μετέχει ταυτόχρονα και στους
δύο, αποτελεί την γέφυρα και το σημείο επαφής για όλη την δημιουργία του Θεού.
Έτσι η ανθρώπινη φύση, επειδή είναι σύνθετη, από ύλη και πνεύμα, κατέχει
μεγαλύτερες δυνατότητες και από αυτή την φύση των αγγέλων. Τρεις αιώνες
αργότερα αυτή ακριβώς η θέση θα βρει την τελειότερη διατύπωση και ανάπτυξη της
στην διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, που όχι μόνο δεν θεωρεί τον άνθρωπο
κατώτερο από τους αγγέλους, γιατί είναι ασύμμεικτος από ύλη και πνεύμα – ενώ
εκείνοι είναι «αμιγή» πνεύματα – αλλά, φθάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι ο
άνθρωπος με το σώμα του καθίσταται ανώτερος από τους αγγέλους.». (Ανέστη
Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Σπουδή στον Άγιο Συμεών τον Νέο
Θεολόγο, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. 64). Βλέπε επίσης και τα εξής: «Μόνοι γαρ
ημείς των κτισμάτων απάντων προς τω νοερώ και λογικώ το αποθητικό
έχομεν.»(Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Κεφαλαία φυσικά, Θεολογικά κλπ. Γ’, PG 150,
1165 C. -Βλέπε ακόμη ενδεικτικά για το θέμα αυτό στην προηγούμενη πατερική
παράδοση: « Αρεοπαγίτικα συγγράμματα, περί θείων ονομάτων 4, 27 , PG 45, 12
33C. Του ίδιου, περί κατασκευής του ανθρώπου 29, 3 PG 44, 236B: «Ως μήτε ψυχήν
προ του σώματος, μήτε χωρίς ψυχής το σώμα αληθές είναι λέγειν αλλά μίαν
αμφοτέρων αρχήν, κατά μεν τον υψηλότερον λόγον, εν τω πρώτω του Θεού βουλήματι
καταβληθείσαν , κατά δε το έτερον, εν ταις της γενέσεως αφορμαίς
συνισταμένην.». – Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής Ορθοδόξου πίστεως 1, 13,
PG94, 853A.
4. Φωτίου Κόντογλου, «Σημείον Μέγα», βίος των
Αγίων Νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι.
5. Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
Μήνας Ιούνιος, ημέρα ενδεκάτη.
6. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον θερούμενον, εκδ.
Εποπτεία, Αθήνα 1979, σελ. 8.
7. Απόσπασμα ομιλίας του π. Βασιλείου Γοντικάκη,
τότε καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, στην πανήγυρη της Αγίας
Αναστασίας της Ρωμαίας, τρίτης προστάτιδος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου
Όρους την 29η – 10 – 1977, περιοδικόν «Όσιος Γρηγόριος», αρ. 3,
1978, σελ. 20.
8. Εβραίους 1, 14. Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια,
Αρχιμ. Τιμοθέου Κιλίφη, Επιστολές Παύλου και επτά Καθολικές και Αποκάλυψη
Ιωάννου, τόμος Β’, 2η έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 741.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου