Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

13515 - Τετέλεσται

Μοναχού Ευσέβιου Ιβηρίτη
«Ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς, είπε, τετέλεσται, 
και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάν. ιθ΄ 30).
Η μεγαλοπρεπής άμα τε και θριαμβευτική κραυγή, ην εκ των φλεγόντων χειλέων του αφήκε να εξέλθη ο Εσταυρωμένος μάρτυς των αιώνων, Ιησούς ο από Ναζαρέτ, υπήρξε το σωτήριον σάλπισμα, η ιαχή του θριάμβου και της ικανοποιήσεως, δι ης επεσήμανε το τέλος του σωτηρίου έργου του φιλανθρωποτάτου Θεού. «Τετέλεσται». Από του βράχου του
Γολγοθά, από του τόπου του αιωνίου μαρτυρίου και της αχράντου θυσίας, και δη από του ύψους του Σταυρού, ο Ιησούς, εν μέσω φρικτών οδύνων, βλέπων τετελεσμένον το έργον του ουρανίου Πατρός, αφίησι να εκσπάση εν όλη τη εαυτής πληρότητι την ευχαρίστησιν και την ικανοποίησιν, ην αισθάνεται, ότι πάντα ήδη είληφε πέρας. Τετέλεσται; Ναι, τετέλεσται. Η προαιώνιος βουλή του Θεού περί των τέκνων της απειθείας εξεπληρώθη εις το παντελές, το σωτήριον του φιλανθρωπωτάτου Θεού έργον έλαβε πέρας· η κατάστασις της κενώσεως, της μέχρι σταυρού ταπεινώσεως, η περίοδος των κολαφισμών, των μαστίγων, των ονειδισμών τε και εμπαιγμών, των μυκτηρισμών και των παντοίων κακώσεων, άτινα ειργάσατο η των αφρόνων Ιουδαίων μανία, τον Βασιλέα της κτίσεως σταυρώσασα, τα πάντα, ιδού τετέλεσται. «Τετέλεσται». Γλυκύς και ηδύμολπος φθόγγος, κραυγή θριάμβου και ικανοποιήσεως, υψηλός και πεπνυμένος λόγος. «Τετέλεσται». Ο Ιησούς ετελείωσε το έργον του ουρανίου Πατρός, δι ο απεστάλη εις τον κόσμον, εταπείνωσεν εαυτόν, εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου και δη σταυρικού. Ο Ιησούς είδεν, ότι «ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου», η ώρα της από γήθεν εκδημίας και εις τον ουρανόν επιστροφής, «Τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα».
Ούτως ετελείωσε τον εαυτού βίον ο μεγαλομάρτυς των αιώνων, Ιησούς ο από Ναζαρέτ. Εν μέσω δήλα δη φρικτών οδυνών, προσηλωμένος επί του σταυρού της αισχύνης, εξηντλημένος, ου μην, αλλά γαλήνιος και χαρίεις, ως εληλυθυίας της από κόσμου τούτου εξόδου και προς τον Πατέρα επιστροφής, «κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα», τω Πατρί υπήκοος γενόμενος μέχρι θανάτου, «θανάτου δε σταυρού».
Αλλά μην, τις ο λόγος, η αιτία, δι ην ο Θεάνθρωπος Ιησούς ανήλθεν επί του σταυρού της αισχύνης; Τις η αιτία, δι ην κατεδέξατο ταπείνωσιν άφραστον ο Θεός των αιώνων και δημιουργός των απάντων, δι ην προσέφερε το εαυτού αίμα, την εαυτού ζωήν, υποστάς μαρτυρικόν θάνατον; Η αγάπη η προς τον άνθρωπον. Η αγάπη προς το πλάσμα των χειρών του, ό ουκ ηνείχετο βλέπειν καθ’ εκάστην πλανώμενον υπό του αρχεκάκου Διαβόλου. Η αγάπη προς τον άνθρωπον, ον, ει και αποξενώσας της παραδεισίας τρυφής δια την αμαρτίαν, όμως ουδέποτε εγκατέλιπε και έπαυσεν ενισχύων και επιβλέπων τη πανσθενουργώ αυτού δυνάμει. Ο άνθρωπος αμαρτήσας έδει να τιμωρηθή δια του αιωνίου θανάτου, ου μην, αλλ’ η του Θεού φιλανθρωπία, η μακροθυμία και η αγάπη αιτούνται την σωτηρίαν του ανθρώπου, αιτούνται, όπως παριδών το πλήθος των πταισμάτων ρύσηται αυτόν της αιωνίου κολάσεως, χαρίσηται αυτώ την ζωήν και την επί το αρχαίον και άρρητον κάλλος επιστροφήν. Τις ηδύνατο να αγάγη εις πέρας το εξαίσιον τούτο έργον; Ο άνθρωπος; Αλλ’ αυτός ην ο αμαρτήσας και δια τούτο άξιος συμπαθείας και οικτιρμών. Αλλά τις; Αυτός ούτος ο Θεός, ο Υιός του Θεού και πανοικτίρμων Λόγος, Ος και αναδέχεται την τελείωσιν του θαυμασίου τούτου έργου της του Θεού μακροθυμίας. Ω φιλανθρωπίας πέλαγος ανεξάντλητον! Τι ερούμεν προς ταύτα; Τίνι τρόπω χωρήσομεν εις την ερμηνείαν του τοιούτου θαύματος; «Ευδοκία γαρ του Θεού και Πατρός ο Θεός Λόγος εις τον κόσμον ελήλυθεν», ίνα σώση τον άνθρωπον, ίνα καθάρη και αγιάση αυτόν, ίνα, άρας επί των αυτού ώμων άπαν το βάρος της προπατορικής αμαρτίας, λυτρώσηται τον άνθρωπον της αιωνίου καταδίκης και αναγάγη αυτόν από του βαράθρου της αθλιότητος εις την τιμήν και την λαμπρότητα της θείας δόξης και μακαριότητος. Τοιαύτα εξαίσια ειργάσατο η του Θεού φιλανθρωπία. Και καταδέχεται επονείδιστον θάνατον, ίνα δείξη ου μόνον λόγω, αλλά και έργω την του Θεού αγάπην προς τον άνθρωπον. «Ούτως ο Θεός ηγάπησε τον κόσμον, ώστε τον μονογενή αυτού Υιόν έδωκεν» (Ιωάνν. γ΄ 16).
Αναμφισβήτητον δ’ ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς επί την πάντων των απ’ αιώνος γηγενών σωτηρίαν εγένετο άνθρωπος. Χάριν δε της σωτηρίας ταύτης ου μόνον κατεδέξατο προσηλωθήναι επί του σταυρού της αισχύνης, αλλά και θάνατον προείλετο και ταφήν, ίνα ημείς κρείττονος ζωής μεταλάβωμεν. Ητιμάσθη, δεξάμενος επί της σεπτής αυτού κορυφής άτιμον διάδημα, στέφανον εξ ακανθών. Δια τον αποστάτην άνθρωπον, τον δια την του Θεού δικαιοκρισίαν του παραδείσου γεγονότα εξόριστον, προσηλώθη ήλοις, εκεντήθη λόγχη, τον νώτον του έδωκεν εις μάστιγας, τας σιαγόνας του εις ραπίσματα, το δε πρόσωπό του «ουκ απεστράφη από αισχύνης εμπτυσμάτων». Τα πάντα υπέμεινε μετά πρωτοφανούς καρτερίας, πάντων ανεχόμενος και υπέρ πάντων ευχόμενος τω Πατρί, μηδ’ αυτής έτι εξαιρουμένης της των Ιουδαίων παρανομίας και ασεβείας, οίτινες ει και εν τω σταυρώ όντως του Σωτήρος ουκ έπαυον βλασφημείν και εμπαίζειν αυτώ, αιτούμενοι σημείον. «Εν γαρ το παρανομείν αυτούς και ασεβείν, ανεξικακών και φέρων αυτούς τη αυτού μακροθυμία, ουδέ παραχρήμα την οργήν αυτοίς επάγων, εσιώπησεν». Δια τον προσβολή του αρχεκάκου δαίμονος δελεασθέντα άνθρωπον και την του δημιουργού εντολήν μη φυλάξαντα, εταράχθη τω πνεύματι, ελυπήθη τη ψυχή, ετρώθι τω σώματι.
Και το μυστήριον της του Θεού Λόγου σταυρώσεως αποβαίνει επί μάλον φρικωδέστατον, λαμβανομένου υπόψη ου μόνον τούτου, ότι δήλα δη Θεός ην ο σταυρούμενος και πάσχων, ει και κατά το ανθρώπινον εσταυρούτο και έπασχεν, αλλά δη τούτου, ότι ο του Θεού προαιώνιος και απερίληπτος και παντοκράτωρ Λόγος και Υιός, παντοδύναμος υπάρχων, ηδύνατο πάντως και άλλως ρύσασθαι τον άνθρωπον της τε δουλείας και της θνητότητος, άτινα επί αιώνας και χιλιετηρίδας όλας επενέμοντο την ανθρωπότητα δια την του Αδάμ αμαρτίαν. Ου μην, αλλά καίπερ παντοδύναμος, καίπερ πάντα φέρων τω ρήματι της δυνάμεως αυτού, καίπερ πάντων υποκειμένων τη θεϊκή αυτού εξουσία, προείλετο όμως τον της ενανθρωπήσεως και της επί του σταυρού αισχύνης τρόπον… ίνα εξέληται ημάς του αιωνίου σκότους, ίνα παράσχη ημίν ίασιν και ελευθερώση ημάς των δεσμών του θανάτου, υφ’ ου κατειχόμεθα πεπραμένοι δια την αμαρτίαν.
Ο νους του το μυστήριον του σταυρού φιλοσοφούντος ανθρώπου, ιλιγγιά προ του αφράστου και εξαισίου μυστηρίου του σταυρού. Αδυνατεί ο άνθρωπος να εννοήση το υπερβάλλον μέγεθος της του Θεού φιλανθρωπίας, της μακροθυμίας αυτού, της τοιαύτα παράδοξα κατεργασμένης. Και ιλιγγιά δεδικαιολογημένως, λαμβανομένου υπ’ ‘οψει ΄τι ο σταυρούμενος και πάσχων τυγχάνει ο μόνος αναμάρτητος, ο μόνος άγιος και δίκαιος, εκείνος «Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού· Ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Α΄ Πέτρ. β΄ 22-23). Και το μυστήριον της επί του σταυρού εξιλαστηρίου θυσίας καθίσταται φρικωδέστατον, διότι ο σταυρούμενος και πάσχων πάσχει ουχί υπέρ εαυτού, άτε αναμάρτητος ων, αλλ’ υπέρ του ανθρώπου, υπέρ ημών. Το φρικώδες δε και ξένον και παράδοξον τούτο μυστήριον αποβαίνει έτι μάλλον εξαίσιον, επειδή ο Εσταυρωμένος Μάρτυς των αιώνων, Ιησούς ο από Ναζαρέτ, π’ασχει εκουσίως. Έπαθεν υπέρ ημών εκουσίως ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα τοις ίχνεσιν αυτού περιπατήσωμεν (Α΄ Πέτρ. β΄ 21). Ναι, ο Ιησούς έπαθε χάριν του ανθρώπου, του παραβάτου και αποστάτου. Και επληρώθησαν οι λόγοι του προφήτου ειπόντως: «άνθρωπος εν πληγή ων και ειδώς φέρειν μαλακίαν, ότι απέστραπται το πρόσωπον αυτού, ητιμάσθη κι ουκ ελογίσθη… Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται, και ημείς ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πόνω, και εν πληγή υπό Θεού, και εν κακώσει. Αυτός δε ετραυματίσθη δια τας αμαρτίας ημών και μεμαλάκισται δια τας ανομίας ημών, παιδεία ειρήνης ημών επ’ αυτόν, τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν» (Ησαΐου νγ΄ 3-5). Ηγόρασε τον άνθρωπον τιμίω αίματι. Ο αποστάτης και παραβάτης ελυτρώθη τιμίω αίματι «αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21). Ανεδέξατο άπαν το βάρος της ευθύνης και ης ενοχής του πρωτοπλάστου Αδάμ και έδωκεν εαυτόν υπέρ των αμαρτιών ημών, «όπως εξέληται ημάς εκ του ενεστώτος αιώνος πονηρού κατά το θέλημα του Θεού και Πατρός ημών» (Γαλάτ. α΄ 4). Τις; Ο Κύριος του ουρανού και της γης, ο μονογενής Υιός και Λόγος του Πατρός, ο χαρακτήρ της τουΘεού υποστάσεως, ο πάντα φέρων τω ρήματι της δυνάμεως αυτού, ο κραταιός και δυνατός σφόδρα, ο λυτρωτής ημών. Ο μειλίχιος και προσφιλής κήρυξ της Ιουδαίας, εκείνος, ος μεσίτης υπάρχων Θεού και ανθρώπων εαυτόν έδωκεν αντίλυτρον υπέρ πάντων (Α Τιμ. β΄ 6).
Και το αποτέλεσμα;
Εξαίσιον. Ήνωσε τον ουρανόν και την γην, το μεσότειχον του φραγμού διαλύσας. Ηξίωσεν ημάς της θείας κοινωνίας και της επί το αρχαίον και πρώτον κάλλος επαναστροφής. «Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότειχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην, και αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού, αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ» (Εφες. β΄ 14-16). Η έχθρα, ην ειργάσατο η εν τω παραδείσω διαπραχθείσα ανομία απεκτάνθη εν τω σταυρώ. Χριστός Ιησούς ελυτρώσατο τον άνθρωπον εκ της κατάρας του νόμου. Ο σταυρός του Κυρίου υπήρξε το σωτήριον καθάρσιον, η θαυμαστή πανάκεια, δι ης ετύχομεν της σωτηρίας και της λυτρώσεως. Από του σταυρού απέρρευσεν η ζωή και η ανάστασις, η σωτηρία και η λύτρωσις.
Δ’ ό, αγαπητοί μου αδελφοί, σπουδάσωμεν τηρείν πάντα, όσα ενετείλατο ημίν η αδιάψευστος γλώσσα της χάριτος, αφορώντες δε εις το μυστήριον, το υπέρ νουν λέγω μυστήριον, του σταυρού, πορευθώμεν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, ίνα τύχωμεν της ζωής και της μακαριότητος. Περιπατώμεν δι’ ως τέκνα φωτός, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν ημών, ότι αι ημέραι πονηραί εισι. Μη επιλαθώμεθα, ότι πάροικοί εσμεν και παρεπίδημοι εν τη γη ταύτη, και ‘ότι το πολίτευμα ημών εν ουρανώ, εν ω ο θρόνος της χάριτος και η πηγή της αληθείας. Μη εγκαταλίπωμεν το αγαθόν, ότι μείζων κακία ουκ εστιν της του αγαθού εγκαταλείψεως. Σπουδάσωμεν, τι αρεστόν τω Κυρίω. Αγαπώμεν τον Θεόν πάση τη ενυπαρχούση προς το αγαπάν δυνάμει, και πράττωμεν το θέλημα αυτού. Δεηθώμεν τω Εσταυρωμένω Λυτρωτή και τω αγίω σταυρώ, τω τιμίω ξύλω, εν ω εσταύρωσε την ημετέρα αμαρτίαν, ου την Σταύρωσιν σήμερον σελαγίζει η του Θεού Εκκλησία, ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, ίνα αγιάση ημάς και φωτίση φωτισμόν γνώσεως και ευσεβείας.
Ταύταις ταις υποθήκαις αφορώντες επιτευξόμεθα των μελλόντων αγαθών, ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του μονογενούς Υιού του Θεού, μεθ’ ου τω Πατρί άμα και τω Αγίω Πνεύματι κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων
Μοναχός Ευσέβιος Ιβηρίτης
Περιοδικο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου