Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

12848 - Οι περιλήψεις των εισηγήσεων της Ημερίδας για τον Άγιο Σάββα τον Χιλανδαρινό (Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019)

Φέτος στο πλαίσιο των εργασιών του 4ου Επιστημονικού Εργαστηρίου της Αγιορειτικής Εστίας, εντάχθηκε μία Επιστημονική Ημερίδα αφιερωμένη στον βίο και το έργο του Αγιορείτη Άγιου Σάββα του Χιλανδαρινού.
Η Ημερίδα πραγματοποιείται με αφορμή την συμπλήρωση των 800 χρόνων από την ίδρυση της Εκκλησίας της Σερβίας και την χειροτόνηση του Αγίου Σάββα ως πρώτο Αρχιεπίσκοπο της Σερβίας. Γεγονός ασφαλώς με ιδιαίτερη σημασία για την Εκκλησία και το Έθνος των Σέρβων, αλλά είναι εξ’ ίσου σημαντικό και για το Άγιον Όρος, καθώς ο μοναχός και μετέπειτα Άγιος Σάββας ο Χιλανδαρινός, υπήρξε μία λαμπρή πνευματική φυσιογνωμία του Αγίου Όρους. Υπήρξε ο πρώτος κτίτωρ της Μονής Χιλανδαρίου, και γενναίος χορηγός πολλών μονών σε μία δύσκολη για το Άγιον Όρος περίοδο.
Πτυχές της προσωπικότητας, του βίο και του έργου του  θα έχετε την δυνατότητα να γνωρίσετε μέσα από τις εργασίες Ελλήνων και Σέρβων επιστημόνων που κλήθηκαν αφιλοκερδώς να πραγματοποιήσουν την έρευνα και να γράψουν τα κείμενα που θα περιληφθούν στον αφιερωματικό Τόμο που ετοιμάζουμε για τον Άγιο Σάββα και θα ολοκληρωθεί το 2020, και θα τις παρουσιάσουν στην διάρκεια της Ημερίδας.
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΟΜΙΛΗΤΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑΣ
«Ο Αγιορείτης Άγιος Σάββας ο Χιλανδαρινός. 800 έτη από την χειροτονία του ως πρώτου Αρχιεπισκόπου της εκκλησίας της Σερβίας»

Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου
Εναρκτήρια ομιλία
Παρακολουθοῦμε τρεῖς περιόδου τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Σάββα:
α)  ἀναχώρηση ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός του, ἔρχομος στὸ Ἅγιον Ὄρος, μοναχικὴ κουρᾶ του καὶ τὰ πρώτα χρόνια τῆς μοναχικῆς ζωῆς του μέχρι τὸν ἔρχομο τοῦ πατρός του, τοῦ ὁσίου Συμεῶν, στὸ Ἅγιον Ὄρος,
β) κοινές ἀσκήσεις του μὲ τὸν ὅσιο Συμεῶν στὸ Βατοπαίδι, ἀνακαίνηση τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου καὶ ἡ κοίμηση τοῦ ὁσίου Συμεῶν,
γ) ἡσυχαστικὴ ζωὴ στὸ κελλὶ στὶς Καρυές, (ὅπως τὸ περιγράφει ὁ βιογράφος του: Ἀλλ᾽ ἀφοῦ, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τακτοποίησε τὴν Μονὴ καὶ ὥρισε Ἡγούμενο ποὺ θὰ φρόντιζε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν καὶ ἀφοῦ προέπεμψε στὸν Θεὸ τὸν πατέρα του, στολισμένο μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἀρετές, ὁ ἅγιος Σάββας, μποροῦσε πλέον νὰ μεριμνήση γιὰ την πραγματοποίηση τοῦ παλιοῦ του πόθου. Γι᾽ αὐτὸ πῆγε στὶς Καρυὲς ὅπου βρῆκε ἕναν ἐξαιρετικὸ τόπο, πλούσιο σὲ πηγὲς καὶ καρποφόρα δένδρα, τὸν ἀγόρασε ἀπὸ τὸν Πρῶτο καὶ ἔκτισε τὸ ἡσυχαστήριό του μαζὶ μὲ μία ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου), ἡ ἱερωσύνη του καὶ συνέχιση τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων του μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Σερβία μεχρὶ τὴν ἀρχιερατεία του.
Συγκρίνουμε αὐτὲς τὶς τρεῖς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Σάββα μὲ τρεῖς βαθμοὺς πνευματικοῦ προόδου δία μέσῳ ”τῶν τριῶν ἀποταγῶν (ἀπαρνήσεων) τοῦ ματαίου βίου” περὶ αὐτῶν διδάσκουν οἱ ὅσιοι πατέρες, διδάσκαλοι τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, ἔχοντας ὡς βάση ἐντολὴ τὴν ὁποία ὁ Ἁβραὰμ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Θεό: Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου (Γεν. ιβ´ 1), (βλέπε: Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ΚΛΙΜΑΞ, Λόγος Γ´, Περὶ ξενιτείας).


Αγγελική Δεληκάρη
Επικ. Καθηγήτρια της Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.
Ο Άγιος Σάββας και η εποχή του
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μία σύντομη επισκόπηση των σημαντικότερων ιστορικών συμβάντων, των πολιτικών αλλά και εκκλησιαστικών συσχετισμών κατά το τέλος του 12ου και το α΄ μισό του 13ου αιώνα που σχετίζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με τη ζωή και τη δράση του αγίου Σάββα. Μαζί με τον πατέρα του Στέφανο Νεμάνια και τον αδελφό του Στέφανο Πρωτόστεπτο συνέβαλαν αποφασιστικά στην εκκλησιαστική οργάνωση του σερβικού κράτους, αναπτύσσοντας στενούς δεσμούς με την Αγιορειτική κοινότητα (ίδρυση της μονής Χιλανδαρίου, δωρεές σε πολλές μονές κτλ.) αλλά και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η ίδρυση της αυτοκέφαλης Σερβικής αρχιεπισκοπής το 1219 με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον άγιο Σάββα καθόρισε τον εκκλησιαστικό προσανατολισμό της Σερβίας στην Ορθοδοξία και αποτελεί σίγουρα τη σημαντικότερη προσφορά του αγίου Σάββα στον σερβικό λαό.


Έλενα Κόστιτς
Αρχαιολόγος, υποψήφια διδάκτωρ Α. Π. Θ. 
Ο Άγιος Σάββας και η Θεσσαλονίκη 

Με αφορμή τις αναφορές των δύο βιογράφων του αγίου Σάββα στη Θεσσαλονίκη το άρθρο πραγματεύεται την εν λόγω σχέση του Αγίου με την πόλη. Στο γραπτό κείμενο για πρώτη φορά παρατίθεται η μετάφραση στα ελληνικά όλων των χωρίων, τόσο του Δομεντιανού, όσο και του Θεοδωσίου, όπου γίνεται η αναφορά στην πόλη του Αγίου Δημητρίου. Εξετάζεται η αξιοπιστία των περιγραφών και αναφορών σε τοπωνύμια και πρόσωπα και γίνεται προσπάθεια να ερμηνευτούν σημεία, τα οποία στην έως τώρα έρευνα προξένησαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία των πηγών. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στη σχέση του αγίου Σάββα με τον τότε μητροπολίτη Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη, ένα πρόσωπο το οποίο, όπως φαίνεται έπαιξε καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο στην πραγματοποίηση των εκκλησιαστικών υποθέσεων της Σερβίας, αλλά και ως ευεργέτης και σύμβουλος του πρώτου αρχιεπισκόπου των Σέρβων.



Mirjana Živojinović
Ακαδημαϊκός, Σερβική Ακαδημία Επιστήμων και Τεχνών
Το κτητορικό έργο του Αγίου Σάββα
Οι συγγραφείς της βιογραφίας του Αγίου Σάββα – ο ιερομόναχος Δομεντιανός και ο μοναχός Θεοδόσιος της μονής Χιλανδαρίου – κατέγραψαν με μεγάλη λεπτομέρεια το κτητορικό έργο και γενικότερα τη ζωή του Αγίου Σάββα. Επί πλέον, έχουμε και πληροφορίες από τα κτητορικά τυπικά του αγίου για τη μονή Χιλανδαρίου και το κελλίον του Αγίου Σάββα του Αγιασμένου στις Καρυές. Τελικά, υπάρχουν και τρία ελληνικά έγγραφα για την ίδρυση της σερβικής μονής Χιλανδαρίου – η επιστολή των Αγιορειτών προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ′ Άγγελο και τα χρυσόβουλα του αυτοκράτορα (του Ιουνίου του 1198 και του Ιουνίου του 1199).    
Κατά τη διαμονή του στη μονή Βατοπαιδίου, ο μοναχός Σάββας έχτισε τρία παρεκκλήσια και ανακατασκεύασε τη σκεπή του καθολικού της μονής. Γι’ αυτή την πράξη, έγινε γνωστός ως «δεύτερος κτήτωρ» της μονής. Ο Σάββας επίσης ανέλαβε κάποιες οικοδομικές εργασίες στη μονή το 1197 μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήρθε στη μονή κατόπιν πρόσκλησης του Σάββα.   
Χάρη στις γενναιόδωρες δωρεές που είχαν κάνει στις εκκλησίες του Πρωτάτου, της μονής Ιβήρων και της μονής Μεγίστης Λαύρας, τα ονόματα των μοναχών Σάββα και Συμεών καταχωρίστηκαν στα δίπτυχα των μονών αυτών ως «δεύτεροι κτήτορες».   
Η ίδρυση της σερβικής μονής Χιλανδαρίου είναι χωρίς αμφιβολία η πιο σημαντική από τις κτητορικές δραστηριότητες του Σάββα στο Άγιον Όρος. Αφού έλαβε την έγκριση του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ′ Αγγέλου και του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, και σημαντική οικονομική βοήθεια από τον Μεγάλο Ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια, ο Σάββας ανοικοδόμησε την παλαιά εγκαταλελειμμένη μονή Χιλανδαρίου και οργάνωσε το μοναστικό βίο της.      
Μετά τον θάνατο του πατέρα του το Φεβρουάριο του 1199, ο μοναχός Σάββας αγόρασε μια τοποθεσία στις Καρυές από το Πρωτάτο και έχτισε ένα κελλίον, το οποίο το αφιέρωσε στον Άγιον Σάββα τον Αγιασμένο. Το κελλίον λειτούργησε ως κατοικία πρώτα για τον ίδιο τον Σάββα και έπειτα για όσους μοναχούς επιθυμούσαν να εγκαταβιώσουν εκεί ως ησυχαστές.   
Τέλος, κατά το έτος 1199, o Σάββας ανοικοδόμησε και βοήθησε τις μονές Καρακάλλου, Ξηροποτάμου και Φιλοθέου, οι οποίες – όπως και άλλα μοναστήρια του Αγίου Όρους – ήταν εκτεθειμένες σε πειρατικές επιδρομές κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Γι’ αυτή την πράξη, οι μοναχοί αυτών των μονών του απένειμαν τον τιμητικό τίτλο του «δεύτερου κτήτορα».   
Το όλο κτητορικό έργο του Αγίου Σάββα, πρωτίστως στο Άγιον Όρος, καταδεικνύει ότι ο Ράστκο Νεμάνια, ο μετέπειτα μοναχός Σάββας, ιερομόναχος και αρχιμανδρίτης και τελικά πρώτος αρχιεπίσκοπος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπήρξε μια εξέχουσα προσωπικότητα όσον αφορά τις ιδέες του και τα επιτεύγματά του.     


Đorđe Bubalo
Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή, Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου
Τα τυπικά του Αγίου Σάββα
Αφού ίδρυσε τη μονή Χιλανδαρίου και το ησυχαστικό κελλίον του Αγίου Σάββα του Αγιασμένου στις Καρυές, σε δυο διαφορετικά τυπικά ο Άγιος Σάββας της Σερβίας καθιέρωσε σε γραπτή μορφή τους κανόνες για τους δυο τύπους μοναχισμού – του κοινοβιακού και του ερημητικού – με σκοπό να οργανώσει, να εδραιώσει και να εφαρμόσει με συνέπεια το μοναστικό βίο στις σερβικές μοναστικές κοινότητες του Αγίου Όρους. Ο Άγιος Σάββας συνέταξε το τυπικό του ησυχαστικού κελλίου του Αγίου Σάββα του Αγιασμένου στις Καρυές (το «Τυπικό των Καρυών») το 1199. Ως πρότυπο, φαίνεται να χρησιμοποίησε κάποια ερημητικά τυπικά γραμμένα στην ελληνική γλώσσα. Ανεξάρτητα από το ποιο έγγραφο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο, τα αρχικά και τα τελικά τμήματα του Τυπικού των Καρυών – τα οποία αναφέρονται στο νομικό καθεστώς του ησυχαστηρίου και τον διορισμό του ηγουμένου του – γράφτηκαν από τον ίδιο τον Άγιο Σάββα. Το πρωτότυπο του τυπικού, ή του αυτόγραφου του αγίου, δεν διασώθηκε και το παλαιότερο από τα λίγα αντίγραφα που σώζονται χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 13ου αιώνα. Αντιγράφηκε από έναν γραφέα ονόματι Budilo σε περγαμηνό ειλητάριο με κέρινη σφραγίδα. Φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της μονής Χιλανδαρίου.   Πιθανώς λίγο μετά τη σύνταξη του Τυπικού των Καρυών, ίσως ακόμα και το ίδιο έτος (1199), ο Άγιος Σάββας οργάνωσε τη συγγραφή ενός τυπικού για κοινοβιακά μοναστήρια, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τον πρόλογο του Τυπικού της μονής της Θεοτόκου Ευεργέτιδος, ένα μοναστήρι στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν τα τυπικά των μονών Χιλανδαρίου και Στουντένιτσας, τα οποία είναι σχεδόν πανομοιότυπα και διαφέρουν μόνο στα σημεία που αφορούν τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων τοποθεσιών των δυο μονών. Τα τυπικά των μονών Χιλανδαρίου και Στουντένιτσας περιέχουν κανόνες που ρυθμίζουν την τάξη των καθημερινών ακολουθιών, την εξομολόγηση, τη διατροφή και τη νηστεία, το νομικό καθεστώς της μονής, τον διορισμό του ηγουμένου και άλλους μοναστικούς τίτλους, τις σχέσεις ανάμεσα στους μοναχούς, τον τρόπο ένδυσης, την πειθαρχία, τους δόκιμους μοναχούς, τις δωρεές σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, τους αρρώστους, καθώς και άλλους κανόνες που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή του κοινοβιακού μοναστηριού. Το παλαιότερο αντίγραφο του Τυπικού της μονής Χιλανδαρίου (αρχές 13ου αιώνα) φυλάσσεται στην ίδια τη μονή, ενώ το Τυπικό της Στουντένιτσας σώζεται μόνο σε ένα αντίγραφο, το οποίο χρονολογείται από το 1619 και φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Πράγας. Ένα άλλο κείμενο που αποδίδεται στον Άγιο Σάββα αποτελεί αυτό που φέρει τίτλο «Οι κανόνες για τη χρήση του Ψαλτηρίου» (Sr. Ustav za držanje psaltira), το οποίο απευθύνεται σε ερημίτες που έχουν αποτραβηχτεί στα δικά τους κελλιά, είτε κατά μόνας είτε με συνασκητή, για να αφιερωθούν σε μια ζωή άσκησης στην οποία οι περισσότερες ώρες της ημέρας και της νύχτας αναλίσκονται στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου, στην προσευχή και στη μετάνοια. Τα επιχειρήματα υπέρ της πατρότητας του Αγίου Σάββα αντισταθμίζονται από το γεγονός ότι δεν σώζεται κανένα αντίγραφο αυτού του κειμένου που να χρονολογείται πριν από τον 16ο αιώνα.  Όπως τα μοναστικά καθιδρύματα για τα οποία είχαν συνταχθεί, τα Τυπικά των Καρυών και των ιερών μονών Χιλανδαρίου και Στουντένιτσας αντέχουν ακόμη και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα. Παρόλο που οι πολιτισμικές και πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά και παρότι έχουν προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή και στη σύγχρονη νομοθεσία, τα Τυπικά του Αγίου Σάββα αποτελούν όχι μόνο ιστορικο-νομικά και ιστορικο-λειτουργικά μνημεία αλλά και θετικά νομικά κείμενα των οποίων οι όροι εξακολουθούν να έχουν νόημα.         


Srđan Pirivatrić
Επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών
Ο Άγιος Σάββας και η ίδρυση της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου 
Αρχιεπισκοπής της Σερβίας (1219)

Η ίδρυση της Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Αρχιεπισκοπής της Σερβίας (του «Αρχιεπισκόπου πασών των Σερβικών και Παραθαλασσίων Γαιών») – η οποία συνήθως χρονολογείται στη βιβλιογραφία στο έτος 1219 – καθώς και ο ρόλος που έπαιξε ο Άγιος Σάββας στη διαδικασία αυτή, εξετάζονται στο ευρύτερο πλαίσιο της κρίσης που επικρατούσε στο βυζαντινό κόσμο και της αυξανόμενης επίδρασης του πάπα της Ρώμης στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο πριν και μετά το κομβικό έτος 1204, ειδικά όσον αναφορά την κρίση που επικρατούσε στους θεσμούς του αυτοκράτορα και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τις σχέσεις του τελευταίου με την Αρχιεπισκοπή της Βουλγαρίας (Αχρίδας), καθώς και την αυξανόμενη δύναμη της τοπικής δυναστείας στα σερβικά εδάφη και την εμφάνιση του Σερβικού Βασιλείου το 1217, λαμβάνοντας υπόψιν ότι όλοι οι παράγοντες αυτοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της Αρχιεπισκοπής της Σερβίας.  Η Αρχιεπισκοπή της Σερβίας ιδρύθηκε βάσει δυο διαδοχικών πράξεων του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδώρου Λάσκαρη και του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως  Μανουήλ και της Ενδημούσας Συνόδου του στη Νίκαια το 1219. Ο πρώτος που ενθρονίστηκε ως Αρχιεπίσκοπος ήταν ο Αγιορείτης – και μέχρι τότε αρχιμανδρίτης – Άγιος Σάββας ο Χιλανδαρινός, ο οποίος ορίστηκε από τον αυτοκράτορα ως επιστημονάρχης της Εκκλησίας, δηλ. ως ηγέτης με το χάρισμα να αποκαλύπτει το θέλημα του Θεού σε διάφορες υποθέσεις όπως ο διορισμός των ιεραρχών της Εκκλησίας. Η στάση του αυτοκράτορα για το θέμα της δικαιοδοσίας του Πατριάρχη επί εκείνων των επαρχιών της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας που βρίσκονταν εντός του κράτους που κυβερνιόταν από τη δυναστεία των Νεμάνια ήταν συνέπεια ενός ντε φάκτο εκκλησιαστικού σχίσματος ανάμεσα στη Νίκαια και την Αχρίδα. Η ίδρυση μιας καινούργιας περιφερειακής αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτέλεσε σημαντική επιβεβαίωση της αυτοκρατορικής και της πατριαρχικής εξουσίας υπό τις συνθήκες κρίσης που δημιουργήθηκαν από την ακούσια εξορία τους στη Νίκαια από την Κωνσταντινούπολη. Οι αποφάσεις του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη σύντομα είχαν οδηγήσει στη δημιουργία ενός δικτύου Ορθοδόξων επισκοπικών εδρών σε μια νέα περιφερειακή Εκκλησία η οποία βρισκόταν σε εκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο στη Νίκαια και αποτελούσε αντίβαρο στις εκκλησιαστικές αντιλήψεις και πολιτικές του αντίπαλου κλάδου της οικογένειας των Κομνηνών στην Ήπειρο, καθώς και του πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σε αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος Σάββας έλαβε τη στήριξη της τοπικής μοναρχικής αρχής στο πρόσωπο του αδελφού του Στεφάνου, τον οποίο ενθρόνισε – πιθανώς το 1221 – σε τελετή στέψης στη μονή της Ζίτσας, την έδρα της νέας Αρχιεπισκοπής και το ναό όπου θα στέφονταν οι μελλοντικοί ηγεμόνες της Σερβίας.   


Tamara Matovic
Επιστημονική συνεργάτις του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών 
Viktor Savic
Ινστιτούτο Σερβικής Γλώσσης της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών - Επίκ. Καθηγητής, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Βελιγραδίου
Ο σλαβικός Νομοκανόνας με σχόλια:  O Νομοκανόνας του Αγίου Σάββα της Σερβίας
Η τρίτη αναθεώρηση του Νομοκανόνα με σχόλια, μεταφρασμένου στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα, δηλ. ο «σερβικός Νομοκανόνας με σχόλια», ήταν έργο του Αγίου Σάββα και είχε σκοπό να στηρίξει τη διαδικασία θεσμοθέτησης της αυτοκέφαλης Σερβικής Εκκλησίας – της Αρχιεπισκοπής της Ζίτσας – και την πολιτική στερέωση του Βασιλείου της Σερβίας. Οι εργασίες για την αναθεώρηση αυτή πιθανώς διεκπεραιώθηκαν στο Άγιον Όρος (ενδεχομένως κατά την περίοδο 1215-1217). Κατά την τελική επιμέλεια του έργου, το κείμενο επεκτάθηκε και τροποποιήθηκε στη Σερβία (κατά το δεύτερο μισό του 1219 μέχρι τους πρώτους μήνες του 1220), αφού ο Σάββας είχε επιστρέψει στην πατρίδα του από τη Νίκαια. Όπως επιβεβαιώνεται από τις πηγές, την ώθηση και την καθοδήγηση για την διεκπεραίωση αυτού του πολυσύνθετου έργου τις έδωσε ο Άγιος Σάββας. Μαζί με τις διαβουλεύσεις που είχε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον βυζαντινό αυτοκράτορα στη Νίκαια, ο Σάββας συμβουλεύτηκε και τον αδελφό του, τον βασιλιά Στέφανο τον Πρωτόστεπτο, για το βασίλειο του οποίου αυτός ο κώδικας είχε τόση σημασία όση και για την εκκλησία. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο νέος Νομοκανόνας βασιζόταν σε ορισμένες υπάρχουσες μεταφράσεις, πράγμα που δεν έχει τόση μεγάλη σημασία καθώς η τελική έκδοση του έργου είχε εντελώς πρωτότυπο χαρακτήρα. Τουλάχιστον δυο ελληνικές συλλογές ιερών κανόνων χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη του Νομοκανόνα – εκείνη με τα σχόλια του Αριστηνού (η εικαζόμενη δομή της μαρτυρείται πρωτίστως σε μια ελληνική συλλογή από τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, το Vat. gr 1167) και η άλλη με τα σχόλια του Ζωναρά. Η ομάδα μεταφραστών που προσέλαβε ο Σάββας ίσως να συμπεριλάμβανε ρώσους, έλληνες και άλλους μορφωμένους συνεργάτες που τον βοηθούσαν να διεκπεραιώσει αυτό το εγχείρημα. Σύμφωνα με τις τελευταίες γνώσεις που έχουμε για τη χειρόγραφη παράδοση, αυτός ο νομοκανόνας είναι μοναδικός στο είδος του. Η σύνθεσή του μαζί με τις συγκεκριμένες λύσεις που επιλέχτηκαν αντανακλούν την ξεχωριστή κοσμοθεωρία του ανθρώπου που έπαιξε το μεγαλύτερο ρόλο στη σύνταξή του – ο Άγιος Σάββας. Το έργο διακρινόταν από την ιδέα μιας αρμονίας ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος η οποία παρέκκλινε από τις τάσεις που επικρατούσαν στο χώρο του κανονικού δικαίου κατά τον 12ου και τον 13ου αιώνα, μια ιδέα που επαναβεβαίωνε την αντίληψη μιας συμφωνίας ανάμεσα στους δυο θεσμούς, η οποία ήταν ενσαρκωμένη στα αξιώματα του ηγεμόνα και του αρχιεπισκόπου, καθώς και ένα έντονο μέλημα για τη σωτηρία του ατόμου μέσα από την αδιάλλακτη συμμετοχή της Εκκλησίας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ο Νομοκανόνας του Αγίου Σάββα ποτέ δεν έχασε τη σημασία του στο σερβικό κόσμο, όχι μόνο χάρη στο κύρος που ασκούσε ο δημιουργός του, ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της τοπικής εκκλησίας, αλλά χάρη και στην ευτυχή σύμπτωση ότι η έντυπη έκδοση του Νομοκανόνα στη ρωσική-σλαβονική γλώσσα βασιζόταν σε αυτήν την έκδοση, η οποία έτυχε ευρείας αποδοχής από τους Σέρβους εξαιτίας του ότι κάλυπτε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων του κανονικού δικαίου.            
Λέξεις-κλειδιά: Νομοκανόνας με σχόλια, Άγιος Σάββας της Σερβίας, σερβική Αρχιεπισκοπή.


Συμεών Α. Πασχαλίδης
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Ελληνικά αγιολογικά και υμνολογικά κείμενα για τον άγιο Σάββα
Ὅπως ὅλοι οἱ κτίτορες κοινοβιακῶν μονῶν στό Βυζάντιο, καί στό Ἅγιο Ὄρος εἰδικότερα, ἡ μνήμη τοῦ κτίτορος τῆς μονῆς Χιλανδαρίου ἁγίου Σάββα τιμήθηκε νωρίς, ἤδη ἀπό τόν 13ο αἰώνα, μέ τή συγγραφή ἁγιολογικῶν κειμένων ἀπό Σερβικῆς καταγωγῆς ἐκκλησιαστικούς λογίους, τόν διάδοχό του στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο Ἀρσένιο καί  τούς Χιλανδαρινούς μοναχούς Δομεντιανό καί Θεοδόσιο. 
Ὡστόσο, σέ ἀντίθεση μέ τούς πρώϊμους Σερβικούς Βίους καί τήν σχετική ὑμνογραφία πρός τιμή τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἡ ἑλληνική ἁγιολογική καί ὑμνογραφική παράδοση γιά τό πρόσωπό του καταγράφεται ἀρκετά ὄψιμα, μόλις κατά τούς πρώτους αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, καί ἀναπτύσσεται ἰδίως κατά τόν 18ο αἰώνα, ὅπως θά δοῦμε καί στή συνέχεια. Στή Bibliotheca Hagiographica Graeca οἱ Βολλανδιστές καταγράφουν τρία ἑλληνικά ἁγιολογικά κείμενα γιά τούς ἁγίους Συμεών καί Σάββα: 
α) Ὡς ὁ πρῶτος γνωστός Βίος τοῦ ὁσίου Σάββα καί τοῦ πατέρα του ὁσίου Συμεών σημειώνεται ἐκεῖνος πού περιλήφθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Μακάριο Νοταρᾶ καί Νικόδημο Ἁγιορείτη στό Νέον Ἐκλόγιον τό 1803 (BHG 1693),
β) Ἡ μετάφραση τοῦ Βίου πού συνέταξε ὁ Δομεντιανός, ἀπό τόν γνωστό ἀντικολλυβᾶ Γεννάδιο Χαλεπίου (BHG 1693a), ἔργο πού διαπιστώνεται ὅτι ἀπετέλεσε πηγή τοῦ Νέου Ἐκλογίου, καί  
γ) Ἕνα Ἐγκώμιο ἀπό τόν Ἰγνάτιο διάκονο Μονεμβασίας (BHG 1693b), πού παραδίδεται, ὅπως καί τό προηγούμενο ἔργο στόν κώδ. Βατοπεδίου 794, τοῦ 18ου αἰ. Ὁ συντάκτης του ὑπῆρξε ἕλληνας μοναχός τῆς μονῆς Χιλανδαρίου κατά τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα καί μερίμνησε ἰδιαίτερα γιά τήν διάδοση τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Σάββα καί Συμεών στόν ἑλληνόφωνο χῶρο.
Κάποια ἀκόμη ἁγιολογικά κείμενα (Βίοι καί συναξάρια), πού παραδίδονται σέ ἁγιορειτικά κυρίως χειρόγραφα, μελετήθηκαν καί ἐκδόθηκαν στήν εἰδική μελέτη τοῦ καθηγητῆ Ἰ. Ταρνανίδη, ἐνῶ ἕνας Βίος τοῦ Ἁγίου Σάββα καί τοῦ πατέρα του ὁσίου Συμεών τοῦ Μυροβλύτη  παραδίδεται καί στόν κώδ. 169 τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων καί ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ γνωστοῦ Καυσοκαλυβίτη λογίου παπα-Ἰωνᾶ, ὑποτακτικοῦ τοῦ ὁσίου Ἀκακίου καί συντάκτη καί ἄλλων σημαντικῶν ἁγιολογικῶν καί ὑμνογραφικῶν ἔργων.
Ἰδιαίτερα πλούσια ἐμφανίζεται καί ἡ χειρόγραφη παράδοση τῶν συνήθως κοινῶν Ἀκολουθιῶν τῶν ἁγίων Σάββα καί Συμεών, κυρίως ἀπό τόν 18ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν, στό Ἅγιο Ὄρος καί ἀλλοῦ, ἐνῶ ἔντυπες Ἀκολουθίες τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς Χιλανδαρίου ἐμφανίζονται πολύ ὄψιμα, κατά τόν εἰκοστό αἰώνα καί ἐμπλουτίζονται ἀπό τά σχετικά ὑμνογραφήματα τοῦ μακαριστοῦ π. Γερασίμου Μικραγιαννίτου.


Dejan Dželebdžić
Επίκουρος καθηγητής, Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου
Kosta Simić 
(Macquarie University (Sydney) / Australian Catholic University (Brisbane)
Ο Άγιος Σάββας στα σερβικά υμνογραφικά και αγιολογικά κείμενα.
Για τη σερβική μεσαιωνική γραμματεία ο Άγιος Σάββας υπήρξε η πιο σημαντική προσωπικότητα για δύο λόγους, αφενός γιατί ήταν μεταφραστής σπουδαίων βυζαντινών κειμένων (όπως π.χ. είναι ο Νομοκανόνας) και ο πρώτος συγγραφέας που συνέθεσε ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο (το Βίο του Αγίου Συμεών του Μυροβλύτη), αφετέρου γιατί μετά την κοίμησή του ο ίδιος έγινε το σπουδαιότερο θέμα της σερβικής λογοτεχνίας. Τούτο ιδιαίτερα ισχύει για τα πρώτα εκατό χρόνια μετά την κοίμησή του, αλλά και μετέπειτα, όταν στον Άγιο Σάββα αφιερώθηκαν κάμποσα υμνογραφικά και αγιολογικά έργα, με μερικά από τα οποία η σερβική γραμματεία φθάνει στο αποκορύφωμά της. 
Έως σήμερα σώζονται έξι ακολουθίες για τον Άγιο Σάββα, οι πέντε από τις οποίες είναι αφιερωμένες στην Κοίμηση του Αγίου (14η/27η Ιανουαρίου) και μία στη Μετακομιδή των Λειψάνων του (6η/19η Μαΐου). Επίσης, σώζονται και μερικά άλλα σημαντικά υμνογραφικά έργα, με τα οποία όμως στην εισήγηση αυτή δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα. 
Το ζήτημα της χρονολόγησης των ακολουθιών αποδείχτηκε αρκετά περίπλοκο, και στο θέμα αυτό θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στην ανακοίνωση. Η διαίρεση σε έξι ακολουθίες δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτη, επειδή όλες τους περιέχουν, σε λιγότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ορισμένα κοινά στοιχεία, όπως στιχηρά, κανόνες, έναν αριθμό κοινών τροπαρίων, κ.λπ. Επιπλέον, οι κανόνες που περιλαμβάνονται στις ακολουθίες δεν είναι πρωτότυποι, αλλά αποτελούνται από τροπάρια δανεισμένα από ήδη μεταφρασμένους στα Σλαβονικά κανόνες ενός αρκετά μεγάλου αριθμού ακολουθιών σε διάφορους Αγίους, συμπεριλαμβανομένων Οσίων και Ιεραρχών, αλλά και των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Στην παρούσα μελέτη θα εστιάσουμε ιδιαίτερη προσοχή στον, τρόπον τινά, πατριωτικό χαρακτήρα των ακολουθιών αυτών.
Λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του ο Άγιος Σάββας έγινε το πιο σημαντικό θέμα της σερβικής αγιολογίας. Οι ερευνητές συνήθως δέχονται την άποψη του Βλάντιμιρ Τσόροβιτς (από το 1938) ότι υπάρχουν τρεις παραλλαγές του συναξαριού του Αγίου Σάββα. Σύμφωνα όμως με τη Ράντμιλα Κοβάτσεβιτς διακρίνονται τουλάχιστον έξι παραλλαγές που γράφτηκαν κατά τον ιγ΄ και στις αρχές του ιδ΄ αιώνα. Οι παραλλαγές αυτές εν πολλοίς συγκλίνουν μεταξύ τους, από την άλλη όμως διαφέρουν σε ορισμένες αξιοπρόσεκτες λεπτομέρειες, όπως λ.χ. είναι η εξής: ως τόπος της απόκαρσης του Αγίου μια αναφέρεται η Ι. Μ. Βατοπαιδίου, μια η παλαιά ρωσική μονή (το «ρωσικό»). Στην παρούσα εισήγηση θα προσεγγίσουμε ξανά τις διαδφορές αυτές και θα προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα. 
Ο πρώτος εκτενής βίος του Αγίου συντάχθηκε μόνο επτά ή οκτώ χρόνια μετά την κοίμησή του από το χιλανδαρινό ιερομόναχο Δομεντιανό (το 1242 / 1243), και ο δεύτερος μερικές δεκαετίες αργότερα από το Θεοδόσιο Χιλανδαρινό (το έργο είναι αχρονολόγητο). Οι δύο συγγραφείς αφηγούνται ως επί το πλείστον τα ίδια γεγονότα, αλλά αρκετά διαφέρουν ως προς το ύφος και τις αφηγηματικές τεχνικές τους. 


Smilja Marjanović Dusanic
Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Βελιγραδίου
Η πρόσληψη του Αγίου Σάββα από τους βιογράφους του: Δομεντιανό και Θεοδόσιο
Τους δύο επίσημους βίους του αγίου Σάββα που συνέγραψαν οι αγιορείτες μοναχοί Δομεντιανός και Θεοδόσιος, παρά την προφανή ομοιότητα στη σύνθεση, σε βαθύτερο επίπεδο, διαχωρίζουν οι γνωστές διαφορές που χαρακτηρίζουν το λογοτεχνικό έργο των δύο συγγραφέων. Από αυτή την άποψη, οι εν λόγω διαφορές αρχικά εστιάζουν στην επιλογή του τρόπου με τον οποίο ο κάθε συγγραφέας απευθύνεται στον αναγνώστη και αφηγείται τη δράση των πρωταγωνιστών. Ο Δομεντιανός, εμπνευσμένος από τις αρχές της βυζαντινής αισθητικής, που είναι ριζωμένες στην παλαιότερη σερβική αγιογραφική παράδοση, ερμηνεύει τα γεγονότα, ως αποτέλεσμα της Θείας πρόνοιας και τα αφηγείται με ρητορική υψηλού ύφους. Εισάγει τον αναγνώστη στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του μέσω προσευχών, κηρυγμάτων, επιστολών, επαίνων, μοιρολογίων και διδαγμάτων που οι ίδιοι προφέρουν, ενώ πλάθει τους χαρακτήρες τους με τη βοήθεια συνδετικών παραδειγμάτων που παραθέτει μέσω βιβλικών παραλλήλων και επιλεγμένων χωρίων. Ο νεότερος βιογράφος Θεοδόσιος, ταλαντούχος αφηγητής με έντονη αίσθηση της σκηνικής παρουσίασης των γεγονότων, ικανός να εμφυσήσει ζωντάνια στην αφήγηση και να εξηγήσει τα αίτια των διαφόρων γεγονότων και πράξεων των χαρακτήρων που περιγράφονται μέσω δυναμικού διαλόγου και επικαλούμενος τις μαρτυρίες που του ήταν προσιτές, συνέθεσε ένα έργο που ανταποκρίνεται στο κοινό με περισσότερη αμεσότητα.
Εκτός από τις προφανείς διαφορές μεταξύ του Δομεντιανού και του Θεοδοσίου, οι οποίες σχετίζονται με την ιδιοσυγκρασία του κάθε συγγραφέα και τον τύπο της λογοτεχνικής προσέγγισης του θέματος, στον σύγχρονο ιστορικό φαίνεται από μόνο του κατανοητό ότι το σύνολο των κινήτρων που διέπουν την παραγγελία του νέου κειμένου από τον Θεοδόσιο δεν εξαντλείται σε αυτές τις διαφορές.
Πιστεύουμε ότι τα κίνητρα αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν στο πλαίσιο της ανάλυσης των πολιτικών και θρησκευτικών συνθηκών που καθόριζαν την απόφαση για την ανάθεση συγγραφής του βίου του αγίου Σάββα στους ικανότερους συγγραφείς της εποχής. 
Προσεκτική σύγκριση μεταξύ των δύο βίων δεν αφήνει αμφιβολίες για την ύπαρξη σημαντικών διαφορών στον τρόπο παρουσίασης μιας σειράς ευαίσθητων γεγονότων. Πρωτίστως, πρόκειται για την προσπάθεια του Θεοδοσίου να αποκρύψει όλα εκείνα τα σημεία όπου ο Δομεντιανός ανέφερε τους δεσμούς του Σάββα με τη Ρώμη. Από αυτά, θα πρέπει να αναφερθούν τα σημαντικότερα, όπως οι πληροφορίες σχετικές με τη ρωμαϊκή προέλευση του βασιλικού στέμματος, η χορηγία στη βασιλική των Αγίων Πέτρου και Παύλου, λεπτομέρειες σχετικές με τη χειροτονία του Σάββα, μερικά «πατριωτικά» θαύματα και πάνω απ’ όλα η περιγραφή της τελετής της στέψης και της συνόδου στη Žiča. Οι προαναφερθείσες διαφορές μαρτυρούν την προσπάθεια του Θεοδοσίου να αμφισβητήσει δογματικά τη ρωμαιοκαθολική διδασκαλία ως αιρετική και να υπερασπιστεί τον αποστολικό και καθολικό χαρακτήρα της Σερβικής Εκκλησίας. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να κατανοηθούν και πολλά στιγμιότυπα του βίου, που εντάσσονται στο πλαίσιο  εγκαθίδρυσης της πίστης. Επίσης, σημειώνονται διαφορές και όσον αφορά στο ζήτημα του τρόπου κληρονομίας της εξουσίας, που γίνονται αντιληπτές στη σκηνή της στέψης του Στέφανου Ράντοσλαβ, καθώς και στις πολιτικές συνέπειες της παρουσίασης του εν λόγω γεγονότος.
Η πρώτη διαφορά, την οποία θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε στην παρούσα εργασία, αφορά στην ανάλυση των αλλαγών, οι οποίες συνέβησαν κατά την περίοδο μεταξύ της συγγραφής των δύο έργων, επηρέασαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της στάσης της εκκλησίας και αφορούν τόσο στα πολιτικά προγράμματα, όσο και στις πραγματικές συνθήκες. Πρόκειται για διαφορές στους γενικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους των μέσων του 13ου αιώνα (εποχή συγγραφής του Βίου του αγίου Σάββα από τον Δομεντιανό) και εκείνες της εποχής που ο Θεοδόσιος συνέθεσε τη διάσημη μετασκευή του - τον νέο βίο του πρώτου αρχιεπίσκοπου των Σέρβων και του τοπικού αγίου. Την εποχή κατά την οποία ο Θεοδόσιος γράφει το έργο του (πιθανώς μεταξύ 1284 και 1292), τις εκκλησιαστικές συνθήκες χαρακτηρίζει η ασυμφωνία, η οποία προέκυψε ως συνέπεια της Συνόδου της Λυών, κάτι που σαφέστατα δεν χαρακτήριζε την εποχή της βασιλείας του Ούρεση Ά.
Η δεύτερη διαφορά μεταξύ των δύο αφηγήσεων πηγάζει από τα περίπλοκα κίνητρα για την παραγγελία του κειμένου του Θεοδοσίου, ανταποκρινόμενου στις απαιτήσεις του ιδεολογικού προγράμματος του κράλη Μιλούτιν. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα στο οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, ενεργό συμμετοχή θα πρέπει να είχε και η σχετική με την κορυφή της κρατικής εξουσίας αδελφότητα της Μονής Χιλανδαρίου. Προκειμένου να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στις ερωτήσεις σχετικές με την αφορμή της παραγγελίας του νέου Βίου, θεωρούμε μεθοδολογικά δικαιολογημένη την αναζήτηση των θεωρητικών αξιωμάτων που σχετίζονται με την πρακτική του επαίνου στα αγιολογικά κείμενα. Με βάση τα κύρια αίτια, είναι δυνατή η εκ νέου ανάλυση του λογοτεχνικού έργου του Θεοδοσίου, καθώς μόνο το νεότερο αυτό πόνημα κρύβει την επεξήγηση των λόγων για τους οποίους ήταν απαραίτητη η συγγραφή ενός νέου Βίου.


Πλούταρχος Θεοχαρίδης
Αρχιτέκτων
Κτίρια και κτιριακά κατάλοιπα στο Άγιον Όρος σχετιζόμενα με την κτιτορική δραστηριότητα του αγίου Σάββα του Σέρβου
Από τις μαρτυρούμενες στους Βίους  του πολλές και ποικίλλες χορηγίες του αγίου Σάββα προς τα μοναστικά ιδρύματα του Αγίου Όρους, θα ασχοληθούμε με εκείνες τις οποίες μπορούμε σήμερα να συσχετίσουμε  με συγκεκριμένα κτίρια ή κτιριακά κατάλοιπα. Ιδιαίτερα θα εστιάσουμε σ’ εκείνα που του αποδίδουμε εδώ για πρώτη φορά, συγκεκριμένα στις Μονές Βατοπεδίου, Ξηροποτάμου και Φιλοθέου, ενώ το Χελανδαρινό σχετικό υλικό, που είναι επαρκώς τεκμηριωμένο, θα παρουσιαστεί εν συντομία. 
Στο Βατοπέδι ο άγιος εμόνασε για λίγα χρόνια πριν από την επανασύσταση το 1198 της Μονής Χελανδαρίου ως σερβικού πλέον καθίδρυματος. Ηγενναιοδωρία του, καθώς και του πατέρα του Συμεών (Στέφανου Νέμανια), θεωρούμε ότι συνέβαλε ουσιαστικά στην επέκταση του περιβόλου της μονής Βατοπεδίου προς νότον, η οποία τεκμηριώνεται σήμερα αρχαιολογικά. Στον μεγάλο πύργο της Μεταμορφώσεως, στο νοτιότερο και ψηλότερο σημείο του περιβόλου, διασώζεται ένα στοιχείο κυριολεκτικά μοναδικό. Πρόκειται για δύο ασκητικές εγκλείστρες, στο εσωτερικό ενός κτιστού όγκου που προβάλλει καθ’ όλο το ύψος της πρώτης φάσης του πύργου, στη βόρεια όψη του. Στο νότιο τοίχο της άνω εγκλείστρας σώζεται στο αρχικό επίχρισμα γραπτή μικρογράμματη επιγραφή των βυζαντινών χρόνων, μεγάλων διαστάσεων. Είναι γραμμένη με είδος πινέλου και κόκκινο χρώμα και το κείμενό της (με πολλές συντομογραφίες) έχει ως εξής : « +Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλόν». 
Στην Ξηροποτάμου και τη Φιλοθέου, θεωρούμε επίσης ότι κάποια κατάλοιπα οχυρώσεων που αποκαλύφθηκαν σε πρόσφατες ανασκαφές θα μπορούσαν να ανήκουν σε έργα που είχαν γίνει με τις χορηγίες του αγίου. 


Μπόγιαν Μίλκοβιτς
Επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών 
Ο άγιος Σάββας ως προστάτης των τεχνών
Ο Ράστκο, παιδιόθεν υπήρξε μάρτυρας του αξιόλογου κτιτορικού έργου του πατέρα του. Ο Στέφανος Νέμανια είτε ίδρυσε είτε ανακαίνισε πολλά μοναστήρια στις υπό την εξουσία του περιοχές, ενώ παράλληλα υπήρξε και δωρητής ορισμένων εκ των σημαντικότερων αγιασμάτων της χριστιανικής οικουμένης. Κατά το 17ο έτος της ηλικίας του, μετά από την διετή διοίκηση του Χούμ, βορειοδυτικά των σερβικών γαιών, ο νεαρός Ράστκο το 1192/3 αποσύρεται στην ησυχία του Αγίου Όρους, όπου για μικρό χρονικό διάστημα, ως ρασοφόρος δόκιμος, διέμεινε στην ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ενώ κατόπιν προσήλθε στο Βατοπαίδι, όπου δέχθηκε το μοναχικό σχήμα και έλαβε το όνομα Σάββας. Κατά την διάρκεια των επομένων πέντε ετών, έως το καλοκαίρι του 1198, όσο δηλαδή διάστημα παρέμεινε στο Βατοπαίδι, έφθαναν πλούσια δώρα με προέλευση την αυλή του Μεγάλου Ζουπάνου της Σερβίας, τα οποία δώρα κατέστησαν δυνατή την γενική ανακαίνιση αυτής της φημισμένης αθωνικής Μονής, η οποία είχε ιδρυθεί δύο αιώνες νωρίτερα. Αναμφισβήτητα, η επίβλεψη των εργασιών έγινε προσωπικά από τον ηγούμενο Θεοστήρικτο όμως τότε είναι και η περίοδος κατά την οποία ο νεαρός μοναχός Σάββας απέκτησε την εμπειρία, που καθίσταται αναγνωρίσιμη στο μετέπειτα κτιτορικό του έργο. Σε αυτήν την φάση της ανακαίνισης μπορούν να καταταχθούν χρονολογικά οι παλαιότερες τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου. Οι απεικονίσεις των προφητών στον υποτρούλειο χώρο, μας οδηγούν στο αδιαμφησβήτητο συμπέρασμα ότι στον ίδιο τον τρούλο του ναού την συγκεκριμένη περίοδο υπήρχε η Ανάληψη, πιθανότατα κατά το πρότυπο του εγγύτερου και εκ των αρχαιοτέρων παραδειγμάτων, του τρούλου της έδρας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Αγίας Σοφίας. Τα αυτά πρότυπα περίπου ένα τέταρτο του αιώνος αργότερα θα ακολουθήσει και ο Σάββας όταν θα ζωγραφήσει το σημαντικότερο έργο του, αυτό της Ζίτσης. Μία ακόμη μαρτυρία αυτής της μεγαλειώδους ανακαίνισης του Βατοπαιδίου αποτελούν και τα τέσσερα τμήματα του κάποτε ακέραιου ξύλινου επιστυλίου, το οποίο τότε είχε τοποθετηθεί στην μετώπη του τέμπλου και το οποίο όσον αφορά στα στυλιστικά χαρακτηριστικά του προσομοιάζει στον τρόπο εργασίας των καλλιτεχνών, που τοιχογράφησαν τον ναό. Των εργασιών στον εσωτερικό διάκοσμο της εκκλησίας του Ευαγγελισμού, αναμφίβολα προηγήθηκαν έργα αποκατάστασης της σκεπής της. Και οι δύο βιογράφοι του Σάββα τοποθετούν σε αυτήν την ανακαίνιση περί το 1195 την αντικατάσταση των πέτρινων πλακών, που κάλυπταν ήδη δύο αιώνες την εκκλησία με νέα, μολύβδινη, επικάλυψη. Είναι γνωστό, βάσει των κειμένων και των δύο βιογράφων του Σάββα, ότι κατά την διάρκεια αυτής της ανακαίνισης κατά την τελευταία δεκαετία του ιβ΄αι. στο Βατοπαίδι ανηγέρθησαν τρία παρεκκλήσια, της Γεννήσεως της Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου επί των τειχών της Μονής, ανατολικά του καθολικού και το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως στην κορυφή του υψηλότερου βατοπαιδινού Πύργου. Δεν έχει διασωθεί τίποτε ούτε από την τράπεζα, η οποία σύμφωνα με τον νεώτερο βιογράφο του Σάββα επεκτάθηκε και κοσμήθηκε με τοιχογραφίες, επειδή αυτό το δεύτερο σε σημασία κτίσμα υπέστη δυο εκ θεμελίων ανακαινίσεις στους νεώτερους αιώνες. Η ανακαίνιση του λεηλατημένου από τους πειρατές μετοχίου στο Προσφόριο με την αφιερωμένη εκκλησία στον συνονόματο του μόλις αφιχθέντος πατέρα του, Αγίο Συμεών τον Θεοδόχο, μπορεί επίσης να απετέλεσε πολύτιμη εμπειρία για τον νεαρό μοναχό Σάββα. 
Ως νεαρός μοναχός, στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, ο Σάββας το καλοκαίρι του 1198 ήλθε αντιμέτωπος με την μεγάλη πρόκληση της ανακαίνισης του Χιλανδαρίου, το όποιο του παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο με σκοπό την ίδρυση σερβικής Μονής. Οι απαραίτητες οικοδομικές εργασίες, η ανακαίνιση του Καθολικού, η οικοδόμηση της τραπέζης και η ανέγερση των κελλιών των μοναχών περατώθηκαν μέσα σε διάστημα λιγότερο των έξι μηνών, πριν την αρχή του χειμώνα του 1198, επειδή ο γηραιός Συμεών μετακινείται εκεί από το Βατοπαίδι και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα εκοιμήθη στις 13 Φεβρουαρίου του 1199 στο ανακαινισμένο Χιλανδάρι. Το μοναδικό κτίσμα στην ίδια την Μονή το οποίο υπάρχει έως και σήμερα και η ανέγερσή του τοποθετείται περί τα τέλη του ιβ’ αι. είναι ο πύργος, ο οποίος αναγείρεται βορειανατολικά της εκκλησίας και φέρει το όνομα του κτίτορός του - πύργος του Αγίου Σάββα. Δεν έχει διασωθεί κανένα από τα κτίσματα που ανήγειρε ο Σάββας στις Καρυές ακριβώς μετά τον θάνατο του πατέρα του - το κονάκι για την διαβίωση των εκπροσώπων της Μονής στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, η εκκλησία του Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων και το κτίριο για την διαμονή δύο ή και τριών αναχωρητών στο πλαίσιο της νεοϊδρυθέντος Ησυχαστηρίου, στο οποίο και ο ίδιος αναχώρησε ώστε να ακολοθουθήσει την αυστηρή άσκηση. Στον Σάββα απευθύνθηκαν για βοήθεια και οι αγιορειτικές αδελφότητες που επλήγησαν από την μάστιγα των πειρατών με τον Σέρβο μοναχό να ανταποκρίνεται, μεγαλόψυχα, στα αιτήματά τους. Σε μία από αυτές τις πειρατικές επιδρομές στο αμέσως μετά χρονικό διάστημα από τον θάνατο του Συμεών, λεηλατήθηκαν τρία μοναστήρια πλησίον των Καρυών, η Μονή Καρακάλλου, η Μονή Ξηροποτάμου και η Μονή Φιλοθέου. Σε αντίθεση από τις αναφερόμενες αγιορειτικές μονές, τα δύο μοναστήρια στην Βασιλεύουσα και στην Θεσσαλονίκη, των οποίων ο Σάββας υπήρξε μεγάλος ευεργέτης και στα οποία διέμεινε κατά την παραμονή του σε αυτές τις πόλεις σήμερα πλέον δεν υπάρχουν. Πρόκειται για την Μονή της Παναγίας της Ευεργέτιδος και την αδελφότητα του Παντοκράτορος της Μονής Φιλοκάλλη στην Θεσσαλονίκη. 
Το μεγαλύτερο σύνολο διασωθέντων τοιχογραφιών τις οποίες παρήγγειλε και επέβλεψε ο Σάββας βρίσκεται στους τοίχους του ναού της Θεοτόκου στην Στουντένιτσα, κτίσης του πατέρα του. 
Ο Σάββας ανέλαβε τα καθήκοντα του ηγουμένου της αδελφότητας της Στουντένιτσα, λαμβάνοντας τον τίτλο του αρχιμανδρίτη, όχι πριν το 1210, μετά τον θάνατο του ηγουμένου Διονυσίου. Τα επόμενα πέντε χρόνια, όσο παρέμεινε επικεφαλής της Στουντένιτσα, ο Σάββας διήυθυνε την οικοδόμηση της Εκκλησίας του Σωτήρος στην Ζίτσα, ίδρυσις του αδελφού του, του Μεγάλου Ζουπάνου Στεφάνου. 
Ως Αρχιεπίσκοπος Σάββας κατά το παράδειγμα του πατέρα του υπήρξε δωρητής και της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στην Ρώμη. Πολύ περισσότερα είναι τα δώρα που το 1229 ο Σάββας παραδίδει προσωπικά στα μεγαλύτερα αγιάσματα της Παλαιστίνης. Σε αυτό το πρώτο του προσκύνημα δώρισε μεγάλο χρηματικό ποσό στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων επί πατριαρχείας του Αθανασίου Β΄ όπως και στον ναό της του Χριστού Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, στην βασιλική της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ, του Αγίου Ζαχαρία στην Ορεινή, στην εκκλησία της αναστάσεως του Λαζάρου στην Βηθανία, στο Αναχωρητήριο του Κυρίου στο Σαραντάριο Όρος, στην Μονή Προδρόμου στον Ιορδάνη, στην Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Σάββα, στην Λαύρα του Αγίου Ευθυμίου, στην Μονή του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, στον καθεδρικό του Ευαγγελισμού στην Ναζαρέτ. Όσον αφορά στο ύψος των χρηματικών δωρεών, την πιο αντιπροσωπευτική μαρτυρία μας την δίνει το γεγονός ότι η Ιβηρική αδελφότητα της Μονής του Τιμίου Σταυρού πλησίον των Ιεροσολύμων ανήγειρε με την δωρεά του Σάββα οικοδομήματα για την εγκαταβίωση των μοναχών και των προσκυνητών. Παρόμοια αντικείμενα λειτουργικής χρήσης θα βρίσκαμε και στις αποσκευές, του τότε πρώην Αρχιεπισκόπου Σάββα κατά την επιστροφή του από το δεύτερο ταξίδι του στα μέρη της Ανατολής, στα οποία θα παραμείνει ενάμιση περίπου έτος (1234/5). Χρησιμοποίησε την Ιερουσαλήμ ως ορμητήριό του για τα ταξίδια του στις γύρω χώρες. Λειτούργησε για τελευταία του φορά στην βουλγαρική πρωτεύουσα, στο Τίρνοβο, τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουρίου του 1236, μετά από λίγο αρρωσταίνει σοβαρά και πεθαίνει οκτώ ημέρες αργότερα στις 14 Ιανουαρίου. Από την κλίνη του, προβλέποντας τον θάνατό του, ο Σάββας διαμοιράζει σε τρία ίσα μέρη τα αποκτήματα του τελευταίου ταξιδιού του, το πρώτο μέρος προορίζεται για την Αρχιεπισκοπή στην Ζίτσα, το δεύτερο για την Στουντένιτσα και το τρίτο για το Πατριαρχείο του Τιρνόβου. Ως αληθινός αρχιερέας ακόμη και από την νεκρική κλίνη του μόχθησε με κάθε τρόπο να μεγαλύνει την Εκκλησία του Θεού.


Γέρων Συμεών Διονυσιάτης
Πρωτεπιστάτης της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους
Κωνσταντίνος Βαφειάδης
Δρ, Καθηγητής (Ε.ΔΙ.Π.) Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών 
Η τιμή του αγίου Σάββα στην Μονή Χιλανδαρίου και στα Χιλανδαρινά Κελλιά των Καρυών του Αγίου Όρους. Η μαρτυρία των εικόνων.
Στὴν παροῦσα μελέτη ἐξετάζονται συγκεκριμένες εἰκόνες τῆς μονῆς Χιλανδαρίου καὶ τῶν κελλίων της στὶς Καρυές, προκειμένου νὰ τεκμηριωθεῖ ἡ σχέση τους μὲ συγκεκριμένα ἐργαστήρια ζωγραφικῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ καταγραφεῖ μία ἀκόμη πτυχὴ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων Σάββα Σερβίας καὶ Συμεὼν Nemanja στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐξ ἀπόψεως τέχνης, οἱ εἰκόνες αὐτὲς μαρτυροῦν ἱκανὴ ποικιλία εἰκαστικῶν ρευμάτων, τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν συγκεκριμένα ἐργαστήρια, ὅπως αὐτὸ τῶν ἐκ Κορυτσᾶς Κωνσταντίνου καὶ Ἀθανασίου, τῶν Γαλατσιάνων, τῶν Καρπενησιωτῶν, ἀλλὰ καὶ σέρβων ζωγράφων, ὅπως τοῦ ἱερέως Danilo. Ἡ συνύπαρξη τῶν λαμπρῶν αὐτῶν ἐργαστηρίων καὶ τὸ ἔργο τους σηματοδοτεῖ γόνιμη περίοδο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ἔχει ἐκτιμηθεῖ στὶς πραγματικὲς της διαστάσεις.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν εὐλάβεια πρὸς τὸ πρόσωπο τῶν δύο ἐπιφανῶν Ἁγίων τοῦ σερβικοῦ ἔθνους, εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ τιμὴ τους, ἀρχικὰ τουλάχιστον, ἦταν ὑπόθεση τῶν Σέρβων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα καὶ ἐφεξῆς ἡ πρὸς αὐτοὺς εὐλάβεια ἐξαπλώνεται στὴν ἱερὰ χερσόνησο, ἐφόσον πρόκειται γιὰ ἐπιφανεῖς ἁγιορεῖτες κτίτορες. Τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ δύο Ἅγιοι εἰκονογραφοῦνται συχνότατα, καὶ μάλιστα ὁμοῦ μὲ ἄλλους Ἁγίους, καὶ ὄχι μεμονωμένα σὲ κὰποια ἀναθηματικὴ παράσταση. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι στὴν παράσταση τῆς «Συνάξεως τῶν Ἁγιορειτῶν Ἁγίων», ἡ ὁποία ἐμφανίζεται αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περίοδο, συμπεριλαμβάνονται πάντοτε οἱ ἅγιοι Σάββας καὶ Συμεών, καὶ μάλιστα ὁ πρῶτος ὡς προεξάρχων τοῦ χοροῦ τῶν Ἁγίων. Ἀξίζει δὲ νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ συγκεκριμένη εἰκονογραφία φαίνεται νὰ δημιουργεῖται στὶς Καρυές, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἡ διάδοση, λοιπόν, τῆς τιμῆς τῶν ἁγιορειτῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸ διοικητικὸ αὐτὸ κέντρο τῆς ἱερᾶς χερσονήσου ἔμελλε νὰ προβάλει παράλληλα τὴν τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Σάββα, καὶ μάλιστα νὰ θέσει αὐτὸν στὴν κορυφὴ τῶν ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν ποὺ μὲ τὸ ἔργο τους θὰ διαμορφώσουν τὴν ἁγιορειτικὴ πολιτεία καὶ πνευματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου