Μέ τίς πρέπουσες λειτουργικές τιμές ἑορτάστηκε καί ἐφέτος στήν ἱερά καλύβη Ἁγίου Ἀκακίου τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου πού μαρτύρησε στό Ἐλβασάν τῆς Ἀλβανίας στίς 11 /24 Ἰουλίου 1722.
Ἔτσι, στόν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ Γέροντα καί ἀλείπτη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὅπου ὁ ἅγιος νεομάρτυς ἔλαβε τή ράβδο καί τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου γιά τό Μαρτύριο, τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία ἐνῶ ἐψάλη καί ὁ Παρακλητικός Κανόνας πρός τόν ἅγιο Νικόδημο, παρουσίᾳ πολλῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν.
Μετά τό πέρας τῆς Ἀκολουθίας τελέστηκε Μνημόσυνο στή μνήμη τοῦ προσφάτως ὁσιακῶς κοιμηθέντος ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Μαρμαρινοῦ († 21 Ἰουλίου 2019), ἱδρυτοῦ τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Παταπίου Κορινθίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἐπί σειρά ἐτῶν Πνευματικός τοῦ Γέροντος τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Παταπίου μοναχοῦ.
Βίος τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου τοῦ ἐν Ἐλβασάν
Ὁ ἅγιος νέος ὁσιομάρτυς Νικόδημος καταγόταν ἀπό τό Βυθκούκιον τῆς Κορυτσᾶς τῆς Βορείου Ἠπείρου. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἦταν ράπτες καί μετακόμισαν γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἐργασίας τους στά Βελέγραδα. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Δέδες (ἤ Δάδας). Ἀργότερα νυμφεύθηκε καί ἀπέκτησε παιδιά. Παγιδευόμενος ὅμως ἀπό τόν πονηρό, ἀρνήθηκε τήν πίστη του στό Χριστό καί τόσο πολύ μεταστράφηκε ἀπό τήν εὐσέβεια ὥστε τούρκεψε, ἀσκῶντας μεγάλη βία, τόσο στή γυναῖκα του ὅσο καί στά παιδιά του. Ὅμως ἕνα ἀπ’ αὐτά, ἀφοῦ τό πῆραν κάποιοι Χριστιανοί, τό φυγάδευσαν στό Ἅγιον Ὄρος, προκειμένου νά γλυτώσει τόν ἐξισλαμισμό. Αὐτός τότε, μόλις τό ἔμαθε, ἀναχώρησε γιά τό Ὄρος, γιά νά φέρει πίσω τό παιδί του, ἔχοντας μάλιστα κακό σκοπό νά προξενήσει μεγάλη ζημιά σ’ ὅποιο μοναστήρι θά τό ἔβρισκε. Ὅμως ὁ Κύριος πού προνοεῖ γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἰκονόμησε σ’ αὐτόν νά μεταπειστεῖ μέ τίς παραινέσεις τῶν ἐνάρετων ἀνδρῶν, τούς ὁποίους συνάντησε, καί μάλιστα,νά ἀποφασίσει νά γίνει ὁ ἴδιος μοναχός.
Ἡ κουρά του ἔγινε στήν Καλύβη τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, ἀπό τό Γέροντα αὐτῆς Φιλόθεο, πού τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Νικόδημος. Τόση δέ ἦταν ἡ μετάνοιά του, ὥστε πέρασε τρία χρόνια μέ ὑπέρμετρη νηστεία καί κακοπάθεια, παρακαλῶντας τό Θεό νά τοῦ συγχωρέσει τό βαρύ ἁμάρτημα τῆς ἀρνήσεως. Τοῦ ἄναψε δέ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καί τῆς καλῆς ὁμολογίας.
Ἀκούγοντας τότε γιά τόν ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, ἦλθε στά Καυσοκαλύβια γιά νά πάρει τήν εὐχή του καί νά τόν συμβουλευτεῖ τί πρέπει νά κάνει.
Οἱ θεῖες ἐμπειρίες πού εἶχαν καί οἱ δύο ἄνδρες κατά τή συνάντησή τους ἦταν ἀξιοθαύμαστες καί καθοριστικές γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή τοῦ μετέπειτα Ὁσιομάρτυρος. Μόλις ἔφθασε στήν Καλύβη τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, μέ τό πού ἀντίκρισε τόν Ὅσιο, ἔπεσε στά πόδια του, κλαίγοντας καί θρηνῶντας πολλή ὥρα. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν κάλεσε μέ τό ὄνομά του, χωρίς νά τό γνωρίζει ἀπό πρίν, τόν ἀνασήκωσε καί μέ τήν πατρική του ἀγάπη τόν παρηγόρησε πολύ γιά τήν σωτηρία του. Ἔπειτα, ἀφοῦ τόν ἄφησε ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ἀποσύρθηκε γιά λίγο καί ἄρχισε νά προσεύχεται νοερά.
Ὅσοι δέ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ἔλεγαν ὅτι εἶδαν ἕνα φῶς σάν ἄστρο, πού κατέβηκε στόν Γέροντα, καί ἀμέσως τό πρόσωπό του ἔλλαμψε σάν τόν ἥλιο. Ἔπειτα ἐπέστρεψε, καί ἀφοῦ πῆγε στόν Νικόδημο, τοῦ εἶπε κάποιο λόγο μυστικό. Καί μέ τό λόγο, ἀμέσως, ἡ μέν λάμψη χάθηκε ἀπό τόν Ὅσιο, ἡ δέ θεία Χάρη κέντησε τόν Ὁσιομάρτυρα. Καί κατάνυξη τόν κτύπησε στήν καρδιά του τόσο, ὥστε ἔκραξε μέ μεγάλη φωνή καί, ἀφοῦ ἔτρεξε κάτω στό Σπήλαιο, ἔκλαψε μέ ὀδυρμό καί κοπετό μεγάλο γιά πολλή ὥρα. Τέλος, ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ τόν συμβούλευσε καί τόν ἐνίσχυσε μέ τίς εὐχές του, τόν εὐλόγησε γιά τό μαρτύριο, δίνοντάς του συμβολικά καί μία ράβδο γιά βοήθεια, λέγοντας:
- Μ’ αὐτό τό ραβδί βάδισε καί στάσου μπροστά στόν πασᾶ· καί μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θά τελειώσεις καλά τό μαρτύριο.
Τότε ὁ Νικόδημος ἀποκρίθηκε λέγοντας:
- Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μέ τίς εὐχές σου, ἅγιε Πάτερ, νά μέ ἐλεήσει καί νά μέ ἀξιώσει νά Τόν ὁμολογήσω καλά. Εἶναι ἀλήθεια ὅμως ὅτι φοβᾶμαι τό διάβολο.
Ὁ δέ ὅσιος Ἀκάκιος τοῦ λέγει:
- Τόν Θεό νά φοβᾶσαι κι ὄχι τό διάβολο, πού εἶναι ἀδύνατος καί δέν ἔχει καμμία ἐξουσία πάνω μας ἀπό μόνος του. Ἔχε λοιπόν ὅλο σου τό θάρρος στόν Χριστό, γιατί Αὐτός θά σέ δυναμώσει καί τό δαίμονα νά νικήσεις καί γι’ Αὐτόν νά μαρτυρήσεις.
Αὐτά ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Νικόδημος, ξεσπῶντας σέ χαρά καί δάκρυα συνάμα, ἔπεσε καί ἀσπάστηκε τά πόδια τοῦ Ὁσίου. Καί ἔτσι, ἀφοῦ πῆρε ἀπό τά ἅγια χέρια του τό ραβδί μαζί μέ τήν εὐχή του, ἀναχώρησε ἀπό τά Καυσοκαλύβια χαρούμενος.
Πρίν ὅμως ἀναχωρήσει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, παρουσιάστηκε στόν Νικόδημο ἴδιος ὁ Χριστός, πού τόν ἐνδυνάμωσε δείχοντάς του ὀφθαλμοφανῶς ὅλα τά μαρτύρια πού ἔμελλε νά πάθει γιά τό ἅγιο ὄνομά Του.
Φθάνοντας λοιπόν στό Ἐλβασάν τῆς Ἀλβανίας, τόν ἀναγνώρισαν οἱ ἐκεῖ Ἀγαρηνοί, πού τόν ἅρπαξαν καί τόν παρέστησαν στόν πασᾶ. Αὐτός, ἀφοῦ τόν ἐξέτασε καί εἶδε πώς ἦταν ἀκλόνητος στήν πίστη του, πρόσταξε καί τόν γκρέμισαν κάτω ἀπό τό παλάτι του, πού ἦταν πολύ ψηλό. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔμεινε ἀβλαβής καί ἔτρεξε πάλι πάνω στόν πασᾶ. Τότε ἐκεῖνος, βλέποντάς τον σῶο καί ἀβλαβῆ, τρόμαξε καί σκέφθηκε νά τόν ἀφήσει ἐλεύθερο. Φοβούμενος ὅμως τήν ἀντίδραση ἀπό τούς παρευρισκόμενους Τούρκους, προτίμησε τελικά νά τόν παραδώσει στό μαινόμενο πλῆθος τους. Τότε αὐτοί, ἀφοῦ τόν βασάνισαν γιά τρία μερόνυκτα, τόν ὁδήγησαν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πού ἦταν ὁ ἴδιος μέ τόν τόπο πού τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Χριστός στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ δέ προσευχόμενος καί ἀφοῦ πρῶτα ἔγειρε ἀπό μόνος του τό κεφάλι του, δέχτηκε τό διά ξίφους μαρτυρικό τέλος, στίς 11 Ἰουλίου τοῦ 1722.
Τήν περίοδο 1999-2000 κτίστηκε ἱερός ναός στή μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου, στό χωριό Βυθκούκι τῆς ἐπαρχίας Κορυτσᾶς, τόπο καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου. Στόν ναό αὐτό τίθεται γιά προσκύνηση καί ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου, πού φυλασσόταν ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια τοῦ Μπερατίου κατ’ οἶκον, κατά τή μακρά περίοδο τῆς ἀθεΐας στή χώρα αὐτή.
ΠΗΓΗ: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2013, σ. 84-89.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου