Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

1600 - Παιδιά στο Άγιο Όρος


ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ,
Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν 
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες βρέθηκα στό Ἅγιον Ὄρος προσκεκλημένος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου γιά τήν πανήγυρη τῶν Ἁγίων Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, στό ὄνομα τῶν ὁποίων τιμᾶται τό Καθολικό τῆς Μονῆς.
 Ὅσες φορές καί ἄν βρεθῇ κάποιος, στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, αἰσθάνεται σάν νά εὑρίσκεται ἐκεῖ γιά πρώτη φορά, ἀφοῦ ὁ τόπος εἶναι ἁγιασμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν παρουσία καί τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τίς προσευχές μυριάδων ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταβίωσαν ἐπί τόσους αἰῶνες στό ἁγιώνυμο Ὄρος, ἀλλά καί τίς δεήσεις ὅλων ὅσοι ἀσκοῦνται ἐκεῖ σήμερα.
Γι’ αὐτό, ὁ ἅγιος αὐτός τόπος, ἕλκει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι κουρασμένοι, ἰδιαίτερα σήμερα ἀπό τόν κόπο καί τό βαρύ φορτίο μιᾶς ψεύτικης κοσμικῆς ζωῆς, ζητοῦν μέσα ἀπό κάποιες «ἀποδράσεις», νά βροῦν ἀναψυχή, ἡρεμία καί γαλήνη.
Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός, ὅτι κάθε ἡμέρα, ἰδιαίτερα κατά τούς θερινούς μῆνες, πού καί τά σχολεῖα ἔχουν διακοπές, εἰσέρχεται στό Ὄρος πλειάς ἀνθρώπων, στήν πλειονοψηφία τους νέοι.
Αὐτό διεπίστωσα κατά τίς ἡμέρες τῆς προσκυνηματικῆς μου παραμονῆς στό Ἅγιο Ὄρος καί ἰδιαιτέρως καθ’ ὅλην τήν διάρκεια τῆς Ἱερᾶς Πανηγύρεως τῆς γεραρᾶς καί σεβασμίας Μονῆς τοῦ Καρακάλλου.
Οἱ προσκυνητές πολλοί, ἀπό διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Ἡ αὐλή τῆς Μονῆς σοῦ ἔδιδε τήν ἐντύπωση ἑνός χώρου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἑτοιμασθῆ εἰδικά νά ὑποδεχθῇ νέους ἀνθρώπους καί νά τούς εἰσαγάγῃ μέ τρόπο πνευματικό στό Καθολικό, ὅπου ἡ μυσταγωγία εἶναι ξεχωριστή καί ὁ νοῦς ξεκολλάει ἀπό τά γήινα, γιά νά βρεθῇ σέ σφαῖρες οὐράνιες.
Παιδιά τά ὁποῖα στόν κόσμο, ζοῦν ἕνα «κοσμικό» βίο καί εὑρίσκονται σέ ἄλλους ρυθμούς, ἀμέσως ἐγκλιματίζονται σέ ἕνα ξεχωριστό τρόπο ζωῆς. Ἀπό τήν συνήθη βοή, βρίσκονται στήν ἡσυχία καί στή γαλήνη. Ἀπό τό προσπέρασμα ἀνθρώπων «ἀγνώστων» πού δέν σηκώνουν τά μάτια τους, νά δοῦν ποιός περνάει δίπλα τους, ἐκτός ἄν τό ἐνδιαφέρον τους κεντρίζει ἡ περιέργεια ἤ οἱ ταπεινές ἐπιθυμίες, βρίσκονται μπροστά σέ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνονται, ὅτι μέ ὅσους συναντῶνται ὡς προσκυνηταί στό Μοναστήρι, εἶναι σάν νά γεννήθηκαν καί νά μεγάλωσαν στό ἴδιο σπίτι.
Ἀπό ἐκεῖ πού δέν ἀκοῦνε «καλημέρα» αὐτά τά παιδιά καί αἰσθάνονται, ἐν πολλοῖς, ἀφόρητη μοναξιά,  βρίσκονται μπροστά σέ χαρούμενα πρόσωπα, πού παρά τά ἀσκητικά τους χαρακτηριστικά, ἀναπαύουν μέ τήν καθαρή καί γαλήνια ματιά τους. Ὁ χαιρετισμός ἐγκάρδιος, τό ἐνδιαφέρον πνευματικό, ἡ φιλοξενία ὁλόψυχη.
Βεβαίως ἀνάμεσα στούς νέους, ἀλλά καί τούς ἄλλους προσκυνητάς ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού ἔχουν πνευματική παιδεία, ἀπό τόν πνευματικό τους πατέρα καί ἀπό ἄλλους πνευματικά καλλιεργημένους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν ἀπολείπουν, εὐτυχῶς, ἀπό τόν κόσμο καί ἀποτελοῦν πνευματικές ὀάσεις σέ ὧρες «καύσωνος» μεγάλου.
Τό «σόκ» εἶναι δυνατό, ἡ ἐμπειρία συγκλονιστική καί πρωτόγνωρη γιά τούς νέους οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται γιά πρώτη φορά τό Ἅγιο Ὄρος. «Καί τί δέν ἔχω ἀκούσει», μοῦ εἶπε ἕνας φοιτητής, «γιά τό Ἅγιο Ὄρος. Θετικά καί ἀρνητικά. Καί ἐπειδή θέλω νά εἶμαι εἰλικρινής, τά περισσότερα ἀκούσματα, ἀπό φίλους καί γνωστούς σέ διάφορες συζητήσεις, ἦταν ἀρνητικά. Ὅμως, αὐτό ἦτο κυρίως, πού μέ ὤθησε περισσότερο, ὥστε νά βρεθῶ σήμερα ἐδῶ. Ἤθελα νά διαπιστώσω μέ τά ἴδια μου τά μάτια, «πῶς εἶναι» τό Ἅγιο Ὄρος. Ἤθελα νά δῶ αὐτούς τούς «ἀπόκοσμους», «τούς ριψάσπιδες τῆς ζωῆς κλπ.», πού κλείστηκαν στά Μοναστήρια, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά προσφέρουν ἀπό ἄλλη σκοπιά καί ἀπό ἄλλες θέσεις στήν κοινωνία».
· Ἦλθε ἡ ὥρα γιά τήν Ἱερά Ἀγρυπνία τῆς Πανηγύρεως. Ἄρχισε ὁ μεγάλος Ἑσπερινός μέ τούς χορούς τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, νά ψάλουν τά ἀργά κατανυκτικά ἁγιορείτικα μέλη, πού σέ κάνουν νά λησμονῇς, ὅτι εἶσαι στή γῆ μεταξύ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ὅτι στόν οὐρανό εὑρίσκεσαι, ὅπου τό Φῶς τό αἰώνιο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί οἱ Θεῖοι αὐτοῦ Θεράποντες, ὡς ἀστέρες πάμφωτοι μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὑμνοῦν μετά τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων τήν Τρισήλιο δόξα Του.
Οἱ ἐπίγειοι ἄγγελοι, οἱ μοναχοί, μέ τά κεριά καί τήν «εὐχή» φωτίζουν τό σκοτάδι τοῦ κόσμου καί βοηθοῦν τίς ψυχές, νά βρεθοῦν σέ πνευματικούς ἀναβαθμοῦς.
Κράτησε ὅλη τήν νύχτα ἡ Ἀγρυπνία, μέ τήν μικρή διακοπή κατά τήν ὥρα τῆς Λιτῆς, ὅπως συνηθίζεται στό Ἅγιο Ὄρος. Ἀλλά τί λέγω «διακοπή», ἀφοῦ οἱ πατέρες συνεχίζουν τήν ὑμνολογία στό Καθολικό. Ἁπλῶς ἐδόθη ἡ εὐκαιρία σὲ κάποιους, νὰ γευθοῦν, ἕνα κέρασμα μοναστηριακὸ καὶ τήν παραδοσιακή ρακή γιὰ τὸν «κόπο» τῆς Ἀγρυπνίας ποὺ μαζὶ μὲ τὴν τράπεζα, θὰ τελείωνε τὴν ἄλλην ἡμέρα στίς 9.30, μὲ τὴν κοσμικὴ ὥρα.
Ἐκεῖ, μέσα στὸ κατανυκτικό, ξεχωριστό, οὐράνιο κλῖμα, στὸ κλῖμα τῆς πνευματικῆς ἀνατάσεως καὶ οὐράνιας μυσταγωγίας, τῆς θείας καὶ πρωτόγνωρης γιὰ κάποιους ἐμπειρίας ποὺ προσφέρει ἡ εὐωδία τοῦ τόπου, τὸ θυμίαμα, ἀλλὰ καί τὰ χαριτόβρυτα Λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ οἱ θαυματουργὲς Εἰκόνες, μὲ σκυφτὸ τὸ κεφάλι, σὰν ἀγγελικὲς πλέον καὶ ὄχι ἀνθρώπινες φιγοῦρες, αὐτὰ τὰ νέα παιδιὰ βιώνουν, πιστεύω ἀπολύτως, μὲ τὸ δικό τους τρόπο, ξεχωριστὰ, τὴν οὐράνια χάρη.
Ἦλθε ἡ ὥρα τῆς οὐράνιας «ἀμοιβῆς», τῆς μετοχῆς στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Πέρασαν πρῶτα οἱ Μοναχοί, ἀκολούθησαν «οἱ κοσμικοὶ», ὅσοι ἦταν ἕτοιμοι γιά τήν Θεία Κοινωνία, κατὰ τὴν τάξη. Καθὼς κρατοῦσα τό Ἅγιο Ποτήριο στὰ χέρια μου καὶ μετέδιδα τὸν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, ἔβλεπα τὰ νέα παιδιὰ, νὰ προσέρχωνται μὲ συγκλονισμό, πόθο καί ζῆλο ἱερό, ἐπιθυμία σφοδρά τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ γευθοῦν τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὰ πρόσωπα ἔλαμπαν φωτισμένα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κεριῶν καὶ τῶν καντηλιῶν καὶ ἔδιδαν ἁπλὰ καὶ ἐλεύθερα, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ τὸ κρύψουν, τὴν αἴσθηση τῆς πληρότητος καὶ τοῦ «οὐρανίου χορτασμοῦ».
Καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς τραπέζης, ξεχωριστὰ εἶναι τὰ βιώματα γιὰ τούς νέους. Ἐκεῖ στήν μοναστηριακή τράπεζα, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἢ μᾶλλον βιώνει τὴν ἀλήθεια, ὅτι εἶναι, «μικτὸς προσκυνητὴς ἐπόπτης τῆς ὁρωμένης κτίσεως καὶ μύστης τῆς νοουμένης» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).
Ὁ νέος πού μοῦ μίλησε στὴν ἀρχή, μὲ ξανασυνάντησε. Τόν ἤκουσα μετά πολλῆς προσοχῆς. Σᾶς μεταφέρω, ὅσα μοῦ εἶπε στὴ συνέχεια καὶ τὰ συμπεράσματα δικά σας.
«Δὲν ἔφυγα, οὔτε λεπτὸ ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία. Δὲν βγῆκα ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν αἰσθάνθηκα, ὅτι κουράστηκα. Στὸν κόσμο ἔξω, δὲν μπορῶ νὰ κρατήσω ἀνοιχτὰ τὰ μάτια μου. Ἔχω διασκεδάσει πολύ, μαζὶ μὲ φίλους μου σὲ διαφόρους χώρους, ἡμέρα καὶ νύκτα. Ἔχω κάνει διακοπὲς μὲ παρέες, σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Ποτὲ δὲν ἔχω αἰσθανθῆ αὐτὸ τὸ ρῖγος ψυχῆς, αὐτὸ τὸ δέος, τὴν μοναδικὴ ἐμπειρία ποὺ ἔζησα, εὑρισκόμενος γιὰ πρώτη φορά στὸ Ἅγιο Ὅρος. Αὐτοὶ «οἱ ἀπόκοσμοι», «οἱ φυγόπονοι», μὲ κέρδισαν μὲ τὸ βλέμμα τους, μὲ τὴν ἡρεμία τοῦ προσώπου τους, μὲ τὸν ἐγκάρδιο χαιρετισμό.
Βρῆκα ἕνα ἄλλο τρόπο ζωῆς, ἄκουσα μέσα μου μιάν ἄλλη φωνή, συνάντησα «ἀνθρώπους», ἔνοιωσα ὅτι δὲν εἶμαι μόνο σάρκα, ὕλη, ἀπόλαυση κοσμική. Μᾶλλον σήμερα ἀνακάλυψα τὴν ἄλλη διάσταση, τὴν πνευματικὴ μέσα μου, ἡ ὁποία τόσα χρόνια εἶχε καλυφθῆ ἀπό τὴν τέφρα τῆς κοσμικῆς μέριμνας καὶ ἀκαταστασίας...».
Τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας, μετὰ τὸν μεθέορτο Ἑσπερινὸ καὶ τὰ κτητορικὰ (τὸ μνημόσυνο γιὰ τοὺς κτήτορες τῆς Μονῆς), σὲ ἕνα αἴθριο ἔγινε μιά συνάντηση μὲ μεγάλη ὁμάδα Φοιτητῶν ποὺ βρίσκονταν στὸ Μοναστήρι. Κάπου μαζί μέ τά ἄλλα παιδιά, εἶδα καὶ τὸν νέο, πού μοῦ εἶπε τὰ παραπάνω λόγια. Πολλὰ ἀπὸ τὰ παιδιὰ εἶχαν ξαναπάῃ στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ὅλα διεβεβαίωσαν, ὅτι κάθε φορά «ποὺ ἐπιτρέφουν» ἐκεῖ, στὸν τόπο τῆς Παναγίας, εἶναι σὰν νὰ πᾶνε γιὰ πρώτη φορά.
Φεύγοντας, μὲ χαιρέτησε  μὲ σεβασμὸ ὁ πρῶτος συνομιλιτής μου καὶ ἔσκυψε νὰ μοῦ ἀσπασθῇ τὸ χέρι, λέγοντάς μου:
«Δέσποτα, βοηθῆστε μας νὰ ζήσωμε ἕνα ἄλλο τρόπο ζωῆς, βοηθῆστε μας νὰ ἀκούσωμε μίαν ἄλλη φωνή. Δῶστε μας ἐλπίδα, δύναμη καί παρηγοριά. Ἀνοῖξτε μας δρόμο...»
Συγκινημένος ἀπό αὐτή τήν συνάντηση καί τό ὅλο κλῖμα τῆς λαμπρᾶς καί φωτοφόρου πανηγύρεως, εἶπα δυό λόγια ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου, στόν νεαρό συνομιλητή μου: «Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει κανένα ἀπαράκλητο. Σήμερα φώτισε καὶ ἁπάλυνε τὴν δική σου καρδιά. Αὔριο ἄλλου, ἄλλων παιδιῶν. Συνέχισε, παιδί μου, νὰ διηγῆσαι τὶς συγκλονιστικὲς ἐμπειρίες ποὺ ἔζησες στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας καί νά τίς κάνῃς τρόπο ζωῆς. Ἐσὺ μὲ τὴν ἁπλότητά σου, τὴν νεότητά σου καὶ τὸν δικό σου τρόπο, θὰ κάνῃς πολὺ μεγαλύτερο καλὸ ἀπ’ ὅτι θὰ κάνωμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς παιδί μου, σᾶς περιμένομε μὲ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά, νὰ σᾶς προσαγάγωμε στὸν οὐράνιο Νυμφίο, στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς...».
Στό μυαλό μου ἦλθαν τά λόγια τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τό δικό μας χρέος: «Ὑπέρ τοῦ κόσμου προσευχόμεθα ἐλεοῦντες καί οἰκτίροντες τούς ἐν διαστρόφῳ βίῳ ζῶντας, τούς ἐν αἱρέσεσι, τούς ἐν πλάνῃ ἐσφιγμένους, τούς ἐν ἔθνεσιν ἐσκοτισμένους...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου