Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

854 - Μνήσθητι Κύριε. «Παρρησία». Η μνημόνευση στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας


Δεν λέμε για τούς ιερομονάχους, τους διακόνους και την ελαχιστότατα μου. Τηρούμε και τελούμε αυτή την ιερή διαδικασία και μνημονεύουμε ζωντανούς υπέρ υγείας και κεκοιμημένων υπέρ αναπαύσεως εξ ιδιότητος και από και εκ συναισθήσεως χρέους.
Άξιο όμως ιδιαιτέρας προσοχής είναι το παρατηρούμενο και σε όλους τούς απλούς μοναχούς του Αγίου Όρους, να μνημονεύουν κατά τις καθιερωμένες στιγμές της θείας λειτουργίας πλήθος ονομάτων, συγγενών, φίλων καθώς και κατ' εντολή ή ανάθεση ξένων και αγνώστων («των εντειλαμένων υμίν τοις αναξίοις»).
Στα χρόνια της μοναχικής δοκιμασίας και της κουράς των αποκτούν οι αγιορείτες πατέρες τούτη την καλή συνήθειά τους. Την διδάσκουν και την παραδίδουν αλληλοδιαδόχως οι Γερο­ντάδες και οι Πνευματικοί των.
Είναι πολύ σωστή και με θεολογική βάση και βαρύτητα ή ενέργεια των αυτή, για να ένσταλαχθή βαθύτατα μέσα τους ή αλήθεια, ότι αυτό είναι το θέλημα του Κυρίου· το να κατονομάζονται συγκεκριμένους εκείνοι για τούς όποιους τεμαχίζεται το Πανάγιο Σώμα και εκχύνεται το Ζωηρό Αίμα του Κυρίου, {«μνημόνευσον ως αγαθός και φιλάνθρωπος των προσενεγκάντων και δι ους προσήγαγον», (ευχή προθέσεως)}, και για να αποδεικνύεται, καλλιεργήται και διατρανούται ή πίστις στην ενότητα της Εκκλησίας, μέλη της οποίας είναι όλοι οι ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως αν είναι ζώντες ή τεθνηκότες· με την συγκεκριμένη όμως βασικότητα της αποδοχής -πού ποτέ δεν θα πρέπει να μας ξεφεύγει, παρακαλώ, από τούτο το σημείο- ότι είναι τοιούτοι-τοιαύτα (μέ­λη) όχι με την έννοια της μάζης και του χαώδους συνόλου, αλλά με την της διαιωνίως διηκούσης κατ' ένώπιον του Πλάστου Θεού ιδιαιτερότητας κατ' άξίαν και τιμήν ενός έκαστου ως ιδιαιτάτου προσώπου, σφραγιστικός δε σεσημασμένου και κατονομασμένου.
Σύμφωνα λοιπόν με τούτη την παράδοση και σε άλλες μεν προσευκτικές στιγμές του εικοσιτετραώρου των ενθυμούνται οι μοναχοί τα ονόματα των γονέων, των αναδόχων των και των λοιπών προσφιλών των προσώπων, για να επικαλεσθούν το έλεος του Θεού προς χάριν των, κάνοντας, επί παραδείγματι κομποσκοίνια- όταν όμως έπιστή εκείνη ή στιγμή πού ό διαβαστής στο Καθολικό, κάτω απο τον φανό του αναλογίου, τελειώνει την ανάγνωση της γ' ώρας και πρόκειται να αρχίσει την της ζ', ξαφνιάζονται συνήθως οι αδαείς προσκυνηταί και δεν ξέρουν τί εναπόκειται αυτούς να κάνουν, ακούοντας βηματισμούς, συρσίματα και τριγμούς στασιδιών και βλέποντας όλους να κατεβαίνουν απο αυτά, να βγάζουν σκούφιες κι επανωκαλύμαυχα και να περιμένουν το χτύπημα του κουδουνιού.
Στα δεξιά της Προσκομιδής κάθε Καθολικού Μονής του Άθω, ναΐσκου κελιού, αλλά και της τελευταίας φτωχοκαλύβας, βρίσκεται ένα σμικρότατο κουδουνάκι με χειρολαβή ή κρέμεται ένα λιλιπούτειο καμπανάκι. Μέχρι εκείνη την στιγμή ήδη έχουν μνημονευθή τα ονόματα των ζώντων πατέρων και τα των κεκοιμημένων κτητορικά και λοιπά. Κώδικες και φυλλάδες γεμάτες φυλάσσονται παρέκει σε ράφια και θήκες, και στοίβες είναι τα προσφάτως καταφθάνοντα ψυχοχάρτια. Γι' αυτό πολύ νωρίς παίρνουν καιρό ό παπάς και ό διάκος· όταν αρχίζουν οι αίνοι, και πολλές φορές αμέσως μετά το θυμίασμα τής «Τιμιωτέρας» για να μπορέσουν να τα «προλάβουν» όλα. Τους είναι άδιανόητο να μείνη εξ αμελείας και υπαιτιότητός των αμνημόνευτο και χωρίς μερίδα στο άγιο δισκάριο, έστω και ένα.
Περιμένουν ξεσκούφωτοι ό διαβαστής και όλοι οι πατέρες- και μόλις άκουσθη από μέσα το κουδούνισμα, αρχίζουν, άλλοι νοερώς και άλλοι ψιθυριστά, να μνημονεύουν τα ονόματα των προσφιλών τους. Συνήθως βιάζονται όλοι. Οι μερίδες πού μέχρις εκείνης της στιγμής έβγαιναν με συγγνωστή ταχύτητα και έπεφταν ευρύθμως στο άγιο δισκάριο κάτω ακριβώς από τον «Αμνό», τώρα ξέονται εν σπουδή με το άκρο της άγιας λόγχης από το πρόσφορο και βροχηδόν πέφτουν στον οικείο χώρο. Επικρατεί σε όλους τούς μοναχούς και στο πλείστο των ιερέων ή, εσφαλμένη κατά την ταπεινή μου γνώμη, αντίληψης ότι πρέπει να υπάρχει ακριβής αντιστοιχία ονόματος και μερίδος.
Θυμάμαι τις σχετικές εμπειρίες μου απο τα διακονικά μου χρόνια στη Λαύρα και τις «διαφορές» μου με τούς πολιούς σε ιεροσύνη και ηλικία ιερομονάχους. Τον ευλαβέστατο παπά Ευγένιο, επί παραδείγματι, πού αναγκασμένος να γυρίζει τις σελίδες των σχετικών φυλλάδων ή να αλλάζει ψυχοχάρτι, σταματώντας για δευτερόλεπτα την εξαγωγή μερίδων, ένευε ταυτοχρόνων προς εμένα αυστηρώς, να σταματάω κι' εγώ την μνημόνευσι από την φυλλάδα πού κρατούσα και πού ήταν ή των «αιωνίων» ονομάτων. Αυτή βρισκόταν μονίμως κρεμασμένη πίσω απο τα Βημόθυρα με αλυσιδίτσα ενσωματωμένη στο στάχωμά της και την ξεκρεμούσα στις προς τούτο καθορισμένες στιγμές.
Είχαν μεταδώση και σε μένα τον ειδικό σεβασμό και το δέος σε αυτήν. Διαπίστωνα δε ισχυρή και μεγάλη την συναίσθηση του χρέους σε όλο το ιερατείο μας, μήπως παραληφτεί ή διαμνημόνευσις των ονομάτων της, επί καθημερινής βάσεως καθιερωμένης, και δη όχι μόνο στις θείες λειτουργίες αλλά και στις λιτές των όρθρων και των εσπερινών όλου του έτους. Έτσι συμβαίνει μ' αυτήν την φυλλάδα και σήμερα, και θα συμβαίνει εις τούς αιώνας, εφ' όσο θα υφίσταται ό κόσμος και θα υπάρχει και ή Μεγίστη Λαύρα. Γιατί είναι των ευεργετών και αφιερωτών, πού τα προσφερθέντα και προσφερόμενα ποσά και είδη υπήρξαν και είναι αρκούντως σεβαστά. Άκρως δε νοηματική είναι ή επονομασία της: «Παρρη­σία». Έτσι την ξέρουν και την αποκαλούν όλοι οι Λαυριώτες.
Ειδικώς γι' αυτής τα ονόματα πρόσεχε ό παπά Ευγένιος (Καλυμνίου Ιορδάνης του Γιακουμή εκ Συκίων Εφέσου, γεν. 1906, προσ. 1928, κουρ. 1930, κοιμ. περί το 1967), να αποκλείσει το ενδεχόμενο αναντιστοιχίας μερίδας. Τόλμησα στο τέλος κάποιας θείας λειτουργίας μας να θίξω το ζήτημα και με λεπτότητα να αρθρώσω εκείνο πού νόμιζα εγώ ως ορθό. Μάταιος κόπος. Διαπιστώνοντας τελικώς ότι όχι μόνο δεν προέκυπτε κάτι για σύγκλιση απόψεων, εκείνου επιμένοντος στην θεωρία και θέσι του («όνομα και μερίδα»), αλλά και πώς θα μπορούσε ή συζήτησις να εξελίχθη σε αυστηρές επιτιμήσεις σε βάρος μου, -ήδη ευθέως μου κατελόγισε τολμηρότητα λογισμών σε ένα τόσο ιερό θέμα- προτίμησα να του «περάσω» την άποψη μου εμμέσως, υπό μορφή απορίας, με αρκετή μάλιστα δόση χαριεντισμού, μήπως και επιτύχω τουλάχιστον κάποιον προβληματισμό του:
- Και τί γίνεται Γέροντα, όταν παρά την τόση προσπάθειά μας βρεθεί έστω και ένα μνημονευμένο μεν από μάς όνομα χωρίς όμως βγαλμένη την «δική» του μερίδα; Το απορρίπτει ό Πανάγαθος Θεός; Δεν γίνεται ή ψυχή αυτήν μέτοχος των απορρεόντων από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Χάριτος και ελέους; Και τί θα 'μπορούσες να μου 'πεις για εκείνες τις μερίδες, πού από ζήλο και ταχύτητα στην εξαγωγή, βρεθούν να... περισσεύουν στο άγιο Δισκάριο και ακολούθως στο άγιο Ποτήριο;...
- Δεν ξέρω. Φοβάμαι τα ιερά και τα θεία- είπε, και συνέχισε: Απορώ πώς δεν τρομάζει ή καρδιά σου να συλλογιέσαι έτσι. Τέτοια πράγματα σας βάζουν στο μυαλό στα Πανεπιστήμια, και τα λέτε και σε μάς και μας σκανδαλίζετε και χαλάτε τον λογισμό μας. Όρθολογισμοί, άνευλάβεια και άθεοφοβία! Σα δε 'ντρέπεσθε! ...
Δεν θυμάμαι να μου έβαλαν άλλοι τούτες τις σκέψεις στο μυαλό. Νόμισα και πίστεψα ότι σε μερικές μας ενέργειες και συνήθειες, πού καθάπτονται και αυτών ακόμη των ζητημάτων της λειτουργικής και της θείας λατρείας, ενδεχομένως μπορούν να παρεισφρήσουν περιδεείς υπερβολές ή και ακούσια μικρολάθη· στα όλως δευτερεύοντα και επουσιώδη, βεβαίως. Όσο για τον ορθολογισμό και τα άλλα των Πανεπιστημίων μας, οπωσδήποτε είχε δίκαιο ό μακαριστός αγαπητός μου παπά Ευγένιος.
Όταν ό διαβαστής υπολογίσει ότι όλοι οι πατέρες τέλειωσαν το μνημόνευμα -αφού άλλως τε και ό ίδιος μνημονεύει τα δικά του- αρχίζει την ανάγνωση της ζ' ώρας με το: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ»....
Μου έτυχε, τότε, να αντιληφθώ πολλές φορές, κατ' εκείνη την στιγμή, αρκετούς πατέρας, ιδίως νέους και αρχαρίους, να ανασέρνουν ενθυμούνται σπουδή απο τις τσέπες τους χαρτάκια και βιβλιαράκια και να πηγαίνουν κοντά σε ημίφωτα, σε μανάλια, σε λουσέρνες, και να διαβάζουν ονόματα προσφιλών των. Ασφαλώς ήταν άλλα, πρόσθετα, επί πλέον εκείνων πού μνημόνευσαν εκ στήθους. Στιγμές όντως ιερές και απόλυτα σεβαστές..
Σήμερα και τώρα, όταν, σε πανηγυρικά συλλείτουργα κυρίως, σκύβω στην προσκομιδή και μνημονεύω τα δικά μου, αισθάνομαι έναν βόμβο στις πλάτες και ζερβόδεξά μου. Είναι το σιγομουρμουρητό των συλλειτουργών μου πρεσβυτερίων και διακόνων, πού εννοούν να διαλέγουν εκείνη ακριβώς την στιγμή («πού βγάζει ό άρχιερεύς τις μερίδες») να μνημονεύσουν κι' αυτοί τα εντελώς δικά τους. Και σύμφωνα με την μέχρι τούδε εμπειρία μου, ανάλογα με το σε πιο Μοναστήρι ιερουργώ, από λεπτό σε λεπτό περιμένω να βρεθούν και συγκεκριμένοι απλοί μοναχοί-πατέρες στο πλευρό μου, για να ψιθυρίσουν στο αυτί μου ένα-δύο ονόματα. Δεν τούς αρκεί το μόνο απο τα χείλη των μνη­μόνευμα των προσφιλών τους προσώπων. Εννοούν ν' απαγγελθούν κι' απο τα δικά μου...
Κανείς δεν τολμούσε κι' ούτε ήταν ικανός να παρεμπόδιση τον μακαριστό Γέρο Ανδρέα (Ιωάννης Μαλακός του Γεωργίου και της Αγαθής εκ Κρυονερίου Ναυπακτίας, γεν. 1913, προσ. 1935, κουρ. 1937, κοιμ. 10-5-1988) της Ιεράς Μονής Γρηγορίου, επί πα­ραδείγματι. Θα διέσχιζε χορούς και αδελφότητα, θα παραγκώνιζε διάκους και παπάδες, και θα 'βρισκόταν παραδίπλα μου, για να μου θυμίσει την μητέρα του, Άγάθη· αιωνία της ή μνήμη.
- Ευλογημένε, το μνημονεύεις και μόνος σου απο έξω- του είπα μια φορά όταν άντιλήφθηκα δυσφορούντας τούς ιερείς στο σπρώξιμο του.
- Όχι, όχι- «πιάνεται» διαφορετικά όταν το ονοματίσουν χείλη αρχιερέως· και σε παρακαλώ μη μου χαλάς τούτον τον λογισμό.
Όταν δε σε μια άλλη φορά για να τον προλάβω, του είπα ότι το θυμάμαι πάντοτε και το μνημόνεψα ήδη, πρόσθεσε:
- Ε, δεν βλάπτει να το μνημονέψης μια φορά ακόμη. Ό Γέρο Ανδρέας υπερέβαλλε και υπερακόντιζε την εκδοχή του δικού μας παπά Ευγενίου ...
Το ίδιο συμβαίνει και στη Λαύρα με τον αγαπητό μου πατέρα Παΐσιο (Ιωάννης Μαλτέζος του Ευαγγέλου, εκ Μενιδίου Βάλ­του Αιτωλοακαρνανίας, γεν. 1954, προσ. 1978, κουρ. 1979). Το αδιαχώρητο να επικρατή απο τούς συλλειτουργούς μου στο ιερό Βήμα, κατάμουτρα να του κλίνουν οι διάκονοι την βορεινή πύλη, εκείνος αθέατος θα τρυπώσει απο την άλλη, για να μου ψιθυρίσει το όνομα τής μάνας του, Άννας· Θεός σχωρέσ' την. Της ίδιας κι' αυτός με του Γέρο Ανδρέα απόψεως:
- Να, με λέει ό λογισμός, Δέσποτα, πώς είναι πολύ διαφορετικά και συμφέρει περισσότερο στην ψυχή της, να ακούσει ό Χριστός το όνομά της μνημονευόμενο στα Άγια απο το δικό σου στόμα. Μεγάλο το αξίωμα, βλέπεις, μεγάλη ή παρρησία.
Αγαθοί λογισμοί, γλυκύθυμες αδυναμίες, ευλαβείς συνήθειες απλών ανθρώπων.

 
Από το βιβλίο Θεομητορικά και Εξόδια στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου