Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

3205 - Βυζαντινή Παρακαταθήκη: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο κανονικός Κυριάρχης επίσκοπος του Αγίου Όρους.



Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΩΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΑΟ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Β' ΤΟΥ 1312
του Αθανασίου Αν. Αγγελόπουλου
1. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο κανονικός κυριάρχης επίσκοπος του Αγίου Όρους.
Το γεγονός αυτό βιώνεται και μαρτυρείται στο Άγιο Όρος, όπου η μοναχική πολιτεία, και στην Κωνσταντινούπολη, όπου η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχου, δια μέσου των αιώνων και μέχρι σήμερα.
Σε κάποιες έκτακτες —κυρίως ταραχώδεις— περιόδους της ζωής της Πολιτείας και Εκκλησίας στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετεβιβάζετο η κυριαρχία αυτή ή μέρος αυτής σε άλλον επίσκοπο, όπως π.χ. στον επίσκοπο Ιερισσού ή στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
Ή κατεβάλλετο προσπάθεια υφαρπαγής αυτής της κυριαρχίας από άλλους εφήμερους κατακτητές ή ηγεμόνες της Μακεδονίας, π.χ. Σέρβους, Βουλγάρους, Φράγκους ή Βυζαντινούς ηγεμόνες της Μακεδονίας με έδρα την Θεσσαλονίκη.
Οι τελευταίοι ήθελαν την κανονική εποπτεία στο Όρος συνδεδεμένη με τους παρ’ αυτοίς ή υπ’ αυτούς εκκλησιαστικούς ηγέτες (πάπας Ρώμης, Σέρβοι και Βούλγαροι αρχιεπίσκοποι, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης).
Η τάση αυτή είχε σχέση με τον δεδομένο ρόλο του αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως στην επί εξωτερικών ζητημάτων κυρίως εποπτεία και κυριαρχία του στο Όρος.
Το ιστορικό αυτό σκηνικό συνιστά την μια όψη, την πολιτειοκρατική θα ελέ- γαμε, του ζητήματος της θέσεως της επίσημης Εκκλησίας —εν προκειμένω του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατά περίπτωση άλλων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών— ως εποπτευούσης αρχής της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους.
2. Η άλλη όψη του ζητήματος είναι αυτή της μοναχικής αυτονομήσεως και αυτοδιοικήσεως για λόγους εξωτερικούς και πνευματικούς.
Τα μοναχικά κέντρα-αδελφότητες, πριν, κατά και μετά κυρίως την περίοδο της εικονομαχίας, είχαν αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό από την κυριαρχική εποπτεία των επιχωρίων επισκόπων.
Γιατί;
Πρώτον, διότι η αυτονόμηση είναι ενδιάθετη τάση όλων των μοναχών όλων των εποχών.
Μέχρι τινός κρίνεται εύλογη. Η υπέρβαση και αφαίρεση χρόνου, τόπου και ύλης —η απάρνηση των εγκοσμίων— δίδει το δικαίωμα σ’ αυτούς για περισσότερη ελευθερία και ανεξαρτησία κατά την ενάσκηση των πνευματικών καθηκόντων.
Ποτέ  όμως εκτός και υπεράνω της κανονικής εκκλησιαστικής τάξεως.
Η πλήρης ανεξαρτησία των μοναχικών κέντρων - αδελφοτήτων από οποιαδήποτε εκκλησιαστική αυθεντία είναι κανονικώς αδιανόητη.
Όπου και όταν επεχειρείτο στο παρελθόν, κυρίως στην Ανατολή, τις οδηγούσε στους κόλπους των αιρέσεων.
Δεύτερον, διότι η αυτονόμηση ήταν αναγκαία στους αγώνες τους υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων.
Αφού η αυθεντία του σώματος των επισκόπων ζημιώθηκε κατά την εικονομαχία, λόγω κυρίως της παθητικής παραδοχής ή και ανοχής της εικονομαχικής αιρέσεως, ιδίως κατά την εικονομαχική Σύνοδο της Ιερείας (754 μ.Χ.).
Σ’ αυτήν —να τονιστεί αυτό— ουδείς Πατριάρχης έλαβε μέρος, με ευνόητη συνέπεια την μεγάλη ενίσχυση του κύρους των πέντε Πατριαρχών, του πατριαρχικού εν γένει θεσμού, στις μοναχικές αδελφότητες.
3. Οι αγώνες και οι θυσίες των μοναχών υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων συνέβαλαν μεγάλως στην απόκρουση της εικονομαχίας.
Η εκκλησιαστική συνείδηση αναγνώρισε μετά το τέλος της εικονομαχίας την μεγάλη προσφορά του μοναχισμού.
Το γεγονός αυτό ενίσχυσε την ενδιάθετη τάση αυτονομήσεως, ούτως ώστε οι μοναχοί να προτιμούν για ευνοήτους λόγους, αντί της εγγύτερης και οπωσδήποτε περισσότερο ενοχλητικής εποπτείας του επιχωρίου επισκόπου, την απώτερη και συνήθως λιγότερο ενοχλητική εποπτεία του οικείου Πατριάρχου.
Μετά την εικονομαχία αναπτύχθησαν μεγάλα μοναχικά κέντρα —μοναχικές πολιτείες, που διεκδίκησαν εύλογη αυτονομία.
 Μια απ’ αυτές τις πολιτείες είναι η αγιορειτική, η μόνη επιζήσασα μέχρι σήμερα από τότε, μεταξύ πολλών άλλων.
Η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους καταξιώθηκε να έχει καθεστώς, όχι απλής, αλλά προκεχωρημένης αυτονομίας και αυτοδιοικήσεως, γιατί έχει συνδεθεί, όχι απλώς μόνο με τον πατριαρχικό θεσμό ως κανονικό σημείο αναφοράς, αλλά άμεσα και με τον αυτοκρατορικό θεσμό. 
Η συμβολή, εξάλλου, του αγιορειτικού μοναχισμού στην επικράτηση της τιμής των ιερών εικόνων κατά την εικονομαχική περίοδο υπήρξε μεγάλη.
Έτσι εξηγεί¬αι η παρουσία των Αγιορειτών μοναχών στην Σύνοδο του 843, της Ορθοδοξίας.
4. Εξειδικεύων τον λόγο για την θέση του Οικουμενικού Πατριάρχου εις το Άγιον Όρος, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες πολιτειακές και κανονικές συνθήκες, θα ημπορούσα να καταθέσω με βεβαιότητα, επί τη βάσει των πηγών, ότι ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριάρχου στα αγιορειτικά πράγματα είναι συνεπόπτου και συγκυρίάρχου με τον ορθόδοξο αυτοκράτορα ως το 1312 μ.Χ. και επόπτου και κυριάρχου—και με την αυτοκρατορική βούληση και με αίτηση των Αγιορειτών— μετά το 1312 μ.Χ. μέχρι σήμερα.
Η κατάθεσή μας αυτή εξάγεται από τα ίδια τα αυτοκρατορικά και πατριαρχικά χρυσόβουλλα και σιγίλλια, τα πριν, κατά και μετά το 1312 μ.Χ. και από την πράξη και παράδοση διά μέσου των αιώνων στις σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Αγίου Όρους.
5. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως συνεπόπτης καί συγκυρίαρχος επίσκοπος του Αγίου Όρους
Ο αυτοκράτωρ, στην μέχρι του 1312 μ.Χ. περίοδο, ενεργεί ως επόπτης, κυρίαρχος σε όλα τα εξωτερικά ζητήματα εξουσίας, τάξεως, διαιτησίας, επιβιώσεως, τα συνδεδεμένα με την μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους, προς την κατεύθυνση πάντοτε εξασφαλίσεως και λειτουργίας ιδιοτύπου αυτοδιοικήτου και αυτονόμου καθεστώτος.
Ο αυτοκράτωρ είναι ο εκλέγων και διορίζων τον Πρώτον του Αγίου Όρους.
Προς τον οποίο εγχειρίζει την ράβδο σε ένδειξη εκχωρήσεως αμέσου αυτοκρατορικής εξουσίας. Ώστε το Όρος, ανενόχλητο από άλλα, επιμέ- ρους τοπικά ή μείζονα κέντρα εξουσίας, να επιδίδεται αυτοδιοικήτους στην εξάσκηση και προαγωγή του μοναχικού ιδεώδους, μακράν εξωτερικών περισπασμών και πιέσεων κοσμικών, πολιτειακών και εκκλησιαστικών.
«... τό Όρος τον "Αθω, έστι μέν ώς άληθώς τά τε άλλα, θαυμαστόν καί τερπνότατον καί των προς άνατολάς κειμένων καί δίαβεβοημένων οϋκ ελαττον. εί δέ καί παράδεισον έτερον ή κατάστερον ουρανόν ή καί αρετών πασών καταγώγιον, τοντ ’ αν τις καλέσειεν, ουκ αν άμάρτοι τον δέοντος. Σεμνεία γάρ έκείσε καί εναγή φροντιστήρια εστιν ίδείν ... έτι τε μοναζόντων τάγματα καί συστήματα ... θεωρία δέ καί πράξει κοσμούμενα, καί ώς αστέρας δεικνυόμενα φαεινούς τή τε τον βίον φαιδρότητι καί τώ έξω κόσμο καί σαρκός είναι καί τά θεία διά παντός μελετάν, καί τούτων κατατρυφάν ώς ένόν, κακειθεν τον φωτισμόν καί τάς έλλάμψεις είσδέχεσθαι, καί μηδέν άλλο ποθοϋντας ή τό άναλϋσαι καί συνεΐναι Χριστώ... Ουκοϋν οί προ ημών αοίδιμοι βασιλείς τήν τοιαύτην τών άνδρών τούτων βιοτήν καί πολιτείαν έκθειάσαντες ... προς ενποιΐαν τών αυτών μοναχών, τήν τ’ έλευθερίαν αυτοίς διά χρυσοβούλλων έδωρήσαντο ... εις τό τής ησυχίας έργον μηδέν τό προιστάμενον έχοιεν επί τοίς υπέρ άρετής αυτών άγωνίσμασιν...»
(από το Χρυσόβουλλο του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β' του Παλαιολόγου).
 Η εκτεθείσα αυτοκρατορική εποπτεία και κυριαρχία δεν είναι, εν τούτοις, απεριόριστη. Όταν αυτή εκφεύγει της εξωτερικής εξουσίας και τάξεως πραγμάτων, διότι άπτεται θεμάτων εσωτερικών, πνευματικών, κανονικής τάξεως και εκκλησιαστικής ευταξίας, τότε και ο ίδιος ο αυτοκράτωρ αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Αφού και ο αυτοκράτωρ δεν υπέρκειται των θείων και ιερών κανόνων αλλά υπόκειται σ’ αυτούς. Γι’ αυτό πάντοτε, προκειμένου περί των αγιορειτικών ζητημάτων, τα σχετικά αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα διαγορεύουν ότι κάθε αυτοκρατορική πράξη δέον όπως κινείται κατά τό «τοίς θείοις κανόσι παριστάμενον ακριβές» και στα πλαίσια της αντοχής και του σεβασμού των «θείων έξαιρέτως θεσμών καί ιερών κανόνων».
Είναι πολύ χαρακτηριστική και σαφεστάτη εν προκειμένω η τοποθέτηση του Αυτοκράτορος Ιωάννου Τσιμισκή στο επί των ημερών του και υπ’ αυτού επικυρωθέν πρώτο Τυπικό του Αγίου Όρους, το 972 μ.Χ.:
Εντεύθεν ειρήνη βαθεία καί άστασίαστος έπεβραβεύθη αυτοίς τή τού Θεού συνεργία καί χάριτι, πάντων τών άμφισβητουμένων διαλυθέντων.
Έπί τούτοις καί άλλας τινάς υποθέσεις εύρηκότες διορθώσεως έπιδεομένας, κατά τό ήμΐν έγχωρούν καί τό τοίς θείοις κανόσι παριστάμενον ακριβές, τήν διόρθωσιν έποιησάμεθα, ετέρους τε τινάς τών μοναχών, κατ’ άλλήλων αμφισβητήσεις καί δίκας έχοντας εύρηκότες, διελύσαμεν τούτους είρηνοποι ήσαντες».
 Επί της ιδίας γραμμής κινείται το Τυπικό Κωνσταντίνου του Μονομάχου, του 1045. Διακηρύσσει σ’ αυτό ο αυτοκράτορας:
«’Ανακτορικής τω όντι καί θείας καί βασιλικωτάτης φρενός τό μή μόνον πολιτικών πραγμάτων επιμέλειαν ακριβή ποιεϊσθαι καί στρατοϋ φροντίζειν καί έθνη τροποϋσθαι πολέμια καί εχθρούς καταδουλοΰσθαι καί πόλεις πολνανθρώπους υπό την οίκείαν άγειν χείρα, ώσαύτως τε θείων έξαιρέτως θεσμών καί ιερών κανόνων άντέχεσθαι καί τών τώ Θεφ άνακειμένων καί κόσμον φυγόντων καί εν όρεσι διαιτωμένων ... πολλήν ποιείσθαι την πρόνοιαν...» 
(από το Χρυσόβουλλο Κωνσταντίνου του Μονομάχου).
Η άποψη, ως εκ τούτου, ότι τα τυπικά του Όρους εξεδόθησαν και εκράτησαν άνευ οιασδήποτε μεσολαβήσεως και γνώσεως της Εκκλησίας είναι εξωπραγματική.
Μέχρι του Αλεξίου A' τα πράγματα είναι κάπως ασαφή από κει και πέρα όμως σαφή, διότι εμφανώς συμπράττει και η Εκκλησία.
Ο αυτοκράτωρ, προκειμένου περί των αγιορειτικών ζητημάτων, πρώτον πράττει- ενεργεί μόνος του. Δεύτερον, συμπράττει-συνενεργεί με τον Πατριάρχη.
Τρίτον, εκχωρεί προς τον Πατριάρχη την απόλυτη πρωτοβουλία ρυθμίσεως αγιορειτικών ζητημάτων.
Στην τελευταία περίπτωση, ο Πατριάρχης, ως ο οικείος Πατριάρχης-επίσκοπος του Όρους, λειτουργεί ως το σημείο κανονικής αναφοράς, εξαρτήσεως και εποπτείας της μοναχικής αγιορειτικής αδελφότητος στα πλαίσια του όλου εκκλησιαστικού διοργανισμού, της όλης Εκκλησίας.
Αφού, ως κανονικώς γνωστόν, καμιά μοναχική αδελφότητα, κανένα μοναχικό κέντρο, δεν μπορούν να υφίστανται ανεπίσκοπα, δηλαδή άνευ οικείου επισκόπου, σύμφωνα με τους θείους και ιερούς κανόνες περί ευταξίας και αρμονίας στο όλο εκκλησιαστικό σώμα.
Η περίπτωση εποπτείας του επισκόπου Ιερισσού ως έκτακτη, και όχι πάντως άνευ συγκαταθέσεως του Πατριάρχου, δεν θίγεται εδώ.
Κατά τις πηγές, όταν ο αυτοκράτωρ ενεργεί-πράττει μόνος του, δεν επιτρέπει πατριαρχική παρέμβαση στο έργο του της εποπτείας της αγιορειτικής πολιτείας.
Απευθυνόμενος ο αυτοκράτωρ προς τον Πατριάρχη, σε κάποια περίπτωση εξωτερικής εποπτείας, του δηλώνει:
Πάτερ άγιε καί Οικουμενικέ Πατριάρχα ... ή εντολή σου έξήλειψε τό άγιον όρος, μή υποκείμενον τη σή εξουσία. Αλλ ’ υπό τών βασιλέων κατά διαδοχήν τοϋτο έθέσπισαν καί οϋχ υπό άλλης εξουσίας... 
(Από την πιττάκιο Αλεξίου βασιλέως προς Νικόλαο Πατριάρχη).
Στην άλλη περίπτωση της συμπράξεως αυτοκράτορος και Πατριάρχου, ο αυτοκράτωρ, απευθυνόμενος προς τους Αγιορείτες δια του Πρώτου, τονίζει:
«δέξαι τόν ορισμόν τόν ήμέτερον άπό θεοϋ καί Βασιλέως Αλεξίου τοϋ Κομνηνοΰ καί Πατριάρχου Νικολάου».
Ο δε Πατριάρχης Νικόλαος δηλώνει σε άλλη συνάφεια:
«Άφετε τήν εντολήν, ήν λέγετε έχειν εις τό άγιον Ορος. Εστω επ’ έμοί καί τφ Βασιλεί καί τω Πρώτο) καί υμεϊς αμέριμνοι έστέ (από τις επιστολές προς Αγιορείτες του Αλεξίου και Νικολάου).
Η σύμπραξη αυτή είναι η συνήθης πρακτική στην αντιμετώπιση των αγιορειτικών ζητημάτων από τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη, αρχής γενομένης σαφώς από του Αλεξίου Α' Κομνηνού και του Οικουμενικού Πατριάρχου Νικολάου του Γραμματικού.
Στην τρίτη περίπτωση εκχωρήσεως, λόγω αναρμοδιότητος, εκ μέρους του αυτοκράτορος στον Πατριάρχη πρωτοβουλίας σε εσωτερικά πνευματικά ζητήματα, βλέπουμε ότι ο Πατριάρχης λειτουργεί ως ο αναμφισβήτητος εκφραστής της εκκλησιαστικής αυθεντίας και της κανονικής τάξεως, εκζητών την αυτοκρατορική προστασία:
«Ει δέ δοκεί τω Θεω καί ενάρεστον αύτω έστίν, δυνάμωσον τούτο βασιλίκιι εξουσία, ινα μηκέτι βλάχους είσάξουσι πώποτε έν τφ άγίω Όρει εις τον αιώνα».
Σε άλλη περίπτωση ο Πατριάρχης ως ο οικείος επίσκοπος-ποιμήν του Αγίου Όρους εφιστά την προσοχή του αυτοκράτορος επί της ανάγκης σεβασμού των δογμάτων και των ιερών κανόνων από κάποιους ψευδοαγιορείτες:
«Καί έγεμίσθη ή Κωνσταντινούπολή Ψευδοησυχαστάς Αγιορειτών, ματαιολόγων καί απατεώνων καί ψευδολόγων.
Άγανακτούσι δέ καί ημάς καθ’ έκάστην ημέραν γραφάς έπιζητούντες οι αγράμματοι καί χοιροβοσκοί, καί είσί τά πάντα ματαιότης ματαιοτήτων, κατά τόν Σολομώντα. Καί γίνωσκε, Δέσποτά μου άγιε, ότι τά δόγματα τών πατέρων άνετράπησαν υπό τής ήμετέρας γενεάς«
(από επιστολή Πατριάρχου Νικολάου προς Αλέξιο Κομνηνό).
6. Η θέση, λοιπόν, του Οικουμενικού Πατριάρχου ως το 1312 μ.Χ. είναι συνεποπτείας και συγκυριαρχίας με τον αυτοκράτορα της μοναχικής πολιτείας του Αγίου Όρους, στα πλαίσια πλήρους σεβασμού του αυτοδιοικήτου καθεστώτος.
Είναι θέση, εξάλλου, προβλεπόμενη από τους θείους και ιερούς κανόνες, και την παράδοση και την ιστορική συγκυρία, στις οποίες υπακούει ευσεβάστως και ο ίδιος ο αυτοκράτωρ, ως ο κατ’ εξοχήν πολιτειακός προστάτης της Εκκλησίας.
Η θέση δε του Αλεξίου Α' Κομνηνού, κατόπιν ερωτήματος του Πρώτου του Αγίου Όρους, ότι «άναγκαίον έστί, ινα ή ελευθερία τοϋ όρους φυλαχθεί καί μηδέποτε υπό ένορίαν μητροπολίτου ή επισκόπου γένηται», επιβεβαιώνει τήν πατριαρχική συνεποπτεία στό "Ορος, πού τήν άρνεΐται ρητά μόνον σε επισκόπους και μητροπολίτες, αλλ’ όχι και στον Πατριάρχη.
Προείπαμε ότι ουδείς εκκλησιαστικός χώρος νοείται κανονικά ανεπίσκοπος και αδέσποτος, κατά τους θείους και ιερούς κανόνες.
Πολύ περισσότερο, όταν ο οικείος επίσκοπος είναι αυτός ούτος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, που συνιστά μέγα προνόμιο και ύψιστο αγαθό για το Όρος, όπως θα εξηγήσουμε στην συνέχεια. Αυτή η εποπτεία ήταν, εξάλλου, αίτημα των Αγιορειτών,
«άλλ ’ αίτούσι μή παρ ’ επισκόπου ή άρχιερέως τινός, άλλ ’ ή παρά μόνου τοϋ άγιωτάτου καί Οικουμενικού Πατριάρχου»
(Χρυσόβουλλο Ανδρονίκου, του 1312 μ.Χ.).
Η περιπτωσιακή συνεργασία του επισκόπου Ιερισσού (ή του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ενδεχομένως), «ως τον μάλιστα πλησιάζοντας τώ Όρει», για την επίλυση αγιορειτικών ζητημάτων, δεν αίρει ποσώς τον εποπτικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι κάποιες φορές ο Οικουμενικός Πατριάρχης για κάποιους λόγους εσωτερικούς και εξωτερικούς παραχωρούσε ή αφαιρούσε από τον επίσκοπό του —αφού η επαρχία Ιερισσού αείποτε υπήρχε ως δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου— τις αγιορειτικές αρμοδιότητες.
Βέβαια, τα όρια διακρίσεως και εκτάσεως των συνεξουσιών στην βάση της συνεποπτείας και συγκυριαρχίας δεν ήσαν πάντοτε σαφή και κανονικά.
Επί εκατό και πλέον χρόνια διήρκησε το ασταθές τούτο αγιορειτικό καθεστώς.
Με την πάροδο δε του χρόνου, λόγω της σταδιακής υποχωρήσεως, εξασθενήσεως και αμφισβητήσεως του αυτοκρατορικού θεσμού από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, και της συγκρούσεως μεταξύ Αγιορειτών και πολιτικής εξουσίας, το καθεστώς της συνεποπτείας και συγκυριαρχίας απέβαινε μακροπρόθεσμα προς ζημία της μοναχικής πολιτείας του Αγίου Όρους, ως πνευματικής και όχι ως κοσμικής πολιτείας.
Γι’ αυτό, το 1312 μ.Χ., όλη η εποπτεία και κυριαρχία του Αγίου Όρους περνάει από το πρόσωπο του Αυτοκράτορος στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχου, με ευθύνη και πρωτοβουλία αυτοκρατορική και επευλογία πατριαρχική. 
Διαφυλασσομένου του εσωτερικού αυτοδιοικήτου καθεστώτος και πάλιν, όπως και του αυτοδίκαιου καθήκοντος του αυτοκράτορος να ενεργεί ως πολιτειακός προστάτης της Εκκλησίας και τών θείων έξαιρέτως θεσμών καί ιερών κανόνων.
7. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως επόπτης και κυριάρχης επίσκοπος του Αγίου Όρους από το 1312 μέχρι σήμερα
Η μετάβαση στο νέο καθεστώς του 1312 μ. X. έγινε επί πατριαρχείας Νήφωνος, παλαιού Αθωνίτη και Λαυριώτη.
Σιγίλλιο του Πατριάρχου και Χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Β' αποτελούν καταστατικά έγγραφα, στα οποία εβασίσθη η ιστορική αυτή μεταβολή.
Συνιστούν ένα είδος τυπικού, —συνταγματικής ισχύος, θα ελέγαμε στην σημερινή γλώσσα—, αφού καθορίζουν την βασικότερη δομή του αγιορείτικου καθεστώτος.
Στο Χρυσόβουλλο, που είναι επικυρωτικό του Σιγιλλίου, επισημαίνεται ότι «οί προ ημών άείδιμοι βασιλείς» ευεργέτησαν ποικιλοτρόπως το Όρος και το άφησαν ελεύθερο από εκκλησιαστική εξάρτηση, είτε από επίσκοπο και μητροπολίτη, είτε και από τον Πατριάρχη, πράγμα αντικανονικό και επικίνδυνο, που έχρηζε διορθώσεως και επανορθώσεως.
Επί λέξει:
 «μήτε προς άγιωτάτου πατριάρχου, μήτε μήν παρ’ οίουδήποτε ετέρου άρχιερέως, λαμβάνειν σφραγίδα, κατά τήν έκκλησιαστικήν παρατήρησιν, όπερ δήτα καί ήν, τοϋ Αντικειμένου υποβολή καί επήρεια ... κινείται γάρ ή βασιλεία μου υπό τής αύτοϋ χάριτος καί έννοιαν λαμβάνει τον έπισυμβάντος οϋτω μή προσήκοντος, καντεϋθεν καί προς τήν τοϋ πράγματος διόρθωσιν διανίσταται... όμοΰ δέ καί το προγεγονός έκεϊνο έπανορθώσαι ποθεί (ποθοϋσα) ή βασιλεία μου»
(από το Χρυσόβουλλο Ανδρονίκου).
Προς διόρθωση της αντικανονικότητος ο αυτοκράτωρ αποφασίζει την αλλαγή με το να ορίσει στο εξής ο Πρώτος του Αγίου Όρους να παίρνει την σφραγίδα και το επιγονάτιο από τον Πατριάρχη, να παίρνει εν παντί την πατριαρχική ευλογία.
Της αποφάσεως αυτής προηγήθηκαν συνεννοήσεις με τον Πατριάρχη, ο οποίος στο Σιγίλλιο του επαινεί την πράξη του αυτοκράτορος, με την οποία «μετριάζει τι τής ελευθερίας ταύτης, ώς αν τά των κανόνων σώζοιτο δίκαια» και συνεχίζει λέγων: «ώς καλώς έχει τον πρώτον υπό δεσπότην είναι τήν Εκκλησίαν».
Σύμφωνα με σημείωση, που πιθανώς προέρχεται από τα τέλη του 14ου αι., ο Πρώτος λαμβάνει από τον Πατριάρχη, ως διάσημο του αξιώματος του, φελόνιο με δύο σταυρούς από πορφύρα, δείγμα της εξουσίας του, και επιγονάτιο.
Εξουσιοδοτείται να χειροθετεί αναγνώστες και υποδιακόνους, να εγκαινιάζει όλους τους ναούς του Όρους, να εκδίδει ενταλτήρια πνευματικών, να χειροθετεί τους ηγουμένους των μονών, πλην της Λαύρας, που ορίζεται να χειροθετείται επίσης από τον Πατριάρχη, να φορεί μόνος αυτός σταυρόν επί του καπασίου, όπως οι αρχιερείς, και να έρχεται στην σύνοδο, οσάκις και οι αρχιερείς.
Δηλαδή, στο Άγιον Όρος οι χειροτονίες ιερέων και διακόνων έμεναν εκτός δικαιοδοσίας του Πρώτου.
Έτσι, η μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους τίθεται δια του Πρώτου πάντοτε, αυτοκρατορική εντολή, επί λέξει:
«υπό τήν πατριαρχικήν μεγάλην πνευματικήν ηγεμονίαν, εις τον έξης άπαντα καί διηνεκή χρόνον, άμετάτρεπτον καί άπαραποίητον καί άπαράθραυστον», κατά το πατριαρχικό Σιγίλλιο, που επικυρώνεται από το αυτοκρατορικό Χρυσόβουλλο.
Ουσιώδης, επιπλέον, δέσμευση του Πατριάρχου προς τον Αυτοκράτορα και το Άγιον Όρος είναι —σύμφωνα πάντοτε με το Χρυσόβουλλο και το Σιγίλλιο— ότι εγγυάται εις το διηνεκές «ελευθερίαν» και «άνενοχλησίαν αύτού τε του όσιωτάτου Πρώτου καί τών είρημένων μοναχών».
8. Η αλλαγή αυτή —δεν γεννάται αμφιβολία— εισάγει νέο πνευματικό και διοικητικό καθεστώς στο Όρος.
Ο Πατριάρχης αναδέχεται όλην την εποπτεία, διοικητική και πνευματική.
Η αλλαγή αυτή έκτοτε ισχύει στα βασικά μέχρι σήμερα και δεν ήταν απλώς θέμα γοήτρου αλλά ουσίας.
Δεν εισάγει απλώς το «δικαίωμα ‘ψιλής’ έπεμβάσεως τής Μητρός Εκκλησίας εν 'Αγίω ’Όρει διά τήν σφράγισιν τοϋ έκάστοτε έκλεγομένου Πρώτου» (άποψη κάποιων αγιορειτών) αλλά ουσιώδη εποπτεία, πνευματική και διοικητική, διαφυλασσομένης της «ελευθερίας» και «ανενοχλησίας» της μοναχικής πολιτείας.
Πρακτικά, «ελευθερία και ανενοχλησία» σημαίνουν εσωτερικό αυτοδιοίκητο καθεστώς, υπό τον ευρύ διοικητικό συντονισμό του Πατριάρχου. Ο οποίος προσφέρει την συναντίληψη και συνδρομή του, όταν ζητείται πρωτοβούλως, αλλ’ υποχρεωτικώς μόνον προς Αυτόν, από την μοναχική πολιτεία προς διευθέτηση εσωτερικών ζητημάτων πνευματικών και διοικητικών, σχέσεων του Όρους προς την Πολιτεία και προς αντιιμετώπιση ξένων επεμβάσεων και προπαγανδών.
Ο Πατριάρχης οφείλει από πατρικό και ιστορικό προνομιακό χρέος να ενεργεί ως κανονικός κυριάρχης ποιμήν δι’ αποστολής στο Όρος εξάρχων και εξαρχιών (πρακτική που κατισχύει μέχρι σήμερα) ή δι’ άλλων παραστάσεων ή ενεργειών και γραφειοκρατικών μέσων.
Το «μνημόσυνο» δε του πατριαρχικού ονόματος στο Όρος υποδηλώνει και εμπερικλείει όλα τα παραπάνω, την πνευματική και διοικητική δηλαδή εποπτεία του Οικουμενικού Πατριάρχου στην αγιορειτική επικράτεια, ως μοναχική πνευματική και ουδέποτε κοσμική πολιτεία και επικράτεια.
Η νέα κατάσταση πραγμάτων επιβεβαιώνεται από τα τυπικά, που ακολούθησαν του 1394 (Γ' τυπικό), του 1406 (Δ' τυπικό), του 1575 (Ε' τυπικό), του 1783 (ΣΤ' τυπικό), του 1912 και του 1924, αυτού δηλαδή που σήμερα καλούμε Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους.
9. Συμπεράσματα
α. Η επιχειρηματολογία, που την συναντούμε υφέρπουσα στο Άγιον Όρος στην ιστορία και στο παρόν, και που προωθεί την θέση ότι αί άρχηθεν παραχωρηθεΐσαι προνομίαι καί άσυδοσίαι εις την Άθωνικήν Πολιτείαν έδόθησαν υπό τών βυζαντινών αυτοκρατορίαν και γι’ αυτό επομένως υπήρξαν —και ενδεχομένως είναι ακόμη— οι μονές του Αγίου Όρους «αυτοδέσποτοι και αυτεξούσιοι» είναι πολύ ακραία.
Αντίκειται στην εκκλησιαστική ιστορία και στην κανονική τάξη.
Η Εκκλησία προϋπήρξε των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Οι οποίοι, ενσωματωθέντες ως πιστά τέκνα της Εκκλησίας και προστάτες αυτής αποβάντες, συνέπραξαν πρωτοβούλως, όπως είδαμε στην ερμηνεία των γεγονότων του 1312 μ.Χ., με τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την απόδοση κανονικού και όχι αδέσποτου προνομιακού καθεστώτος στην μοναχική πολιτεία του Αγίου Όρους.
Το οποίο καθεστώς ασαφές —και επικίνδυνο στην ασάφειά του— στην πρώτη περίοδο αγιορειτικού βίου (11ο-13ο αι.), εντάχθηκε σταδιακά στα πλαίσια τών θείων έξαιρέτως παραδόσεων καί ιερών κανόνων.
β. Η Εκκλησία, εξάλλου, —εν προκειμένω η Μήτηρ Εκκλησία— ως Θείον Καθίδρυμα, αλλά και με το ανθρώπινό της πρόσωπο στην ιστορία της ανθρωπότητος, δεν προϋπήρξε μόνο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά κυρίως επέζησε —και αυτό είναι το θαυμαστό— και των παντοδυνάμων τούτων και άλλων παρομοίων κοσμικών εξουσιών φιλικών ή εχθρικών προς Αυτήν.
Έτσι, επέζησε μαζί της, ενταχθέν υπό τις πτέρυγές της, και το Αγιον Όρος, δηλαδή η μοναχική πνευματική πολιτεία του Όρους.
Και δεν επέζησε ως ένα μοναχικό κέντρο απλής σταυροπηγιακής ή ενοριακής μορφής και τιμής —ποτέ αυτό δεν μπορεί να ισχύει για το Άγιον Όρος— αλλά ως οικουμενικό, διορθόδοξο και διαχριστιανικό κέντρο, απολαύον «ελευθερίας» και «ανενοχλησίας», όχι της συνήθους, διότι, κατά προβλεπτική αυτοκρατορική βούληση και συναίνεση της Μητρός Εκκλησίας και αγιορειτική αίτηση, εμβολιάσθηκε στην οικουμενική και μητρική οντότητα της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν τω προσώπω πάντοτε του Οικουμενικού Πατριάρχου, ως επόπτου και κυριάρχου επισκόπου του Όρους.
Αυτή ήταν η μεγάλη προσφορά και σημασία του Χρυσοβούλλου και του Σιγιλλίου, του 1312 μ.Χ..
γ. Ο υπερτονισμός, ως εκ τούτου, προνομιακού καθεστώτος Αγίου Όρους σε πολιτειοκρατική βάση, αντίληψη και νοοτροπία και μόνο (προνόμια από αυτοκράτορες, ηγεμόνες, σουλτάνους, πασάδες, βαλήδες και βασιλιάδες) προωθεί ηθελημένως ή αθελήτως αυτονόμηση περισσότερη του κανονικώς και προνομιακώς προβλεπομένου από το 1312 μ.Χ. κ.ε. του μέρους από το όλο του Αγίου Όρους από την Κωνσταντινούπολη της μοναχικής Πολιτείας από την Μητέρα Εκκλησία του Πρώτου —σήμερα της Ιεράς Κοινότητος— του Όρους από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ως κυρίαρχο επί¬σκοπο και ποιμένα του Όρους.
δ. Η τάση αυτή αυτονομήσεως, υπαρκτή στην πρώτη Εκκλησία, των 10 πρώτων αιώνων, οδηγούσε κάποιες μοναχικές αδελφότητες στην αίρεση και στο σχίσμα, δηλαδή στην απώλειά τους για την Εκκλησία και στην σκληρή ιδεολογική αντιπαλότητά τους προς Αυτήν.
Με σημερινή θεολογική και εκκλησιαστικοϊστορική ορολογία, η τάση αυτή ανεξέλεγκτη προσεγγίζει την «προτεσταντική πολιτειοκρατία», ή τον «παρεκκλησιαστικό ευσεβισμό» οδηγεί, δηλαδή, εις πνευματικό διχασμό.
Φυσικά, οι 20 κυρίαρχες και αυτοδιοίκητες ιερές μονές του Αγίου Όρους και η αντιπροσωπευτική αυτών Ιερά Κοινότητα σε άμεση συνεργασία και κανονική σχέση με την Μητέρα Εκκλησία ως εποπτική και προστατευτική αρχή του Όρους από το 1312 κ.ε. ποτέ δε θα επέτρεπαν αυτήν τοϋΑντικειμένου υποβολήν καί επήρειαν, δια να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Χρυσοβούλλου Ανδρονίκου του Β', του 1312.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου