Ὁ πατήρ Βλάσιος ὁ Βιγλιώτης
(Χατζηκυριάκου Βασίλειος τοῦ Στεργίου καὶ Μαρίας, ἐξ Ἑπτακώμης Ἀμμοχώστου
Κύπρου, γένν. 1958, προσέλ. στὴν Μεγίστη Λαύρα 1980, κουρᾶ 1981), καθ’ ὅλα τὰ
ἔτη τῆς ἐν Λαύρᾳ θητείας του ἦταν φιλακόλουθος, σοβαρὸς καὶ λιγομίλητος, πιστὸς
δὲ καὶ ἀκριβὴς ἐκτελεστὴς τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ ἀπαιτοῦσαν τὰ διακονήματά του.
Γύρω στὰ 1990 ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Κοινοβίασε στὴν Μονὴ
Σταυροβουνίου καὶ ἀσκούμενος ἐπ’ ἀρκετὸ ὡς ἁπλοῦς μοναχὸς εὕρισκε καὶ τὴν
εὐκαιρία νὰ ἐγκύπτῃ καὶ μελετᾷ τὰ τῆς ἱστορίας τοῦ ἐντοπίου μοναχισμοῦ,
ἰδιαίτατα δὲ τὰ ἀφορῶντα τὴν βιοτὴ ἑνὸς ἑκάστου τῶν πολλῶν κατὰ μόνας
ἀσκητευσάντων ὁσίων.
Τοῦ πέρασαν ὅμως οἱ λογισμοὶ τῆς
κατὰ σάρκα πατριδονοσταλγίας καὶ τὸν κέρδισαν οἱ τοιοῦτοι τῆς δευτέρας, τῆς
κατὰ πνεῦμα καὶ ψυχικὴ ἀναγέννηση πατρίδος ὅλων μας, ἤτοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν
ὁρίων τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἐπὶ τὸ ἀποκλειστικώτερο οἱ τῶν ἐνδιαιτημάτων τῆς
Βίγλας.
Ἄφησε, λοιπόν, γιὰ δεύτερη φορὰ πίσω τοὺς οἰκείους καὶ οἰκεῖα καὶ σὲ
ἔκπληξή μας, νἄτος καὶ πάλι στὰ καθ’ ἡμᾶς καὶ ἔγκλειστος στὰ χαλάσματα τῆς
Καλύβης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
Θαῦμα τῶν Ἁγίων ποὺ στεκόταν ἀκόμα
ὄρθιος ὁ πολὺ πρωτότυπα δομημένος κουμπελίδικος ναΐσκος των, μολονότι ἀπὸ
ὁλοῦθε ἔμπαζε ἀέρα καὶ βρόχινα νερά. Ἐρειπιοσωρὸς θλίψεως καὶ πόνου πρόξενος τὸ
ὑπόλοιπο σπίτι, δηλαδὴ ὁ ἐλάχιστος πρὸ τοῦ ἐκκλησιδίο χῶρος, τὸ ταπεινὸ
δωματιάκι καὶ τὸ συνεχόμενο στέγαστρο· ξυλαποθήκη, κελλάρι, δοχειό, μαγειρειό,
τραπεζαρία, ὅλα μαζί.
Τὸ πῶς ζοῦσε ἐκεῖ μέσα ἀφ’ ἧς
ἐπανέκαμψε καὶ μέχρις ἐνάρξεως τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν, δικό του θέμα καὶ
μέλημα καὶ τοῦ Θεοῦ στοργὴ καὶ πρόνοια.
Τὸν πλησίασε ὁ πατὴρ Βασίλειος,
προηγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας, γιὰ προϊδεασμὸ καὶ γιὰ τὸ ἀναγκαῖο τῆς
μεταστεγάσεώς του ἀλλοῦ, ἀφοῦ μὲ ἀπόφαση τῆς Μονῆς κατέφθανε ἐργολήπτης μὲ
συνεργεῖο, καὶ ὁσονούπω θὰ ἄρχιζαν οἱ ἐργασίες πρὸς διάσωση τοῦ ναΐσκου ἀπὶ
διαφαινόμενη πλέον κατάῤῥευση καὶ πρὸς ἀνακατασκευὴ τοῦ διαλελυμένου
προσκτίσματος ὅπως ἀκριβῶς εἶχε πρωτύτερα. Τὸν διαβεβαίωσε δὲ ὅτι, ἀφοῦ
εὐλαβεῖτο τόσο πολὺ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὸ ἐρημικὸ καὶ
ἡσύχιο τῆς Καλύβης, αὐτὴ θὰ ἐλογίζετο πάντοτε δική του καὶ ἑπομένως μόλις
ἀπεπερατοῦντο οἱ ἐργασίες εἶχε τὸ ἐλεύθερο καὶ τὴν εὐλογία, ἄνευ ἄλλης τινὸς
διατυπώσεως, νὰ ἐπιστρέψει καὶ ἐπανεγκατεσταθῆ, ἐν ἀκινδυνότητι πλέον καὶ
πλήρει ἀσφαλείᾳ.
Ἐκεῖνος, πῆρε τὰ λιγοστὰ
πραγματάκια του καί, ἀντὶ ὅπως νομίσαμε, νὰ ἐπιστρέψει προσωρινῶς στὴν Λαύρα,
τρύπωσε στὴν καλύβα-παράπηγμα ποὺ εἶχε στεριώσει λίγο πιὸ δῶθε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν
σκαλοπατιῶν τῆς Σπηλιᾶς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ μείνει ἐπ’ ἀρκετὰ χρόνια ὁ τὸ
1987 μετακομίσας στὸ τῆς περιφέρειας Μορφονοῦς, ἐπ’ ὀνόματι τῆς Γεννήσεως τῆς
Θεοτόκου σεμνυνόμενο Κελλὶ τῆς Τουρλωτῆς, Γέρων Ησαΐας.
Ἔχασκε καὶ τούτη ὁλοῦθε, γιατὶ τὸ
προσπερασμένο καλοκαίρι ἔμειναν αὐθαιρέτως ἐμπερίστατοι Ἀλβανοί, τῇδε κακεῖσε
ὑποαπασχολούμενοι, οἱ ὁποῖοι ἀναχωρήσαντες γιὰ ἀλλοῦ ἀφῆκαν ὁλάνοιχτα τὰ
παράθυρά της καὶ ἔτσι ἔδωκαν τὴν εὐκαιρία στὸν ἐπελθόντα χειμῶνα νὰ ἐξαφανίσει
καὶ τὴν πόρτα.
Δυσθύμησε ὅμως σύντομα, γιατὶ ἀπὸ
τὴν ἑπομένη κιόλας τῆς μετακομίσεώς του ἄκουσε καὶ εἶδε τὴν μπουλντόζα νὰ
ἀργοκατεβαίνει τὴν πλαγιά, παραμερίζοντας ἢ ἐσκάπτοντας ὅσα ἐμπόδια εὕρισκε στὸ
διάβα της.
Κάποτε, τὸ 2001, τὸ ἔργο τελείωσε
καὶ ὁ πατὴρ Βασίλειος εἰδοποίησε τὸν πατέρα Βλάσιο ὅτι τὸ σπίτι ἦταν
ἑτοιμοπαράδοτο καὶ τὸ κλειδὶ στὴν πρώτη ζήτηση του.
Θέλησε πρῶτα νὰ τὸ ἐπιθεωρήσει.
Σκίρτησε ἡ ψυχή του καὶ δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτήρια ἀναστέγαση τοῦ ναΐσκου
καὶ γιὰ τὸν κατὰ τὶς ἐπισκευὲς ἀπόλυτο σεβασμὸ ὅλων τῶν ἔξω καὶ ἔσω παμπαλαίων
χαρακτηριστικῶν καὶ ἰδιαιτεροτήτων του. Ὕστερα περιῆλθε τοὺς ἄλλους, τοὺς ἐξ
ὑπαρχῆς κτισθέντας χώρους· καὶ ἐνῶ οἱ παριστάμενοι ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τοῦ εὐχηθοῦν
καλορίζικο καὶ καλὴ προκοπή, ἀπόρησαν γιὰ τὴν ἀπότομη βουβαμάρα καὶ τὴν
σκυθρωπότητα τοῦ προσώπου του. Αὐτὸ ἦταν. Τοὺς χαιρέτισε ὅλους καὶ πῆρε τὸ
μονοπάτι γιὰ τὸ «παλατάκι» του, ὅπως περιπαικτικὰ ἀποκαλοῦσαν κάποιοι τὴν ὡς
ἀνωτέρω λαμαρινοπαράγγα ἀπὸ ὅπου φρόντισε νὰ διαμηνύσει στὸν πατέρα Βασίλειο
ὅτι δὲν σκόπευε νὰ ἐγκατασταθῆ στὴν Καλύβα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Συμπέρανα τὸ γιατί, ἀλλὰ ἤθελα νὰ
δῶ τὰ πράγματα ἀπὸ πολὺ κοντά. Ἔμεινα καὶ ἐγὼ ἔκπληκτος. Δωμάτιο μὲ
διπλοχρωμίες στὰ διαζώματα, μὲ λευκοκατάστιλπνες τὶς ἐπιφάνειες τῆς ὀροφῆς καὶ
τῶν τοίχων, καὶ μὲ μία ὡραιόσχημη κτιστὴ θερμάστρα στὴν νότια πλευρά, ἐγγυώμενη
σωματοχαλαρωτικὴ ζεστασιὰ καὶ ἐκ τῶν προτέρων ἐνεχόμενη γιὰ μελλούμενες
καταστάσης ἀκηδίας καὶ ῥεμβοραστώνης τοῦ ἐνοίκου ἀσκητοῦ στὰ παγερὰ
χειμωνιάτικα νυχθήμερα. Ἠλεκτρογεννήτρια κάπου ἀπόμερα· σύγχρονοι διακόπτες
ἐπιμελέστατα ἐντοιχισμένοι, λαμπτῆρες καὶ φωτιστικὰ κρεμάμενα κατακέφαλά μας
καὶ πίνακας διανομῶν καὶ ἀσφαλειῶν ῥεύματος κατάντικρυ ἀσυνήθως προκλητικὸς γιὰ
βλέμματα ἁγιορείτικα. Καὶ θερμοσίφωνας, παρακαλῶ, παρέκει, καὶ καμπινὲς μὲ ὅλα
τὰ χρειώδη, καὶ κουζίνα μὲ πλακάκια καὶ ντουλάπια καὶ ἀνοξείδωτο νεροχύτη.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ πατὴρ Βλάσιος, μὴ
δυνάμενος νὰ ὑποφέρει περαιτέρω τὸ ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Καλύβα ἀδιάκοπο πέρασμα τῶν
πρὸς τὴν Σπηλιὰ κατεθυνομένων προσκυνητῶν, προτοῦ κἂν μᾶς ἀποχαιρετίσει ἡ
βαρυχειμωνιά, διάλεξε τόπο μετεγκαταστάσεως καὶ ἐπιδόθηκε σὲ κατασκευὴ Καλύβας
ἐξ ὑπαρχῆς. Μία Παρασκευὴ ἀπόβραδο, ποὺ ἦρθε στὸ Μοναστήρι, βρῆκα τὴν εὐκαιρία
καὶ τὸν προκάλεσα νὰ συζητήσουυμε τὸ γιατὶ δὲν ἐπέστρεψε στὸ Ἡσυχαστήριο τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν.
-Δὲν μποροῦσα νὰ ζήσω πλέον ἐκεῖ,
δέσποτα. Ἔχω ἀγριέψει. Δὲν εἶναι αὐτὰ γιὰ ἐμένα. Ἀναπαύομαι ἀλλοιῶς. Καλλίτερα
νὰ δοθῆ σὲ κανέναν εὐγενῆ καὶ καλομαθημένο Θεσσαλονικιὸ ἢ Ἀθηναῖο. Θὰ εἶναι στὰ
μέτρα του καὶ σὺν Θεῷ θὰ προκόψει.
-Καὶ μὲ τί καταγίνεσαι;
-2Χ2 εἶναι, Γέροντα, ἐκεῖνο ποὺ
βλέπατε. Νόμιζα πὼς μὲ βόλευε. Ἀλλὰ ὁ τρελοβοριᾶς, ποὺ ἐπὶ ἡμέρες
φυσομανοῦσε τελευταῖα, μὲ ταλαιπώρησε καὶ μὲ φόβισε πολύ. Τὸ ταρακουνοῦσε
ὁλόκληρο, ποὺ πίστεψα πὼς θὰ τὸ ξεσήκωνε. Τούτη ἡ ἐμπειρία μὲ ἀνάγκασε νὰ
κατασκευάσω ἄλλο στὴν πρὸς τὰ ἀπὸ ἐδῶ ἐντελῶς ἀπάνεμη πλαγιά, κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ
τὸ ἰσιάδι τοῦ Ἁγίου Φανουρίου. Αὐτὸ οὔτε νὰ τὸ ἀγγίζει δὲν μπορεῖ ὁ κακόκαιρος.
Εἶνα διπλάσιο περίπου τὸ μέγεθός του, καὶ τὸ στέριωσα προσεχτικώτερα. Θὰ ἔχω
βέβαια πολλὴ ζέστη τὸ καλοκαίρι. Ἀλλὰ τὴν προτιμῶ ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο χάλι. Τὰ
χοντρόξυλα τοῦ σκελετοῦ μοῦ τὰ χάρισαν, τσιγκολαμαρίνες, σανίδια καὶ ἄλλα
χρειαζούμενα μοῦ ἔδωκαν ἄλλοι γνωστοὶ καὶ φίλοι. Δὲν εἶναι πολὺ ψηλό. Νά,
καμμία πιθαμὴ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου τὸ ταβάνι. Τί νὰ τὸ κάνω τὸ περισσότερο;
Ἀντὶ γιὰ παράθυρα, ἔχω καρφώσει νάϋλον, θὰ τὰ βγάλω μόλις καλοκαιριάσει. Μὲ
δυσκόλεψε βέβαια τὸ ἔδαφος. Ἔκοψα τὰ πουρνάρια, ξεπάτωσα τὶς ῥίζες καὶ ἴσιωσα
τὸ μέρος. Τώρα ἐκχερσώνω τὰ ἐμπρός, γιὰ αὐλίτσα καὶ κηπάκι. Νερὸ παίρνω μὲ
λάστιχο ἀπὸ τὸ μερτικὸ τοῦ Ἁγίου Φανουρίου.
-Καὶ μὲ τὸ κρύο πῶς τὰ πᾶς; Ἔχεις
σόμπα;
- ... (σιωπή)
ἐπισκόπου Ῥοδοστόλου Χρυσοστόμου:
ᾨδὴ στὰ ἀμάραντα, στὸν Ἄθωνα, ἔκδοσις Ἱερᾶς Καλύβης Ἁγίων Πάντων Μεγίστης
Λαύρας, Ἅγιον Ὄρος, 2004)
την ευχη του να εχουμε , αξιος ασκητης κ ταπεινος ερημητης, ο Π.Βλασιος , Αμην!
ΑπάντησηΔιαγραφή