Δρ. Κωνσταντίνος Καβαρνός(*), Βυζαντινολόγος
Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί,
Θα ήθελα να σας ειπώ πού, πότε, και πώς εγνώρισα τον σπουδαίον τούτον Αγιορείτην μοναχόν, τον Γέροντα Ιωσήφ, αλλά και να σας περιγράψω εν ολίγοις τί μου είπε κατά την επίσκεψίν μου εις το ησυχαστήριόν του εις την Νέαν Σκήτην του Αγίου Όρους, όσον αφορά την πνευματικήν ζωήν.
Εγνώρισα τον Γέροντα κατά το τρίτον προσκύνημά μου εις το Άγιον Όρος, το οποίον επραγματοποίησα κατά τον Μάϊον του 1958. Είχα επισκεφθή το Άγιον Όρος πρώτην φοράν το 1952, και δευτέραν φοράν το 1954. Δεν ξαναείδα τον Γέροντα. Είχα την ζωηράν επιθυμίαν να τον ξαναεπισκεφθώ, αλλά εκοιμήθη εν Κυρίω τον Αύγουστον του επομένου έτους, πριν πραγματοποιήσω το τέταρτον προσκύνημά μου εις το Όρος. Ο Γέρων Ιωσήφ εκοιμήθη τη 15η Αυγούστου 1959 (π. ημ.), περίπου δύο μήνας μετά την έκδοσιν του
βιβλίου μου, «Anchored in God» (Αγκυροβολημένοι εις τον Θεόν, εκδόσεις Παπαδημητρίου). Εις αυτό έχω αφιερώσει ένα κεφάλαιον, όπου περιγράφω την συνάντησίν μου με τον Γέροντα Ιωσήφ, και παραθέτω μίαν ωραίαν φωτογραφίαν, η οποία παρουσιάζει αυτόν καθήμενον, με κομβοσχοίνιον εις το αριστερόν χέρι και ράβδον εις το δεξιόν, και εκατέρωθέν του μέλη της Συνοδείας του.
βιβλίου μου, «Anchored in God» (Αγκυροβολημένοι εις τον Θεόν, εκδόσεις Παπαδημητρίου). Εις αυτό έχω αφιερώσει ένα κεφάλαιον, όπου περιγράφω την συνάντησίν μου με τον Γέροντα Ιωσήφ, και παραθέτω μίαν ωραίαν φωτογραφίαν, η οποία παρουσιάζει αυτόν καθήμενον, με κομβοσχοίνιον εις το αριστερόν χέρι και ράβδον εις το δεξιόν, και εκατέρωθέν του μέλη της Συνοδείας του.
Αφορμή διά να επισκεφθώ τον Πατέρα Ιωσήφ ήτο η έντονος προτροπή ενός ανεψιού του εκδότου μου Αλεξάνδρου Παπαδημητρίου, όπως επισκεφθώ τον Γέροντα. Τον εγνώριζε και είχεν αλληλογραφήσει μαζί του. Μου ωμίλησε διά κάποια υπερφυσικά φαινόμενα που είχε παρατηρήσει κατά τάς επισκέψεις του εις αυτόν.
Ο σκοπός μου διά την επίσκεψιν εις τον Γέροντα Ιωσήφ ήτο να γνωρίσω εκ του πλησίον τον σπουδαίον αυτόν ησυχαστήν, και να ζητήσω συμβουλάς του σχετικώς με την έσω, πνευματικήν ζωήν, ιδιαιτέρως την νοεράν προσευχήν. Περί αυτής είχα διαβάσει με ζωηρόν ενδιαφέρον εις την «Φιλοκαλίαν» των Ιερών Νηπτικών Πατέρων.
Δεν μετέβην εις τον Πατέρα Ιωσήφ διά να εξομολογηθώ, διότι δεν ήτο ιερεύς, αλλά ένας εξαίρετος Πνευματικός, σύμβουλος διά πνευματικά ζητήματα, ένας «Στάρετς», όπως λέγουν οι Ρώσσοι.
Ήτο ο Γέρων μιάς συνοδείας οκτώ μοναχών της Νέας Σκήτης, η οποία είναι εξάρτημα της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Μεταξύ των μελών της Συνοδείας ήσαν ο γνωστός σήμερα εις την Αμερικήν ιερομόναχος Εφραίμ και ο μοναχός Ιωσήφ ο Κύπριος, ο οποίος επί σειράν ετών τώρα είναι ο Πνευματικός της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου.
Επεσκέφθην τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστήν εις την Καλύβην του. Εκεί μου ωμίλησε περί εξομολογήσεως, περί προσευχής, και περί καθημερινής κατανυκτικής αναγνώσεως της Αγίας Γραφής, ιδιαιτέρως της Καινής Διαθήκης, και του «Συναξαριστού». Ετόνισε την σπουδαιότητα της νοεράς προσευχής – το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Διά να εννοήσω την σπουδαιότητα αυτής της προσευχής, μου συνέστησε να διαβάσω το λίαν ψυχωφελές βιβλίον ενός Ρώσσου, που έχει τον τίτλον, «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού», ιδιαιτέρως το πρώτον μέρος.
Την προσευχήν αυτήν, μου είπε, εις την αρχήν καλόν είναι να την λέγης προφορικώς, και αργότερα κυρίως νοερώς. «Έχει μεγάλην αξίαν αυτή η προσευχή, ετόνισε. Συντελεί πολύ αποτελεσματικώς εις την κάθαρσιν της καρδίας και του νου, εις πνευματικούς θησαυρούς. Βεβαίωσιν τούτου, είπε, προσφέρει η πνευματική πείρα εκείνου που ασκεί αυτήν την προσευχήν». Συνεχίζων ο Γέρων Ιωσήφ ετόνισεν ότι ο κύριος σκοπός του ανθρώπου είναι να εύρη τον Θεόν. Ευρίσκων τον Θεόν ο άνθρωπος ευρίσκει την αληθινήν μακαριότητα. Με το «να εύρης τον Θεόν», εννοούσε την «θέωσιν», την άρρητον ένωσιν με τον Θεόν, με τάς «ενεργείας» του Θεού.
Καθ’ όλον το διάστημα της συνομιλίας μας ο Γέρων Ιωσήφ ωμίλει απλά, ανεπιτήδευτα, ήρεμα. Τα λόγια του και το παρουσιαστικόν του με εντυπωσίασαν, διότι ήτο ένας αληθινός Ορθόδοξος ησυχαστής, μυστικιστής, ένας άνθρωπος ο οποίος «είχεν εύρει τον Θεόν», είχε επιτύχει την θέωσιν, διότι ήτο πράγματι ένας άγιος. Κατά δε την διάρκεια της συνομιλίας μας ευρισκόμεθα γονατιστοί εις το πάτωμα, και αυτό νομίζω ότι δείχνει την ταπείνωσιν του Γέροντος.
Εις το τέλος της επισκέψεώς μου ο Γέρων μου συνέστησε να επισκεφθώ τον ιερομόναχον Εφραίμ πνευματικόν τέκνον του.
Ο Εφραίμ ησκήτευεν εις μίαν μικράν καλύβην, η οποία ευρίσκετο εις βουνοπλαγιάν κοντά εις την θάλασσαν. Είχεν ως εργόχειρον την κατασκευήν σταυρών που χρησιμοποιούν οι ιερείς κατά την εκτέλεσιν διαφόρων ακολουθιών, καθώς και άλλων, μικρών διαστάσεων, τους οποίους φορούν επί του στήθους οι ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Μου είπεν ότι έμενεν εκεί μόνος, αλλά συναντούσε τον Γέροντα Ιωσήφ, και τους λοιπούς μοναχούς της Συνοδείας του, δύο φορές την ημέραν: την πρωΐαν κατά την Θείαν Λειτουργίαν, και το απόγευμα κατά τον δείπνον εις την καλύβην του Γέροντος.
Την επίσκεψίν μου αυτή την έχω περιγράψει εις το προαναφερθέν βιβλίον μου «Αγκυροβολημένοι εις τον Θεόν», αμέσως μετά από την περιγραφήν της συναντήσεώς μου με τον Γέροντα Ιωσήφ. Τα θέματα της συζήτήσεώς μας ήσαν κυρίως η σπουδαιότης του καλού πνευματικού οδηγού, της νοεράς ή καρδιακής προσευχής, και η τήρησις της συνειδήσεώς μας καθαράς.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ: Πρόκειται για εισήγηση, η οποία βρίσκεται στα Πρακτικά των Διορθοδόξων Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, τα οποία πραγματοποιήθηκαν προς τιμή του μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. (βλέπε σχετικά εδώ)
*Κωνσταντίνος Καβαρνός
Υπήρξε καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, φιλόσοφος, ιστορικός και γνώστης της θεολογικής γραμματολογίας, γνωστός στο χώρο της διανόησης, από τα συγγράμματα, τις διαλέξεις και τις διδαχές του, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ελλάδα και ανά τον κόσμο. Ο λόγος για τον Κωνσταντίνο Καβαρνό, ο οποίος όπως αναφέρει ο Εθνικός Κήρυκας, απεβίωσε πρόσφατα σε ηλικία 93 ετών ως απλός καλόγερος στο Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα.
Γεννήθηκε στη Βοστόνη, στις 19 Οκτωβρίου του 1918, από γονείς μετανάστες, τον Παναγιώτη και την Ειρήνη, με καταγωγή από τη Λέσβο, οι οποίοι πήραν τα τρία τους παιδιά, την Φραγκούλα, τον Ιωάννη και τον Κωνσταντίνο και επέστρεψαν στο χωριό τους, τον Τρίγωνα - Πλωμαρίου. Ο Κωνσταντίνος τελείωσε εκεί το Δημοτικό Σχολείο και στη συνέχεια η οικογένεια επέστρεψε στη Βοστόνη.
Ο φιλομαθής Κωνσταντίνος Καβαρνός, αποφοίτησε με άριστα από το Γυμνάσιο και στη συνέχεια έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ξεκίνησε με σπουδές στη Βιολογία, Βοτανολογία, Φυσική Ανθρωπολογία και Βιοχημεία, καθώς ήθελε να γίνει γιατρός, άλλαξε όμως γνώμη και σπούδασε φιλοσοφία.
Γνώριζε απταίστως την Ελληνική, Αγγλική, Γαλλική, Αρχαία Ελληνική και την Λατινική Γλώσσα. Εξέδωσε πάνω από εκατό βιβλία, ενώ πολλά άλλα παρέμειναν αδημοσίευτα. Με την εργασία του, «Ο Βίος του Ατόμου κατά τον Πλάτωνα εν σχέσει προς τον Χριστιανισμό και την νεωτέρα Φιλοσοφία», κέρδισε το 1941 στο Χάρβαρντ το βραβείο «Francis Bowen Prize».
Μετά τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό, το 1945 κέρδισε και πάλι το βραβείο «Francis Bowen Prize» για τη μελέτη του «Το Πρόβλημα του Προορισμού του Ανθρώπου εντός της Φιλοσοφίας του Πλάτωνος».
Το Χάρβαρντ τον κατάταξε ανάμεσα στους διαπρεπείς φοιτητές του, τον εξέλεξε ως «Sheldon Fellow» και του έδωσε τη δυνατότητα, καλύπτοντας όλα τα έξοδα του, να ταξιδέψει σε χώρες του εξωτερικού, ώστε να μελετήσει τα διάφορα φιλοσοφικά τους συστήματα και να γνωριστεί με προσωπικότητες επιστημόνων. Ταξίδεψε στην Ελλάδα, Γαλλία, Αγγλία και αλλού.
Στην Ελλάδα γνώρισε και συζήτησε τις σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρίες με τον τότε πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Ιωάννη Καλιτσουνάκη, με τους καθηγητές της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Θεόδωρο Βορέα και Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και με τους καθηγητές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Θεοδωρίδη και Ιωάννη Ιμβριώτη.
Επιστρέφοντας στη Βοστώνη ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Χάρβαρντ με την διατριβή, «Η Κλασσική Θεωρία της Σχέσεως», μία ιστορική και κριτική μελέτη για την μεταφυσική του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη και του Θωμά του Ακινάτη.
Ο καθηγητής Καβαρνός συνδέθηκε με στενή γνωριμία και φιλία με τον πρωτοπρεσβύτερο Αστέριο Γεροστέργιο, προϊστάμενο της κοινότητας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης, ο οποίος ήταν συμφοιτητής στις μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία του σημερινού Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ο ίδιος έχει συγγράψει τον βίο του καθηγητή και μοναχού Κωνσταντίνου Καβαρνού.
«Αγαπούσε κάθε τι το κλασσικό και Ελληνικό. Εύρισκε ψυχική γαλήνη και μεγάλη χαρά διαβάζοντας κλασσικούς συγγραφείς της αρχαιότητας, αλλά και των μεταγενέστερων χρόνων, όπως τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Μέγα Φώτιο, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και άλλους. Πριν από δεκαετίες μελέτησε και μετέφρασε στην Αγγλική γλώσσα και εξέδωσε σε δύο τόμους ανθολογία της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων», επισημαίνει στον «Εθνικό Κήρυκα» ο π. Αστέριος.
Ο αείμνηστος, σύμφωνα με τον π. Αστέριος, είχε προσωπική φιλία και μεγάλη εκτίμηση για τον μεγάλο λογοτέχνη και αγιογράφο Φώτη Κόντογλου, όπως μαρτυρούν οι 92 ανέκδοτες επιστολές τους προς αυτόν.
Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες (Αλβανικά, Αραβικά, Φινλανδικά, Γαλλικά, Ιαπωνικά, Ρωσικά, Σερβικά).
«Δεν ζήτησε ποτέ κάποια αμοιβή για τις μεταφράσεις, αλλά η χαρά του ήταν να βλέπει τα έργα του να κυκλοφορούν σε παγκόσμια κλίμακα», επισημαίνει ο π. Αστέριος. Και συνεχίζει: «Τον πλήγωνε, όμως, βαθιά η καταστροφή της ελληνικής γλώσσας, κι έλεγε ότι μελλοντικά οι Έλληνες θα ανανήψουν, θα εκτιμήσουν και αγαπήσουν το λαμπρό παρελθόν τους και θα εργασθούν για την πνευματική τους ανόρθωση».
Ο αείμνηστος Μοναχός Κωνσταντίνος Καβαρνός διέθετε πολύ καλή μνήμη γι’ αυτό θυμόταν λεπτομέρειες ακόμα και από τα μαθήματα που είχε ακούσει πριν πολλές δεκαετίες από τους καθηγητές του. Ο «νέος άγιος των Ελληνικών, αλλά και των Αγγλικών Γραμμάτων», όπως τον χαρακτηρίζει ο βιογράφος του, ήταν γνώστης της Βυζαντινής μουσικής και έγραψε τρεις εργασίες πάνω στο θέμα, ενώ επί δεκαετίες έψαλε «με μελωδικότατα και κατανυκτικότατα, κατά το Αγιορείτικο ύφος».
«Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καβαρνός ζούσε τη μοναχική ζωή μέσα στον κόσμο και πριν ακόμα γίνει μοναχός στο Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα γι’ αυτό και πολλοί τον αποκαλούσαν κοσμοκαλόγερο», ανέφερε ο π. Αστέριος και πρόσθεσε πως «όταν επρόκειτο να γράψει κάτι σπουδαίο ή να δώσει κάποια διάλεξη τηρούσε αυστηρή νηστεία για να έχει διαυγή νου».
Κοιμήθηκε τον Ιούλιο του 2011 σε ηλικία 93 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου