KENΤΡΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Κριτων Χρυσοχοϊδησ
Διευθυντὴς Ἰνστιτούτου Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν / ΕΙΕ
Ἡ Ἀθωνική Λογιοσύνη (10ος-19ος αἰ.).
Ἀπόπειρα γιά ἕνα ἱστορικό διάγραμμα
Ἡ Ἁγιορειτική Λογιοσύνη ὁριοθετεῖται κατ᾽ἀρχήν ἀπό τήν
ὁποιασδήποτε μορφῆς ἤ εἴδους συγγραφική παραγωγή τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὡς Ἀθωνίτες λόγιοι, στήν προκειμένη περίπτωση, πρέπει κατ᾽ ἀρχήν να νοηθοῦν οἱ
μοναχοί οἱ ὁποῖοι ἐγκαταβίωσαν μόνιμα στόν Ἄθω ἀναπτύσσοντας σχεδόν κατά
κανόνα τή συγγραφική τους δραστηριότητα σέ κάποιο μεγάλο ἤ μικρότερο μοναστικό
ἵδρυμα.
Στήν Ἁγιορειτική Λογιοσύνη ὅμως πρέπει νά συγκαταριθμηθεῖ
καί πλείαδα μοναστῶν οἱ ὁποῖοι γιά κάποιο μακρό ἤ καί βραχύτερο διάστημα τοῦ
παραγωγικοῦ τους βίου διέμειναν στόν Ἄθω ἀναπτύσσοντας παράλληλα οἱασδήποτε
μορφῆς συγγραφική δραστηριότητα ἤ τουλάχιστον ἡ πνευματική τους παραγωγή
καί ἡ καθιέρωσή τους ὀφείλεται σέ μέγιστο βαθμό στήν ἐκεῖ παρουσία τους.
Ὁ κύκλος τῶν Ἀθωνιτῶν λογίων διευρύνεται ἀκόμη περισσότερο
ἐάν συμπεριληφθοῦν σέ αὐτόν καί οἱ ἀριθμητικά ἀκόμη περισσότεροι μοναχοί,
κάτοχοι ἐκκλησιαστικῆς ἀλλά σχεδόν κατά κανόνα καί θύραθεν παιδείας, οἱ
ὁποῖοι δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν συστηματικό συγγραφικό ἤ ἐρανιστικό ἤ
μεταφραστικό ἔργο, ὅμως ἡ πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση καί εὐρυμάθεια
ἀνιχνεύονται σέ ἐλάσσονες συγγραφές (π.χ. ἐπιστολογραφία).
Ἡ Ἁγιορειτική λογιοσύνη δέν ἀποτελεῖ αὐτόνομο πνευματικό
φαινόμενο, ἀλλά:
α) Βρίσκεται (τουλάχιστον στούς βυζαντινούς χρόνους, ἀλλά
σέ ἄλλες περιόδους τῶν μεταβυζαντινῶν χρόνων) σέ πλήρη ἀντιστοιχία μέ τόν
βαθμό ἐγγραμματοσύνης τοῦ συνόλου τῶν μοναχῶν τῆς Ἀθωνικῆς μοναστικῆς
κοινότητας.
β) Ἡ πυκνότητα τῆς παρουσίας λογίων μοναχῶν στό Ἅγιον Ὄρος
ἀλλά καί τό μέγεθος καί τό εὖρος τῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς τους συμπίπτει ἤ
βαίνει παράλληλα μέ τήν ἐμφάνιση μεγάλων πνευματικῶν κινημάτων (π.χ.
Ἡσυχασμός, κίνημα τῶν Κολλυβάδων) ἤ καί ἀλλότριων, κοσμικῶν ἰδεολογικῶν
ρευμάτων τά ὁποῖα μεταφέρονται ἤ διαμορφώνονται στήν καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή
(π.χ. κίνημα τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ).
γ) Ἀναπτύσσεται ἀκολουθῶντας τίς ἱστορικές τύχες τοῦ
ὀρθόδοξου κόσμου τόν ὁποῖον ἐκπροσωπεῖ.
Kriton Chryssochoidis
Director of the
Institute for Historical Research,
National Hellenic
Research Foundation.
Athonite
Scholarship (10th-19th cent.).
An
attempt at an historical outline
Athonite scholarship is primarily defined by the literary
output, of whatever form or kind, of the monks of Mount
Athos. The term ‘Athonite scholars’, in this particular case,
should be understood as referring mainly to monks who resided permanently on
Athos and who, almost without exception, engaged in their writing activeties
at some sort of monastic foundation.
The term ‘Athonite scholars’, however, should also encompass
a number of monks who resided on Athos for a particular period, of whatever
length, of their literary lives, whilst they were engaged in writing activity
of any form, or at least monks whose spiritual works and the establishment of
those works are largely due to their presence there.
The circle of Athonite scholars could be extended even
further to include the even larger number of monks who had received both an
ecclesiastical education and, in most cases, a secular one; monks who have no
systematic body of work as authors, compilers or translators to show for
themselves yet whose spiritual cultivation, learning and erudition are evident
in works of a minor nature (e.g. letters).
Athonite scholarship is not an autonomous spiritual
phenomenon but:
a) Is (at least in the Byzantine period but also in other
phases of the post-Byzantine era) in complete correspondence with the level
of literacy of the monks of the Athonite monastic community as a whole;
b) The number of scholarly monks on Mount Athos, as well as
the size and breadth of their literary output, coincides, or runs in
parallel, with the appearance of major spiritual movements (e.g. Hesychasm,
the Kollyvades movement) or external, secular ideological currents that are
introduced into or formed in the Greek East (e.g. the Modern Greek
Enlightenment);
c) Develops in accordance with the historical fortunes of the
Greek world that it represents.
Κωνσταντινοσ Μαναφησ
Ὁμότ.
Καθηγητὴς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ
Ἄγνωστος Βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ἀρχῶν τοῦ 11ου αἰῶνος
Στους δύο γνωστούς βίους τoυ οσίου Αθανασίου του Άθω, τον
βίον Α και τον βίον Β, των οποίων η συγγραφή τοποθετείται το 1025 του Α και
μεταξύ των ετών 1050-1150 του Β, προστίθεται με την ανακοίνωση αυτή τρίτος
βίος του οσίου. Ο βίος αυτός περιέχεται στον μεμβράνιον Σιναϊτικόν κώδικα
Μ63, του οποίου σώζονται δύο τετράδια (16 φφ.). Το όνομα του γραφέως δεν
αναφέρεται, αποδεικνύεται όμως ότι ήταν Λαυριώτης μοναχός και εγκατεβίωνε στη
Λαύρα υπό τον Όσιο Αθανάσιο Ηγούμενον. Η συγγραφή του βίου τοποθετείται ευθύς
μετά την κοίμησιν του οσίου, το δε περιεχόμενον του ήταν γνωστό στους
συγγραφείς των βίων Α και Β.
Κonstantinos Manafis
Emeritus Professor
of the Faculty of Philosophy, NKUA
The unknown vita of Saint Athanasios the Athonite, early
11th century
To the two known vitae of Saint Athanasios the Athonite, vita
A and vita B, which the literature dates at 1025 and between1050-1150
respectively, can, as this paper puts forward, be added a third vita. This vita
is contained in the Codex Sinaiticus vellum parchment M63, of which two quires
(16 pages) are extant. The name of the scribe is absent, though it has been
proven to be a monk who resided at Lavra under Hegumen Athanasios. The
authoring of the vita is dated immediately after the death of Athanasios, and
its contents were known to the writers of vitae A and B.
Στεφανοσ Ευθυμιαδησ
Καθηγητὴς Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου, Κοσμήτορας τῆς Σχολῆς Ἀνθρωπιστικῶν καὶ Κοινωνικῶν Ἐπιστημῶν
Λόγια καὶ ρητορικά στοιχεῖα στοὺς Βίους τοῦ ἁγίου
Ἀθανασίου του Ἀθωνίτη
Βασικὸς ἄξονας τῆς ἐπιστημονικῆς
ἔρευνας πού, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1960 καὶ μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ της
χιλιετηρίδας τοῦ Ἀγίου Ὄρους, ἀφιερώθηκε στοὺς δύο Βίους τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου
τοῦ Ἀθωνίτου, ὑπῆρξε τὸ ζήτημα τῆς χρονικῆς προτεραιότητας τοῦ ἑνὸς (Βίος Α) ἢ
τοῦ ἄλλου (Βίος Β). Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ ἀνανεώθηκε τὴν ἑπόμενη δεκαετία μὲ τὴν
κριτικὴ ἔκδοση τῶν δύο βιογραφιῶν τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὸν Βέλγο Jacques Noret, ὁ
ὁποῖος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς χειρόγραφης παράδοσης, πλαισίωσε τὴν ἔκδοσή
του μὲ ἐκτενὴ συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό. Ἠ ἀπόδειξη τῆς ἀρχαιότητας τοῦ λογιότερου
καὶ ἐκτενεστέρου Βίου Α ἔναντι τοῦ Βίου Β ἐξακολουθεῖ νὰ γεννᾶ εὔλογα ἐρωτήματα
ὡς πρὸς τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν, σὲ σύντομο σχετικὰ χρονικὸ διάστημα,
στὴ συγγραφὴ καὶ δεύτερου Βίου γιὰ τὸν ἴδιο ἅγιο. Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ συναρτῶνται
ἄμεσα μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ρητορικὰ στοιχεῖα τῶν δύο κειμένων καὶ κατὰ τοῦτο
ἀξίζουν νὰ διευρευνηθοῦν καὶ ὑπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή.
Stefanos Efthymiadis
Professor at the
Open University of Cyprus,
Dean
of the Faculty of
Humanities and Social Sciences.
Scholarly and rhetorical elements in the vitae of St.
Athanasios
the Athonite
A pivotal question in the scientific
research that, since the 1960s and as a result of the celebration of Athos’s
millenium, has been devoted to the two vitae of St. Athanasios the Athonite,
has been the question of which of the two vitae (Vita A or Vita B) takes
historical precedence. There was a resurgence of interest in this question in
the following decade when the critical edition of the two biographies of the
saint was published by the Belgian Jacques Noret, who, apart from studying the
manuscript tradition, included an extensive discussion of the subject. The
proof that the more scholarly and extensive Vita A is older than Vita B
continues to raise plausible questions about the reasons that led, within a
relatively short period of time, to the writing of a second vita of the same
saint. These questions are directly connected with the scholarly and rhetorical
elements of the two texts and so are worth investigating from this point of
view.
Συμεων Πασχαλιδησ
Ἀναπλ.
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἐκφάνσεις τῆς λογιότητας στὸ Ἅγιον Ὄρο κατὰ τὴν Παλαιολόγεια περίοδο
Ἡ παλαιολόγεια περίοδος στό Ἅγιον Ὄρος χαρακτηρίζεται ἀπό
τή μεγάλη πνευματική ἀκμή τοῦ 14ου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 15ου αἰώνα, πού
ἐκφράστηκε μέσα ἀπό τήν ἵδρυση νέων Μονῶν καί τόν ἐμπλουτισμό τῶν πνευματικῶν
θησαυρῶν τῶν Ἁγιορειτικῶν Βιβλιοθηκῶν, κυρίως δέ μέσα ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ
Ἡσυχαστικοῦ κινήματος καί μιᾶς πλειάδος λογίων Ἁγιορειτῶν πού διεδραμάτισαν
πρωταγωνιστικό ρόλο μέ τό συγγραφικό ἔργο καί τήν ἐκκλησιαστική δραστηριότητά
τους στίς πνευματικές ζυμώσεις καί ἀντιπαραθέσεις αὐτῆς τῆς κρίσιμης
περιόδου.
Οἱ λόγιες συνιστῶσες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης πού
παρατηρεῖται στόν παλαιολόγειο Ἄθωνα σχετίζονται ἄμεσα μέ τήν συνειδητή
ἀναβάθμιση τῆς λειτουργίας τῶν μοναστηριακῶν Βιβλιοθηκῶν καί τῶν ἀντιγραφικῶν
ἐργαστηρίων, πού ὀργανώνονται καλύτερα κατά τήν περίοδο αὐτή γιά νά
ἀνταποκριθοῦν στίς αὐξημένες ἀνάγκες τῶν μοναστηριῶν, ἀλλά καί τίς νέες τάσεις
κωδικοποίησης, ὅπως ἐκφράζονται μέσα ἀπό τή συγκρότηση ἁγιορειτικῶν συλλογῶν
(Πανηγυρικά, Ὁμιλιάρια, Ὑπομνήματα, λειτουργικές συλλογές), στίς ὁποῖες
θησαυρίζεται μέ συνειδητό τρόπο ἡ ἁγιορειτική πνευματική παραγωγή καί
ἀποτυπώνεται ἡ ἀθωνική πνευματικότητα.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐμφανίζει καί μία ἄλλη παράμετρος
αὐτῆς τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ πνεύματος τῆς λογιότητας στήν ἁγιορειτική
πραγματικότητα: ἡ καλλιέργεια καί προβολή τῆς ἐγκυκλίου παιδείας καί τῆς
ἀνάλογης πνευματικῆς παραγωγῆς, ὅπως μαρτυρεῖται στά ἔργα τῶν κύριων ἐκπροσώπων
τῆς ἡσυχαστικῆς (Γρηγόριος Παλαμᾶς, Φιλόθεος Κόκκινος, Μακάριος Μακρῆς)
ἀλλά καί τῶν ἀντιησυχαστικῆς (Πρόχορος Κυδώνης) παράδοσης στό Ἅγιον Ὄρος. Τό
στοιχεῖο αὐτό συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τό ἀνάλογο πνευματικό status καί παιδευτικὸ
πλαίσιο τῶν πόλεων ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονταν τά πρόσωπα αὐτά, καθώς καί πολλοί
ἄλλοι βυζαντινοί λόγιοι, «λόγων καὶ
σοφίας παντοδαπῆς καὶ Mουσῶν τρόφιμοι», καί
κυρίως τῆς Κωνσταντινούπολης καί τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν κέντρων στὰ
ὁποῖα καλλιεργήθηκε σὲ πολὺ ὑψηλὸ βαθμὸ ἡ ἐγκύκλιος
παίδευσις κατά τούς παλαιολόγειους χρόνους.
Symeon Paschalides
Associate
Professor of the School of Theology AUTH
Manivestations
of Scholarship on Mount Athos
during
the Palaeologan period
The Palaeologan period
on Mount Athos is characterised by the great spiritual flowering of the 14th
and early 15th centuries, which was expressed through the foundation
of new monasteries, the enrichment of the spiritual treasures in the Athonite
libraries, and, above all, through the appearance of the Hesychast movement
and a number of Athonite scholars who, through their writings and
ecclesiastical activities, played a leading role in the spiritual fermentations
and controversies of this critical period.
The scholarly components of this spiritual renaissance on
Palaeologan Athos are directly connected with the conscious improvement in the
operation of the monastery libraries and the scriptoria, which were organised
more effectively during this period so as to meet the increased needs of the
monasteries, and also with the new tendencies towards codification, as was expressed
in the formation of Athonite collections (panegyrika,
homiliaria, hypomnemata, liturgical collections), which constituted a
conscious attempt to amass Athos’s spiritual riches and compile a record of
Athonite spirituality.
Another parameter of
this triumphant entry of the spirit of scholarship into the reality of
Athonite life is of particular interest: the cultivation and promotion of a
general all-round education and an analogous spiritual output, as may be seen
in the works of the chief exponents of the Hesychast (Gregory Palamas,
Philotheos Kokkinos, Makarios Makres) and Anti-Hesychast (Prochoros Kydones)
traditions on Mount Athos. This element is inextricably linked with the
spiritual status and educational context of the cities from which these figures
and numerous other Byzantine scholars – ‘students
of learning, wisdom of all kinds and the Muses’ – came, most notably
Constantinople and Thessalonica, the centres in which the enkyklios paideia (system of general
education) was cultivated to a very high degree during the Palaeologan
period.
Αγγελικη Δεληκαρη
Λέκτορας, Τμήματος Ἱστορίας καὶ
Ἀρχαιολογίας τοῦ Α.Π.Θ.
Γεωργίου Γλαβᾶ Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλη καὶ Ἁγία Παρασκευή.
Ἡ ἑλληνικὴ ἀθωνικὴ παράδοση καὶ παλαιοσλαβικὴ μετάφρασή
της
Η χειρόγραφη παράδοση του έργου του Γεωργίου Γλαβά (μέσα
14ου αι.) Ομιλία εις την αγίαν και
Μεγάλην Παρασκευήν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Ομιλία μας είναι
γνωστή όχι μόνο στο ελληνικό πρωτότυπο, αλλά και από την παλαιοσλαβική μετάφρασή
της (η οποία παραδίδεται από τρία χειρόγραφα σερβικής παραλλαγής). Το ελληνικό
κείμενο διασώζεται σε δύο χειρόγραφα, το ένα από τα οποία απόκειται στη Βιβλιοθήκη
της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος. Η αρχαιότητα του ενός σλαβικού
χειρογράφου, το οποίο χρονολογείται περί το 1360-1365, δηλαδή περίπου στην
εποχή κατά την οποία έζησε και ο συγγραφέας της Ομιλίας, καθώς και η συγγένεια
που διαπιστώνεται ότι έχει με το Λαυριωτικό χειρόγραφο, το μοναδικό που παραδίδει
το πλήρες ελληνικό κείμενο της Ομιλίας, μας επιτρέπει να προβούμε σε διάφορες
προτάσεις για την αποκατάσταση του κειμένου. Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί μια
πρόδρομη παρουσίαση της έκδοσης και του σχολιασμού του κειμένου που θα ακολουθήσει.
Angeliki Delikari
Lecturer of the School
of History and Archaeology, Aristotle University
of Thessaloniki
George
Glabas’ Homily to the Great and Holy
Paraskeve.
The
Greek Athonite tradition and its Old Slavic translation
The manuscript tradition of George Glabas’ work (mid-14th
cent.), Homily to the Great and Holy
Paraskeve, is of particular interest. The Homily is known to us not only from the Greek original but also
from its Old Slavic translation (which is transmitted by only three manuscripts
in a Serbian variant). The Greek text is preserved in two manuscripts, one of
which lies in the library of the Great Lavra Monastery on Mount
Athos. The antiquity of the Slavic manuscript, which dates to c. 1360-1365, that is to say, about the
time in which the author of the Homily
himself lived, as well as the similarity it bears to the manuscript at the Great
Lavra – the only one to transmit the complete Greek text of the Homily – permits us to put forward various
proposals regarding the restoration of the text. This paper represents an
initial presentation of the forthcoming publication of the text and accompanying
commentary.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ
ATHONITE SCHOLARS AND LIBRARIES: A TWO-WAY RELATIONSHIP
Φαιδων Χατζηαντωνιου
Ἀρχιτέκτων - Ἀναστηλωτὴς
Βιβλιοθῆκες στὴν Μονὴ Βατοπεδίου.
Κατηγορίες βιβλίων - Ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῶν χώρων
Την ύπαρξη δύο βιβλιοθηκών στην Μονή Βατοπεδίου μαρτυρούν
περιηγητές που την επισκέφθηκαν τον 18ο αιώνα (Κομνηνός, Μπάρσκι). Την εποχή
εκείνη η "μεγάλη βιβλιοθήκη"
βρισκόταν πάνω από το δοχειό, στο κέντρο της αυλής του μοναστηριού. Μία "μικρότερη βιβλιοθήκη" είδε ο
Μπάρσκι στο καθολικό, πάνω από την λιτή, κοντά στα κατηχούμενα. Δείγματα αυτής
της συλλογής ήρθαν στο φως σε αποθέτη εντός της στέγης του παρεκκλησίου του Αγίου
Δημητρίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης τμήματος της στέγης
του καθολικού στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μία τρίτη μικρή βιβλιοθήκη βρισκόταν σε διαμέρισμα
του ορόφου πάνω από το ανατολικό τμήμα της τράπεζας. Κατά τις εργασίες αποκατάστασης
του διανομείου της τράπεζας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποκαλύφθηκε
στην βορειοανατολική γωνία του κτιρίου η παλαιά κοχλιωτή πετρόχτιστη σκάλα που
οδηγούσε στα διαμερίσματα του ορόφου.
Δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα στις αγιορειτικές βιβλιοθήκες
ως προς τον αριθμό των χειρογράφων που ξεπερνούν τα 2.000, η βιβλιοθήκη της
Μονής Βατοπεδίου στεγάζεται στον πύργο της Παναγίας, στην βορειοανατολική
γωνία του περιβόλου, ενώ μέρος των παλαιτύπων μαζί με τις νεώτερες εκδόσεις
στεγάζονται στο μέσον της βόρειας πτέρυγας.
Faidon Chatziantoniou
Architect-Restorer
Libraries at Vatopedi Monastery.
Book
categories – Organisation and operation of spaces
Travellers who visited the Monastery of Vatopedi in the 18th
century (Comnenos, Barsky) recount the existence of two libraries. At that
time, the ‘Great library’ was located
above the ‘docheion’ (olive-oil store), in the centre of the monastery
cloisters. Barsky notes that he saw a ‘smaller
library’ in the Katholikon, above the narthex (‘lete’), adjacent to the books
of the catechism. Samples of this collection came to light in a storage space
(‘apothetis’) in the roof of the chapel of Saint Dimitrios during restoration
works on a section of the roof of the Katholikon in the mid 1980s. A third
small library was to be found in an apartment on the floor above the eastern
part of the refectory. During restoration works on the refectory mess (‘dianomeion’)
in the early 90s, an old winding stone staircase was discovered in the
north-eastern corner of the building which once led to the apartments of that
floor.
The library of Vatopedi Monastery, which, holding over 2,000
manuscripts, is the second largest in numerical terms on Mount
Athos, is housed in the Tower of the Virgin Mary, in the
north-east corner of the monastery complex, while a part of the incunabula
together with more recent publications are housed in the centre of the north
wing.
Mirjiana Zivojinovic
Σερβικὴ Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν καὶ Τεχνῶν
Ἀρχεῖο – Βιβλιοθήκη – Ἀντιγραφεῖς χειρογράφων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλιανδαρίου ἀπὸ τὸν 13ο καὶ τὸν 15ο αἰώνα
Ο πυρήνας του αρχείου και της βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής
Χιλιανδαρίου –ήτοι οι ιδρυτικές πράξεις και τα αναγκαία για την πνευματική ζωή
της αδελφότητας βιβλία– δημιουργήθηκε, ως είθισται στα μοναστήρια, κατά τον
χρόνο ίδρυσής της.
ΑΡΧΕΙΟ – Καθώς η σερβική Ιερά Μονή Χιλιανδαρίου ιδρύθηκε
στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έγγραφα που την αφορούσαν
εξέδωσαν τόσο οι βυζαντινοί αυτοκράτορες όσο και οι σέρβοι ηγεμόνες. Τα
έγγραφα αυτά –γραμμένα στην ελληνική και στην παλαιοσερβική γλώσσα
αντίστοιχα– φυλάσσονται σε δύο ξεχωριστές συλλογές στο αρχείο της Μονής.
Έχοντας επίγνωση της σημασίας αυτών των εγγράφων για την οικονομική και τη νομική
υπόσταση της Μονής, οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου άρχισαν από πολύ
νωρίς να λαμβάνουν μέτρα για τη συντήρησή τους, για τον σκοπό δε αυτόν
ανέπτυξαν διάφορες δραστηριότητες, όπως:
α) συνέταξαν αντίγραφα των σημαντικότερων εγγράφων, τα
οποία επικύρωνε κατά τον χρόνο σύνταξής τους ο εκάστοτε «Πρώτος» του Αγίου
Όρους, πολύ συχνά δε ο Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους ή κάποιος
άλλος μητροπολίτης που ετύγχανε παρεπιδημών στο Άγιον Όρος, όπως κατά καιρούς
συνέβη με τους μητροπολίτες Βαρδαρίου,
Κασσανδρείας και Μελενίκου. Στο αρχείο της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου φυλάσσονται
έως σήμερα χρυσόβουλα, πρωτίστως εκείνα που αφορούν το νομικό καθεστώς της
Μονής, π.χ. τα σχετικά χρυσόβουλα των ετών 1198 και 1199, εκείνα που αφορούν
περιουσιακής φύσεως προνόμια, π.χ. τα χρυσόβουλα που εξέδωσε ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος
Β΄ Παλαιολόγος τον Φεβρουάριο και τον Σεπτέμβριο του 1321, καθώς και
καταστατικοί χάρτες που αφορούν τα μετόχια της Μονής, των οποίων τα πρωτότυπα
και τα αντίγραφα φυλάσσονταν μαζί, κατά κανόνα για λόγους διευκόλυνσης
νομικών διαδικασιών που συνδέονταν με τα συγκεκριμένα μετόχια, π.χ. νομικές πράξεις που αφορούσαν
το μετόχιον της Μονής στο Λοζίκι,
β) συγκέντρωσαν τις αναθεωρήσεις παλαιότερων εγγράφων, οι
οποίες επισημαίνονται με σημειώσεις στην πίσω σελίδα των σχετικών εγγράφων,
ιδίως δε αποδεικνύονται με βάση τον κατάλογο όλων των ελληνικών εγγράφων από
το 1299-1300 ο οποίος συνετάγη στην παλαιοσερβική γλώσσα,
γ) τέλος, ταξινόμησαν τις σχετικές πράξεις σύμφωνα με την
ιδιαίτερη βαρύτητά τους και λαμβάνοντας υπόψη την αρχική τους ταξινόμηση, όπως
συνέβη με τις πράξεις που είχαν συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα περί το 1328.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ – Η ίδρυση της
πρώτης βιβλιοθήκης ανάγεται στις πρώτες τρεις ή τέσσερις δεκαετίες του 13ου
αιώνα, δηλαδή ενώ ακόμη ο Άγιος Σάββας ήταν εν ζωή. Εκτός από τα λειτουργικά
βιβλία, η βιβλιοθήκη αυτή περιλαμβάνει το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο του
«Τυπικού» της Ιεράς Μονής
Χιλιανδαρίου, καθώς και, κατά πάσα πιθανότητα, τα ευαγγέλια του Μίροσλαβ και
του Βούκαν. Από τον 13ο αιώνα και εξής, η συλλογή της βιβλιοθήκης
της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου εμπλουτίστηκε, αφενός μέσω της αντιγραφής βιβλίων
στα εργαστήρια της Μονής και, αφετέρου, μέσω δωρεών ηγεμόνων και άλλων
σημαντικών προσώπων, όπως συνέβη με τον «Νομοκανόνα», η αντιγραφή του οποίου
για λογαριασμό της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου πραγματοποιήθηκε από τον Μητροπολίτη
Ράσκας Γκριγκόριγιε, ή με το «Τετραευαγγέλιον» που δώρισε το 1316 ο βασιλιάς Μιλούτιν στο ησυχαστήριον του Αγίου Σάββα στις Καρυές.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙΣ. Εκτός από τους ανώνυμους αντιγραφείς, των
οποίων η παρουσία υπήρξε αδιάλειπτη στα εργαστήρια της Ιεράς Μονής
Χιλιανδαρίου, δεν είναι λίγοι οι επώνυμοι αντιγραφείς, τα ονόματα των οποίων
γνωρίζουμε από τις επιγραφές που συνέτασσαν στον κολοφώνα του εκάστοτε
αντιγραφέντος βιβλίου. Ο κολοφώνας συνήθως περιείχε σύντομη παράκληση να
μνημονεύεται το όνομα του γραφέως, ενίοτε το όνομα του εργαστηρίου στο οποίο
πραγματοποιήθηκε η αντιγραφή του βιβλίου, πληροφορίες σχετικά με τον
παραγγελιοδότη του βιβλίου ή ελλιπείς χρονολογικές ενδείξεις. Οι γνωστοί
αντιγραφείς του 13ου αιώνα ήταν «ο αμαρτωλός ιερομόναχος Θεόδουλος»
και ο «γραμματικός Θεόδουλος». Οι γνωστοί αντιγραφείς του 14ου
αιώνα ήταν ο Ρωμανός, ο «Δαμιανός, υπουργός του Αβερκίου», ο Ιώβ και ο μοναχός
Μάρκος. Τέλος, γνωστός αντιγραφέας των αρχών του 15ου αιώνα είναι ο
Ιώβ ή Γιοβάν (Ιωάννης).
Οι προσπάθειες των μοναχών της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου να
διασώσουν τα έγγραφα και την πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής, καθώς και οι
σχετικώς πολυάριθμοι ταλαντούχοι και επώνυμοι αντιγραφείς, οι οποίοι
δημιούργησαν ιδιαίτερη σχολή αντιγραφέων, επιβεβαιώνουν την παγιωμένη εδώ
και χρόνια άποψη ότι η Ιερά Μονή Χιλιανδαρίου αποτέλεσε το σημαντικότερο
πολιτισμικό κέντρο του μεσαιωνικού σερβικού κράτους.
Mirjiana Zivojinovic
Serbian Academy of Sciences and
Arts
Archive
– Library – Scribes of the Monastery of Hilandar
from
the 13th to the 15th century
The core of the archive and the library of Hilandar – i.e.
the founders’ acts and books necessary for the spiritual life of the brethren –
was created, as is usual in monasteries, as soon as the monastery was founded.
ARCHIVE – Given that the Serbian Hilandar was founded on the
territory of the Byzantine Empire, both
Byzantine emperors and Serbian rulers issued documents to this monastery. The
documents – in the Greek and the Old Serbian languages – are kept in the
archive of the monastery in two separate groups. In their realisation of the
importance of these acts for the economic and legal life of the monastery, the
monks of Hilandar, at a very early date, began taking steps for their
preservation, which was reflected through various activities: A) creating
transcripts of the most important documents, which were then validated by the
protos of Mount Athos, very often the bishop of Ierissos and Mount Athos, or
by another bishop who was present on Mount Athos, as did the bishops of Vardariou, Kasandreias and Melnik. Chrysoboulloi have been preserved
in the archive of Hilandar to this day – primarily those concerning the
legal position of Hilandar, i.e. those from 1198 and 1199; concerning the
monastery’s property privileges, e.g. the chrysoboulloi
of Emperor Andronikos II, of February and September 1321; these acts also
include the charters dealing with the individual metochia of the monastery, which were kept and copied together,
usually for the purpose of legal proceedings regarding certain metochia, e.g. acts regarding the metochion in Lozikion; B) revisions of
documents, evidence of which are the notes written on the back of the documents
and, particularly, the inventory of all Greek documents in the Old Serbian
language from 1299/1300; C) finally, the classification of acts according to
their importance and their arrangement in the appropriate deposits, as was done
with the Greek acts around 1328.
LIBRARY OF HILANDAR – The first library fund is dated to the
first three or four decades of the 13th century, i.e. in the period
when Saint Sava was alive. Besides liturgical books, this fund also includes
the oldest preserved transcript of the typikon
of Hilandar and, probably, the gospels of Miroslav and Vukan. During the 13th
and in the subsequent centuries, the library collection of Hilandar grew by
means of the copying of books in the scriptoria
of Hilandar and by donations from rulers and other renowned persons, such as
the Nomokanon, the copying of which
was completed for Hilandar by the Bishop of Raška Grigorije, or the
Tetraevangelion which King Milutin donated in 1316 to Saint Sabbas’ hesychasterion in Karyes.
SCRIBES – COPIERS. Besides the anonymous copyiers, who were
always present in Hilandar, there were relatively numerous copiers who are
known from the inscriptions they would enter at the end of a copied book. These
usually contained a brief request to be mentioned, sometimes also the name of
the scriptorium in which the
transcript was made, information about the person commissioning the transcript,
or incomplete chronological indications. The known scribes – copiers in the 13th
century were the “sinful hieromonachos
Teodul (Theodoulos)” and the grammatikos
Teodul (Theodoulos); in the 14th century – Roman (Romanos),
“Damjan (Damianos) hypourgos of Averkije (Aberkios),” Jov (Ιωβ) and the monk Marko (Markos); finally, at the start of the
15th century, it was Job or Jovan (Ιωάννης).
The efforts of the monks of Hilandar to preserve the
monastery’s documents, the rich library and the relatively numerous talented
and renowned scribes – copiers, who formed a separate school for scribes,
confirm the view, presented long ago, of Hilandar, as the most significant
cultural centre of the medieval Serbian state
Χαριτων Καρανασιοσ
Δ/ντὴς Ἐρευνῶν τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
Ὁ παλαιότερος γνωστὸς κατάλογος χειρογράφων καὶ ἐντύπων τῆς Ι. Μ. Ἰβήρων
(1723) καὶ ὁ πρώην Ἄρτης Νεόφυτος Μαυρομμάτης
Στὸν ἀκατάγραφο κώδ. Ἰβήρων 1945 εἶναι καταχωρισμένος ὁ
παλαιότερος σωζόμενος κατάλογος τῶν ἐντύπων καὶ χειρογράφων βιβλίων τῆς
μονῆς, χρονολογημένος στὶς 15 Μαΐου 1723. Ὁ κατάλογος ἀποτελεῖ συνάμα καὶ τὸν
παλαιότερο σωζόμενο κατάλογο χειρογράφων μονῆς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ὁ κατάλογος
περιλαμβάνει περὶ τοὺς 850 τίτλους ἐντύπων καθὼς καὶ 115 χειρόγραφα - συνολικά, ἐλαφρῶς ὑπὲρ τῶν χιλίων τόμων. Βάσει τεκμηρίων ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία
τοῦ πρώην Ἄρτης Νεοφύτου Μαυρομμάτη -ἀπὸ τὸν Μάρτιο
1723 ἐγκαταβίωνε στὴ μονὴ Ἰβήρων- μὲ τὸν
Ἀναστάσιο Γόρδιο καὶ τὸν ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο,
διατυπώνεται ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ κατάλογος συντάχθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ Νεοφύτου
καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Νικολάου, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρθηκε νὰ ἀποκτήσει χειρόγραφα
τῆς μονῆς Ἰβήρων, καθὼς διατηροῦσε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες βιβλιοθῆκες
ἑλληνικῶν χειρογράφων στὴν Εὐρώπη κατὰ τὴν ἀνωτέρω ἐποχή. Ἀπὸ τὰ περιεχόμενα
ἐντύπων καὶ χειρογράφων προκύπτει ὅτι ἡ μονὴ διέθετε σημαντικότατα κείμενα
ἀρχαίων, βυζαντινῶν ἀλλὰ καὶ μεταβυζαντινῶν συγγραφέων. Βασικὸ desideratum γιὰ
τὴν περαιτέρω μελέτη τοῦ καταλόγου ἀποτελεῖ ἡ ἔκδοση του, ἀλλὰ καὶ ἡ
προσπάθεια ταύτισης τῶν ἐντύπων καὶ χειρογράφων ποὺ περιλαμβάνει, ὅσο τὸ
ἐπιτρέπουν οἱ ἀποσπασματικοὶ τίτλοι.
Chariton Karanasios
Director of
Research, Research Centre for Medieval
and Modern
Hellenism, Academy
of Athens
The oldest known catalogue of manuscripts and printed
books of the Holy Monastery of Iviron (1723) and Neophytos Mavrommatis, former
Metropolitan of Arta
The uncatalogued codex Iviron 1945
contains the oldest surviving catalogue of the monastery’s manuscripts and
printed books, dated 15 May 1723. The catalogue is also the oldest surviving
manuscript catalogue of any Athonite monastery. It contains the titles of about
850 printed books and 115 manuscripts – almost one thousand volumes in total.
In the correspondence of Neophytos Mavrommatis, former Metropolitan of Arta
(who resided at the Iviron Monastery from March 1723 onwards), with Anastasios
Gordios and the Prince of Wallachia, Nicolas Mavrocordatos, there is evidence
to suppose that the catalogue was compiled at Neophytos’ initiative and the
urging of Nicolas, who was interested in acquiring manuscripts from Iviron
Monastery as he kept one of the most important libraries of Greek manuscripts
in Europe at the time. The catalogue’s contents reveal that the monastery possessed
very important texts by ancient, Byzantine and post-Byzantine authors. A basic
desideratum for the further study of the catalogue is that it should be
published and that efforts should be made to identify the manuscripts and
printed books that it contains, as far as the fragmentary nature of the titles
allows.
Ζησησ Μελισσακησ
Παλαιογράφος
– Ἰνστιτοῦτο Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν / ΕΙΕ
Λόγιοι ταξιδιῶτες καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς ἀθωνικὲς βιβλιοθῆκες.
Συνάντηση ἐνδιαφερόντων, προσδοκιῶν, νοοτροπιῶν (15ος-19ος
αἰ.)
Ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς ἀπὸ τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ περιηγήθηκαν
τὸν Ἄθωνα μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ τοῦ 19ου αἰ. διέθετε σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο
βαθμὸ λόγια ἐνδιαφέροντα καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπισκέφθηκαν, ἢ ἐπεδίωξαν νὰ
ἐπισκεφθοῦν, τὶς ἁγιορειτικὲς βιβλιοθῆκες μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακάλυψη, τὴ μελέτη,
ἀλλὰ συχνὰ καὶ τὴν ἀπόκτηση, σημαντικῶν χειρογράφων. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν
ἐπισκέψεών τους οἱ περιηγητὲς αὐτοὶ ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ποὺ
συνήθως δὲν συναισθάνονταν πλήρως τὴν ἀξία τῶν βιβλίων τους, ἀντιδρῶντας μὲ
ποικίλους τρόπους στὶς ἐπιδιώξεις τῶν ξένων.
Στὴν ἀνακοίνωση ἐξετάζονται οἱ κυριότερες περιπτώσεις
ξένων λογίων ποὺ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὶς ἀθωνικὲς βιβλιοθήκες μέχρι τὸν 19ο αἰ.
καὶ κυρίως αὐτὴ τοῦ Ἕλληνα Μηνᾶ Μηνωίδη, γιὰ τὴν ὁποία διαθέτουμε πολλὲς
πληροφορίες. Ἐξετάζεται τὸ ἐπίπεδο τῶν γνώσεών τους, οἱ σκοποί τους, ἡ στάση
τῶν μοναχῶν ἀπέναντι στὴ λογιοσύνη καὶ στὴ διαφορετικότητά τους, καθὼς καὶ οἱ
συνέπειες τῆς συνειδητοποίησης ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες τῆς ἀξίας τῶν μοναστηριακῶν
συλλογῶν τους.
Zisis Melissakis
Palaeography Specialist – Institute of
Historical Research / NHRF
Learned
travellers and Athonite monks in the libraries of Mount
Athos. Meeting of interest, expectation, mentalities
(15th-19th
centuries)
A large number of travellers who visited Athos between the 15th
and 19th centuries possessed to varying degrees a scholarly
interest, and many visited or attempted to visit the libraries on Athos with a
view to discover, study or frequently to obtain important manuscripts. During
their visits, these travellers came into contact with Athonite monks who
commonly did not fully appreciate the worth of their books and reacted in
various ways to the foreigners’ requests.
In this paper, the major instances of foreign scholars’
interest in Athonite libraries up to the 19th century are examined,
with particular focus on that of the Greek Minas Minoidis, about whom we have
a great deal of information. Amongst the aspects examined are their level of
knowledge, their motives, the monks’ stance towards both scholarship and the
different characters of the foreigners. The consequences of the monks’
realisation of the value of their monastery collections are also
investigated.
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
MOUNT ATHOS CRADLE OF SCHOLARSHIP DURING THE TIME OF
TURKISH RULE
Συμεων Πασχαλιδησ
Ἀναπλ.
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Δημοσθενησ
Κακλαμανοσ
Θεολόγος,
ὑποψ. δρ Θεολογίας
Ὁ μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος καὶ ἡ ἰδέα τῆς ἔκδοσης Συλλογῶν
ἀπὸ ἁγιορειτικὰ χειρόγραφα: Ἡ Καλοκαιρινὴ
καὶ ὁ ἀνέκδοτος δεύτερος τόμος της
Ὁ κρητικὸς μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος, ποὺ ἀσκήτευσε γιά ἕνα
μεγάλο χρονικό διάστημα τῆς ζωῆς του στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς
σημαντικότερους λογίους τοῦ 17ου αἰώνα. Στήν ἁγιορειτική περίοδο τοῦ βίου του
ἀνήκει μάλιστα ἕνα σημαντικό τμῆμα τῆς συγγραφικῆς καί ἐκδοτικῆς του
δραστηριότητας. Tό ἔργο τοῦ Λάνδου ὑπῆρξε πολύ σημαντικό καί τά βιβλία
πού ἐξέδωσε γνώρισαν ἀλλεπάλληλες ἐπανεκδόσεις, ἀκόμη καὶ ὣς τὶς μέρες μας,
μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χαρακτηρίζονται δικαίως ὡς τὰ «μπεστ-σέλερ τῆς
Τουρκοκρατίας καὶ τοῦ 19ου αἰώνα».
Τό γεγονός τῆς ἔντυπης ἐκδόσεως σημαντικότατων πνευματικῶν
ἔργων, ὅπως τό Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία,ὁ Θηκαρᾶς καί τό Θεοτοκάριον, καθώς καί συλλογῶν βυζαντινῶν ἁγιολογικῶν κειμένων,
ὅπως ὁ Παράδεισος, τό Ἐκλόγιον, ὁ Nέος Παράδεισος καί ἡ Kαλοκαιρινή,
συνιστᾶ,πέραν τῆς σημασίας τους γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ βιβλίου καὶ τὴ
μελέτη τῆς δημώδους γλώσσας τῆς ἐποχῆς τοῦ Λάνδου, μία ἰδιαίτερη συμβολή τοῦ
σπουδαίου αὐτοῦ Ἁγιορείτη λογίου. Αὐτό ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι στό ἔργο
τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου ἐντοπίζονται γιά πρώτη φορά συναρμοσμένες ἡ ἰδέα τῆς
συλλογῆς μέ ἐκείνην τῆς παραφράσεως καί κυρίως τῆς ἔντυπης ἐκδόσεως αὐτῶν
τῶν ἔργων, στοιχεῖο πού μᾶς ἐπιτρέπει νά μιλοῦμε για ἐκφράσεις ἑνός «ἀθωνικοῦ
ἐγκυκλοπαιδισμοῦ».
Στήν εἰσήγησή μας παρουσιάζεται ἕνα ἀτελῶς ἐκδεδομένο ἔργο
του, ἡ Καλοκαιρινή, στό ὁποῖο ὁ
Λάνδος ἐπέλεξε νά περιλάβει 26 βυζαντινά ἁγιολογικά κείμενα γιά ἁγίους πού
ἑορτάζουν κατά τό δεύτερο ἑξάμηνο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους (Μάρτιος-Αὔγουστος),
τά ὁποῖα συνέλεξε ἀπό ἁγιορειτικούς κώδικες καί παρέφρασε στή δημώδη γλώσσα.
Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Καλοκαιρινή
ἐκδόθηκεγιά πρώτη φορά αὐτοτελῶς τό 1656 στή Βενετία, προκύπτει πώς ὁ Ἀγάπιος
προετοίμαζε ἕνα δεύτερο τόμο ἤ μία ἐμπλουτισμένη μέ ἐπιπλέον ἁγιολογικό
ὑλικό νέα ἔκδοση πού δέν πρόλαβε νά πραγματοποιήσει, πιθανόν ἐξαιτίας τοῦ
ἐπελθόντος θανάτου του.
Ὁ δεύτερος τόμος τῆς Καλοκαιρινῆς
περιλαμβάνεται στόν Ἱεροσολυμιτικό κώδικα 567 τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάβα,
συσταχωμένος μαζί μέ τήν ἔντυπη Kαλοκαιρινή.
Ὁ κώδικας αὐτός θεωρεῖται αὐτόγραφος τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου καί ἐπιγράφεται,
ὅπως καί τό ἐκδεδομένο ἔργο, Kαλοκαιρινή.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι περιλαμβάνει μεγαλύτερο ἀριθμό ἁγιολογικῶν κειμένων
(30) ἀπό τόν πρῶτο, συμπληρώνοντας τά κενά του (π.χ. περιλαμβάνει τέσσερα
κείμενα γιά ἁγίους τοῦ Ἀπριλίου, ἐνῶ στήν ἔντυπη ἔκδοση δέν ὑπάρχει κανένα),
ἐνῶ τρία ἀπό τά περιληφθέντα ἔργα ἀφοροῦν σέ ἁγιορεῖτες ἁγίους (Πέτρος ὁ
Ἀθωνίτης, Εὐθύμιος ὁ Ἴβηρ, καί Νήφων ὁ
Ἀθωνίτης).
Symeon Paschalides
Associate
Professor of the Faculty of Theology AUTH
Demosthenes Kaklamanos
Theologian, PhD
candidate in Theology
The
monk Agapios Landos and the idea of publishing Collections
of
athonite manuscripts: the Kalokairine
and its
unpublished second volume
The Cretan monk Agapios Landos, who lived for a long period
of his life as an ascetic on Mount Athos, is
one of the most important scholars of the 17th century. Indeed, a
considerable part of his writing and publishing was carried out during the
years he lived on Athos. Landos’ work was very important and the books that he
published have been repeatedly reissued, even in our own time, to the extent
that they have justifiably been described as the ‘bestsellers of the Turkish period
and the 19th century.’
Apart from the
importance that Landos’ printed editions have for the history of Greek books
and the study of the vernacular in Landos’ day, the fact that printed editions
were published of very important spiritual works, such as Hamartolon Soteria, Thekaras
and the Theotokarion, as well as
collections of Byzantine hagiological texts, such as the Paradeisos, the Eklogion,
the Neos Paradeisos and the Kalokairine, lends the work of this
great Athonite scholar a special significance. This is due to the fact that in
Agapios Landos’ work we find for the first time the idea of compiling a
collection of texts combined with the idea of paraphrasing, and, what is more,
in printed editions of these works, a fact that permits us to describe these as
expressions of an ‘Athonite encyclopaedism.’
In our paper we
present an incompletely published work of his, the Kalokairine, in which Agapios chose to include 26 Byzantine
hagiological texts on saints whose feast-days lie in the second half of the
ecclesiastical year (March-August), which he gathered together from Athonite
codices and paraphrased into the vernacular. Despite the fact that the Kalokairine was published for the first
time as a complete edition in 1656
in Venice,
it emerges that Agapios was preparing a second volume or a new edition enriched
with additional hagiological material that he did not have time to finish,
probably as a result of his death.
The second volume of
the Kalokairine is contained in Codex
567 of the Monastery of St. Sabbas near Jerusalem,
bound together with a printed version of the Kalokairine. This codex is believed to be in the hand of Agapios
Landos himself and, like the published work, is entitled Kalokairine. It is noteworthy that it contains a larger number of
hagiological texts (30) than the first volume, thus filling in various gaps in
the former (e.g. it includes four texts on saints in the month of April, while
the printed edition contains none), while three of the included works concern
Athonite saints (Peter the Athonite, Euthymios of Iviron and Nephon the
Athonite).
Αγαμεμνων Τσελικας
Φιλόλογος – Παλαιογράφος. Προϊστάμενος τοῦ Ἱστορικοῦ καὶ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης
Μεταφράσεις λόγων Πατέρων
τῆς Ἐκκλησίας καὶ βίων ἁγίων στὸ
Ἅγιον Ὅρος (17ος-18ος αι.)
Μὲ ἀφορμὴ δύο χειρόγραφα ἁγιορειτικῆς προέλευσης τοῦ 17ου
καὶ 18ου αἰώνα, τὸ ἕνα ἀνήκει στὴ συλλογὴ τοῦ Ἱστορικοῦ καὶ Παλαιογραφικοῦ
Ἀρχείου καὶ περιέχει μετάφραση τοῦ Βίου καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,
καὶ τὸ ἄλλο προέρχεται ἀπὸ τὴ μονὴ Ἁγίων Πάντων Πατρῶν καὶ περιέχει μετάφραση
τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γίνεται ἀναφορὰ στὸ θέμα τοῦ
μεταφραστικοῦ κινήματος στὸ ἁπλοελληνικὸ ἰδίωμα θρησκευτικῶν κειμένων πού
ἀναπτύχθηκε κυρίως στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τὸν 17ον αἰώνα καὶ ἑξῆς. Θίγονται πλευρὲς
τοῦ κινήματος ποὺ ἀφοροῦν τὰ πρόσωπα, τὰ κείμενα, τὶς ἀνάγκες ποὺ
ἐξυπηρετοῦσαν οἱ μεταφράσεις αὐτὲς καὶ γενικότερα ἡ φιλολογική τους
διάσταση στὸ πλαίσιο τῆς ἱστορίας τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας καὶ γραμματείας.
Agamemnon Tselikas
Philologist – Palaeographer. Head of
Historical and
Palaeographical Archive at the National
Bank of Greece
Cultural Foundation
Translations
of Learned Fathers of the Church and the Lives of the Saints on Mount Athos (17th-18th centuries)
Two manuscripts deriving from Mount Athos of the 17th
and 18th centuries, one belonging to the Historical and
Palaeographical Collection and containing a translation of the Life and
Miracles of St George, while the other from the Holy Monastery of All Saints,
Patras, which contains the translation of the Ascetics of St Basil the Great,
provide a focus on the movement of translating religious texts into simple
vernacular Greek which developed principally on Mount Athos from the 17th
century onwards. Aspects of this movement regarding the individuals, the
texts, the needs these translations served as well as the general philological
dimension are covered as a part of the history of the Modern Greek language
and literature.
Παναγιωτης Ι. Σκαλτσης
Ἀναπλ.
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἡ περὶ τοῦ ἄρτου τῆς Προσκομιδῆς ἔριδα στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ
τὸν 17ο αἰώνα. Πρόσωπα καὶ Κείμενα
Στα μέσα του 17ου αιώνα προκλήθηκε «εκκλησιαστική διχοστασία, η περί της ιεράς προσκομιδής»
όπως σημειώνει ο Μανουήλ Γεδεών. Κατά την έριδα αυτή, η οποία εξαπλώθηκε και
έξω του Αγίου όρους, το πρόβλημα ήταν ποια είναι τα δεξιά του άρτου και πού
τίθενται οι μερίδες της Παναγίας και των ταγμάτων των αγίων στο δισκάριο κατά
την τέλεση της Προσκομιδής.
Το πρόβλημα ξεκίνησε από το έντυπο Ευχολόγιο που εκδόθηκε
στη Βενετία το έτος 1609 από τον Αντώνιο Πινέλλο. Στο Ευχολόγιο αυτό, όπως και
σε κείμενο του εκ Κρήτης καταγομένου πρώην ηγουμένου της Μονής Βατοπεδίου
Βενεδίκτου, διατυπώθηκε η άποψη ότι τα δεξιά του αμνού, όπου τοποθετείται η
μερίδα της Θεοτόκου και των αγίων, είναι το μέρος της δεξιάς χειρός του ιερέα
καθώς αυτός λειτουργώντας βλέπει προς το θυσιαστήριο.
Οι Αγιορείτες, πιστοί στην παράδοση που θέλει τη μερίδα
της Θεοτόκου να τίθεται δεξιά του αμνού, που αντιστοιχεί στο αριστερά του
ιερέα, αντέδρασαν στη νέα εξέλιξη και απευθύνθηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
ζητώντας την παρέμβασή του. Εκ του Πατριαρχείου προέρχονται τα εξής κείμενα
τα οποία συνιστούν «αστασίαστον αγάπην» και τήρηση της παραδόσεως:
α) Επιστολή πατριαρχική του κυρ. Διονυσίου Γ΄ του Βαρδαλή
(1662-1665).
β)Επιστολή συνοδική του πατριάρχου κυρ Παρθενίου Δ΄ του
μογιλάλου (Μάιο του 1667).
γ)Απόκρισις μικρά (τις) του μεγάλου Ρήτορος της του
Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας κυρ-Μπαλασίου (σύντομη και εκτενής μορφή, πρώτο ήμισυ
του 17ου αι.)
Σχετικό με το θέμα είναι και το κείμενο «του θεοφιλεστάτου επισκόπου και σοφωτάτου
μεγίστου διδασκάλου και θεολόγου κυρίου Ιλαρίωνος Τζιγάλα, επιστολή σταλθείσα
εν των Αγιωνύμω Όρει προς Θεόκλητονεκκλησιάρχην της σεβασμίας και βασιλικής
μονής των Ιβήρων περί της προσκομιδής». Από τα σημαντικότερα επίσης περί
του ζητήματος κείμενα, προερχόμενο μάλιστα από το Άγιον Όρος, είναι και η
περί της Προσκομιδής του αγίου άρτου πραγματεία του Ιερομονάχου Θεοκλήτου,
εκκλησιάρχου και δομεστίχου της σεβασμίας
και βασιλικής μονής των Ιβήρων (1665). Ο Θεόκλητος στηριζόμενος σε
κείμενα του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, αλλά του ερμηνευτή της θείας
Λειτουργίας Ιωάννου Ναθαναήλ (16ου αι.) υποστηρίζει το παραδεδομένον, ότι τα
δεξιά του άρτου κατά την Προσκομιδή είναι αριστερά όπως βλέπει ο ιερέας όταν
λειτουργεί. Η ερμηνεία αυτή έκτοτε αποτυπώθηκε και στο έντυπο Ευχολόγιο και
η εν λόγω έριδα έληξε χωρίς άλλες διχοστασίες και εντάσεις.
Panagiotis I.
Skaltsis
Associate
Professor, Faculty of Theology, Aristotle
University of Thessaloniki
Concerning the controversy on the Preparation of the host
on Mount
Around the middle of the 17th century an ‘ecclesiastical dissension’ was caused
concerning ‘the liturgy of the
preparation’ as Manuel Gedeon notes. During this controversy, which spread
beyond the confines of Mount Athos, the problem was what is on the right of the
sacramental bread and where are the particles of the Holy Virgin (Panagia) and the angels are placed on
the diskos at the Liturgy of preparation.
The problem began from the Euchologion printed in Venice in the year 1609
by Antonio Pinello. In this Euchologion, as also in a text by the former
Hegumen of Vatopedi Monastery, Benediktos, whose origins were in Crete, the
view was expressed that the right side of the lamb, where the particles of the
Mother of God and the angels are placed, is on the side of the priest’s right
hand since in the liturgy he looks towards the altar.
The Hagiorites, following tradition, require that the
particles of the Mother of God be placed right of the lamb, which corresponds
to the left of the priest, reacted to this new development and addressed
themselves to the Ecumenical Patriarch, requesting his intervention. The
Patriarch issued the following texts, which recommend ‘love refraining from
faction’ (αστασίαστον αγάπην) and the
retaining of tradition:
a) Patriarchal epistle of Patriarch Dionysios III of Constantinople (1662-1665).
b) Synodic epistle of the Patriarch Parthenios IV, Mogilalos
(May 1667).
c) Brief apocrisis of the great orator of the Great Church of
Christ, Pallasios (or Mpallasios) the priest (brief and extensive form, first
half of 17th century)
Also of pertinence to the subject is the text: ‘of his Grace, Bishop and eminent teacher and
theologian, Hilarion Tzigalas, the epistle sent from the Community of the Holy
Mountain to Theokletos ecclesiarch of the Royal and Venerable Monastery of Iviron
on the Preparation’. Furthermore, one of the most important texts on the
subject, indeed originating from Mount Athos,
is also the discourse on the Preparation of the sacramental bread by the
Hieromonk Theokletos, ecclesiarch and domestic of the Royal and Venerable
Monastery of Iviron (1665). Theokletos, basing himself on texts of Saint Symeon
of Thessaloniki,
as well on the interpreter of the Divine Liturgy, Ioannis Nathanael (16th
century) holds by tradition, that right of the host during the Preparation is
seen to the left by the priest as he conducts the liturgy. This interpretation
has since been recorded also in the printed Euchologion and the said controversy
ended without further dissension or strife.
Κωστας Ν. Κωνσταντινιδης
Καθηγητὴς
Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Πανεπιστημίου
Ἰωαννίνων
Ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχὸς Νεόφυτος Χριστόπουλος καὶ τὸ ἔργο του
Ὁ Νεόφυτος Χριστόπουλος γεννήθηκε στὸν Τύρναβο τῆς
Θεσσαλίας περὶ τὸ 1670. Ἔτυχε ἐπιμελοῦς παιδείας στὴ Σχολὴ τοῦ Τυρνάβου καὶ
ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Μάρκου Πορφυροπούλου τοῦ Κυπρίου, τὸν ὁποῖον μνημονεύει σὲ
βιβλιογραφικό του σημείωμα (κῶδ. Ἰβήρων 247, φ. 335r) καὶ τοῦ ἀπευθύνει ἐπιστολές.
Φαίνεται νὰ παρακολούθησε ἐπίσης στὴν ἴδια σχολὴ τὰ μαθήματα τοῦ Ἀναστασίου
Παπαβασιλοπούλου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ὑπῆρξε συμφοιτητὴς τοῦ λογίου
ἱεροδιακόνου Ἰακώβου τοῦ Κυπρίου, προώρως δὲ θανόντος τοῦ τελευταίου ἐκφώνησε μία αὐτοσχέδια ἐπικήδεια θρηνωδία.
Ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας καὶ διδάσκαλος σὲ σχολεῖα τῆς
Θεσσαλίας καὶ τῆς δυτικῆς Μακεδονίας κατὰ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 18ου αἰῶνος.
Χρημάτισε ἐπίσης παιδαγωγὸς τῶν υἱῶν τοῦ ἡγεμόνα τῆς Οὐγγροβλαχίας Νικολάου
Μαυροκορδάτου.
Ὁ Νεόφυτος ὑπῆρξε βιβλιόφιλος καὶ ἀκαταπόνητος
κωδικογράφος κοσμικῶν καὶ θεολογικῶν κειμένων. Σώζονται διδαχές του,
ἐγκωμιαστικοὶ στίχοι εἰς Ἀναστάσιον Παπαβασιλόπουλον, κανόνες, καθὼς καὶ ἡ
παράφραση στὴν ἐγγράμματη ὁμιλουμένη τῆς ἐποχῆς του τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου, τὴν λογία μορφὴ τοῦ ὁποίου
συνέθεσε ὁ Νεῖλος Σταυρᾶς στὸ τέλος τοῦ 14ου αἰ.
Ὁ Χριστόπουλος ἐπανέρχεται στὰ γραπτά του κείμενα καὶ
ἐνσωματώνει διορθώσεις. Ἀκόμη κείμενα ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του, ὅπως τὸ
ἔμμετρο Χρονικὸ τοῦ Κωνσταντίνου
Μανασσῆ, (κῶδ. Ἰβήρων 179), τὰ ἀντιπαραβάλλει μὲ ἀντίστοιχα κείμενα ἄλλων χειρογράφων
καὶ ἐπιφέρει προσθῆκες στίχων καὶ βελτιώσεις.
Στὴ μονὴ τῆς μετανοίας του, τὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Ἰβήρων,
κατέληξε ὁριστικὰ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, –ζεῖ μέχρι τουλάχιστον
τὸ 1734–, ἀνεδείχθη σὲ προηγούμενο καὶ ἐκεῖ κατέλιπε τὰ αὐτόγραφα καὶ ἄλλα
χειρόγραφά του, καθὼς καὶ τὰ κοσμικὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἔντυπα βιβλία τῆς
προσωπικῆς του βιβλιοθήκης.
Kostas N. Konstantinidis
Professor of Byzantine History,
University of Ioannina
The
scholar monk Neophytos Christopoulos of Iviron Monastery
and his
work
Neophytos Christopoulos was born in Tyrnavos, Thessaly circa 1670. He had a thorough education at the Tyrnavos School and was a pupil of Markos
Porphyropoulos, the Cypriot, whom he recalls in a bibliographic note (cod.
Iviron 247, p. 335r) and to whom he addresses epistles. It would appear that at
the same school he also attended the lessons of Anastasios Papavasilopoulos of
Ioannina and was a fellow student of the scholar deaconmonk (hierodiakonos) Iakovos the Cypriot,
upon the occasion of whose premature death, Christopoulos recited an
extemporised funeral threnody.
He served as a preacher and teacher at schools in Thessaly
and Western Macedonia during the first
quarter of the 18th century. He was also the tutor to the sons of
the Prince of the Danubian Principalities, Nicolas Mavrocordatos.
Neophytos was a bibliophile and indefatigable scribe of
codices of both secular and theological texts. His teachings have survived as
have encomiums to Anastasios Papavasilopoulos, canons, the rewording in the
literate vernacular of his period of the Life
of Saint Athanasios the Meteorite, the scholarly version of which had been
written by Nilos Stavras at the end of the 14th century.
Christopoulos returned to his written texts and incorporated
corrections. Other texts he had in his possession, such as the Chronicle in verse of Konstantinos
Manassis (cod. Iviron 179), he juxtaposed with corresponding texts from other
manuscripts, and added other verses and improvements.
The last years of his life – he lived at least until 1734 -
he spent in his monastery of metanoia, the Holy Monastery of Iviron as
Pro-Hegumen where he bequeathed his own writings and other manuscripts, as
well as printed – in the main secular – books of his personal library.
Χρηστος Αραμπατζης
Ἀναπλ.
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Δίκτυα ἀλληλογραφίας λογίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ θέμα τὸ κολλυβαδικὸ ζήτημα
Το κολλυβαδικό ζήτημα, η έριδα
περί των Κολλύβων, προκάλεσε ταραχές και έντονες θεολογικές ζυμώσεις στο
Άγιον Όρος για μια περίπου δεκαετία.
Η παρέμβαση της Εκκλησίας και οι
πατριαρχικές αποφάσεις που καταδίκασαν τους αίτιους των ερίδων δε σταμάτησε την
παραγωγή θεολογικών επιστολιμαίων πραγματειών οι οποίες επιχειρούσαν να
παρουσιάσουν τα επιχειρήματα αμφοτέρων των πλευρών («Kολλυβάδων» και
«Αντικολλυβάδων») ως εριδόμενα στην μακραίωνη παρἀδοση και πρακτική της Εκκλησίας.
Η αλληλογραφία μεταξύ λογίων
θεολόγων είναι διάσπαρτη σε εκδεδομένα ή ανέκδοτα χειρόγραφα και αποκαλύπτει
το εύρος του θεολογικού προβληματισμού αλλά και την γεωγραφική διασπορά του
σε όλη την βαλκανική χερσόνησο.
Σημαντικό στοιχείο που απορέει από
τη μελέτη των επιστολών και των πεποιθήσεων των εμπλεκομένων είναι οι
διαφορετικές θεωρήσεις του ζητήματος σε διάφορα χρονικά στάδια μεταξύ των ετών
1769- 1811, γεγονός που συνδέεται με τις στοχεύσεις των πρωταγωνιστών. Στην
επιστολογραφία της εποχής διαφαίνεται επίσης και ο τρόπος με τον οποίο οι
“αντικολλυβάδες» λόγιοι αντέδρασαν και κατηγόρησαν τους «κολλυβάδες» για
θέματα πνευματικής και λειτουργικής ζωής (νηστεία, θεία μετάληψη, ευχές κλπ.).
Christos Arabatzis
Associate
Professor, Faculty of Theology, Aristotle
University of Thessaloniki
Athonite scholars’ correspondence networks on the
‘Kollyvades’ issue
The ‘Kollyvades’ issue, the dispute
over kollyva, provoked unrest and a
theological furore on Mount Athos for about a decade.
The intervention of the Church and
the patriarchal decrees that condemned those responsible for causing the
dispute did not stem the production of theological epistolary treatises that
attempted to present the arguments of both sides (the Kollyvades and the
Anti-Kollyvades) as being based on long-standing Church tradition and
practice.
The correspondence between learned
theologians is scattered in a wealth of published and unpublished manuscripts
and reveals both the breadth of the theological debate and its geographical
diffusion throughout the Balkan peninsula.
An important element that emerges
from the study of the letters and the convictions of those involved in the
dispute is the breadth of opinion on the issue over different periods between
the years 1769 and 1811, a
fact that is connected with the aims of the protagonists.
The letters of this period also
reveal the way in which the ‘Anti-Kollyvades’ scholars reacted and accused the
‘Kollyvades’ of being at error in various aspects of spiritual and liturgical
life (fasting, Holy Communion, prayer
etc.).
Διονυσιος Δ. Βαλαης
Ἐπίκ.
Καθηγητὴς Τμ. Θεολογίας ΑΠΘ
Ἡ ἐγκαταβίωση τοῦ λόγιου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ματθαίου
Ψάλτη στὴν Ἱ. Μονὴ Κουτλουμουσίου
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ΄ εγκαταβίωσε στην Ι.
Μονή Κουτλουμουσίου από την εποχή της εκούσιας παραίτησής του (1766) μέχρι την
αποβίωσή του (1775), λαμβάνοντας σημαντικές πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωσή
της. Ανακαίνισε εξ ιδίων την κατεστραμμένη ανατολική πτέρυγά της, ανήγειρε
εκ βάθρων την Τράπεζα και καλλώπισε μέρος του Καθολικού της. Συνέβαλε στη
ρύθμιση εσωτερικών ζητημάτων της μοναστικής ζωής, που αφορούσαν στην αρμονική
συμβίωση των πατέρων της Μονής και στην απαγόρευση διαμονής σ’ αυτήν ανήλικων
νέων. Ανασυγκρότησε τη Βιβλιοθήκη της, συνέταξε σχετικό κατάλογο των βιβλίων
της και την εμπλούτισε με κώδικες της προσωπικής του βιβλιοθήκης, μεταξύ των
οποίων ξεχωρίζει ο κώδικας 223, που περιλαμβάνει μέρος της αλληλογραφίας του
από την πατριαρχική του περίοδο. Αναμείχτηκε στην Κολλυβαδική έριδα και με
εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου συγκάλεσε μαζί με τον εφησυχάζοντα στο
Άγιον Όρος πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Ε΄ τη Σύνοδο της Κουτλουμουσίου
(1774), η οποία καταδίκασε τις δοξασίες των Κολλυβάδων.
Γενικότερα, έδωσε νέα πνοή στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου,
ιδίως με το ανακαινιστικό του έργο, γι’ αυτό δικαίως χαρακτηρίστηκε ως νέος
κτίτωρ αυτής.
Dionysios D. Valais
Assistant Professor Aristotle University
of Thessaloniki
The
residence of the learned Patriarch of Alexandria Matthew Psaltis at the
Monastery of Koutloumousiou
Patriarch Matthew III of Alexandria resided at the Monastery of Koutloumousiou
from the time of his voluntary resignation (1766) until his death (1775),
during which period he took important initiatives to reorganise the monastery.
He restored its ruined east wing at his own expense, he built the whole of the
refectory and adorned part of the katholikon. He helped to settle various
internal matters concerning the harmonious coexistence of the monastery’s
fathers and the ban on residence in the monastery of juveniles. He reformed
the library, compiled a catalogue of its books and enriched it with codices
from his own personal library, amongst which stands out Cod. 223, which
includes part of his correspondence from his time as patriarch. He became
involved in the Kollyvades controversy and, at the order of the Ecumenical Patriarch,
convoked, together with the former Ecumenical Patriarch Cyril V, then retired
on Athos, the Synod of Koutloumousiou (1774), which condemned the beliefs of
the Kollyvades.
More generally, he breathed new life into the Monastery of
Koutloumousiou, particularly through his renovation work, and for this reason
is justly described as a ‘new founder’ of the monastery.
Θεοδωρος Ξ. Γιαγκου
Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ὁ Θεόκλητος Καρατζᾶς καὶ τὸ κανονικό του ἔργο
Ο Θεόκλητος Καρατζάς, λόγιος μοναχός των Καυσοκαλυβίων
(1728-μετά το 1795), συνέταξε στα μέσα του 18ου αιώνα μια ενδιαφέρουσα
νομοκανονική συλλογή (σε εκτενή και επίτομη μορφή), την οποία ακολούθως
αναπαρήγαγε ο ίδιος σε πολλά χειρόγραφα. Η συγκεκριμένη συλλογή εντάσσεται
στην πνευματική κίνηση κατά το β’ μισό του 18ου αιώνα, της οποίας ηγήθηκαν
λόγιοι αγιορείτες, ειδήμονες του Κανονικού Δικαίου, με σκοπό τη ανανέωση των
νομοκανοκιών πηγών. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας ήταν το Πηδάλιον του αγίου Νικοδήμου. Η κίνηση
απέβλεπε στην επαναφορά των αυθεντικών πηγών που παρήχθησαν κατά τη
βυζαντινή περίοδο με τη συναίνεση των συνοδικών οργάνων της Εκκλησίας. Η συλλογή
του Θεοκλήτου Καρατζά είναι συνταγμένη στη δημώδη γλώσσα και η ύλη είναι
καταχωρισμένη κατά το πρότυπο του Συντάγματος
κατά στοιχείον του Ματθαίου Βλάσταρη. Η σύνταξή της είχε στόχευση στο να
δοθεί το κατάλληλο εγχειρίδιο στους υπευθύνους κληρικούς για την άσκηση του
διοικητικού και ποιμαντικού τους έργου.
Theodoros X. Giagkou
Professor, Faculty
of Theology, Aristotle
University of Thessaloniki
Theoklitos Karatzas and his canonical work
Theoklitos Karatzas, learned monk of Kavsokalyvia Skete (1728
- after 1795), compiled in the mid-18th century an interesting
nomo-canonic collection (in complete and single-volume form), which he himself
reproduced in numerous manuscripts. This specific collection belongs to the
spiritual movement in the latter half of the 18th century, led by
learned Athonite scholars, experts in Canon Law, who aimed to renew nomo-canonic
sources. The crowning achievement of this effort was the Pedalion of St Nikodemus. The movement sought the return to
authentic sources produced during the Byzantine period with the consent of the
synodic bodies of the Church. The collection of Theoklitos Karatzas is written
in the vernacular and the material is set out along the lines of the Syntagma kata Stoicheion (Syntagma Canonum) of Matthaios Blastares. It was produced
with the aim of providing a suitable manual to competent clerics to exercise
their administrative and pastoral work.
Παναγιωτης Νικολοπουλος
Ὁμότ. Καθηγητὴς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ
Ἡ πρόσληψη τῶν πατερικῶν καὶ βυζαντινῶν κειμένων ἀπὸ τὸν Νικόδημο Ἁγιορείτη
Ἀναζητοῦνται τὰ πρότυπα (χειρόγραφα ἢ ἔντυπα) τῶν
Πατερικῶν καὶ Βυζαντινῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποίησεν ὁ Νικόδημος
Ἁγιορείτης. Ἀκολούθως τὸ ἐξηγημένον κείμενον συγκρίνεται πρὸς τὸ πρότυπον καὶ
ἐπισημαίνονται αἱ σχέσεις τόσον ὡς πρὸς τὴν πληρότητα ὅσον καὶ ὡς πρὸς τὴν
ἑρμηνευτικὴν ὀρθότητα.
Panagiotis Nikolopoulos
Faculty of
Philosophy, National and Kapodistrian University of Athens
Nikodemus the Hagiorite’s grasp of the Church Fathers’
and Byzantine texts
An inquiry into the original (manuscript and printed) Church
Fathers’ and Byzantine texts used by Nicodemus the Hagiorite. Thereafter, the
explanatory text is compared to the original focusing on its relationship in
terms of its comprehensiveness and interpretive soundness.
Δημητριος Χ. Παντος
Λέκτορας
Τμ. Θεολογίας ΕΚΠΑ
Οἱ ἐκδόσεις τοῦ ἔργου “Θύρα Μετανοίας” ἀπὸ τὴν ἁγιορειτικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου
Δημητρίου (τέλη 18ου αἰώνα κ. ἑ.) καὶ ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής του
Ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη ἔκδοση τοῦ ἔργου Θύρα Μετανοίας ὀφείλεται σὲ πρωτοβουλία
τῆς Ἀδελφότητας τῆς ἁγιορειτικῆς Σκήτης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Βενετία 1795 καὶ
1806). Τὸ ἔργο καθιερώνεται ὡς ἀγαπητὸ ψυχωφελὲς ἀνάγνωσμα χάρη στὶς ἐπανεκδόσεις
ποὺ γνώρισε στὴ συνέχεια καὶ ἕως τὶς ἡμέρες μας. Ἡ Θύρα Μετανοίας, σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἐκδόσεις της,
χαρακτηρίζεται ὡς: «συντεθεῖσα μὲν
παρά τινος σοφοῦ ἀνδρός». Ὡστόσο, ἡ χειρόγραφη παράδοση τοῦ ἔργου
ἀποκαλύπτει ὅτι πρόκειται γιὰ μετάφραση στὴν ἁπλοελληνικὴ ἀπὸ τὴ λατινικὴ
γλώσσα γνωστοῦ ἔργου τῆς δυτικῆς θεολογικῆ γραμματείας, τὴν ὁποία εἶχε
ἐκπονήσει τὸ 1693 ὁ ἰατροφιλόσοφος καὶ λόγιος Ἰωάννης Κομνηνός (1657-1719), ὁ
μετέπειτα μητροπολίτης Δρύστρας Ἱερόθεος (1710/11-1719). Ἡ μετάφραση αὐτὴ
ἐντασσόταν στὸ πλαίσιο τοῦ ἐκδοτικοῦ προγράμματος τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας
τῆς Βλαχίας ἐπὶ ἡγεμονίας Κωνσταντίνου Μπραγκοβάνου (1688-1714), ἡ ἔκδοση
τῆς ὁποίας, ὅμως, γιὰ ἄγνωστους λόγους δὲν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Τὸ
περιεχόμενο τῆς ἀφιερωματικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Κομνηνοῦ πρὸς τὸν Μπραγκοβάνο
(Βουκουρέστι 1699) ‒τὸ μοναδικὸ ἀντίγραφο τῆς ὁποίας σώζεται σὲ ἁγιορειτικὸ χειρόγραφο
κώδικα‒ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, καθὼς σὲ αὐτὴν ὁ Κομνηνὸς ἀναφέρεται
ὄχι μόνο στοὺς λόγους ποὺ τὸν ὤθησαν νὰ μεταφράσει αὐτὸ τὸ ἔργο πρὸς χρήση καὶ
ὠφέλεια τῶν ἁπλῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάστηκε, καθὼς
ἐπρόκειτο γιὰ μετάφραση ἔργου τῆς δυτικῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.
Demetrios Ch. Pantos
Lecturer, School of Theology,
National and Kapodistrian University of Athens
The editions of the work Door of Repentance by the Athonite Skete of St. Demetrius (late 18th
cent. onwards) and its anonymous translator
The first and second
editions of the work Door of Repentance
(Thyra Metanoias) are the result of
an initiative by the brotherhood at the Athonite Skete of St. Demetrius (Venice
1795 and 1806). The work has become established as a popular edifying read
thanks to the various reissues that have been brought out since then. The Door of Repentance, in all of its
editions without exception, is described as being ‘composed by a wise man’.
However, the manuscript tradition of the work reveals that it is actually a
translation into simple Greek of a well-known Western theological work in
Latin, which had been made in 1693 by the physician-philosopher and scholar
Ioannis Komnenos (1657-1719), the later Metropolitan of Drystra, Hierotheos
(1710/11-1719). This translation formed part of the publishing programme of
the Greek printing-press in Wallachia during
the rule of Constantin Brâncoveanu (1688-1714), though, for reasons unknown, it
was never published. The contents of the dedicatory letter from Komnenos to
Brâncoveanu (Bucharest 1699) – the only copy of which is preserved in an
Athonite manuscript – is of particular interest as in it Komnenos refers not
only to the reasons that compelled him to translate this work for the use and
benefit of ordinary believers, but also to the way in which he worked, seeing
as it was a translation of a work from the Western ec-clesiastical
tradition.
ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
SCHOLARSHIP AND ART OF MOUNT
ATHOS
Σωτηριος Ν. Καδασ
Ὁμότ. Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Ὁ γραφέας καὶ διακοσμητὴς χειρογράφων ἱερομόναχος Ἰάκωβος Σιμωνοπετρίτης (κατόπιν ἐπίσκοπος Γάνου καὶ Χώρας)
Πρόκειται για έναν σχετικά άγνωστο
μέχρι τώρα καλλιγράφο και διακοσμητή ελληνικών χειρογράφων της λεγόμενης
μεταβυζαντινής περιόδου, για τον οποίο οι μέχρι τώρα πληροφορίες μας
περιορίζονται σε έμμεσες και ελάχιστες. Με την έρευνά μας κατορθώσαμε να
βρούμε νέα στοιχεία κυρίως μέσα από τα ίδια του τα χειρόγραφα. Έτσι, με βάση
το πρώτο ενυπόγραφο χειρόγραφό του, με χρονολογία 1624, υπολογίζουμε ότι θα πρέπει
να γεννήθηκε μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., ενώ για τον
θάνατό του τον τοποθετούμε λίγο μετά το έτος 1650, οπότε έχουμε και την
τελευταία μνεία του σε συνοδικό τόμο αυτού του έτους (terminus ante quem).
Το έργο του περιλαμβάνει δώδεκα
χειρόγραφα, που χρονολογούνται μέσα στο α΄ μισό του 17ου αι. και τα οποία
φυλάσσονται σε διάφορες βιβλιοθήκες, κυρίως μοναστηριακές, της Ελλάδας και
του εξωτερικού. Σ’ αυτά προστίθενται δύο ακόμη, πού υπήρχαν παλαιότερα στη Μονή
Σίμωνος Πέτρας, αλλά δυστυχώς κάηκαν κατά τη μεγάλη πυρκαγιά της μονής στο
τέλος του 19ου αι. Στα πρώτα πέντε τον συναντούμε ως Σιμωνοπετρίτη
ιερομόναχο και κατόπιν επίσκοπο α) Σίδης και β) Γάνου και Xώρας.
Όλα τα χειρόγραφα είναι κοσμημένα
με ωραία ολοσέλιδα κοσμήματα, ποικιλόσχημα επίτιτλα και πολύχρωμα αρχικά
γράμματα. Επιπλέον, τα τέσσερα διαθέτουν και μικρογραφίες, με τις
προσωπογραφίες των συγγραφέων των αντίστοιχων κειμένων. Γενικά, παρουσιάζουν
εξαιρετικό ἐνδιαφέρον, καθώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει καλύτερα την παραγωγή
χειρογράφων μιας χρονικής περιόδου, με στόχο να εντοπιστούν οι καλλιτεχνικές
τάσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Sot. N. Kadas
Emeritus Professor
of Byzantine Archaeology
Aristotle University of Thessaloniki
The scribe and manuscript illuminator Hieromonk Iakovos
Simonopetritis (afterwards Bishop of
Ganos and Chora)
Iakovos Simonopetritis is still a
relatively little-known calligrapher and manuscript illuminator of the
so-called Post-Byzantine period, and information about him today is sketchy or
based on secondary sources. Our research, mainly using the manuscripts
themselves, has shed new light on this monk. Therefore, based on his first
signed manuscript, dated 1624, we calculate that he must have been born in the
last quarter of the 16th century while we place his death after
1650, when we find his last citation in a synod tome of that year (terminus ante quem).
His work includes twelve manuscripts
of the first half of the 17th century, which are to be found in
various libraries, principally in monasteries in Greece and abroad. There were once
two others kept at the Monastery of Simonos Petra but which sadly perished in
the great fire at the monastery at the end of the 19th century. The
first five were done while a Simonopetritis hieromonk and afterwards as
Bishop of a) Sidi and b) Ganos and Chora.
All the manuscripts are adorned with
exquisite full-page ornamentation, variously shaped headpieces and
multicoloured initials. Furthermore, four of them feature miniatures with
portraits of the writers of the corresponding texts. Their enormous overall fascination
lies in the fact that by focussing on the output of a particular period we may
be able to identify the artistic trends and peculiar characteristics of that
period.
Γeωργιοσ Χρ. Τσιγαρασ
Ἐπικ.
Καθηγητὴς Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς
Μονῆς Διονυσίου, τὸ ρεῦμα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν τέχνη τοῦ Πανσελήνου καὶ κύκλοι
λογίων
Το παρεκκλήσιο του Καθίσματος των Αγίων Αποστόλων φέρει
τοιχογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν σε τρεις φάσεις: Στις αρχές του 18ου
αιώνα χρονολογείται μια ομάδα τοιχογραφιών που βρίσκονται στο ιερό βήμα και
πρόκειται για έργο καλλιτεχνικού εργαστηρίου που ακολουθεί το συντηρητικό
ρεύμα. Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης μπορούν να χρονολογηθούν στα μέσα του
18ου αιώνα και είναι έργο άγνωστου ζωγράφου που ακολουθεί το ρεύμα
της επιστροφής στην τέχνη του Πανσελήνου, ενώ αυτές της τρίτης φάσης
φιλοτεχνήθηκαν το 1811, προφανώς από τοπικό αγιορείτικο εργαστήριο.
Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης παρουσιάζουν
ενδιαφέρον, γιατί υποδηλώνουν παρουσία λογίων μοναχών στη Μονή Διονυσίου κατά
τον 18ο αιώνα, οι οποίοι προφανώς εκφράζουν τις αισθητικές τους
προτιμήσεις υιοθετώντας με την τέχνη της παλαιολόγειας περιόδου αλλά και της
σύγχρονής τους καλλιτεχνικής κίνησης όπως αυτή εκφράστηκε από τον Διονύσιο εκ
Φουρνά, που ακολουθεί, ως γνωστόν, την τέχνη του Πανσέληνου. Επιπρόσθετα, το
τοιχογραφικό αυτό σύνολο αποκτά σημασία, επειδή επιλέχθηκε η συγκεκριμένη
αυτή τάση σε μία μονή στην οποία κυριαρχούν τα έργα καταξιωμένων καλλιτεχνών
του 16ου και 17ου αιώνα που ακολουθούν την Κρητική
«Σχολή», όπως οι ζωγράφοι Τζώρτζης, ο μοναχός Δανιήλ και ο Μερκούριος.
George Chr. Tsigaras
Assistant Professor,
Democritus University of Trace
The
frescoes in the Chapel of the Holy Apostles at the Monastery of Dionysiou: the
tendency to return to the art of Panselinos and circles of scholars
The chapel in the Kathisma of the
Holy Apostles contains frescoes that were painted in three different phases:
from the early 18th century dates a group of frescoes in the
sanctuary that were painted by a workshop that followed the conservative
current; the frescoes of the second phase can be dated to the mid-18th
century and were executed by an unknown painter who followed the tendency to
return to the art of Panselinos, while those of the third phase were painted in
1811, evidently by a local Athonite workshop.
The frescoes of the second phase are
of particular interest as they suggest the presence of learned monks at the
Monastery of Dionysiou during the 18th century, monks who evidently
expressed their aesthetic preferences by adopting elements of Palaeologan art
and also the artistic movement of their own day, as expressed by Dionysios of
Fourna, which, as is well known, followed the art of Panselinos. This ensemble
of frescoes is of particular significance because this particular tendency was
chosen in a monastery dominated by the works of accomplished artists of the 16th
and 17th centuries who followed the Cretan ‘School’, such as the
painters Tzortzes, Daniel the monk and Merkourios.
Δημητριος Λιάκος
Δρ.
Ἀρχαιολόγος , 10η Ε.Β.Α.
Λόγια πρόσωπα καὶ λόγιο περιβάλλον στὸ Ἅγιον Ὄρος (14ος - 18ος αἰ.):
ἡ δυναμική τους στὴν τέχνη
Στην ανακοίνωση σκιαγραφούνται όψεις του φαινομένου της
φιλοτέχνησης έργων τέχνης στο Άγιον Όρος, στη διαδικασία της οποίας
εμπλέκονται ποικιλοτρόπως κοσμικά ή εκκλησιαστικά πρόσωπα, που είναι φορείς
υψηλής παιδείας. Θα γίνει επιλεκτική αναφορά περιπτώσεων που καλύπτουν την
περίοδο από τον 14ο έως τον 18ο αι.
Η συνεξέταση όλων των δεδομένων (υφολογικών γνωρισμάτων,
ιστορικών συμφραζομένων, βιογραφικών στοιχείων) οδηγεί σε συγκεκριμένες
παρατηρήσεις, όσον αφορά τον ιδιαίτερο ρόλο των προσώπων που συνδέονται με
συγκεκριμένα έργα, αλλά και τα κίνητρα των πράξεών τους που συνάπτονται με την
κοσμική ή εκκλησιαστική τους ιδιότητα.
Dimitris Liakos
Dr of Archaeology,
10th Ephorate of Byzantine Archaeology
Scholars
and the scholarly environment of Mount Athos
(14th-18th centuries): their impact on art
In this paper, aspects of the crafting of works of art on Mount Athos are delineated. This craft involved people
both secular and ecclesiastic, who were also highly educated. Selective
reference will be made to cases covering the period from the 14th to
the 18th centuries.
The examination of all the facts (stylistic features,
historical contexts, biographical elements) leads to concrete observations,
regarding the particular role these people played in specific works, as well
as the motivation behind their actions attached to their secular or
ecclesiastic status.
ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
(19ΟΣ – ΑΡΧΕΣ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ)
SCHOLARSHIP AND MOUNT ATHOS IN MODERN TIMES
(19TH – Early 20th century)
Μοναχος Θεολογος Ιβηριτης
Πέντε Ἁγιορεῖτες Ὑμνογράφοι καὶ Βιβλιογράφοι τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας
Κατὰ τὴν σύνταξη τῶν δύο τελευταίων τόμων τοῦ καταλόγου
τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων τῆς Μονῆς μας απὸ τὸν κ. Χαρίτωνα Καρανάσιο, οἱ
ὁποῖοι ἀφοροῦν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν χειρογράφων (570 περίπου) ποὺ ἔχουν
προστεθεῖ στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς μετὰ τὸ 1900, προερχόμενα εἴτε ἀπὸ
ἐξαρτήματα, εἴτε ἀπὸ τὸ Καθολικὸ καὶ τὰ παρεκκλήσια της, ὅπου κάποια ἀπὸ αὐτὰ
ἦταν μέχρι πρόσφατα σὲ χρήση, καὶ ποὺ τὰ περισσότερα ἔχουν ὑμνολογικὸ
περιεχόμενο, ἀνιχνεύσαμε‒σὲ δεκάδες κώδικες‒ τὴν ὑμνογραφικὴ καὶ
βιβλιογραφικὴ δραστηριότητα πέντε Ἁγιορειτῶν τῆς ὕστερης Τουρκοκρατίας (ἀπὸ
τοὺς ὁποίους οἱ τέσσερις ἐγκαταβίωσαν στὴν ἰβηριτικὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου
Προδρόμου): Τοῦ γνωστοῦ διδασκάλου Χριστοφόρου Προδρομίτη, ἡ ὑμνογραφικὴ
δραστηριότητα τοῦ ὁποίου εἶναι σχεδὸν ἄγνωστη, τοῦ γνωστοῦ ὑμνογράφου Ἰακώβου
Νεασκητιώτη, τοῦ ὁποίου ὅμως ἄγνωστες συνθέσεις, οἱ περισσότερες αὐτόγραφες,
περιέχονται σὲ χειρόγραφα τῆς Μονῆς μας, καὶ τριῶν Ἰβηροσκητιωτῶν τῶν ὁποίων
ἡ ἐλάχιστα γνωστὴ δράση ἐκτείνεται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου ἕως τὶς ἀρχὲς
τοῦ 20ου αἰώνα: Τῶν ὑμνογράφων καὶ βιβλιογράφων Νήφωνος τοῦ
Σιφνίου καὶ Γερασίμου τοῦ Ναξίου καὶ τοῦ ἀκαταπόνητου γραφέα Μιχαὴλ τοῦ
Θηραίου, ὁ ὁποῖος ἀντιγράφει κυρίως ὑμνολογικὰ ἔργα.
Στην ἀνακοίνωσή μας θὰ παρουσιάσουμε πολλὲς ἄγνωστες
ὑμνογραφικὲς συνθέσεις τῶν ἐν λόγῳ ὑμνογράφων (πλήρεις ἀκολουθίες ἢ
ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν) ποὺ δὲν συμπεριλαμβάνονται στὰ ἐν χρήσει Μηναῖα,
σημαντικὸ μέρος τῶν ὁποίων συντάχθηκε κατὰ παραγγελίαν κελλιωτῶν ἢ
μοναστηριακῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὴ μέριμνά τους νὰ τιμήσουν κάποιον
Ἅγιο. Ἔτσι, θὰ γνωστοποιηθεῖ μέρος τῆς ὑμνογραφικῆς ἔκρηξης τοῦ 19ου
αἰώνα, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ μιὰ πνευματικὴ ἁκμὴ τῆς ἐποχῆς, ἐν πολλοῖς ἄγνωστη
μέχρι σήμερα.
Monk Theologos Iveritis
Five
Athonite Hymnographers and Bibliographers
of the
late Ottoman period
During the compiling by Hariton Karanasios of the last two
volumes of the catalogue of Greek manuscripts at our Monastery, which relate to
the bulk of the manuscripts (approximately 570) added to the Monastery’s
library after 1900, deriving either from dependencies or from the Catholikon
and its chapels, some of which were until recently in use and are of
hymnological content, we traced – amongst dozens of codices – the hymnographical
and bibliographical activity of five Athonite monks of the late Ottoman period
(four of whom lived in the Iviron skete of Timios Prodromos) the names of whom
are: the renowned teacher Christophoros Prodromitis, whose hymnographical
activity was virtually unknown; the famous hymnographer Iakovos Neasketiotis,
whose unknown compositions however, for the most part autographed, are
contained in our Monastery’s manuscripts; three Iviron scete dwellers whose
little-known activity stretches from the middle of the 19th century
until the beginning of the 20th century; the hymnographers and
bibliographers Niphon of Sifnos and Gerasimos of Naxos; finally the
indefatigable scribe Michail of Thira, who copied principally hymnological
works.
In our paper, we will be presenting many unknown
hymnographical compositions of the above hymnographers (full acolouthia or
brief inserted sequences) which are not included in the Menaion now in use, a
large part of which was written upon request by the kellia or monastery monks
of Mount Athos, so as to honour a certain
saint. In this way, a part of the hymnographic flowering of the 19th
century will have some light shed on it, reflecting as it does a spiritual peak
of the period very much unknown until now.
Παταπιος Μοναχος Καυσοκαλυβιτης
Βιβλιοθηκάριος
Σκήτης Καυσοκαλυβίων – Δρ. Θεολογίας
Ἀπὸ τὰ «Πάτρια» στὴν «Ἀθωνιάδα» τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου
Νεασκητιώτου (19ος αἰώνας).
Ἡ καταγραφὴ τῆς Ἀθωνικῆς Ἱστορίας ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες
Λογίους
Στο Άγιον Όρος, από πολύ νωρίς,
δημιουργήθηκε η ανάγκη διατηρήσεως της συλλογικής ιστορικής μνήμης της
μοναστικής κοινότητας. Έτσι, αρχικά σε προφορική και αργότερα σε γραπτή μορφή,
άρχισε να καταγράφεται η άποψη που οι ίδιοι οι Αγιορείτες πατέρες διαμόρφωσαν
σταδιακά γύρω από το παρελθόν του τόπου τους, την ονομασία και τις απαρχές της
ιδρύσεως τόσο του Αγίου Όρους, ως μοναστικού κέντρου αλλά και των επιμέρους
ιερών μονών καθώς και της λατρευτικής ζωής σ’ αυτές. Ήδη από τον 16ο
αιώνα, κυκλοφορούν συλλογές Διηγήσεων, οι οποίες καταγράφουν πατριογραφικές παραδόσεις
του Αγίου Όρους, όπως είναι η «Ανάμνησις
μερική περί του Αγίου Όρους Άθω εκ παλαιών ιστοριών» και τα «Πάτρια του Αγίου Όρους». Όψεις της
αθωνικής ιστορίας παρέχονται και από Αγιορείτες συντάκτες χειρόγραφων
συλλογών και συγγραφείς κειμένων, στα οποία αποτυπώνονται αγιολογικές και
λειτουργικές αθωνικές παραδόσεις.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα, κατεβλήθη στο Άγιον Όρος προσπάθεια
για μία συστηματικότερη μελέτη της ιστορίας του. Έτσι έχουμε την ανάδειξη
πλειάδας λογίων μοναχών με πολυσχιδή πνευματική δράση, που εστίαζαν στη μελέτη
της ιστορίας του τόπου τους, μέσα από τις βιβλιοθήκες και τα αρχεία των
αθωνικών μοναστικών ιδρυμάτων. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, τα ερευνητικά
αιτούμενα και η μεθοδολογική προσέγγιση εκ μέρους τους, δεν υπολείπονταν από
τον τρόπο εργασίας των άλλων ιστορικών της εποχής τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους
Αγιορείτες, που συνέβαλαν καθοριστικά στις αγιορειτικές έρευνες ξεχωρίζουν
μορφές όπως οι: όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Θεοδώρητος Λαυριώτης ο εξ
Ιωαννίνων, Σωφρόνιος Καλλιγάς, Κοσμάς Βλάχος, Αλέξανδρος Λαυριώτης
Ευμορφόπουλος, Γεράσιμος Σμυρνάκης, Ευλόγιος Κουρίλας, Σωφρόνιος Ευστρατιάδης,
Χριστοφόρος Κτενάς, Σπυρίδων Καμπανάος, Αρκάδιος Βατοπαιδινός, Ιωακείμ
Ιβηρίτης, κ.α.
Στην παραπάνω χορεία των Αγιορειτών
λογίων που κατέγραψαν συστηματικά την αθωνική ιστορία, ξεχωριστή θέση κατέχει ο
μοναχός Ιάκωβος Νεασκητιώτης (+ 1869), κυρίως με το έργο του: Βίβλος παλαιών και νέων υπομνημάτων Αθωνιάς
καλουμένη. Η Αθωνιάς συντάχθηκε
την περίοδο 1848-1865 και αποτελεί εκτενέστατη ιστορία του Αγίου Όρους και
του Αγιορειτικού Μοναχισμού από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια έως την εποχή του
συγγραφέα.
Στην παρούσα εισήγηση γίνεται
συστηματική ανάλυση του έργου, των πηγών του καθώς και τις επιδράσεως που αυτό
είχε στην εξέλιξη της αθωνικής ιστοριογραφίας.
Monk Patapios Kafsokalyvitis
Librarian at the Skete of Kafsokalyvia, Dr. of Theology
From the Patria to the Athonias of monk Iakovos of New Skete (19th
century): The recording of Athonite history by the learned Athonite fathers.
On Mount Athos
at a very early date a need arose to preserve the collective historical memory
of the monastic community. Thus, at first orally and then in written form, the
Athonite fathers began to record their own account, which they gradually developed
over the course of time, of the history of their region, its name and the
origins of the foundation both of Mount Athos itself as a monastic centre and
of the individual monasteries, as well as the devotional life within them.
Already in the 16th century collections of narratives were in
circulation that recorded Athonite patriographic traditions, such as the Partial Remembrance of the Holy Mountain of Athos from Old Stories
and the Patria of the Holy Mountain. Views of Athonite history are
also provided by Athonite editors of collections of handwritten accounts and
authors of texts recording Athonite hagiological and liturgical traditions.
From the mid-18th century
onwards, an attempt was made on Mount Athos to
carry out a more systematic study of its history. Thus there emerged a number
of learned monks with manifold spiritual interests who concentrated on studying
the history of their region through the libraries and archives of Athos’s
monastic foundations. Indeed, in some cases the research requirements and
methodological approach of the monks were in no way inferior to the working
methods of the other historians of their age. Amongst these Athonite monks, who
made such a decisive contribution to Athonite research, stand out such figures
as St. Nikodimos of the Holy Mountain, Theodoritos of the Lavra from Ioannina,
Sophronios Kalligas, Cosmas Vlachos, Alexandros Evmorphopoulos of Lavra,
Gerasimos Smyrnakis, Evlogios Kourilas, Sophronios Evstratiadis, Christophoros
Ktenas, Spyridon Kampanaos, Arkadios of Vatopedi, Ioakeim of Iviron, etc.
In the above list of Athonite
scholars who systematically recorded the history of Athos a special place is
reserved for the monk Iakovos of New Skete (†1869), mainly because of his work
Book of Old and New Annotations, or Athonias. The Athonias was compiled in the period
1848-1865 and constitutes a very extensive history of Mount
Athos and Athonite monasticism from early Christian times up until
the author’s day.
The present paper makes a systematic
analysis of the work, its sources and the influence it had on the development
of Athonite historiography.
Δημοσθενης Στρατηγοπουλος
Λέκτορας
Τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἐθνολογίας Δ.Π.Θ.
Λόγιοι Ἁγιορεῖτες συντάκτες Θεοτοκαρίων
Στην εισήγησή μας εξετάζεται η μετάβαση από τη χειρόγραφη
στην έντυπη μορφή του λειτουργικού βιβλίου του Θεοτοκαρίου, όπως αυτή
πραγματοποιήθηκε μεταξύ 17ου και 18ου αι. στο Άγιο Όρος.
Η πρώτη έκδοση του Θεοτοκαρίου
έγινε από τον Αγάπιο Λάνδο το 1643 και βασίστηκε σύμφωνα με προσωπική του
ομολογία σε αγιορειτικά χειρόγραφα. Στη συνέχεια στο Άγιο Όρος, το πρώτο μισό
του 18ου αι., κυκλοφόρησε σε διάφορα χειρόγραφα (έχουν εντοπιστεί
επτά μέχρι σήμερα) το Θεοτοκάριον του
Λουκά Νικαέως. Αργότερα, ο Καισάριος Δαπόντες εξέδωσε το 1770 το Εγκόλπιον Λογικόν, ένα ιδιόμορφο Θεοτοκάριο
με έμμετρους ύμνους που συνέθεσε ο ίδιος, ενώ το 1783 συγκρότησε ένα χειρόγραφο
Θεοτοκάριον (σώζεται το αυτόγραφό
του) εξίσου ιδόρρυθμο με το πρώτο, καθώς περιέχει και κανόνες στη Θεοτόκο και
έμμετρους ύμνους. Τέλος, το 1796 τυπώθηκε το Νέον Θεοτοκάριον του άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη, που φαίνεται
ότι είχε ως πρότυπο εκείνο του Λουκά Νικαέως, και εκτόπισε όλα τα προηγούμενα.
Επομένως, τέσσερεις Αγιορείτες χρησιμοποιώντας αγιορειτικά
χειρόγραφα, ο Αγάπιος Λάνδος, ο Λουκάς Νικαεύς, ο Καισάριος Δαπόντες και ο
άγιος Νικόδημος, είναι αυτοί που συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της
έντυπης μορφής του λειτουργικού βιβλίου του Θεοτοκαρίου.
Dimosthenis Stratigopoulos
Lecturer in the History and Ethnology
Department of Democritus University of Thrace
Athonite
Scholars – writers of the Theotokarion
(book
of hymns to the Mother of God)
Our paper examines the transition from the manuscript to the
printed form of the liturgical book of the Theotokarion, as it evolved between
the 17th and 18th centuries on Mount
Athos.
The first edition of the Theotokarion
was produced by Agapios Landos in 1643 and was based, according to his own
admission, on Mount Athos manuscripts. Later,
in the first half of the 18th century on Mount Athos there
circulated in various manuscripts (seven have been found to date) the Theotokarion of Loukas Nikaeus. Then, in
1770, Kaisarios Dapontes published the Egkolpion
Logikon, a somewhat singular Theotoka-rion with hymns metrical in form
composed by himself, while in 1783 he compiled a manuscript Theotokarion (his autograph is extant)
as unique as the first, since it con-tains also canons to the Theotokos (Mother
of God) as well as hymns in verse form. Finally, in 1796, the Neon Theotokarion was published by Saint
Nikodemus the Hagio-rite, who it appears regarded Loukas Nikaeus’ hymns as a
model and thus removed all previous ones.
Consequently, four Athonite monks used Mount
Athos manuscripts, Agapios Landos, Loukas Nikaeus, Kaisarios
Dapontes and Saint Nikodemus and effectively contributed to shaping the
printed form of the liturgical book of Theotokarion.
Γεωργιος Ξεινος
Συγγραφέας
| Πρόεδρος τῆς Ἑταιρίας
Μελέτης Ἴμβρου καὶ Τενέδου | π. Πρόεδρος
τῆς Ἑταιρίας Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης
Ἡ θεμελίωση τῆς ἐκπαίδευσης στὴν Ἴμβρο.
Ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανὸς καὶ τὸ Μετόχι τῶν
Ταξιαρχῶν
Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν δρομολογούνται οι
προσπάθειες της αναγέννησης του Γένους, στην Ίμβρο γίνονται εμφανείς οι πρώτες
προσπάθειες εκπαίδευσης υπό τη μορφή της διδασκαλίας από αγιορείτες μοναχούς.
Αποφασιστικό ρόλο στη θεμελίωση
και την εξέλιξη της εκπαίδευσης στο νησί έπαιξε ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός
ο Ίμβριος (1773-1851), ο οποίος πρώτος άρχισε να διδάσκει συστηματικά στο
Μετόχι των Ταξιαρχών, το οποίο είχε κατάλληλα διαμορφώσει με τη συνδρομή της
Μονής Κουτλουμουσίου.
Παρά το γεγονός ότι ο Βαρθολομαίος
για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα βρέθηκε μακριά από την πατρίδα του
διδάσκοντας στη Θεσσαλονίκη, τη Μασσαλία, τη Βενετία, την Κέρκυρα και την
Κωνσταντινούπολη, οι ενέργειες του υπήρξαν απολύτως καθοριστικές για την
εξέλιξη της εκπαίδευσης στην Ίμβρο, αφού οι διδάξαντες, μέχρι και το τέλος
περίπου του 19ου αιώνα, ήταν μαθητές του.
Η ευρυμάθεια του και το βάθος των
γνώσεων του, η προσήλωση του στην παιδεία, η φυλογένεια και η φιλοπατρία του
υπήρξαν οι κύριοι συντελεστές του έργου του, όχι μόνο ως θεμελιωτή της
εκπαίδευσης στο νησί του, αλλά και ως συγγραφέα και αναμορφωτή της εκπαίδευσης
σε σχολές πρώτου μεγέθους της εποχής του, όπως ήταν το Φλαγγίνειο
Φροντιστήριο της Βενετίας και η Ελληνεμπορική στη Χάλκη.
Giorgos Xinos
Writer | President of the Imbros and
Tenedos Studies Association | Former President of the Writers’ Company of Thessaloniki
The foundation of education on Imbros Vartholomaios
Koutloumousianos and the Metochion of the Taxiarches
At the end of the 18th
century, when plans were being laid for the rebirth of our People, the first
attempts at education were seen on Imbros in the form of instruction by
Athonite monks.
A crucial role in the establishing
and growth of education on the island was played by Vartholomaios
Koutloumousianos the Imbriot (1773-1851), who was the first to start teaching
systematically at the Metochion of the Taxiarches, which, with the help of the
Koutloumousiou Monastery, he arranged appropriately.
Despite the fact that Varthomolaios
spent long periods away from his birthplace, teaching in Thessaloniki,
Marseille, Venice, Corfu and Constantinople, his actions were absolutely
critical for the development of education on Imbros, since those who taught
there until around the end of the 19th century had been his students.
His erudition and his profound
knowledge, his devotion to learning and his love for his people and nation were
the main focus of his work, not just as a founder of edu-cation on his island
but also as a writer and reformist of education in schools of the hig-hest rank
of the time, such as were the Flangianon Frondistirion (Collegio Flanginiano)
of Venice and the Greek Commercial School of Halki.
Αθανασιοσ Καραθανασησ
Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ὁ Χριστόφορος Κτενᾶς, ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχὸς
Ο Χριστόφορος Κτενάς (Λευκάδα 1864 – Γαλάτσι Ρουμανίας
Δεκέμβριος 1940) συνέδεσε τον βίο του με το Άγιον Όρος, από το 1881, όταν για
πρώτη φορά ήλθε εδώ και ως τον θάνατό του. Μαθητής αρχικώς της Αθωνιάδος
Σχολής, αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους από το 1894 – 1899
(;), το 1913 και 1915 – 1918. Είχε ήδη καρεί μοναχός το 1884 και είχε σπουδάσει
στην Αθωνιάδα, στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης και σ’ αυτήν του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Διετέλεσε σχολάρχης της Αθωνιάδος (1901 – 1903), κατόπιν πρεσβύτερος
των ναών της Αγίας Ευφημίας και Αγίας Τριάδος στην Χαλκηδόνα, πρωθιερεύς του
ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος των Ελλήνων της Κωστάντζας την περίοδο 1907
– 1913. Επέστρεψε το 1913 στο Άγιον Όρος και αγωνίσθηκε κατά των προσπαθειών
εκρωσσισμού του συντάσσοντας και υπό-μνημα κατά του Πανσλαβισμού, και πάλιν
αρχιγραμματεύς της Ιεράς Επιστασίας ως το 1918. Απεσύρθη στην συνέχεια στην Μ.
Κουτλουμουσίου, όπου θα παραμείνει ως τον Νοέμβριο του 1922, οπότε μετέβη στο
Γαλάτσι, όπου ως το 1932 διετέλεσε πρωθιερεύς του εκεί ναού των Ελλήνων. Την
περίοδο 1932 – 1940 ήταν πρωθιερεύς του ναού της Α-γίας Τριάδος των Ελλήνων του
Μπρασοβού. Με την διάλυση της ελληνορθοδόξου Κοι-νότητος του Μπρασοβού
επέστρεψε στο Γαλάτσι, όπου και απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 1940.
Τα κυριώτερα συγγράμματα του Χριστοφόρου Κτενά :
Το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως, Κπολις 1911, Λόγος, Αθήνα 1912.
Η εν τω Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Δοχειαρίου και αι προς τον δούλον Γένος
υπηρεσίαι αυτού, 1926.
Τα γράμματα εν Αγίω Όρει και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, Αθήναι 1922.
Η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845 – 1916, Αθήναι 1933.
Λεύκωμα της εν Στεφανουπόλει Εθνικής Ελληνικής Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος
επί τη εκατοπεντηκονταετηρίδι αυτής 1787 - 1937, Βουκουρέστι 1937.
Athanasios Karathanasis
Professor of the Faculty of Theology, AUTH
Christophoros
Ktenas, the learned monk of Iviron
The life of Christophoros Ktenas (Lefkada 1864 – Galaţi
Romania December 1940) was linked with Mount Athos
from his first visit in 1881until his death. Initially a pupil of the Athonias
Academy, Archsecretary of the Holy Community of Mount Athos from 1894 until
1899 (?), 1913 and from 1915 till 1918. He was tonsured as a monk in 1884 and
had studied in the Athonias Academy in the Theological School of Chalki and at
the University of
Athens. He was Head
Teacher at the Athonias
Academy (1901-1903),
later presbyter of the Churches of Aghia Euphemia and Aghia Triada in
Chalkidon, and protoiereus at the Greek Church of the Metamorphosis of the
Saviour in Konstanţa during the period 1907-1913. He returned to Mount Athos in 1913 and contributed to the effort to
repulse the attempts at Russification there by writing a memorandum opposing
Pan-Slavism. Once again he returned to the position of Archsecretary of the
Holy Community until 1918. He then withdrew to Koutloumousiou Monastery, where
he remained until November 1922, when he moved to Galaţi and until 1932 was charged with the
duties of protoiereus at the Greek church. From 1932 until 1940 he fulfilled
the same role at the Greek church of Aghia Triada at Brasov. Following the dissolution of the
Greek Orthodox community at Brasov, Ktenas
returned to Galaţi,
where he passed away in December 1940.
The most important works of Christophoros Ktenas are:
Το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως, [To mistirion tis metanoias kai
exo-mologiseos], Constantinople 1911, Logos, Athens 1912.
Η εν τω Αγίω Όρει Ιερά Μονή του Δοχειαρίου και αι προς τον δούλον Γένος υπηρεσίαι αυτού, [I en to Agio
Orei Iera Moni tou Docheiariou kai ai pros ton doulon Genos upi-resiai
aftou] 1926.
Τα γράμματα εν Αγίω Όρει και η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, [Ta
grammata en Agio Orei kai i Megali tou Christou Ekklisia] Athens1922].
Η σύγχρονος Αθωνιάς Σχολή και οι εν αυτή διδάξαντες από του 1845 – 1916, [I
sigchronos Athonias Scholi kai oi en afti didaxantes apo tou 1845-1916], Athens
1933.
Λεύκωμα της εν Στεφανουπόλει Εθνικής Ελληνικής Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος επί τη εκατοπεντηκονταετηρίδι αυτής 1787 – 1937 [Lefkoma tis en Stefanoupolei
Ethnikis Ekklisias tis Agias Triados epi ti ekatopentikontaetiridi aftis
1787-1937], Bucharest 1937.
Αι επιγραφαί και οι αφιερωταί της εν Στεφανουπόλει Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της Αγίας Τριάδος [Ai
epigrafai kai oi afierotai tis en Stefanoupolei Orthodoxou Ellinikis Ekklisias
tis Agias Triados], Bucharest 1938.
Lora Gerd
Ρωσικὴ Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν
Ρῶσοι ἐπιστήμονες στὸ Ἅγιον Ὄρος στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα
Ο 19ος αιώνας σηματοδότησε την απαρχή της
«ανακάλυψης» του Αγίου Όρους από τους ευρωπαίους λόγιους και περιηγητές. Την
περίοδο 1840-1850 επισκέφθηκαν τον Άθω δύο επιφανείς ρώσοι βυζαντινολόγοι και
ανατολιστές, οι αρχιμανδρίτες Πορφύριος Ουσπένσκι και Αντονίν Καπούστιν. Οι
δραστηριότητές τους απασχόλησαν επανειλημ-μένως τους σύγχρονους ερευνητές.
Παρόλα αυτά, τα πλούσια αρχεία τους παρέχουν ακόμη και σήμερα ευκαιρίες
ανάδειξης άγνωστων έως τις μέρες μας γεγονότων.
Οι ρώσοι λόγιοι έχουν συχνά κατηγορηθεί για κλοπές
χειρογράφων από βιβλιοθήκες της ορθόδοξης Ανατολής. Η μελέτη των αρχείων τους
-ημερολογίων και αλληλο-γραφίας- μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα
χειρόγραφα των συλλογών τους αγοράστηκαν ή δωρίθηκαν και μόνον σε εξαιρετικές
περιπτώσεις αποκτήθηκαν χωρίς την άδεια των κατόχων τους. Έχουμε στη διάθεσή μας
πλήθος περιγραφών των βιβλιοθηκών της Ανατολής από ρώσους και δυτικοευρωπαίους
περιηγητές του 19ου αι-ώνα. Στο σύνολό τους, οι περιγραφές αυτές επισημαίνουν
τις κακές συνθήκες φύλαξης των χειρογράφων, ενώ στηλιτεύουν αναρίθμητα
περιστατικά απαράδεκτης χρήσης πα-λαιών βιβλίων -ως μέσα στερέωσης παραθύρων,
ως χαρτί περιτυλίγματος ή ακόμη και ως καύσιμη ύλη. Ο Άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης τονίζει στα σχόλιά του επί των ιερών κανόνων («Πηδάλιον», τέλη 18ου
αιώνα) ότι απαγορευόταν η χρήση των παλαιών βι-βλίων για την κατασκευή
τσιγάρων. Εκατοντάδες χειρόγραφα χάθηκαν εξαιτίας της υγρασίας, των πυρκαγιών
και των τρωκτικών. Η ένδεια και η ελλιπής εκπαίδευση των μοναχών συνέβαλαν στο
θλιβερό αυτό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, οι συλλέκτες, Δυτι-κοευρωπαίοι και Ρώσοι,
θεωρούσαν ότι η αφαίρεση ενός χειρογράφου από ένα σκονι-σμένο και υγρό υπόγειο,
ή η αγορά του έναντι ευτελούς τιμήματος, δεν τους καθιστούσε κλέφτες (την
πεποίθησή τους αυτή συμμεριζόμαστε και εμείς σήμερα). Τουναντίον, ή-ταν
πεπεισμένοι ότι έσωζαν αυτούς τους θησαυρούς από τα χέρια των απαίδευτων
κα-τόχων τους, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν την αξία τους.
Ο Πορφύριος Ουσπένσκι (1804-1885), επικεφαλής της Ρωσικής
Πνευματικής Απο-στολής στα Ιεροσόλυμα (1847-1853), επισκέφθηκε δύο φορές τον
Άθω, το 1845-46 και το 1858-61. Ο ίδιος συνέγραψε λεπτομερείς περιγραφές
αμφοτέρων των επισκέψεών του, οι οποίες εκδόθηκαν σε δύο τόμους και αποτελούν
πολύτιμη πηγή για την ιστορία του Αγίου Όρους τον 19ο αιώνα. Στον
Άθω μελέτησε διάφορα ελληνικά και σλαβικά χει-ρόγραφα και απέκτησε ορισμένα
από αυτά για τη συλλογή του. Η αλληλογραφία του Πορφύριου Ουσπένσκι, η οποία
διασώθηκε ως μέρος του αρχείου του (και σήμερα φυ-λάσσεται στο αρχείο της
Ακαδημίας Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης), παρέχει ανα-λυτικές πληροφορίες
σχετικά με το έργο του Πορφύριου στον Άθω και τα χειρόγραφα της συλλογής του.
Για παράδειγμα, στον έβδομο τόμο του ημερολογίου του με
τίτλο «Το βιβλίο της ζωής μου» (“Kniga
Bytija moego”), το οποίο εκδόθηκε το 1904, ο Πορφύριος αναφέρεται στην
επίσκεψή του στο Ιερόν Κελλίον Διονυσίου του εκ Φουρνά στις Καρυές, τον Μάιο
του 1861. Ο πατήρ Μελέτιος, ο οποίος ζούσε στο συγκεκριμένο κελλί, του έδειξε
πολλές παλιές εικόνες. Ο Πορφύριος αγόρασε τρεις από αυτές και ένα παλιό «Συναξάριον»,
το οποίο χρονολογείτο από το 1249 και είχε γραφεί από κάποιον Πέτρο, τον 10ο
αιώνα. Έξι επιστολές του Μελέτιου (Μάιος 1863-Μάιος 1874), οι οποίες
φυλάσσονται στο αρχείο του Πορφύριου, φωτίζουν κάπως περισσότερο το
συγκεκριμένο περιστατικό. Ο Μελέ-τιος ζητούσε την επιστροφή των εικόνων και του
χειρογράφου, ισχυριζόμενος ότι είχε λάβει τα χρήματα μόνο για να παραχωρήσει
στον Πορφύριο το δικαίωμα να εξετάσει τα εν λόγω αντικείμενα, όχι να τα
ιδιοποιηθεί και να τα πάρει μαζί του. Ο Πορφύριος δεν απάντησε σε αυτές τις
επιστολές, το δε χειρόγραφο του «Συναξαρίου» από τις Καρυές βρίσκεται τώρα στην
Εθνική Ρωσική Βιβλιοθήκη, στην Αγία Πετρούπολη.
Σε μια επιστολή του προς τον προκαθήμενο της Ιεράς Συνόδου
της Ρωσικής Ορ-θόδοξης Εκκλησίας (γραμμένη την 1η Μαρτίου 1858), ο Πορφύριος
πρότεινε ένα σχέδιο για την κατάρτιση καταλόγων των συλλογών της ορθόδοξης
Ανατολής προκειμένου να αποτραπεί η λεηλασία τους από τους δυτικοευρωπαίους
περιηγητές. Τα χειρόγραφα των μοναστηριών θα ετίθεντο στη διάθεση των ερευνητών
για σύντομα μόνο χρονικά διαστήματα, ενώ οι αγορές χειρογράφων θα ήταν δυνατές
μόνον από ιδιώτες.
Όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος επέμεινε, τον
Νοέμβριο του 1860, στην επιστροφή του σιναϊτικού κώδικα της Βίβλου από τη
Ρωσία, ο Πορφύριος του απάντησε ότι «Τα παλαιά αντικείμενα μπορούν να τα
αφαιρέσουν και να τα ιδιοποι-ηθούν Άγγλοι, Γάλλοι ή Γερμανοί, ενώ στα χέρια μας
θα είναι ασφαλή. Η ημετέρα Κα-θολική Εκκλησία είναι ένας μέγας οίκος, όπου
εγκαταβιούν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σκύθες. Εάν χρειάζεστε τον κώδικα για
ερευνητικούς λόγους, είστε ευπρόσδεκτοι να εργαστείτε με τον ίδιο τρόπο που
εμείς διεξάγουμε το ερευνητικό μας έργο στις βιβλιο-θήκες σας». Η άποψη αυτή
απηχούσε την αντίληψη περί πρωτοκαθεδρίας της Ρωσίας στον ορθόδοξο κόσμο, καθώς
και περί της ενότητας των χριστιανών της Ανατολής υπό ρωσική καθοδήγηση, την
οποία ο Πορφύριος συμμεριζόταν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850 ένας άλλος διάσημος ρώσος
λόγιος επισκέφθηκε το Άγιον Όρος. Ήταν ο αρχιμανδρίτης Αντονίν Καπούστιν,
ιερέας της ρωσικής αποστολής στην Αθήνα (1850-60). Την πρόσκληση για την
επίσκεψή του αυτή είχε λάβει από τον Πέτρο Σεβαστιάνοφ, ιστορικό τέχνης και
έναν από τους πρώτους φωτογράφους των τοιχογραφιών και των εικόνων του Αγίου
Όρους. Το ταξίδι του Αντονίν στο Άγιον Όρος περιγράφεται στο βιβλίο του με
τίτλο «Zametki poklonnika Sviatoj Gory» (Κίεβο, 1864). Τις πληροφορίες που
παρέχει το βιβλίο του συμπληρώνει το ανέκδοτο ημερολό-γιό του.
Ο πρωταρχικός σκοπός της επίσκεψης του Αντονίν στον Άθω
ήταν η μελέτη των βιβλιοθηκών, τόσο των ελληνικών όσο και των σλαβικών. Μια από
τις κύριες και πλέον σημαντικές δραστηριότητές του ήταν η καταλογογράφηση των
συλλογών χειρογράφων κωδίκων. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εργασία του
αντιμετωπίσθηκε με αρνητική διάθεση και καχυποψία από τους μοναχούς. Έτσι, στην
Ιερά Μονή Φιλοθέου γνώρισε έναν νε-αρό μοναχό ο οποίος συνέτασσε έναν τέτοιο
κατάλογο υπό τα εκδήλως επικριτικά σχό-λια των ηλικιωμένων μοναχών. Ο Αντονίν
συχνά προσέκρουσε στην άρνηση των μονα-χών να του δείξουν τα εκάστοτε
φυλασσόμενα χειρόγραφα (όπως συνέβη, για παρά-δειγμα, με τα χρυσόβουλα της
Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας), ενώ ακόμη και ο περί-φημος «Τράγος» μεταφέρθηκε
από τους μοναχούς σε κάποια άλλη Μονή. «Δεν παραπο-νούμαι για τη στάση αυτή των
μοναχών έναντι ημών, των ερευνητών (συλλεκτών κατά την άποψή τους) αρχαίων
χειρογράφων», έγραψε. «Το Άγιον Όρος έχει λόγους να μη μας εμπιστεύεται. Είναι
όμως λυπηρό το γεγονός ότι συνεπεία της στάσης αυτής τα αρ-χαία χειρόγραφα
παραμένουν στην αφάνεια». Ακολούθως, πρότεινε τη σύσταση μιας μικτής
επιστημονικής επιτροπής (από Έλληνες και Ρώσους) για τη συστηματική
κατα-λογογράφηση των χειρόγραφων κωδίκων και των παλαίτυπων βιβλίων, με στόχο
να αποτραπεί η απόκτησή τους από ιδιωτικές συλλογές.
Έτσι, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι ρώσοι
λόγιοι των μέσων του 19ου αιώνα, καίτοι μετήλθαν τις κοινές μεθόδους
όλων των περιηγητών για την από-κτηση χειρογράφων με κάθε δυνατό τρόπο, υπήρξαν
οι πρώτοι που επέμειναν στη σύ-σταση διεθνών επιτροπών για τη συστηματική
έρευνα και προστασία των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους.
Lora Gerd
Russian Academy of Sciences
Russian scientists on Holy Mount Athos in the middle of
the 19th century
The 19th century was a period of “discovering” of Mount Athos by European scholars and travellers. In the
1840-1850-s Athos was visited by two prominent Russian by-zantinologists and
orientalists, archimandrites Porfyry Uspensky and Antonin Kapu-stin. The
activities of both of them has attracted the attention of modern researches
ma-ny times, but their rich archives still give opportunities to find facts,
unknown before.
The Russian scholars are often criticized for stealing
manuscripts from the libraries of the Orthodox East. While studying their
archives-dairies and correspondence, we can make the conclusion that most of
the manuscripts in their collections were acquired by purchasing or received as
gifts, and only in extraordinary cases the books were taken without permission
of the owners. We have a lot of descriptions of the libraries, made by
travellers in the East both by Russian and Western travellers in the 19th
century. All of them stress the bad conditions in which the manuscripts were
kept, and mention a lot of cases of unproper use of the old books, - for
sealing windows, as wrapping-paper, or even for heating. St. Nicodemos in his
commentaries to the canons (Pidalion, end of the 18th century),
stressed that it was prohibited to use old books for making cigarettes.
Hundreds of manuscripts were lost for reasons of mold, fire or rats. The
poverty and lack of education among the monks contributed to that. So the
collectors, both Western and Russian, while taking a manuscript from a dusty or
wet cellar, or buying it for little money, did not regard themselves (and in
fact cannot be regarded by us) as thieves. Just the opposite-- they were
convinced that they were saving the treasures from the hands of illiterate
owners who did not understand what they had.
Porfyry Uspensky (1804-1885), chief of the Russian Spiritual
Mission in Jerusalem
(1847-1853), visited Athos twice, in 1845-46 and 1858-61. Both journeys are
described by him in details, and these two published volumes are a valuable
source for the history of the Holy Mount in the 19th century. On
Athos he studied different Greek and Slavonic manuscripts and acquired some of
them for his collection. The correspondence of Porfyry, which is preserved in
his archive (in the Archive of the Academy
of Sciences in St. Petersburg), give us some more details
about the work of Porfyry on Athos and the manuscripts in his collection.
For example, in the seventh volume of his Dairy “Kniga Bytija moego” (published in 1904)
Porfyry is speaking about his visit to the kellion of Dyonysios Furnografiotis
in Karea in May 1861. Fr. Meletios, who lived in this kellion, showed him many
old icons. Porfyry bought three of them
and a manuscript, a Synaxarium, dated 1249 and written by a certain Peter in
the 10th century. Six letters by Meletios (May 1863-May 1874) from
the archive of Porfyry give some additional information about this act. Meletios wanted to receive back the icons and
the manuscript, pointing that the money was taken only for the right to observe
them, but not to take away. Porfyry did
not answer to these let-ters, and the manuscript is now in the Russian National
library in Petersburg.
In his letter to the
ober-prosecutor of the Russian Holy Synod (March 1st, 1858) Porfyry
proposed a plan of making catalogues of the collections of the Orthodox East in
order to prevent their plundering by Western travellers. The manuscripts from
the monasteries would be given to researchers only for certain short periods of
time, and manuscripts could be bought only from private persons.
When the Patriarch of Alexandria Callinikos in November 1860
insisted on the returning of the Sinai codex of the Bible from Russia, Porfyry
answered him, that “The old things can be taken from you by the English,
French, or the German, and in our hands they will be safe. Our Catholic Church
is one big house, where Helens and Scythi-ans live. If you need it for
research, you are welcome to work on it, as we are searching in your
libraries”. This view was in accordance with the conception of predomination of
Russia
in the Orthodox world and unification of the Eastern Christianity under Russian
guidance, shared by Porfyry.
In the end of the 1850-s another famous Russian scholar
visited Mount Athos, archimandrite Antonin Kapustin, priest of the Russian
mission in Athens (1850-60). He was invited to this expedition by Petr
Sebastianov, historian of art, who was one of the first to make photos of the
wall paintings and icons in the Holy Mount. The journey of Antonin to Athos was
described and published in his book “Zametki poklonnika Sviatoj Gory” (Kiev, 1864); this information can be supplemented by his
Dairy, still inedited.
The aim of Antonin’s journey to Athos was first of all
research in the libraries, both Greek and Slavonic. One of his main and most
important occupations was creating catalogues of the manuscript collections.
But even in this work he often met resistance and suspicion from the side of
the monks. So, in Philopheu monastery he found a young man who made a catalogue
and was severely criticized by the older monks.
Sometimes Antonin was not allowed to see the manuscripts (for example,
the chysobulles in the Laura), and even the famous Tragos was hidden by the
monks in another monastery. “I don’t complain about such an attitude towards
us, the researchers (collectors in the eyes of the monks) of ancient
manuscripts, he wrote. The Holy Mount has reasons not to trust us. But it is a
pity that there is no opportunity to make the ancient manuscripts known”. He
proposed to organize a scientific mixed commission (both Greek and Russian) and
create systematic catalogues of the manuscripts and old printed books in order to
prevent their passing into private collections.
So, we can make the conclusion that the Russian scholars of
the middle of the 19th century, while using the common for all
travellers methods of acquainting manuscripts by all possible means, at the
same time were the first who insisted on creating interna-tional commissions
for systematic research and protection of the libraries of the Holy Mount.
Μιλτιαδης Δ. Πολυβιου
Δρ. Ἀρχιτέκτων
Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ οἰκονόμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ Μετοχίου στὰ Μουδανιά
Στα 1790 καταγράφονται για λογαριασμό της μονής Βατοπεδίου τα κατάλοιπα
του αποθανόντος μοναχού Θεόδουλου Βατοπεδινού, οικονόμου της μονής στο μετόχι
της στα Μουδανιά της Προποντίδας. Σύμφωνα με την εν λόγω καταγραφή στα
κατάλοιπά του περιλαμβάνονται, μεταξύ των άλλων, και ένας σημαντικός αριθμός
βιβλίων, τα ο-ποία καταγράφονται ένα προς ένα, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να
αναδειχθεί η προ-σωπικότητα ενός αφανούς λογίου μοναχού και να επισημανθεί ένα
δείγμα των βιβλίων που συγκέντρωναν το ενδιαφέρον των αγιορειτών της εποχής.
Miltiadis D. Polyviou
Dr. of
Architecture
The library of the oikonomos
of the metochion of Vatopedi
Monastery
at Moudania
In 1790, for the benefit of Vatopedi
Monastery, an inventory was drawn up of the material possessions left behind by
the deceased monk Theodoulos of Vatopedi, oikonomos
of the monastery’s metochion at Moudania in the Propontis. According to this
inventory, among other things, the possessions included a considerable number
of books, which are listed one by one, thus shedding light on the personality
of an obscure learned monk and providing us with an example of the types of
books that attracted the attention of the Athonite fathers at that time.
Διογενης Καραγιαννακιδης
Δρ.
Δικηγόρος
Ἀλέξανδρος Εὐμορφόπουλος Λαυριώτης – Μιὰ ἀπόπειρα παρουσίασης
Ο Αλέξανδρος Ευμορφόπουλος Λαυριώτης (1838-1905) θεωρείται ο κορυφαίος
αγι-ορείτης λόγιος του τέλους του 19ου αιώνα. Στην εισήγηση
επιχειρείται σχηματική πα-ρουσίαση του έργου του. Η συνεισφορά του στα γράμματα
και στην ιστορία των θε-σμών έγκειται πρό πάντων στο ότι έδωσε στη δημοσιότητα
πλήθος σημαντικών εγγρά-φων -αυτοκρατορικών, πατριαρχικών και άλλων-
αποκειμένων στο Αρχείο της Μεγί-στης Λαύρας και όχι μόνο. Συνέγραψε επίσης
πραγματείες ιδίως για την Μεγίστη Λαύ-ρα, ενώ ασχολήθηκε με την ανάδειξη
προγενέστερών του λαυριωτών λογίων. Ως Αρχι-γραμματέας της Ιεράς Κοινότητος και
αργότερα Αντιπρόσωπος της Μονής του για πολλά χρόνια, είχε συμμετοχή σε
σημαντικές πρωτοβουλίες ρύθμισης θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος. Κατέβαλε προσπάθεια
για την διάσωση κτητορικών και άλλων αξιόλο-γων μνημείων.
Diogenis
Karagiannakidis
Doctor of Law, Lawyer
Alexandros Eumorphopoulos of Lavra – An attempt at a
presentation
Alexandros
Eumorphopoulos of Lavra (1838-1905) is considered to be the most important
Athonite scholar of the end of the 19th century. This paper will
attempt a schematic presentation of his work. His contribution to letters and
to the history of the institutions rests above all in the fact that published a
large body of important documents – imperial, patriarchal and others – from the
Archive of the Monastery of Great Lavra, inter
alia. He also wrote treatises, in particular concerning Great Lavra and
showcased previous scholars of the monastery. As Arch Secretary of the Holy Commu–nity
and later Representative of his Monastery for many years, he took part in many
initiatives on handling subjects of common interest. He applied much effort of
saving monuments of the founders and other important monuments.
Νικολαος Τσιλικιδης
Θεολόγος, μεταπτυχιακὸς φοιτητῆς
Tμ.Θεολογίας ΑΠΘ
Λόγιοι Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου (19ος
– 20ὸς αἰώνας)
Οι Ξηροποταμηνοί πατέρες,
αρχιμανδρίτης Διονύσιος Αγιομαμίτης (1830-1873), αρ-χιμανδρίτης Ευγένιος Δάγκου
(1821-1876), αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ (†1896), αρχιμαν-δρίτης Αγαθάγγελος
(†1898), προηγούμενος Ευγένιος ο Λέσβιος (1871-1924), προη-γούμενος Ευδόκιμος ο
Κρης (1868-1938),
προηγούμενος Βασίλειος Βλασάκης (1875-1961), ιερομόναχος Παύλος (1882-1920), Γέρων Κυριακός
Ζαχαριάδης (1856-1916), αρ-χιμανδρίτης Χρύσανθος Μακρής
είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, ένα αντιπροσω-πευτικό δείγμα της
θρησκευτικής, καλλιτεχνικής και οικονομικής ακμής του Αγίου Ό-ρους γενικότερα
και φυσικά και της μονής του Ξηροποτάμου ειδικότερα, κατά τη δύση του 19ου
αι. και την ανατολή του 20ού.
Συνετέλεσαν μέσα από τα ηγετικά τους προσόντα στην υλική
ακμή της μονής του Ξηροποτάμου, αλλά και μέσα από τη φιλομάθεια τους και τα
πνευματικά τους χαρί-σματα συνετέλεσαν στην πολιτιστική και πνευματική πρόοδο
ολόκληρου του Αγίου Όρους στην εποχή της ακμής του. Ήταν τέκνα άλλα ταυτόχρονα
και δημιουργικοί πα-ράγοντες αυτής της ακμής. Άνθρωποι με εγκυκλοπαιδική και
ουσιαστική σε βάθος μόρφωση, στην οποία τους οδήγησε το πνεύμα φιλοπονίας που
είχαν, κατατάχτηκαν γρήγορα στην κατηγορία των λογίων αναστημάτων του 19ου
και 20ού αι. Το πλούσιο πνευ-ματικό τους έργο συνοδοιπόρησε με τις
δύσκολες διοικητικές ευθύνες: η λογιοσύνη τους, όπως συμβαίνει τις περισσότερες
φορές, τους εκτίναξε σχεδόν όλους σε καίριες διοικητικές θέσεις, τόσο στα κοινά
της μονής τους, όσο και στα κοινά του Αγίου Όρους, από όπου προσέφεραν με
επιτυχία τα διοικητικά και διπλωματικά τους χαρίσματα.
Σκοπός, λοιπόν, της παρούσας εισήγησης είναι η παρουσίαση
μερικών “κρίκων” της αλυσίδας μιας μακράς παραδόσεως λογίων, εν ευρεία έννοια,
πατέρων του Αγίου Ό-ρους, των οποίων το έργο εν πολλοίς παραμένει άγνωστο και
ανεξερεύνητο μέχρι σήμε-ρα μέσα σε χειρόγραφα έργα των ίδιων τα οποία
“αναπαύονται” μέσα στις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους.
Nikolaos Tsilikidis
Theologian,
Post-graduate student, Department of Theology, AUTH
Learned
fathers of the Holy Monastery of Xeropotamou
(19th-20th
centuries)
The fathers of Xeropotamou Monastery – Archimandrite
Dionysios Agiomamitis (1830-1873), Archimandrite Evgenios Dangou (1821-1876),
Archimandrite Nathaniel (†1896), Archimandrite Agathangelos
(†1898), Prohegumen Evgenios of Lesvos (1871-1924), Prohegumen Evdokimos of
Crete (1868-1938), Prohegumen Basil Vlasakis (1875-1961), the hieromonk Paul
(1882-1920), Elder Kyriakos Zachariadis (1856-1916) and Archimandrite
Chrysanthos Makris – could be regarded as a representative sample of the
flourishing religious, artistic and economic life of Mount Athos in general,
and of course Xeropotamou Monastery in particular, at the close of the 19th
and dawn of the 20th centuries.
Through their leadership skills, they contributed to the
material prosperity of Xero-potamou Monastery, and through their erudition and
spiritual gifts they contributed to the cultural and spiritual advancement of
the whole of Mount Athos at a time it was
flourishing. They were products of this flourishing period as well as playing
an active part in creating it. With their comprehensive and profound learning,
which their dili-gence led them to acquire, they soon came to be recognised as
some of the most learned Athonite figures of the 19th and 20th
centuries. Their rich spiritual work was accom-panied by the performance of
difficult administrative duties: their erudition, as usually happens, propelled
almost all of them into key administrative positions, where they we-re
responsible for the communal affairs of both their own monastery and Mount
Athos as a whole, and where they successfully brought to bear their
administrative and diplo-matic talents.
The aim of the present paper, then, is to present some
‘links’ in the chain of a long tradition of learned – in the broad sense –
fathers of Mount Athos, whose work still re-mains largely unknown and unstudied
within their own manuscripts ‘resting’ in the monastic libraries of Mount
Athos.
ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Συντονιστής
Κριτων
Χρυσοχοϊδησ
Διευθυντής Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών / ΕΙΕ
ROUND-TABLE DISCUSSION
SPIRITUAL/INTELLECTUAL MOVEMENTS,
MODERN-GREEK ENLIGHTENMENT AND SCHOLARSHIP ON MOUNT ATHOS
Chair
Kriton
Chryssochoidis
Director of the Institute for
Historical Research, National Hellenic Research Foundation.
Μητροπολιτης Προυσης Ελπιδοφορος
Λαμπρυνιαδης
Ἀναπλ.
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ἡ ἱστορία τῆς Λογιότητας στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν
σχέσεων Ὀρθοδοξίας καὶ Δύσης
Μέ τήν παρούσα εἰσήγηση ἐπιχειρεῖται ἡ παρουσίαση τοῦ
φαινομένου τῆς ἁγιορειτι-κῆς λογιότητας στή διαχρονία του, σέ ἄμεση συνάφεια μέ
τή διαπλοκή τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθόδοξης, ἑλληνόφωνης Ἀνατολῆς μέ τή λατινόφωνη
Δύση, πρίν καί μετά τό σχίσμα, ἀφοῦ διαπιστώνεται ὅτι διαφορετικά αἰτούμενα
ἐξυπηρετεῖ ἡ ἁγιορειτική λογιότητα στό πλαίσιο αὐτό κατά τήν προσχισματική
περίοδο, καί διαφορετικά κατά τούς μετά τό σχί-σμα αἰῶνες καί κυρίως μετά τήν
Ὀθωμανική κατοχή. Στό πλαίσιο αὐτό ἡ παρουσία μο-ναχῶν καί ἡ ἵδρυση μονῶν ἀπό
κτίτορες προερχόμενους ἀπό τήν᾽Ιταλική χερσόνησο, ἤδη ἀπό τίς ἀπαρχές τῆς
κοινοβιακῆς ἱστορίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
συνδέεται καί μέ τήν ἱστορία τῆς ἁγιορειτικῆς λογιότητας. Σέ μία ἀπό τίς τρεῖς
ἰταλικές μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τή μονή τῶν Ἀμαλφηνῶν, θά λειτουργήσει ἀπό τόν
11ο αἰώνα ἕνα μεταφραστικό κέντρο, μέ διασύνδεση μέ τήν πόλη τοῦ
Ἄμαλφι, ὅπου λειτουργοῦσε ἡ τελευταία «λογ-γοβαρδική» μεταφραστική σχολή, καί
πιθανόν καί μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί εἰδι-κῶς μέ τή μονή τοῦ Παναγίου, πού
σχετίζεται μέ τή βιογράφηση τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
Ἕνας ἄλλος σημαντικός σταθμός ὑπῆρξε λίγους αἰῶνες
ἀργότερα τό ἐνδιαφέρον πρός τή λατινική θεολογική παράδοση, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε
μέσα ἀπό τή θριαμβευ-τική ἐμφάνιση τοῦ Θωμισμοῦ στό Ἅγιον Ὄρος μέ ἕναν ἐκ τῶν σημαντικότερων εἰσηγη-τῶν
του στό Βυζάντιο, τόν Λαυριώτη μοναχό Πρόχορο Κυδώνη, συνδεδεμένο μέ τήν
ἀντιησυχαστική θεολογική παράδοση καί γι᾽ αὐτό καταδικασμένο ἀργότερα ἀπό τή
Σύ-νοδο τοῦ 1368.
Στό ἴδιο πλαίσιο ἐμφανίζει ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον ἡ διερεύνηση
τῆς παρουσίας ἐκδό-σεων μέ λατίνους πατέρες καί συγραφεῖς στίς ἁγιορειτικές
Βιβλιοθῆκες καί συνακόλου-θα ἡ λατινομάθεια Ἁγιορειτῶν λογίων ἀπό τήν
παλαιολόγεια περίοδο, μέ προεξάρχοντα τόν Πρόχορο Κυδώνη, καί ἐντεῦθεν. Ἡ
ἐλλιπής εἰκόνα πού ἔχουμε ἀκόμη καί σήμερα γιά τό πρῶτο ζήτημα, ἀφοῦ δέν ἔχουν
δημοσιευθεῖ συστηματικές καταγραφές τῶν λατι-νικῶν παλαιτύπων τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
δέν ἐπιτρέπει τήν ἐξαγωγή ἀσφαλῶν συμπερα-σμάτων. Ἡ εἰκόνα μας φωτίζεται
κυρίως ἀπό τή δωρεά τῶν λατινικῶν βιβλίων τοῦ λο-γίου ἐπισκόπου Κυθήρων Μαξίμου
Μαργουνίου στή Βιβλιοθήκη τῆς μονῆς Ἰβήρων, ὅ-που μεταξύ ἄλλων ἐντοπίζονται
οἱ πρῶτες ἔντυπες ἐκδόσεις τῶν ἔργων τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Δύσεως Ἀμβροσίου
καί Αὐγουστίνου, ἀλλά καί τῶν Θωμιστικῶν συγγραμμάτων. Ἐξίσου ἰσχνή εἶναι ἡ
εἰκόνα πού ἔχουμε γιά τή λατινομάθεια τῶν Ἁγιορει-τῶν λογίων, μέ ἐξαίρεση ἴσως
δύο ἐπιφανεῖς διδασκάλους, τόν ὅσιο Ἱερόθεοτόν Ἰβηρίτη, ὁ ἁγιορείτης βιογράφος
τοῦ ὁποίου κρίνει ἀπαραίτητη καί τήν ἐκμάθηση τῆς λατινικῆς γλώσσας, καί τόν
πολύ Εὐγένιο Βούλγαρι.
Τό τελευταῖο κρίσιμο σημεῖο στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μέ
τή δυτική Χριστιανο-σύνη μέσω τῆς
ἁγιορειτικῆς λογιότητας ἐντοπίζεται κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρα-τίας
στήν ἀπόπειρα ἱδρύσεως σχολείου στὶς Καρυές –ὅπως καί δυτικῆς μονῆςστὸ Ἅγιον
Ὄρος – ἀπό τούς Ἰησουΐτες μισσιοναρίουςκατά τόν 17ο αἰώνα, στὸ πλαίσιο τῆς
ρωμαιο-καθολικῆς προπαγάνδας, ἀλλά καί στήν παρουσία σημαντικῶν ἁγιορειτῶν
λογίων, ὅ-πως ὁ Μάξιμος ὁ Γραικός καί ὁ Ἱερόθεος Ἰβηρίτης, στήν Ἰταλία, καθώς
καί ἁγιορειτῶν μοναχῶν μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦἙλληνικοῦ Κολλεγίου τῆς Ρώμης.
Εlpidophoros
Lambriniades, Metropolitan of Proussa
Associate
Professor of the Faculty of Theology AUTH
The
history of Scholarship on Mount Athos in the
light of relations between Orthodoxy and the West
The present paper attempts to present the phenomenon of
Athonite scholarship over the course of time, in direct relation to the skein
of relations between the Orthodox, Greek-speaking East and the Latin West
before and after the Schism, since it is evident that, in this context,
Athonite scholarship served different requirements during the period before the
Schism to those in the centuries following it, and particularly after the
Ottoman occupation. In this context, the presence of monks and the foundation
of monasteries by men from the Italian peninsula from the earliest beginnings
of cenobitic life on Athos, are also connected with the history of Athonite
scholarship. In one of the three Italian monasteries on the Holy Mountain, the
Monastery of the Amalfitans, a translation centre was to operate from the 11th
century onwards that had connections with the city of Amalfi, where the last
‘Lombard’ school of translating was in operation, and probably also with
Constantinople and, in particular, the Monastery of Panagiou, which is
connected with the compilation of the biography of St. Athanasius the
Athonite.
Another important milestone was the interest shown, a few
centuries later, in the Latin theological tradition, as was expressed in the
triumphant appearance of Thomism on Athos in the figure of the Lavriote monk
Prochorus Kydones, one of its most important exponents of Thomism in Byzantium,
who was associated with the anti-Hesychast theological tradition and for that
reason later condemned by the Synod of 1368.
In the same context, it is extremely interesting to
investigate the presence of editions containing Latin fathers and authors in
the libraries of Athos and, consequently, the Latin learning of Athonite
scholars from the Palaeologan period onwards, the most prominent of these being
Prochorus Kydones. The incomplete picture we still have of the first of these
matters, since no systematic records of the Latin incunabula on Athos have yet
been published, does not permit us to draw any safe conclusions. The picture we
have is illuminated mainly by the donation of Latin books by the learned Bishop
of Cythera, Maximus Margunius, to the library at the Monastery of Iviron,
amongst which may be found the first printed editions of the works of the great
Western fathers, Ambrose and Augustine, and also of Thomist writings. We have
an equally poor picture of the Latin learning of the Athonite scholars, with
the exception perhaps of two distinguished teachers, St. Hierotheos of Iviron,
whose Athonite biographer believed that it was just as important to learn Latin
as Greek, and the renowned Evgenios
Voul-garis.
The last key phase in the contact between Orthodoxy and
Western Christendom via Athonite scholarship occurred during the period of
Turkish rule, with the attempt to found a school at Karyes, as well as a
Western monastery on Athos, by the Jesuit missionaries in the 17th
century, as part of Roman Catholic propaganda, and also with the presence of
important Athonite scholars in Italy, such as Maximus the Greek and Hierotheos
of Iviron, as well as of Athonite monks among the students of the Greek College
in Rome.
Πασχαλης Μ. Κιτρομηλιδης
Καθηγητὴς
Πανεπιστημίου ΕΚΠΑ
Ἡ ἁγιορείτικη λογιοσύνη καὶ οἱ προκλήσεις τῆς
νεωτερικότητας
Οι προκλήσεις της νεωτερικότητας
προς την αγιορείτικη λογιοσύνη θα μπορούσαν να εννοηθούν σε δύο επίπεδα:
α) οι τρόποι με τους οποίους
αποκτούν επίγνωση της αλλαγής που συντελείται στα πράγματα του κόσμου οι ίδιοι
οι αγιορείτες λόγιοι
β) οι προσλήψεις του Αγίου Όρους
και της αγιορείτικης λογιοσύνης από τη λογιοσύνη της νεωτερικότητας.
Το ενδιαφέρον της έρευνας θα
μπορούσε να εστιαστεί στην αλληλεπίδραση των πνευματικών εκδηλώσεων που
συντελούνται σε αυτά τα δύο επίπεδα.
Paschalis M. Kitromilides
Professor,
National and Kapodistrian University of Athens
Athonite scholarship and the challenges of modernity
The challenges that modernity brings
to Athonite scholarship could be understood at two levels:
a) the ways through which the
Hagiorite scholars themselves take cognizance of the change which occurs among
the things of the world.
b) the acquisition of modernist
scholarship by Mount Athos and Athonite
scho-larship.
The interesting aspect of the
research could focus on the interaction among the spiritual events occur at these
two levels.
Δημητριος Νικολακακης
Λέκτορας
Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Τὸ καθεστὼς ἵδρυσης καὶ λειτουργίας τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς
Η ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής πραγματοποιήθηκε με
πρωτοβουλία του προη-γουμένου Μελετίου Βατοπεδινού και χρονολογείται το
έτος 1748. Δύο χρόνια αργό-τερα, τον Μάιο του 1750, ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Κύριλλος ο Ε εκδίδει σιγίλλιο, με το οποίο ρυθμίζεται η λειτουργία της Σχολής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί, επίσης, σε μόνιμη βάση υπέρ των αναγκών
της Σχολής την ετήσια οικονομική συνδρομή της επισκοπής Ιερισσού και Αγίου
Όρους. Το 1753 εκδίδεται νέο σιγίλλιο, με το οποίο ανατίθεται η διεύθυνση της
Σχολής στον Ευγένιο Βούλγαρη. Στην παρού-σα ανακοίνωση εξετάζονται οι όροι
και οι προϋποθέσεις λειτουργίας της Αθωνιάδας Σχολής, όπως περιγράφονται στα
ανωτέρω πατριαρχικά σιγίλλια και τις κανονικές δια-τάξεις της εποχής.
Dimitrios Nikolakakis
Lecturer of the
Faculty of Theology AUTH
The legal conditions concerning the founding and operation
of the Athonias
Ecclesiatical Academy
The Athonias
Academy was founded
following an initiative of Abbot Meletius of Vatopedi in 1748. Two years later,
in May 1750, the Ecumenical Patriarch, Cyril V issued a sigillum (decree), according to which the running of the academy
was set out. The Patriarch also granted, on a permanent basis, an annual
economic contribution of the Bishopric of Ierissos and Mount
Athos to meet the needs of the Academy. In 1753 a new sigillum decree is issued according to
which Eugenios Voulgaris was appointed Dean of the Academy.
This paper examines the conditions and requirements
concerning the founding and operation of the Athonias Academy,
as described above in the Patriarchal sigilla
and canonical provisions of the time.
Eμμανουηλ Φραγκισκος
Ὁμότ. Δ/ντὴς Ἐρευνῶν Ἰνστιτούτου Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν / ΕΙΕ
Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ Ἅγιο Ὄρος
Η σχέση του Αδαμάντιου Κοραή με το Αγιον Ορος εστιάζεται
στη συμμετοχή του ως επιτρόπου της Αθωνιάδας σχολής στο Παρίσι σε δύο χρονικές
περιόδους μέσα στη δεκαετία του 1800. Την πρώτη, το 1801, όταν έγινε προσπάθεια
στην Κωνσταντινού-πολη επί πατριαρχείας Καλλίνικου Ε´ να επανασυσταθεί η σχολή του Ευγένιου
Βούλ-γαρη στο Βατοπαίδι. Το εγχείρημα απέτυχε και έκανε τον Κοραή, που είχε
κινητο-ποιηθεί για την επιτυχία του έχοντας μεταξύ άλλων δημοσιοποιήσει επίσημα
το γεγονός το 1802 στους ξένους στοMémoire
sur l’état actuel de la civilization dans la Grèce , να νιώσει ντροπή και αγανάκτηση.
Ιδιαίτερα τον ενoχλούσε το ενδιαφέρον που έδειχνε για την εξέλιξη της
προσπάθειας ο γάλλος ακαδημαϊκός J.B. G. d’ Ansse de Villoison, που είχε
επισκεφθεί και παραμείνει στο Αγιον Ορος επι είκοσι μία ημέρες το 1785,
αποδί-δοντάς το σε κακεντρεχή κίνητρα.
Την επόμενη φορά,
σύμφωνα με υπόθεση βασισμένη σε διάσπαρτα τεκμήρια, όταν επί της
δεύτερης πατριαρχείας Γρηγορίου Ε´ (1806 – 1808) φαίνεται να καρποφόρησαν οι
ενέργειες για την επαναλειτουργίατης σχολής και ο έλληνας σοφός ανταποκρίθηκε
στην πρόσκληση να στηρίξει τη νέα προσπάθεια. Η προθυμία του δεν πρέπει να ήταν
άσχετη με την προσδοκία να αναλάβει το πατριαρχείο Κων/πόλεως την πρωτοβουλία
για την υλοποίηση δύο φιλόδοξων προτάσεων που είχε υποβάλει από τις γραμμές των
προλεγομένων των εκδόσεών του, η πρώτη από τις οποίες αφορούσε την ίδρυση και
οργάνωση του «Ελληνικού Μουσείου», ενόςκέντρου συνάθροισης και διαφύλαξης
ελλη-νικών χειρογράφων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων. Την αφορμή για την
πρό-ταση είχαν δώσει δημοσιεύματα του γαλλικού τύπου που αναμετέδιδαν την
είδηση της σύλησης χειρογράφων από τον άγγλο Ed. Clarke κατά το ταξίδι του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας στις αρχές
του 19ου αιώνα, μεταξύ των οποίων και ο Αθως. Ετσι δεν θα αποφύγουν και οι
αγιορείτες μοναχοί να κατηγορηθούν από τον Κοραή για εξαγορά τους από τον άγγλο κυνηγό
αρχαιοτήτων.
Emmanuel Franghiskos
Emeritus Research
Director of Institute of Historical Research/NHRF
Adamantios Korais and Mount Athos
The relationship that Adamantios Korais had with Mount Athos
revolves around his contribution as commissioner to the Athonias
Academy in Paris in two periods during the first decade
of the 19th century. The first period in 1801 was related to the
attempt in Constantinople under Patriarch
Kallinikos IV to revive the academy of Eugenios Voul-garis at Vatopedi
Monastery. The venture failed which was particularly humiliating and
exasperating for Korais, since he had staked so much of his personal reputation
on it by officially publicising the event to foreigners in 1802 in his Mémoire sur l’état actuel de la civilization
dans la Grèce. What particularly annoyed Korais was the interest shown
in the outcome by the French academic J.B. G. d’ Ansse de Villoison, who
had visited and remained on Mount Athos for fifteen days in 1785, a fact that Korais
ascribed to ulterior motives.
The second time, according to a supposition based on
fragmentary evidence, when, during the second Patriarchate of Gregory V (1806 –
1808) it seemed that efforts to re-open the academy were bearing fruit and the
Greek man of letters rose to the challenge to back the new effort. His
willingness was likely to have also been connected with the Patriarchate of
Constantinople’s initiative to realise two ambitious proposals which he himself
had submitted in the Prolegomena of
his publications, the first concerning the establishing and organising of the ‘Greek Museum’,
a centre for the gathering and preserving of Greek manuscripts and other
archaeological finds. This proposal came on the heels of exposure in the French
press of the relaying of news concerning the plundering of manuscripts by the
Englishman E.D. Clarke during his travels to various parts of Greece,
including Athos, at the beginning of the 19th century. Thus, not
even the monks of Athos escaped criticism from Korais for capitulating to the
English hunter of antiquities.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΑΘΩΝΑ: ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΡΕΥΜΑΤΑ
|
1
|
KΕΝΤΡΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Κριτων Χρυσοχοϊδης
Ἡ Ἀθωνικὴ Λογιοσύνη (10ος-10ος
αἰ.). Ἀπόπειρα γιὰ ἕνα ἱστορικὸ διάγραμμα
|
3
|
Κωνσταντινος Μαναφης
Ἄγνωστος Βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ἀρχῶν
τοῦ 11ου αἰῶνος
|
5
|
Στεφανος Ευθυμιαδης
Λόγια καὶ ρητορικὰ στοιχεῖα στοὺς Βίους τοῦ ἁγίου
Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη
|
6
|
Συμεων Πασχαλιδησ
Ἐκφάνσεις τῆς λογιότητας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν Παλαιολόγεια περίοδο
|
7
|
Αγγελική Δεληκάρη
Γεωργίου Γλαβᾶ, Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλην καὶ Ἁγίαν
Παρασκευήν. Ἡ ἑλληνικὴ ἀθωνικὴ παράδοση καὶ παλαιοσλαβικὴ μετάφρασή της
|
9
|
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΛΟΓΙΟΙ
ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ:
ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ
|
11
|
Φαιδων Χατζηαντωνίου
Βιβλιοθῆκες στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπεδίου. Κατηγορίες βιβλίων
- Ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῶν χώρων
|
13
|
Μirjiana Zivojinovic
Ἀρχεῖον – Βιβλιοθήκη – Γραφεῖς τῆς Ἱ. Μονῆς Χιλανδαρίου
ἀπὸ τὸν 13ο ἔως τὸν 15ο αἰώνα
|
15
|
Χαριτων Καρανάσιος
Ὁ παλαιότερος γνωστὸς κατάλογος χειρογράφων καὶ ἐντύπων
τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων (1723) καὶ ὁ πρώην Ἄρτης Νεόφυτος Μαυρομμάτης
|
18
|
Ζησης Μελισσακης
Λόγιοι ταξιδιῶτες καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς ἀθωνικὲς
βιβλιοθῆκες. Συνάντηση ἐνδιαφερόντων, προσδοκιῶν, νοοτροπιῶν (15ος-19ος
αἰ.)
|
20
|
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
|
21
|
Συμεων Πασχαλιδης – Δημοσθενης Κακλαμανος
Ὁ μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος καὶ ἡ ἰδέα ἔκδοσης Συλλογῶν ἀπὸ
ἁγιορειτικὰ χειρόγραφα: Ἡ Καλοκαιρινὴ καὶ ὁ ἀνέκδοτος δεύτερος τόμος της
|
23
|
Αγαμέμνων Τσελικας
Μεταφράσεις Λόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ Βίων ἁγίων
στὸ Ἅγιον Ὄρος (17ος-18ος αἰ.)
|
25
|
Παναγιωτης Σκαλτσης
Ἡ περὶ τοῦ ἄρτου τῆς Προσκομιδῆς ἔριδα στὸ Ἅγιον Ὄρος
κατὰ τὸν 17ο αἰώνα. Πρόσωπα καὶ Κείμενα
|
26
|
Κωστας Κωνσταντινιδης
Ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχὸς Νεόφυτος Χριστόπουλος καὶ τὸ
ἔργο του
|
28
|
Χρηστος Αραμπατζης
Δίκτυα ἀλληλογραφίας λογίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ θέμα τὸ κολλυβαδικὸ ζήτημα
|
30
|
Διονυσιος Βαλαης
Ἡ ἐγκαταβίωση τοῦ λογίου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ματθαίου
Ψάλτη στὴν Ἱ. Μονὴ Κουτλουμουσίου
|
32
|
Θεοδωρος Γιαγκου
Ὁ Θεόκλητος Καρατζᾶς καὶ τὸ κανονικό του ἔργο
|
34
|
Παναγιωτης Νικολοπουλος
Ἡ πρόσληψη τῶν πατερικῶν καὶ βυζαντινῶν κειμένων ἀπὸ τὸν
Νικόδημο Ἁγιορείτη
|
35
|
Δημήτριος Πάντος
Οἱ ἐκδόσεις τοῦ ἔργου «Θύρα Μετανοίας» ἀπὸ τὴν
ἁγιορειτικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (τέλη 18ου αἰώνα κ. ἑ.) καὶ
ὁ ἀνώνυμος μεταφραστής του
|
36
|
ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
|
39
|
Σωτήριος Καδας
Ὁ γραφέας καὶ διακοσμητὴς χειρογράφων ἱερομόναχος
Ἰάκωβος Σιμωνοπετρίτης (κατόπιν ἐπίσκοπος Γάνου καὶ Χώρας)
|
41
|
Γεώργιος Τσιγάρας
Οἱ τοιχογραφίες τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς
Ἱ. Μονῆς Διο-νυσίου, τὸ ρεῦμα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν τέχνη τοῦ Πανσελήνου καὶ
κύκλοι λογίων
|
43
|
Δημήτριος Λιακος
Λόγιοι δωροδότες καὶ λόγιο περιβάλλον στὸ Ἅγιον Ὄρος (14ος-18ος
αἰ.): ἡ δυναμική τους στὴν τέχνη
|
45
|
ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
(19ΟΣ – ΑΡΧΕΣ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ)
|
47
|
Μοναχος Θεολογοσ Ιβηριτησ
Πέντε Ἁγιορεῖτες Ὑμνογράφοι καὶ Βιβλιογράφοι τῆς ὕστερης
Τουρκοκρατίας
|
49
|
Παταπιοσ Μοναχοσ Καυσοκαλυβιτησ
Ἀπὸ τὰ «Πάτρια» στὴν Ἀθωνιάδα τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου
Νεασκητιώτου (19ος αἰώνας). Ἡ καταγραφὴ τῆς Ἀθωνικῆς Ἱστορίας ἀπὸ
τοὺς Ἁγιορεῖτες Λογίους
|
51
|
Δημοσθενησ Στρατηγοπουλοσ
Λόγιοι Ἁγιορεῖτες συντάκτες Θεοτοκαρίων
|
53
|
Γεωργιοσ Ξεινοσ
Ἡ θεμελίωση τῆς ἐκπαίδευσης στὴν Ἴμβρο. Ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσια-νὸς καὶ
τὸ Μετόχι τῶν Ταξιαρχῶν
|
55
|
Αθανασιοσ Καραθανασησ
Ὁ Χριστόφορος Κτενᾶς, ὁ λόγιος Ἰβηρίτης Μοναχὸς
|
57
|
Lora Gerd
Ρώσοι ἐπιστήμονες στὸ Ἅγιον Ὄρος στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα
|
59
|
Μιλτιαδησ Πολυβιου
|
|
Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ οἰκονόμου τοῦ Βατοπαιδινοῦ Μετοχίου στὰ
Μουδανιὰ
|
64
|
Διογενης Καραγιαννακιδης
Ἀλέξανδρος Εὐμορφόπουλος Λαυριώτης -μιὰ ἀπόπειρα
παρουσίασης
|
65
|
Νικολαος Τσιλικιδης
Λόγιοι Πατέρες τῆς Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου (19ος-20ος
αἰώνας)
|
66
|
ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ:
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
|
69
|
Mητροπολιτης Προυσης Ελπιδοφορος Λαμπρυνιαδης
Ἡ ἱστορία τῆς Λογιότητας στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν σχέσεων Ὀρθοδοξίας
καὶ Δύσης
|
71
|
Πασχάλης Κιτρομηλιδης
Ἡ ἁγιορειτικὴ λογιοσύνη καὶ οἱ προκλήσεις τῆς
νεωτερικότητας
|
74
|
Δημητριος Νικολακακης
Τὸ καθεστὼς ἵδρυσης καὶ λειτουργίας τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς
|
75
|
Εμμανουηλ Φραγκίσκος
Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ Ἅγιον Ὄρος
|
76
|
Σχετικά:
3849 - Σήμερα, στην Αγιορειτική
Εστία, τα εγκαίνια της Έκθεσης «Λόγιοι και Λογιοσύνη στο Άγιον Όρος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου