Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

7392 - Ο φονικός σεισμός των 7,5 ρίχτερ στο Άγιο Όρος, μέσα από το βιβλίο του Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου. Συγκλονιστικές μαρτυρίες για τον 3ο σε μέγεθος σεισμό στην ελληνική επικράτεια.


Αβιμέλεχ μον. Μικραγιαννανίτης
1872-1965
1856-1908
1884-1977
       Στις 10.30΄ το βράδι της 8ης Νοεμβρίου 1905 (21/11/1905), με επίκεντρο τη θαλάσσια περιοχή 7 μίλια ανατολικά της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, σημειώθηκε ο τρίτος σε μέγεθος σεισμός (7,5 ρίχτερ) στην ελληνική επικράτεια.
       Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος στο βιβλίο του ΩΔΗ ΣΤΑ ΑΜΑΡΑΝΤΑ, ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, στις σελίδες 300-312, δημοσιεύει δυο γραπτά ντοκουμέντα και μαρτυρίες μοναχών που έζησαν την Βιβλική καταστροφή.

[…] Εκείνος που μου είπε τα περισσότερα για τον σεισμό του ‘905 ήταν ο Γέροντάς μας Αμβρόσιος∙ αφού τον έζησε ο ίδιος, κοινοβιασμένος στη Λαύρα ένα χρόνο πιο μπροστά, το 1904. Ακριβέστατος στις περιγραφές των στιγμών και των φοβερών συνεπειών στο Μοναστήρι και στα πέριξ του, αναφερόταν κάπως πιο γενικά, όπως ήταν επόμενο, σε ζημιές και συμφορές που προξενήθηκαν στις Λαυριώτικες κελλιοπεριοχές, οργανωμένες Σκήτες, και στις άλλες Ιερές Μονές. Παραλληλίζοντας όμως και συγκρίνοντας τις διηγήσεις και τις αναφορές του Γέροντα στα γεγονότα του Καραβοστασιού και της Σάρας μου με τις του ΓεροΜεθοδίου, εύρισκα πιο επακριβείς και ηυξημένες του Γέροντα, και θυμάμαι, μάλιστα, ότι ήταν ο μόνος που με πληροφόρησε για την θανάτωσι του φημισμένου για τις αρετές του ΓεροΒαρνάβα, ο οποίος επ’ αρκετές δεκαετίεε ασκήτευε στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, από μεγάλο βράχο, που κύλησε και καταπλάκωσε την καλύβα του. Νεκρό τον βρήκαν επάνω στο ξυλοκρέββατο οι συνασκηταί του, οι οποίοι προσέτρεξαν και τον ανέσυραν απ’ τα χαλάσματα όσο πιο γρήγορα μπόρεσαν. Πόσο όμως τις χρωμάτισαν και τις ζωντάνεψαν η επιτόπιος εποπτεία, οι φωνές και οι χειρονομίες του ΓεροΜεθόδιου, και η ίδια της Σάρας… βουβή επιβεβαίωσις! (βλ. 3769 - Η Σάρα)
Έκρινα περιττή την προσφυγή μου σε άλλους –και σε ποιους;- και άρχισα να ψάχνω για γραπτά ντοκουμέντα των ημερών εκείνων, και δόξα τω Θεώ, δεν κουράσθηκα πολύ στο να βρω δύο, που πιστεύω πως αυθεντικώτερά των και επακριβέστερα δεν υπάρχουν.
Και οποία οικονομία και σύμπτωσις! Το ένα είναι μία, προς τον αείμνηστο Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄, προς τούτο ενημερωτική επιστολή του ομογαλάκτου μου σε σπουδές στη Χάλκη, προκατόχου μου στην καθηγεσία (1885-’86) κι στην Σχολαρχία της Αθωνιάδος (1886-’89), Χρυσοστόμου, του και Λαυριώτου, του δολοφονηθέντος την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1908 (βλ. 2785 - Αιφνίδιοι και βίαιοι θάνατοι στο Άγιον Όρος)∙ τρία χρόνια, δηλαδή, μετά τον σεισμό και την σύνταξι της επιστολής.
Είναι τόσο εύγλωττη και επιμελώς περιγραφική, που σχολιασμός της θα σήμαινε περιττότητα, αν όχι και ασέβεια, προς τον σοφό και άγιο εκείνον Λαυριώτη. Απλώς επισημαίνεται ότι το λιτό, όλως ανεπιτήδευτο και φυσικώς ρέον του ύφους, εξηγείται από την μεγάλη φιλία, αγάπη και οικειότητα που είχαν προς αλλήλους οι δύο μεγάλοι αγιορείται άνδρες. Την καταχωρίζω ως έχει:



Μπορώ όμως να μην υποσημειώσω τον φόβο, που αισθάνθηκα ξεχωρίζοντας εκείνα τα σημεία των υποψιών και των ενδείξεων, ότι στα βάθη και τα έγκατα του κολπίσκου μου, του ιστορικού μου Καραβοστασιού, «κοιμάται» κάποιο ηφαίστειο, το οποίο όμως δεν εννοεί να πεθάνη, αλλά κάποτε, κάποτε και όποτε το επιτρέπει ο Θεός, ξυπνάει και σείει όλο το Αγιονόρος και βάναυσα ανακατώνει  της παραπλήσιας θάλασσας τα βάθη, και θάβη και καμμιά φορά κοσμικούς και καλογήρους κάτω απ’ τις τιτάνιες πετροθημωνιές του;
Εκείνη η υποψία του μεγάλου και φιλερήμου Πατριάρχου∙ «το μέρος εκείνο, αν εξετασθή, κάτι θα έχη», και εκείνες, οι επί το επιστημονικώτερο, διατυπώσεις του αειμνήστου ομωνύμου μου και λογιωτάτου Λαυριώτου: «υπόκωφος βρόμος», «φλοξ εκ της παραλίας εκπηδώσα», «όσα εκάλυψεν η θάλασσα φαίνονται πυρίφλεκτα και απεχρώσθησαν υποκιτρίνως», «γάνωμα (γαλβάνισμα) φέρουσι τα υπολειφθέντα τεμάχια σιδήρων», βίαια κόλλησαν στο μυαλό μου και βασάνιζαν τις σκέψεις μου…
Ήμουν που ήμουν σ’ αυτή την κατάστασι της σαστιμάρας, ήρθαν στη μνήμη μου κι εκείνα που από μάλλον τυχαία και φευγαλέα μελέτη μου κάποτε για τα ηφαίστεια έμαθα, και μοιραίως κάνοντας τους συσχετισμούς, κατατρόμαξα και επί πολύ έμεινα καταπτοημένος…
Τι άλλο μπορούσαν να ήταν όλα –και να είναι- αυτά, ειμή σαφέστατες συνέπειες παρουσίας και ενεργείας διοξειδίου του θείου και λάβας βασάλτου∙ αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, που για τους ειδικούς αποτελούν βασικές γεωλογικές πληροφορίες για το τι καζάνι, τι λέω καζάνι; Ποια κόλασις βράζει στα κάτω σχεδόν απ’ τα πόδια μου καταχθόνια; Κι εγώ περιφέρομαι ήρεμος και αμέριμνος εδώ πάνω, και κοιμάμαι μακαρίως, μόλις στο χείλος του κρατήρος∙ όπως ακριβώς και όλοι οι απ’ αιώνων προκάτοχοί μου!... Όταν το καλομελέτησα το πράγμα, ρίγη κι ανατριχίλες διαπερνούσαν το κορμί μου και αγωνζόμουν να διώξω τους κακούς λογισμούς από τον νου μου.
Μπορούσαν βέβαια να είχαν σχέσι και αναλογία όλα τούτα εδώ με τις περιγραφές και το τραγώδημα των φρικτοτήτων του ηφαιστείου της Αίτνας της Σικελίας απ’ τον Πίνδαρο∙ αλλά και έτσι να ήταν, και αν λάχαινε ποτέ στις μέρες μου να ξανασεισθούν συθέμελα, να πυρακτωθεί ο βυθός και να βαρυγδουπήσουν τα γύρω, οι πρεσβείες των Αγίων μου Πάντων και η μέριμνα και η στοργή της Θεοτόκου για μένα και για τους γύρω, δεν θάφηναν ανεξέλεγκτες τις πύρινες του Άδου δυνάμεις και ενέργειες να κατακάψουν, διαλύσουν και καταποντίσουν το ιερό θυσιαστήριό τους κι εμένα τον ταλαίπωρο, αμετανόητο μαζί τους[…]
[…] Και να σκεφθή κανείς ότι, εγώ ήμουν εκείνος, που στους μαθητάς μου στην Αθωνιάδα τόνιζα με ιδιαίτερη έμφασι στο οικείο μάθημα της Δογματικής, ότι αποτελεί παραλογισμό αφ’ ενός και πρόκλησι κατά της Θείας Προνοίας, αφ’ ετέρου, να θέλουν μερικοί –σώνει και καλά- να τους προστατεύη και διασώζη ο Θεός, και όταν ακόμη κτίζουν τα χωριά και τα σπίτια τους στους πρόποδες της Αίτνας και του Βεζουβίου!...
Λέτε να επιτρέψη ο Θεός, να ξυπνήση στις μέρες μου, και να κάνη πάλι τα ίδια, και να γίνη το κελλί μου και η περιοχή μου και η ελαχιστότης μου, πανομοιότυπο παρελθόν, στα ερέβη και το χάος καταχωμένο, με όλη την ορθοπλαγιά και όλους τους βραχόλοφους του ΓεροΜεθοδίου από πάνω μου; Δεν το πιστεύω.
Αλλά και αν ακόμα ξυπνήση, και σεισθή και πυρακτωθή κι αρχίση θειάφι βραστό και λάβα να ξερνάη, είναι πολύ ψηλά το κελλάκι μου. Κυρίως όμως, δεν θ’ αφήσουν, και τούτη τη φορά, να πάθη κακό και συμφορά, το ενδιαίτημα και το εκκλησάκι τους, οι Άγιοι Πάντες μου. Θα φέρουν έτσι τα πράγματα, που δεν θα καταντήσω πυρίκαυστος ή λιθόλευστος∙ αλλά ήρεμα, ατάραχα και εν μετανοία και ετοιμασία να κλείσω τα μάτια μου, για να τ’ ανοίξω μπροστά στον Κύριό μου και στη δόξα Του, με εφόδια όχι, αλλοίμονο, τις ανύπαρκτες αρετές μου αλλά τις πρεσβείες των και της Θεοτόκου ΜητρόςΤου, και πάνω απ’ όλα την Χάρι Του και την άμετρό Του ευσπλαχνία.

Το δεύτερο ντοκουμέντο είναι μια προσωπική περιγραφική καταγραφή του φοβερού τούτου σεισμού του’905 απ’ τον μακαριστό Γέροντα Αβιμέλεχ Μικραγιαννανίτη (Μπονάκης Γεράσιμος του Ιωάννου, εκ Χανίων, γεν. 1860, προς. 1890, κουρ. 1891, κοιμ. 1965), γείτονος και συνασκητού του Υμνογράφου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γέροντος Γερασίμου (Γραίκα Αναστασίου του Ιωάννου, εκ Δροβιανής Ηπείρου, γεν. 1905, προσελ. 1923, κουρ. 1924, κοιμ. 1991).
Προηγηθέντος σχετικού ερεθισμού εκ μέρους μου, την βρήκαν ερευνώντας το αρχείο του λογίου και πεφημισμένου εκείνου ερημίτου τα πνευματικά του εγγόνια, που τα ποδηγετεί εν φόβω Θεού και εκτρέφει εν παιδεία Κυρίου ο πολύ αγαπητός μου πνευματικός παπαΔιονύσιος (Ξέστερνος Θεοδόσιος του Δημητρίου, εκ Λαυρίου Αττικής, γεν. 1930, προς. 1946, κουρ. 1947, διακ. 1953, πρεσβ. 1959), και την έθεσαν αμέσως και ευχαρίστως στη διάθεσί μου, γνωρίζοντες το πολύ ενδιαφέρον μου για το υπ’ όψιν και νουν θέμα, καθώς επίσης και το ότι μου ήταν και γνωστός και λίαν προσφιλής ο αείμνηστος. Τους ευχαριστώ όλους και προ πάντων τον σεβαστό Γέροντά τους, που με την ευλογία του ενήργησαν έτσι. Είναι χειρόγραφη, αυτόγραφη, και βλέπει το φως της δημοσιότητος για πρώτη φορά:
Τη νύκτα της 26ης προς την 27ην του λήξαντος μηνός (εν. Οκτωβρίου δηλ. 8 Νοεμβρίου με το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο), περί την μεσονύκτιον ώραν αφύπνουν τους εν Αγίω Όρει καθεύδοντας, οι φοβερώς εξικνούμενοι πόρωθεν υποβρύχιοι βόμβοι και αι τρομεραί δονήσεις ολοκλήρου της χερσονήσου. Ο Άθως ολόκληρος εσείετο ως λέμβος τις επιπλέουσα εν τρικυμιώδει και χειμερίω ώρα. Ουδέποτε γίνεται μνεία εν Αγίω Όρει τοιούτων σεισμών μετά τηλικούτων δονήσεων. Αληθώς ως χαρακτηρίζονται ούτοι ήαν θεομηνίαι προς διόρθωσιν της εξολισθήσεως ημών.
Προ των σεισμών προηγήθη καιρός εύδιος και εαρινός ασυνήθης εν τοιαύτη ώρα του έτους και πυκνή ομίχλη κατεκάλυπτε τα πέριξ του Άθω. Εν Δαρδανελλίοις εγένοντο σφοδρόταται δονήσεις, ως και εν Θεσσαλονίκη κατά την αυτήν ώραν άνευ ατυχημάτων. Εν τη έναντι του Άθω και προς Νότον αυτού χερσονήσω του Λόγγου (Σιθωνία), εγένετο καταστροφή μετά θυμάτων ανθρωπίνων εν τω χωρίω Συκιά, ως και το μετόχιον της Μονής Ξηροποτάμου κατεκρημνήσθη.
Ως έμαθον, εν τη Κωνσταντινουπόλει, καταστραφείση υπό των σεισμών τω 1894, αι δονήσεις υπήρξαν ασθενείς και ελαφραί. Φαίνεται λοιπόν ότι οι εσχάτως γενόμενοι σεισμοί μετά πολλών καταστροφών πολλών εν Σκόδρα, και τη χερσονήω της Καλαβρίας έσχον τον αντίκτυπόν των επί της χερσονήσου του Άθωνος και επήνεγκον αρκετάς καταστροφάς.
Ολόκληρος ο κώνος του Άθω παρήλλαξεν ένεκα των καταπτώσεων των εκ μαρμάρου πετρωμάτων αυτού, φαινόμενος ήδη ως λευκάζων εν πολλοίς. Εκ των πλείστων καταστροφών έχομεν να θρηνήσωμεν τας της Μεγάλης Ελληνικής Μονής των Ιβήρων, ήτις κατέστη σχεδόν ακατοίκητος, καταπεσόντων και διαρραγέντων πολλών τμημάτων αυτής, εν οις και ο αρχαίος μέγας Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του ΙΑ΄ αιώνος κτίσμα, επί τη μνήμη της οποίας σεμνύνεται αύτη η Μονή. Ήδη οι πατέρες ανερχόμενοι τους 200 ως έγγιστα, διεσπάρησαν ανά τα γειτονικά εξαρτήματα της Μονής, μέχρις ου επιτευχθή δυνατή διόρθωσίς τις της Μονής εν η διαμένει μόνον εις Επίτροπος και ολίγοι φύλακες. Εν γένει δε ανασείσθη και αυτό το έδαφος της Μονής και πηγαί εν τοις πέριξ ανέβλυσαν. Εκλήθη ο εν Θεσσαλονίκη ομογενής και έγκριτος αρχιτέκτων κ. Πιονίδης όπως γνωμοδοτήση περί της αντοχής και επισκευής των κτιρίων της Μονής, ότε και συνεδέθη προς συγκράτησιν η μεγάλη Εκκλησία αυτής και ανωκοδομήθησαν τείχη και κτίρια διάφορα καταπεσόντα.
Εκ των λοιπών 19 Μονών έπαθεν επαισθητώς η Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου, καταπεσόντος προς άρκτον τείχους μέχρις 60 πήχεων και πολλών εσωτερικών ρηγμάτων επισυμβάντων, αι δε λοιπαί υπέστησαν ρήγματα και βλάβας αρκετάς. Εκ δε των Σκητών μεγάλας ζημίας υπέστησαν αι καλύβαι της Σκήτης Καυσοκαλυβίων.
Εγγύς δε τούτων εν τη θέσει Περδίκι, τη εν τοις ορίοις της Λαύρας, υπάρχει νεωρείον (αρσανάς) αλιευτική καλύβη, ανήκουσα εις το υπερκείμενον Κελλίον των Αγίων Πάντων, ένθα διέτριβον μετά εξ λέμβων πέντε τον αριθμόν κοσμικοί, ων ο εις εκ Μυτιλήνης Ιωάννης Πετρής και οι δύο άλλοι Γεώργιος και Αθανάσιος εξ Αιγίνης και εξ Μοναχοί εκ των παρακειμένων ύπερθεν ασκητηρίων. Ούτοι πάντες πλην ενός Μοναχού μετά των λέμβων των κατεποντίσθησαν αναρπασθέντες υπό της ανυψωθείσης θαλάσσης εις ύψος τριών μέτρων. Τότε κατεκρημνίσθη και το επάνωθεν του σημείου τούτου υπερκείμενον όρος το εγγύς του Αγίου Πέτρου, κατακαλύψαν έκτασιν ημίσεως μιλίου. Εισέτι δε αναθρώσκουσιν ατμοί θειώδεις και καπνός, ένθα εγένετο η κατάπτωσις του όρους. Ο δε διασωθείς Μοναχός, επειδή συνέλαβε δοκόν τινα και εστηρίχθη, κατώρθωσε να διασώση και λαϊκόν τινα συνεσφιγμένον εντός των βράχων, ούτινος ήκουσε τους θρήνους και τας οιμωγάς πόρρωθεν.
Εν δε τω από του Ι΄ αιώνος χρονολογουμένω Ναώ του Πρωτάτου των Καρυών Αγίου Όρους, έχοντι σχήμα Βασιλικής, τα προ χρόνων επισυμβάντα μεγάλα ρήγματα ηυρύνθησαν και ου μακρός χρόνος παρελεύσεται, καθ' ον μέλλει να καταρρεύση ούτος και καταστραφώσιν αι διασωθείσαι Βυζαντιναί τοιχογραφίαι, αι έχουσαι θαυμαστάς και αυτούς τους Ευρωπαίους καλλιτέχνας.
Ο κατά μήνα Απρίλιον ε.έ. επισκεψάμενος τον ειρημένον Ναόν βασιλικός Πρίγκηψ της Σαξωνίας Ιάννης-Ιωάννης επιθεωρών κεφαλήν τινά εζωγραφισμένην του Τιμίου Προδρόμου, δεν ηδυνήθη να συγκρατήση την χαράν του επιφωνών δια μυρίων θαυμαστικών επιφωνήσεων. Τις όμως εγερεί ημάς από του ληθάργου; Ουδεμία σκέψις εγένετο, ούτε γίγνεται ούτε γενήσεται προς διάσωσιν του κειμηλίου τούτου της αρχαιότητος!
Σήμερον άγομεν έκτην ημέραν από του φοβερού σεισμού και όμως αισθανόμεθα εισέτι ικανάς δονήσεις.
Εκτός των πολλαχού του Αγίου Όρους γενομένων διαφόρων καταπτώσεων είναι γνωσταί επίσης αύται: εν κελλίον της Ι. Μονής Καρακάλλου «ο Άγιος Δημήτριος», όπερ τέλεον μετά της Εκκλησίας αυτού εκ βάθρων κατεστρώθη. Επίσης παρεσύρθη μία Καλύβη μετά του παρεκκλησίου και εγκειμένου βουνού της Σκήτης Καυσοκαλυβίων εν τοις ορίοις Μεγίστης Λαύρας, καθώς και η απέχουσα ως μιας ώρας απόστασιν εξ αυτής Ρουμανική Σκήτη επίσης υπέστη σημαντικάς βλάβας και ζημίας και ιδίως η εν αυτή μεγάλη Εκκλησία, καθότι διεσαλεύθη και αυτό το έδαφος του τόπου.
Διετάχθησαν δι' εγκυκλίου της Ιεράς Κοινότητος λιτανείαι προς εξιλέωσιν του θείου, τελεσθείσαι την Κυριακήν της 30ης του λήξαντος ήδη μηνός εν ταις είκοσιν Ιεραίς Μοναίς και Σκήτεσι και εν τω Ιερώ Ναώ του Πρωτάτου της Ιεράς Κοινότητος, προεξάρχοντος του Μητροπολίτου πρώην Σωζουαγαθοπόλεως κ. Κωνσταντίνου Μικρούλη.
Εν Αγίω Όρει 1η (14η) Νοεμβρίου 1905

Ερευνών επιμόνως, ερωτών και δυναμένους να με πληροφορήσουν και διασταυρώνων τις απαντήσεις των, εξακρίβωσα και επαλήθευσα τα ονόματα των δυστυχών μοναχών, που βρήκαν τον φρικτό θάνατο και έμειναν καταπλακωμένοι μαζί με τις βάρκες και τους αρσανάδες κάτω από τους ανυπολογίστου ποσότητος όγκους εκείνης της λίθινης βουνοπλαγιάς, που ξεκόβοντας από ψηλά διαμερίστηκε σε επί μέρους και κατρακύλισε επάνω τους.
Οι μακαρίτες πατέρες ήσαν: ο Νήφων από το κελλί (μου) των Αγίων Πάντων, ο Διονύσιος από το κελλί του Αγίου Νείλου, ο Συμεών από το κελλί του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου, ο γείτονάς του Ευσέβιος, του οποίου το κελλί βρισκόταν λίγο παρακάτω, και πιθανολογείται ότι ήταν του Αγίου Νικολάου, (του οποίου δυστυχώς ούτε ίχνος σώζεται σήμερα), και ο Καυσοκαλυβίτης Τιμόθεος από την καλύβη του Αγίου Ακακίου.
Της όλης συντροφιάς μέλος ήταν και ο επίσης Καυσοκαλυβίτης, μοναχός Ισίδωρος από την καλύβη του Αγίου Χαραλάμπους. Θαυματούργησε ο Θεός και επέζησε, παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς του. Ούτε ο ίδιος είχε καταλάβει πως βρέθηκε κατ’ εκείνη τη στιγμή στη θάλασσα, που ανέδυε ανυπόφορη βρώμα και έβραζε θειάφι, να επιπλέη κρατημένος από ένα μαδέρι∙ και ως που να συνειδητοποιήση την κατάστασί του, το παλιρροιακό κύμα που ηκολούθησε τον ανέβασε με ορμή στην πάνω απ’ το Περδίκι πουρναροπλαγιά και τον σφήνωσε εκεί μέσα. Δεν μπόρεσε να τον ξαναπάρη στην επιστροφή μαζί του και αυτός ήταν ο τρόπος της σωτηρίας του.
Του χάρισε ο Πανάγαθος χρόνια, έλεγε, για καλλίτερη προετοιμασία και μείζονα αρετή, και για να διηγήται, στους συγχρόνους του και στους επιγενομένους, μέχρι τέλους της ζωής του, (εκοιμήθη το 1968) την Βιβλική καταστροφή, την φοβερή προσωπική του εμπειρία, την διάσωσι ενός εκ των συντρόφων του, τις οιμωγές και τις επικλήσεις άλλων και την εν συνεχεία οριστική σιωπή τους. Κατά την μαρτυρία του ουτωσί διασωθέντος Γέροντος Ισιδώρου, οι μη κατονομαζόμενοι ούτε από τον Γέροντα Αβιμέλεχ λαϊκοί ψαράδες ήσαν Υδραίοι. Ο σημερινός Γέροντας της καλύβης, πατήρ Χαράλαμπος, είναι κατά συνεχή κανονική διαδοχή κάτοχος των χειρογράφων περιγραφικών σημειώσεων του μακαριστού Ισιδώρου∙ απ’ τις οποίες αντλήθηκαν τα ανωτέρω και καταχωρίσθησαν λίαν περιληπτικώς. Ο αείμνηστος αφήκε αρκετό χρονογραφικό «υλικό» και επί πολλών άλλων γεγονότων, και είθε αυτό να γνωρίση το φως της δημοσιότητος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου