Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

3887 - Οι περιλήψεις των 37 επιστημονικών ανακοινώσεων του 8ου Διεθνούς Συνεδρίου της Αγιορειτικής Εστίας (22-24/11/2013)



KENΤΡΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Κριτων Χρυσοχοϊδησ
Διευθυντὴς Ἰνστιτούτου  Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν / ΕΙΕ
Ἡ Ἀθωνική Λογιοσύνη (10ος-19ος αἰ.).
Ἀπόπειρα γιά ἕνα ἱστορικό διάγραμμα

Ἡ Ἁγιορειτική Λογιοσύνη ὁριοθετεῖται κατ᾽ἀρχήν ἀπό τήν ὁποιασδήποτε μορφῆς ἤ εἴδους συγγραφική παραγωγή τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὡς Ἀθωνίτες λόγιοι, στήν προκειμένη περίπτωση, πρέπει κατ᾽ ἀρχήν να νοηθοῦν οἱ μοναχοί οἱ ὁποῖοι ἐγκα­τα­βίωσαν μόνιμα στόν Ἄθω ἀναπτύσσοντας σχεδόν κατά κανόνα τή συγγραφική τους δραστηριότητα σέ κάποιο με­γάλο ἤ μικρότερο μοναστικό ἵδρυμα.
Στήν Ἁγιορειτική Λογιοσύνη ὅμως πρέπει νά συγκαταριθμηθεῖ καί πλείαδα μονα­στῶν οἱ ὁποῖ­οι γιά κάποιο μακρό ἤ καί βραχύτερο διάστημα τοῦ παραγωγικοῦ τους βίου διέμειναν στόν Ἄ­θω ἀναπτύσσοντας παράλληλα οἱασδήποτε μορφῆς συγγραφική δρα­στηριότητα ἤ του­λά­χι­στον ἡ πνευματική τους παραγωγή καί ἡ καθιέρωσή τους ὀφείλε­ται σέ μέγιστο βαθμό στήν ἐ­κεῖ παρουσία τους.
Ὁ κύκλος τῶν Ἀθωνιτῶν λογίων διευρύνεται ἀκόμη περισσότερο ἐάν συμπεριλη­φθοῦν σέ αὐ­τόν καί οἱ ἀριθμητικά ἀκόμη περισσότεροι μοναχοί, κάτοχοι ἐκκλησιαστι­κῆς ἀλλά σχεδόν κα­τά κανόνα καί θύραθεν παιδείας, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν συστηματικό συγγραφι­κό ἤ ἐρανιστικό ἤ μεταφραστικό ἔργο, ὅμως ἡ πνευματική καλ­λιέρ­γεια, μόρφωση καί εὐρυ­μά­θεια ἀνιχνεύονται σέ ἐλάσσονες συγγραφές (π.χ. ἐπιστο­λο­γραφία).
Ἡ Ἁγιορειτική λογιοσύνη δέν ἀποτελεῖ αὐτόνομο πνευματικό φαινόμενο, ἀλλά:
α) Βρίσκεται (τουλάχιστον στούς βυζαντινούς χρόνους, ἀλλά σέ ἄλλες περιόδους τῶν με­τα­­βυ­ζαν­τινῶν χρόνων) σέ πλήρη ἀντιστοιχία μέ τόν βαθμό ἐγγραμματοσύνης τοῦ συνόλου τῶν μο­ναχῶν τῆς Ἀθωνικῆς μοναστικῆς κοινότητας.
β) Ἡ πυκνότητα τῆς παρουσίας λογίων μοναχῶν στό Ἅγιον Ὄρος ἀλλά καί τό μέ­γεθος καί τό εὖ­ρος τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς τους συμπίπτει ἤ βαίνει παράλληλα μέ τήν ἐμφάνιση με­γά­λων πνευματικῶν κινημάτων (π.χ. Ἡσυχασμός, κίνημα τῶν Κολλυ­βά­­δ­ων) ἤ καί ἀλλότρι­ων, κοσμικῶν ἰδεολογικῶν ρευμάτων τά ὁποῖα μεταφέρονται ἤ δια­­­­μορφώνονται στήν καθ᾽ ἡ­μᾶς Ἀνατολή (π.χ. κίνημα τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτι­σμοῦ).
γ) Ἀναπτύσσεται ἀκολουθῶντας τίς ἱστορικές τύχες τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου τόν ὁ­ποῖ­ον ἐκ­προ­σωπεῖ.

Kriton Chryssochoidis
Director of the Institute for Historical Research,
National Hellenic Research Foundation.
Athonite Scholarship (10th-19th cent.).
An attempt at an historical outline


Athonite scholarship is primarily defined by the literary output, of whatever form or kind, of the monks of Mount Athos. The term ‘Athonite scholars’, in this particular case, should be understood as referring mainly to monks who resided per­manently on Athos and who, almost without exception, engaged in their writing active­ties at some sort of monastic foundation. 
The term ‘Athonite scholars’, however, should also encompass a number of mon­ks who re­sided on Athos for a particular period, of whatever length, of their literary lives, whilst they were engaged in writing activity of any form, or at least monks whose spiritual works and the establishment of those works are largely due to their presence there.
The circle of Athonite scholars could be extended even further to include the even larger num­ber of monks who had received both an ecclesiastical education and, in most cases, a se­cular one; monks who have no systematic body of work as authors, compilers or translators to show for themselves yet whose spiritual cultivation, learning and eru­dition are evident in works of a minor nature (e.g. letters).     
Athonite scholarship is not an autonomous spiritual phenomenon but:  
a) Is (at least in the Byzantine period but also in other phases of the post-Byzantine era) in co­m­ple­te correspondence with the level of literacy of the monks of the Athonite monastic com­munity as a whole;
b) The number of scholarly monks on Mount Athos, as well as the size and breadth of their li­te­rary output, coincides, or runs in parallel, with the appearance of major spi­ritual movements (e.g. Hesychasm, the Kollyvades movement) or external, secular ide­o­lo­gical currents that are introduced into or formed in the Greek East (e.g. the Modern Greek Enlightenment);
c) Develops in accordance with the historical fortunes of the Greek world that it represents.


Κωνσταντινοσ Μαναφησ
Ὁμότ. Καθηγητὴς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ
Ἄγνωστος Βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ἀρχῶν τοῦ 11ου αἰῶνος

Στους δύο γνωστούς βίους τoυ οσίου Αθανασίου του Άθω, τον βίον Α και τον βίον Β, των ο­ποίων η συγγραφή τοποθετείται το 1025 του Α και μεταξύ των ετών 1050-1150 του Β, προ­στίθεται με την ανακοίνωση αυτή τρίτος βίος του οσίου. Ο βίος αυτός περιέ­χεται στον μεμ­βράνιον Σιναϊτικόν κώδικα Μ63, του οποίου σώζονται δύο τετράδια (16 φφ.). Το όνομα του γραφέως δεν αναφέρεται, αποδεικνύεται όμως ότι ήταν Λαυριώτης μοναχός και εγκατεβίωνε στη Λαύρα υπό τον Όσιο Αθανάσιο Ηγούμενον. Η συγγραφή του βίου τοποθετείται ευθύς με­τά την κοίμησιν του οσίου, το δε περιεχόμενον του ήταν γνωστό στους συγγραφείς των βίων Α και Β.

Κonstantinos Manafis
Emeritus Professor of the Faculty of Philosophy, NKUA
The unknown vita of Saint Athanasios the Athonite, early 11th century

To the two known vitae of Saint Athanasios the Athonite, vita A and vita B, which the lite­ra­ture dates at 1025 and between1050-1150 respectively, can, as this paper puts forward, be added a third vita. This vita is contained in the Codex Sinaiticus vellum parchment M63, of which two quires (16 pages) are extant. The name of the scribe is absent, though it has been proven to be a monk who resided at Lavra under Hegumen Athanasios. The authoring of the vita is dated immediately after the death of Athana­sios, and its contents were known to the wri­ters of vitae A and B.

Στεφανοσ Ευθυμιαδησ
Καθηγητὴς Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου, Κοσμήτορας τῆς Σχολῆς Ἀνθρωπιστικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν
Λόγια καὶ ρητορικά στοιχεῖα στοὺς Βίους τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου του Ἀθωνίτη

Βασικὸς ἄξονας τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας πού, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1960 καὶ μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορ­τασμὸ της χιλιετηρίδας τοῦ Ἀγίου Ὄρους, ἀφιερώθηκε στοὺς δύο Βίους τοῦ ἁγίου Ἀθα­να­σίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὑπῆρξε τὸ ζήτημα τῆς χρονικῆς προτεραιότητας τοῦ ἑνὸς (Βίος Α) ἢ τοῦ ἄλ­λου (Βίος Β). Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ ἀνανεώθηκε τὴν ἑπόμενη δε­καετία μὲ τὴν κριτικὴ ἔκ­δοση τῶν δύο βιογραφιῶν τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὸν Βέλγο Jacques No­­ret, ὁ ὁποῖος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ με­λέ­τη τῆς χειρόγραφης παράδοσης, πλαισίωσε τὴν ἔκδο­σή του μὲ ἐκτενὴ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό. Ἠ ἀπόδειξη τῆς ἀρχαιότητας τοῦ λο­γιότερου καὶ ἐκτενεστέρου Βίου Α ἔναντι τοῦ Βίου Β ἐξακολουθεῖ νὰ γεννᾶ εὔλογα ἐρωτήματα ὡς πρὸς τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι ὁδήγη­σαν, σὲ σύντομο σχετικὰ χρονικὸ διά­στημα, στὴ συγγραφὴ καὶ δεύτερου Βίου γιὰ τὸν ἴδιο ἅγιο. Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ συναρ­τῶνται ἄμεσα μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ρητορικὰ στοιχεῖα τῶν δύο κειμένων καὶ κατὰ τοῦτο ἀξίζουν νὰ διευρευνηθοῦν καὶ ὑπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή.

Stefanos Efthymiadis
Professor at the Open University of Cyprus, Dean
of the Faculty of Humanities and Social Sciences.
Scholarly and rhetorical elements in the vitae of St. Athanasios
the Athonite

A pivotal question in the scientific research that, since the 1960s and as a result of the celebration of Athos’s millenium, has been devoted to the two vitae of St. Athanasios the A­tho­nite, has been the question of which of the two vitae (Vita A or Vita B) takes historical pre­ce­dence. There was a resurgence of interest in this question in the follo­wing decade when the critical edition of the two biographies of the saint was published by the Belgian Jacques Noret, who, apart from studying the manuscript tradition, in­cluded an extensive discussion of the sub­ject. The proof that the more scholarly and ex­tensive Vita A is older than Vita B continues to raise plausible questions about the rea­sons that led, within a relatively short period of time, to the writing of a second vita of the same saint. These questions are directly connected with the scholarly and rhe­torical elements of the two texts and so are worth investigating from this point of view.     


Συμεων Πασχαλιδησ
Ἀναπλ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἐκφάνσεις τῆς λογιότητας στὸ Ἅγιον Ὄρο κατὰ τὴν Παλαιολόγεια περίοδο

Ἡ παλαιολόγεια περίοδος στό Ἅγιον Ὄρος χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη πνευμα­τι­κή ἀκμή τοῦ 14ου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 15ου αἰώνα, πού ἐκφράστηκε μέσα ἀπό τήν ἵδρυση νέων Μονῶν καί τόν ἐμπλουτισμό τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν τῶν Ἁγιο­ρειτικῶν Βι­βλι­ο­θηκῶν, κυρίως δέ μέσα ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἡσυχα­στι­κοῦ κινήματος καί μιᾶς πλει­ά­δος λογίων Ἁγιορειτῶν πού διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο μέ τό συγγρα­φι­κό ἔργο καί τήν ἐκκλησιαστική δρα­στηριότητά τους στίς πνευματικές ζυμώ­σεις καί ἀν­τι­πα­ραθέσεις αὐτῆς τῆς κρίσιμης περιόδου.
Οἱ λόγιες συνιστῶσες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης πού παρα­τηρεῖται στόν παλαιολό­γειο Ἄθωνα σχετίζονται ἄμεσα μέ τήν συνειδητή ἀναβάθμιση τῆς λειτουργίας τῶν μοναστη­ριακῶν Βιβλιοθηκῶν καί τῶν ἀν­τι­γραφικῶν ἐργαστηρίων, πού ὀργανώ­νον­ται καλύτερα κατά τήν περί­ο­­­δο αὐτή γιά νά ἀνταποκριθοῦν στίς αὐξημένες ἀνάγκες τῶν μονα­στη­ριῶν, ἀλλά καί τίς νέες τάσεις κωδικοποίησης, ὅπως ἐκφράζονται μέσα ἀπό τή συγ­κρό­τηση ἁγιορειτικῶν συλ­λο­γῶν (Πανηγυρικά, Ὁμιλιάρια, Ὑπο­­μνή­ματα, λει­τουρ­­γι­κές συλλογές), στίς ὁποῖες θησαυ­ρίζεται μέ συνει­δητό τρόπο ἡ ἁγιο­ρει­τι­κή πνευ­ματική παραγωγή καί ἀποτυπώνεται ἡ ἀθω­νική πνευμα­τι­κότητα.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐμφανίζει καί μία ἄλλη παράμετρος αὐτῆς τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ πνεύματος τῆς λογιότητας στήν ἁγιορειτική πραγματικότητα: ἡ καλλιέρ­γεια καί προβολή τῆς ἐγκυκλίου παιδείας καί τῆς ἀνάλογης πνευματικῆς παραγωγῆς, ὅπως μαρτυρεῖται στά ἔργα τῶν κύριων ἐκπρο­σώπων τῆς ἡσυχαστικῆς (Γρηγόριος Πα­λα­μᾶς, Φιλόθεος Κόκκινος, Μα­κά­­ριος Μακρῆς) ἀλλά καί τῶν ἀντιησυχαστικῆς (Πρόχο­ρος Κυδώνης) παρά­δοσης στό Ἅγιον Ὄρος. Τό στοιχεῖο αὐτό συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τό ἀνάλογο πνευματικό status καί παι­δευτικὸ πλαίσιο τῶν πόλεων ἀπό τίς ὁποῖες προ­έρχονταν τά πρόσωπα αὐτά, καθώς καί πολ­λοί ἄλλοι βυζαν­τινοί λόγιοι, «λόγων καὶ σοφίας παντοδαπῆς καὶ Mουσῶν τρόφιμοι», καί  κυρίως τῆς Κωνσταντι­νού­πολης καί τῆς Θεσσα­λονίκης, τῶν κέντρων στὰ ὁποῖα καλλιερ­γήθη­κε σὲ πολὺ ὑψηλὸ βαθμὸ ἡ ἐγκύ­κλι­ος παίδευσις κατά τούς παλαιολόγειους χρόνους.

Symeon Paschalides
Associate Professor of the School of Theology AUTH
Manivestations of Scholarship on Mount Athos
during the Palaeologan period

 The Palaeologan period on Mount Athos is characterised by the great spiritual flowering of the 14th and early 15th centuries, which was expressed through the foun­da­tion of new monaste­ries, the enrichment of the spiritual treasures in the Athonite li­bra­ries, and, above all, through the appearance of the Hesychast movement and a num­ber of Athonite scholars who, through their writings and ecclesiastical activities, played a leading role in the spiritual fermentations and controversies of this critical period.
The scholarly components of this spiritual renaissance on Palaeologan Athos are directly con­nected with the conscious improvement in the operation of the monastery libraries and the scriptoria, which were organised more effectively during this period so as to meet the in­cre­a­sed needs of the monasteries, and also with the new tendencies tow­ards codification, as was ex­pressed in the formation of Athonite collections (pane­gyrika, homiliaria, hypomnemata, li­turgical collections), which constituted a conscious attempt to amass Athos’s spiritual riches and compile a record of Athonite spirituality.   
 Another parameter of this triumphant entry of the spirit of scholarship into the re­ality of Athonite life is of particular interest: the cultivation and promotion of a general all-round e­du­cation and an analogous spiritual output, as may be seen in the works of the chief expo­nents of the Hesychast (Gregory Palamas, Philotheos Kokkinos, Makarios Makres) and Anti-He­sychast (Prochoros Kydones) traditions on Mount Athos. This ele­ment is inextricably linked with the spiritual status and educational context of the cities from which these figures and numerous other Byzantine scholars – ‘students of learning, wisdom of all kinds and the Mu­ses’ – came, most notably Constantinople and Thessalo­ni­ca, the centres in which the enky­klios paideia (system of general education) was cul­tivated to a very high degree during the Pa­la­e­ologan period.         
       

Αγγελικη Δεληκαρη
Λέκτορας, Τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας τοῦ Α.Π.Θ.
Γεωργίου Γλαβᾶ Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλη καὶ Ἁγία Παρασκευή.
Ἡ ἑλληνικὴ ἀθωνικὴ παράδοση καὶ παλαιοσλαβικὴ μετάφρασή της

Η χειρόγραφη παράδοση του έργου του Γεωργίου Γλαβά (μέσα 14ου αι.) Ομιλία εις την αγίαν και Μεγάλην Παρασκευήν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Ομιλία μας είναι γνωστή όχι μόνο στο ελληνικό πρωτότυπο, αλλά και από την παλαιοσλαβική με­τάφρασή της (η οποία παραδίδεται από τρία χειρόγραφα σερβικής παραλλαγής). Το ελ­λη­νικό κείμενο διασώζεται σε δύο χειρόγραφα, το ένα από τα οποία απόκειται στη Βι­βλιοθήκη της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος. Η αρχαιότητα του ενός σλα­βικού χειρογράφου, το οποίο χρονολο­γεί­ται περί το 1360-1365, δηλαδή περί­που στην εποχή κατά την οποία έζησε και ο συγγρα­φέας της Ομιλίας, καθώς και η συγ­γένεια που διαπιστώνεται ότι έχει με το Λαυριωτικό χει­ρό­γρ­αφο, το μοναδικό που πα­ρα­δίδει το πλήρες ελληνικό κείμενο της Ομιλίας, μας επιτρέπει να προβούμε σε διά­φο­ρες προ­τά­σεις για την αποκατάσταση του κειμένου. Η ανακοίνωση αυτή απο­τελεί μια πρό­δρο­μη παρουσίαση της έκδοσης και του σχολιασμού του κειμένου που θα ακο­λου­θήσει.

Angeliki Delikari
Lecturer of the School of History and Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki
George Glabas’ Homily to the Great and Holy Paraskeve.
The Greek Athonite tradition and its Old Slavic translation


The manuscript tradition of George Glabas’ work (mid-14th cent.), Homily to the Great and Holy Paraskeve, is of particular interest. The Homily is known to us not only from the Greek original but also from its Old Slavic translation (which is transmitted by only three manus­cri­pts in a Serbian variant). The Greek text is preserved in two manu­s­cripts, one of which lies in the library of the Great Lavra Monastery on Mount Athos. The antiquity of the Slavic manu­script, which dates to c. 1360-1365, that is to say, about the time in which the author of the Homily himself lived, as well as the similarity it bears to the manuscript at the Great Lavra – the only one to transmit the complete Greek text of the Homily – permits us to put forward va­rious proposals regarding the restoration of the text. This paper represents an initial pre­sentation of the forthcoming publication of the text and accompanying commentary.            



ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ
ATHONITE SCHOLARS AND LIBRARIES: A TWO-WAY RELATIONSHIP


Φαιδων Χατζηαντωνιου
Ἀρχιτέκτων - Ἀναστηλωτὴς
Βιβλιοθῆκες στὴν Μονὴ Βατοπεδίου.
Κατηγορίες βιβλίων - Ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῶν χώρων

Την ύπαρξη δύο βιβλιοθηκών στην Μονή Βατοπεδίου μαρτυρούν περιηγητές που την επισκέ­φθηκαν τον 18ο αιώνα (Κομνηνός, Μπάρσκι). Την εποχή εκείνη η "μεγάλη βι­­βλιοθήκη" βρι­σκό­ταν πάνω από το δοχειό, στο κέντρο της αυλής του μοναστηριού. Μία "μικρότερη βιβλι­οθήκη" είδε ο Μπάρσκι στο καθολικό, πάνω από την λιτή, κοντά στα κατηχούμενα. Δείγματα αυτής της συλλογής ήρθαν στο φως σε αποθέτη εντός της στέγης του παρεκκλησίου του Αγί­ου Δημητρίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών απο­κα­τά­στασης τμήματος της στέγης του κα­θο­λικού στα μέσα της δεκαετίας του 1980.  Μία τρίτη μικρή βιβλιοθήκη βρισκόταν σε διαμέ­ρισμα του ορόφου πάνω από το ανατο­λικό τμήμα της τράπεζας. Κατά τις εργασίες αποκατά­στασης του διανομείου της τρά­πε­ζας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποκαλύφθηκε στην βορειοανατολική γωνία του κτιρίου η παλαιά κοχλιωτή πετρόχτιστη σκάλα που οδηγούσε στα διαμερίσματα του ορόφου.
Δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα στις αγιορειτικές βιβλιοθήκες ως προς τον αριθμό των χει­ρο­γρά­φων που ξεπερνούν τα 2.000, η βιβλιοθήκη της Μονής Βατοπεδίου στε­γάζεται στον πύρ­γο της Παναγίας, στην βορειοανατολική γωνία του περιβόλου, ενώ μέ­ρος των παλαιτύ­πων μαζί με τις νεώτερες εκδόσεις στεγάζονται στο μέσον της βόρειας πτέρυγας.

Faidon Chatziantoniou
Architect-Restorer
Libraries at Vatopedi Monastery.
Book categories – Organisation and operation of spaces

Travellers who visited the Monastery of Vatopedi in the 18th century (Comnenos, Bar­sky) recount the existence of two libraries. At that time, the ‘Great library’ was lo­cated above the ‘docheion’ (olive-oil store), in the centre of the monastery cloisters. Barsky notes that he saw a ‘smaller library’ in the Katholikon, above the narthex (‘lete’), adjacent to the books of the ca­techism. Samples of this collection came to light in a storage space (‘apothetis’) in the roof of the chapel of Saint Dimitrios during restoration works on a section of the roof of the Katho­likon in the mid 1980s. A third small library was to be found in an apartment on the floor a­bo­ve the eastern part of the refectory. During restoration works on the refectory mess (‘diano­meion’) in the early 90s, an old winding stone staircase was discovered in the north-eastern corner of the building whi­ch once led to the apartments of that floor.
The library of Vatopedi Monastery, which, holding over 2,000 manuscripts, is the second largest in numerical terms on Mount Athos, is housed in the Tower of the Virgin Mary, in the north-east corner of the monastery complex, while a part of the incunabula together with mo­re recent publications are housed in the centre of the north wing.



Mirjiana Zivojinovic
Σερβικὴ Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν καὶ Τεχνῶν
ἈρχεῖοΒιβλιοθήκηἈντιγραφεῖς χειρογράφων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλιανδαρίου ἀπὸ τὸν 13ο καὶ τὸν 15ο αἰώνα

Ο πυρήνας του αρχείου και της βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου –ήτοι οι ιδρυτικές πράξεις και τα αναγκαία για την πνευματική ζωή της αδελφότητας βιβλία– δη­­­μιουργήθηκε, ως είθισται στα μοναστήρια, κατά τον χρόνο ίδρυσής της.
ΑΡΧΕΙΟ – Καθώς η σερβική Ιερά Μονή Χιλιανδαρίου ιδρύθηκε στην επικράτεια της Βυζαντι­νής Αυτοκρατορίας, έγγραφα που την αφορούσαν εξέδωσαν τόσο οι βυζαντινοί αυτοκρά­το­ρες όσο και οι σέρβοι ηγεμόνες. Τα έγγραφα αυτά –γραμμένα στην ελληνική και στην πα­λαι­οσερβική γλώσσα αντίστοιχα– φυλάσσονται σε δύο ξεχωριστές συλλογές στο αρχείο της Μο­νής. Έχοντας επίγνωση της σημασίας αυτών των εγγράφων για την οι­κονομική και τη νο­μική υπόσταση της Μονής, οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Χιλιανδα­ρί­­ου άρχισαν από πολύ νω­ρίς να λαμβάνουν μέτρα για τη συντήρησή τους, για τον σκο­πό δε αυτόν ανέπτυξαν διά­φορες δρα­στηριότητες, όπως:
α) συνέταξαν αντίγραφα των σημαντικότερων εγγράφων, τα οποία επικύρωνε κατά τον χρό­νο σύνταξής τους ο εκάστοτε «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πολύ συχνά δε ο Μη­­­τροπο­λί­της Ιε­ρισσού και Αγίου Όρους ή κάποιος άλλος μητροπολίτης που ετύγχανε παρεπιδημών στο Ά­γιον Όρος, όπως κατά καιρούς συνέβη με τους μητροπολίτες Βαρ­δα­­ρίου, Κασσανδρείας και Με­λενίκου. Στο αρχείο της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου φυ­λάσσονται έως σήμερα χρυσόβουλα, πρωτίστως εκείνα που αφορούν το νομικό καθε­στώς της Μονής, π.χ. τα σχετικά χρυσόβουλα των ετών 1198 και 1199, εκείνα που αφο­ρούν περιουσιακής φύσεως προνόμια, π.χ. τα χρυσό­βου­λα που εξέδωσε ο αυτοκράτωρ Αν­δρόνικος Β΄ Παλαιολόγος τον Φεβρουάριο και τον Σεπτέμβριο του 1321, καθώς και καταστατικοί χάρτες που αφορούν τα μετόχια της Μονής, των οποίων τα πρωτότυπα και τα αντίγραφα φυλάσσονταν μαζί, κατά κανόνα για λόγους δι­ευ­κόλυνσης νομικών δια­δικασιών που συνδέονταν με τα συγκεκριμένα μετόχια, π.χ. νομικές πρά­ξεις που αφο­­ρούσαν το μετόχιον της Μονής στο Λοζίκι,
β) συγκέντρωσαν τις αναθεωρήσεις παλαιότερων εγγράφων, οι οποίες επισημαίνον­ται με ση­μει­ώσεις στην πίσω σελίδα των σχετικών εγγράφων, ιδίως δε αποδεικνύονται με βάση τον κα­τά­λογο όλων των ελληνικών εγγράφων από το 1299-1300 ο οποίος συνετάγη στην παλαιο­σερ­βική γλώσσα,
γ) τέλος, ταξινόμησαν τις σχετικές πράξεις σύμφωνα με την ιδιαίτερη βαρύτητά τους και λαμ­βάνοντας υπόψη την αρχική τους ταξινόμηση, όπως συνέβη με τις πράξεις που είχαν συντα­χθεί στην ελληνική γλώσσα περί το 1328.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ – Η ίδρυση της πρώτης βι­βλι­οθήκης ανάγεται στις πρώτες τρεις ή τέσσερις δεκαετίες του 13ου αιώνα, δηλαδή ενώ ακόμη ο Άγιος Σάββας ήταν εν ζωή. Εκτός από τα λειτουργικά βιβλία, η βιβλιοθήκη αυτή περιλαμβάνει το πα­λαι­ότερο σωζόμενο χειρόγραφο του «Τυπικού» της Ιεράς Μο­νής Χιλιανδαρίου, καθώς και, κατά πάσα πιθανότητα, τα ευαγγέλια του Μίροσλαβ και του Βούκαν. Από τον 13ο αιώνα και εξής, η συλλογή της βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου εμπλουτίστηκε, αφενός μέσω της αντιγραφής βιβλίων στα εργαστήρια της Μονής και, αφετέρου, μέσω δωρεών ηγεμόνων και άλλων σημαντικών προσώπων, όπως συνέβη με τον «Νομοκανόνα», η αντιγραφή του ο­ποίου για λογαριασμό της Ιεράς Μο­νής Χιλιανδαρίου πραγματοποιήθηκε από τον Μητροπο­λί­τη Ράσκας Γκριγκόριγιε, ή με το «Τετραευαγγέλιον» που δώρισε το 1316 ο βασιλιάς Μι­λούτιν στο ησυχαστήριον του Αγίου Σάββα στις Καρυές.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙΣ. Εκτός από τους ανώνυμους αντιγραφείς, των οποίων η παρουσία υπήρξε α­δι­ά­λειπτη στα εργαστήρια της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου, δεν είναι λίγοι οι επώνυμοι αντι­γραφείς, τα ονόματα των οποίων γνωρίζουμε από τις επιγραφές που συν­έτασσαν στον κολο­φώ­να του εκάστοτε αντιγραφέντος βιβλίου. Ο κολοφώνας συνήθως περιείχε σύντομη παρά­κληση να μνημονεύεται το όνομα του γραφέως, ενίοτε το όνομα του εργαστηρίου στο οποίο πραγματοποιήθηκε η αντιγραφή του βιβλίου, πληροφορίες σχετικά με τον παραγγελιοδότη του βιβλίου ή ελλιπείς χρονολογικές ενδείξεις. Οι γνω­στοί αντιγραφείς του 13ου αιώνα ήταν «ο αμαρτωλός ιερομόναχος Θεόδουλος» και ο «γραμ­ματικός Θεόδουλος». Οι γνωστοί αντιγρα­φείς του 14ου αιώνα ήταν ο Ρωμανός, ο «Δαμιανός, υπουργός του Αβερκίου», ο Ιώβ και ο μο­να­χός Μάρκος. Τέλος, γνωστός αν­τιγραφέας των αρχών του 15ου αιώνα είναι ο Ιώβ ή Γιοβάν (Ι­ωάν­νης).
Οι προσπάθειες των μοναχών της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου να διασώσουν τα έγ­γρα­­φα και την πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής, καθώς και οι σχετικώς πολυάριθμοι τα­λαντούχοι και ε­πώ­νυμοι αντιγραφείς, οι οποίοι δημιούργησαν ιδιαίτερη σχολή αντι­γρα­φέ­ων, επιβεβαιώνουν την παγιωμένη εδώ και χρόνια άποψη ότι η Ιερά Μονή Χιλιαν­δα­ρίου αποτέλεσε το σημαν­τικότερο πολιτισμικό κέντρο του μεσαιωνικού σερβικού κρά­τους.

Mirjiana Zivojinovic
Serbian Academy of Sciences and Arts
Archive – Library – Scribes of the Monastery of Hilandar
from the 13th to the 15th century

The core of the archive and the library of Hilandar – i.e. the founders’ acts and books necessary for the spiritual life of the brethren – was created, as is usual in monasteries, as soon as the monastery was founded.
ARCHIVE – Given that the Serbian Hilandar was founded on the territory of the Byzantine Empire, both Byzantine emperors and Serbian rulers issued documents to this monastery. The documents – in the Greek and the Old Serbian languages – are kept in the archive of the monastery in two separate groups. In their realisation of the impor­tance of these acts for the economic and legal life of the monastery, the monks of Hilan­dar, at a very early date, began taking steps for their preservation, which was refle­cted through various activities: A) creating transcripts of the most important docu­ments, which were then validated by the protos of Mount Athos, very often the bishop of Ie­rissos and Mount Athos, or by another bishop who was present on Mount Athos, as did the bishops of Vardariou, Kasandreias and Melnik. Chrysoboulloi have been preserved   in the archive of Hilandar to this day – primarily those concerning the legal position of Hilandar, i.e. those from 1198 and 1199; concerning the monastery’s property privileges, e.g. the chrysoboulloi of Emperor Andronikos II, of February and September 1321; these acts also include the charters dealing with the individual metochia of the monastery, which were kept and copied together, usually for the purpose of legal proceedings regarding certain metochia, e.g. acts regarding the metochion in Lozikion; B) revisions of documents, evidence of which are the notes written on the back of the documents and, particularly, the inventory of all Greek documents in the Old Serbian language from 1299/1300; C) finally, the classification of acts according to their importance and their arrangement in the appropriate deposits, as was done with the Greek acts around 1328.
LIBRARY OF HILANDAR – The first library fund is dated to the first three or four decades of the 13th century, i.e. in the period when Saint Sava was alive. Besides liturgical books, this fund also includes the oldest preserved transcript of the typikon of Hilandar and, probably, the gospels of Miroslav and Vukan. During the 13th and in the subsequent centuries, the library collection of Hilandar grew by means of the copying of books in the scriptoria of Hilandar and by donations from rulers and other renowned persons, such as the Nomokanon, the copying of which was completed for Hilandar by the Bishop of Raška Grigorije, or the Tetraevangelion which King Milutin donated in 1316 to Saint Sabbas’ hesychasterion in Karyes.
SCRIBES – COPIERS. Besides the anonymous copyiers, who were always present in Hilandar, there were relatively numerous copiers who are known from the inscriptions they would enter at the end of a copied book. These usually contained a brief request to be mentioned, sometimes also the name of the scriptorium in which the transcript was made, information about the person commissioning the transcript, or incomplete chronological indications. The known scribes – copiers in the 13th century were the “sinful hieromonachos Teodul (Theodoulos)” and the grammatikos Teodul (Theo­dou­los); in the 14th century – Roman (Romanos), “Damjan (Damianos)  hypour­gos of Averkije (Aberkios),” Jov (Ιωβ) and the monk Marko (Markos); finally, at the start of the 15th century, it was Job or Jovan (Ιωάννης).
The efforts of the monks of Hilandar to preserve the monastery’s documents, the ri­ch library and the relatively numerous talented and renowned scribes – copiers, who for­med a separate school for scribes, confirm the view, presented long ago, of Hilandar, as the most significant cultural centre of the medieval Serbian state



Χαριτων Καρανασιοσ
Δ/ντὴς Ἐρευνῶν τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Ὁ παλαιότερος γνωστὸς κατάλογος χειρογράφων καὶ ἐντύπων τῆς Ι. Μ. Ἰβήρων (1723) καὶ ὁ πρώην Ἄρτης Νεόφυτος Μαυρομμάτης

Στὸν ἀκατάγραφο κώδ. Ἰβήρων 1945 εἶναι καταχωρισμένος ὁ παλαιότερος σωζόμε­νος κατά­λο­γος τῶν ἐντύπων καὶ χειρογράφων βιβλίων τῆς μονῆς, χρονολογημένος στὶς 15 Μαΐου 1723. Ὁ κατάλογος ἀποτελεῖ συνάμα καὶ τὸν παλαιότερο σωζόμενο κατάλογο χειρογράφων μονῆς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ὁ κατάλογος περιλαμβάνει περὶ τοὺς 850 τίτλους ἐντύπων καθὼς καὶ 115 χειρόγραφα - συνολικά, ἐλαφρῶς ὑπὲρ τῶν χιλίων τόμων. Βάσει τεκμηρίων ἀπὸ τὴν ἀλ­ληλογραφία τοῦ πρώην Ἄρτης Νεοφύτου Μαυρομμάτη -ἀπὸ τὸν Μάρτιο 1723 ἐγκαταβίωνε στὴ μονὴ Ἰβήρων- μὲ τὸν Ἀναστάσιο Γόρδιο καὶ τὸν ἡγε­μόνα τῆς Βλαχίας Νικόλαο Μαυρο­κορδάτο, διατυπώνεται ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ κατάλο­γος συντάχθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ Νεοφύ­του καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Νικολάου, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρθηκε νὰ ἀποκτήσει χειρόγραφα τῆς μονῆς Ἰβήρων, καθὼς διατηροῦσε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες βιβλιοθῆκες ἑλληνικῶν χειρο­γράφων στὴν Εὐρώπη κατὰ τὴν ἀνω­τέρω ἐποχή. Ἀπὸ τὰ περιεχόμενα ἐντύπων καὶ χειρογρά­φων προκύπτει ὅτι ἡ μονὴ διέθε­τε σημαντικότατα κείμενα ἀρχαίων, βυζαντινῶν ἀλλὰ καὶ μετα­βυζαντινῶν συγγραφέων. Βασικὸ desideratum γιὰ τὴν περαιτέρω μελέτη τοῦ καταλόγου ἀπο­τελεῖ ἡ ἔκδοση του, ἀλλὰ καὶ ἡ προσπάθεια ταύτισης τῶν ἐντύπων καὶ χειρογράφων ποὺ περι­λαμ­βάνει, ὅσο τὸ ἐπιτρέπουν οἱ ἀποσπασματικοὶ τίτλοι.

Chariton Karanasios
Director of Research, Research Centre for Medieval
and Modern Hellenism, Academy of Athens
The oldest known catalogue of manuscripts and printed books of the Holy Monastery of Iviron (1723) and Neophytos Mavrommatis, former Metropolitan of Arta

The uncatalogued codex Iviron 1945 contains the oldest surviving catalogue of the mona­stery’s manuscripts and printed books, dated 15 May 1723. The catalogue is also the oldest sur­viving manuscript catalogue of any Athonite monastery. It contains the titles of about 850 printed books and 115 manuscripts – almost one thousand volumes in total. In the corre­spon­dence of Neophytos Mavrommatis, former Metropolitan of Arta (who resided at the Iviron Mo­nastery from March 1723 onwards), with Anastasios Gordios and the Prince of Wallachia, Nicolas Mavrocordatos, there is evidence to suppose that the catalogue was compiled at Neo­phytos’ initiative and the urging of Ni­colas, who was interested in acquiring manuscripts from Ivi­ron Monastery as he kept o­ne of the most important libraries of Greek manuscripts in Eu­rope at the time. The catalogue’s contents reveal that the monastery possessed very important texts by an­cient, Byzantine and post-Byzantine authors. A basic desideratum for the further study of the catalogue is that it should be published and that efforts should be made to identify the manuscripts and printed books that it contains, as far as the fragmentary nature of the titles allows.              


Ζησησ Μελισσακησ
Παλαιογράφος – Ἰνστιτοῦτο Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν / ΕΙΕ
Λόγιοι ταξιδιῶτες καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς ἀθωνικὲς βιβλιοθῆκες.
Συνάντηση ἐνδιαφερόντων, προσδοκιῶν, νοοτροπιῶν (15ος-19ος αἰ.)

Ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς ἀπὸ τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ περιηγήθηκαν τὸν Ἄθωνα μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ τοῦ 19ου αἰ. διέθετε σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμὸ λόγια ἐνδιαφέρον­τα καὶ πολ­λοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπισκέφθηκαν, ἢ ἐπεδίωξαν νὰ ἐπισκεφθοῦν, τὶς ἁγιορειτικὲς βιβλιοθῆκες μὲ σκο­πὸ τὴν ἀνακάλυψη, τὴ μελέτη, ἀλλὰ συχνὰ καὶ τὴν ἀπόκτηση, ση­μαν­τικῶν χειρογράφων. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐπισκέψεών τους οἱ περιηγητὲς αὐτοὶ ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ ἁγιορεῖτες μο­ναχοὺς ποὺ συνήθως δὲν συναισθάνονταν πλήρως τὴν ἀξία τῶν βιβλίων τους, ἀντιδρῶντας μὲ ποικίλους τρόπους στὶς ἐπιδιώξεις τῶν ξένων.
Στὴν ἀνακοίνωση ἐξετάζονται οἱ κυριότερες περιπτώσεις ξένων λογίων ποὺ ἐνδια­φέρ­θηκαν γιὰ τὶς ἀθωνικὲς βιβλιοθήκες μέχρι τὸν 19ο αἰ. καὶ κυρίως αὐτὴ τοῦ Ἕλληνα Μηνᾶ Μηνωίδη, γιὰ τὴν ὁποία διαθέτουμε πολλὲς πληροφορίες. Ἐξετάζεται τὸ ἐπίπεδο τῶν γνώσεών τους, οἱ σκοποί τους, ἡ στάση τῶν μοναχῶν ἀπέναντι στὴ λογιοσύνη καὶ στὴ διαφορετικότητά τους, καθὼς καὶ οἱ συνέπειες τῆς συνειδητοποίησης ἀπὸ τοὺς Ἁγι­ο­ρεῖ­τες τῆς ἀξίας τῶν μοναστηρι­α­κῶν συλλογῶν τους.

Zisis Melissakis
Palaeography Specialist – Institute of Historical Research / NHRF
Learned travellers and Athonite monks in the libraries of Mount Athos. Meeting of interest, expectation, mentalities
(15th-19th centuries)

A large number of travellers who visited Athos between the 15th and 19th centuries possessed to varying degrees a scholarly interest, and many visited or attempted to visit the libraries on Athos with a view to discover, study or frequently to obtain important manuscripts. During their visits, these travellers came into contact with Athonite monks who commonly did not fully appreciate the worth of their books and reacted in various ways to the foreigners’ re­quests.
In this paper, the major instances of foreign scholars’ interest in Athonite libraries up to the 19th century are examined, with particular focus on that of the Greek Minas Mi­noidis, about whom we have a great deal of information. Amongst the aspects examined are their level of knowledge, their motives, the monks’ stance towards both scholarship and the different cha­racters of the foreigners. The consequences of the monks’ realisation of the value of their mo­na­stery collections are also investigated.




ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
MOUNT ATHOS CRADLE OF SCHOLARSHIP DURING THE TIME OF TURKISH RULE




Συμεων Πασχαλιδησ
Ἀναπλ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Δημοσθενησ Κακλαμανοσ
Θεολόγος, ὑποψ. δρ Θεολογίας
Ὁ μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος καὶ ἡ ἰδέα τῆς ἔκδοσης Συλλογῶν ἀπὸ ἁγιορειτικὰ χειρόγραφα: Ἡ Καλοκαιρινὴ καὶ ὁ ἀνέκδοτος δεύτερος τόμος της

Ὁ κρητικὸς μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος, ποὺ ἀσκήτευσε γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διά­στη­μα τῆς ζωῆς του στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς σημαντικότερους λογίους τοῦ 17ου αἰώνα. Στήν ἁγιορειτική περίοδο τοῦ βίου του ἀνήκει μάλιστα ἕνα σημαντικό τμῆμα τῆς συγ­γρα­φι­κῆς καί ἐκδο­τι­κῆς του δραστη­ριό­τη­τας. Tό ἔργο τοῦ Λάν­δου ὑπῆρ­ξε πολύ ση­μαντικό καί τά βιβλία πού ἐξέδωσε γνώρισαν ἀλ­λε­πάλληλες ἐπανεκδόσεις, ἀκόμη καὶ ὣς τὶς μέρες μας, μὲ ἀπο­­τέλεσμα νὰ χαρα­κτη­ρίζονται δικαίως ὡς τὰ «μπεστ-σέ­λερ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τοῦ 19ου αἰώνα».
Τό γεγονός τῆς ἔντυπης ἐκδόσεως σημαντικότατων πνευμα­τι­κῶν ἔρ­γων, ὅπως τό Ἁμαρ­τωλῶν Σωτηρία,ὁ Θηκαρᾶς καί τό Θεοτοκάριον, καθώς καί συλλογῶν βυζαν­τινῶν ἁγιολογικῶν κει­μέ­νων, ὅπως ὁ Παράδεισος, τό Ἐκλόγιον, ὁ Nέος Παρά­δεισος καί ἡ Kα­λο­και­ρι­νή, συνιστᾶ,πέραν τῆς σημα­σίας τους γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ βιβλίου καὶ τὴ μελέτη τῆς δημώ­δους γλώσ­σας τῆς ἐποχῆς τοῦ Λάνδου, μία ἰδιαίτερη συμβολή τοῦ σπου­­δαίου αὐτοῦ Ἁγιο­ρεί­τη λο­γίου. Αὐτό ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι στό ἔργο τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου ἐντο­πί­ζονται γιά πρώτη φορά συναρμοσμένες ἡ ἰδέα τῆς συλλογῆς μέ ἐκείνην τῆς παρα­φράσεως καί κυρίως τῆς ἔντυπης ἐκ­δό­σεως αὐτῶν τῶν ἔργων, στοιχεῖο πού μᾶς ἐπι­τρέπει νά μιλοῦμε για ἐκ­φρά­σεις ἑνός «ἀθωνι­κοῦ ἐγκυκλο­παι­δισμοῦ».
Στήν εἰσήγησή μας παρουσιάζεται ἕνα ἀτελῶς ἐκδεδομένο ἔργο του, ἡ Κα­λο­καιρινή, στό ὁποῖο ὁ Λάνδος ἐπέλεξε νά περιλάβει 26 βυζαντινά ἁ­γιο­λογικά κείμενα γιά ἁγίους πού ἑορτά­ζουν κατά τό δεύτερο ἑξάμηνο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους (Μάρτιος-Αὔ­γου­στος), τά ὁποῖα συνέλεξε ἀπό ἁγιορειτικούς κώδικες καί πα­ρέ­φρασε στή δημώδη γλώσ­σα. Παρά τό γε­γο­νός ὅτι ἡ Καλοκαιρινή ἐκδόθηκεγιά πρώτη φορά αὐτο­τε­λῶς τό 1656 στή Βενετία, προκύπτει πώς ὁ Ἀγάπιος προετοίμαζε ἕνα δεύ­τε­ρο τόμο ἤ μία ἐμπλουτι­σμένη μέ ἐπιπλέον ἁγιολογικό ὑλικό νέα ἔκδοση πού δέν πρό­λα­βε νά πραγματοποιήσει, πιθανόν ἐξαιτίας τοῦ ἐπελθόντος θανάτου του.
Ὁ δεύτερος τόμος τῆς Καλοκαιρινῆς περιλαμβάνεται στόν Ἱεροσολυ­μι­τι­κό κώ­δι­κα 567 τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάβα, συσταχωμένος μαζί μέ τήν ἔντυπη Kαλοκαιρινή. Ὁ κώ­δικας αὐτός θε­ω­­ρεῖται αὐτόγραφος τοῦ Ἀγα­πίου Λάνδου καί ἐπιγράφεται, ὅπως καί τό ἐκδεδομένο ἔργο, Kαλοκαιρινή. Εἶναι ἀξιοση­μείωτο ὅτι περιλαμβάνει μεγαλύτερο ἀριθ­μό ἁγιολογικῶν κει­μένων (30) ἀπό τόν πρῶ­το, συμπληρώνοντας τά κενά του (π.χ. περι­λαμ­βάνει τέσσερα κείμενα γιά ἁγίους τοῦ Ἀπριλίου, ἐνῶ στήν ἔντυπη ἔκ­δο­ση δέν ὑπάρ­χει κανένα), ἐνῶ τρία ἀπό τά περιλη­φθέντα ἔργα ἀφοροῦν σέ ἁγιορεῖτες ἁγίους (Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης, Εὐθύμιος ὁ  Ἴβηρ, καί Νήφων ὁ Ἀθωνίτης).


Symeon Paschalides
Associate Professor of the Faculty of Theology AUTH
Demosthenes Kaklamanos
Theologian, PhD candidate in Theology
The monk Agapios Landos and the idea of publishing Collections
of athonite manuscripts: the Kalokairine
and its unpublished second volume

The Cretan monk Agapios Landos, who lived for a long period of his life as an asce­tic on Mount Athos, is one of the most important scholars of the 17th century. Indeed, a considerable part of his writing and publishing was carried out during the years he lived on Athos. Landos’ work was very important and the books that he published have been repeatedly reissued, even in our own time, to the extent that they have justifiably been described as the ‘bestsellers of the Turkish period and the 19th century.’
 Apart from the importance that Landos’ printed editions have for the history of Greek books and the study of the vernacular in Landos’ day, the fact that printed editi­ons were published of very important spiritual works, such as Hamartolon Soteria, The­karas and the Theotokarion, as well as collections of Byzantine hagiological texts, such as the Paradeisos, the Eklogion, the Neos Paradeisos and the Kalokairine, lends the work of this great Athonite scholar a special significance. This is due to the fact that in Agapios Landos’ work we find for the first time the idea of compiling a collection of texts combi­ned with the idea of paraphrasing, and, what is more, in printed editions of these works, a fact that permits us to describe these as expressions of an ‘Athonite encyclopaedism.’ 
 In our paper we present an incompletely published work of his, the Kalokairine, in which Agapios chose to include 26 Byzantine hagiological texts on saints whose feast-days lie in the second half of the ecclesiastical year (March-August), which he gathered together from Athonite codices and paraphrased into the vernacular. Despite the fact that the Kalokairine was published for the first time as a complete edition in 1656 in Venice, it emerges that Agapios was preparing a second volume or a new edition enri­ched with additional hagiological material that he did not have time to finish, probably as a result of his death.   
 The second volume of the Kalokairine is contained in Codex 567 of the Monastery of St. Sabbas near Jerusalem, bound together with a printed version of the Kalokairine. This codex is believed to be in the hand of Agapios Landos himself and, like the published work, is entitled Kalokairine. It is noteworthy that it contains a larger number of hagiological texts (30) than the first volume, thus filling in various gaps in the former (e.g. it includes four texts on saints in the month of April, while the printed edition contains none), while three of the included works concern Athonite saints (Peter the Atho­nite, Euthymios of Iviron and Nephon the Athonite).



Αγαμεμνων Τσελικας
ΦιλόλογοςΠαλαιογράφος. Προϊστάμενος τοῦ Ἱστορικοῦ καὶ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης
Μεταφράσεις λόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ βίων ἁγίων στὸ Ἅγιον Ὅρος (17ος-18ος αι.)

Μὲ ἀφορμὴ δύο χειρόγραφα ἁγιορειτικῆς προέλευσης τοῦ 17ου καὶ 18ου αἰώνα, τὸ ἕνα ἀνήκει στὴ συλλογὴ τοῦ Ἱστορικοῦ καὶ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου καὶ περιέχει με­τάφραση τοῦ Βίου καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ τὸ ἄλλο προέρχεται ἀπὸ τὴ μονὴ Ἁγίων Πάντων Πα­τρῶν καὶ περιέχει μετάφραση τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Με­γά­λου Βασιλείου, γίνεται ἀναφορὰ στὸ θέμα τοῦ μεταφραστικοῦ κινήματος στὸ ἁπλοελ­λη­νικὸ ἰδίωμα θρησκευτικῶν κειμένων πού ἀναπτύχθηκε κυρίως στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὸν 17ον αἰώνα καὶ ἑξῆς. Θίγονται πλευρὲς τοῦ κι­νήματος ποὺ ἀφοροῦν τὰ πρόσωπα, τὰ κείμενα, τὶς ἀνάγκες ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν οἱ μετα­φρά­σεις αὐτὲς καὶ γενικότερα ἡ φι­λο­λογική τους διάσταση στὸ πλαίσιο τῆς ἱστορίας τῆς νεο­ελ­ληνικῆς γλώσσας καὶ γραμματείας.

Agamemnon Tselikas
Philologist – Palaeographer. Head of Historical and
Palaeographical Archive at the National Bank of Greece Cultural Foundation
Translations of Learned Fathers of the Church and the Lives of the Saints on Mount Athos (17th-18th centuries)

Two manuscripts deriving from Mount Athos of the 17th and 18th centuries, one be­longing to the Historical and Palaeographical Collection and containing a translation of the Life and Miracles of St George, while the other from the Holy Monastery of All Sa­ints, Patras, which contains the translation of the Ascetics of St Basil the Great, provide a focus on the movement of translating religious texts into simple vernacular Greek which developed principally on Mount Athos from the 17th century onwards. Aspects of this movement regarding the indivi­duals, the texts, the needs these translations served as well as the general philological dimen­sion are covered as a part of the history of the Mo­dern Greek language and literature.


Παναγιωτης Ι. Σκαλτσης
Ἀναπλ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἡ περὶ τοῦ ἄρτου τῆς Προσκομιδῆς ἔριδα στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὸν 17ο αἰώνα. Πρόσωπα καὶ Κείμενα

Στα μέσα του 17ου αιώνα προκλήθηκε «εκκλησιαστική διχοστασία, η περί της ιε­ράς προ­σκο­μιδής» όπως σημειώνει ο Μανουήλ Γεδεών. Κατά την έριδα αυτή, η οποία εξα­πλώθηκε και έξω του Αγίου όρους, το πρόβλημα ήταν ποια είναι τα δεξιά του άρτου και πού τίθενται οι μερίδες της Παναγίας και των ταγμάτων των αγίων στο δισκάριο κα­­τά την τέλεση της Προσ­κομιδής.
Το πρόβλημα ξεκίνησε από το έντυπο Ευχολόγιο που εκδόθηκε στη Βενετία το έ­τος 1609 από τον Αντώνιο Πινέλλο. Στο Ευχολόγιο αυτό, όπως και σε κείμενο του εκ Κρήτης καταγομένου πρώην ηγουμένου της Μονής Βατοπεδίου Βενεδίκτου, διατυπώ­θηκε η άποψη ότι τα δεξιά του αμνού, όπου τοποθετείται η μερίδα της Θεοτόκου και των αγίων, είναι το μέρος της δεξιάς χειρός του ιερέα καθώς αυτός λειτουργώντας βλέ­πει προς το θυσιαστήριο.
Οι Αγιορείτες, πιστοί στην παράδοση που θέλει τη μερίδα της Θεοτόκου να τίθεται δεξιά του αμνού, που αντιστοιχεί στο αριστερά του ιερέα, αντέδρασαν στη νέα εξέλιξη και απευθύνθηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την παρέμβασή του. Εκ του Πατριαρ­χεί­ου προέρχονται τα εξής κείμενα τα οποία συνιστούν «αστασίαστον αγά­πην» και τήρηση της παρα­δόσεως:
α) Επιστολή πατριαρχική του κυρ. Διονυσίου Γ΄ του Βαρδαλή (1662-1665).
β)Επιστολή συνοδική του πατριάρχου κυρ Παρθενίου Δ΄ του μογιλάλου (Μάιο του 1667).
γ)Απόκρισις μικρά (τις) του μεγάλου Ρήτορος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας κυρ-Μπαλασίου (σύντομη και εκτενής μορφή, πρώτο ήμισυ του 17ου αι.)
Σχετικό με το θέμα είναι και το κείμενο «του θεοφιλεστάτου επισκόπου και σο­φω­­τάτου μεγίστου διδασκάλου και θεολόγου κυρίου Ιλαρίωνος Τζιγάλα, επιστολή σταλ­θείσα εν των Αγιωνύμω Όρει προς Θεόκλητονεκκλησιάρχην της σεβασμίας και βα­σι­­­λικής μονής των Ιβήρων περί της προσκομιδής». Από τα σημαντικότερα επίσης περί του ζητήματος κεί­μενα, προερχό­μενο μάλιστα από το Άγιον Όρος, είναι και η περί της Προσκομιδής του αγίου άρτου πραγ­μα­τεία του Ιερομονάχου Θεοκλήτου, εκκλησι­άρ­χου και δομεστί­χου της σεβασμίας  και βασιλικής μονής των Ιβήρων (1665). Ο Θεό­κλητος στη­ριζόμενος σε κείμενα του αγίου Συμεών Θεσσα­λο­νίκης, αλλά του ερμηνευτή της θεί­ας Λειτουργίας Ιωάννου Ναθαναήλ (16ου αι.) υποστηρί­ζει το παραδεδομένον, ότι τα δε­ξιά του άρτου κατά την Προσκομιδή είναι αριστερά όπως βλέπει ο ιερέας όταν λει­τουργεί. Η ερμηνεία αυτή έκτοτε αποτυπώθηκε και στο έντυπο Ευχο­λό­γιο και η εν λό­γω έριδα έληξε χωρίς άλλες διχοστασίες και εντάσεις.


Panagiotis I. Skaltsis
Associate Professor, Faculty of Theology, Aristotle University of Thessaloniki
Concerning the controversy on the Preparation of the host on Mount

Around the middle of the 17th century an ‘ecclesiastical dissension’ was caused con­cerning ‘the liturgy of the preparation’ as Manuel Gedeon notes. During this contro­versy, which spread beyond the confines of Mount Athos, the problem was what is on the right of the sacramental bread and where are the particles of the Holy Virgin (Pana­gia) and the angels are placed on the diskos at the Liturgy of preparation.
The problem began from the Euchologion printed in Venice in the year 1609 by An­to­nio Pinello. In this Euchologion, as also in a text by the former Hegumen of Va­to­pe­di Monastery, Benediktos, whose origins were in Crete, the view was expressed that the right side of the lamb, where the particles of the Mother of God and the angels are placed, is on the side of the priest’s right hand since in the liturgy he looks towards the al­tar.
The Hagiorites, following tradition, require that the particles of the Mother of God be placed right of the lamb, which corresponds to the left of the priest, reacted to this new deve­lop­ment and addressed themselves to the Ecumenical Patriarch, reque­sting his intervention. The Patriarch issued the following texts, which recommend ‘love refraining from faction’ (αστασίαστον αγάπην) and the retaining of tradition:
a) Patriarchal epistle of Patriarch Dionysios III of Constantinople (1662-1665).
b) Synodic epistle of the Patriarch Parthenios IV, Mogilalos (May 1667).
c) Brief apocrisis of the great orator of the Great Church of Christ, Pallasios (or Mpallasios) the priest (brief and extensive form, first half of 17th century)
Also of pertinence to the subject is the text: ‘of his Grace, Bishop and eminent teacher and theologian, Hilarion Tzigalas, the epistle sent from the Community of the Ho­ly Mountain to Theokletos ecclesiarch of the Royal and Venerable Monastery of Ivir­on on the Preparation’. Fur­thermore, one of the most important texts on the subject, in­de­ed originating from Mount A­thos, is also the discourse on the Preparation of the sa­cramental bread by the Hieromonk The­o­kletos, ecclesiarch and domestic of the Royal and Venerable Monastery of Iviron (1665). Theokletos, basing himself on texts of Saint Sy­meon of Thessaloniki, as well on the interpreter of the Divine Liturgy, Ioannis Na­tha­nael (16th century) holds by tradition, that right of the host during the Preparation is se­en to the left by the priest as he conducts the liturgy. This interpretation has since been recorded also in the printed Euchologion and the said contro­ver­sy ended without fur­ther dissension or strife.




Κωστας Ν. Κωνσταντινιδης
Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων
Ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχὸς Νεόφυτος Χριστόπουλος καὶ τὸ ἔργο του

Ὁ Νεόφυτος Χριστόπουλος γεννήθηκε στὸν Τύρναβο τῆς Θεσσαλίας περὶ τὸ 1670. Ἔτυχε ἐπιμελοῦς παιδείας στὴ Σχολὴ τοῦ Τυρνάβου καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Μάρκου Πορφυροπού­λου τοῦ Κυπρίου, τὸν ὁποῖον μνημονεύει σὲ βιβλιογραφικό του σημείωμα (κῶδ. Ἰβήρων 247, φ. 335r) καὶ τοῦ ἀπευθύνει ἐπιστολές. Φαίνεται νὰ παρακολούθησε ἐπίσης στὴν ἴδια σχολὴ τὰ μαθήματα τοῦ Ἀναστασίου Παπαβασιλοπούλου τοῦ ἐξ Ἰωαν­νίνων καὶ ὑπῆρξε συμφοιτητὴς τοῦ λογίου ἱεροδιακόνου Ἰακώβου τοῦ Κυπρίου, προώ­ρως δὲ θανόντος τοῦ τελευταίου  ἐκφώ­νη­σε μία αὐτοσχέδια  ἐπικήδεια θρηνωδία.
Ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας καὶ διδάσκαλος σὲ σχολεῖα τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς δυ­τι­κῆς Μακε­δο­νίας κατὰ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰῶνος. Χρημάτισε ἐπίσης παι­δα­γωγὸς τῶν υἱῶν τοῦ ἡγεμόνα τῆς Οὐγγροβλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου.
Ὁ Νεόφυτος ὑπῆρξε βιβλιόφιλος καὶ ἀκαταπόνητος κωδικογράφος κοσμικῶν καὶ θε­ο­λογικῶν κειμένων. Σώζονται διδαχές του, ἐγκωμιαστικοὶ στίχοι εἰς Ἀναστάσιον Παπα­βα­σι­λόπουλον, κα­νόνες, καθὼς καὶ ἡ παράφραση στὴν ἐγγράμματη ὁμιλουμένη τῆς ἐ­πο­χῆς του τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου, τὴν λογία μορφὴ τοῦ ὁποί­ου συνέθεσε ὁ Νεῖλος Σταυρᾶς στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰ. 
Ὁ Χριστόπουλος ἐπανέρχεται στὰ γραπτά του κείμενα καὶ ἐνσωματώνει διορθώσεις. Ἀκόμη κεί­μενα ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του, ὅπως τὸ ἔμμετρο Χρονικὸ τοῦ Κωνσταντίνου Μανασσῆ, (κῶδ. Ἰβήρων 179), τὰ ἀντιπαραβάλλει μὲ ἀντίστοιχα κείμενα ἄλλων χειρο­γρά­φων καὶ ἐπιφέ­ρει προσθῆκες στίχων καὶ βελτιώσεις.
Στὴ μονὴ τῆς μετανοίας του, τὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Ἰβήρων, κατέληξε ὁριστικὰ στὰ τε­λευταῖα χρό­νια τῆς ζωῆς του, –ζεῖ μέχρι τουλάχιστον τὸ 1734–, ἀνεδείχθη σὲ προηγού­μενο καὶ ἐκεῖ κα­τέλιπε τὰ αὐτόγραφα καὶ ἄλλα χειρόγραφά του, καθὼς καὶ τὰ κοσμικὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἔν­τυπα βιβλία τῆς προσωπικῆς του βιβλιοθήκης.

Kostas N. Konstantinidis
Professor of Byzantine History,
University of Ioannina
The scholar monk Neophytos Christopoulos of Iviron Monastery
and his work


Neophytos Christopoulos was born in Tyrnavos, Thessaly circa 1670. He had a tho­rough education at the Tyrnavos School and was a pupil of Markos Porphyropoulos, the Cypriot, whom he recalls in a bibliographic note (cod. Iviron 247, p. 335r) and to whom he addresses epistles. It would appear that at the same school he also attended the les­sons of Anastasios Papavasilopoulos of Ioannina and was a fellow student of the scholar deaconmonk (hierodia­konos) Iakovos the Cypriot, upon the occasion of whose prema­ture death, Christopoulos reci­ted an extemporised funeral threnody.
He served as a preacher and teacher at schools in Thessaly and Western Macedonia du­ring the first quarter of the 18th century. He was also the tutor to the sons of the Prince of the Da­nu­bi­an Principalities, Nicolas Mavrocordatos.
Neophytos was a bibliophile and indefatigable scribe of codices of both secular and the­ological texts. His teachings have survived as have encomiums to Anastasios Papava­si­lopoulos, ca­nons, the rewording in the literate vernacular of his period of the Life of Saint Athanasios the Meteorite, the scholarly version of which had been written by Nilos Stavras at the end of the 14th century.
Christopoulos returned to his written texts and incorporated corrections. Other texts he had in his possession, such as the Chronicle in verse of Konstantinos Manassis (cod. Iviron 179), he juxtaposed with corresponding texts from other manuscripts, and added other verses and improvements.
The last years of his life – he lived at least until 1734 - he spent in his monastery of metanoia, the Holy Monastery of Iviron as Pro-Hegumen where he bequeathed his own writings and o­ther manuscripts, as well as printed – in the main secular – books of his per­sonal library.



Χρηστος Αραμπατζης
Ἀναπλ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Δίκτυα ἀλληλογραφίας λογίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ θέμα τὸ κολλυβαδικὸ ζήτημα

Το κολλυβαδικό ζήτημα, η έριδα περί των Κολλύβων, προκάλεσε ταραχές και έν­το­νες θεολο­γι­κές ζυμώσεις στο Άγιον Όρος για μια περίπου δεκαετία.
Η παρέμβαση της Εκκλησίας και οι πατριαρχικές αποφάσεις που καταδίκασαν τους αίτιους των ερίδων δε σταμάτησε την παραγωγή θεολογικών επιστολιμαίων πραγματει­ών οι οποίες επι­χειρούσαν να παρουσιάσουν τα επιχειρήματα αμφοτέρων των πλευρών («Kολλυβάδων» και «Αντικολλυβάδων») ως εριδόμενα στην μακραίωνη παρἀδοση και πρα­κτική της Εκ­κλη­σίας.  
Η αλληλογραφία μεταξύ λογίων θεολόγων είναι διάσπαρτη σε εκδεδομένα ή ανέκ­δοτα χει­ρόγραφα και αποκαλύπτει το εύρος του θεολογικού προβληματισμού αλλά και την γεωγρα­φι­κή διασπορά του σε όλη την βαλκανική χερσόνησο.
Σημαντικό στοιχείο που απορέει από τη μελέτη των επιστολών και των πεποιθήσεων των εμ­πλεκομένων είναι οι διαφορετικές θεωρήσεις του ζητήματος σε διάφορα χρονικά στάδια μετα­ξύ των ετών 1769- 1811, γεγονός που συνδέεται με τις στοχεύσεις των πρω­τα­γωνι­στών.  Στην επιστολογραφία της εποχής διαφαίνεται επίσης και ο τρόπος με τον ο­ποίο οι “αντι­κολλυ­βάδες» λόγιοι αντέδρασαν και κατηγόρησαν τους «κολλυβάδες» για θέματα πνευματικής και λειτουργικής ζωής (νηστεία, θεία μετάληψη, ευχές κλπ.).


Christos Arabatzis
Associate Professor, Faculty of Theology, Aristotle
University of Thessaloniki
Athonite scholars’ correspondence networks on the ‘Kollyvades’ issue


The ‘Kollyvades’ issue, the dispute over kollyva, provoked unrest and a theological furore on Mount Athos for about a decade.
The intervention of the Church and the patriarchal decrees that condemned those responsible for causing the dispute did not stem the production of theological epistolary treatises that attempted to present the arguments of both sides (the Kollyvades and the Anti-Kollyvades) as being based on long-standing Church tradition and practice.   
The correspondence between learned theologians is scattered in a wealth of pu­bli­shed and unpublished manuscripts and reveals both the breadth of the theological de­ba­te and its geo­graphical diffusion throughout the Balkan peninsula.
An important element that emerges from the study of the letters and the convictions of those involved in the dispute is the breadth of opinion on the issue over different pe­riods between the years 1769 and 1811, a fact that is connected with the aims of the pro­tagonists.
The letters of this period also reveal the way in which the ‘Anti-Kollyvades’ scholars reacted and accused the ‘Kollyvades’ of being at error in various aspects of spiritual and li­turgical life  (fasting, Holy Communion, prayer etc.).



Διονυσιος Δ. Βαλαης
Ἐπίκ. Καθηγητὴς Τμ. Θεολογίας ΑΠΘ
Ἡ ἐγκαταβίωση τοῦ λόγιου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ματθαίου Ψάλτη στὴν Ἱ. Μονὴ Κουτλουμουσίου

Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ΄ εγκαταβίωσε στην Ι. Μονή Κουτλουμου­σίου από την εποχή της εκούσιας παραίτησής του (1766) μέχρι την αποβίωσή του (1775), λαμβάνοντας σημαντικές πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωσή της. Ανα­καί­νι­σε εξ ιδίων την κατεστραμ­μένη ανατολική πτέρυγά της, ανήγειρε εκ βάθρων την Τράπε­ζα και καλλώπισε μέρος του Καθολικού της. Συνέβαλε στη ρύθμιση εσωτερικών ζη­τη­μάτων της μοναστικής ζωής, που αφορούσαν στην αρμονική συμβίωση των πατέ­ρων της Μονής και στην απαγόρευση διαμο­νής σ’ αυτήν ανήλικων νέων. Ανασυγκρό­τη­σε τη Βιβλιοθήκη της, συνέταξε σχετικό κατάλογο των βιβλίων της και την εμπλού­τι­σε με κώ­δικες της προσωπικής του βιβλιοθήκης, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο κώδικας 223, που περιλαμβάνει μέρος της αλληλογραφίας του από την πα­τρι­αρχική του περίοδο. Ανα­­­μείχτηκε στην Κολλυβαδική έριδα και με εντολή του Οικουμε­νικού Πατριαρχείου συγκάλεσε μαζί με τον εφησυχάζοντα στο Άγιον Όρος πρώην Οικουμε­νικό Πατριάρχη Κύριλλο Ε΄ τη Σύνοδο της Κουτλουμουσίου (1774), η οποία καταδίκασε τις δο­ξα­σίες των Κολλυβάδων.
Γενικότερα, έδωσε νέα πνοή στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου, ιδίως με το ανακαινι­στι­κό του έρ­γο, γι’ αυτό δικαίως χαρακτηρίστηκε ως νέος κτίτωρ αυτής.             

Dionysios D. Valais
Assistant Professor Aristotle University of Thessaloniki
The residence of the learned Patriarch of Alexandria Matthew Psaltis at the Monastery of Koutloumousiou

Patriarch Matthew III of Alexandria resided at the Monastery of Koutloumousiou from the time of his voluntary resignation (1766) until his death (1775), during which period he took important initiatives to reorganise the monastery. He restored its ruined east wing at his own expense, he built the whole of the refectory and adorned part of the katholikon. He helped to settle various internal matters concerning the harmonious coexistence of the monastery’s fathers and the ban on residence in the monastery of juv­eniles. He reformed the library, compiled a catalogue of its books and enriched it with codices from his own personal library, amongst which stands out Cod. 223, which includes part of his correspondence from his time as patriarch. He became involved in the Kollyvades controversy and, at the order of the Ecumenical Patriarch, convoked, together with the former Ecumenical Patriarch Cyril V, then retired on Athos, the Sy­nod of Koutloumousiou (1774), which condemned the beliefs of the Kol­lyvades.
More generally, he breathed new life into the Monastery of Koutloumousiou, parti­cu­larly through his renovation work, and for this reason is justly described as a ‘new founder’ of the monastery.


Θεοδωρος Ξ. Γιαγκου
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ὁ Θεόκλητος Καρατζᾶς καὶ τὸ κανονικό του ἔργο

Ο Θεόκλητος Καρατζάς, λόγιος μοναχός των Καυσοκαλυβίων (1728-μετά το 1795), συνέταξε στα μέσα του 18ου αιώνα μια ενδιαφέρουσα νομοκανονική συλλογή (σε εκτε­νή και επίτομη μορ­φή), την οποία ακολούθως αναπαρήγαγε ο ίδιος σε πολλά χειρόγρα­φα. Η συγκεκριμένη συλλογή εντάσσεται στην πνευματική κίνηση κατά το β’ μισό του 18ου αιώνα, της οποίας η­γή­θηκαν λόγιοι αγιορείτες, ειδήμονες του Κανονικού Δικαίου, με σκοπό τη ανανέωση των νομοκανοκιών πηγών. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθει­ας ήταν το Πηδάλιον του αγίου Νι­κοδήμου. Η κίνηση απέβλεπε στην επανα­φο­ρά των αυ­θεντικών πηγών που παρήχθησαν κα­τά τη βυζαντινή περίοδο με τη συναί­νεση των συνοδικών οργάνων της Εκκλησίας. Η συλ­λο­γή του Θεοκλήτου Καρατζά εί­ναι συνταγ­μένη στη δημώδη γλώσσα και η ύλη είναι καταχω­ρι­σμένη κατά το πρότυπο του Συντάγ­ματος κατά στοιχείον του Ματθαίου Βλάσταρη. Η σύν­τα­ξή της είχε στό­χευση στο να δο­θεί το κατάλληλο εγχειρίδιο στους υπευθύνους κληρικούς για την ά­σκη­ση του διοικη­τι­κού και ποιμαντικού τους έργου.

Theodoros X. Giagkou
Professor, Faculty of Theology, Aristotle
University of Thessaloniki
Theoklitos Karatzas and his canonical work

Theoklitos Karatzas, learned monk of Kavsokalyvia Skete (1728 - after 1795), com­piled in the mid-18th century an interesting nomo-canonic collection (in complete and single-volume form), which he himself reproduced in numerous manuscripts. This specific collection be­longs to the spiritual movement in the latter half of the 18th century, led by learned Athonite scholars, experts in Canon Law, who aimed to renew nomo-ca­nonic sources. The crowning achi­evement of this effort was the Pedalion of St Nikode­mus. The movement sought the re­turn to authentic sources produced during the Byzan­tine period with the consent of the syno­dic bodies of the Church. The collection of Theoklitos Karatzas is written in the vernacular and the material is set out along the li­nes of the Syntagma kata Stoicheion (Syntagma Cano­num) of Matthaios Blastares. It was produced with the aim of providing a suitable manual to competent clerics to exer­cise their administrative and pastoral work.   

Παναγιωτης Νικολοπουλος
Ὁμότ. Καθηγητὴς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ
Ἡ πρόσληψη τῶν πατερικῶν καὶ βυζαντινῶν κειμένων ἀπὸ τὸν Νικόδημο Ἁγιορείτη

Ἀναζητοῦνται τὰ πρότυπα (χειρόγραφα ἢ ἔντυπα) τῶν Πατερικῶν καὶ Βυζαντινῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποίησεν ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης. Ἀκολούθως τὸ ἐξηγημέ­νον κείμενον συγκρίνεται πρὸς τὸ πρότυπον καὶ ἐπισημαίνονται αἱ σχέσεις τόσον ὡς πρὸς τὴν πληρότητα ὅσον καὶ ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνευτικὴν ὀρθότητα.

Panagiotis Nikolopoulos
Faculty of Philosophy, National and Kapodistrian University of Athens
Nikodemus the Hagiorite’s grasp of the Church Fathers’
and Byzantine texts

An inquiry into the original (manuscript and printed) Church Fathers’ and Byzan­tine texts used by Nicodemus the Hagiorite. Thereafter, the explanatory text is compa­red to the original focusing on its relationship in terms of its comprehensiveness and in­ter­pretive soundness.


Δημητριος Χ. Παντος
Λέκτορας Τμ. Θεολογίας ΕΚΠΑ
Οἱ ἐκδόσεις τοῦ ἔργου “Θύρα Μετανοίας” ἀπὸ τὴν ἁγιορειτικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (τέλη 18ου αἰώνα κ. ἑ.) καὶ ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής του

Ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη ἔκδοση τοῦ ἔργου Θύρα Μετανοίας ὀφείλεται σὲ πρωτοβου­λία τῆς Ἀ­δελ­φότητας τῆς ἁγιορειτικῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Βενετία 1795 καὶ 1806). Τὸ ἔργο καθιερώνεται ὡς ἀγαπητὸ ψυχωφελὲς ἀνάγνωσμα χάρη στὶς ἐπανεκδό­σεις ποὺ γνώρισε στὴ συνέχεια καὶ ἕως τὶς ἡμέρες μας. Ἡ Θύρα Μετανοίας, σὲ ὅλες ἀνε­ξαιρέτως τὶς ἐκδόσεις της, χαρακτηρίζεται ὡς: «συντεθεῖσα μὲν παρά τινος σοφοῦ ἀν­δρός». Ὡστόσο, ἡ χειρόγραφη πα­ρά­δο­ση τοῦ ἔργου ἀποκαλύπτει ὅτι πρόκειται γιὰ με­τά­φρα­ση στὴν ἁπλοελληνικὴ ἀπὸ τὴ λα­τινικὴ γλώσσα γνωστοῦ ἔργου τῆς δυτικῆς θεο­λογικῆ γραμματείας, τὴν ὁποία εἶχε ἐκπονήσει τὸ 1693 ὁ ἰατροφιλόσοφος καὶ λόγιος Ἰω­άννης Κομνηνός (1657-1719), ὁ μετέπειτα μητροπο­λί­της Δρύστρας Ἱερόθεος (1710/11-1719). Ἡ μετάφραση αὐτὴ ἐντασσόταν στὸ πλαίσιο τοῦ ἐκ­δοτικοῦ προγράμματος τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας τῆς Βλαχίας ἐπὶ ἡγεμονίας Κωνσταντί­νου Μπραγκοβάνου (1688-1714), ἡ ἔκδοση τῆς ὁποίας, ὅμως, γιὰ ἄγνωστους λόγους δὲν πραγ­μα­τοποιήθηκε ποτέ. Τὸ περιεχόμενο τῆς ἀφιερωματικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Κομνηνοῦ πρὸς τὸν Μπραγκο­βάνο (Βουκουρέστι 1699) ‒τὸ μοναδικὸ ἀντίγραφο τῆς ὁποίας σώζεται σὲ ἁγιορειτικὸ χει­ρόγραφο κώδικα‒ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, καθὼς σὲ αὐτὴν ὁ Κομνηνὸς ἀνα­φέρεται ὄχι μόνο στοὺς λόγους ποὺ τὸν ὤθησαν νὰ μεταφράσει αὐτὸ τὸ ἔργο πρὸς χρήση καὶ ὠφέλεια τῶν ἁπλῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάστηκε, καθὼς ἐπρόκειτο γιὰ μετάφραση ἔργου τῆς δυτικῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.

Demetrios Ch. Pantos
Lecturer, School of Theology, National and Kapodistrian University of Athens
The editions of the work Door of Repentance by the Athonite Skete of St. Demetrius (late 18th cent. onwards) and its anonymous translator

   The first and second editions of the work Door of Repentance (Thyra Metanoias) are the result of an initiative by the brotherhood at the Athonite Skete of St. Demetrius (Venice 1795 and 1806). The work has become established as a popular edifying read thanks to the various reissues that have been brought out since then. The Door of Repen­tance, in all of its editions without exception, is described as being ‘composed by a wise man’. However, the manuscript tradition of the work reveals that it is actually a transla­tion into simple Greek of a well-known Western theological work in Latin, which had been made in 1693 by the physician-philosopher and scholar Ioannis Komnenos (1657-1719), the later Metropolitan of Drystra, Hierotheos (1710/11-1719). This transla­tion formed part of the publishing programme of the Greek printing-press in Wallachia du­ring the rule of Constantin Brâncoveanu (1688-1714), though, for reasons unknown, it was never published. The contents of the dedicatory letter from Komnenos to Brâncove­anu (Bucharest 1699) – the only copy of which is preserved in an Athonite manuscript – is of particular interest as in it Komnenos refers not only to the reasons that compelled him to translate this work for the use and benefit of ordinary believers, but also to the way in which he worked, seeing as it was a translation of a work from the Western ec-clesiastical tradition.             






ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
SCHOLARSHIP AND ART OF MOUNT ATHOS

 

Σωτηριος Ν. Καδασ
Ὁμότ. Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας Α.Π.Θ.
γραφέας καὶ διακοσμητὴς χειρογράφων ἱερομόναχος Ἰάκωβος Σιμωνοπετρίτης (κατόπιν ἐπίσκοπος Γάνου καὶ Χώρας)

Πρόκειται για έναν σχετικά άγνωστο μέχρι τώρα καλλιγράφο και διακοσμητή ελλη­νι­κών χειρογράφων της λεγόμενης μεταβυζαντινής περιόδου, για τον οποίο οι μέχρι τώ­ρα πληροφορίες μας περιορίζονται σε έμμεσες και ελάχιστες. Με την έρευνά μας κατορ­θώ­σαμε να βρούμε νέα στοιχεία κυρίως μέσα από τα ίδια του τα χειρόγραφα. Έτσι, με βά­ση το πρώτο ενυπόγραφο χειρόγραφό του, με χρονολογία 1624, υπολογίζουμε ότι θα πρέ­πει να γεννήθηκε μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., ενώ για τον θάνατό του τον τοποθετούμε λίγο μετά το έτος 1650, οπότε έχουμε και την τελευταία μνεία του σε συνοδικό τόμο αυτού του έτους (terminus ante quem).
Το έργο του περιλαμβάνει δώδεκα χειρόγραφα, που χρονολογούνται μέσα στο α΄ μι­σό του 17ου αι. και τα οποία φυλάσσονται σε διάφορες βιβλιοθήκες, κυρίως μοναστηρι­α­κές, της Ελλάδας και του εξωτερικού. Σ’ αυτά προστίθενται δύο ακόμη, πού υπήρχαν παλαιότερα στη Μονή Σίμωνος Πέτρας, αλλά δυστυχώς κάηκαν κατά τη μεγάλη πυρ­κα­γιά της μονής στο τέλος του 19ου αι. Στα πρώτα πέντε τον συναντούμε ως Σιμωνοπε­τρίτη ιερομόναχο και κατόπιν επίσκοπο α) Σίδης και β) Γάνου και Xώρας.
Όλα τα χειρόγραφα είναι κοσμημένα με ωραία ολοσέλιδα κοσμήματα, ποικιλόσχημα επίτιτλα και πολύχρωμα αρχικά γράμματα. Επιπλέον, τα τέσσερα διαθέτουν και μικρο­γρα­φίες, με τις προσωπογραφίες των συγγραφέων των αντίστοιχων κειμένων. Γενικά, παρουσιάζουν εξαιρετικό ἐνδιαφέρον, καθώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει καλύτερα την παραγωγή χειρογράφων μιας χρονικής περιόδου, με στόχο να εντοπιστούν οι καλ­λι­τε­χνικές τάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.


Sot. N. Kadas
Emeritus Professor of Byzantine Archaeology
Aristotle University of Thessaloniki
The scribe and manuscript illuminator Hieromonk Iakovos Simonopetritis  (afterwards Bishop of Ganos and Chora)
 
Iakovos Simonopetritis is still a relatively little-known calligrapher and manuscript illuminator of the so-called Post-Byzantine period, and information about him today is sketchy or based on secondary sources. Our research, mainly using the manuscripts themselves, has shed new light on this monk. Therefore, based on his first signed ma­nuscript, dated 1624, we calculate that he must have been born in the last quarter of the 16th century while we place his death after 1650, when we find his last citation in a synod tome of that year (terminus ante quem).
His work includes twelve manuscripts of the first half of the 17th century, which are to be found in various libraries, principally in monasteries in Greece and abroad. There were once two others kept at the Monastery of Simonos Petra but which sadly perished in the great fire at the monastery at the end of the 19th century. The first five were done while  a  Simonopetritis hieromonk and afterwards as Bishop of a) Sidi and b) Ganos and Chora.
All the manuscripts are adorned with exquisite full-page ornamentation, variously sha­ped headpieces and multicoloured initials. Furthermore, four of them feature mini­a­tures with portraits of the writers of the corresponding texts. Their enormous overall fa­scination lies in the fact that by focussing on the output of a particular period we may be able to identify the artistic trends and peculiar characteristics of that period. 




Γeωργιοσ Χρ. Τσιγαρασ
Ἐπικ. Καθηγητὴς Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Μονῆς Διονυσίου, τὸ ρεῦμα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν τέχνη τοῦ Πανσελήνου καὶ κύκλοι λογίων

Το παρεκκλήσιο του Καθίσματος των Αγίων Αποστόλων φέρει τοιχογραφίες που φι­­λο­τεχνήθηκαν σε τρεις φάσεις: Στις αρχές του 18ου αιώνα χρονολογείται μια ομάδα τοιχογραφιών που βρίσκονται στο ιερό βήμα και πρόκειται για έργο καλλιτεχνικού ερ­γα­στηρίου που ακολουθεί το συντηρητικό ρεύμα. Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης μπορούν να χρονολογηθούν στα μέσα του 18ου αιώνα και είναι έργο άγνωστου ζωγρά­φου που ακολουθεί το ρεύμα της επιστροφής στην τέχνη του Πανσελήνου, ενώ αυτές της τρίτης φάσης φιλοτεχνήθηκαν το 1811, προφανώς από τοπικό αγιορείτικο εργαστή­ριο.    
Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί υποδηλώνουν παρουσία λογίων μοναχών στη Μονή Διονυσίου κατά τον 18ο αιώνα, οι οποίοι προ­φα­νώς εκφράζουν τις αισθητικές τους προτιμήσεις υιοθετώντας με την τέχνη της πα­λαιο­λόγειας περιόδου αλλά και της σύγχρονής τους καλλιτεχνικής κίνησης όπως αυτή εκ­φράστηκε από τον Διονύσιο εκ Φουρνά, που ακολουθεί, ως γνωστόν, την τέχνη του Παν­­σέληνου. Επιπρόσθετα, το τοιχογραφικό αυτό σύνολο αποκτά σημασία, επειδή επι­λέ­χθηκε η συγκεκριμένη αυτή τάση σε μία μονή στην οποία κυριαρχούν τα έργα κατα­ξι­ω­μένων καλλιτεχνών του 16ου και 17ου αιώνα που ακολουθούν την Κρητική «Σχολή», όπως οι ζωγράφοι Τζώρτζης, ο μοναχός Δανιήλ και ο Μερκούριος.    

George Chr. Tsigaras
Assistant Professor, Democritus University of Trace
The frescoes in the Chapel of the Holy Apostles at the Monastery of Dionysiou: the tendency to return to the art of Panselinos and circles of scholars

The chapel in the Kathisma of the Holy Apostles contains frescoes that were painted in three different phases: from the early 18th century dates a group of frescoes in the sanctuary that were painted by a workshop that followed the conservative current; the frescoes of the second phase can be dated to the mid-18th century and were executed by an unknown painter who followed the tendency to return to the art of Panselinos, while those of the third phase were painted in 1811, evidently by a local Athonite workshop. 
The frescoes of the second phase are of particular interest as they suggest the pre­sence of learned monks at the Monastery of Dionysiou during the 18th century, monks who evidently expressed their aesthetic preferences by adopting elements of Palaeologan art and also the artistic movement of their own day, as expressed by Dionysios of Four­na, which, as is well known, followed the art of Panselinos. This ensemble of frescoes is of particular significance because this particular tendency was chosen in a monastery do­minated by the works of accomplished artists of the 16th and 17th centuries who followed the Cretan ‘School’, such as the painters Tzortzes, Daniel the monk and Mer­kou­rios.    



Δημητριος Λιάκος
Δρ. Ἀρχαιολόγος , 10η Ε.Β.Α.
Λόγια πρόσωπα καὶ λόγιο περιβάλλον στὸ Ἅγιον Ὄρος (14ος - 18ος αἰ.):  ἡ δυναμική τους στὴν τέχνη

Στην ανακοίνωση σκιαγραφούνται όψεις του φαινομένου της φιλοτέχνησης έργων τέ­χνης στο Άγιον Όρος, στη διαδικασία της οποίας εμπλέκονται ποικιλοτρόπως κοσμι­κά ή εκκλησιαστικά πρόσωπα, που είναι φορείς υψηλής παιδείας. Θα γίνει επιλεκτική αναφορά περιπτώσεων που καλύπτουν την περίοδο από τον 14ο έως τον 18ο αι.
Η συνεξέταση όλων των δεδομένων (υφολογικών γνωρισμάτων, ιστορικών συμφρα­ζο­μέ­νων, βιογραφικών στοιχείων) οδηγεί σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις, όσον αφορά τον ιδιαίτερο ρόλο των προσώπων που συνδέονται με συγκεκριμένα έργα, αλλά και τα κί­νητρα των πράξεών τους που συνάπτονται με την κοσμική ή εκκλησιαστική τους ιδι­ότητα.

Dimitris Liakos
Dr of Archaeology, 10th Ephorate of Byzantine Archaeology
Scholars and the scholarly environment of Mount Athos (14th-18th centuries): their impact on art

In this paper, aspects of the crafting of works of art on Mount Athos are delineated. This craft involved people both secular and ecclesiastic, who were also highly educated. Selective reference will be made to cases covering the period from the 14th to the 18th cen­turies.
The examination of all the facts (stylistic features, historical contexts, biographical elements) leads to concrete observations, regarding the particular role these people pla­yed in specific works, as well as the motivation behind their actions attached to their se­cular or ecclesiastic status.




ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
(19ΟΣΑΡΧΕΣ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ)
SCHOLARSHIP AND MOUNT ATHOS IN MODERN TIMES
(19THEarly 20th century)



Μοναχος Θεολογος Ιβηριτης
Πέντε Ἁγιορεῖτες Ὑμνογράφοι καὶ Βιβλιογράφοι τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας

Κατὰ τὴν σύνταξη τῶν δύο τελευταίων τόμων τοῦ καταλόγου τῶν ἑλληνικῶν χειρο­γρά­φων τῆς Μονῆς μας απὸ τὸν κ. Χαρίτωνα Καρανάσιο, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν τὸ μεγα­λύ­τερο μέρος τῶν χειρογράφων (570 περίπου) ποὺ ἔχουν προστεθεῖ στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς μετὰ τὸ 1900, προερχόμενα εἴτε ἀπὸ ἐξαρτήματα, εἴτε ἀπὸ τὸ Καθολικὸ καὶ τὰ παρεκκλήσια της, ὅπου κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἦταν μέχρι πρόσφατα σὲ χρήση, καὶ ποὺ τὰ περισσότερα ἔχουν ὑμνολογικὸ περιεχόμενο, ἀνιχνεύσαμε‒σὲ δεκάδες κώδι­κες‒ τὴν ὑ­μνο­­γραφικὴ καὶ βιβλιογραφικὴ δραστηριότητα πέντε Ἁγιορειτῶν τῆς ὕστε­ρης Τουρ­κοκρατίας (ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ τέσσερις ἐγκαταβίωσαν στὴν ἰβηριτικὴ Σκή­τη τοῦ Τι­μίου Προδρόμου): Τοῦ γνωστοῦ διδασκάλου Χριστοφόρου Προδρομίτη, ἡ ὑμνο­γρα­φικὴ δραστηριότητα τοῦ ὁποίου εἶναι σχεδὸν ἄγνωστη, τοῦ γνωστοῦ ὑμνο­γρά­φου Ἰακώβου Νεασκητιώτη, τοῦ ὁποίου ὅμως ἄγνωστες συνθέσεις, οἱ περισσό­τε­ρες αὐτόγραφες, περι­έ­χονται σὲ χειρόγραφα τῆς Μονῆς μας, καὶ τριῶν Ἰβηροσκητιω­τῶν τῶν ὁποίων ἡ ἐλά­χιστα γνωστὴ δράση ἐκτείνεται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου ἕως τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ­ώ­να: Τῶν ὑμνογράφων καὶ βιβλιογράφων Νήφωνος τοῦ Σιφνίου καὶ Γε­ρα­σί­μου τοῦ Να­ξί­­ου καὶ τοῦ ἀκαταπόνητου γραφέα Μιχαὴλ τοῦ Θηραίου, ὁ ὁποῖος ἀν­τι­γράφει κυρί­ως ὑμνο­λο­γι­κὰ ἔργα.
Στην ἀνακοίνωσή μας θὰ παρουσιάσουμε πολλὲς ἄγνωστες ὑμνογραφικὲς συνθέσεις τῶν ἐν λόγῳ ὑμνογράφων (πλήρεις ἀκολουθίες ἢ ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν) ποὺ δὲν συμ­περιλαμβάνονται στὰ ἐν χρήσει Μηναῖα, σημαντικὸ μέρος τῶν ὁποίων συντά­χθη­κε κατὰ παραγγελίαν κελλιωτῶν ἢ μοναστηριακῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὴ μέ­ρι­μνά τους νὰ τιμήσουν κάποιον Ἅγιο. Ἔτσι, θὰ γνωστοποιηθεῖ μέρος τῆς ὑμνογρα­φι­κῆς ἔ­κρη­ξης τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ μιὰ πνευματικὴ ἁκμὴ τῆς ἐποχῆς, ἐν πολ­λοῖς ἄγνωστη μέχρι σήμερα.

Monk Theologos Iveritis
Five Athonite Hymnographers and Bibliographers
of the late Ottoman period


During the compiling by Hariton Karanasios of the last two volumes of the catalogue of Greek manuscripts at our Monastery, which relate to the bulk of the manuscripts (approximately 570) added to the Monastery’s library after 1900, deriving either from dependencies or from the Catholikon and its chapels, some of which were until recently in use and are of hymnological content, we traced – amongst dozens of codices – the hymnographical and bibliographical activity of five Athonite monks of the late Ottoman period (four of whom lived in the Iviron skete of Timios Prodromos) the names of whom are: the renowned teacher Christophoros Prodromitis, whose hymnographical activity was virtually unknown; the famous hymnographer Iakovos Neasketiotis, whose unknown compositions however, for the most part autographed, are contained in our Monastery’s manuscripts; three Iviron scete dwellers whose little-known activity stretches from the middle of the 19th century until the beginning of the 20th century; the hymnographers and bibliographers Niphon of Sifnos and Gerasimos of Naxos; finally the indefatigable scribe Michail of Thira, who copied principally hymnological works.
In our paper, we will be presenting many unknown hymnographical compositions of the above hymnographers (full acolouthia or brief inserted sequences) which are not included in the Menaion now in use, a large part of which was written upon request by the kellia or monastery monks of Mount Athos, so as to honour a certain saint. In this way, a part of the hymnographic flowering of the 19th century will have some light shed on it, reflecting as it does a spiritual peak of the period very much unknown until now.



Παταπιος Μοναχος Καυσοκαλυβιτης
Βιβλιοθηκάριος Σκήτης Καυσοκαλυβίων – Δρ. Θεολογίας
Ἀπὸ τὰ «Πάτρια» στὴν «Ἀθωνιάδα» τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου (19ος αἰώνας).
Ἡ καταγραφὴ τῆς Ἀθωνικῆς Ἱστορίας ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες Λογίους

Στο Άγιον Όρος, από πολύ νωρίς, δημιουργήθηκε η ανάγκη διατηρήσεως της συλ­λο­γικής ιστορικής μνήμης της μοναστικής κοινότητας. Έτσι, αρχικά σε προφορική και αργότερα σε γραπτή μορφή, άρχισε να καταγράφεται η άποψη που οι ίδιοι οι Αγιορείτες πατέρες διαμόρφωσαν σταδιακά γύρω από το παρελθόν του τόπου τους, την ονομασία και τις απαρχές της ιδρύσεως τόσο του Αγίου Όρους, ως μοναστικού κέντρου αλλά και των επιμέρους ιερών μονών καθώς και της λατρευτικής ζωής σ’ αυτές. Ήδη από τον 16ο αιώνα, κυκλοφορούν συλλογές Διηγήσεων, οι οποίες καταγράφουν πατριογραφικές παρα­δόσεις του Αγίου Όρους, όπως είναι η «Ανάμνησις μερική περί του Αγίου Όρους Άθω εκ παλαιών ιστοριών» και τα «Πάτρια του Αγίου Όρους». Όψεις της αθωνικής ιστο­ρί­ας παρέχονται και από Αγιορείτες συντάκτες χειρόγραφων συλλογών και συγγραφείς κειμένων, στα οποία αποτυπώνονται αγιολογικές και λειτουργικές αθωνικές παραδό­σεις.
Από τα μέσα του 18ου  αιώνα, κατεβλήθη στο Άγιον Όρος προσπάθεια για μία συ­στη­ματικότερη μελέτη της ιστορίας του. Έτσι έχουμε την ανάδειξη πλειάδας λογίων μοναχών με πολυσχιδή πνευματική δράση, που εστίαζαν στη μελέτη της ιστορίας του τό­που τους, μέσα από τις βιβλιοθήκες και τα αρχεία των αθωνικών μοναστικών ιδρυμά­των. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, τα ερευνητικά αιτούμενα και η μεθοδολο­γική προ­σέγ­γιση εκ μέρους τους, δεν υπολείπονταν από τον τρόπο εργασίας των άλλων ιστορικών της εποχής τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους Αγιορείτες, που συνέβαλαν καθο­ρι­στι­κά στις αγιορειτικές έρευνες ξεχωρίζουν μορφές όπως οι: όσιος Νικόδημος ο Αγιο­ρεί­της, Θεοδώρητος Λαυριώτης ο εξ Ιωαννίνων, Σωφρόνιος Καλλιγάς, Κοσμάς Βλά­χος, Αλέξανδρος Λαυριώτης Ευμορφόπουλος, Γεράσιμος Σμυρνάκης, Ευλόγιος Κου­ρίλας, Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, Χριστοφόρος Κτενάς, Σπυρίδων Καμπανάος, Αρ­κάδιος Βα­τοπαιδινός, Ιωακείμ Ιβηρίτης, κ.α.
Στην παραπάνω χορεία των Αγιορειτών λογίων που κατέγραψαν συστηματικά την αθωνική ιστορία, ξεχωριστή θέση κατέχει ο μοναχός Ιάκωβος Νεασκητιώτης (+ 1869), κυρίως με το έργο του: Βίβλος παλαιών και νέων υπομνημάτων Αθωνιάς καλουμένη. Η Αθωνιάς συντάχθηκε την περίοδο 1848-1865 και αποτελεί εκτενέστατη ιστορία του Α­γί­ου Όρους και του Αγιορειτικού Μοναχισμού από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια έως την εποχή του συγγραφέα.
Στην παρούσα εισήγηση γίνεται συστηματική ανάλυση του έργου, των πηγών του καθώς και τις επιδράσεως που αυτό είχε στην εξέλιξη της αθωνικής ιστοριογραφίας.


Monk Patapios Kafsokalyvitis
Librarian at the Skete of Kafsokalyvia, Dr. of Theology
From the Patria to the Athonias of monk Iakovos of New Skete (19th century): The recording of Athonite history by the learned Athonite fathers.

On Mount Athos at a very early date a need arose to preserve the collective historical memory of the monastic community. Thus, at first orally and then in written form, the Athonite fathers began to record their own account, which they gradually developed over the course of time, of the history of their region, its name and the origins of the foundation both of Mount Athos itself as a monastic centre and of the individual monasteries, as well as the devotional life within them. Already in the 16th century col­lec­tions of narratives were in circulation that recorded Athonite patriographic tradi­tions, such as the Partial Remembrance of the Holy Mountain of Athos from Old Stories and the Patria of the Holy Mountain. Views of Athonite history are also provided by Athonite editors of collections of handwritten accounts and authors of texts recording Athonite hagiological and liturgical traditions.
From the mid-18th century onwards, an attempt was made on Mount Athos to carry out a more systematic study of its history. Thus there emerged a number of learned monks with manifold spiritual interests who concentrated on studying the history of their region through the libraries and archives of Athos’s monastic foundations. Indeed, in some cases the research requirements and methodological approach of the monks were in no way inferior to the working methods of the other historians of their age. Amongst these Athonite monks, who made such a decisive contribution to Athonite research, stand out such figures as St. Nikodimos of the Holy Mountain, Theodoritos of the Lavra from Ioannina, Sophronios Kalligas, Cosmas Vlachos, Alexandros Evmorpho­poulos of Lavra, Gerasimos Smyrnakis, Evlogios Kourilas, Sophronios Evstratiadis, Chri­stophoros Ktenas, Spyridon Kampanaos, Arkadios of Vatopedi, Ioakeim of Iviron, etc.
In the above list of Athonite scholars who systematically recorded the history of Athos a special place is reserved for the monk Iakovos of New Skete (†1869), mainly be­cause of his work Book of Old and New Annotations, or Athonias. The Athonias was compiled in the period 1848-1865 and constitutes a very extensive history of Mount Athos and Athonite monasticism from early Christian times up until the author’s day.
The present paper makes a systematic analysis of the work, its sources and the influence it had on the development of Athonite historiography.               



Δημοσθενης Στρατηγοπουλος
Λέκτορας Τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἐθνολογίας Δ.Π.Θ.
Λόγιοι Ἁγιορεῖτες συντάκτες Θεοτοκαρίων

Στην εισήγησή μας εξετάζεται η μετάβαση από τη χειρόγραφη στην έντυπη μορ­φή του λειτουργικού βιβλίου του Θεοτοκαρίου, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε μεταξύ 17ου και 18ου αι. στο Άγιο Όρος.
Η πρώτη έκδοση του Θεοτοκαρίου έγινε από τον Αγάπιο Λάνδο το 1643 και βα­σίστηκε σύμφωνα με προσωπική του ομολογία σε αγιορειτικά χειρόγραφα. Στη συνέ­χεια στο Άγιο Όρος, το πρώτο μισό του 18ου αι., κυκλοφόρησε σε διάφορα χειρόγραφα (έχουν εντοπιστεί επτά μέχρι σήμερα) το Θεοτοκάριον του Λουκά Νικαέως. Αργότερα, ο Καισάριος Δαπόντες εξέδωσε το 1770 το Εγκόλπιον Λογικόν, ένα ιδιόμορφο Θεοτο­κάριο με έμμετρους ύμνους που συνέθεσε ο ίδιος, ενώ το 1783 συγκρότησε ένα χειρό­γραφο Θεοτοκάριον (σώζεται το αυτόγραφό του) εξίσου ιδόρρυθμο με το πρώτο, καθώς περι­έχει και κανόνες στη Θεοτόκο και έμμετρους ύμνους. Τέλος, το 1796 τυπώθηκε το Νέον Θεοτοκάριον του άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη, που φαίνεται ότι είχε ως πρό­τυπο εκείνο του Λουκά Νικαέως, και εκτόπισε όλα τα προηγούμενα.
Επομένως, τέσσερεις Αγιορείτες χρησιμοποιώντας αγιορειτικά χειρόγραφα, ο Αγά­πι­ος Λάνδος, ο Λουκάς Νικαεύς, ο Καισάριος Δαπόντες και ο άγιος Νικόδημος, είναι αυ­τοί που συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της έντυπης μορφής του λειτουρ­γι­κού βιβλίου του Θεοτοκαρίου.

Dimosthenis Stratigopoulos
Lecturer in the History and Ethnology Department of Democritus University of Thrace
Athonite Scholars – writers of the Theotokarion
(book of hymns to the Mother of God)


Our paper examines the transition from the manuscript to the printed form of the liturgical book of the Theotokarion, as it evolved between the 17th and 18th centuries on Mount Athos.
The first edition of the Theotokarion was produced by Agapios Landos in 1643 and was based, according to his own admission, on Mount Athos manuscripts. Later, in the fir­st half of the 18th century on Mount Athos there circulated in various manuscripts (seven have been found to date) the Theotokarion of Loukas Nikaeus. Then, in 1770, Kai­­sarios Dapontes published the Egkolpion Logikon, a somewhat singular Theotoka-rion with hymns metrical in form composed by himself, while in 1783 he compiled a manuscript Theotokarion (his autograph is extant) as unique as the first, since it con-tains also canons to the Theotokos (Mother of God) as well as hymns in verse form. Finally, in 1796, the Neon Theotokarion was published by Saint Nikodemus the Hagio-rite, who it appears regarded Loukas Nikaeus’ hymns as a model and thus removed all previous ones.
Consequently, four Athonite monks used Mount Athos manuscripts, Agapios Lan­dos, Loukas Nikaeus, Kaisarios Dapontes and Saint Nikodemus and effectively contri­buted to shaping the printed form of the liturgical book of Theotokarion.


Γεωργιος Ξεινος
Συγγραφέας | Πρόεδρος τῆς Ἑταιρίας Μελέτης  Ἴμβρου καὶ Τενέδου | π. Πρόεδρος τῆς Ἑταιρίας Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης
Ἡ θεμελίωση τῆς ἐκπαίδευσης στὴν Ἴμβρο.
Ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανὸς καὶ τὸ Μετόχι τῶν Ταξιαρχῶν

 Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν δρομολογούνται οι προσπάθειες της αναγέννησης του Γένους, στην Ίμβρο γίνονται εμφανείς οι πρώτες προσπάθειες εκπαίδευσης υπό τη μορφή της διδασκαλίας από αγιορείτες μοναχούς.
Αποφασιστικό ρόλο στη θεμελίωση και την εξέλιξη της εκπαίδευσης στο νησί έπαιξε ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός ο Ίμβριος (1773-1851), ο οποίος πρώτος άρχισε να διδάσκει συστηματικά στο Μετόχι των Ταξιαρχών, το οποίο είχε κατάλληλα διαμορφώ­σει με τη συνδρομή της Μονής Κουτλουμουσίου.
Παρά το γεγονός ότι ο Βαρθολομαίος για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα βρέθη­κε μακριά από την πατρίδα του διδάσκοντας στη Θεσσαλονίκη, τη Μασσαλία, τη Βενε­τία, την Κέρκυρα και την Κωνσταντινούπολη, οι ενέργειες του υπήρξαν απολύτως κα­θο­­ριστικές για την εξέλιξη της εκπαίδευσης στην Ίμβρο, αφού οι διδάξαντες, μέχρι και το τέλος περίπου του 19ου αιώνα, ήταν μαθητές του.
Η ευρυμάθεια του και το βάθος των γνώσεων του, η προσήλωση του στην παιδεία, η φυλογένεια και η φιλοπατρία του υπήρξαν οι κύριοι συντελεστές του έργου του, όχι μό­νο ως θεμελιωτή της εκπαίδευσης στο νησί του, αλλά και ως συγγραφέα και αναμορ­φωτή της εκπαίδευσης σε σχολές πρώτου μεγέθους της εποχής του, όπως ήταν το Φλαγ­­γίνειο Φροντιστήριο της Βενετίας και η Ελληνεμπορική στη Χάλκη.

Giorgos Xinos
Writer | President of the Imbros and Tenedos Studies Association | Former President of the Writers’ Company of Thessaloniki
The foundation of education on Imbros Vartholomaios Koutloumousianos and the Metochion of the Taxiarches

At the end of the 18th century, when plans were being laid for the rebirth of our People, the first attempts at education were seen on Imbros in the form of instruction by Athonite monks.
A crucial role in the establishing and growth of education on the island was played by Vartholomaios Koutloumousianos the Imbriot (1773-1851), who was the first to start teaching systematically at the Metochion of the Taxiarches, which, with the help of the Koutloumousiou Monastery, he arranged appropriately.
Despite the fact that Varthomolaios spent long periods away from his birthplace, teaching in Thessaloniki, Marseille, Venice, Corfu and Constantinople, his actions were absolutely critical for the development of education on Imbros, since those who taught there until around the end of the 19th century had been his students.
His erudition and his profound knowledge, his devotion to learning and his love for his people and nation were the main focus of his work, not just as a founder of edu-cation on his island but also as a writer and reformist of education in schools of the hig-hest rank of the time, such as were the Flangianon Frondistirion (Collegio Flanginiano) of Venice and the Greek Commercial School of Halki.     



Αθανασιοσ Καραθανασησ
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ὁ Χριστόφορος Κτενᾶς, ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχὸς

Ο Χριστόφορος Κτενάς (Λευκάδα 1864 – Γαλάτσι Ρουμανίας Δεκέμβριος 1940) συ­νέ­δεσε τον βίο του με το Άγιον Όρος, από το 1881, όταν για πρώτη φορά ήλθε εδώ και ως τον θάνατό του. Μαθητής αρχικώς της Αθωνιάδος Σχολής, αρχιγραμματεύς της Ιε­ράς Κοινότητος του Αγίου Όρους από το 1894 – 1899 (;), το 1913 και 1915 – 1918. Είχε ήδη καρεί μοναχός το 1884 και είχε σπουδάσει στην Αθωνιάδα, στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης και σ’ αυτήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε σχολάρχης της Αθωνι­ά­δος (1901 – 1903), κατόπιν πρεσβύτερος των ναών της Αγίας Ευφημίας και Αγίας Τρι­ά­δος στην Χαλκηδόνα, πρωθιερεύς του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος των Ελλήνων της Κωστάντζας την περίοδο 1907 – 1913. Επέστρεψε το 1913 στο Άγιον Ό­ρος και αγωνίσθηκε κατά των προσπαθειών εκρωσσισμού του συντάσσοντας και υπό-μνη­μα κατά του Πανσλαβισμού, και πάλιν αρχιγραμματεύς της Ιεράς Επιστασίας ως το 1918. Απεσύρθη στην συνέχεια στην Μ. Κουτλουμουσίου, όπου θα παραμείνει ως τον Νοέμβριο του 1922, οπότε μετέβη στο Γαλάτσι, όπου ως το 1932 διετέλεσε πρωθιερεύς του εκεί ναού των Ελλήνων. Την περίοδο 1932 – 1940 ήταν πρωθιερεύς του ναού της Α-γίας Τριάδος των Ελλήνων του Μπρασοβού. Με την διάλυση της ελληνορθοδόξου Κοι-νότητος του Μπρασοβού επέστρεψε στο Γαλάτσι, όπου και απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 1940.
Τα κυριώτερα συγγράμματα του Χριστοφόρου Κτενά :
Το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως, Κπολις 1911, Λόγος, Αθήνα 1912.
Η εν τω Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Δοχειαρίου και αι προς τον δούλον Γένος υπηρεσίαι αυτού, 1926.
Τα γράμματα εν Αγίω Όρει και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, Αθήναι 1922.
Η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845 – 1916, Αθήναι 1933.
Λεύκωμα της εν Στεφανουπόλει Εθνικής Ελληνικής Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος επί τη εκατοπεντηκονταετηρίδι αυτής 1787 - 1937, Βουκουρέστι 1937.

Athanasios Karathanasis
Professor of the Faculty of Theology, AUTH
Christophoros Ktenas, the learned monk of Iviron

The life of Christophoros Ktenas (Lefkada 1864 – Galaţi Romania December 1940) was linked with Mount Athos from his first visit in 1881until his death. Initially a pupil of the Athonias Academy, Archsecretary of the Holy Community of Mount Athos from 1894 until 1899 (?), 1913 and from 1915 till 1918. He was tonsured as a monk in 1884 and had studied in the Athonias Academy in the Theological School of Chalki and at the University of Athens. He was Head Teacher at the Athonias Academy (1901-1903), later presbyter of the Churches of Aghia Euphemia and Aghia Triada in Chalkidon, and protoiereus at the Greek Church of the Metamorphosis of the Saviour in Konstanţa during the period 1907-1913. He returned to Mount Athos in 1913 and contributed to the effort to repulse the attempts at Russification there by writing a memorandum opposing Pan-Slavism. Once again he returned to the position of Archsecretary of the Holy Community until 1918. He then withdrew to Koutloumousiou Monastery, where he remained until November 1922, when he moved to Galaţi and until 1932 was charged with the duties of protoiereus at the Greek church. From 1932 until 1940 he fulfilled the same role at the Greek church of Aghia Triada at Brasov. Following the dissolution of the Greek Orthodox community at Brasov, Ktenas returned to Galaţi, where he passed away in December 1940.
The most important works of Christophoros Ktenas are:
Το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως, [To mistirion tis metanoias kai exo-mologiseos], Constantinople 1911, Logos, Athens 1912.
Η εν τω Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Δοχειαρίου και αι προς τον δούλον Γένος υπηρεσίαι αυτού, [I en to Agio Orei Iera Moni tou Docheiariou kai ai pros ton doulon Genos upi-resiai aftou]  1926.
Τα γράμματα εν Αγίω Όρει και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, [Ta grammata en Agio Orei kai i Megali tou Christou Ekklisia] Athens1922].
Η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845 – 1916, [I sigchronos Athonias Scholi kai oi en afti didaxantes apo tou 1845-1916], Athens 1933.
Λεύκωμα της εν Στεφανουπόλει Εθνικής Ελληνικής Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος επί τη εκατοπεντηκονταετηρίδι αυτής 1787 – 1937 [Lefkoma tis en Stefanoupolei Ethnikis Ekklisias tis Agias Triados epi ti ekatopentikontaetiridi aftis 1787-1937], Buc­ha­rest 1937.
Αι επιγραφαί και οι αφιερωταί της εν Στεφανουπόλει Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλη­σίας της Αγίας Τριάδος [Ai epigrafai kai oi afierotai tis en Stefanoupolei Orthodoxou Ellinikis Ekklisias tis Agias Triados], Bucharest 1938.




Lora Gerd
Ρωσικὴ Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν
Ρῶσοι ἐπιστήμονες στὸ Ἅγιον Ὄρος στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα

Ο 19ος αιώνας σηματοδότησε την απαρχή της «ανακάλυψης» του Αγίου Όρους από τους ευρωπαίους λόγιους και περιηγητές. Την περίοδο 1840-1850 επισκέφθηκαν τον Άθω δύο επιφανείς ρώσοι βυζαντινολόγοι και ανατολιστές, οι αρχιμανδρίτες Πορφύριος Ουσπένσκι και Αντονίν Καπούστιν. Οι δραστηριότητές τους απασχόλησαν επανειλημ-μένως τους σύγχρονους ερευνητές. Παρόλα αυτά, τα πλούσια αρχεία τους παρέχουν ακόμη και σήμερα ευκαιρίες ανάδειξης άγνωστων έως τις μέρες μας γεγονότων.
Οι ρώσοι λόγιοι έχουν συχνά κατηγορηθεί για κλοπές χειρογράφων από βιβλιοθήκες της ορθόδοξης Ανατολής. Η μελέτη των αρχείων τους -ημερολογίων και αλληλο-γραφίας- μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα χειρόγραφα των συλλογών τους αγοράστηκαν ή δωρίθηκαν και μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποκτήθηκαν χωρίς την άδεια των κατόχων τους. Έχουμε στη διάθεσή μας πλήθος περιγραφών των βιβλιοθηκών της Ανατολής από ρώσους και δυτικοευρωπαίους περιηγητές του 19ου αι-ώνα. Στο σύνολό τους, οι περιγραφές αυτές επισημαίνουν τις κακές συνθήκες φύλαξης των χειρογράφων, ενώ στηλιτεύουν αναρίθμητα περιστατικά απαράδεκτης χρήσης πα-λαιών βιβλίων -ως μέσα στερέωσης παραθύρων, ως χαρτί περιτυλίγματος ή ακόμη και ως καύσιμη ύλη. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τονίζει στα σχόλιά του επί των ιερών κα­νόνων («Πηδάλιον», τέλη 18ου αιώνα) ότι απαγορευόταν η χρήση των παλαιών βι-βλίων για την κατασκευή τσιγάρων. Εκατοντάδες χειρόγραφα χάθηκαν εξαιτίας της υγρασίας, των πυρκαγιών και των τρωκτικών. Η ένδεια και η ελλιπής εκπαίδευση των μοναχών συνέβαλαν στο θλιβερό αυτό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, οι συλλέκτες, Δυτι-κοευρωπαίοι και Ρώσοι, θεωρούσαν ότι η αφαίρεση ενός χειρογράφου από ένα σκονι-σμένο και υγρό υπόγειο, ή η αγορά του έναντι ευτελούς τιμήματος, δεν τους καθιστούσε κλέφτες (την πεποίθησή τους αυτή συμμεριζόμαστε και εμείς σήμερα). Τουναντίον, ή-ταν πεπεισμένοι ότι έσωζαν αυτούς τους θησαυρούς από τα χέρια των απαίδευτων κα-τόχων τους, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν την αξία τους.
Ο Πορφύριος Ουσπένσκι (1804-1885), επικεφαλής της Ρωσικής Πνευματικής Απο-στολής στα Ιεροσόλυμα (1847-1853), επισκέφθηκε δύο φορές τον Άθω, το 1845-46 και το 1858-61. Ο ίδιος συνέγραψε λεπτομερείς περιγραφές αμφοτέρων των επισκέψεών του, οι οποίες εκδόθηκαν σε δύο τόμους και αποτελούν πολύτιμη πηγή για την ιστορία του Αγίου Όρους τον 19ο αιώνα. Στον Άθω μελέτησε διάφορα ελληνικά και σλαβικά χει-ρό­γραφα και απέκτησε ορισμένα από αυτά για τη συλλογή του. Η αλληλογραφία του Πορφύριου Ουσπένσκι, η οποία διασώθηκε ως μέρος του αρχείου του (και σήμερα φυ-λάσσεται στο αρχείο της Ακαδημίας Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης), παρέχει ανα-λυτικές πληροφορίες σχετικά με το έργο του Πορφύριου στον Άθω και τα χειρόγραφα της συλλογής του.
Για παράδειγμα, στον έβδομο τόμο του ημερολογίου του με τίτλο «Το βιβλίο της ζωής μου» (“Kniga Bytija moego”), το οποίο εκδόθηκε το 1904, ο Πορφύριος αναφέρε­ται στην επίσκεψή του στο Ιερόν Κελλίον Διονυσίου του εκ Φουρνά στις Καρυές, τον Μάιο του 1861. Ο πατήρ Μελέτιος, ο οποίος ζούσε στο συγκεκριμένο κελλί, του έδειξε πολλές παλιές εικόνες. Ο Πορφύριος αγόρασε τρεις από αυτές και ένα παλιό «Συνα­ξά­ριον», το οποίο χρονολογείτο από το 1249 και είχε γραφεί από κάποιον Πέτρο, τον 10ο αιώνα. Έξι επιστολές του Μελέτιου (Μάιος 1863-Μάιος 1874), οι οποίες φυλάσσονται στο αρχείο του Πορφύριου, φωτίζουν κάπως περισσότερο το συγκεκριμένο περιστατικό. Ο Μελέ-τιος ζητούσε την επιστροφή των εικόνων και του χειρογράφου, ισχυριζόμενος ότι είχε λάβει τα χρήματα μόνο για να παραχωρήσει στον Πορφύριο το δικαίωμα να εξε­τάσει τα εν λόγω αντικείμενα, όχι να τα ιδιοποιηθεί και να τα πάρει μαζί του. Ο Πορφύ­ριος δεν απάντησε σε αυτές τις επιστολές, το δε χειρόγραφο του «Συναξαρίου» από τις Καρυές βρίσκεται τώρα στην Εθνική Ρωσική Βιβλιοθήκη, στην Αγία Πετρούπολη.­
Σε μια επιστολή του προς τον προκαθήμενο της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορ-θόδοξης Εκκλησίας (γραμμένη την 1η Μαρτίου 1858), ο Πορφύριος πρότεινε ένα σχέδιο για την κατάρτιση καταλόγων των συλλογών της ορθόδοξης Ανατολής προκειμένου να αποτραπεί η λεηλασία τους από τους δυτικοευρωπαίους περιηγητές. Τα χειρόγραφα των μοναστηριών θα ετίθεντο στη διάθεση των ερευνητών για σύντομα μόνο χρονικά δια­στήματα, ενώ οι αγορές χειρογράφων θα ήταν δυνατές μόνον από ιδιώτες.
Όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος επέμεινε, τον Νοέμβριο του 1860, στην επιστροφή του σιναϊτικού κώδικα της Βίβλου από τη Ρωσία, ο Πορφύριος του απάν­τησε ότι «Τα παλαιά αντικείμενα μπορούν να τα αφαιρέσουν και να τα ιδιοποι-ηθούν Άγγλοι, Γάλλοι ή Γερμανοί, ενώ στα χέρια μας θα είναι ασφαλή. Η ημετέρα Κα-θολική Εκκλησία είναι ένας μέγας οίκος, όπου εγκαταβιούν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σκύθες. Εάν χρειάζεστε τον κώδικα για ερευνητικούς λόγους, είστε ευπρόσδεκτοι να εργαστείτε με τον ίδιο τρόπο που εμείς διεξάγουμε το ερευνητικό μας έργο στις βιβλιο-θήκες σας». Η άποψη αυτή απηχούσε την αντίληψη περί πρωτοκαθεδρίας της Ρωσίας στον ορθόδοξο κόσμο, καθώς και περί της ενότητας των χριστιανών της Ανατολής υπό ρωσική καθοδήγηση, την οποία ο Πορφύριος συμμεριζόταν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850 ένας άλλος διάσημος ρώσος λόγιος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος. Ήταν ο αρχιμανδρίτης Αντονίν Καπούστιν, ιερέας της ρωσικής αποστολής στην Αθήνα (1850-60). Την πρόσκληση για την επίσκεψή του αυτή είχε λάβει από τον Πέτρο Σεβαστιάνοφ, ιστορικό τέχνης και έναν από τους πρώτους φωτογράφους των τοιχογραφιών και των εικόνων του Αγίου Όρους. Το ταξίδι του Αντονίν στο Άγιον Όρος περιγράφεται στο βιβλίο του με τίτλο «Zametki poklonnika Sviatoj Gory» (Κίεβο, 1864). Τις πληροφορίες που παρέχει το βιβλίο του συμπληρώνει το ανέκδοτο ημερολό-γιό του.
Ο πρωταρχικός σκοπός της επίσκεψης του Αντονίν στον Άθω ήταν η μελέτη των βιβλιοθηκών, τόσο των ελληνικών όσο και των σλαβικών. Μια από τις κύριες και πλέον σημαντικές δραστηριότητές του ήταν η καταλογογράφηση των συλλογών χειρογράφων κωδίκων. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εργασία του αντιμετωπίσθηκε με αρνητική διάθεση και καχυποψία από τους μοναχούς. Έτσι, στην Ιερά Μονή Φιλοθέου γνώρισε έναν νε-αρό μοναχό ο οποίος συνέτασσε έναν τέτοιο κατάλογο υπό τα εκδήλως επικριτικά σχό-λια των ηλικιωμένων μοναχών. Ο Αντονίν συχνά προσέκρουσε στην άρνηση των μονα-χών να του δείξουν τα εκάστοτε φυλασσόμενα χειρόγραφα (όπως συνέβη, για παρά-δειγμα, με τα χρυσόβουλα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας), ενώ ακόμη και ο περί-φημος «Τράγος» μεταφέρθηκε από τους μοναχούς σε κάποια άλλη Μονή. «Δεν παραπο-νούμαι για τη στάση αυτή των μοναχών έναντι ημών, των ερευνητών (συλλεκτών κατά την άποψή τους) αρχαίων χειρογράφων», έγραψε. «Το Άγιον Όρος έχει λόγους να μη μας εμπιστεύεται. Είναι όμως λυπηρό το γεγονός ότι συνεπεία της στάσης αυτής τα αρ-χαία χειρόγραφα παραμένουν στην αφάνεια». Ακολούθως, πρότεινε τη σύσταση μιας μικτής επιστημονικής επιτροπής (από Έλληνες και Ρώσους) για τη συστηματική κατα-λογογράφηση των χειρόγραφων κωδίκων και των παλαίτυπων βιβλίων, με στόχο να αποτραπεί η απόκτησή τους από ιδιωτικές συλλογές.
Έτσι, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι ρώσοι λόγιοι των μέσων του 19ου αιώνα, καίτοι μετήλθαν τις κοινές μεθόδους όλων των περιηγητών για την από-κτηση χειρογράφων με κάθε δυνατό τρόπο, υπήρξαν οι πρώτοι που επέμειναν στη σύ-σταση διεθνών επιτροπών για τη συστηματική έρευνα και προστασία των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους.

Lora Gerd
Russian Academy of Sciences
Russian scientists on Holy Mount Athos in the middle of the 19th century

The 19th century was a period of “discovering” of Mount Athos by European scholars and travellers. In the 1840-1850-s Athos was visited by two prominent Russian by-zantinologists and orientalists, archimandrites Porfyry Uspensky and Antonin Kapu-stin. The activities of both of them has attracted the attention of modern researches ma-ny times, but their rich archives still give opportunities to find facts, unknown before.
The Russian scholars are often criticized for stealing manuscripts from the libraries of the Orthodox East. While studying their archives-dairies and correspondence, we can make the conclusion that most of the manuscripts in their collections were acquired by purchasing or received as gifts, and only in extraordinary cases the books were taken without permission of the owners. We have a lot of descriptions of the libraries, made by travellers in the East both by Russian and Western travellers in the 19th century. All of them stress the bad conditions in which the manuscripts were kept, and mention a lot of cases of unproper use of the old books, - for sealing windows, as wrapping-paper, or even for heating. St. Nicodemos in his commentaries to the canons (Pidalion, end of the 18th century), stressed that it was prohibited to use old books for making cigarettes. Hundreds of manuscripts were lost for reasons of mold, fire or rats. The poverty and lack of education among the monks contributed to that. So the collectors, both Western and Russian, while taking a manuscript from a dusty or wet cellar, or buying it for little money, did not regard themselves (and in fact cannot be regarded by us) as thieves. Just the opposite-- they were convinced that they were saving the treasures from the hands of illiterate owners who did not understand what they had.  
Porfyry Uspensky (1804-1885), chief of the Russian Spiritual Mission in Jerusalem (1847-1853), visited Athos twice, in 1845-46 and 1858-61. Both journeys are described by him in details, and these two published volumes are a valuable source for the history of the Holy Mount in the 19th century. On Athos he studied different Greek and Slavonic manuscripts and acquired some of them for his collection. The correspondence of Porfyry, which is preserved in his archive (in the Archive of the Academy of Sciences in St. Petersburg), give us some more details about the work of Porfyry on Athos and the manuscripts in his collection.
For example, in the seventh volume of his Dairy “Kniga Bytija moego” (published in 1904) Porfyry is speaking about his visit to the kellion of Dyonysios Furnografiotis in Karea in May 1861. Fr. Meletios, who lived in this kellion, showed him many old icons. Porfyry bought  three of them and a manuscript, a Synaxarium, dated 1249 and written by a certain Peter in the 10th century. Six letters by Meletios (May 1863-May 1874) from the archive of Porfyry give some additional information about this act.  Meletios wanted to receive back the icons and the manuscript, pointing that the money was taken only for the right to observe them, but not to take  away. Porfyry did not answer to these let-ters, and the manuscript is now in the Russian National library in Petersburg.
 In his letter to the ober-prosecutor of the Russian Holy Synod (March 1st, 1858) Porfyry proposed a plan of making catalogues of the collections of the Orthodox East in order to prevent their plundering by Western travellers. The manuscripts from the monasteries would be given to researchers only for certain short periods of time, and manuscripts could be bought only from private persons.
When the Patriarch of Alexandria Callinikos in November 1860 insisted on the returning of the Sinai codex of the Bible from Russia, Porfyry answered him, that “The old things can be taken from you by the English, French, or the German, and in our hands they will be safe. Our Catholic Church is one big house, where Helens and Scythi-ans live. If you need it for research, you are welcome to work on it, as we are searching in your libraries”. This view was in accordance with the conception of predomination of Russia in the Orthodox world and unification of the Eastern Christianity under Russian guidance, shared by Porfyry.
In the end of the 1850-s another famous Russian scholar visited Mount Athos, archimandrite Antonin Kapustin, priest of the Russian mission in Athens (1850-60). He was invited to this expedition by Petr Sebastianov, historian of art, who was one of the first to make photos of the wall paintings and icons in the Holy Mount. The journey of Antonin to Athos was described  and published in his book “Zametki poklonnika Sviatoj Gory” (Kiev, 1864);  this information can be supplemented by his Dairy, still inedited.
The aim of Antonin’s journey to Athos was first of all research in the libraries, both Greek and Slavonic. One of his main and most important occupations was creating catalogues of the manuscript collections. But even in this work he often met resistance and suspicion from the side of the monks. So, in Philopheu monastery he found a young man who made a catalogue and was severely criticized by the older monks.  Sometimes Antonin was not allowed to see the manuscripts (for example, the chysobulles in the Laura), and even the famous Tragos was hidden by the monks in another monastery. “I don’t complain about such an attitude towards us, the researchers (collectors in the eyes of the monks) of ancient manuscripts, he wrote. The Holy Mount has reasons not to trust us. But it is a pity that there is no opportunity to make the ancient manuscripts known”. He proposed to organize a scientific mixed commission (both Greek and Russian) and create systematic catalogues of the manuscripts and old printed books in order to prevent their passing into private collections.
So, we can make the conclusion that the Russian scholars of the middle of the 19th century, while using the common for all travellers methods of acquainting manuscripts by all possible means, at the same time were the first who insisted on creating interna-tional commissions for systematic research and protection of the libraries of the Holy Mount.



Μιλτιαδης Δ. Πολυβιου
Δρ. Ἀρχιτέκτων
Βιβλιοθήκη τοῦ οἰκονόμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ Μετοχίου στὰ Μουδανιά

 Στα 1790 καταγράφονται για λογαριασμό της μονής Βατοπεδίου τα κατάλοιπα του αποθανόντος μοναχού Θεόδουλου Βατοπεδινού, οικονόμου της μονής στο μετόχι της στα Μουδανιά της Προποντίδας. Σύμφωνα με την εν λόγω καταγραφή στα κατάλοιπά του περιλαμβάνονται, μεταξύ των άλλων, και ένας σημαντικός αριθμός βιβλίων, τα ο-ποί­α καταγράφονται ένα προς ένα, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να αναδειχθεί η προ-σωπικότητα ενός αφανούς λογίου μοναχού και να επισημανθεί ένα δείγμα των βιβλίων που συγκέντρωναν το ενδιαφέρον των αγιορειτών της εποχής.

Miltiadis D. Polyviou
Dr. of Architecture
The library of the oikonomos of the metochion of Vatopedi Monastery
at Moudania

In 1790, for the benefit of Vatopedi Monastery, an inventory was drawn up of the material possessions left behind by the deceased monk Theodoulos of Vatopedi, oikonomos of the monastery’s metochion at Moudania in the Propontis. According to this inventory, among other things, the possessions included a considerable number of books, which are listed one by one, thus shedding light on the personality of an obscure learned monk and providing us with an example of the types of books that attracted the attention of the Athonite fathers at that time. 




Διογενης Καραγιαννακιδης
Δρ. Δικηγόρος
Ἀλέξανδρος Εὐμορφόπουλος Λαυριώτης – Μιὰ  ἀπόπειρα παρουσίασης

Ο Αλέξανδρος Ευμορφόπουλος Λαυριώτης (1838-1905) θεωρείται ο κορυφαίος αγι-ορείτης λόγιος του τέλους του 19ου αιώνα. Στην εισήγηση επιχειρείται σχηματική πα-ρουσίαση του έργου του. Η συνεισφορά του στα γράμματα και στην ιστορία των θε-σμών έγκειται πρό πάντων στο ότι έδωσε στη δημοσιότητα πλήθος σημαντικών εγγρά-φων -αυτοκρατορικών, πατριαρχικών και άλλων- αποκειμένων στο Αρχείο της Μεγί-στης Λαύρας και όχι μόνο. Συνέγραψε επίσης πραγματείες ιδίως για την Μεγίστη Λαύ-ρα, ενώ ασχολήθηκε με την ανάδειξη προγενέστερών του λαυριωτών λογίων. Ως Αρχι-γραμματέας της Ιεράς Κοινότητος και αργότερα Αντιπρόσωπος της Μονής του για πολλά χρόνια, είχε συμμετοχή σε σημαντικές πρωτοβουλίες ρύθμισης θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Κατέβαλε προσπάθεια για την διάσωση κτητορικών και άλλων αξιόλο-γων μνημείων. 

Diogenis Karagiannakidis
Doctor of Law, Lawyer
Alexandros Eumorphopoulos of Lavra – An attempt at a presentation
Alexandros Eumorphopoulos of Lavra (1838-1905) is considered to be the most important Athonite scholar of the end of the 19th century. This paper will attempt a schematic presentation of his work. His contribution to letters and to the history of the institutions rests above all in the fact that published a large body of important documents – imperial, patriarchal and others – from the Archive of the Monastery of Great Lavra, inter alia. He also wrote treatises, in particular concerning Great Lavra and showcased previous scholars of the monastery. As Arch Secretary of the Holy Commu–nity and later Representative of his Monastery for many years, he took part in many initiatives on handling subjects of common interest. He applied much effort of saving monuments of the founders and other important monuments.    



Νικολαος Τσιλικιδης
Θεολόγος, μεταπτυχιακὸς φοιτητῆς Tμ.Θεολογίας ΑΠΘ
Λόγιοι Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου (19ος – 20ὸς αἰώνας)

Οι Ξηροποταμηνοί πατέρες, αρχιμανδρίτης Διονύσιος Αγιομαμίτης (1830-1873), αρ-χιμανδρίτης Ευγένιος Δάγκου (1821-1876), αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ (†1896), αρχιμαν-δρίτης Αγαθάγγελος (†1898), προηγούμενος Ευγένιος ο Λέσβιος (1871-1924), προη-γούμενος Ευδόκιμος ο Κρης (1868-1938), προηγούμενος Βασίλειος Βλασάκης (1875-1961), ιερομόναχος Παύλος (1882-1920), Γέρων Κυριακός Ζαχαριάδης (1856-1916), αρ-χιμανδρίτης Χρύσανθος Μακρής είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, ένα αντιπροσω-πευτικό δείγμα της θρησκευτικής, καλλιτεχνικής και οικονομικής ακμής του Αγίου Ό-ρους γενικότερα και φυσικά και της μονής του Ξηροποτάμου ειδικότερα, κατά τη δύση του 19ου αι. και την ανατολή του 20ού.
Συνετέλεσαν μέσα από τα ηγετικά τους προσόντα στην υλική ακμή της μονής του Ξηροποτάμου, αλλά και μέσα από τη φιλομάθεια τους και τα πνευματικά τους χαρί-σματα συνετέλεσαν στην πολιτιστική και πνευματική πρόοδο ολόκληρου του Αγίου Όρους στην εποχή της ακμής του. Ήταν τέκνα άλλα ταυτόχρονα και δημιουργικοί πα-ράγοντες αυτής της ακμής. Άνθρωποι με εγκυκλοπαιδική και ουσιαστική σε βάθος μόρφωση, στην οποία τους οδήγησε το πνεύμα φιλοπονίας που είχαν, κατατάχτηκαν γρήγορα στην κατηγορία των λογίων αναστημάτων του 19ου και 20ού αι. Το πλούσιο πνευ-ματικό τους έργο συνοδοιπόρησε με τις δύσκολες διοικητικές ευθύνες: η λογιοσύνη τους, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, τους εκτίναξε σχεδόν όλους σε καίριες διοικητικές θέσεις, τόσο στα κοινά της μονής τους, όσο και στα κοινά του Αγίου Όρους, από όπου προσέφεραν με επιτυχία τα διοικητικά και διπλωματικά τους χαρίσματα.
Σκοπός, λοιπόν, της παρούσας εισήγησης είναι η παρουσίαση μερικών “κρίκων” της αλυσίδας μιας μακράς παραδόσεως λογίων, εν ευρεία έννοια, πατέρων του Αγίου Ό-ρους, των οποίων το έργο εν πολλοίς παραμένει άγνωστο και ανεξερεύνητο μέχρι σήμε-ρα μέσα σε χειρόγραφα έργα των ίδιων τα οποία “αναπαύονται” μέσα στις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους.

Nikolaos Tsilikidis
Theologian, Post-graduate student, Department of Theology, AUTH
Learned fathers of the Holy Monastery of Xeropotamou
(19th-20th centuries)

The fathers of Xeropotamou Monastery – Archimandrite Dionysios Agiomamitis (1830-1873), Archimandrite Evgenios Dangou (1821-1876), Archimandrite Nathaniel (1896), Archimandrite Agathangelos (†1898), Prohegumen Evgenios of Lesvos (1871-1924), Prohegumen Evdokimos of Crete (1868-1938), Prohegumen Basil Vlasakis (1875-1961), the hieromonk Paul (1882-1920), Elder Kyriakos Zachariadis (1856-1916) and Archimandrite Chrysanthos Makris – could be regarded as a representative sample of the flourishing religious, artistic and economic life of Mount Athos in general, and of course Xeropotamou Monastery in particular, at the close of the 19th and dawn of the 20th centuries.  
Through their leadership skills, they contributed to the material prosperity of Xero-potamou Monastery, and through their erudition and spiritual gifts they contributed to the cultural and spiritual advancement of the whole of Mount Athos at a time it was flourishing. They were products of this flourishing period as well as playing an active part in creating it. With their comprehensive and profound learning, which their dili-gence led them to acquire, they soon came to be recognised as some of the most learned Athonite figures of the 19th and 20th centuries. Their rich spiritual work was accom-panied by the performance of difficult administrative duties: their erudition, as usually happens, propelled almost all of them into key administrative positions, where they we-re responsible for the communal affairs of both their own monastery and Mount Athos as a whole, and where they successfully brought to bear their administrative and diplo-matic talents.
The aim of the present paper, then, is to present some ‘links’ in the chain of a long tradition of learned – in the broad sense – fathers of Mount Athos, whose work still re-mains largely unknown and unstudied within their own manuscripts ‘resting’ in the monastic libraries of Mount Athos.


ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ                                                                                                                                   

Συντονιστής
Κριτων Χρυσοχοϊδησ
 Διευθυντής Ινστιτούτου  Ιστορικών Ερευνών / ΕΙΕ


ROUND-TABLE DISCUSSION
SPIRITUAL/INTELLECTUAL MOVEMENTS, MODERN-GREEK ENLIGHTENMENT AND SCHOLARSHIP ON MOUNT ATHOS

Chair
Kriton Chryssochoidis
Director of the Institute for Historical Research, National Hellenic Research Foundation.



Μητροπολιτης Προυσης Ελπιδοφορος Λαμπρυνιαδης
Ἀναπλ. Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἡ ἱστορία τῆς Λογιότητας στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν σχέσεων Ὀρθοδοξίας καὶ Δύσης

Μέ τήν παρούσα εἰσήγηση ἐπιχειρεῖται ἡ παρουσίαση τοῦ φαινομένου τῆς ἁγιορειτι-κῆς λογιότητας στή διαχρονία του, σέ ἄμεση συνάφεια μέ τή διαπλοκή τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθόδοξης, ἑλληνόφωνης Ἀνατολῆς μέ τή λατινόφωνη Δύση, πρίν καί μετά τό σχίσμα, ἀφοῦ διαπιστώνεται ὅτι διαφορετικά αἰτούμενα ἐξυπηρετεῖ ἡ ἁγιορειτική λογιότητα στό πλαίσιο αὐτό κατά τήν προσχισματική περίοδο, καί διαφορετικά κατά τούς μετά τό σχί-σμα αἰῶνες καί κυρίως μετά τήν Ὀθωμανική κατοχή. Στό πλαίσιο αὐτό ἡ παρουσία μο-ναχῶν καί ἡ ἵδρυση μονῶν ἀπό κτίτορες προερ­χό­με­νους ἀπό τήν᾽Ιταλική χερσόνησο, ἤ­δη ἀπό τίς ἀπαρχές τῆς κοινοβιακῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου  Ὄρους, συνδέεται καί μέ τήν ἱστορία τῆς ἁγιορειτικῆς λογιότητας. Σέ μία ἀπό τίς τρεῖς ἰταλικές μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τή μονή τῶν Ἀμαλφηνῶν, θά λειτουργήσει ἀπό τόν 11ο αἰώνα ἕνα μεταφραστικό κέντρο, μέ διασύνδεση μέ τήν πόλη τοῦ Ἄμαλφι, ὅπου λειτουργοῦσε ἡ τελευταία «λογ-γοβαρδική» μεταφραστική σχολή, καί πιθανόν καί μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί εἰδι-κῶς μέ τή μονή τοῦ Παναγίου, πού σχετίζεται μέ τή βιογράφηση τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
Ἕνας ἄλλος σημαντικός σταθμός ὑπῆρξε λίγους αἰῶνες ἀργότερα τό ἐνδιαφέρον πρός τή λατινική θεολογική παράδοση, ὅπως αὐτή ἐκφρά­στη­κε μέσα ἀπό τή θριαμβευ-τική ἐμφάνιση τοῦ Θωμισμοῦ στό Ἅγιον  Ὄρος μέ ἕναν ἐκ τῶν σημαντικότερων εἰσηγη-τῶν του στό Βυζάντιο, τόν Λαυριώτη μοναχό Πρόχορο Κυδώνη, συνδεδεμένο μέ τήν ἀντιησυχαστική θεολογική παράδοση καί γι᾽ αὐτό καταδικασμένο ἀργότερα ἀπό τή Σύ-νοδο τοῦ 1368.
Στό ἴδιο πλαίσιο ἐμφανίζει ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον ἡ διερεύνηση τῆς παρουσίας ἐκδό-σεων μέ λατίνους πατέρες καί συγραφεῖς στίς ἁγιορει­τι­κές Βιβλιοθῆκες καί συνακόλου-θα ἡ λατινομάθεια Ἁγιορειτῶν λογίων ἀπό τήν παλαιολόγεια περίοδο, μέ προεξάρχοντα τόν Πρόχορο Κυδώνη, καί ἐντεῦθεν. Ἡ ἐλλιπής εἰκόνα πού ἔχουμε ἀκόμη καί σήμερα γιά τό πρῶτο ζήτημα, ἀφοῦ δέν ἔχουν δημοσιευθεῖ συστηματικές καταγραφές τῶν λατι-νικῶν παλαιτύπων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δέν ἐπιτρέπει τήν ἐξαγωγή ἀσφαλῶν συμπερα-σμά­των. Ἡ εἰκόνα μας φωτίζεται κυρίως ἀπό τή δωρεά τῶν λατινικῶν βιβλίων τοῦ λο-γίου ἐπισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαρ­γου­νίου στή Βιβλιοθήκη τῆς μονῆς Ἰβήρων, ὅ-που μεταξύ ἄλλων ἐντο­πί­ζον­ται οἱ πρῶ­τες ἔντυπες ἐκδόσεις τῶν ἔργων τῶν μεγάλων Πα­τέρων τῆς Δύσεως Ἀμ­βρο­­σίου καί Αὐγουστίνου, ἀλλά καί τῶν Θωμιστικῶν συγ­γραμ­­μάτων. Ἐξί­σου ἰσχνή εἶναι ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε γιά τή λατινομάθεια τῶν Ἁγιορει-τῶν λογίων, μέ ἐξαίρεση ἴσως δύο ἐπιφανεῖς διδασκάλους, τόν ὅσιο Ἱερόθεοτόν Ἰβηρίτη, ὁ ἁγιορείτης βιογράφος τοῦ ὁποίου κρίνει ἀπαραίτητη καί τήν ἐκμάθηση τῆς λατινικῆς γλώσσας, καί τόν πολύ Εὐ­γέ­νιο Βούλγαρι.
Τό τελευταῖο κρίσιμο σημεῖο στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τή δυτική Χριστιανο-σύνη μέσω τῆς  ἁγιορειτικῆς λογιότητας ἐντοπίζεται κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρα-τίας στήν ἀπόπειρα ἱδρύσεως σχολείου στὶς Κα­ρυές –ὅπως καί δυτικῆς μονῆςστὸ Ἅγιον Ὄρος – ἀπό τούς Ἰησουΐτες μισ­σιο­ναρίουςκατά τόν 17ο αἰώνα, στὸ πλαίσιο τῆς ρωμαιο-καθολικῆς προ­πα­γάνδας, ἀλλά καί στήν παρουσία σημαντικῶν ἁγιορειτῶν λογίων, ὅ-πως ὁ Μάξιμος ὁ Γραικός καί ὁ Ἱερόθεος Ἰβηρίτης, στήν Ἰταλία, καθώς καί ἁγιορειτῶν μοναχῶν μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦἙλληνικοῦ Κολλεγίου τῆς Ρώμης.

Εlpidophoros Lambriniades, Metropolitan of Proussa
Associate Professor of the Faculty of Theology AUTH
The history of Scholarship on Mount Athos in the light of relations between Orthodoxy and the West

The present paper attempts to present the phenomenon of Athonite scholarship over the course of time, in direct relation to the skein of relations between the Orthodox, Greek-speaking East and the Latin West before and after the Schism, since it is evident that, in this context, Athonite scholarship served different requirements during the period before the Schism to those in the centuries following it, and particularly after the Ottoman occupation. In this context, the presence of monks and the foundation of monasteries by men from the Italian peninsula from the earliest beginnings of cenobitic life on Athos, are also connected with the history of Athonite scholarship. In one of the three Italian monasteries on the Holy Mountain, the Monastery of the Amalfitans, a translation centre was to operate from the 11th century onwards that had connections with the city of Amalfi, where the last ‘Lombard’ school of translating was in operation, and probably also with Constantinople and, in particular, the Monastery of Panagiou, which is connected with the compilation of the biography of St. Athanasius the Athonite.   
Another important milestone was the interest shown, a few centuries later, in the Latin theological tradition, as was expressed in the triumphant appearance of Thomism on Athos in the figure of the Lavriote monk Prochorus Kydones, one of its most important exponents of Thomism in Byzantium, who was associated with the anti-Hesychast theological tradition and for that reason later condemned by the Synod of 1368.
In the same context, it is extremely interesting to investigate the presence of editions containing Latin fathers and authors in the libraries of Athos and, consequently, the Latin learning of Athonite scholars from the Palaeologan period onwards, the most prominent of these being Prochorus Kydones. The incomplete picture we still have of the first of these matters, since no systematic records of the Latin incunabula on Athos have yet been published, does not permit us to draw any safe conclusions. The picture we have is illuminated mainly by the donation of Latin books by the learned Bishop of Cythera, Maximus Margunius, to the library at the Monastery of Iviron, amongst which may be found the first printed editions of the works of the great Western fathers, Ambrose and Augustine, and also of Thomist writings. We have an equally poor picture of the Latin learning of the Athonite scholars, with the exception perhaps of two distinguished teachers, St. Hierotheos of Iviron, whose Athonite biographer believed that it was just as important to learn Latin as Greek, and the renowned  Evgenios Voul-garis.
The last key phase in the contact between Orthodoxy and Western Christendom via Athonite scholarship occurred during the period of Turkish rule, with the attempt to found a school at Karyes, as well as a Western monastery on Athos, by the Jesuit missionaries in the 17th century, as part of Roman Catholic propaganda, and also with the presence of important Athonite scholars in Italy, such as Maximus the Greek and Hierotheos of Iviron, as well as of Athonite monks among the students of the Greek College in Rome.           


Πασχαλης Μ. Κιτρομηλιδης
Καθηγητὴς Πανεπιστημίου ΕΚΠΑ
Ἡ ἁγιορείτικη λογιοσύνη καὶ οἱ προκλήσεις τῆς νεωτερικότητας

Οι προκλήσεις της νεωτερικότητας προς την αγιορείτικη λογιοσύνη θα μπορούσαν να εννοηθούν σε δύο επίπεδα:
α) οι τρόποι με τους οποίους αποκτούν επίγνωση της αλλαγής που συντελείται στα πράγματα του κόσμου οι ίδιοι οι αγιορείτες λόγιοι
β) οι προσλήψεις του Αγίου Όρους και της αγιορείτικης λογιοσύνης από τη λογιοσύνη της νεωτερικότητας.
Το ενδιαφέρον της έρευνας θα μπορούσε να εστιαστεί στην αλληλεπίδραση των πνευματικών εκδηλώσεων που συντελούνται σε αυτά τα δύο επίπεδα.

Paschalis M. Kitromilides
Professor, National and Kapodistrian University of Athens
Athonite scholarship and the challenges of modernity

The challenges that modernity brings to Athonite scholarship could be understood at two levels:
a) the ways through which the Hagiorite scholars themselves take cognizance of the change which occurs among the things of the world.
b) the acquisition of modernist scholarship by Mount Athos and Athonite scho-larship.
The interesting aspect of the research could focus on the interaction among the spiritual events occur at these two levels.



Δημητριος Νικολακακης
Λέκτορας Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Τὸ καθεστὼς ἵδρυσης καὶ λειτουργίας τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς

Η ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του  προη-γουμένου Μελετίου Βατοπεδινού και χρονολογείται το έτος 1748. Δύο χρόνια αργό-τερα, τον Μάιο του 1750, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο Ε εκδίδει σιγίλλιο, με το οποίο ρυθμίζεται η λειτουργία της Σχολής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί, επίσης, σε μόνιμη βάση υπέρ των αναγκών της Σχολής την ετήσια οικονομική συνδρομή της επισκοπής Ιερισσού και Αγίου Όρους. Το 1753 εκδίδεται νέο σιγίλλιο, με το οποίο ανατίθεται η διεύθυνση της Σχολής στον Ευγένιο Βούλγαρη. Στην παρού-σα ανακοίνωση εξετάζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις λειτουργίας της Αθωνιάδας Σχολής, όπως περιγράφονται στα ανωτέρω πατριαρχικά σιγίλλια και τις κανονικές δια-τάξεις της εποχής.

Dimitrios Nikolakakis
Lecturer of the Faculty of Theology AUTH
The legal conditions concerning the founding and operation
of the Athonias Ecclesiatical Academy


The Athonias Academy was founded following an initiative of Abbot Meletius of Vatopedi in 1748. Two years later, in May 1750, the Ecumenical Patriarch, Cyril V issued a sigillum (decree), according to which the running of the academy was set out. The Patriarch also granted, on a permanent basis, an annual economic contribution of the Bishopric of Ierissos and Mount Athos to meet the needs of the Academy. In 1753 a new sigillum decree is issued according to which Eugenios Voulgaris was appointed Dean of the Academy.
This paper examines the conditions and requirements concerning the founding and operation of the Athonias Academy, as described above in the Patriarchal sigilla and canonical provisions of the time.


Eμμανουηλ Φραγκισκος
Ὁμότ. Δ/ντὴς Ἐρευνῶν  Ἰνστιτούτου  Ἱστορικῶν  Ἐρευνῶν / ΕΙΕ
Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ Ἅγιο Ὄρος

Η σχέση του Αδαμάντιου Κοραή με το Αγιον Ορος εστιάζεται στη συμμετοχή του ως επιτρόπου της Αθωνιάδας σχολής στο Παρίσι σε δύο χρονικές περιόδους μέσα στη δεκαετία του 1800. Την πρώτη, το 1801, όταν έγινε προσπάθεια στην Κωνσταντινού-πολη επί πατριαρχείας Καλλίνικου Ε´  να επανασυσταθεί η σχολή του Ευγένιου Βούλ-γαρη στο Βατοπαίδι. Το εγχείρημα απέτυχε και έκανε τον Κοραή, που είχε κινητο-ποιηθεί για την επιτυχία του έχοντας μεταξύ άλλων δημοσιοποιήσει επίσημα το γεγονός το 1802 στους ξένους στοMémoire sur l’état actuel de la civilization dans la Grèce , να νιώσει ντροπή και αγανάκτηση. Ιδιαίτερα τον ενoχλούσε το ενδιαφέρον που έδειχνε για την εξέλιξη της προσπάθειας ο γάλλος ακαδημαϊκός  J.B. G. d’ Ansse de Villoison, που είχε επισκεφθεί και παραμείνει στο Αγιον Ορος επι είκοσι μία ημέρες το 1785, αποδί-δοντάς το σε κακεντρεχή κίνητρα.
Την επόμενη φορά,  σύμφωνα με υπόθεση βασισμένη σε διάσπαρτα τεκμήρια, όταν επί της δεύτερης πατριαρχείας Γρηγορίου Ε´ (1806 – 1808) φαίνεται να καρποφόρησαν οι ενέργειες για την επαναλειτουργίατης σχολής και ο έλληνας σοφός ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση να στηρίξει τη νέα προσπάθεια. Η προθυμία του δεν πρέπει να ήταν άσχετη με την προσδοκία να αναλάβει το πατριαρχείο Κων/πόλεως την πρωτοβουλία για την υλοποίηση δύο φιλόδοξων προτάσεων που είχε υποβάλει από τις γραμμές των προλεγομένων των εκδόσεών του, η πρώτη από τις οποίες αφορούσε την ίδρυση και οργάνωση του «Ελληνικού Μουσείου», ενόςκέντρου συνάθροισης και διαφύλαξης ελλη-νικών χειρογράφων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων. Την αφορμή για την πρό-ταση είχαν δώσει δημοσιεύματα του γαλλικού τύπου που αναμετέδιδαν την είδηση της σύλησης χειρογράφων από τον άγγλο Ed. Clarke κατά το ταξίδι  του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας στις αρχές του 19ου αιώνα, μεταξύ των οποίων και ο Αθως. Ετσι δεν θα αποφύγουν και οι αγιορείτες μοναχοί να κατηγορηθούν από τον Κοραή  για εξαγορά τους από τον άγγλο κυνηγό αρχαιοτήτων.

Emmanuel Franghiskos
Emeritus Research Director of Institute of Historical Research/NHRF
Adamantios Korais and Mount Athos

The relationship that Adamantios Korais had with Mount Athos revolves around his contribution as commissioner to the Athonias Academy in Paris in two periods during the first decade of the 19th century. The first period in 1801 was related to the attempt in Constantinople under Patriarch Kallinikos IV to revive the academy of Eugenios Voul-garis at Vatopedi Monastery. The venture failed which was particularly humiliating and exasperating for Korais, since he had staked so much of his personal reputation on it by officially publicising the event to foreigners in 1802 in his Mémoire sur l’état actuel de la civilization dans la Grèce. What particularly annoyed Korais was the interest shown in the outcome by the French academic  J.B. G. d’ Ansse de Villoison, who had visited and remained on Mount Athos for fifteen days in 1785, a fact that Korais ascribed to ulterior motives.
The second time, according to a supposition based on fragmentary evidence, when, during the second Patriarchate of Gregory V (1806 – 1808) it seemed that efforts to re-open the academy were bearing fruit and the Greek man of letters rose to the challenge to back the new effort. His willingness was likely to have also been connected with the Patriarchate of Constantinople’s initiative to realise two ambitious proposals which he himself had submitted in the Prolegomena of his publications, the first concerning the establishing and organising of the ‘Greek Museum’, a centre for the gathering and preserving of Greek manuscripts and other archaeological finds. This proposal came on the heels of exposure in the French press of the relaying of news concerning the plundering of manuscripts by the Englishman E.D. Clarke during his travels to various parts of Greece, including Athos, at the beginning of the 19th century. Thus, not even the monks of Athos escaped criticism from Korais for capitulating to the English hunter of antiquities.





ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΑΘΩΝΑ: ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΡΕΥΜΑΤΑ
1
KΕΝΤΡΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Κριτων Χρυσοχοϊδης
Ἡ Ἀθωνικὴ Λογιοσύνη (10ος-10ος αἰ.). Ἀπόπειρα γιὰ ἕνα ἱστορικὸ διάγραμμα



3
Κωνσταντινος Μαναφης
Ἄγνωστος Βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ἀρχῶν τοῦ 11ου αἰῶνος

5
Στεφανος Ευθυμιαδης
Λόγια καὶ ρητορικὰ στοιχεῖα στοὺς Βίους τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη

6
Συμεων Πασχαλιδησ
Ἐκφάνσεις τῆς λογιότητας στὸ Ἅγιον  Ὄρος κατὰ τὴν Παλαιολόγεια περίοδο

7
Αγγελική Δεληκάρη
Γεωργίου Γλαβᾶ, Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλην καὶ Ἁγίαν Παρασκευήν. Ἡ ἑλληνικὴ ἀθωνικὴ παράδοση καὶ παλαιοσλαβικὴ μετάφρασή της


9

ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ:
ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ

11
Φαιδων Χατζηαντωνίου
Βιβλιοθῆκες στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπεδίου. Κατηγορίες βιβλίων - Ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῶν χώρων


13
Μirjiana Zivojinovic
Ἀρχεῖον – Βιβλιοθήκη – Γραφεῖς τῆς Ἱ. Μονῆς Χιλανδαρίου ἀπὸ τὸν 13ο ἔως τὸν 15ο αἰώνα


15
Χαριτων Καρανάσιος
Ὁ παλαιότερος γνωστὸς κατάλογος χειρογράφων καὶ ἐντύπων τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων (1723) καὶ ὁ πρώην Ἄρτης Νεόφυτος Μαυρομμάτης


18
Ζησης Μελισσακης
Λόγιοι ταξιδιῶτες καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς ἀθωνικὲς βιβλιοθῆκες. Συνάν­τη­ση ἐνδιαφερόντων, προσδοκιῶν, νοοτροπιῶν (15ος-19ος αἰ.)


20

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

21
Συμεων Πασχαλιδης – Δημοσθενης Κακλαμανος
Ὁ μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος καὶ ἡ ἰδέα ἔκδοσης Συλλογῶν ἀπὸ ἁγιορειτικὰ χει­ρόγραφα: Ἡ Καλοκαιρινὴ καὶ ὁ ἀνέκδοτος δεύτερος τόμος της



23
Αγαμέμνων Τσελικας
Μεταφράσεις Λόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Βίων ἁγίων στὸ Ἅγιον Ὄ­ρος (17ος-18ος αἰ.)


25
Παναγιωτης Σκαλτσης
Ἡ περὶ τοῦ ἄρτου τῆς Προσκομιδῆς ἔριδα στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὸν 17ο αἰ­ώ­να. Πρόσωπα καὶ Κείμενα


26
Κωστας Κωνσταντινιδης
Ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχὸς Νεόφυτος Χριστόπουλος καὶ τὸ ἔργο του

28
Χρηστος Αραμπατζης
Δίκτυα ἀλληλογραφίας λογίων τοῦ Ἁγίου  Ὄρους μὲ θέμα τὸ κολλυβαδικὸ ζή­τη­μα


30
Διονυσιος Βαλαης
Ἡ ἐγκαταβίωση τοῦ λογίου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ματθαίου Ψάλτη στὴν Ἱ. Μονὴ Κουτλουμουσίου


32
Θεοδωρος Γιαγκου
Ὁ Θεόκλητος Καρατζᾶς καὶ τὸ κανονικό του ἔργο

34
Παναγιωτης Νικολοπουλος
Ἡ πρόσληψη τῶν πατερικῶν καὶ βυζαντινῶν κειμένων ἀπὸ τὸν Νικόδημο Ἁγι­ορείτη


35
Δημήτριος Πάντος
Οἱ ἐκδόσεις τοῦ ἔργου «Θύρα Μετανοίας» ἀπὸ τὴν ἁγιορειτικὴ Σκήτη τοῦ Ἁ­γίου Δημητρίου (τέλη 18ου αἰώνα κ. ἑ.) καὶ ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής του


36

ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
39
Σωτήριος Καδας
Ὁ γραφέας καὶ διακοσμητὴς χειρογράφων ἱερομόναχος Ἰάκωβος Σιμωνοπε­τρίτης (κατόπιν ἐπίσκοπος Γάνου καὶ Χώρας)


41
Γεώργιος Τσιγάρας
Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Ἱ. Μονῆς Διο-νυσίου, τὸ ρεῦμα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν τέχνη τοῦ Πανσελήνου καὶ κύκλοι λογί­ων



43
Δημήτριος Λιακος
Λόγιοι δωροδότες καὶ λόγιο περιβάλλον στὸ Ἅγιον Ὄρος (14ος-18ος αἰ.): ἡ δυ­να­μική τους στὴν τέχνη


45

ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
(19ΟΣ – ΑΡΧΕΣ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ)

47
Μοναχος Θεολογοσ Ιβηριτησ
Πέντε Ἁγιορεῖτες Ὑμνογράφοι καὶ Βιβλιογράφοι τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας

49
Παταπιοσ Μοναχοσ Καυσοκαλυβιτησ
Ἀπὸ τὰ «Πάτρια» στὴν Ἀθωνιάδα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου (19ος αἰώνας). Ἡ καταγραφὴ τῆς Ἀθωνικῆς Ἱστορίας ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες Λογίους


51
Δημοσθενησ Στρατηγοπουλοσ
Λόγιοι Ἁγιορεῖτες συντάκτες Θεοτοκαρίων

53
Γεωργιοσ Ξεινοσ
Ἡ θεμελίωση τῆς ἐκπαίδευσης στὴν  Ἴμβρο. Ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσια-νὸς καὶ τὸ Μετόχι τῶν Ταξιαρχῶν


55
Αθανασιοσ Καραθανασησ
Ὁ Χριστόφορος Κτενᾶς, ὁ λόγιος Ἰβηρίτης Μοναχὸς

57
Lora Gerd
Ρώσοι ἐπιστήμονες στὸ Ἅγιον  Ὄρος στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα

59
Μιλτιαδησ Πολυβιου

Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ οἰκονόμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ Μετοχίου στὰ Μουδανιὰ
64
Διογενης Καραγιαννακιδης
Ἀλέξανδρος Εὐμορφόπουλος Λαυριώτης -μιὰ ἀπόπειρα παρουσίασης

65
Νικολαος Τσιλικιδης
Λόγιοι Πατέρες τῆς Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου (19ος-20ος αἰώνας)

66

ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

69
Mητροπολιτης Προυσης Ελπιδοφορος Λαμπρυνιαδης
Ἡ ἱστορία τῆς Λογιότητας στὸ Ἅγιον  Ὄρος ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν σχέσεων Ὀρ­θο­δοξίας καὶ Δύσης


71
Πασχάλης Κιτρομηλιδης
Ἡ ἁγιορειτικὴ λογιοσύνη καὶ οἱ προκλήσεις τῆς νεωτερικότητας

74
Δημητριος Νικολακακης
Τὸ καθεστὼς ἵδρυσης καὶ λειτουργίας τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς

75
Εμμανουηλ Φραγκίσκος
Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ Ἅγιον  Ὄρος

76



Σχετικά:
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου