Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

9820 - H συνοδοιπορία μας με τον Γέροντα Μωϋσή τον Αγιορείτη


Στις 27 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου ν.η.) συμ-πληρώθηκαν 40 χρόνια από την εις μεγαλόσχημον κουρά του μακαριστού λογίου Γέροντος Μωυσή του Αγιορείτου. Με την ευκαιρία αυτή η Πεμπτουσία δημοσίευσε από τον Τόμο που πρόσφατα εξέδωσε η Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου προς τιμήν του, το άρθρο του προσωπικού του φίλου, δικηγόρου Πανάγου Ανα-γνωστόπουλου.

Με  τον μακαριστό πατέρα Μωυσή πρωτο-συναντηθήκαμε στα κατηχητικά της ενορίας του Αγίου Δημητρίου Νέας Ελβετίας στον Βύρωνα στην Αθήνα. Συνδεθήκαμε όμως στενά στα νεανικά μας χρόνια και αυτή η εν Χριστώ φιλία διήρκησε πάνω από 45 χρόνια και συνεχίζεται στην προσευχή και στην Θεία Λειτουργία μέχρις εσχάτων.

Ο Γιάννης Μαυρίκης ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας μεσοαστικής πολύτεκνης οικογένειας, που εμείς την γνωρίσαμε όταν πλέον εγκαταστάθηκε στο Βύρωνα. Ήταν ένας χαριτωμένος και χαρισματικός νεαρός. Πολύ ευγενής, ευπρεπώς κομψός, κοινωνικός, άφοβος θα έλεγα στις κοινωνικές του σχέσεις, με ακατάβλητο και ακαταμάχητο χιούμορ, που τον συνόδευσε σε όλη του τη ζωή. Με πάρα πολλές γνώσεις και με μεγάλο ταλέντο στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική. Ποτέ μου δεν τον άκουσα να εκφέρει άσχημο λόγο ή να δημιουργεί εντάσεις. Ήταν πολύ εύστοχος στις κρίσεις του, γλυκύς στους λόγους του και άνθρωπος χαμηλών τόνων. Είχε διάκριση, λεπτότητα, αμεσότητα και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλους τους φίλους και γνωστούς του.
Μέσα από τα κατηχητικά και τις ομάδες εκείνης της εποχής (στην περιοχή του Βύρωνα και του Παγκρατίου) δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μια μικρή συντροφιά νεαρών, που την αποτελούσε ο π. Μωυσής, ο Βαγγέλης Κωνσταντινίδης, ο φίλος και ομαδάρχης στις ομάδες Στέφανος Σβορώνος, ο Θανάσης Χατζόπουλος, νυν επίσκοπος Αχαΐας, εγώ και κάποιοι άλλοι που σήμερα δεν θυμάμαι. Όλες οι συζητήσεις μας και όλες οι αναφορές μας είχαν σχέση με την εκκλησία. Ατέλειωτες συζητήσεις, ατέλειωτα διαβάσματα και ατέλειωτη χαρά. Από τότε ο π. Μωυσής φαινόταν ότι είχε πνεύμα διακρίσεως και μία οξυμένη κρίση στις συζητήσεις για τα εκκλησιαστικά θέματα. Αργότερα, στη μικρή αρχική συντροφιά προστέθηκε ο Λουκάς Κανιτάκης, νυν Ρωμανός ιερομόναχος, ο Γιώργος Παπανικολάου, νυν Αρτέμιος ιερομόναχος, και ο αδελφός μου Νίκος.
Ο π. Μωυσής από νεαρός φάνηκε ότι είχε μεγάλο ταλέντο στη λογοτεχνία (διήγημα και ποίηση) και είχε μεγάλη κλίση στη ζωγραφική. Ήταν πολύ μελετηρός. Σε μικρή ηλικία και στις καλοκαιρινές διακοπές βοηθούσε επιγραφοποιούς και από το χαρτζιλίκι που του έδιναν αγόραζε βιβλία και συνεχώς διάβαζε. Είχε έντονη συμμετοχή σε διάφορους διαγωνισμούς ποιημάτων και διηγημάτων και πάντοτε εβραβεύετο, διότι το ταλέντο του ήταν πηγαίο και εξαιρετικό. Σε μία βράβευσή του στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» ο μακαρίτης Αντώνης Σαμαράκης τον είχε χαρακτηρίσει ως ανατέλλοντα αστέρα της ελληνικής λογοτεχνίας. Διάβαζε πάρα πολύ. Μεγάλες του αγάπες ο Κόντογλου, ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι. Είχε μελετήσει σε βάθος τους τρεις αυτούς μεγάλους, που τον επηρέασαν για όλη του τη ζωή.
Με τα χρόνια η νεανική παρέα μας δημιούργησε το δικό της πρόγραμμα. Συγκεντρώσεις στα σπίτια, στην ενορία του Αγίου Δημητρίου Νέας Ελβετίας, στο σιμωνοπετρίτικο μετόχι στην Ανάληψη στο Βύρωνα και στο γραφείο νεότητος της Αποστολικής Διακονίας στη Μονή Πετράκη, όπου εργάζετο ο φίλος μας Άγγελος Κρας. Μικρές εκδρομές στα μοναστήρια του Βύρωνα, στην Μονή Καρέα, στην Ζωοδόχο Πηγή και στον Άγιο Γεώργιο Κουταλά, όπου ασκήτευε η γερόντισσα Σαλώμη. Τα καλοκαίρια στις κατασκηνώσεις των ΧΜΟ. Παράλληλα πύκνωνε η συμμετοχή μας στις ακολουθίες και στα μυστήρια της εκκλησίας. Όλα αυτά διαμόρφωσαν την πνευματική κατάσταση του πατρός Μωυσή και αποτέλεσαν βασικά στηρίγματα στην μετέπειτα μοναχική κλήση του.
Τα χρόνια περνούσαν και όλοι καταλαβαίναμε ότι επαναλαμβάναμε πλέον τις ίδιες συζητήσεις, γυρνάγαμε γύρω-γύρω από τα ίδια θέματα χωρίς να προχωράμε. Είχαμε πια κουραστεί από το γενικότερο πνευματικό κλίμα της Αθήνας και ζητούσαμε περισσότερο φως. Μοναδικό λιμάνι και καταφύγιο η Ανάληψη, το μετόχι της Σιμωνόπετρας. Στους εσπερινούς, στις λειτουργίες και στις συχνές αγρυπνίες νιώθαμε μία ιδιαίτερη χαρά και μία ιδιαίτερη ανάπαυση. Σιγά-σιγά τα διαβάσματά μας αλλάξανε. Μπήκε στη ζωή μας το Γεροντικό της Χαμπάκη, το «Μεταξύ ουρανού και της γης», ο Ευεργετινός και οι επιστολές του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης. Άλλαξε και το αντικείμενο των συζητήσεών μας. Ο Γιάννης φάνηκε ότι έψαχνε πιο έντονα απ’ όλους μας και διάβαζε βαθύτερα απ’ όλους μας. Η συμμετοχή του στη ζωή του μετοχίου έγινε πιο έντονη και πιο ουσιαστική και άρχισε να φαίνεται ότι κάτι άλλο ζητούσε, γιατί παρά την κοινωνικότητά του και το ακατάβλητο χιούμορ του έβλεπα μία τάση απομονώσεως.
Η συστοιχία του και η φοίτησή του στο μετόχι της Σιμωνόπετρας στο Βύρωνα, στην Ανάληψη, και η συνεχής αναστροφή του με τον οικονόμο του μετοχίου παπα-Φώτη, τους επισκέπτες μοναχούς και κληρικούς του μετοχίου και τους αναληψιώτες, του σφράγισε ανεξίτηλα την ζωή. Η μητέρα του, η κυρία Λίτσα, κατήγετο από την Μικρά Ασία και είχε μία έμφυτο ευσέβεια που την κληροδότησε στον γιο της. Από μικρό τον έπαιρνε μαζί της στις διάφορες προσκυνηματικές εκδρομές και ο μικρός Γιάννης απέκτησε οικειότητα στην αναστροφή με ιερείς και μοναχούς. Δίπλα στο σχολείο μας στο Βύρωνα είναι μία μικρή εκκλησίτσα, οι Ταξιάρχες, μετόχι της Μεγίστης Λαύρας. Εκεί διακονούσε ο πατήρ Μιχαήλ ο αόμματος, για τον οποίον ο π. Μωυσής έγραψε ένα μικρό πόνημα αφιερωμένο στη βιωτή και το έργο του. Σ’ αυτό το ευλογημένο εκκλησάκι ο νεαρός Γιάννης ακολουθούσε τη μητέρα του στις λειτουργίες και στις ακολουθίες.
Σημαντική επίδραση στον π. Μωυσή (αλλά και σε όλη την παρέα) είχε ο μακαριστός μοναχός Γερβάσιος, που τελειώθηκε μαρτυρικά διακονώντας τη μονή της μετανοίας του, τη Σιμωνόπετρα. Ο Γερβάσιος, από τους πρώτους μοναχούς του γέροντα Αιμιλιανού, σπούδαζε εκείνο τον καιρό στην Αθήνα και διέμενε στο μετόχι βοηθώντας τον οικονόμο, τον παπα- Φώτη. Ήταν ένας χαρούμενος μοναχός και άνετος στην αναστροφή και στη συζήτηση. Μας επηρέασε πάρα πολύ, διότι μας έδωσε να καταλάβουμε ότι ο προσανατολισμός μας ήταν η αγιότητα και ότι η πάλη εναντίον των παθών πρέπει να αρχίσει να γίνεται στην εσωτέρα καρδία και να εξελίσσεται σε τρόπο ζωής. Είχαν αρχίσει να πέφτουν οι τσίμπλες από τα μάτια μας. Ήταν ευλογημένα χρόνια και μας λυπήθηκε ο Κύριος που μας άνοιξε τους οφθαλμούς μας και γνωρίσαμε τα μαργαριτάρια της πίστεώς μας. Έτσι προχωρούσε η παρέα αφήνοντας πίσω τις προηγούμενες ιδέες και συζητήσεις και έχοντας πλέον αλλάξει ρότα και επιθυμίες. Ο Γιάννης άφηνε σιγά-σιγά την ενασχόλησή του με τα λογοτεχνικά και τη ζωγραφική και βυθιζόταν στα ασκητικά συγγράμματα.
Έτσι ήρθε το ευλογημένο 1973. Τον Ιούλιο η συντροφιά μας στελέχωσε ως ομαδάρχες τις κατασκηνώσεις του αειμνήστου μητροπολίτη Ζακύνθου Αποστόλου. Ξένοιαστες και ωραίες στιγμές αλλά συγχρόνως χρόνος περισυλλογής και περισκέψεως. Όταν η συντροφιά επέστρεψε στην Αθήνα ο π. Μωυσής και ο αδελφός μου Νίκος απεφάσισαν να ανέβουν για πρώτη φορά στο Άγιο Όρος.
Αντιγράφω από το προσωπικό ημερολόγιο του αδελφού μου Νίκου: Καρυές, 25 Αυγούστου 1973 (ν.η.), ώρα 2 το μεσημέρι. Αλησμόνητη ημέρα. Ευλογημένη ώρα. Δύο νεαροί μόλις έχουν πάρει στα χέρια τους το διαμονητήριο και κατεβαίνουν τα σκαλιά της Επιστασίας. Αφήνουν τα βαριά σακκίδια τους με τα υλικά της ματαιότητος που έφεραν από την Αθήνα στα πεζούλια του Άξιον Εστί και εισέρχονται στον Ναό να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και να θαυμάσουν τις αγιογραφίες του Πανσέληνου. Ο πρώτος μοναχός που συναντούν, είναι ο π. Ιερόθεος, που άναβε τα καντήλια. Έκπληξη, έκσταση, αίσθημα άλλης βιοτής πλημμύρισε τις καρδιές τους. Ο Γιάννης έδειχνε από την πρώτη στιγμή πνευματική ετοιμότητα. Δεν δίστασε να θέτει πολλές ερωτήσεις στον π. Ιερόθεο και να απαντά άφοβα στα χαριτωμένα σχόλια του τελευταίου. Το βράδυ διανυκτέρευσαν στην Ι.Μ. Κουτλουμουσίου. Οι συναντήσεις με τον αρχοντάρη και τους μοναχούς, καθώς και η βραδυνή ακολουθία αποκαλυπτική. Όχι τόσο για το περιεχόμενο των συζητήσεων (οι δύο φίλοι δέχθηκαν απανωτά λόγους για προφητείες, κόλαση, δαιμόνια, πολέμους, θαύματα), όσο για την αγαθή αφελότητα και ωραία απλότητα των λόγων και την θεία ατμόσφαιρα της ακολουθίας.
Η επόμενη ημέρα προσέφερε αλησμόνητες εμπειρίες. Επίσκεψη στην Ι.Μ. Σταυρονικήτα. Ο σπουδαίος ηγούμενος τους καλωσόρισε με πνευματώδη λόγο. Κύτταξε τα βαριά σακκίδια και είπε: «Είναι προφανές ότι είναι η πρώτη σας επίσκεψη στο Όρος». Λίγες ώρες μετά ο Γιάννης άδειασε το σακκίδιό του και άφησε σχεδόν όλο το περιεχόμενό του από τρόφιμα στην κουζίνα της Μονής. Μετά από λίγες εβδομάδες ο ίδιος θα άφηνε και τον παλαιό άνθρωπο στα κράσπεδα του Άθω. Μετά την ακολουθία οι δύο φίλοι επισκέφθηκαν το Μπουραζέρι και συνάντησαν τον π. Χαράλαμπο. Κυριολεκτικά θεία αποκάλυψη. Ο π. Χαράλαμπος μιλούσε για πάνω από μία ώρα για την χάρι και την ευλογία της νοεράς προσευχής. Οι δύο φίλοι κάθησαν σε δύο μικρά σκαμνάκια πολύ κοντά στο χαριτόβρυτο στόμα του πατρός και δέχθηκαν άμεσα στην καρδιά τους την θεία χάρι των λόγων του. Αλησμόνητη στιγμή. Μετά ήλθε η πολυαναμενόμενη επίσκεψη στον π. Παΐσιο, στον Άγιο Παΐσιο. Οι δύο φίλοι περίμεναν ένα εντυπωσιακό κάστρο. Συνάντησαν την επιτομή της αγάπης και της ταπείνωσης μέσα σε ένα ισχνό σώμα και ένα φτωχό ζωστικό. Αμέσως άλλαξε στον Γιάννη και στον φίλο του η αντίληψη περί αγιότητος. Οι δύο συναντήσεις της ημέρας εκείνης έκαναν τους δύο φίλους να τρέχουν, χωρίς να μιλούν, κατά την επιστροφή τους στην Σταυρονικήτα. Έτρεχαν από χαρά και θεία έκπληξη.
Ακολούθησε η χαρά της πανήγυρης της Πορταΐτισσας. Οι φίλοι βρέθηκαν στην Ι.Μ. Ιβήρων την παραμονή της μεγάλης εορτής. Ρούφαγαν κάθε στιγμή της παννυχίδας. Θυμιάματα, ψαλσίματα, κωδωνοκρουσίες, λαμπροφορεμένοι ιερείς, ο παπα-Μάξιμος, και πάνω απ’ όλα η Πορταΐτισσα. Συζητήσεις με ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς και ο άγνωστος Λαυρεώτης μοναχός με την αξέχαστη προτροπή: «Προσέξτε μην χάσετε τον Παράδεισο από βλακείες», που την αντάλλασσαν οι δύο φίλοι όλα τα επόμενα χρόνια.
Φεύγοντας από την Ιβήρων, η καρδιά του Γιάννη είχε τρωθεί πλέον από θείο έρωτα. Επόμενη αποκάλυψη η Ι.Μ. Φιλοθέου και η συνάντηση με τον ηγούμενο π. Εφραίμ δίπλα στην κρήνη της Μονής. Μίλησε για τον γέροντά του, τον π. Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Τα λόγια του π. Εφραίμ, η προσευχητική του στάση και η γλυκύτητα των τρόπων του αλλοίωνε κάθε σκληράδα. Η τρώση της καρδιάς του Γιάννη ολοένα βάθαινε.
Ακολούθησαν επισκέψεις στην Ι.Μ. Καρακάλλου και μετά στην Αγία Άννα. Επισκέψεις στον παπα-Άνθιμο, στους Καρτσωναίους και μετά στην Μικρά Αγία Άννα, στον Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη και στους Θωμάδες. Η διαδοχή των εμπειριών απερίγραπτη. Ο συγκλονισμός, όμως, ήλθε στην συνάντηση με τον π. Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Οι δύο φίλοι έμειναν μαζί του πάνω από δύο ώρες. Ο Γέροντας δούλευε ένα αρτοσφράγιδο και συγχρόνως μιλούσε για την υπακοή και την προσευχή. Πνευματική σαγήνη. Ο Γιάννης του έκανε πολλές ερωτήσεις. Ήθελε να τρυγήσει την χάρι του αγίου Γέροντα. Ο φίλος του καθόταν φοβισμένος. Ξαφνικά ο γίγαντας αυτός του πνεύματος απευθύνθηκε στον φοβισμένο φίλο και του είπε «Θα γίνεις μοναχός;» . Ο τελευταίος τραβήχτηκε και έδειξε τον Γιάννη. Τότε ο άγιος πατήρ είπε «Άσ’ τον αυτόν. Αυτός θα γίνει σίγουρα». Η ανδρεία πνευματικότητα, η κατακτημένη ταπείνωση, ο καθαρός λόγος και η προς Θεόν και την Παναγία παρησσία του π. Εφραίμ συγκλόνισαν κυριολεκτικά τους δύο φίλους.
Ακολούθησαν επισκέψεις στα φρικτά Καρούλια, στον ασκητή Παχώμιο, στον παπα-Στέφανο τον Σέρβο και στον Γέροντα Χριστόδουλο. Μετά ταύτα επίσκεψη στη Νέα Σκήτη, όπου στην Καλύβη του Ευαγγελισμού φιλοξενήθηκαν από τον γνωστό Γέροντα Ιωσήφ, ο οποίος μετά την πρωινή ακολουθία προφήτεψε κυριολεκτικά λέγοντας: « Ο Γιάννης θα γίνει σύντομα μοναχός».
Οι φίλοι συνέχισαν τις επισκέψεις τους στην Αγίου Παύλου, στην Διονυσίου, την Γρηγορίου, την Σιμωνόπετρα, την Ξηροποτάμου, την Ξενοφώντος, το Ρώσικο και την Δοχειαρίου. Αλησμόνητες στιγμές. Απερίγραπτες εμπειρίες. Ο Γιάννης συνεχώς ρωτούσε και μάθαινε, άκουγε και σκεφτόταν, προσευχόταν και παρακαλούσε. Ο φίλος βεβαιώνει τιμίως ότι ο Γιάννης ήταν πλέον έτοιμος να ανταποκριθεί στην θεία πρόσκληση, να ανέλθει στο Όρος των επιθυμιών του. Αυτό έγινε μετά από λίγες εβδομάδες.
Όταν ο π. Μωυσής και ο αδελφός μου επέστρεψαν στην Αθήνα ο νεαρός Γιάννης, στα 21 χρόνια του, είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Θα ανέβαινε στο Όρος. Μετά από λίγο επισκέφθηκα και εγώ το Όρος μαζί με τον φίλο μας Λουκά, νυν Ρωμανό Ιερομόναχο. Η επίσκεψη στο Όρος ήταν καταλυτική για όλους μας αλλά για τον νεαρό Γιάννη αποτέλεσε το τελευταίο βήμα για την οριστική του απόφαση να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα.
Μετά από λίγες εβδομάδες ανακοίνωσε την απόφασή του στους γονείς του και τους φίλους του, ετοίμασε τις βαλίτσες του, μας μοίρασε τα βιβλία του και ανέβηκε στον Άθωνα. Δεν μπόρεσε να μείνει για πολύ καιρό και αναγκάσθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Μετά από λίγους μήνες στρατεύθηκε και υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό δύο χρόνια.
Η παρέα μας πλέον είχε αλλάξει χαρακτήρα, προσανατολισμό και όραμα. Ο Γιάννης είχε αποφασίσει να γίνει μοναχός, το ίδιο και ο Λουκάς και αργότερα ο Γιώργος. Οι μελέτες μας, τα διαβάσματά μας, οι συζητήσεις μας και τα ενδιαφέροντά μας ήταν αποκλειστικά πλέον για το Άγιον Όρος και για τον νέο τρόπο πνευματικής ζωής που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε και να ακολουθούμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια της στρατιωτικής θητείας του π. Μωυσή και σ’ αυτό το χρονικό διάστημα συνδέθηκε με τον ηγούμενο πατέρα Αιμιλιανό και τους αδελφούς της Σιμωνόπετρας, που από το φθινόπωρο του 1973 είχαν μετακομίσει από τα Μετέωρα στη μονή της ψυχής μας.
Ο π. Μωυσής έβαλε μετάνοια στον γέροντα Αιμιλιανό, αυτός τον δέχθηκε και έτσι άρχισε να πηγαινοέρχεται στη Σιμωνόπετρα για να δοκιμάζεται και να δοκιμάζει τον κοινοβιακό βίο. Έγινε δόκιμος και αργότερα μεγαλόσχημος μοναχός. Για την παρέα του Βύρωνα αποτελούσε καύχημα και σημείο αναφοράς, γιατί είχαμε πλέον από τα σπλάχνα μας έναν μοναχό στη Σιμωνόπετρα και είχαμε πλέον δέσει την ψυχή μας με τον γέροντα Αιμιλιανό και με τους αγαπημένους αδελφούς μας.
Για την κουρά του πατρός Μωυσή ανεβήκαμε στο Όρος μία μικρή παρέα, ο πατήρ Μεθόδιος Κυριακού, ο κουμπάρος και φίλος μου Κώστας Εμμανουήλ, φίλος και γείτονας του Γιάννη, και εγώ. Στην ακολουθία μίλησε, όπως συνήθιζε, ο γέροντας Αιμιλιανός. Είπε πολλά, αλλά συγκράτησα τα ακόλουθα: «Εσύ παιδί μου θα γράψεις πολλά βιβλία και εξαιτίας σου θα γίνουν πολλοί ιερείς και μοναχοί». Μου έκανε εντύπωση αυτή η αποστροφή της ομιλίας του γέροντα και είπα μέσα μου: «Μα καλά, τί λέει ο γέροντας για τον Γιαννάκη; Εντάξει, γράφει ποιήματα και έχει καλλιτεχνική φύση, αλλά τί σόι βιβλία να γράφει και πώς θα επηρεάζει κόσμο;» Αυτά δεν τα είπα στον πατέρα Μωυσή παρά λίγα χρόνια πριν φύγει, αφού πλέον είχα δει όλη την πορεία του και είχα δει όλα τα γεγονότα που επιβεβαίωναν τα λόγια του γέροντα Αιμιλιανού, του ευεργέτου εμού, της οικογενείας μου και πολλών φίλων μου.
Η μοναστική βιοτή του στη Σιμωνόπετρα, η πνευματική καθοδήγησή του από τον γέροντά του Αιμιλιανό και η αναστροφή του με τους αγαπητούς μας πατέρες του έδωσαν στέρεες βάσεις και πολύτιμα εφόδια για την μετέπειτα πορεία του στο Άγιον Όρος. Στην ησυχία του μοναστηριού, στην καθημερινή επαφή με τους συμμοναστές του, στην ενασχόλησή του με την βιβλιοθήκη και με το διακόνημα της συγγραφής του πρώτου βιβλίου του για τον γέροντα Ιερώνυμο της Αναλήψεως, αυξήθηκε και πλουτίσθηκε το έμφυτο λογοτεχνικό του χάρισμα και απέδωσε αργότερα τόσους πνευματικούς καρπούς στα δεκάδες βιβλία, στις εκατοντάδες δημοσιεύσεις και στις πολυάριθμες ομιλίες του.
Όλα αυτά όμως τα χρόνια τον πατέρα Μωυσή τον συνόδευε ο σωματικός πόνος. Άρχισε να εμφανίζεται στις αρχές του ’70 και με μεγάλη ένταση πλέον τον παρακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Ο Μωυσής έγινε συχνότατος επισκέπτης του Ιπποκράτειου, του Λαϊκού, του ΝΙΜΤΣ και άλλων νοσοκομείων. Οι πόνοι φοβεροί, οι πυρετοί απίστευτοι. Όταν μιλάμε για πόνους, άλλο είναι να το γράφεις, άλλο είναι να το λες και άλλο είναι να το βλέπεις και βεβαίως άλλο είναι να το υποφέρεις. Ποτέ μου δεν τον άκουσα να βαρυγκωμήσει ή να πει μία λέξη. Σιωπηλά προσευχόταν στον Κύριο, στην Παναγία και στους Αγίους. Στις μεγάλες στιγμές του πόνου και της οδύνης δεν έχασε ποτέ την πίστη του, τον προσανατολισμό του στην απόκτηση της αγιότητας, την υπομονή του, τον ιεραποστολικό ζήλο του και την ηρεμία του. Στην ασθένειά του τον διακόνησαν με σοφία και διάκριση ο γέροντάς του Αιμιλιανός και με ανιδιοτέλεια και ανυπόκριτο αγάπη οι αδελφοί του στη Σιμωνόπετρα, η οικογένειά του και άλλοι φίλοι στις αλλεπάλληλες νοσηλείες του στην Αθήνα και στο εξωτερικό και ο αγαπητός μας πατήρ Χρυσόστομος μετά την εγκαταβίωσή του στο κελί του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη σκήτη του Κουτλουμουσίου. Ο πόνος παρακολουθούσε τον Μωυσή σε όλη την διάρκεια της ζωής του. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που μου είπε λίγους μήνες μετά την μεταμόσχευση και ενώ πλέον είχε αναρρώσει. «Πάνο, είχα ξεχάσει πως είναι ο υγιής άνθρωπος». Ο γέροντάς του σε μία από τις επισκέψεις στο κελί του Μωυσή του είπε για την ασθένειά του: «Αυτό παιδί μου θα είναι το ασκητικό σου πάλαισμα».
Τα πλούσια χαρίσματα του πατρός Μωυσή φάνηκαν πλέον μετά την μετακόμισή του από την Σιμωνόπετρα στη σκήτη της Κουτλουμουσίου. Η απόφασή του να ακολουθήσει τον κελιώτικο δρόμο ήταν ηρωική και συνοδεύτηκε από πολλή σωματική και ψυχική ταλαιπωρία. Αυτό όμως ήταν το σχέδιο του Θεού. Εμείς οι παλιοί και καρδιακοί φίλοι του γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τον αγώνα του να στερεωθεί στη Μονή Κουτλουμουσίου και είδαμε πως ο γνήσιος χριστιανός ξεπερνά τα προβλήματα και τα εμπόδια που δημιουργούνται είτε από τον ίδιο είτε από άλλους και πως στο τέλος ο Κύριος βραβεύει πλουσίως τον αγώνα του πιστού δούλου του.
Με την εγκατάστασή του στη σκήτη του Κουτλουμουσίου ο πατήρ Μωυσής αναπτύσσει το κελιώτικο διακόνημά του. Σαν μέλισσα γυρνούσε όλο το Όρος και συγκέντρωνε πληροφορίες, φωτογραφίες, σημειώσεις άλλων μοναχών για να αναδείξει την αγία βιωτή γνωστών και αγνώστων αγιασμένων μορφών του Όρους. Έγραφε, σημείωνε, δημοσίευε, φιλοξενούσε, κήρυττε, ξεναγούσε, καθοδηγούσε ακατάπαυστα και ουδέποτε η ασθένεια έκαμψε τον ακατάβλητο ιεραποστολικό του ζήλο. Δεκάδες βιβλία, άρθρα, δημοσιεύσεις και ομιλίες στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στην Αμερική. Καύχημά του το τρίτομο έργο για τούς αγίους του Όρους και τα συναξάρια του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη και του γέροντα Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτη. Για τη συγκέντρωση των βιογραφικών στοιχείων του γέροντα Ιερωνύμου ο αδελφός μου και εγώ τον συνοδεύαμε στις διάφορες επισκέψεις του στα σπίτια ευλαβών χριστιανών που γνώριζαν τον άγιο γέροντα της Αναλήψεως και εκεί καταλάβαμε πόσο πολύ είχε επηρεάσει τους Αθηναίους ο γέροντας Ιερώνυμος της Αναλήψεως και πόσο ευεργετήθηκε ο Μωυσής και η μικρή μας νεανική παρέα από τη συνεχή φοίτησή της στο μετόχι της Ανάληψης, όπου πάτησαν πόδες αγίων ανδρών, όπως του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Σάββα εν Καλύμνω και του γέροντα Ιερώνυμου Σιμωνοπετρίτη.
Με το χρόνο διαπίστωνα ότι τα χαρίσματα των νεανικών χρόνων που είχα διακρίνει στον πατέρα Μωυσή είχαν μπολιαστεί από την αγιορείτικη ασκητική παράδοση. Πλέον ο γέροντας ήταν ένας πολύ ισορροπημένος μοναχός, δύσκολος, σχεδόν κλειστός στη δημοσιοποίηση πνευματικών εμπειριών, διακριτικός και προσεκτικός στις συμβουλές και σκληρός αγωνιστής στον πόλεμο των παθών στην εσωτέρα καρδία. Δούλευε πολύ στην βαθεία καρδία και είχε σύμμαχο τον σχεδόν ισόβιο πόνο του. Ακολουθούσε με συνέπεια το του Αγίου Ησυχίου: «Ούτος αληθινός τω όντι Μοναχός, ο νήψιν κατορθών· και ούτος αληθινός νηφάλιος, ο εν καρδία ων Μοναχός», που τόσο ωραία το ερμηνεύει ο γέροντάς του Αιμιλιανός: «Όντως αληθινός μοναχός είναι αυτός που πετυχαίνει την προσοχή. Και αληθινός νηφάλιος είναι ο εν καρδία ων Μοναχός, ο οποίος πράγματι δουλεύει μέσα στην καρδιά του και όχι εξωτερικά, με λόγια και με σχήματα». Απέφευγε την πρωτόνοια και αναζητούσε την επίνοια. Στόχος του έγινε η τήρηση του νοός, η ταπείνωση και η ευχή. Ο Κύριος με τον σωματικό πόνο που του έδωσε, παράλληλα τον ωθούσε σε αυτό το ασκητικό πρόγραμμα.
Στις προσωπικές μας συνομιλίες διέκρινα τον δισταγμό και την συστολή να αναφέρει την εμφάνιση του Αγίου Νεκταρίου μέσα στους μεγάλους του πόνους μετά την μεταμόσχευση στο νοσοκομείο στην Αμερική και την εκπληκτική συνάντησή του με τον πατέρα Σωφρόνιο Ζαχάρωφ όταν τον επισκέφθηκε στην Αγγλία για να του ζητήσει να προσευχηθεί για την υγεία του. Ήταν σοφά επιφυλακτικός στην διήγηση διαφόρων γεγονότων γύρω από την βιωτή του Αγίου Παϊσίου, παρά το γεγονός ότι ήταν σχεδόν γείτονες και είχαν πνευματικές σχέσεις. Στις μεταξύ μας προσωπικές συζητήσεις για τον Άγιο αποτύπωνε με ακρίβεια την αγία του ζωή αποφεύγοντας υπερβολές και υστερίες. Κατ’ επανάληψη μου έλεγε ότι το μεγαλύτερο θαύμα είναι η μετάνοια και προς αυτό προσπαθούσε να οδηγήσει την δική του ζωή και την ζωή των διπλανών του.
Τα μοναχικά του καθήκοντα και τα προβλήματα της υγείας του δεν τον εμπόδισαν στο να διατηρεί το χαριτωμένο χιούμορ του και να χαρίζει σε όλους το παράδειγμα της αισιοδοξίας μαζί με το ενθαρρυντικό μειδίαμά του. Αδιάλειπτα, εγκάρδια και υποδειγματικά φιλοξενούσε τους επισκέπτες του και το κελί του υπήρξε πόλος έλξεως και μετανοίας για πολλούς, μικρούς και μεγάλους. Η σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος στο Κουτλουμούσι κατέστη σημείο αναφοράς για επισκόπους, ιερείς, μοναχούς και λαϊκούς, που με σεβασμό και αναζήτηση κτυπούσαν τη θύρα της καλύβης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο πατήρ Μωυσής αγάπησε βαθειά και καρδιακά όλο το Άγιον Όρος και μαζί μ’ αυτόν το αγαπήσαμε και εμείς οι νεανικοί φίλοι του. Ο γέροντας αγαπούσε τα μοναστήρια, τη φύση, τις άγιες εικόνες, τα ιερά σκεύη, τα ιερά άμφια, τις πεζούλες, τις κραβάτες και το χώμα του Άθωνα, που το θεωρούσε ιερό και άγιο. Ιδιαίτερα όμως αγαπούσε και ευλαβείτο τους ιερείς και τους μοναχούς και πάνω απ’ όλα τα αξέχαστα γεροντάκια που είναι η ψυχή, το θεμέλιο και το καύχημα του Όρους. Αλησμόνητες συζητήσεις και αναφορές στα γεροντάκια της Σιμωνόπετρας που βρήκε η συνοδεία του γέροντα Αιμιλιανού το 1973 και χαριτωμένες διηγήσεις για δεκάδες άλλους γέροντες μοναχούς διάσπαρτους στις καλύβες και στα μοναστήρια του Άθωνα, που εξέπεμπαν την απλότητα και την αθωότητα των ευαγγελικών αρετών.
Με κάποια τολμηρότητα μπορώ να πω ότι ο πατήρ Μωυσής υπήρξε αγιορείτης πριν επισκεφθεί τον Άθωνα. Τόσο πολύ αγαπούσε το Όρος.
Τον γέροντα τον έζησα από νεαρό μέχρι την κοίμησή του και βεβαιώνω ότι η εξωτερική του συμπεριφορά ήταν ίδια και στα 17 του χρόνια που γίναμε φίλοι και στα 62 του χρόνια που κοιμήθηκε. Αλλοιώθηκε μόνο η εσωτέρα καρδία με την συνεχή πάλη εναντίον των παθών και του αντιδίκου, την συνεχή αντιμετώπιση του πόνου με αλάλητο προσευχή και τον αγώνα για την απόκτηση ταπεινώσεως. Η πνευματικότητα που απέκτησε ενίσχυε την ανθρωπιά του και το αντίστροφο.
Ο πατήρ Μωυσής αποτελεί για μας το καύχημα της ενορίας του Αγίου Δημητρίου Νέας Ελβετίας Βύρωνος, το έκγονο της Μικρασιατικής ευλάβειας των προγόνων του και το βλάστημα του μετοχίου της Σιμωνόπετρας στο Βύρωνα, όπου η πρόνοια του Θεού έφερε τον άγιο γέροντα Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη και αργότερα το εκόσμησε με τον μέγα Αιμιλιανό Σιμωνοπετρίτη.
Με τον Μωυσή από την αρχή της φιλίας μας μέχρι το τέλος μας ένωνε και μας ενώνει η μετοχή στο κοινό εκκλησιαστικό φρόνημα, αφού η ενότητα δεν συνδέεται απαραίτητα με τη συχνότητα των συναντήσεων ή των συναναστροφών, αλλά ταυτίζεται με την κοινή πίστη και την κοινή προσωπική εμπειρία στις δωρεές του Κυρίου.
Ο λαός λέει (και δίκιο έχει) ότι ο άνθρωπος ανεξάρτητα από το σε ποιά ηλικία είναι, ορφανεύει όταν χάσει τον πατέρα και την μάνα του. Εμείς, η συντροφιά των νεανικών του χρόνων, ορφανέψαμε και όταν χάσαμε τον Μωυσή.
Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Νομικός


Εκδοτικές πληροφορίες
Διαστάσεις:  22×29  εκ.
Σελίδες:  970
Βιβλιοδεσία: Καλλιτεχνική, σκληρή
ISBN:  978-618-5314-03-3
Έκδοση: Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2017
Παραγγελίες: pek@vatopedi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου