Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

7512 - Από το ημερολόγιον ενός Μοιράρχου δια το Άγιον Όρος (1ο)

Κεφάλαιον Α΄. 
Ἀναχώρησις ἐκ Θάσου διὰ Ἅγιον Ὄρος. Ἄφιξις εἰς τὴν Βατοπεδίου.
Ὁ Σεπτέμβριος τοῦ 1915 μὲ εὕρισκεν Ἀνθυπαστὴν τῆς Χωροφυλακῆς ὄντα, ὑπηρετοῦντα εἰς τὴν Ἀστυνομικὴν Ὑποδιεύθυνσιν Θάσου ὡς διοικητὴν αὐτῆς. Μὲ ἀπέστειλαν ἐκεῖ ἐκ Δράμας, ἵνα ξεκουρασθῶ καὶ ἀναλάβω ἐκ τῶν κόπως, εἰς οὓς ἐπὶ διετίαν σχεδὸν προηγουμένως εἶχον ὑποβληθῇ, ὑπηρετῶν ὡς ἀστυνόμος καταδιώξεως Δράμας ἢ μᾶλλον ὁλοκλήρου τοῦ Νομοῦ Δρᾶμας.

Δὲν εἶχε ἔτι συμπληρωθῇ ἑξάμηνον ἀφ’ ἧς ὑπηρετοῦν ἐκεῖ. Ἡμέραν τινά, τὴν 5ην Σεπτεμβρίου 1915, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, λαμβάνω συγχρόνως τρεῖς διαταγάς· α) νὰ κοινοποιήσω τὸ Διάταγμα τῆς τότε γενομένης ἐπιστρατεύσεως καθ’ ὅλην τὴν νῆσον τάχιστα καὶ νὰ συγκεντρώσω τοὺς ἐπιστράτους καὶ ἐξασφαλίσω τὰ μέσα τῆς ἀποστολῆς αὐτῶν εἰς Καβάλαν, λαμβανομένου ὑπ’ ὅψιν, ὅτι ἡ νῆσος δὲν εἶχε τακτικὴν ἀτμοπλοϊκὴν συγκοινωνίαν, β) νὰ ἀναχωρήσω ἀμέσως εἰς Ζίχναν καὶ παρουσιασθῶ εἰς τὸν ὁρισθέντα ἀξιωματικὸν ἐπιτάξεως κτηνῶν, ἵνα χρησιμεύσω ὡς βοηθὸς αὐτοῦ καί, γ) νὰ ἀναχωρήσω πάραυτα εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀναλάβω τὴν διοίκησιν τῆς ἐκεῖ Ὑποδιευθύνσεως. Ἡ πρώτη προήρχετο παρὰ τοῦ νομάρχου Δράμας, ἡ Δευτέρα παρὰ τῆς Μεραρχίας Δράμας καὶ ἡ Τρίτη παρὰ τῆς Ἀνωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακῆς Θεσσαλονίκης.
Δὲν ἐγνώριζον ποίαν τῶν δύο τελευταίων νὰ ἐκτελέσω. Μικρὸν ἀτμόπλοιον, ὁ «Εὐβοϊκός», θὰ ἀνεχώρει τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης εἰς Καβάλαν. Ἀπεφάσισα νὰ φύγω καὶ μεταβῶ εἰς Δράμαν καὶ ζητήσω πληροφορίας, ποὺ ἔπρεπε νὰ μεταβῶ. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰδοποίησα περὶ τῆς ἐπιστρατεύσεως τὰς ἓξ Κοινότητας τῆς Νήσου· Καζαβιτίου, Μαριῶν, Λιμναρίων, Προδρόμου, Παναγίας καὶ Λιμένος, καλῶν τοὺς ἐφέδρους νὰ εὑρίσκωνται τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης εἰς Λιμένα, ἵν’ ἀναχωρήσωσιν, ἐφ’ ὅσον θὰ ἐπέτρεπε ἡ χωρητικότης τοῦ μικροῦ ἀτμοπλοίου, εἰς Καβάλαν, συγχρόνως δὲ ἐκάλουν πεπειραμένον ὑπενωματάρχην, τὸν Ν. Σαγιᾶν ἐκ Λιμεναρίων, σταθμάρχην ἐκεῖ, ὀκτάωρον σχεδὸν ἀπέχοντος τοῦ Λιμένος, διὰ νυκτὸς νὰ ἀφιχθῆ καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν Ἀστυνομικὴν Ὑποδιεύθυνσιν καὶ συνεχίσει τὰς περαιτέρω ἐνεργείας μου διὰ τὴν ἀποστολὴν τῶν ἐφέδρων καὶ τὴν ἐν γένει ὑπηρεσίαν τῆς Ὑποδιευθύνσεως.
Ὁ καλὸς οὗτος ὑπενωματάρχης δὲν ἐφείσθη κόπων καὶ κατὰ τὰς μεταμεσονυχτίους ὥρας ἀφίκετο. Τῷ παρέδωκα τὴν ὑπηρεσίαν, συνετάξαμεν τὸ ἀπαραίτητον διὰ τὴν Χωροφυλακὴν πρωτόκολλον καὶ τὴν πρωΐαν ἀνεχώρησα μὲ τὸν «Εὐβοϊκόν» εἰς Καβάλαν, συμπαραλαβὼν καὶ περὶ τοὺς 300 συγκεντρωθέντας μέχρι τῆς ὥρας ἐφέδρους.
Μετὰ πλοῦν δύο ὡρῶν ἔφθασα εἰς Καβάλαν, παρέδωσα τῇ ἐκεῖ Στρατιωτικῇ Ἀρχῇ τοὺς οὓς συνόδευον ἐφέδρους καὶ δι’ αὐτοκινήτου ἔσπευσα εἰς Δράμαν καὶ πρὸ μεσημβρίας ἐνεφανίσθην πρὸ τοῦ ὑπασπιστοῦ τῆς Μεραρχίας, λοχαγοῦ τότε, Α. Παναγιωτοκοπούλου, τοῦ κατόπιν πολλοῦ καὶ μεγάλου στρατηγοῦ ἐπὶ Παγκάλου, τοῦ καὶ Ὑπουργοῦ καὶ Γενικοῦ Διοικητοῦ Μακεδονίας, ὃν παρεκάλεσα νὰ μὲ διατάξει ἂν ἔπρεπε νὰ μεταβῶ εἰς Ζίχναν ἢ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μὲ διέτασσεν ἡ προϊσταμένη μου Ἀρχὴ καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἐκαλούμην δι’ ἐπίταξιν τῶν καλῶν κτηνῶν τῶν Μονῶν.
Παραδόξως, ὁ Ὑπασπιστὴς Παναγιωτόπουλος, μοῦ λέγει: -Εἶναι ἤδη ἀργά. Εἰς Ζίχναν ἐστάλη ἄλλος ἀξιωματικός. Ἤργησες καὶ θὰ τιμωρηθῆς. Νὰ μεταβῆς ἤδη ἐκεῖ ἔνθα σὲ καλεῖ ἡ προϊσταμένη σου ἀρχή.
Διεμαρτυρήθην ὅτι δὲν ἤργησα, ὅτι ἐπρόκειτο περὶ νήσου καὶ ἔσπευσα μετὰ πάσης δυνατῆς ταχύτητος, ἀλλὰ τί σημασίαν ἔχουν διὰ τὸν στρατιωτικὸν αἱ δικαιολογίαι; Εἶναι δικαιολογίαι; Εἶναι ψεύδη. Ὑπάρχει ἐν αὐταῖς κακὴ πρόθεσις ἀξία τιμωρίας· ἀλλοίμονον ἀν ὁ ὑπηρετῶν εἰς στὸν στρατὸν ἑυρεθῆ εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ δικαιολογηθῆ. Παρατηρήσας ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πείσω αὐτὸν περὶ τοῦ δικαίου μου, τὸν ἐχαιρέτισα στρατιωτικῶς καὶ ἀπῆλθον μὲ κατεύθυνσιν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μὲ πεποίθησιν ὅτι ἡ Μεραρχία θὰ εἰσηγεῖτο εἰς τὸ Ὑπουργεῖον ῶν Στρατιωτικῶν τὴν τιμωρίαν μου. «Θὰ παραπονεθῶ», ἔλεγα κατ’ ἑμαυτόν, «καὶ θὰ εὕρω δίκαιον».
Ἐπανῆλθον εἰς Καβάλαν αὐθημερόν. Ἐζήτησα ἀτμόπλοιον δι’ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε τοιοῦτον. Συνήντησα ἐκεῖ τὸν διοικητὴν τῆς Βάσεως Συνταγματάρχην Ν. Ἐπισκόπου, συμπολίτην μου, καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ διατάξῃ ἓν τῶν ἐρχομένων μὲ ἐπιστράτους ἐπιτάκτων ἀτμοπλοίων νὰ μὲ ἀποβιβάσῃ εἰς μίαν ἀκτὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐξ ἧς θὰ διήρχετο ἐπανερχόμενον, τοσούτῳ μᾶλλον, διότι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιτάξεως κτηνῶν. Μὲ συνέστησεν οὗτος εἰς τὸν Λιμενάρχην, ὅστις δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναλάβῃ τὴν εὐθύνη μιᾶς τοιαύτης διαταγῆς, καὶ ἀπορῶν καὶ φοβούμενος μήπως εὑρεθῶ πρὸ ἄλλης φαινομενικῆς ἀργοπορίας, ὡς ἡ τοῦ Ὑπασπιστοῦ τῆς Μεραρχίας Δράμας, συνήντησα ἕτερον συμπολίτην μου, τὸν προμηθευτὴν τοῦ ἐν Μούντρῳ τῆς Λήμνου Ἀγγλικοῦ Στρατοῦ καυσοξύλων Γουλανδρῆν, εἰς ὃν εἶχον παράσχει προηγουμένως μυρίας νομίμους εὐκολίας ἐν Θάσῳ καὶ ἦτο ὑποχρεωμένος εἰς εμὲ καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ θέσει ὑπὸ τὰς διαταγάς μου τὸ βενζινόπλοιόν του, ἵνα μὲ μεταφέρη εἰς τὸν λιμένα τοῦ Βατοπεδίου ὡς πλησιέστερον. –Εὐχαρίστως, μοὶ εἶπεν οὗτος,ἀλλ’ ἔχε ὑπ’ ὄψει σου ὅτι σήμερον τὴν πρωΐαν ἦλθε μὲ χαλασμένην τὴν μηχανήν του, ἥτις ἐπισκευάζεται ἤδη. Μετέβημεν ἀμφότεροι εἰς αὐτὸ καὶ εὕρομεν τοὺς ἐκ Σκιάθου δύο ἀδελφοὺς ἰδιοκτήτας, τὸ καὶ μόνον πλήρωμα, ἐπισκευάζοντας τὴν μηχανήν του, παρ’ ὧν ἀδελφῶν εἶχεν ἐνοικιάσει ὁ Γουλανδρῆς αὐτό. Μᾶς εἶπον δὲ οὗτοι, ὅτι ἐντὸς δύο ὡρῶν ἡ μηχανὴ θὰ ἔχει ἐπισκευασθῆ, καίτοι δὲ εἶναι κατάκοποι καὶ ἄϋπνοι θὰ ἀναχωρήσωμεν πρὸς τὴν ἑσπέραν καὶ διὰ νυχτὸς θὰ φθάσομεν εἰς τὸν λιμένα τοῦ Βατοπεδίου.
Ηὐχαρίστησα θερμῶς τὸν Γουλανδρῆν καὶ ἀπῆλθον νὰ παραλάβω τὰς ὀλίγας ἀποσκευάς μου.
Ἐδείπνησα ἐκ προχείρου εἴς τι ξενοδοχεῖον καὶ περὶ λύχνων ἁφὰς εἰσῆλθον εἰς τὸ ὑπὸ τὰς διαταγάς του βενζινόπλοιον.
Οἱ ἀδελφοὶ Σκιαθῖται ἰδιοκτῆται παρέλαβον ἕνα τενεκὲ βενζίνης καὶ δύο ἄρτους καὶ ἀμέσως ἀπήραμεν, διευθυνόμενοι πρὸς τὸ Βατοπέδιον «ἔθεε δὲ τὸ πλοῖον κατὰ κῦπα διαπρίσον κέλευθα», ὅπως λέγε ὁ θεῖος Ὄμηρος.
Ἦτο ἤδη νύξ, ἡ θάλασσα γαληνιῶσα, σελήνη δὲν ὑπῆρχε, ἀλλ’ ἡ ἀστροφεγγιὰ τοῦ Σεπτεμβρίου ἀνεπλήρου ἐν πολλοῖς αὐτὴν καὶ ἠδυνάμεθα νὰ διακρίνομεν καθαρὰ τὰ πέριξ. Ὁ ἕτερος τῶν ἀδελφῶν ἰδιοκτητῶν μετέβη νὰ κοιμηθῆ 2-3 ὥρας καὶ ἀντικαταστήσει εἶτα τὸν ἀδελφόν του εἰς τὸ πηδάλιον ἐπειδὴ ὡς εἴρηται ἦσαν κατάκοποι καὶ ἄυπνοι. Ἐγὼ ἔμεινα παρὰ τῷ πηδαλιούχῳ μὲ τὰ γεγονότα καὶ τὰς ἐντυπώσεις τῶν προηγηθεισῶν δύο ἡμερῶν καίτοι κατάκοπος καὶ ἄϋπνος, μὴ κοιμηθεὶς οὐδαμῶς σχεδὸν κατὰ τὴν προηγηθεῖσαν νύκτα, δὲν ἠδυνάμην νὰ κοιμηθῶ διότι εἶχον ἐκνευρισθῆ.
Ἐπλέομεν ὑπὸ τὸ νανουριστικὸν κρότον τῆς βενζινομηχανῆς. Ἐγὼ ἐσιωποῦσα ἀπησχολημένος εἰς ῥέμβην μὲ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὸ ἔκπαγλον θέαμα, ὅπερ παρουσίαζε ἡ θάλασσα μὲ τὰ γαληνιῶντα μικρὰ κύματα, λείψανα προηγηθείσης θαλλασοταραχῆς. Κατὰ τὴν ῥέμβην μου ἐνθυμούμην τὸν νεώτερο ποιητὴν λέγοντα: «ἔβλεπες δύο οὐρανούς, ὁ εἷς εἶν’ ἄνω κυανούς, γλαυκὸς ὁ ἄλλος κάτω», ὣς καὶ τό: «ἀχανὲς καὶ ἐρημία περιβάλλουν τὸν Ὀρφέα καὶ ἀκούεται τραχεῖα...». Ὁ πηδαλιοῦχος, ἄϋπνος καὶ οὗτος ὢν μετὰ πλοῦν δύο ὡρῶν, ἐκοιμήθη. Ἐν τῇ ῥέμβῃ μου δὲν ἀντελήφθην ἀμέσως αὐτόν, εἶδον ὅμως τὴν πρώραν τοῦ πλοίου νὰ κάμνῃ δεξιὰ καὶ σιγὰ σιγὰ ἀπὸ κατεύθυνσιν πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπερ καθαρῶς διεκρίνετο κατοπτριζόμενον ἐις τὴν γαληνιῶσαν θάλασσαν νὰ διευθύνηται πρὸς τὸν κόλπον τοῦ Ὀρφανοῦ.
Παρετήρησα τότε τὸν πηδαλιοῦχον καὶ ἀντελήφθην αὐτὸν ῥέγχοντα. «Δὲν μοῦ χρειάζεσαι», εἶπα κατ’ ἐαυτόν. Ἔλαβον τὸν οἴακα καὶ ἐπανέφερα τὸ πλοῖον πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί, ἐφ’ ὅσον ἠδυνάμην νὰ διακρίνω, πρὸς τὴν τοῦ λιμένος Βατοπεδίου. Μετὰ ἡμισείαν ὥραν πλοῦν ὁ πηδαλιοῦχος ἐξύπνησε καὶ μὲ εἶδε κρατοῦντα τὸ πηδάλιον. -Ἐκοιμήθην, μοὶ λέγει. –Ναί, τοῦ ἀπήντησα, ἐπηγαίναμεν πρὸς τὸν κόλπον τοῦ Ὀρφανοῦ καὶ σὲ ἀντικατέστησα. Βλέπεις ὅτι σὲ ἀντικαθιστῶ θαυμάσια καὶ δύνασαι νὰ ἐπαναλάβῃς τὸν ὕπνον σου. Ἠσθάνθη ὁ ἀτυχὴς εἴδός τι ἐντροπῆς καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπαναλάβη τὸν ὕπνον του. Ἀντικατἐστησε δὲ αὐτὸν μετὰ τὴν πάροδον τοῦ μεσονυχτίου ὁ ἀδελφός του εἰς τὸ πηδάλιον.
Οὕτω πλέοντες, περὶ τὸ λυκαυγὲς εἰσήλθομεν εἰς τὸν λιμένα τοῦ Βατοπεδίου. Ἠγκυροβολήσαμεν καὶ λίαν πρωΐ ἐξήλθομεν εἰς τὸ κρηπίδωμα τοῦ λιμένος μετὰ τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ, ὅστις ἠθέλησε νὰ μὲ συνοδεύσει μέχρι τῆς Μονῆς.
Ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ κεῖται ἐπὶ τῆς παραλίας. Ὁ πορτάρης μόλις εἶχεν ἀνοίξει τὴν θύραν τῆς Μονῆς. Πρὶν ἢ ἐξημερώσει καλῶς, εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Μονήν, καὶ κατὰ σύστασιν τοῦ πορτάρη διηυθύνθημεν εἰς τὸν ξενῶνα ὑπὸ τοὺς ἤχους τῶν κωδώνων τῶν ἐκκλησιῶν.
Ὁ τρόπος καθ’ ὃν κρούονται οἱ κώδωνες ἐκεῖ εἶναι ἰδιόῤῥυθμος. Διὰ μηχανήματος κρούονται μικροὶ καὶ μεγάλοι κώδωνες συγχρόνως εἰς διαφόρους ἤχους μὲ ἰδιάζουσαν ἁρμονίαν, ὥστε τὸ σύνολο ν’ ἀποτελῇ εἶδός τι μουσικῆς.
Εἰς τὸν ξενῶνα ἐκαθίσαμεν ἀναμένοντες. Ἦλθε μετ’ ὀλίγον ὁ τεταγμένος διὰ τὴν περιποίησιν τῶν ξένων μοναχός, ὁ μετὰ ταῦτα φίλος μου ἀείμνηστος ἤδη Ἰωάσαφ καὶ μᾶς ὑπεδέχθη εὐγενέστατα καὶ μετὰ πολλῶν φιλοφρονήσεων, καὶ μετ’ ὀλίγον προσεκομίσθη δίσκος μὲ καφὲ καὶ διάφορα εἴδη γλυκῶν μετὰ πολλῆς τέχνης κατασκευασμένων καὶ ἀρκετὰ ποτήρια πλήρη ψυχροτάτου ὕδατος. Ἐλάβομεν μετὰ τοῦ πλοιάρχου ἐξ αὐτῶν μὲ ἀσημένια κουτάλια (ἔχουν καὶ χρυσᾶ ἐκεῖ, ἀλλὰ ταῦτα παρατίθενται εἰς τοὺς βασιλεῖς καὶ ἐξέχοντας).
-Ὁ προορισμός μου καὶ ἡ ἐντολή μου ἔληξε ἤδη, ἐγὼ θὰ φύγω,μοῦ λέγει ὁ πλοίαρχος. –Νὰ φύγεις, τοῦ εἶπα καὶ τοῦ ἐνεχείρισα διὰ ῥεγάλο ἓν εἰκοσιπεντάδραχμον, ποσὸν τότε ἰσοδυναμοῦν πρὸς μίαν ἀγγλικὴν λίραν, ἀλλὰ μοῦ ἀπήντησεν, ὅτι ἔχει ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Γουλανδρῆν νὰ μὴν δεχθῆ χρήματα. –Καλῶς, εἶπα, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, καὶ νὰ διαβιβάσεις εἰς τὸν Γουλανδρῆν τὰς θερμάς μου εὐχαριστίας.
Ἐζήτησε μόνον ἄρτον παρὰ τοῦ Ἰωάσαφ καὶ δωρεάν, ὅπως εἴθισται ἐν ταῖς Μοναῖς, τοῦ ἐδόθησαν τρεῖς ἐκ δύο ὀκάδων καὶ πλέον ἕκαστος. Ἔβλεπον μετ’ ὀλίγον τὸ πλοιάριον ἀπάρον πρὸς Καβάλαν ἐκ τῶν ἐπάλξεων τῆς Μονῆς. «Ὥρα καλή», ἔλεγον κατ’ ἐμαυτόν. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἤδη ἐν μέσῳ μοναχῶν.
Ἡ συζήτησίς μας περιστράφη ἐν ὀλίγοις εἰς τὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὰ τοῦ Βατοπεδίου. Τὸν παρεκάλεσα τότε νὰ μοῦ διαθέσουν ἓν ζῶο, ἵνα πρὸ μεσημβρίας εὑρίσκωμαι εἰς Καρυάς. Ἀλλὰ μοὶ εἶπεν, ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνω νὰ φάγωμεν καὶ μετὰ μεσημβρίαν ν’ ἀναχωρήσω. Τῷ ἀπήντησα, ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔρχομαι δι’ ἐπίταξιν καὶ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ σπεύσω.
Κεφάλαιον Β΄. 
Ξενάγησις εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς Βατοπεδίου.
Ἰδὼν οὗτος τὴν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασίν μου νὰ φύγω, μοῦ εἶπεν, ὅτι: -Κατ’ ἔθιμον μακροχρόνιον, τὴν Κυριακὴν ἡ Μονὴ δὲν σαμαρώνει ζῶα καὶ ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ δι’ ἐργασίαν κάποιος κτίστης ὅστις εἶχεν ἓν ἄλογον, τὸ ὁποῖον θὰ παραγγείλει νὰ ἑτοιμασθῆ καὶ μετὰ ἡμίσειν ὥραν φεύγεις. Ἂς χρησιμοποιήσομεν δὲ τὴν ἡμίσειαν ταύτην ὥραν καὶ ἂς μεταβῶμεν καὶ προσκυνήσωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ διηυθύνθημεν εἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς, ἐντὸς τοῦ περιβόλου αὐτῆς εὑρισκομένης.
Ἡ μεγάλη θύρα τῆς εἰσόδου κλείεται ὑπὸ δύο φύλλων κεκοσμημένων ἐκ διαφόρων περιστάσεων ἐκ ψηφιδωτῶν. Αὗται, ὡς ὁ συνοδεύων με μοναχὸς Ἰωάσαφ μοῦ ἐξέθηκεν, ἀνῆκον εἰς τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησίαν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Εἰς κάποιαν δὲ ἐπιδρομήν, ἣν μοὶ ὠνόμασεν οὗτος καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι, τὰς ἀφήρεσαν ἐξ αὐτῆς εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἵνα μὴ καταστραφῶσι καὶ τὰς ἀφιέρωσαν εἰς τὸ Βατοπέδιον.
Ψηφιδωτὰ ὡσαύτως διακρίνει τις ποικίλων θρησκευτικῶν παραστάσεων δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς θύρας καὶ ἄνωθεν αὐτῆς. Τὸ σύνολον τῆς ἐκκλησίας ἔν τε τῇ εἰσόδῳ καὶ τῷ ἐσωτερικῷ αὐτῆς καλύπτεται ἐκ ζωγραφιῶν Ἁγίων καὶ διαφόρων ἄλλων παραστάσεων θρησκευτικῶν.
Εἰσήλθομεν εἰς τὸν Πρόναον. Εἶτα εἰς τὴν Λιτήν, διὰ τῆς πρὸς τὰ ἀριστερὰς θύρας, ὅπου ἐπὶ τοῦ τοίχου καὶ ὑπάρχοντος ἐκεῖ κοιλώματος, ὁ Ἰωάσαφ μοι ὑπέδειξε, τῇ βοηθείᾳ φωτὸς λαμπάδος, εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἰς τύπον γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ἀντιφωνήτρια», ἂν ἡ μνήμη δὲν μὲ ἀπατᾷ, καὶ μοὶ εἶπεν, δείξας μοι συγχρόνως ἄνωθεν αὐτῆς τὴν ἐκεῖ ἐζωγραφισμένην Πλακιδίαν, τὴν κόρη τοῦ πολλοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀρκαδίου, τοῦ καὶ κτήτορος τῆς Μονῆς: -Ὅτε ὁ Ἀρκάδιος ἔκτισε τὴν Μονὴν καὶ ἐκαλλώπισε καὶ ἐκόσμησε τὴν ἐκκλησίαν, ἡ κόρη αὐτοῦ Πλακιδία διεκαίετο ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας νὰ ἔλθῃ καὶ ἴδῃ τὸ Βατοπέδιον καὶ διὰ πλοίου ἀφίκετο, ἀλλὰ μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τῆς ὁδοῦ δι’ ἧς καὶ ἡμεῖς εἰσήλθομεν, ἠκούσθη φωνὴ ἐκ μέρους τῆς Παναγίας, λέγουσα «Βασίλισσα! Βασίλισσα! ὀπίσω, ὀπίσω! Διότι ἐδῶ ὑπάρχει ἄλλη Βασίλισσα ἥτις ἀπαγορεύει εἰς τὰς γυναῖκας νὰ εἰσέρχονται εἰς τὴν ἐκκλησίαν! Ταῦτα ἀκούσασα ἡ Πλακιδία ἔμεινεν ἔκπληκτος, ἐστράφη πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἐξῆλθε τῆς ἐκκλησίας. Ἵνα δὲ ἱκανοποιήσωσι οἱ τότε μοναχοὶ τὴν περιέργειαν αὐτῆς, πρὸς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς ἐκκλησίας ἔκαμον μικρὸν γυναικωνίτην καὶ ἐκεῖθεν ἠδυνήθη αὕτη νὰ ἴδη τὴν πλουσίαν διακόσμησιν τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς. Εἶναι οὗτος ὁ μόνος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Ἐπὶ τῷ γεγονότι τούτῳ ὁ αὐτοκράτωρ Ἀρκάδιος, δι’ αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον τῶν γυναικῶν, οὐ μόνον εἰς τὸ Βατοπέδιον καὶ τὴν ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀλλ’ εἰς ὁλόκληρον τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔκτοτε τοῦτο τηρεῖτο μέχρι σήμερον.
Ἐν τούτοις ἡμεῖς παρ’ ὅλον τὸ πάθημα τῆς Πλακιδίας, εἰσήλθομεν ἐκεῖθεν εἰς τὸν κύριον ναόν, ἐκάμαμεν τὸν σταυρόν μας καὶ ἔστημεν θαυμάζοντες τὸ μεγαλεῖον ὅπερ ὑπῆρχε πρὸ ἡμῶν. Οἱ ἀδάμαντες, χρυσὸς καὶ ἄργυρος, ἔχουσι ῥιφθῇ ἐν ἀφθονίᾳ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκείνη. Ὅλη ἡ ἐκκλησία εἶναι ἐζωγραφισμένη.
Αἱ χρυσαὶ κανδήλαι, οἱ μεγαλοπρεπεῖς πολυέλαιοι, τὰ μεγάλα καὶ ἐπιβλητικὰ μανουάλια, αἱ μεγάλης τέχνης εἰκόνες μὲ τὰ χρυσᾶ καλύμματα κ.λ.π., προσδίδουσι εἰς τὴν ἐκκλησίαν, μεγαλοπρεπῆ θέαν.
Ὁ ἐπισκέπτης καταλαμβάνεται ὑπὸ συναισθημάτων, τὰ ὁποία μὲ λόγους ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψῃ. Νομίζει ὅτι ζεῖ εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, τῆς ὁποίας ὁ πολιτισμός, τόσον ἀφθόνως ἐπιδεικνύεται ἐκεῖ!
Ἐν τούτοις ἐφρόντισα νὰ συνέλθω ἐκ τοῦ θαυμασμοῦ μου, ἠσπάσθην τὰς εἰκόνας καὶ προσεκύνησα. Δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ κανείς, καθόσον ἡ λειτουργία εἶχεν λήξει ἤδη, ἀλλὰ δὲν ἤθελον νὰ ἀποχωρισθῶ τοῦ ὡραίου ἐκείνου θεάματος καὶ ἔστην καὶ αὖθις θαυμάζων, ἐξ οὗ ὁ Ἰωάσαφ μοῦ λέγει: -Ἀρκεῖ ἤδη. Πᾶμε νὰ ἴδῃς καὶ τὸ γυναικεῖον. Ἐξήλθομεν τῆς ἐκκλησίας μετ’ αὐτοῦ καὶ διὰ διαδρόμων καὶ κλιμάκων ἐφθάσαμεν εἰς τὰ ὄπισθεν τῆς ἐκκλησίας, ὅπου διὰ τῆς ἐκεῖ ἐξωθύρας εἰσήλθομεν εἰς τὸ γυναικεῖον. Εἶναι τοῦτο μικρὸν τετράγωνον, ἀνοικτὸν πρὸς ἀνατολάς, περιλαμβάνει τέσσαρα στασίδια.
Ἐκεῖθεν, ὄντως παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία θεάμα ἐκτάκτως ἔκπαγλον.
Κεφάλαιον Γ΄. 
Εἰς τὸ Συνοδικὸν τῆς Μονῆς Βατοπεδίου. Ἀναχώρησις διὰ Καρυάς.
Ἐξήλθομεν εἶτα αὐτοῦ μὲ σκοπὸν ν’ ἀναχωρήσω, ἀλλὰ μόλις ἐξήλθομεν, μοναχὸς ἀπεσταλμένος μοὶ λέγει ὅτι: -Οἱ Ἐπίτροποι καὶ Σύμβουλοι τῆς Μονῆς, μαθόντες τὴν ἕλευσίν σας, σᾶς προσκαλοῦν καὶ σᾶς παρακαλοῦν νὰ λάβηται τὴν καλωσύνην νὰ ἔλθηται εἰς τὸ Συνοδικόν, ἔνθα σᾶς ἀναμένουν νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν καὶ σᾶς γνωρίσουν.
Ἅμα ὡς ἤκουσα ταῦτα, λέγω εἰς τὸν Ἰωάσαφ ὅτι: -Ἤμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ μεταβῶμεν ἔστω καὶ ἂν δαπανήσωμεν ἡμίσειαν ὥραν ἔτι· καὶ διηυθύνθημεν πρὸς τὸ Συνοδικόν.
Εὕρομεν ἐκεῖ ἀναμένοντες περὶ τοὺς δέκα συμβούλους, οἷον τούς: Ἀγαθάγγελον, Ἀρκάδιον, Βενιαμίν, Ἰωακείμ, Ἀδριανόν, κ.λπ. Ὅλοι ἠγέρθησαν, μὲ ἐαιρέτισαν καὶ μοὶ προσεφέρθη καφὲς μετ’ ἀναψυχκτικῶν. Τοὺς ἐξήγησα ὅτι ἔρχομαι ὡς διοικητὴς τῆς Ἀστυνομικῆς τῶν Ὑποδιευθύνσεως. Μὲ ἠρώτησαν οὗτοι: -Διὰ ποίους λόγους φεύγει ὁ πρώην τοιοῦτος συνάδελφός ὑμῶν, Παναγιώτης Δρακουλάκος; Ἀπήντησα εἰς αὐτοῦς ὅτι: -Δὲν γνωρίζω, ἀλλ’ οὔτε κἂν γνωρίζω καὶ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, καὶ ὅτι ἐπειδὴ πιθανῶς νὰ πρόκειται περὶ ἐπιτάξεως, εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ σπεύσω καὶ ἀναχωρήσω εἰς Καρυάς. Ηὐχαρίστησα αὐτοὺς διὰ τὰς περιποιήσεις των, τοὺς ἐξέφρασα τὸν θαυμασμόν μου διὰ τὴν μεγαλοπρεπῆ Μονήν των, καὶ τὴν ἀδελφότητά των, ἣν λυποῦμαι διότι δὲν ἔχω ἤδη καιρὸν νὰ γνωρίσω περισσότερον καὶ ὅτι, ἐπιφυλάσσομαι προσεχῶς νὰ πράξω ταῦτα. Μοὶ ἀπήντησαν οὗτοι, ὅτι ἐθεώρουν καθῆκόν των νὰ μὲ περιποιηθοῦν, ὅτι λυποῦνται διότι δὲν θὰ συμφάγω μετ’ αὐτῶν, ἀλλ’ ὅτι διὰ τοῦ τηλεφώνου θὰ παραγγείλουν εἰς τὸν ἐν Καρυαῖς ἀντιπρόσωπόν των νὰ ἑτοιμάσει φαγητόν, ἵνα μὲ περιποιηθοῦν ἐκεῖ διὰ τοῦ ἀντιπροσώπου των, ὅπερ ἐθεώρουν καθῆκον, ἀφ’ οὗ τὸ πρῶτον ἐπεβιβάσθην εἰς τὴν Μονήν των.
Ἠγέρθην τότε νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσω. Ὁ ἀρχαιότερος αὐτῶν, μοὶ προσέφερεν ὡς δῶρον ἐπὶ τῇ ἐπισκέψει μου εἰς τὴν Μονήν, μίαν μεγάλην φωτογραφίαν αὐτῆς, ἓν κομβολόγιον ἐκ κεχροῦ μὲ μεγάλας χάνδρας καὶ τρία τέσσερα ἐσκαλισμένα κοχλιάρια καὶ πιρούνια ἐκ ξύλου ἐξαισίας τέχνης. Τοὺς ἀπεχαιρέτισα καὶ ἀπῆλθα, μὲ συνόδευσαν, ὁ Ἰωάσαφ δέ, μέχρι τοῦ ἵππου ἱσταμένου ἔξωθι τῆς Μονῆς.
Ἀπεχαιρέτησα καὶ αὐτὸν θερμῶς, ἀνῆλθον ἐπὶ τοῦ ἴππου καὶ ἠρξάμην, βαδίζων πρὸς Καρυάς, συνοδευόμενος ὑπὸ ὑπηρέτου τῆς Μονῆς.
Κεφάλαιον Δ΄. 
Αἱ πρῶται ἐντυπώσεις διὰ τὰ Καρυάς.
Εἰς ἀπόστασιν εἴκοσι λεπτῶν καὶ εἰς ἐγγυτάτην ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, διέκρινα ἐρείπιον ἐγκαταλειφθὲν πρὸ ἑκατὸν καὶ πλέον ἐτῶν, ἐξ ὅσων δὲ ὁ παρακολουθῶν ὑπηρέτης ἠδυνήθη νὰ μοὶ εἴπῃ, ἠνόησα ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, τοσοῦτον ἀκμασάσης κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ἐν τῇ ὁπίᾳ ἐδίδαξαν οἱ Βούλγαρης, Θεοτόκης, καὶ τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι διδάσκαλοι τοῦ Γένους. Διήλθομεν ἐκεῖθεν, ἐπορευόμεθα διὰ δασῶν καὶ ὡραίων τοπίων, τὰ ὁποία ἐν ἀφθονίᾳ παρέχει ἡ ὀργῶσα γῆ τοῦ Ἁγίου Ὄρου καὶ μετὰ πορείαν 2 ½ ὡρῶν ἐπὶ ὁδοῦ ὁμαλῆς, ἀφάνησαν μακρόθεν αἱ Καρυαί.
Αἱ Καρυαί, εἶναι μία πολίχνη πρωτότυπος μοναδικὴ εἰς τὸν κόσμον· διακρίνει τις μακρόθεν, ἀπειρίαν χρυσῶν σταυρῶν ἐπὶ τῶν στεγῶν τῶν Σκητῶν καὶ Κελλίων.
Αἱ Καρυαί! Νομίζει τις μακρόθεν, ὅτι εὑρίσκεται πρὸ μυθώδους πολίχνης· ἡ ἀπειρία τῶν σταυρῶν καὶ ἐκκλησιῶν μεγαλοπρεπῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον προσδίδουσιν εἰς αὐτὴν θρησκευτικὸν μεγαλεῖον, ὅπερ ἡ ἀσθενὴς γραφίς μου ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψει. Τὶ νὰ πρωτοσκεφθῆ καὶ τὶ νὰ περιγράψει. Πῶς ζεῖ ἡ κοινωνία αὕτη, τίς ὁ σκοπός της, τί θέλει ἡ κοινωνία αὕτη ἀνθρώπων ἄνευ γυναικῶν, τίς βοηθεῖ τὸν ἄνδρα εἰς τὰς τοσαύτας ἀνάγκας του ἄνευ αὐτῶν κ.λ.π.
Ἐν τούτοις ἐπροχωρήσαμεν καὶ μετὰ τέταρτον εὑρισκόμεθα πρὸ τῆς Ῥωσσικῆς Σκήτης, Σεράϊ. Περιβάλλεται αὕτη ὑπὸ ὡραιοτάτου περιβόλου περιτοιχισμένου, ἐν τῷ ὁποίῳ παντοειδῆ δένδρα, πλήρη ζωῆς καταπράσινα καὶ ἀνθηρά. Ἡ Σκήτη –κακῶς ὀνομάζεται Σκήτη, διότι πρὸ ἐτῶν ἦτο πτωχὸν ἑλληνικὸν Κελλίον, ὅπερ κατὰ τὰ ἔθιμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ κατὰ τὰ ἐκεῖ κεκανονισμένα, τοιοῦτον πρέπει νὰ ὀνομασθῆ καὶ σήμερον-, ἀποτελεῖται ἀπὸ μεγαλοπρεπέστατον οἴκημα. Ἐῤῥίφθη ἐκεῖ ἐν ἀφθονίᾳ ὁ Ῥωσσικὸς χρυσός, καὶ ἐδαπανήθησαν ἔτη πολλὰ νὰ κτισθῆ αὕτη. Εἶναι ἴσως τὸ μεγαλοπρεπέστατον κτίριον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μετὰ τὴν Ῥωσσικὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἐνδιαιτῶνται ἐν αὐτῇ περὶ τοὺς 300 μοναχούς, βεβαίως Ῥῶσσοι.
Μὲ τὰς ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις ταύτας, διήλθομεν τοῦ Σεραγίου, τοῦ Κονακίου τῆς Βουλγαρικῆς Μονῆς Ζωγράφου, τοῦ πολλοῦ Πρωτάτου ὅπου τὸ μέγαρον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος λεγομένης, τοῦ ἄκρου τῆς ἀγορᾶς ὅπου ἐμπορικὰ καταστήματα, καὶ μετ’ ὀλίγον εἰσήλθομεν εἰς τὸ Κονάκιον τοῦ Βατοπεδίου. Εἶναι τοῦτον ὡραῖον καινουργὲς οἰκοδόμημα, τὸ μόνον ὅπερ δύναται, ὄχι βεβαίως νὰ παραβληθῆ πρὸς τοὺς Ῥωσσικοὺς κολοσσούς, ἀλλὰ νὰ ἔχει ἀναλογίαν τινὰ πρὸς αὐτούς.
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου