Είχε θυμώσει «άσχημα», λέει, τότε, στα αχανή του
παρελθόντος, ο γίγας Άθως -δεν μας λένε τις διαστάσεις του-, κι από της Θράκης
τις εύφορες πεδιάδες, όπου κατοικούσε, και του Παπικίου τις εύμορφες πλαγιές,
που διαφέντευε, σημάδεψε τον αιγαιοκράτορα Ποσειδώνα και του πέταξε τη θεόρατη
πυραμοειδή τούτη πέτρα, που έπεσε και εδράσθηκε αταρακούνητη στης θάλασσας τον
απροσμέτρητο πάτο. Και από τότε καθιερώθηκε με τ' όνομά του στην ελληνική και
την παγκόσμια ιστορία και γεωγραφία!
Ο Νίκος Καζαντζάκης γνωρίζεται το 1914 με το Σικελιανό και
μαζί περιοδεύουν στο Άγιο Όρος και αλλού. Τις πολλές εμπειρίες του από τα
ταξίδια του τις μετατρέπει σε συγγραφή, ίσως δεν έμεινε τόπος από τους πολλούς
που επισκέφτηκε, που να μην τον κατέγραψε στις ταξιδιωτικές του περιγραφές, που
είναι ασφαλώς από τα καλύτερα δημιουργήματα του. Στην «Αναφορά στον Γκρέκο»
αφηγείται την ανάβασή τους στην κορυφή του Άθω:
Την άλλη μέρα, πριν ξημερώσει, κινούμε για την κορφή του
Άθω. Δεν είχε ακόμα λαλήσει μέσα στο περιαύλι το σήμαντρο, τα πουλιά ακόμα δεν
είχαν ξυπνήσει, κατακάθαρος, γαλαχτωμένος ο ουρανός, και λάμπει πέρα κατά την
ανατολή σαν εξαφτέρουγο σεραφείμ ο Αυγερινός. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός,
ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο.
Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για
καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθι μέσα του, σαν να
'γίνε σ' έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες
και γυναίκες. Το 'λέγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και
χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ' απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του,
τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε· ήθελε κουβέντα.
Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο· ν'
αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.
Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε
τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα...
Πήραμε πάλι τον ανήφορο· πεύκα, έλατα, γκρεμοί φοβεροί
και κάτω, στο πρωινό ήρεμο φως, απλώνουνταν, γαληνεμένη σήμερα η θάλασσα. Όσο
πληθαίνει το φως, ξεχωρίζουμε πέρα τα θεία νησιά, την Ιμπρο, τη Λήμνο, τη
Σαμοθράκη, να πλένε θαρρείς ανάερα, να μην αγγίζουν τη θάλασσα.
Μπαίνουμε στα χιόνια· ο πάτερ Λουκάς πατάει αργά,
προσεκτικά, γλιστρούμε και πέφτουμε, προχωρούμε με δυσκολία, με κίντυνο, απάνω
στα κρουσταλλωμένα χιόνια. Απάνθρωπο, απόγκρεμο βουνό, κι ο φίλος μου ξαφνικά,
που πήγαινε μπροστά, σταμάτησε· έσκυψε, κοίταξε κάτω· βαθύς, άπατος γκρεμός,
τον έπιασε ζάλη. Στράφηκε σε μένα κατάχλωμος.
Να γυρίσουμε... μουρμούρισε.
Δεν είναι ντροπή; είπα εγώ και τον κοίταξα με παράπονο,
πολύ ήθελα ν' ανέβω στην κορφή.
Είναι... είναι... μουρμούρισε ντροπιασμένος· πάμε! Κι
άρχισε πάλι ν' ανεβαίνει. Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν πατήσαμε την κορφή· ξεπνεμένοι
κι οι δυο από την κούραση, μα τα πρόσωπα μας έλαμπαν, γιατί φτάσαμε στο σκοπό.
Μπήκαμε στο εκκλησάκι το αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του
Χριστού να προσκυνήσουμε· Ωστόσο ο πάτερ Λουκάς άναψε φωτιά με τα ξυλαράκια που
'χε μαζέψει στο δρόμο, έβγαλε από το ταγάρι του κι έψησε καφέ, στριμωχτήκαμε
πίσω από ένα βράχο, γιατί πήρε να φυσάει και κρυώναμε. Κοιτάζαμε μπροστά μας το
απέραντο βουβό πέλαγο, τα νησιά που αρμένιζαν κάτασπρα, και πέρα μακριά, άγνωρα
βουνά που μολύβωναν τον αέρα.
Από την άγια κορφή ετούτη, έχουν να πουν, μπορείς να δεις
την Πόλη! είπε ο Λουκάς και γούρλωνε τα μάτια κατά την ανατολή, να ξεκρίνει τη
Βασιλεύουσα.
Την είδες εσύ ποτέ, πάτερ Λουκά;
Ο καλόγερος αναστέναξε.
Όχι, δεν το αξιώθηκα. Φαίνεται δε φτάνουν τα μάτια του
κορμιού χρειάζουνται και τ' άλλα, της ψυχής και μένα, αλίμονο, η ψυχή μου είναι
κοντόφθαλμη.
Το θεό όμως τον βλέπεις, είπα εγώ.
Ε, αποκρίθηκε ο καλόγερος, αυτό δε χρειάζεται μάτια· ο
θεός είναι πιο κοντά μας από το συκώτι μας κι από τα πλεμόνια.
Ο φίλος μου ήταν θλιμμένος και δε μιλούσε· σίγουρα δεν
καταδέχουνταν να συγχωρέσει το κορμί του που, μια στιγμή, δείλιασε. Άξαφνα δεν
κρατήθηκε πια· άπλωσε και μου 'σφίξε το χέρι με δύναμη:
Σε παρακαλώ, είπε, ξέχασε το ορκίζουμαι, δεν το ξανακάνω.
Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του, στην καρδιά της
καρδιάς του, ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφονται τα πάντα· ο
μυστικός αυτός στρόβιλος δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας, και μας
βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου. Άλλοι έχουν τον έρωτα,
άλλοι τη δίψα της μάθησης, άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά· ή τη λαχτάρα του
χρυσαφιού και της εξουσίας· κι όλα τ' αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό
τους αυτό πάθος. Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει
ένας απόλυτος μονάρχης· η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε
όλους τους ανέμους.
Να γιατί όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος· ανήφορος
και γκρεμός κι ερημία· κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές,
συνοδεία μεγάλη· μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε,
συναγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν,
δεν μπορούσαν ν' ανέβουν πιο απάνω· κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα
στην Κονούμενα Μονάδα, στην μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονεία,
μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε·
μήτε κι αν τη φτάναμε, πώς θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον
Παράδεισο· ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος για μας ήταν η
ανάβαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου