Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

10620 - Ιερομόναχος Διονύσιος Κολιτσιώτης (1909 - 11 Μαΐου 2004)

Ο Οσιώτατος Γέροντας Διονύσιος, ο Κολιτσιώτης, ως πνευματικός καθοδηγητής, όπως τον γνώρισα
Ο οσιώτατος Γέροντας Διονύσιος, ο Κολιτσιώτης, όπως όλοι οι Άγιοί μας, δεν υπήρξε υπερφυσικό ον αν και πολιτεύθηκε ξεπερνώντας την ανθρώπινη φύση. Ήταν άνθρωπος «ομοιοπαθής ημίν» (Ιακ. ε΄ 17), που φορούσε το ίδιο με εμάς χοϊκό σαρκίο και ζούσε, όπως και εμείς, τη μεταπτωτική κατάσταση των πόνων, των θλίψεων και των αγώνων για την επιβίωση. Ενώ δεν διέφερε από εμάς στο χρόνο, αφού είναι σύγχρονός μας, διέφερε στον τρόπο που πολιτεύθηκε. 
Κουβαλούσε, όπως όλοι οι άνθρωποι μέσα στους αιώνες το ίδιο ψυχικό άλγος με εμάς, τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες θλίψεις, την ίδια αγωνία του θανάτου, όπως μας λέει και ο μεγάλος διηγηματογράφος, ο Άγιος των Ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καϋμοί του κόσμου». Τα ξεπερνούσε όμως όλα με απαράμιλλο ψυχικό σθένος, με το σθένος της αγιότητος που δεν
μετριέται με το στρέμμα, αλλά «με της καρδιάς το πύρωμα και με το αίμα» ταυτίζοντάς την με τη μεγαλοσύνη του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά.
Ο Γέροντας Διονύσιος ήταν αγωνιστής της ζωής, αγωνιστής της αρετής, αγωνιστής νόμιμος στο στίβο του ήθους, της ομολογίας, των πατρικών παραδόσεων και της ψυχικής κενώσεως στην υπηρεσία του πλησίον. Και φυσικά δεν πέτυχε του προσωπικού του αγιασμού με τις ιδικές τους δυνάμεις, αφού χωρίς τη θεία δύναμη δεν επιτυγχάνει κανείς τίποτα, όπως και ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε΄ 5). Ούτε, επίσης, επέτυχε της ολοκληρώσεως της αρετής με τα έργα του, αφού «εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ» (Ρωμ. γ΄ 20), αλλά ο δίκαιος «εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. α΄ 17). Δεν ζούσε εκτός πραγματικότητος ο Γέροντας Διονύσιος, αλλά ενημερωνόταν για τα επίκαιρα προβλήματα και κατανοούσε το μέγεθός τους, για να μπορεί ανάλογα να συντρέχει και να έρχεται αρωγός στους εμπεριστάτους συνανθρώπους μας δείχνοντας σπλάχνα οικτιρμών και αδελφικής εν Χριστώ αγάπης.
Ο Γέροντας Διονύσιος είχε το χάρισμα της ανιδιοτελούς προσφοράς, της συμπόνοιας, της πατρότητος, της διακριτικής διδασκαλίας και της τηρήσεως του Ευαγγελικού νόμου χωρίς εκπτώσεις ή παρεκκλίσεις από τα πατρώα δόγματα, αλλά με τέτοια χάρη, που ο καθένας μας έφευγε από κοντά του αλαφρωμένος και χαρούμενος. Γνώριζε ο Γέροντας ότι η πατρότητα δεν κατακτάται, δεν επιτυγχάνεται με υλικά μέσα και τρόπους. Η πατρότητα χαρίζεται, αποτελεί δωρεά του Παναγίου Πνεύματος και είναι αποτέλεσμα της Χάριτος του Θεού και όχι της ανθρωπίνης θελήσεως, δυνάμεως η ικανότητος. Η πατρότητα αποτελεί «σημείον», γι’ αυτό και οι πνευματικοί πατέρες θεωρούνται σημειοφόροι. Τους δίνεται η ικανότητα να συμβουλεύουν στοργικά, να νουθετούν τα πνευματικά τους τέκνα και να τα κατευθύνουν μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες του παρόντος βίου στο ευρύχωρο πλάτωμα της αιωνιότητος.
Ο Γέροντας Διονύσιος γνώριζε ότι σκοπός του Πνευματικού δεν είναι μόνον ν᾿ αντιλαμβάνεται τις αμαρτίες του ανθρώπου, ούτε είναι μόνο να διαβάζει την ευχή, για να του συγχωρούνται οι αμαρτίες. Σκοπός του Πνευματικού είναι, να προσπαθήσει με την προσωπική εμπειρία, τη φυσική και την πνευματική που αποκτά μέσα από την δική του προσευχητική πορεία και καθαρή βίωση, να βοηθήσει τον άνθρωπο να βρει τον Θεό, να συναντηθεί μαζί Του και να γίνει μέτοχος των αγαθών Του. Μη λησμονούμε ότι ο πνευματικός πατέρας σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου Παύλου είναι ο άνθρωπος εκείνος, είτε ιερέας είτε μοναχός είτε λαϊκός, τον οποίο η θεία Πρόνοια φέρνει κοντά μας σε κάποια στιγμή της ζωής μας, για να μας οδηγήσει στη συνειδητή πίστη και τη γνήσια χριστιανική ζωή. Όλοι οι πνευματικοί πατέρες αντλούν από το ίδιο φρέαρ της χάριτος του ιερού Ευαγγελίου, γι’ αυτό και οι κατευθύνσεις που δίνουν είναι παρόμοιες. Διαφέρουν μόνο στον τρόπο που δίνουν στους εξομολογουμένους να πιούν το ζων ύδωρ, «το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» ( Ιωάν. δ΄ 14). Και το δοχείο που αντλούσε ο Γέροντας Διονύσιος από το φρέαρ της χάριτος ήταν κατασκευασμένο από πηλό προσευχητικό ζυμωμένο με δάκρυα αγάπης και ιδρώτες ασκητικών αγώνων. Γι’ αυτό και γέμιζε με ευφροσύνη και αγαλλίαση τις ψυχές μας, αφού τις δρόσιζε και τις ανέψυχε.
Το έργο του πνευματικού πατέρα, όπως με θαυμάσιο τρόπο σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος, ο Θεολόγος, είναι το «ψυχήν πτερώσαι, αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ». Να δώσει δηλαδή πνευματικά φτερά στην ψυχή του πιστού, να την αρπάξει από τα νύχια του αμαρτωλού κόσμου και να την ασφαλίσει κοντά στον Θεό. Όλα αυτά απαιτούν πολλές φροντίδες, νουθεσίες και προσευχές. Ο Γέροντας Διονύσιος έπραττε, όπως ακριβώς ο απόστολος Παύλος, το εξαίρετο αυτό πρότυπο πνευματικού πατρός, ο οποίος δεν έπαυε «μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον» (Πραξ. κ´ 31) «άχρις ου μoρφωθή Χριστός» στις ψυχές των πιστών (Γαλ. δ´ 19).
Σε μαγνήτευε ακόμη και η σιωπή του
Οι άγιοι Πατέρες παρομοιάζουν τον Πνευματικό με γιατρό. Όπως αναζητούμε έναν καλό προσωπικό γιατρό και του εκθέτουμε το ιστορικό μας και όλα τα συμπτώματα ασθενείας που τυχόν μας παρουσιάζονται, προκειμένου να μας δώσει το κατάλληλο φάρμακο, έτσι οφείλουμε να βρούμε κι έναν καλό Πνευματικό, για να επιμελείται την υγεία της ψυχής μας.
Άλλοι Πατέρες ονομάζουν επίσης τον Πνευματικό και «αλείπτη», δηλαδή προπονητή, επειδή στους αρχαίους αγώνες πάλης άλειφαν οι προπονητές τους αθλητές με λάδι, για να ξεφεύγουν αυτοί από τις λαβές του αντιπάλου. Με παρόμοιο με αυτούς τρόπο και ο Πνευματικός με τις κατάλληλες οδηγίες και παραινέσεις συμπαραστέκεται ως καλός προπονητής κοντά σε κάθε Χριστιανό που καλείται ν᾽ αγωνίζεται πνευματικά και να τον βοηθάει, για να γλιστράει και να ξεφεύγει από τις επιθέσεις του αρχεκάκου δαίμονος. Άλλωστε όλη η ζωή του χριστιανού είναι μία διαρκής πάλη «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. στ΄ 12).
Όλοι μας σε αυτή τη ζωή έχουμε λοιπόν ανάγκη από πνευματικό πατέρα. Ερωτούν οι Πατέρες κάποιο χριστιανό:
—Έχεις πνευματικό; Αν ναι, έχει καλώς, αν όχι να τρέξεις να αγοράσεις!
Και ο σοφός Γέροντας Ευμένιος, από τα Ρούστικα της Κρήτης έλεγε σε κάποιον ασθενή που τον επισκέφθηκε:
—Σου χρειάζεται ένας καλός γιατρός και ένας σοφός πνευματικός!
Τι οφείλουμε όμως εμείς οι πιστοί να κάνουμε, όταν καταφύγουμε σε κάποιο πνευματικό; Αυτό που οφείλουμε κυρίως είναι η υπακοή μας. Ο Πνευματικός μας δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να αποφεύγουμε η τι να ακολουθούμε, ώστε να αποφεύγουμε τις ενέδρες του διαβόλου.
Θαύμασα στον εξομολόγο και καθοδηγητή Γέροντα Διονύσιο την απλότητα των τρόπων του, την υψηλή του πνευματική διάσταση, τη δύναμη της προσευχής του, την επιείκεια στις αδυναμίες και πτώσεις μας, την πραότητα και τη σοφία των λόγων του. Ήξερε ότι για να καλλιεργηθεί η γη χρειάζεται αυτή να μαλακώσει με τη βροχή του ουρανού. Και η άρουρα των ψυχών των ανθρώπων, για να δεχθεί το λόγο της σωτηρίας χρειάζεται μαλάκωμα. Αυτό το πετύχαινε ο Γέροντας με εκτενή προσευχή και ανάγνωση ψαλμών πριν την εξομολόγηση, ώστε η ψυχή να έλθει σε κατάνυξη και να δεχθεί πρόθυμα να εξομολογηθεί τις αμαρτίες που τη βαρύνουν. Είχε τον τρόπο του χωρίς να εκβιάζει, να πείθει τις ψυχές σε γνήσια και ειλικρινή εξομολόγηση. Και το επισφράγισμα της εξομολογήσεως εξ ίσου δοξαστικό και κατανυκτικό περιελάμβανε εκτενή πάλιν δοξολογία στον Ψυχοσώστη Κύριο και ευχαριστία για το άπειρο έλεος και τη φιλανθρωπία Του.
Από την πρώτη στιγμή που γνώρισα το Γέροντα Διονύσιο είχα την εντύπωση ότι γνώρισα έναν Άγιο. Και μετά την πνευματική μας επικοινωνία ένοιωθα μια χαρά ανείπωτη, μια αγαλλίαση ουράνια. Είχε τη δυνατότητα να ελκύει ο Γέροντας, όπως ο μαγνήτης τα μέταλλα, ακόμη και με τη σιωπή του. Και μόνη η παρουσία του γαλήνευε. Η συνομιλία μαζί του ήταν μια πνευματική πανδαισία. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η ελευθερία που άφηνε στον συνομιλητή του. Έβλεπα στο πρόσωπό του ενσαρκωμένη όλη την ελευθερία της Ορθοδοξίας που δεν υποχρεώνει κάποιον να κάνει κάτι, ούτε υποδεικνύει οτιδήποτε αίρει την ελευθερία του άλλου.
Ο Γέροντας Διονύσιος ήταν ένας άνθρωπος που δεν έκανε θόρυβο και όμως μπορούσε να ελκύει τους ανθρώπους κοντά του. Δεν έλεγε πολλά λόγια, έλεγε λίγα, μετρημένα, και αυτά βγαλμένα από την πράξη της ζωής του, από τους ασκητικούς του αγώνες, από τις μάχες του με τον αρχέκακο δαίμονα, τον πολεμήτορα της αρετής. Μιλούσε ανεπιτήδευτα, απλά και σε κέρδιζε αμέσως. Φυσικά στις ιδιαίτερες αρετές που χαρακτήριζαν τον Γέροντα ήταν και αυτή που μου δίδεται η ευκαιρία να επισημάνω, η πατρότητά του. Ήταν ένας πνευματικός ποδηγέτης όχι μόνο των μοναστών του Άθωνος, αλλά και κάθε πιστού που κατέφευγε στις συμβουλές και νουθεσίες του. Δεν μιλούσε με προσωπικά κριτήρια και ιδιοτέλεια αλλά με φόβο Θεού και συναίσθηση ευθύνης, για να μας βοηθήσει να διακρίνουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση, «το αγαθόν, το ευάρεστον, το τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2) κατά τον θεορρήμονα Απόστολο Παύλο.
Η απλανής πνευματική πυξίδα
Ήταν ο Γέροντας Διονύσιος οδηγός εμπειρότατος και έμοιαζε με την πυξίδα που σταθερά δείχνει πάντοτε το μαγνητικό βορρά, δείχνοντάς μας ο ίδιος με τις νουθεσίες του τον πνευματικό βορρά, τον πάμφωτο πολικό αστέρα της Βασιλείας των ουρανών. Η αγκάλη του ήταν ανοικτή και χωρούσε μέσα της κάθε πιστό, κάθε εξομολογούμενο. Ήταν η αγκάλη του Θεού Πατέρα που περιμένει την επιστροφή του ασώτου, για να τον συγχωρήσει και να του φορέσει το δακτυλίδι της αιωνιότητος.
Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, με τα κινητά τηλέφωνα, τα skype, τα viber, συνομιλούμε μέσω δορυφόρου με τα πέρατα της γης και κάνουμε τηλεδιασκέψεις και εξ αποστάσεως διδασκαλίες. Ο Γέροντας Διονύσιος δεν γνώριζε τεχνολογικά επιτεύγματα, όμως, ήταν καθημερινά συνδεδεμένος με το δορυφόρο του ουρανού, το Πανάγιο Πνεύμα, και δίδασκε και κατεύθυνε σωστά τους πιστούς προς τη σωτηρία. Ο, τι έλεγε ήταν απόσταγμα θεϊκής σοφίας και γι’ αυτό οδηγούσε κάθε ένα από το δικό του προσωπικό μονοπάτι, το μονοπάτι του χαρακτήρα του, προς την τελική ευθεία, την απάγουσα προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Η χειραγώγηση, έτσι, των ψυχών γινόταν πάντοτε με τη θεία συνέργεια, γι’ αυτό και ταπεινά μονολογούσε: «Τα πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλιπ. δ΄ 13). Για οποιαδήποτε απόφασή του έπαιρνε κατευθύνσεις από τον ουρανό, από το Πανάγιο Πνεύμα, αυτό που τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί. Αυτή την εξάρτησή του από το Άγιο Πνεύμα δικαιολογεί και η δυνατή προσευχή του με άκρα ευλάβεια πριν την εξομολόγηση μαζί με τον εξομολογούμενο, όπως προαναφέραμε. Και το αποτέλεσμα ερχόταν από τον ουρανό, αφού η Θεία Χάρις έφερνε σε κατάνυξη στον εξομολογούμενο, ώστε πρόθυμα αυτός να ανοίξει το βιβλίο της ψυχής του και να φανερώσει τα κρυμμένα σ’ αυτό αμαρτήματά του. Όλες οι κινήσεις του πνευματικού Γέροντος Διονυσίου ήταν αγιοπνευματοκίνητες. Όλος ήταν δέκτης του ουράνιου πομπού, εντελώς καθαρός και χωρίς παράσιτα, αφού, «τα πάντα καθαρά τοις καθαροίς» (Τιτ. α΄ 15).
Είναι αδύνατο, πράγματι, να προσδιορίσει κανείς την προσφορά ενός ανθρώπου, ενός πνευματικού Γέροντος σαν τον πατέρα Διονύσιο, ενός ανθρώπου που έβλεπε τον κόσμο λουσμένο μέσα στο φως και στην αγάπη του Θεού για όλους, ενός ανθρώπου γεμάτου αισιοδοξία. Παρά την ηλικία του ο Γέροντας και την εν τέλει σωματική του τύφλωση, αυτή που επέτρεψε ο Φωτοδότης Κύριος στα δυσμά του βίου του, ανοίγοντάς του περισσότερο τους νοητούς της καρδιάς οφθαλμούς, έβλεπε ξεκάθαρα τα μύχια των ψυχών, τα μακράν ως τα πλησίον, τα μέλλοντα ως τα παρόντα.
Ο Γέροντας χωρίς άγχη και φόβους αγαπούσε τους πάντες και ταπεινωνόταν με τη διακονία του, τη φιλοξενία του και την πνευματική του στήριξη δίδοντας παράδειγμα μιμήσεώς του σε όλους εμάς. Η κατάνυξη του Γέροντος Διονυσίου στις ιερές ακολουθίες υπήρξε μοναδική. Μεταρσιωμένος μεταξύ ουρανού και γης έβλεπε μυστικώς τον Βασιλέα της δόξης και με τον προσήκοντα σεβασμό τον παρακαλούσε και τον δοξολογούσε. Έτσι εξηγείται και η δύναμη που επιδείκνυε ο Γέροντας μετά το πέρας των πολύωρων αγρυπνιών, αλλά και της επιμονής στο μυστήριο της εξομολογήσεως.
Η μνήμη του θανάτου για τον Γέροντα Διονύσιο ταυτιζόταν με την μνήμη του Θεού και την πνευματική ευφροσύνη που η ενθύμηση αυτή παρέχει στην ψυχή κάθε πιστού που επιζητεί την ολοκλήρωση της αρετής και δεν ανησυχεί για τη φοβερή στιγμή της εξόδου, αφού αυτή δεν οδηγεί στο θάνατο, αλλά στη ζωή. Πολύ μάλιστα περισσότερο η ώρα του θανάτου ήταν επιθυμητή στον πατέρα Διονύσιο που είχε αναλωθεί στην αγάπη του Θεού και του πλησίον και θα μπορούσε να αναφωνεί μαζί με τον Παύλο: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν, απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ. 7). Την ώρα του θανάτου την περίμενε ο Γέροντας με χαρά, γιατί θα άφηνε τον κόσμο της φθοράς, τον κόσμο της ματαιότητος, για να περάσει στην αντιπέρα όχθη, στον κόσμο της αφθαρτότητος.
Ο Γέροντας Διονύσιος αγωνίσθηκε τον καλόν αγώνα και ανέβηκε την ουρανοδρόμο κλίμακα των αρετών. Τι μπορούσε πλέον να περιμένει στην γη αυτή; Οι επάλξεις των ουρανών τον ανέμεναν, «ένθα ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως· Κύριε, δόξα Σοι». Έμεινε στις ψυχές μας φωτεινή η ανάμνηση της πατρικής του αγάπης και των θεόσοφων νουθεσιών του, όπως έμειναν στα σταυροδρόμια του Αγίου Όρους στο δρόμο για την Κολιτσού, οι σημάνσεις που είχαν τοποθετήσει οι πιστοί σε δένδρα και ξύλα, για να κατευθύνουν όσους ήθελαν να επισκεφθούν την καλύβη του: «Προς Γέροντα Διονύσιο». Αυτές οι σημάνσεις που αύξησαν κάποτε και την ιδική μου επιθυμία να επισκεφθώ τον Γέροντα, για να ωφεληθώ και τώρα να ωφελήσω όσο μπορώ τους άλλους με τα γραφόμενα γι’ αυτόν, για την πνευματική του πατρότητα προσπαθώντας να είμαι συνεπής στη ρήση του άλλου οσίου Γέροντος της εποχής μας, Ιωάννου του Δομβοΐτου, για τις συναναστροφές μας: «ωφελού η ωφέλει η φεύγε».
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας

Σχετικά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου