Το προσεχές Σαββατοκύριακο 7 και 8 Δεκεμβρίου 2019 η Αγιορειτική Εστία διοργανώνει για 4η χρονιά τον ετήσιο πλέον θεσμό του Διεθνούς Επιστημονικού Εργαστηρίου, μία σημαντική συνάντηση της επιστημονικής κοινότητας που ασχολείται με την Αθωνική έρευνα, ένα κορυφαίο διεθνές γεγονός όπως αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων από την Ελλάδα και το εξωτερικό που επιθυμεί να συμμετέχει στις εργασίες του Εργαστηρίου μας.
Οι εργασίες θα διεξαχθούν στο αμφιθέατρο «Στέφανος Δραγούμης» του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού. (για να δείτε το πρόγραμμα πατήστε εδώ)
Ακολουθούν οι περιλήψεις των εισηγήσεων του 4ου Επιστημονικού
Εργαστηρίου της Αγιορειτικής Εστίας:
Ακολουθούν οι περιλήψεις των εισηγήσεων του 4ου Επιστημονικού
Εργαστηρίου της Αγιορειτικής Εστίας:
Volha Barysenka
Διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γκντάνσκ της Πολωνίας
Οι εικόνες της Θεοτόκου που αγιογραφήθηκαν στο Άγιον Όρος και ο ρόλος που έπαιξαν στη σύγκρουση ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Καθολικούς στις γκουβερνίες του Μινσκ και του Γκρόντνο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 1907-1911
Μετά την ανακήρυξη του Διατάγματος της Ανοχής στη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1905, στις δυτικές περιοχές του κράτους οι Ορθόδοξοι που ζούσαν σε άμεση γειτνίαση με τους Καθολικούς άρχισαν να προσηλυτίζονται μαζικά στην Καθολική Εκκλησία και ο αριθμός αυτών που προσηλυτίστηκαν μόνο στην γκουβερνία του Μινσκ κατά την περίοδο 1905-1907 φέρεται να υπερέβη τους 14000 κατοίκους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η τοπική διοίκηση έκαναν ό,τι μπορούσαν να ενισχύσουν την Ορθοδοξία εναντίον των προσηλυτικών δραστηριοτήτων των Καθολικών. Τα μέτρα που εφάρμοσαν συμπεριέλαβαν τη διοργάνωση λιτανειών (με σκοπό να αντικαταστήσουν τις θεαματικές λιτανείες των Καθολικών και να παροτρύνουν τους Ορθοδόξους να συμμετάσχουν σ’ αυτές), την εκλαΐκευση του αγιορείτικου μοναχισμού και τη διάδοση αντιγράφων των πιο γνωστών θαυματουργικών εικόνων της Θεοτόκου και του Αγίου Παντελεήμονος που είχαν αγιογραφηθεί στο Άγιον Όρος. Αυτά τα αντίγραφα αποστάλθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία και διανεμήθηκαν στους ναούς για να χρησιμοποιηθούν σε εορταστικές λιτανείες, οι οποίες περιγράφηκαν σε εκκλησιαστικά περιοδικά.
Μέχρι στιγμής κατάφερα να εντοπίσω πέντε σωζόμενες εικόνες της Θεοτόκου που αγιογραφήθηκαν στο Άγιον Όρος και μεταφέρθηκαν στην επικράτεια της Λευκορωσίας κατά την περίοδο 1907-1911. Αποτελούν αντίγραφα διαφορετικών θαυματουργικών εικόνων: δυο απ’ αυτές είναι αντίγραφα της εικόνας του Άξιον Εστί, ενώ οι άλλες τρεις είναι αντίγραφα της εικόνας της Παναγίας Γοργοεπηκόου, της θαυματουργικής εικόνας της Παναγίας Προδρομίτισσας και της εικόνας της Παναγίας Ακαθίστου. Όλες αυτές οι εικόνες παρουσιάζουν παρόμοια υφολογικά χαρακτηριστικά. Είναι αρκετά μεγάλες και η κάθε μια φέρει επιγραφή στην πίσω πλευρά. Και οι επιγραφές παρουσιάζουν ομοιότητες. Σύμφωνα με το κείμενο που φέρουν, οι εικόνες αυτές αγιογραφήθηκαν στο Άγιον Όρος και δωρίστηκαν για την ενίσχυση της Ορθοδοξίας. Οι ξύλινοι πίνακες περιέχουν τα κειμήλια πολλών αγίων που έχουν ξεπλυθεί μετά την αφαίρεσή τους από τα πρωτότυπα, μαζί με μια σύντομη προσευχή. Όλες οι εικόνες έτυχαν εξαρχής ειδικής τιμής, βίωσαν μια απίστευτη πορεία μέσα στον εικοστό αιώνα και διασώθηκαν από τους ντόπιους πιστούς σε μια εποχή που οι εκκλησίες στη Σοβιετική Ένωση καταστρέφονταν. Σήμερα θεωρούνται θαυματουργικές.
Pierre Benic
Υποψήφιος διδάκτορας
Δυο αγιορείτικα πρότυπα βασιλικής αγιοσύνης: το έργο «Βαρλαάμ και Ιωάσαφ» και ο Άγιος Σάββας της Σερβίας
Με διαφορά δυο αιώνων, δυο πρίγκιπες έφθασαν στο Άγιον Όρος μαζί με τους πατέρες τους.
Εγκατέλειψαν την κοσμική περιουσία και εξουσία τους, μαζί με τα στέμματα και τα βασίλειά τους, για να ασπαστούν το μοναστικό βίο και να κερδίσουν τη θεία χάρη την οποία είχε υποσχεθεί ο Χριστός σε όσους ακολουθούν το δρόμο του προς το Βασίλειο του Θεού. Όχι μόνο έβαλαν ως στόχο για τον εαυτό τους την αναζήτηση της τελειότητας, αλλά ίδρυσαν και μοναστήρια που έμελλε να γίνουν τα κέντρα της πνευματικής και της πολιτισμικής ζωής των λαών τους. Η μονή Χιλανδαρίου (1198) και η μονή Ιβήρων (980) είναι πράγματι πηγές πνευματικής χάριτος και θησαυρών του πνεύματος. Τα ονόματα αυτών των ανθρώπων μας είναι πασίγνωστα καθώς τα διαχρονικά έργα τους μας φωτίζουν και μας καθιστούν πνευματικά τέκνα και κληρονόμους τους. Ο Άγιος Σάββας και ο Όσιος Ευθύμιος μεταμόρφωσαν δημιουργικά την υψηλή κοινωνική τους θέση και τη βασιλική ιδιότητά τους· αξιοποίησαν τα χαρίσματα της εξουσίας και της βασιλείας που τους είχε χαρίσει ο Θεός και τα έκαναν να ανθούν για χάρη των λαών τους. Ο Όσιος Ευθύμιος ο Ιβηρίτης ή Αθωνίτης (περί 955-1024) φημίζεται για τις μεταφράσεις του από τα ελληνικά προς τα γεωργιανά, όμως το αριστούργημά του είναι χωρίς καμία αμφιβολία το έργο «Βαρλαάμ και Ιωάσαφ». Ο Ευθύμιος διασκεύασε αυτό το σύντομο αγιολογικό κείμενο από τα Γεωργιανά προς τα ελληνικά, και το μετέτρεψε σε μια ογκώδη ανθολογία θεολογικού και αγιολογικού περιεχομένου. Η «Ιστορία του Αγιασμένου Βίου του Οσίου Ιωάσαφ» ακολουθεί την πορεία ενός νεαρού Ινδού πρίγκιπα ο οποίος ενστερνίστηκε τις διδαχές του Βαρλαάμ, ενός χριστιανού μοναχού, και ασπάστηκε την αληθινή πίστη και τελικά έγινε μοναχός ο ίδιος. ‘Όμως το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι, μετά τον προσηλυτισμό του Ιωάσαφ και την κουρά του ως μοναχού, ο Βαρλαάμ τον διέταξε να μην εγκαταλείψει τα εγκόσμια αλλά να δεχθεί την εξουσία που προοριζόταν γι’ αυτόν και να βασιλεύσει στο λαό του και ως βασιλιάς και ως μοναχός. Με αυτόν τον τρόπο, οδήγησε το λαό του στην αληθινή πίστη και τον κατέστησε μέρος του πνευματικού ποιμνίου του Χριστού. Ενώ η Ιστορία του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ «δομεί» ένα πρότυπο ασκητικής βασιλικής αγιοσύνης, ο Άγιος Σάββας πραγματοποιεί αυτή τη ζωή αγιοσύνης ως πρίγκιπας που έγινε μοναχός και έπειτα αρχιεπίσκοπος και αληθινός ποιμένας του λαού του στο βασίλειο του πατέρα του και στο αιώνιο βασίλειο του ουράνιου Πατέρα του. Από αυτή την οπτική, το Άγιον Όρος μοιάζει να είναι ο χώρος όπου η «Ιστορία του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ» γίνεται ένα αγιολογικό κείμενο μείζονος σημασίας, με την ανάδειξη του προτύπου του πρίγκιπα-αγίου Ιωάσαφ της Ινδίας, καθώς και ο χώρος όπου ο νεαρός πρίγκιπας Ράστκο Νεμάνια γίνεται ο Άγιος Σάββας, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος της Σερβίας. Προβλέποντας την ύπαρξη μιας διακειμενικής μαρτυρίας για αυτό το γεγονός, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Βίος του Αγίου Σάββα του Θεοδοσίου (εκδ. D. Bogdanovic 1988) αναφέρεται ρητά στην «Ιστορία του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ» του Οσίου Ευθυμίου (εκδ. R. Volk 2006).
Σ’ αυτήν την παρουσίαση, πρόθεση μας είναι να αναλύσουμε και να συγκρίνουμε την αγιασμένη πορεία ενός μοναχού ο οποίος αποδέχεται τα βασιλικά καθήκοντά του, τα οποία προσδιορίζονται στο κείμενο του Βίου του Ιωάσαφ, καθώς και τα ιερά έργα του Αγίου Σάββα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής κληρονομιάς του Αγίου Όρους. Πράγματι, όλες οι πολιτικές, εκκλησιολογικές, πνευματικές και θεολογικές πτυχές του έργου για τον Βαρλαάμ και τον Ιωάσαφ πραγματοποιούνται πλήρως στο βίο (ή στο «Βίο και Πολιτεία») του Αγίου Σάββα. Για τον Ιωάσαφ και τον Άγιο Σάββα, ο λαός αποτελεί μια πραγματικότητα η οποία είναι και πολιτική και πνευματική. Αυτά τα δυο θεανθρώπινα πρόσωπα εργάστηκαν για να βάλουν το λαό τους στο «δρόμο προς τη θεανθρώπιση»: ο Ιωάσαφ έχτισε ναούς και μετέτρεψε ήδη υπάρχοντα κτίρια, σημαδεύοντάς τα με το σύμβολο του Σταυρού, ενώ ο Άγιος Σάββας και οι ηγεμόνες της ιερής δυναστείας των Νεμάνια άφησαν πίσω τους μόνο ναούς και μοναστήρια ως κληροδοτήματα. Αυτό που ονομάζουμε «φωτισμένοι ηγεμόνες» στην ουσία αποτελεί «φωτισμένη δεσποτεία». Από την άλλη μεριά, οι «αγιασμένοι ηγεμόνες» βασιλεύουν πρώτα στον εαυτό τους, ως αγιορείτες ασκητές, προτού βασιλέψουν στο λαό τους: επικαλούνται το Άγιο Πνεύμα να κατοικήσει ανάμεσα στο λαό, επειδή μόνο Αυτό μπορεί να ενώσει τις καρδιές των ανθρώπων. Στο Άγιον Όρος οι μοναχοί γίνονται αδελφοί, πατέρες και γιοί, και μια αληθινή «πνευματική οικογένεια». Μέσα στον κόσμο, ο Άγιος Σάββας και ο Ιωάσαφ επικαλέστηκαν το Άγιο Πνεύμα για να ενώσει τους λαούς τους. Αυτό εκφράζει πλήρως το νόημα του να «βαφτίζει κανείς το λαό»: πρόκειται για τη μεταμόρφωση μιας κοινότητας ξεχωριστών συμφερόντων και δυνάμεων στην Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Η μεταμορφωμένη κοινότητα του Αγίου Όρους, το βασίλειο του Ιωάσαφ και το κράτος των Νεμάνια φωτίζονται όλα από το φως του Χριστού (Iωάννου α: 9· Εφεσίους ε: 14).
Τὸ Ἃγιον Ὄρος ἐστι Οὐρανός ἐπὶ τῆς γῆς, κήπος γὰρ (τῆς Θεοτόκου) ἐστι, ἐκ τοῦ ὁποίου ὁ Ιοάσαφ καὶ ὁ Ἃγιος Σάββας ἐβλάστησαν, ἵνα ἀνάγουσιν τὰς χώρας αὐτῶν εἰς τὸν Οὐρανόν.
Nina Chichinadze
Καθηγήτρια, Κρατικό Πανεπιστήμιο Ilia της Τιφλίδας, Γεωργία
Οι βασιλικές και αριστοκρατικές χορηγίες προς τη μονή Ιβήρων
Η Ιερά Μονή Ιβήρων έπαιξε έναν ζωτικό ρόλο στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της μεσαιωνικής Γεωργίας ανά τους αιώνες. Από το τέλος του 10ου αιώνα και εξής το γεωργιανό μοναστήρι του Αγίου Όρους αποτελούσε ένα από τα κύρια σημεία επαφής ανάμεσα στη Γεωργία και το Βυζάντιο σε πολλά επίπεδα. Οι αριστοκρατικές χορηγίες προς τη μονή Ιβήρων είναι καταγεγραμμένες σε ποικίλες πηγές (όπως το Συνοδικό, αγιολογικά κείμενα, ιστορικά χρονικά κλπ.). Στην παρουσίασή μας, θα εστιάσουμε σε πηγές από τον 11ο έως και τον 17ο αιώνα που παρέχουν πληροφορίες για τις χορηγίες γεωργιανών βασιλέων και αριστοκρατών. Ανάμεσα στους χορηγούς της μονής των ιβήρων (γεωργιανών) συγκαταλέγονται οι μονάρχες του Βασιλείου της Γεωργίας ο Δαβίδ Δ′ (– 1125), η Μεγάλη Ταμάρ (βασ. 1089-1213), ο Βασιλιάς Λέων του Καχέτι (βασίλειο της Ανατολικής Γεωργίας), και ο Αλέξανδρος Α′ (14121443). Κατά τον 15ο αιώνα κραταιές αριστοκρατικές οικογένειες, όπως οι Ζακέλι (ηγεμόνες του Σάμτσκε-Τζαβαχέτι), άφησαν ανεξίτηλα το στίγμα τους στην ιστορία της μονής. Εκτός από τα εικαστικά τεκμήρια και τα σωζόμενα αντικείμενα, το Συνοδικό της μονής (1074) μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε τους χορηγούς της μονής Ιβήρων, οι δωρεές των οποίων συνέβαλαν σημαντικά στην εδραίωση της θέσης της μονής στην ιεραρχία των αθωνικών μονών και της εξουσίας της και στο χώρο του Αγίου Όρους και πέρα από τα σύνορά του.
Οι πλούσιες δωρεές των γεωργιανών ηγεμόνων χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση ή την ανοικοδόμηση μοναστηριακών ναών και άλλων κτισμάτων, την αγιογράφηση εκκλησιών και παρεκκλησιών της μονής, την αγορά γαιών και την ίδρυση νέων μετοχίων. Οι χορηγοί της μονής επίσης έδωσαν σημασία στον εξωραϊσμό της θαυματουργικής εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας.
Σημαντικές δωρεές δόθηκαν από ευγενείς οικογένειες προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταφή τους στη μονή και η μνημόνευσή τους. Εκτός από χρήματα, δώρισαν και πολύτιμα υφάσματα, εικόνες, λειτουργικά σκεύη, βιβλία και κάθε είδους προσωπικών αγαθών.
Οι γραπτές πηγές αποδεικνύουν ότι οι χορηγίες προς τη γεωργιανή μονή του Αγίου Όρους εντάσσονταν στα ιδεολογικά και πολιτικά προγράμματα των γεωργιανών ηγεμόνων και των ισχυρών αριστοκρατών. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα κοινωνικά ελίτ της μεσαιωνικής Γεωργίας και το Άγιον Όρος αντανακλά τις πιο σημαντικές εξελίξεις στην ιστορία του γεωργιανού βασιλείου και του Αγίου Όρους, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στους επίσημους κύκλους της Ιβηρίας (Γεωργίας) και του Βυζαντίου.
Miguel Galles
Διδακτορικός ερευνητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης
Τρία έργα που θα μπορούσαν να προστεθούν στον κατάλογο των έργων του εργαστηρίου του Διονυσίου εκ Φουρνά. Μια εικόνα του Προφήτη Ηλία
Κατά την έρευνα που πραγματοποιήσαμε πάνω σε μια ενδιαφέρουσα εικόνα του Προφήτη Ηλία από μια ιδιωτική συλλογή της Βαρκελώνης, προβλήθηκε η υπόθεση ότι θα μπορούσε να είναι μια άγνωστη εικόνα του διάσημου αγιορείτη ζωγράφου Διονυσίου εκ Φουρνά (περί 1670 – μετά το 1744), ο οποίος είναι επίσης γνωστός για τη συγγραφή της φημισμένης «Ερμηνείας της Ζωγραφικής Τέχνης». Ο ρόλος που έπαιξε ως εικονογράφος και ως καλλιτέχνης που προωθούσε την τήρηση των εικονογραφικών μοτίβων σύμφωνα με την παράδοση τον ανέδειξε δικαιολογημένα σε κορυφαίο εκπρόσωπο της βυζαντινής εικονογραφικής παράδοσης. Η σημασία του γίνεται ακόμα πιο μεγάλη όταν τη βλέπει κανείς μέσα από το ιστορικο-γεωγραφικό πλαίσιο του Αγίου Όρους, της αέναης πηγής γνώσεων για όλη την Ορθόδοξη οικουμένη.
Σ’ αυτήν την παρουσίαση θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια πολύ λεπτομερή περιγραφή της εικόνας της βιβλικής μορφής, η οποία διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Ορισμένες λεπτομέρειες μας οδηγούν στο αναμφίβολο συμπέρασμα ότι ο εικονογράφος που «έγραψε» την εικόνα διέθετε μια εξαιρετική δεξιοτεχνία στη χρήση των τεχνικών που μας αφορούν.
Κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς μας να θέσουμε αυτήν την εικόνα στο σωστό ιστορικό και εικονογραφικό πλαίσιο, διαπιστώσαμε την ύπαρξη δυο ακόμα έργων – μια εικόνα του Αγίου Αθανασίου και μια του Αγίου Δημητρίου – τα οποία θα μας οδηγήσουν στην υπόθεση ότι εδώ έχουμε ένα σύνολο τριών εικόνων που, χωρίς καμία αμφιβολία, παρουσιάζουν την ίδια πατρότητα και παραπέμπουν στο ίδιο γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο.
Στη συνέχεια θα συγκρίνουμε τις εικόνες με γνωστά έργα του Διονυσίου εκ Φουρνά που φυλάσσονται στη μονή Καρακάλλου. Στο τέλος, θα προβάλουμε την πρόταση ότι, παρόλο που η απόδοση των εικόνων αυτών στον Διονύσιο εκ Φουρνα εγείρει κάποιες αντιρρήσεις, είναι πολύ πιθανό ότι προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο. Αυτή η πρόταση θα οδηγήσει σε μια συζήτηση για τα διαφορετικά στυλ και μοτίβα που χρησιμοποιήθηκαν από τον ίδιο ζωγράφο για διαφορετικά μέσα (τοιχογραφίες και εικόνες).
Με όλα αυτά ελπίζουμε ότι η έρευνά μας θα παρέχει πληροφορίες οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση για την μελλοντική συμπλήρωση του ευρύ προφίλ μιάς μορφής που έχει μείζονα σημασία για την αγιογράφηση των εικόνων και, επί πλέον, στο να ενθαρρύνει με νέες εμπνευσμένες γνώσεις τους νέους ζωγράφους με σκοπό να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση.
Romain Goudjil
Διδακτορικός φοιτητής και βοηθός διδασκαλίας υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Béatrice Caseau στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης των Παρισιών
O Αγιορείτικος τρόπος διαχείρησης δικαστικών υποθέσεων:
οι μοναχοί ενώπιον δικαστικών ηττών
Τα αθωνικά μοναστήρια κατέχουν σημαντική θέση στις βυζαντινές ιστορικές σπουδές χάρη στις πολλαπλές έρευνες που πραγματοποιούνται στα αθωνικά αρχεία στους τομείς της αγροτικής και της οικονομικής ιστορίας. Κάποιες έρευνες έχουν εστιάσει στη σχέση ανάμεσα στην κοινότητα του Αγίου Όρους και τις αυτοκρατορικές και πατριαρχικές αρχές, καθώς και στη μελέτη της βυζαντινής διπλωματίας και την παραγωγή διοικητικών εγγράφων. ‘Όμως δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι πρακτικές ενέργειες των μοναστηριών ως νομικών προσώπων και των μοναχών ως αυτόνομων προσώπων στον τομέα της απόδοσης της δικαιοσύνης. Παρόλα αυτά, οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των εγγράφων στα αθωνικά αρχεία. Αυτά τα έγγραφα αφορούν κυρίως νομικές υποθέσεις ανάμεσα στα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μερικές φορές ανάμεσα στα μοναστήρια και διαφόρους επισκόπους της περιοχής.
Αυτή η πρόταση στοχεύει στη μελέτη ενός μέρους των εγγράφων που τονίζουν το ρόλο των ίδιων των μοναχών και τον τρόπο που συμπεριφέρονται κατά τη διεξαγωγή δικαστικών υποθέσεων. Πιο συγκεκριμένα, στοχεύει στην ανάλυση της συμπεριφοράς τους και της πολλάκις απρεπούς στάσης τους ενώπιον των βυζαντινών δικαστηρίων κατά την περίοδο από τον 10ο αιώνα έως και τον 15ο αιώνα. Όλα τα μοναστηριακά αρχεία περιέχουν κυρίως νομικές πράξεις τις οποίες οι μονές μπορούσαν να προσκομίσουν στις βυζαντινές διοικητικές αρχές ως αποδείξεις των νομικών δικαιωμάτων τους, ειδικά όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μοναστηριακών κτημάτων. Συνεπώς η πλειοψηφία των αθωνικών δικαστικών εγγράφων που σώζονται σήμερα αφορούν δικαστικές υποθέσεις στις οποίες διάφορες μονές απέκτησαν την ιδιοκτησία ή τη χρήση κάποιου αμφισβητούμενου κτήματος. Στην περίπτωση των εγγράφων που αφορούν υποθέσεις ανάμεσα στα ίδια τα αθωνικά μοναστήρια, τα έγγραφα αυτά μας παρέχουν πληροφορίες για το άλλο μοναστήρι που εμπλέκεται στην υπόθεση, για τον ενάγοντα που έχει απορριφθεί από το δικαστήριο και για τη συμπεριφορά των μοναχών του μοναστηρίου που έχει χάσει την υπόθεση.
Αυτά τα έγγραφα αποτελούν τα μοναδικά τεκμήρια που μας δίνουν μια ιδέα των δικαστικών τακτικών που χρησιμοποιήθηκαν από τα αθωνικά μοναστήρια που έχασαν τις υποθέσεις τους.
Παρόλο που στη μεγάλη πλειοψηφία των σωζόμενων υποθέσεων όλα τα μέρη έχουν αποδεχθεί την απόφαση του δικαστηρίου, σε ορισμένες περιπτώσεις το μοναστήρι που έχει απορριφθεί προσπαθεί να αποφύγει την καταδίκη με παρελκυστικές ενέργειες, ακόμα και ενέργειες που οδηγούν σε μια λανθασμένη δικαστική απόφαση με τη χρήση πλαστών εγγράφων ή μαρτυριών ή ακόμα και βίας. Είναι αυτές ακριβώς οι συμπεριφορές που θέλουμε να μελετήσουμε συγκρίνοντάς τες με υποθέσεις στις οποίες δεν εμπλέκονται μοναχοί ως διάδικοι, όπως αυτές στην «Πείρα» ή των ηπειρωτών επισκόπων Χωματιανού και Απόκαυκου. Αυτές οι συγκρίσεις μαζί με τη μελέτη του βυζαντινών νόμων θα μας αποκαλύψουν αν τέτοιες συμπεριφορές αντανακλούν κάποιες συνηθισμένες πρακτικές κατά τη διεξαγωγή δικαστικών υποθέσεων στο Βυζάντιο ή αν η στάση των αγιορειτών μοναχών δεν αντιπροσωπεύει αυτήν των υπόλοιπων βυζαντινών. Επί πλέον, ο στόχος της πρότασης αυτής είναι να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο οι βυζαντινές δικαστικές αρχές αντέδρασαν σ’ αυτές τις απρεπείς συμπεριφορές. Πράγματι, η κάθε πράξη βίας καταστελλόταν από τους βυζαντινούς νόμους. Κάθε απόπειρα πλαστογράφησης διοικητικών εγγράφων ή προφορικών μαρτυριών θεωρείτο θανάσιμο αδίκημα. Η σύγκριση της συμπεριφοράς των δικαστικών αρχών ανάλογα με την προσωπική κατάσταση των διαδίκων θα μας επιτρέψει να καταλάβουμε καλύτερα αν οι αγιορείτες μοναχοί εμφανίζονταν συχνά ενώπιον των βυζαντινών δικαστηρίων ή αν επωφελούνταν κάποιων μορφών δικαστικών απαλλαγών ή ειδικής μεταχείρισης, όπως οι πολλαπλές φορολογικές ελαφρύνσεις.
Živojinović Mirjana
Ακαδημαϊκός, Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών
Ιερομόναχος Δωρόθεος – Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου (1355-1360) και Πρώτος του Αγίου Όρους (1356-1366)
Ο Ιερομόναχος Δωρόθεος, Ηγούμενος της Μονής Χιλανδαρίου, κατείχε σημαντική θέση ανάμεσα στους Πρώτους του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα. Στην παρούσα εργασία θα παρουσιαστεί η δράση του ως Ηγουμένου, όσο και ως Πρώτου του Αγίου Όρους.
Ο Ιερομόναχος Δωρόθεος, Ηγούμενος της Μονής Χιλανδαρίου. – Η πρώτη πληροφορία για τον Ηγούμενο Δωρόθεο είναι η παρουσία του, μαζί με τους εκπροσώπους της Μονής Χιλανδαρίου, στη σύνοδο στα Krupišta τον Μάιο του 1355. Στη σύνοδο αυτή οι Χιλανδαρινοί μοναχοί κατάφεραν, πρωτίστως χάρη στο αίτημα του Ηγουμένου Δωροθέου, να τους επιστραφούν τα καταπατημένα κτήματα, καθώς και άλλα δικαιώματα σε πολλά κτήματα στη Σερβία. Πέραν τούτου, τον Ιούνιο του 1355, και πάλι κατόπιν αιτήματος του Ηγουμένου Δωροθέου, στο χωριό Karbinci καθορίστηκαν τα όρια της μοναστηριακής γης, η οποία διαχωρίστηκε από τη γη, όπου ο βασιλιάς εγκατέστησε τους φρουρούς του. Το μοναδικό έγγραφο του Ηγουμένου Δωροθέου αποτελεί το έγγραφο της συνέλευσης της αδελφότητας της Μονής Χιλανδαρίου του έτους 1359/1360 περί παραχώρησης του κελιού του Αγίου Σάββα στις Καρυές στη βασίλισσα Γιέλενα, τότε μοναχή Ελισάβετ. Σημειώσεις στα χειρόγραφα βιβλία μαρτυρούν ότι ο Ηγούμενος Δωρόθεος ήταν υπεύθυνος για τη μοναστηριακή βιβλιοθήκη.
Ο Ηγούμενος Δωρόθεος ως Πρώτος του Αγίου Όρους – Η εκλογή του Ιερομονάχου Δωροθέου ως Πρώτου του Αγίου Όρους λίγο πριν το Δεκέμβριο του 1356 συνδέεται αναμφίβολα με το γεγονός ότι το Άγιο Όρος κατά τη συγκεκριμένη εποχή ήταν υπό τη σερβική κυριαρχία (1345-1371). Τα δύο πρώτα έγγραφα (Δεκέμβριος 1356) ο Πρώτος Δωρόθεος υπέγραψε στα ελληνικά. Στη συνέχεια όμως όλα τα έγγραφα του Πρωτάτου υπέγραφε στα σερβικά. Αυτό προκάλεσε απορία εάν πρόκειται για Πρώτο Έλληνα, τον οποίο αντικατέστησε ο ομώνυμος Πρώτος Σέρβος. Χάρη στις πληροφορίες που ανακαλύφθηκαν στα πρόσφατα δημοσιευμένα και μέχρι τότε άγνωστα έγγραφα αρχείων αγιορειτικών μονών επιβεβαιώθηκε ότι υπήρχε μόνο ένας Πρώτος Σέρβος. Ωστόσο, με αυτό τον τρόπο δεν λύθηκε το ερώτημα εάν ο Ιερομόναχος Δωρόθεος, Ηγούμενος της Μονής Χιλανδαρίου, μπορούσε ταυτοχρόνως να είναι και Πρώτος του Αγίου Όρους. Το γεγονός ότι ο Πρώτος Δωρόθεος, όπως και όλοι άλλοι Πρώτοι, σε κανένα έγγραφο του Πρωτάτου δεν υπεγράφη ως «Ηγούμενος της μονής και Πρώτος του Αγίου Όρους», οδήγησε τους δικούς μας επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την ιστορία του Αγίου Όρους υπό τη σερβική κυριαρχία (1335-1371), στο συμπέρασμα ότι ο Ιερομόναχος δεν μπορούσε ταυτοχρόνως να είναι Ηγούμενος της Μονής Χιλανδαρίου και Πρώτος του Αγίου Όρους. Αυτοί υποθέτουν ότι ο Ιερομόναχος Δωρόθεος έπρεπε να εγκαταλείψει τη θέση Ηγουμένου όταν εξελέγη Πρώτος, και μετά τη θέση Πρώτου αντικατέστησε με θέση Ηγουμένου, κ.λπ. Η Διονυσία Παπαχρυσάνθου, ειδήμων στο θέμα των αγιορειτικών Πρώτων, έχει επισημάνει, χωρίς να δίνει περισσότερα στοιχεία, ότι οι τρεις Πρώτοι, στους οποίους προστίθεται και ένας άλλος, ήταν ταυτοχρόνως Ηγούμενοι των μονών τους και Πρώτοι του Αγίου Όρους. Με αυτό το τρόπο απέδειξε ότι δεν υπήρχε ασυμβίβαστο από την κατοχή και των δύο θέσεων. Τα έγγραφα που περιέχουν πληροφορίες γι’ αυτό είναι ιδιωτικό-νομικού χαρακτήρα: μια συμφωνία, δύο διαθήκες και ένα έγγραφο περί ανταλλαγής αγαθών. Όσων αφορά τον Ιερομόναχο Δωρόθεο, δε διαθέτουμε τέτοια έγγραφα.
Ο Πρώτος Δωρόθεος τα παραχωρούσε πρωτίστως στα σλαβικά μοναστήρια Μικρές Μονές και κελιά κατεστραμμένα και ερημωμένα λόγω συχνών επιθέσεων των Τούρκων,– το Χιλανδάρι και τον Άγιο Παντελεήμονα, καθώς και στο φιλικό Βατοπέδι. Στους αδελφούς μεγάλο πριμικήριο Αλέξιο και πρωτοσεβαστό Ιωάννη παραχώρησε το ερημωμένο κελί Ραβδούχου στα θεμέλια του οποίου ίδρυσαν τη Μονή Παντοκράτορος. Ο Πρώτος Δωρόθεος παραχώρησε στο μοναχό Διονύσιο χώρο στο οποίο αυτός ίδρυσε την ομώνυμη μονή. Όσο ήταν Πρώτος, ο Δωρόθεος επέλυσε πολλές αντιδικίες ιδιοκτησιακού χαρακτήρα μεταξύ μοναχών των αθωνικών μονών.
Ας προστεθεί επίσης ότι ο Πρώτος Δωρόθεος στις εργασίες του Πρωτάτου καλούσε τακτικά τους εκπροσώπους της Μονής Χιλανδαρίου.
Νικόλας Βρυζίδης
Διδάκτορας της Ιστορίας της Τέχνης
Όψεις Αναγεννησιακής Αισθητικής στο Άγιο Όρος: Άμφια και Εκκλησιαστικά Υφάσματα, 15ος-17ος αιώνας.
Η παρούσα εισήγηση προτείνει την εξερεύνηση όψεων αναγεννησιακής αισθητικής στο Άγιο Όρος, τόσο μέσω των σωζόμενων αμφίων και εκκλησιαστικών υφασμάτων (π.χ. σταχώσεων χειρογράφων), όσο και απεικονίσεων ενδυμάτων. Στόχος είναι να φωτιστεί η συμβολή της Ευρωπαϊκής, και ιδιαίτερα Ιταλικής Αναγέννησης σε μια λιγότερο γνωστή πτυχή του υλικού πολιτισμού, καθώς και η Ελληνική πρόσληψη ενός στοιχείου της Μεσογειακής ‘κοινής’ των αντικειμένων.
Η σχετική βιβλιογραφία έχει επικεντρωθεί ως τώρα στις Φραγκοκρατούμενες περιοχές, όπου, όπως είναι αναμενόμενο, η ενδυμασία ανέπτυξε ένα ιδίωμα που συνδύαζε τις τοπικές με τις Λατινικές παραδόσεις. Από την άλλη πλευρά, τα σημαντικά κατάλοιπα αναγεννησιακών υφασμάτων στο Άγιο Όρος έρχονται να συμπληρώσουν τη γνώση μας ως προς την ενδυμασία κατά την Υστεροβυζαντινή και Οθωμανική εποχή. Η τροφοδότηση της αισθητικής των Ελλήνων με αναγεννησιακά δάνεια είχε αξιοσημείωτη διάρκεια, με μία δυναμική σχέση που ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες του Βυζαντίου, και συνεχίστηκε απρόσκοπτα έως και τον 17ο αιώνα. Η δημοφιλία των συγκεκριμένων μεταξωτών και βελούδων πρώτα στη Βυζαντινή αυλή, και ύστερα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, μπορεί εύκολα να αποδοθεί στο εξαιρετικά ενεργό δίκτυο των Λατίνων εμπόρων, καθώς και στην τεχνική υπεροχή της Ιταλικής υφαντικής. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος υποδεικνύει την κατανάλωση αυτών των υφασμάτων ως μια ανάγκη οικειοποίησης των αναγνωρίσιμων συμβόλων αίγλης και κύρους. Εξάλλου, τα Ιταλικά εργαστήρια προμήθευσαν για αρκετούς αιώνες τα αυτοκρατορικά βεστιάρια τόσο της Ρωσίας όσο και των Οθωμανών, συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση των ενδυματολογικών προτιμήσεων της διεθνούς ελίτ.
Συνοψίζοντας, η σημαντική παρουσία των υφασμάτων αναγεννησιακής αισθητικής στο Άγιο Όρος, η σημειολογία τους μέσα στο Υστεροβυζαντινό και Οθωμανικό περιβάλλον, και τα επώνυμα αντικείμενα από τέτοιες στόφες προσφέρουν ένα εξαιρετικά πλούσιο πεδίο ανάλυσης. Μέσα στο παραπάνω αναλυθέν πλαίσιο, η εισήγηση μου θα υποστηρίξει ότι αυτά τα κατάλοιπα ισορροπούσαν κάπου μεταξύ ετερότητας και σταδιακής ενσωμάτωσης, ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι του ντόπιου υλικού πολιτισμού.
Αρχιμανδρίτης Εφραίμ Γκιβίσης - Εσφιγμενίτης
Αρχιμανδρίτης Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεολόγος, Master Βυζ. Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Αδημοσίευτη Παλαιολόγεια εικόνα στη Μονή Εσφιγμένου. Η εντυπωσιακή πορεία ενός εργαστηρίου.
Στο Αντιπροσωπείο της Μονής Εσφιγμένου στις Καρυές φυλάσσεται μια άγνωστη εικόνα μικρών διαστάσεων των στρατιωτικών αγίων Γεωργίου και Δημητρίου. Οι άγιοι παρουσιάζονται μετωπικοί, φορούν πλούσια στρατιωτικά και πολιτικά ενδύματα δουλεμένα με εξαιρετικό μικρογραφικό τρόπο και με πολλές χρυσογραφίες. Διακρίνονται όλα τα στοιχεία της τέχνης των Παλαιολόγων, ενός πολύ καλού συνεργείου μιας κεντρικής πόλης της αυτοκρατορίας, ίσως της ίδιας της Πρωτεύουσας. Η εικόνα αυτή φαίνεται ότι αποτελεί έναν κρίκο μιας αλυσίδας έργων τέχνης που ενώνει τα άκρα του γνωστού τότε κόσμου.
Η εισήγηση έχει ως στόχο να συνδέσει την αδημοσίευτη εικόνα με ένα σημαντικό εργαστήριο, το οποίο έχει εκτελέσει παρόμοια έργα κατόπιν παραγγελίας υψηλών αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας, διασπαρμένα σήμερα σε Μουσεία και συλλογές στην Ανατολή, τη Δύση και τον Βορρά. Τέτοια εξέχοντα πρόσωπα της βυζαντινής κοινωνίας είναι οι Σερβοελληνικής καταγωγής Δεσπότες της Ηπείρου, οι οποίοι αναγνώριζαν την σπουδαιότητα της ζωγραφικής τέχνης και χρησιμοποίησαν την επιρροή της για την υστεροφημία τους.
Συγκρίνοντας σημαντικές τεχνοτροπικές και χρωματικές λεπτομέρειες της εικόνας της Εσφιγμένου με παρόμοιες εικόνες της εποχής της, διακρίνεται το ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ύφος ενός συνεργείου, ίσως και το ίδιο χέρι που φιλοτέχνησε τα έργα. Η υψηλή ποιότητα, τα εξαιρετικά ακριβά υλικά της ζωγραφικής και των μεταλλικών επενδύσεων με τους άφθονους πολύτιμους λίθους, αλλά και η θαυμαστή επιρροή που άσκησε εκτός συνόρων ο ζωγραφικός τρόπος του συνεργείου προδίδουν την έδρα του στην πόλη του Κωνσταντίνου.
Η τέχνη της Βασιλεύουσας επηρέαζε πάντοτε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας και δημιουργούσε ανάλογο ρεύμα, δίνοντας ώθηση, όπως στην υπό εξέταση περίπτωση, σε ένα κύμα καλλιτεχνικής έκφρασης και επιρροής, που αγκάλιασε τη Μεσόγειο, έφτασε μέχρι τις παγωμένες στέπες της Ρωσίας, ενώ στον Ελλαδικό χώρο αποτέλεσε την βάση για μια νέα καλλιτεχνική έκρηξη στους επόμενους αιώνες στα εναπομείναντα ελεύθερα από τον οθωμανικό ζυγό μέρη, όπως ήταν η Κρήτη.
Στέφανος Διαμαντής
Δασολόγος, Φυτοπαθολόγος
Οι Μύκητες της χερσονήσου του Αγίου Όρους
Οι λίγες σχετικά καταγραφές μυκήτων που μέχρι τώρα υπάρχουν στα δασικά οικοσυστήματα της Χερσονήσου του Αγίου Όρους δείχνουν ότι και το Βασίλειο αυτό οργανισμών παρουσιάζει πλούσια ποικιλότητα και εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πεντακόσια περίπου είδη Μακρομυκήτων έχουν ανφερθεί μέχρι σήμερα (Διαμαντής & Περλέρου 1997). Αν και ο αριθμός φαίνεται αρκετά εντυπωσιακός χάνει την αξία του εάν αναφερθεί ότι ο αναμενόμενος αριθμός ειδών Μακρομυκήτων, με βάση τον αριθμό των φυτικών ειδών που σχηματίζουν τα δασικά οικοσυστήματα του Αγίου Όρους, πρέπει να υπερβαίνει τα 2.000 είδη.
Νέες καταγραφές μυκήτων έγιναν το 2017 και 2018 με σημαντικότερα είδη τα Amanita phalloides, Amanita fulva, Amanita porphyria, Ceriporia reticulata, Elaphomyces muricatus, Entoloma ortonii (syn. E. farinolens), Hypholoma capnoides, Peniophora cinerea, Phanerochaete rubiginosa, Phanerochaete sordida, Phellinus torulosus, Steccherinum ochraceum, Tremella foliacea and Xerasmatella vaga. Η σημασία των μυκήτων στη διατήρηση της ισορροπίας των δασικών οικοσυστημάτων είναι τόσο σημαντική όσο και σιωπηλή και άγνωστη στο ευρύ κοινό. Διασπούν την οργανική ουσία (καρπούς, φύλλα, φλοιό, ξύλο κ.α.) που συσσωρεύεται στο έδαφος και έτσι συντελούν στην ενσωμάτωσή της στο έδαφος, ανακυκλώνουν τα θρεπτικά στοιχεία και τα επαναφέρουν στη διάθεση των δένδρων (αυτολίπανση του δάσους), ενώ οι καρποφορίες τους αποτελούν σημαντικό κρίκο στην τροφική αλυσίδα μέσα στο δασικό οικοσύστημα. Οι μυκορριζικοί μύκητες δημιουργούν μυκορριζική συμβίωση με τις ρίζες των δένδρων και συντελούν στην ανάπτυξη αλλά αυξάνουν και την ανθεκτικότητά τους σε βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες.
Καταγραφές μυκήτων γίνονται διαχρονικά όμως με αργούς ρυθμούς. Είναι ανάγκη να υλοποιηθεί πρόγραμμα για συστηματική και εντατική έρευνα ώστε να προταθούν μέτρα προστασίας των μυκήτων της Χερσονήσου του Αγίου Όρους το οποίο ως γνωστόν αποτελεί περιοχή ενταγμένη στο Δίκτυο Natura 2000 (GR1270003) με ειδικό καθεστώς διατήρησης και προστασίας της βιοποικιλότητας.
Παναγιώτης Δούρος
Διδάκτωρ Πολιτιστικής Διαχείρισης Δ.Π.Θ.
Σχέσεις Αγίου Όρους και Αθήνας στα νεότερα χρόνια: η περίπτωση της Σιμωνόπετρας κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.
Η σχέση της Αθήνας και ευρύτερα της Αττικής με τον Άθω ως μοναχικού κέντρου εκκινά ήδη από τον 9ο αιώνα. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο κύριοι φορείς των σχέσεων αποτελούν οι μορφές των Αγιορειτών που κατάγονταν από την Αττική καθώς και των Αγιορειτών που έδρασαν σε αυτήν. Τις εγκαινιάζει ο αγιορείτης εξ Αθηνών και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης άγιος Βασίλειος (9ος αι.), βιογράφος του αγίου Ευθυμίου του νέου και κτήτορας του μονυδρίου του Αγίου Βασιλείου στην περιοχή του Χιλανδαρίου.
Στούς επόμενους αιώνες, ιδίως κατά τους μεταβυζαντινούς και νεώτερους χρόνους, η επικοινωνία εμπλουτίζεται με την ίδρυση ευάριθμων μετοχίων αγιορειτικών μονών.
Ιδιαίτερα σημαντική και καλά μαρτυρημένη είναι η σχέση που αναπτύσσεται από τα τέλη του 19ου, όλο τον 20όν αιώνα και ως τις ημέρες μας με την μονή Σιμωνόπετρας. Η σχέση αυτή οριοθετείται με την παρουσία στην Αθήνα του γέροντος Ιερωνύμου († 1957), ηγουμένου της μονής Σιμωνόπετρας. Για τρεις δεκαετίες κατέστη πνευματικός φάρος και σημείο αναφοράς για την πρωτεύουσα, καθώς και ανανεωτής του γυναικείου μοναχισμού.
Κέντρο της διακονίας του υπήρξε το μετόχι της Αναλήψεως στις υπώρειες του Υμηττού, ο οποίος είναι γνωστός για τα πολυάριθμα μοναστικά του ιδρύματα. Το μετόχι αφιερώθηκε στη μονή το 1908 και μέχρι τις μέρες μας αποτελεί ζωντανή μαρτυρία του Αγίου Όρους στην Αθήνα. Το πλούσιο αρχείο του και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που το διακόνησαν παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες τόσο για την ιστορία της περιοχής, ως δήμου πλέον Βύρωνα, στην οποία αναπτύχθηκε, όσο και για τις γενικότερες σχέσεις της Αθήνας με το Άγιον Όρος.
Δημοσθένης Α. Κακλαμάνος
Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Χειρόγραφες Αγιορειτικές Αγιολογικές Συλλογές της Παλαιολόγειας περιόδου: Συντάκτες – Περιεχόμενα – Στοχοθεσία
Σημαντική έκφανση της πνευματικής αναγέννησης που συντελείται στον Άθωνα κατά την Παλαιολόγεια περίοδο αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η αναβάθμιση της λειτουργίας των μοναστηριακών Βιβλιοθηκών αλλά και των αντιγραφικών εργαστηρίων που οργανώνονται συστηματικά, συμβάλλοντας στον εμπλουτισμό και την ανανέωση του περιεχομένου των Βιβλιοθηκών. Ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της πνευματικής ακμής που παρατηρείται στο Άγιον Όρος κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο συνιστά η τάση κωδικοποίησης της εκκλησιαστικής γραμματείας, όπως πιστοποιείται μέσα από τη συγκρότηση θεολογικών συλλογών με αγιορειτική ταυτότητα, τάση η οποία αναμφίβολα σχετίζεται με την εμφάνιση του πνευματικού κινήματος του Ησυχασμού και την παρουσία στον Άθωνα λογίων που διεδραμάτισαν πρωτέυοντα ρόλο στις πνευματικές και θεολογικές ζυμώσεις του 14ου και των αρχών του 15ου αιώνα.
Μάρτυρες του αγιορειτικού εγκυκλοπαιδισμού και ευρύτερα της πνευματικής αναγέννησης των παλαιολόγειων χρόνων αποτελούν και οι αγιολογικές συλλογές που καταρτίζονται στον Άθωνα, οι οποίες, αν και ακολουθούν πιστά ως προς τη μορφολογία τους πρότυπα παλαιότερων συλλογών (Πανηγυρικά, Μηνολόγια, Ομιλιάρια), διακρίνονται, ωστόσο, για την αγιορειτική τους ταυτότητα (χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις Πανηγυρικών Μονής Φιλοθέου και Μονής Βατοπεδίου), όπως επιβεβαιώνεται τόσο από τη συμπερίληψη κειμένων που προέρχονται από τη γραφίδα λογίων και εκκλησιαστικών ανδρών που εγκαταβίωσαν για κάποιο χρονικό διάστημα του βίου τους σε αγιορειτικές μονές (Γρηγόριος Παλαμάς, Φιλόθεος Κόκκινος, Μακάριος Μακρής) όσο και από το γεγονός της εισαγωγής αγιολογικών κειμένων για νέους αγιορείτες αγίους, τα οποία στην πλειονότητά τους συντάχθηκαν από αγιορείτες συγγραφείς.
Στην εισήγησή μας θα παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα μιας ευρύτερης έρευνάς μας, η οποία επεκτείνεται και σε ακατάγραφες έως σήμερα αγιορειτικές αγιολογικές συλλογές, εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας σε θέματα που αφορούν στους συντάκτες, τους εντολοδότες και τα περιστατικά συγκρότησης αυτών των συλλογών, στα κριτήρια επιλογής των συμπεριληφθέντων σε αυτές κειμένων, στη στοχοθεσία τους και ευρύτερα στην ένταξή τους στα ιστορικά, πνευματικά και θεολογικά συμφραζόμενα της εποχής τους και στη λειτουργία τους ως μέσων διάχυσης της Ησυχαστικής Θεολογίας, ενώ θα κατατεθούν νέα δεδομένα για ελάχιστα έως σήμερα γνωστούς βιβλιογράφους, για τις μετακινήσεις στο Άγιον Όρος βιβλίων από άλλα μεγάλα πνευματικά κέντρα της παλαιολόγειας εποχής, όπως είναι Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, για την προώθηση διά των συλλογών αυτών της λειτουργικής μνήμης νέων αγιορειτών αγίων, αλλά και για τη συμβολή των αγιορειτικών αντιγραφικών εργαστηρίων στην περαιτέρω διάδοση αγιολογικών κειμένων που συντάσσονται στον Άθωνα κατά την εν λόγω περίοδο.
Δημήτρης Λιάκος
Δρ. Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους
Οι ξυλόγλυπτοι σταυροί των αθωνικών σκευοφυλακίων και τα επίπεδα «ανάγνωσής» τους
Ξυλόγλυπτοι σταυροί με ή χωρίς μεταλλική επένδυση απαντούν σε όλα τα αθωνικά σκευοφυλάκια, καθώς επίσης σε καθολικά και παρεκκλήσια. Από τα εκατοντάδες σωζόμενα έργα σε όλες τις μονές, που χρονολογούνται από τα τέλη του 15ου αι. και έπειτα, ένας μικρός συγκριτικά αριθμός είναι δημοσιευμένος, ενώ ορισμένα είναι εν μέρει γνωστά από φωτογραφικές απεικονίσεις σε προσκυνηματικούς οδηγούς και άλλες εκδόσεις.
Οι άξονες γύρω από τους οποίους θα κινηθεί η εισήγησή μου, για τις ανάγκες της οποίας επανεξετάστηκαν ορισμένα γνωστά έργα και μελετήθηκε ικανός αριθμός αδημοσίευτων σταυρών, είναι οι εξής:
1. Η τεκμηρίωση των υφολογικών ιδιωμάτων που χαρακτηρίζουν τόσο τους ξυλόγλυπτους πυρήνες, όσο και τον διάκοσμο των μεταλλικών επενδύσεων και κατ’ επέκταση η εν γένει εξέλιξη και διάδοσή τους από τον 15ο αι. και μετά.
2. Η αναζήτηση των τεχνιτών που σκάλισαν τους ξύλινους πυρήνες και φιλοτέχνησαν τις μεταλλικές επενδύσεις και η ανίχνευση, όσο αυτό είναι εφικτό, των όρων συνεργασίας τους. Επιπλέον, θα καταβληθεί προσπάθεια να διερευνηθεί ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα: η έκταση της δραστηριότητας των μοναχών ξυλογλυπτών, που στις πηγές μαρτυρείται από τον 17ο αι. και μετά.
3. Η αξιολόγηση των δεδομένων που προσφέρουν οι κτητορικές επιγραφές (όπου υπάρχουν) αναφορικά με την αναζήτηση των παραγγελιοδοτών τους, αλλά και τον τρόπο κτήσης ορισμένων έργων από τις μονές, όπου σήμερα απόκεινται.
Θωμάς Μαφρέδας
Θεολόγος (MTh), Συντηρητής έργων Τέχνης (ΜSc), Υπ. Δρ. Πα.Δ.Α., τμ. Συντήρησης Αρχαιοτήτων & Έργων Τέχνης
Ελένη Κουλουμπή
Συντηρήτρια Έργων Τέχνης (PhD), Εθνική Πινακοθήκη, Εργαστήριο Φυσικοχημικών Ερευνών
Σταμάτιος Μπογιατζής
Αναπληρωτής Καθηγητής Πα.Δ.Α. τμ. Συντήρησης Αρχαιοτήτων & έργων Τέχνης
Διονύσιος ιερομόναχος, ο εκ Φουρνά (1670-1744). Μελετώντας την τεχνική και τα υλικά σε ενυπόγραφες εικόνες του Διονυσίου. Πρώτα αποτελέσματα.
Το 1845 ο Γάλλος αρχαιολόγος Adolph-Napoleon Didron, δημοσίευσε στα γαλλικά το κείμενο του ιερομονάχου Διονυσίου: «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» (Dionysios, 1855), το οποίο χρονολογείται μεταξύ των ετών 1729-1732 (Kakavas, 2008).
Η δημοσίευση αυτή απέκτησε ευρεία απήχηση στον ιστορικό και καλλιτεχνικό κόσμο της περιόδου εκείνης διότι συγκέντρωνε τις μέχρι τότε διάσπαρτες συμβουλές και πληροφορίες για τα στάδια κατασκευής των φορητών εικόνων (Dionysius, 1909). Επιπλέον η «Ερμηνεία της Ζωγραφικής τέχνης» με τη πάροδο των χρόνων έγινε σημείο αναφοράς τόσο για τη συγγραφή διάφορων «Ερμηνειών» ζωγραφικής τέχνης στον ευρύτερο ελλαδικό και βαλκανικό χώρο (Moutafov, 2001), όσο και για τη διερεύνηση της τεχνολογίας κατασκευής και τη μελέτη των εικονογραφικών τύπων της μεταβυζαντινής ορθόδοξης ζωγραφικής.
Η Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης είναι ίσως το πλέον διαδεδομένο χειρόγραφο αυτού του τύπου στα Βαλκάνια (Vryonis, 2008, p. 58; Moutafov, 2006) γεγονός που φαίνεται από το μεγάλο αριθμό των αντιγραφών του και από τις μεταφράσεις του στα Βουλγαρικά και στα Σέρβικα (Moutafov, 2006).
Η Ερμηνεία κάλυψε το κενό που υπήρχε τη περίοδο του 18ου αι. και αφορούσε την εικονογραφική και τεχνολογική διαδικασία της κατασκευής των φορητών εικόνων. Χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα ως μία προσπάθεια επαναφοράς στα πρότυπα της βυζαντινής αγιογραφίας, όπως αυτά παραδόθηκαν από τον Μανουήλ Πανσέληνο (Vassilaki, 2012, p. 382).
Η βιογραφία και η εργογραφία του Διονυσίου είναι γνωστή, καθώς πλήθος μελετητών ασχολήθηκαν μαζί του (Hetherington, 1973; Hetherington, 1974; Kakavas, 2008; Mponovas, 2009; Tsigaridas, 2009; Vassilaki, 2012; Ferens, 2015; Markozanis, 2017). Καταγόμενος από τον Φουρνά των Αγράφων έζησε για αρκετά χρόνια στο κελί του Τιμίου Προδρόμου στη πρωτεύουσα του Αγίου Όρους στις Καρυές, όπου και έγραψε την Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και απεβίωσε σε μεγάλη ηλικία στην γενέτειρά του.
Μέχρι σήμερα η αναγνώριση των τεχνικών χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου καλλιτέχνη δεν είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των ερευνητικών προσπαθειών. Δεν έχει γίνει καμία συστηματική καταγραφή της τεχνικής, των υλικών και του ζωγραφικού τρόπου στο σύνολο των φορητών έργων του καθώς και η συγκριτική τους μελέτη. Αν και η φυσικοχημική έρευνα των φορητών εικόνων έχει αναπτυχθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, παραμένει ωστόσο terra incognita η ταυτοποίηση και η αναγνώριση των υλικών σε εικόνες προερχόμενες από τον συγκεκριμένο ζωγράφο.
Στη παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας σε τέσσερις ενυπόγραφες εικόνες του Διονυσίου που φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο του Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Φουρνά Ευρυτανίας. Εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα διαγνωστικών ελέγχων που αποσκοπούσαν αφενός στο χαρακτηρισμό των υλικών και της τεχνολογίας κατασκευής των εικόνων και αφετέρου στη σύγκρισή των αποτελεσμάτων με όσα αναφέρει στο έργο του: «Ερμηνεία της ζωγραφικής Τέχνης», ώστε να εκτιμηθεί ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ θεωρίας και πράξης.
Η ανακοίνωση αυτή, αποτελεί μία πρώτη καταγραφή των αποτελεσμάτων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια των φυσικοχημικών ελέγχων και αποτελεί τμήμα δημοσίευσης μιας ευρύτερης έρευνας που πραγματοποιείται στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής σχετικά με την τεχνική κατασκευής και την ταυτοποίηση υλικών στο σύνολο των φορητών εικόνων του Διονυσίου. Τα πρώτα αποτελέσματα που ελήφθησαν συντελούν στο να μελετηθεί η τεχνική και τα υλικά που χρησιμοποίησε ο συγκεκριμένος αγιογράφος στον οποίο πιστώνεται η αναμόρφωση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής από τον 18ο αιώνα και μετά.
Βιβλιογραφία,
H., 1855. Manuel d' iconographie Chretienne Grecque et Latine. A επιμ. Paris: Imprimerie Royale.
Dionysius, o. F., 1909. Interpretation of the painting art (Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης). St. Petersbourg: Papadopoulos-Kerameus A.
Ferens, ,. M. J., 2015. Dionysius of Fourna: Artistic Identity Through Visual Rhetoric. California: University Of California, Riverside.
Hetherington, P., 1973. "The Poets" in the 'Epmhneia of Dionysius of Fourna. Dumbarton Oaks Papers, Τόμος 27 , pp. 317-322.
Hetherington, P., 1974. The Painters Manual of Dionysius of Fourna. An English translation with Commentary of cod. gr. 708 in the Saltykov-Shchedrin State Public Library, Leningrad. A. Reprint in 1978 επιμ. London: The Sagittarius Press.
Kakavas, G., 2008. Dionysios Of Fourna (c. 1670-c. 1745). Artistic Creation and Literary Description. 1st επιμ. Leiden, Netherlands: Alexandros Press.
Markozanis, N. J., 2017. The "Hermeneia of Art Painting" by Dionysios of Fourna and the Western Technological Tradition of the Middle Ages. Α επιμ. Athens: Armos.
Moutafov, E., 2001. Europeanisation on Paper”. Treatises on Painting in Greek during the First Half of the 18th century. 1 επιμ. Sofia: s.n.
Moutafov, E., 2006. Post-Byzantine Hermeneia zographikes in the eighteenth century and their dissemination in the Balkans during the nineteenth century. Byzantine and Modern Greek Studies, 30(1), pp. 69-79.
Mponovas, N., 2009. Late post-Byzantine painting on Mount Athos. The workshop of the painters from Karpenissi (1773-1890). Thessaloniki: Aristotle Univeristy of Thessaloniki.
Tsigaridas, E. N., 2009. Portable icons by Dionysius of Fourna of Agrafa and his workshop in Serres. Macedonian, Τόμος 38, pp. 97-131.
Vassilaki, M., 2012. Following the steps of Dionysius of Fourna. Bulletin of Christian Archaeological Society, Τόμος 33, pp. 379-386.
Vryonis, S., 2008. Η Βυζαντινή κληρονομιά στον επίσημο και έντεχνο πολιτισμό των βαλκανικών λαών. Στο: J. Yiannias, επιμ. Η Βυζαντινή παράδοση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, pp. 35-68
Αναστάσιος Β. Νικόπουλος
Νομικός – Δρ Ιστορίας Δικαίου
Το άγραφο εθιμικό δίκαιο του Αγίου Όρους στη μετάβαση από την Βυζαντινή στην Οθωμανική δικαιοταξία
Δεν είναι σπάνιες οι αναφορές αρχειακών εγγράφων στο εθιμικό δίκαιο του Αγ.Όρους. Τα αθωνικά αρχεία περιέχουν ικανά ντοκουμέντα, που δείχνουν ρύθμιση κρισίμων ζητημάτων ή αναγνώριση θεσμών, κυρίως καταστατικού και δημοσιονομικού χαρακτήρος, με βάση το εθιμικό δίκαιο . Τα ντοκουμέντα εξετάζονται κατά τις εξής φάσεις:
1. Πρώτη Οθωμανοκρατία και ως τις συνθήκες του 1403.
1.1. Απόφαση του πατριαρχικού δικαστηρίου του Απριλίου 1389.
Επιλύει μακροχρόνια αντιδικία των μονών Βατοπεδίου και Καρακάλλου, σχετικά με τα μετόχια Ζαβερνίκειας & Δεκάλιστας της υπό των Οθωμανών κατεκτημένης περιοχής του Στρυμώνος. Από τα σκεπτικά και το διατακτικό της αποφάσεως τεκμηριώνονται τα εξής:
1.1.1. Εφαρμογή του ιδίου δικαίου, τόσο του αγράφου εθιμικού ("ὡς ἔθος ἐστὶν ἀπαρχῆς ἐν ταῖς ἁγιορειτικαὶς ὑποθέσεσι"), όσο και του επισήμου αυτοκρατορικού ("ἕως ἂν ταῦτα γένωνται κατὰ τοὺς φιλευσεβεῖς νόμους") και όχι του δικαίου του κατακτητή.
1.1.2. Αρχή του φυσικού δικαστή ("ἑτέραν δὲ κρίσιν γενέσθαι καὶ τοπικὴν ἐξέτασιν παρά τε τοῦ ὁσιωτάτου πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τινων ἄλλων καθηγουμένων", "τῆς ἁγιορειτικῆς κρίσεως γενομένης καὶ τῆς ἀληθείας ἀπὸ τῆς ἐξετάσεως εὑρεθείσης", "κατὰ τὴν γενομένην ὕστερον ἐξέτασιν παρὰ τῶν Ἁγιορειτῶν").
1.1.3. Λειτουργία ανεξάρτητης και ανεπιρρέαστης δικαιοσύνης, άσκηση ενδίκων μέσων και κατοχύρωση απρόσκοπτης πρόσβασης στις δικαστικές δικαιοδοσίες κλπ.
1.2. Ορισμός μπεηλέρμπεη Ρούμελης του Φεβρουαρίου 1401.
Παρέχει εξαίρεση (κάτι ανάλογο προς την βυζαντινή εξκουσσεία) των φορολογικών εσόδων της μονής Βατοπεδίου γιά το μετόχι του Προσφορίου, από την κρατική φορολόγηση.
2. Πρόσκαιρη επαναφορά βυζαντινής διοίκησης (1403 - 1423).
2.1. Πρόσταγμα Ιωάννου Ζ´ του Αυγούστου 1404.
Αναγνωρίζει στις αγιορειτικές μονές ένα σύστημα φορολόγησης της οικονομίας των μετοχίων τους , διαμορφωθέν κατά το εθιμικό δίκαιο, και ρυθμίζει σύμφωνα με αυτό τις δημοσιονομικές σχέσεις με το κράτος.
2.2. Πρόσταγμα του Μανουήλ Β´της 29 Σεπτ. 1404.
Στο πλαίσιο της ρύθμισης των εκκρεμοτήτων κατά την πρόσκαιρη μετάβαση από την πρώτη Οθωμανοκρατία εκ νέου στην βυζαντινή διοίκηση, επιβεβαιώνει δύο κρίσιμα ζητήματα του Αγ.Όρους με βάση το εθιμικό δίκαιο: α) την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και β) τις δημοσιονομικές σχέσεις του με τους επικυριάρχους.
2.3. Πρόσταγμα του Μανουήλ Β´ της 12 Δεκ. 1408.
Στο πλαίσιο κάποιων αντισταθμιστικών μέτρων έναντι της αρχικώς επιβληθείσης από τον Μανουήλ Παλαιολόγο, προνοιακής επιβαρύνσεως των μοναστηριακών μετοχίων, αναγνώρισε φορολογικές ατέλειες σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο.
2.4. Ορισμός δεσπότου Ανδρονίκου Παλαιολόγου του Μαρτίου 1417.
Σύστησε δωρεά του παλαιοχωρίου Μαρίσκιν στη μ. Διονυσίου, με αναγνώριση των ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου δικαιωμάτων αυτής κατά το εθιμικό δίκαιο.
3. Πρώϊμη φάση δεύτερης Τουρκοκρατίας (1423 - τέλος 15ου αι.).
3.1. Δύο ορισμοί του σουλτάνου Μουράτ Β΄ (1421 - 1451), παραδιδόμενοι σε περίπου σύγχρονή τους ελληνική μετάφραση, από το αρχείο της μ. Βατοπεδίου, αναγνώρισαν υπό τους όρους του εθιμικού δικαίου φορολογικές ατέλειες και ανενοχλησία των Αγιορειτών από μέρους των οθωμανών φοροεισπρακτόρων.
3.2. Ορισμός του Μουράτ Β΄ της 5 Απρ. 1430.
Επικύρωσε τις πράξεις των προκατόχων του σουλτάνων Μωάμεθ Α΄ και Βαγιαζίτ Α΄ σχετικά με το καθεστώς του Αγ.Όρους και θέσπισε πλήρη κατοχύρωση της αγιορειτικής μοναστηριακής περιουσίας με βάση το εθιμικό δίκαιο.
3.3. Πράξη του αναπληρωτή καδή Θεσσαλονίκης του Μαϊου 1489.
Αποφαίνεται, κατόπιν σουλτανικής παραγγελίας, περί του ιδιοκτησιακού και φορολογικού καθεστώτος του βατοπεδινού μετοχίου Αμουλιανής και μάλιστα θετικώς δυνάμει του εθιμικού δικαίου.
3.4. Έγγραφο του Πρώτου και της Συνάξεως των ετών 1494 - 1496.
Επ' αφορμή εμπλοκής της οθωμανικής αρχής της Θεσσαλονίκης, αποδίδεται λογοδοσία, επιβεβαιώνεται όμως παράλληλα η αυτοτέλεια και η θεσμική λειτουργία των οργάνων του Αγ.Όρους με αναφορά στο εθιμικό του δίκαιο.
Αναστάσιος Ντούρος
Διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας
No woman’s land. Η άγνωστη αποστολή στο Άγιον Όρος και τα Μετέωρα το 1929, από μικρή ομάδα Αμερικανών καλλιτεχνών – περιηγητών.
Το 1929, τριμελής ομάδα προερχόμενη από την Αμερική, καταφθάνει στην Ελλάδα με σκοπό την περιήγηση και καταγραφή (φωτογραφική και κινηματογραφική) των δύο μεγαλύτερων μοναστικών κέντρων της χώρας: του Αγίου Όρους και των Μετεώρων. Η ομάδα αποτελούνταν από τον Ρώσο εμιγκρέ, ζωγράφο, εξερευνητή και με ιδιαίτερα επικοινωνιακά χαρίσματα, Vladimir Perfilieff, τον φωτογράφο, ταλαντούχο κινηματογραφιστή και μετέπειτα βραβευμένο με Όσκαρ, Floyd Crosby και τον αρχιτέκτονα και απόφοιτο του Πανεπιστημίου Princeton, Gordon McCormick.
Το αποτέλεσμα του περιπετειώδους ταξιδιού τους, ήταν καλά κρυμμένο για πολλά χρόνια, στα συρτάρια του Τμήματος Τέχνης και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Princeton, αλλά η πρόσφατη μετακόμιση μέρους του αρχείου, έφερε στο φως έναν σπουδαίο θησαυρό: 256 ασπρόμαυρες εκτυπωμένες φωτογραφίες, 82 φωτογραφίες σε γυάλινες πλάκες (κάποιες από τις οποίες επιχρωματισμένες) και κινηματογραφικό υλικό διάρκειας 33 λεπτών.
Το μεγαλύτερο μέρος του φωτογραφικού υλικού, είναι αφιερωμένο στο Άγιον Όρος. Υπάρχει ωστόσο και ένας μεγάλος αριθμός φωτογραφιών από τα Μετέωρα και την γύρω περιοχή, ενώ ελάχιστες είναι οι φωτογραφίες από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Σε αντίθεση με το κινηματογραφικό υλικό, στο οποίο παρουσιάζονται κυρίως σκηνές από τα Μετέωρα και την ευρύτερη περιοχή. Σκοπός του ταξιδιού τους, ήταν να περιηγηθούν και να καταγράψουν μέσω της κάμερας τους την άγνωστη ζωή των δύο πολιτειών στις οποίες οι μοναδικοί κάτοικοι τους είναι άνδρες μοναχοί, έτσι ώστε να έχουν την δυνατότητα να το παρουσιάσουν αργότερα στην Αμερική, με απώτερο στόχο την δημιουργία εντυπώσεων και όχι την καταγραφή στοιχείων που αφορούν την παράδοση, την τέχνη, την αρχιτεκτονική ή την θρησκευτική ζωή. Στο πνεύμα αυτό, εντάσσεται και η σκηνοθετημένη συνάντηση τους με ερημίτη αγιορείτη αναχωρητή, ο οποίος τους υποδέχεται στην είσοδο της βραχώδους σπηλιάς που ζούσε.
Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης
Βιβλιοθηκάριος Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Δρ. Θεολογίας
Ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων. Τά νεώτερα στοιχεῖα γιά τούς Γραφεῖς τῶν Κωδίκων της ἀπό τή συνεχιζόμενη ἔρευνα.
Ἡ μικρή, πλήν ἀξιόλογη Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος τῶν Καυσοκαλυβίων, παρ᾿ ὅλο πού ἡ ἵδρυσή της ἀνάγεται στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰ. κατέχει μία συλλογή ἀπό χειρόγραφους κώδικες, πού χρονολογοῦνται ἀπό τόν 11ο ὥς καί τόν 20ό αἰῶνα. Ἡ σημερινή συλλογή, πού μᾶς παραδόθηκε χάρη στήν φροντίδα καί τήν ἀξιέπαινη προσπάθεια τῶν κατά καιρούς βιβλιοφυλάκων τῆς Σκήτης, ἀποτελεῖται ἀπό 279 χειρόγραφα, τά περισσότερα τῶν ὁποίων εἶναι χάρτινα, ἐνῶ τρία εἶναι περγαμηνά. Ἐπιπλέον ὑπάρχουν καί μερικά περγαμηνά σπαράγματα. Ἡ συλλογή περιλαμβάνει κυρίως ἔργα ἁγιολογικά, πατερικά, πανηγυρικά, ὑμνολογικά, μουσικά καί ἱστορικά, πού προορίζονταν νά καλύψουν τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν πατέρων τῆς πλέον ἀπόμακρης καί δυσπρόσιτης ἁγιορειτικῆς Σκήτης. Χρονικά, τά χειρόγραφα αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τίς περισσότερες ἀπό τίς ἐποχές τῆς βυζαντινῆς, τῆς μεταβυζαντινῆς καί τῆς σύγχρονης περιόδου. Ἄν ἐξαιρέσουμε ἕνα περγαμηνό τοῦ 10ου, δύο περγαμηνά τοῦ 11ου, τέσσερα τοῦ 14ου, πέντε τοῦ 15ου καί ἑπτά τοῦ 17ου αἰώνα, τά ὑπόλοιπα χειρόγραφα τοποθετοῦνται ἀνάμεσα στόν 18ο καί 19ο αἰῶνα.
Στό πλαίσιο τῶν προσπαθειῶν τοῦ γράφοντος γιά τήν ἀνασυγκρότηση καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς Βιβλιοθήκης, ἀπό τό ἔτος 1999, ὁπότε καί δημιουργήθηκε ἰδιαίτερος χῶρος φύλαξης τῶν βιβλίων, καταρτίστηκαν καί δημοσιεύθηκαν Συμπληρωματικοί Κατάλογοι τῶν Κωδίκων (ἀριθ. 87 - 242, Θεσσαλονίκη 2005) καί (ἀριθ. 242-279, Θεσσαλονίκη 2016) μέσα ἀπό τούς ὁποίους παρουσιάσθηκε μία πλήρης εἰκόνα τῶν χειρογράφων πού μέχρι σήμερα εἶναι θησαυρισμένα στή Βιβλιοθήκη τῆς Σκήτης.
Ἐκτός ἀπό τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῶν κωδίκων αὐτῶν, σημαντικό τμῆμα τοῦ ὁποίου παραμένει ἀδημοσίευτο, πολλές εἶναι οἱ πληροφορίες, πού ἀναδύονται μέσα ἀπό τούς κώδικες γιά τούς γραφεῖς οἱ ὁποῖοι τούς καλλιέγραψαν. Ἔτσι, μᾶς γίνονται γνωστοί, ἀνάμεσα σέ ἄλλους, οἱ γραφεῖς: Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης, Θεόκλητος Καρατζᾶς ὁ Βυζάντιος, Ραφαήλ Ἀκαρνάν, Διονύσιος Ἁγιαρτεμίτης, Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, Ἰγνάτιος Λαυριώτης, Ἀγάπιος Ἁγιαννανίτης, Προκόπιος, Νήφων Ἰβηροσκητιώτης, Ἰωνᾶς Ἐσφιγμενίτης, Ἰωακείμ Σιμωνοπετρίτης, Δαυίδ Σκοπελίτης, Χαρίτων Τρικκαῖος, Αὐξέντιος Λαυριώτης, Μεθόδιος Ἡλιουπολίτης καί Ἀντώνιος Νεασκητιώτης.
Τά εὑρήματα ἀπό τή συνεχιζόμενη ἔρευνα καί μελέτη τῶν χειρογράφων τῆς καυσοκαλυβίτικης συλλογῆς θεωροῦμε ὅτι εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα γιά τή σπουδή τῆς Ἁγιορειτικῆς Γραμματείας καί Προσωπογραφίας καθώς πλειάδα ἀπό τά παραπάνω ἔργα, τῶν ὁποίων οἱ γραφεῖς δέν ἀναγράφονται σ᾿ αὐτά, μποροῦν πλέον μέ ἀσφάλεια νά ἀποδοθοῦν σέ πολύ σημαντικούς Ἁγιορεῖτες λογίους-κωδικογράφους, ὅπως ὁ ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης, ὁ μοναχός Θεόκλητος Καρατζᾶς ὁ Βυζάντιος καί ὁ ἀρχιμανδρίτης Αὐξέντιος Λαυριώτης.
Ἀρκετά εἶναι τά χειρόγραφα πού καλλιέγραψαν γιά τίς λειτουργικές καί ἀναγνωστικές ἀνάγκες τῶν πατέρων, ἐνῶ σέ ἀρκετά ἀπό τά παλαιά ἔντυπα τῆς ἴδιας Βιβλιοθήκης ἔχουν προβεῖ εἴτε σέ χειρόγραφες συμπληρώσεις τοῦ κειμένου ἀπό τό ἔντυπο πού ἔχει ἐκπέσει εἴτε σέ προσθῆκες. Ἐμπλουτίζεται ἐπίσης ἡ γνώση μας γιά τή συμβολή, τουλάχιστον τῶν δύο πρώτων λογίων στήν ὀργάνωση τῆς Βιβλιοθήκης κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ἴδρυσής της στά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα.
Στέργιος Στεφάνου
Αρχιτέκτων Μηχανικός - Msc Αναστηλωτής / Διευθυντής Τ.Υ. του ΚεΔΑΚ
"Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία του Καθολικού της Ι. Μ. Δοχειαρίου του Αγίου Όρους"
Περί το 1046, ηγουμενεύοντος του Θεοδοσίου, η Ι. Μονή "της Δάφνης" (σήμερα "του Δοχειαρίου") επανιδρύεται στη σημερινή της θέση ως «Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Το 1078 ο Πατρίκιος Νικόλαος εκάρη μοναχός ως Νεόφυτος και ηγουμένευσε. Το 1092 αναφέρει: «…οικοδομάς παμπλείστους ανήγειρα… και... τον …Ναόν…του Αρχιστρατήγου… Μιχαήλ εκ κρηπίδων αυτών, τον πρώην διαλύσας ανήγειρα, όν ωραιότητι πολλή κατηγλάϊσα..». Το 1118 χαράχθηκε η ενθύμηση στον ΒΑ κίονα: «ετελειώθει η εκκλη(σια) και ηρξαμ(ε)θα ψάλλειν».
1: Η εξωτερική επιφάνεια του καθολικού έχει όλα τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά ομοιογένειας, που τεκμηριώνουν την ενιαία διαμόρφωσή της στον ίδιο χρόνο. Ωστόσο, στην ανώτερη ζώνη των προσόψεων το γείσο εμφανίζει στοιχεία φθοράς, αποδιοργάνωσης και ανάπλασης, συμβατά με αλλαγές που μπορεί να συνέβησαν από το 1554 ως το 1744. Το τόξο της ολοκλήρωσης των τυφλών αψιδωμάτων της ίδιας ζώνης περιγράφεται με δυο ζώνες πλίνθων αντί των τριών, που έχουν τα ομόλογα υποκείμενα. Επίσης, στο ΒΔ τμήμα της Βόρειας όψης εμφανίζονται -ως η ιδιαιτερότητα της κατεργασίας των ξύλινων απολήξεων- τεκμήρια στερέωσης της στέγης του Προσφορείου κατά τα μέσα του 16ου αι., ενώ λίγο μεταγενέστερη (1636) είναι η προσκόλληση του παρεκκλησίου των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, επί της ήδη από τότε διαμορφωμένης σημερινής πρόσοψης
2: Όλες οι εσωτερικές επιφάνειες της Λιτής και του κυρίως Ναού καλύπτονται από τοιχογραφίες, εμφανώς όμοιας τεχνοτροπίας, που ολοκληρώθηκαν το 1568. Η τοιχογραφημένη επιφάνεια καλύπτει, σε πολλές διάσπαρτες θέσεις στην ζώνη άνωθεν του ανωφλίου του θυρώματος του κυρίως ναού, ίχνη προγενέστερων δομικών στοιχείων, προφανώς υπολείμματα κατασκευών κάλυψης των ανωδομών, που αντικαταστάθηκαν από την τελευταία διατηρούμενη κάλυψη. Το γείσο στην στάθμη της ζεύξης των κιόνων της Λιτής με τους περιμετρικούς τοίχους, αποτελείται από ένα ισχυρά προβάλλον κάτω μέρος με τη μορφή τεταρτοκυκλίου και από ένα ανώμαλο άνω μέρος ορθογώνιας διατομής σε ισχυρή υποχώρηση. Εικάζεται ότι είναι υπόλειμμα αρχής θολοδομίας, που αποτελούσε την οροφή της Λιτής σε προγενέστερη φάση.
3: Ο κυρίως ναός, εμφανώς μικρότερος της Λιτής, έχει ιδιαίτερα τονισμένη τη διάσταση του ύψους και διαθέτει μικρό Σύνθρονο στο Ιερό, στύλους μαρμάρινου τέμπλου πίσω από το μεταγενέστερο ξύλινο, πολύ υψηλούς ολόσωμους μαρμάρινους κίονες με κιονόκρανα του 11ου αι., μαρμάρινα ανάγλυφα θωράκια στην βάση των διαφραγμάτων των χορών ομοίως της ίδιας εποχής, ενώ το δάπεδο είναι όμοιο με αυτό της Λιτής και καλύπτει την σολέα.
4: Το δυτικό τμήμα του βόρειου τοίχου διαπλατύνθηκε ελαφρά από κατασκευής και στο εσωτερικό της τοιχοποιίας διαμορφώθηκε κλίμακα, που, κατόπιν τροποποιήσεων, οδηγεί σε κλειστό υπερώο, κάτω από την κάλυψη της Λιτής με ιδιότυπη θολοδομία, η οποία επεκτείνεται και πάνω από τα δυτικά διάχωρα του κυρίως ναού, έχοντας ενσωματώσει μια ένδειξη οξυκόρυφης αετωματικής απόληξης της δυτικής όψης του κυρίως ναού.
Φαίνεται, ότι το Καθολικό διέθετε εξ αρχής κατηχούμενα στη μεγάλη Λιτή, που κατά τον σεισμό του 1554 πρέπει να κατέπεσαν, οπότε τροποποιήθηκε η στέγαση της Λιτής και του Καθολικού, αλλά και η πρόσβαση στα κατηχούμενα ώστε να οδηγεί στο σημερινό κλειστό υπερώο. Μελλοντικές εργασίες για την δομική ενίσχυση της στέγασης του Καθολικού ενδέχεται να αποκαλύψουν περισσότερα στοιχεία.
Ηλίας Τεμπέλης
Καθηγητής Φιλοσοφίας στον Τομέα Ανθρωπιστικών και Πολιτικών Επιστημών της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων
Αθωνιάς σχολή και Πανεπιστήμιο της Halle: Μια ανολοκλήρωτη συνεργασία
Το 1748 και το 1749 σε δύο γερμανικά επιστημονικά περιοδικά (Berlinische Bibliothek και Acta Historico-ecclesiastica) δημοσιεύθηκε η εκκλησιαστική είδηση («Kirchenneuigkeit») ότι Έλληνες μοναχοί είχαν ζητήσει από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Halle καθηγητή Θεολογίας Siegmund Jakob Baumgarten (1706-1757) να προτείνει τον κατάλληλο υποψήφιο να διδάξει επί τρία έτη στη νεοσύστατη Αθωνιάδα σχολή την κατά κόσμον σοφία και την επιστημονική γνώση του Θεού («Weltweisheit und Gottesgelahrtheit»). Μάλιστα, από αυτές τις δημοσιεύσεις διαφαινόταν η εκτίμηση ότι η διαδικασία έβαινε προς την ολοκλήρωσή της με την υπόδειξη συγκεκριμένου αποφοίτου του Πανεπιστημίου της Halle. Στην είδηση περιγράφονταν οι προϋποθέσεις, τις οποίες θα έπρεπε να πληρούσε ο κατάλληλος υποψήφιος και οι παροχές προς αυτόν. Περαιτέρω, με σκοπό τη σφαιρικότερη ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού του, το δεύτερο περιοδικό παρέθετε και βιβλιογραφική επισκόπηση περί Αγίου Όρους.
Είναι γνωστό ότι τουλάχιστον ο Βατοπαιδινός μοναχός Ιωσήφ είχε εξασφαλίσει ήδη από το 1747 μέσω κάποιων Σέρβων πρόσβαση στο Ορφανοτροφείο της Halle και στο Institutum iudaicum, προκειμένου να γίνουν και οι δέουσες διαμεσολαβήσεις προς το Πανεπιστήμιο της Halle. Άλλωστε, το Institutum iudaicum γενικά προέβαινε σε ενέργειες σχετικά με τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το πλαίσιο είχε συμφωνηθεί ότι το Ορφανοτροφείο της Halle θα λειτουργούσε ως το πρότυπο για την οργάνωση της εκπαίδευσης στην Αθωνιάδα σχολή, ενώ ο υποδειχθησόμενος απόφοιτος του Πανεπιστημίου έπρεπε να διέθετε καλές γνώσεις θεολογίας, ιστορίας, εβραϊκών, ελληνικών και λατινικών. Το 1749 σχεδιαζόταν διακριτικά μέσω Βενετίας η αποστολή οπωσδήποτε ενός καθηγητή (Ιnformator), αν όχι δύο, που είχαν μαθητεύσει στον Baumgarten. Είχε, επίσης, επιχειρηθεί και η αποστολή βιβλίων στον Άθω, αλλά το όλο σχέδιο τελικά ματαιώθηκε.
Στο πλαίσιο της έρευνας σχετικά με τους λόγους της ματαίωσης εξετάζονται κάποιοι υπαινιγμοί για παρεμβάσεις των Ελλήνων της Βενετίας, αλλά, πολύ σημαντικότερα, της προτεσταντικής αδελφότητας του Herrnhut. Αυτή η αδελφότητα, η οποία ήταν σε αντίθεση με τους ευσεβιστές της Halle, είχε καλές σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1730. Συμπληρωματικά, ιδιαίτερο ρόλο πιθανολογείται ότι διαδραμάτισε η συνεργασία του Αθανάσιου Δωρόσταμου με τον Πρώσσο θεολόγο Jacob Elsner (1692-1750), όπως αυτή αποτυπώνεται στη διαμόρφωση του περιεχομένου των βιβλίων του τελευταίου για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1737, 1747). Ο Δωρόσταμος ήταν αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προϊστάμενος του Αγίου Όρους και των μοναστηριών του, ο οποίος ενημερωνόταν επί όλων των σπουδαίων ζητημάτων, προκειμένου να δώσει την έγκρισή του.
Στην ανακοίνωση παρουσιάζεται αναλυτικά για πρώτη φορά το συνολικό πλαίσιο της ανολοκλήρωτης συνεργασίας μεταξύ της Αθωνιάδας σχολής και του Πανεπιστημίου της Halle, με έμφαση στο περιεχόμενο της είδησης στα επιστημονικά περιοδικά, την περιγραφή των ευρύτερων σχέσεων της αδελφότητας του Herrnhut με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον πιθανολογούμενο ρόλο του Δωρόσταμου στο συγκεκριμένο θέμα και τη σκιαγράφηση συναφών υποθέσεων εργασίας.
Φαίδων Χατζηαντωνίου
Αρχιτέκτων - Αναστηλωτής
Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Ο παλαιός κοιμητηριακός ναός της Μονής Παντοκράτορος
Η Μονή Παντοκράτορος ιδρύθηκε λίγο πριν το 1357 από τον Μέγα Στρατοπεδάρχη Αλέξιο και τον Μέγα Πριμηκήριο Ιωάννη, κατά σάρκαν αδελφούς που συνδέονταν με δεσμούς αίματος με τον βασιλικό οίκο των Παλαιολόγων. Η παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Κοντοστεφάνων, μέλη της οποίας πιστεύεται πως ήταν ο Αλέξιος και ο Ιωάννης, συνδεόταν με δεσμούς αίματος και με τον βασιλικό οίκο των Κομνηνών. Είναι αυτόν τον δεσμό στενής συγγένειας που θεωρούμε ότι διασώζει η τοπική παράδοση, η οποία θέλει την ίδρυση της Μονής Παντοκράτορος στην αυγή της εποχής των Κομνηνών, επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄, ιδρυτού της δυναστείας, ο οποίος έτσι συγχέεται με τον όντως κτήτορα Αλέξιο.
Στον 11ο και 12ο αιώνα, στην κομνήνεια εποχή, χρονολογούνται και σημαντικός αριθμός τμημάτων από γλυπτά μαρμάρινα μέλη τέμπλων και θυρωμάτων, καθώς και πεσσίσκοι παραθύρων, που φυλάσσονται στον μεγάλο πύργο της Αναλήψεως, ή εντοπίζονται εντοιχισμένα ως οικοδομικά υλικά σε δεύτερη χρήση, μαρτυρώντας την λειτουργία μοναστικού ιδρύματος προγενέστερου της Μονής Παντοκράτορος στην ίδια περιοχή.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης που εκτελούνται τα τελευταία χρόνια στο καθολικό και σε άλλα κτίρια στον αρχικό πυρήνα του οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής, έχουν έρθει στο φως υπολείμματα παλαιότερων οικοδομών, που δηλώνουν ότι οι κτήτορες του 14ου αιώνα ύψωσαν την Μονή Παντοκράτορος ακριβώς στην ίδια θέση του προϋπάρχοντος συγκροτήματος, εκμεταλλευόμενοι τις ισχυρές τοιχοποιίες του τελευταίου.
Η έκταση που καταλαμβάνει σήμερα η Μονή Παντοκράτορος έχει προκύψει από τον διπλασιασμό του αρχικού εμβαδού του 14ου αιώνα, με την επέκταση προς νότον του οικοδομικού συγκροτήματος, επέκταση που πραγματοποιήθηκε κατά τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα με δαπάνες Ρουμάνων υψηλών αξιωματούχων.
Έξω από την νοτιοανατολική γωνία της Μονής, κτισμένο σε έναν απόκρημνο βράχο πάνω από τη θάλασσα, το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο εκ παραδόσεως κτητορικός κοιμητηριακός ναός της Μονής, διασώζει κι αυτός in situ αρχιτεκτονικά μέλη της κομνήνειας εποχής, ενώ και η αρχιτεκτονική τυπολογία του παραπέμπει στην ίδια εποχή. Ο ναός αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα, με το πάνω επίπεδο να καταλαμβάνεται από τον νάρθηκα και τον κυρίως ναό, ενώ το δίλοβο οστεοφυλάκιο στο χαμηλότερο επίπεδο καταλαμβάνει εμβαδόν ίσο με του κυρίως ναού.
Το σκαρίφημα με μολύβι ενός ιστιοφόρου του 16ου αιώνα πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού, στο παλαιό επίχρισμα της εσωτερικής παρειάς του δυτικού τοίχου τού νάρθηκα, χρονολογεί στην ίδια εποχή το λιθόστρωτο δάπεδο του χώρου αυτού.
Μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο μεγάλος σεισμός του 1765 και την κατολίσθηση που παρέσυρε στη θάλασσα τους τάφους δυτικά του ναού, ο Άγιος Αθανάσιος έπαψε να χρησιμοποιείται ως κοιμητηριακός ναός, δίνοντας τη θέση του στον ναό των Αγίων Αναργύρων (1771), στα βορειοδυτικά της Μονής.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 έγιναν εργασίες συντήρησης και στερέωσης του Αγίου Αθανασίου, με νέα κονιάματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του κτιρίου, ενώ έγινε και αντικατάσταση της στέγης.
Με τις πρόσφατες εργασίες αποκατάστασης ήρθαν στο φως νέα στοιχεία για τις διάφορες κατασκευαστικές φάσεις του ναού, καθώς και άγνωστες αρχιτεκτονικές διακοσμητικές και χρηστικές λεπτομέρειες αλλά και οργανικά στοιχεία, που συμβάλλουν στην καλύτερη γνώση της ιστορίας του Αγίου Αθανασίου και των ταφικών εθίμων παλαιότερων εποχών στο Άγιον Όρος.
Αναρτημένη Πινακίδα
Νικόλαος Τζάννης-Γκίννερουπ Αρχιτέκτων
ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ
Η Σκήτη της Αγίας Άννης είναι ένας μοναστηριακός οικισμός, ο οποίος βρίσκεται σε απόκρημνη περιοχή της νοτιοδυτικής ακτής της Αθωνικής Χερσονήσου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και σήμερα έχουν υλοποιηθεί εργασίες αποκατάστασης σε πολλά κτίρια, τόσο στις χαρακτηριστικές Καλύβες και στο οικοδομικό συγκρότημα του Κυριακού, διοικητικού κέντρου της Σκήτης, όσο και στον Υδρόμυλο και στο Μπαστήρι.
Στο συνέδριο θα παρουσιαστούν μερικά χαρακτηριστικά ανομοιογενή παραδείγματα, όπως:
1. Συντήρηση-επισκευή κτιρίων που ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση.
2. Ανακατασκευές κτιρίων που βρίσκονταν σε ερειπιώδη κατάσταση.
3. Αρχιτεκτονικές επεμβάσεις αφαίρεσης πρόσφατων κακότεχνων κατασκευών, κυρίως από οπλισμένο σκυρόδεμα, έτσι ώστε τα κτίρια να ξανακερδίσουν την πρότερη αρχιτεκτονική τους ταυτότητα.
Για να δείτε τις περιλήψεις και στην αγγλική γλώσσα πατήστε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου