............Στην αγρυπνία, μου έδωσαν σχετικά κεντρικό στασίδι. Δίπλα μου ένα κατάλευκο γεροντάκι. Στέκεται όρθιος σαν λαμπάδα, ακίνητος. Καθώς προχωρεί η αγρυπνία χαλαρώνει. Έχει προφανώς κουρασθεί. Μάλλον κοιμάται. Όχι όμως όπως συνήθως χαλαρωμένος. Κατάσταση παράξενη και ενδιαφέρουσα. Το κεφάλι του γυρμένο στο χέρι. Μάτια κλειστά. Κατά διαστήματα ακούγεται διακριτικό και ήσυχο ροχαλητό. Κάθε τόσο, όμως, μόλις γίνει κάποιο λάθος από τους Ψάλτες, παρεμβαίνει και χωρίς καθυστέρηση το διορθώνει. Και επανέρχεται στην ... ησυχία του. «Το μεν σώμα καθεύδει δια την χρείαν της φύσεως, η δε καρδία του αγρυπνεί δια το πλήθος του έρωτος».
.........Πράγματι ο νους του αγρυπνεί. Ο άνθρωπος φαίνεται πως ζει αλλού (...)
.........Η αγρυπνία συνέχισε. Τελείωσε ύστερα από δώδεκα ώρες. Με πλησιάζει ένας γνωστός μου μοναχός:
.........«Πήρες ευλογία από τον γερο-Αρσένιο;»
.........«Ποιος είναι αυτός;» απήντησα με απορία.
.........«Το γεροντάκι που καθόταν δίπλα σου».
.........Το γεροντάκι που κοιμόταν δίπλα μου, είπα από μέσα μου.
.........«Έχει το χάρισμα της αλουσίας», συμπληρώνει. «'Έχει δέκα χρόνια να νίψει το πρόσωπό του και μοσχοβολάει ο ίδιος. Είναι πεντακάθαρος. Μένει στο Καλαμίτσι σε ένα ξεροκάλυβο μια ώρα μακριά. Τρέχα πριν φύγει».
.........Δεν τον πρόλαβα. Πριν από την πανηγυρική τράπεζα είχε εξαφανισθεί για το κελλάκι του. Χόρτασε με τη θεία λατρεία. Δεν του χρειαζόταν ούτε φαγητό ούτε λόγια για να γεμίσει την ψυχή του. Δώδεκα ώρες όρθιος, καθήμενος, κοιμώμενος ρουφούσε πάντως το μέλι της αγρυπνίας...
.........Η αγρυπνία συνέχισε. Τελείωσε ύστερα από δώδεκα ώρες. Με πλησιάζει ένας γνωστός μου μοναχός:
.........«Πήρες ευλογία από τον γερο-Αρσένιο;»
.........«Ποιος είναι αυτός;» απήντησα με απορία.
.........«Το γεροντάκι που καθόταν δίπλα σου».
.........Το γεροντάκι που κοιμόταν δίπλα μου, είπα από μέσα μου.
.........«Έχει το χάρισμα της αλουσίας», συμπληρώνει. «'Έχει δέκα χρόνια να νίψει το πρόσωπό του και μοσχοβολάει ο ίδιος. Είναι πεντακάθαρος. Μένει στο Καλαμίτσι σε ένα ξεροκάλυβο μια ώρα μακριά. Τρέχα πριν φύγει».
.........Δεν τον πρόλαβα. Πριν από την πανηγυρική τράπεζα είχε εξαφανισθεί για το κελλάκι του. Χόρτασε με τη θεία λατρεία. Δεν του χρειαζόταν ούτε φαγητό ούτε λόγια για να γεμίσει την ψυχή του. Δώδεκα ώρες όρθιος, καθήμενος, κοιμώμενος ρουφούσε πάντως το μέλι της αγρυπνίας...
Από το βιβλίο «Φωνή αύρας λεπτής ...» του Μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου. Εκδόσεις Εν Πλώ.
ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή