Γύρω στὰ 1900, ὅταν τὸ Σεράϊ ἦταν
στὴν ἀκμή του καὶ οἱ μοναχοί του περίπου 800, ὁ Δικαῖος καὶ ἡ Γεροντία του, εἴτε
μὲ ἐξαπατήσεις ἀφελῶν εἴτε ἀντὶ πολλῶν χρημάτων, ἐπεδίωκαν νὰ πλουτίσουν –καὶ τὸ
κατώρθωσαν- τὴν Βιβλιοθήκη τους μὲ σπάνια χειρόγραφα καὶ παλαιὰ βιβλία καὶ τὸν
ναό τους μὲ ἅγια λείψανα καὶ ἄλλα ἱερὰ ἀντικείμενα.
Στὴν τακτικὴ καὶ τὴν μεθοδολογία
τους αὐτὴ τόλμησαν νὰ μετέλθουν δόλο καὶ ἀπάτη γιὰ νὰ σφετερισθοῦν ἀσεβέστατα τὸ
ἱερώτατο κειμήλιο τοῦ Πρωτάτου καὶ τοῦ Κέντρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δηλαδὴ τὴν
θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ἄξιόν Ἐστι.
Κατὰ τὴν λιτανεία τῆς Εἰκόνος, τὴν
Δευτέρα τοῦ Πάσχα, γινόταν στάση στὸν Σταυρὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Παρακάλεσαν ὅμως
οἱ Ῥώσσοι πολὺ καὶ ἐπέτυχαν νὰ μπαίνει ἡ Εἰκόνα καὶ νὰ ἐνθρονίζεται στὸ μέσον
τοῦ ναοῦ, καὶ ὧρες κρατοῦσε τὸ προσκύνημά της ἀπὸ τὴν χιλιάδα τῶν μοναχῶν καὶ τῶν
ἐργαζομένων, ὅπως μᾶς διηγοῦντο οἱ ὑπέργηροι πνευματικοὶ παπποῦδές μας.
Τούτη λοιπὸν τὴν εὐκαιρία μὲ μεγάλη
προσοχὴ καὶ μυστικότητα σχεδίασαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν οἱ Σεραγιῶτες. Γι’ αὐτὸ
κατ’ ἐκείνη τὴν ἐπέτειο ἔγιναν εὐγενεῖς μέχρι φορτικότητος στὸ νὰ ἀνεβοῦν οἱ
τουρκικὲς τοπικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία καὶ ὅσοι ἄλλοι θὰ ἤθεαν στὰ
τεράστια συνοδικά δώματα καὶ τὰ ἀρχονταρίκια τους γιὰ κέρασμα καὶ γιὰ ὀλιγόλεπτη
ξεκούραση. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε.
Οἱ μεμυημένοι ὅμως καὶ ἐντεταλμένοι
νὰ ἐφαρμόσουν τὸ ἀνίερο σχέδιο καιροφυλακτοῦσαν, ἔχοντες κρυμμένο κἄπου ἐκεῖ
πλησίον τὸ κατὰ πάντα ἀκριβὲς ἀντίγραφο τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος, πού, ποιός
ξέρει ἀπὸ πόσο καιρὸ πρίν, τεχνῖτες ἱκανοὶ τὸ κατεσκεύασαν ἐν κρυπτῷ καὶ
παραβύστῳ, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀντικαθιστοῦσαν τὸ πρωτότυπο, ἁρπάζοντάς το καὶ
φυγαδεύοντάς το σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ ἀγνώστους γιὰ τοὺς πολλοὺς χώρους
ποὺ διαθέτει ὁ τεράστιος ναός.
Τὸ ὅλο ὅμως τελικὸ ἐγχείρημα,
μολονότι κρυφὸ σὲ σχεδιασμὸ καὶ ταχύτατο σὲ ἐκτέλεση, δὲν ξέφυγε τοῦ ἀγρύπνου
βλέμματος τοῦ Ἐκκλήσιαστικοῦ τοῦ Πρωτάτου καὶ ἑνὸς Σεϊμένη, ποὺ δὲν θέλχθηκαν νὰ
ἀνεβοῦν στὸ Συνοδικό, γιατὶ τοὺς ἦταν ἀδιανόητο νὰ ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι καὶ νὰ
μείνει ἐντελῶς ἀφρούρητη ἡ Εἰκόνα.
Περίμεναν καθισμένοι σὲ κἄποια
διπλανὰ στασίδια νὰ τελειώσει τὸ προσκύνημα καὶ νὰ κατεβοῦν οἱ Ἀρχὲς καὶ οἱ
Γεροντάδες, γιὰ νὰ πάρει ἡ λιτανεία τὸν δρόμο της καὶ πάλι. Ἦταν τέτοιες οἱ φωνὲς
καὶ οἱ διαμαρτυρίες καὶ οἱ καταγγελίες τους στὴν κρίσιμη στιγμή, ποὺ ἔκαναν τοὺς
τολμητίας νὰ τὰ χάσουν, καὶ νὰ κάνουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὸ ἀντίγραφο, ὑποστηρίζοντες
ὅτι τοὺς παρεξήγησαν.
Ἦταν ὅμως πολὺ ἀργά, γιατὶ
κατέφθασαν γρήγορα καὶ οἱ ἄλλοι Σεϊμένηδες τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ οἱ Ἐπιστάται
καὶ ἡ ἱερόσυλος ἀπόπειρα ἐπιβεβαιώθηκε πλήρως μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀγανακτισμένου
καὶ ὀργισμένου πλήθους τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν καὶ προσκυνητῶν.
Ἔκτοτε, σὺν τοῖς ἄλλοις, πρὸς
τιμωρία τῶν Σεραγιωτῶν, δὲν ξαναμπῆκε στὸν ναό τους ἡ Εἰκόνα καὶ τὴν προσκυνοῦσαν
κατησχυμένοι ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή τους, μακρυὰ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ
μανδρότοιχου.
(ἐπισκόπου Ῥοδοστόλου Χρυσοστόμου:
Πρόσωπα καὶ δρώμενα στὸν Ἄθωνα,
Λαυριώτικο Κελλὶ Ἁγίων Πάντων, Ἅγιον Ὄρος, 2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου