Μας διηγήθηκαν πολλά ιστορικά οι
Γεροντάδες μας, με πρωταγωνιστάς ονομαστούς και πολύ εναρέτους πνευματικούς∙
όπως, επί παραδείγματι, τον παπαΓρηγόριο και τον παπαΣάββα, στην Μικρή Αγία
Άννα, στα πετρχήλια των οποίων και στις συμβουλές των προσέφευγαν όχι μόνο
μοναχοί και ιερομόναχοι, αλλά και Πατριάρχαι ακόμη, καθώς και πλήθη λαϊκών
προσκυνητών των ιερών του Άθω σκηνωμάτων.
Ευτυχίσαμε και επιχειρήσαμε κι
εμείς τέτοιες άγιες πορείες προς τους ονομαστούς και φημισμένους:
Προηγούμενο
Μάξιμο, της Ιβήρων, τους Ηγουμένους Γαβριήλ, της Διονυσίου, Κοδράτο, της
Καρακάλλου (Κυριάκος Βαμβάκας εκ Βρυούλων Μ. Ασίας, γεν. 1859, προσ. 1879,
κουρ. 1880, ηγούμ. 1914, κοιμ. 1940), Σεραφείμ, της Αγίου Παύλου (Πανταζάτος
Νικόλαος του Γρηγορίου εκ Καλάτων Κεφαλληνίας, γεν. 1886, προσ. Μάρ. 1909,
κουρ. Δεκ. 1909, εκλογή παμψηφεί εις ηγούμ. 1920, εκοιμήθη την Μεγ. Παρασκευή,
εκηδεύθη το Μ. Σάββατο εσπέρας του έτους 1960), Φιλάρετο (Αντώνιος Μάστορας του
Γεωργίου εκ Φυτιάς Βερρολιας, γεν. 1890, προσ. 1912, κουρ. 1912, κουρ. 1915,
διάκ. 1921, πρεσβ. 1924, ηγούμ. 1949, κοιμ. Ιαν. 1963), της Κωνσταμονίτου, και
αρκετούς εξαρτηματικούς, ασκουμένους σε ταπεινά κελλιά και απομακρυσμένες
φτωχοκαλύβες∙ όπως τον παπαΙάκωβο, στη Βίγλα, τον Γέροντα του Ιβηρητικού
κελλιού του Τιμίου Προδρόμου παπαΓαβριήλ Μαλάκη (ΠαπαΙωάννου Ιωάννης του
Ιωάννου εξ Ιερισσού Χαλκιδικής, γεν. 1918, προσ. 1927(!), κουρ. 1936, κοιμ.
1997), τον παπαΕτθύμιο Εσταυρωμένο, κάτω απ’ τις Καρυές, τον παπαΆνθιμο
(Ζαφειρόπουλος Κωνσταντίνος του Χαραλάμπους εκ Καλιανίου Κορίνθου, γεν. 1913,
προσ. 1929, κουρ. 1930, διάκ. 1933, πρεσβ. 1936, κοίμ. 1996), στην Αγία Άννα,
τον παπαΕφραίμ (Παπανικήτας Ευάγγελος, εξ Αμπελοχωρίου Θηβών, έτ. γεν. 1912,
προσ. 1933, κουράς 1934, Διάκ. 19-8-1936, Πρεσβ. 20-8-1936, κοιμ. 1998), στα
απώτερα των Κατουνακίων.
Τούτου του τελευταίου, με τον
οποίο στενώτερα συνδέθηκα και συγγένεψα πνευματικώς, χειροτονώντας κατ’
επιθυμία και εισήγησί του, σε διάκονο και πρεσβύτερο τον ομώνυμο υποτακτικό του
(Τσακίρης Παύλος, εκ Καλυβίων Ελασσώνος, έτ. γεν. 1958, προσ. 1978, κουράς
1980, διάκ. 26-10-1996, πρεσβ. 27-10-1996), οι αρχές, οι θέσεις και οι των
πατρίων τηρήσεις με κατέθελγαν πάντοτε∙ γιατί πέρα της μοναχοπρεπούς συνεπείας
των βρίσκονταν και σε πλήρη ιεροκανονική αρμονία.
Υψηλός, θεωρητικός, επιβλητικός,
με φωτισμένο νου απ’ την πολυχρόνια άσκησι, την νηστεία, την προσευχή, τη νήψι
και την χάρι του Θεού, και σφοδρός εραστής της ερημικής κακύβης και της
σκληρότητος των βράχων του, ενώ ήταν πολύ φειδωλός στο άπλωμα του πετραχηλιού
του σε κοσμικούς, απεδεικνύετο γενναιόδωρος και πλουσιοπάροχος προς αυτούς σε
καρπούς χειλέων, σε λόγο Θεού, σε υποδείξεις ατραπών μετανοίας, σε συμβουλές
εναρέτου πολιτείας.
Όλα δε αυτά υήρξαν αμητός,
αποκτήματα και συμπεράσματα της δικής του προσωπικής βιοτής και εμπειρίας∙
θεοχαρίτωτα καλλιεργήματα στα εδάφη της ερημικής ησυχίας, και προσφορά τώρα
αγία και θεοφιλής στον τα όσια ορεγόμενο και την ψυχική σωτηρία επιποθούντα
πλησίον. Έργο, δηλαδή, που δεν το απέφευγαν οι μεγάλοι άγιοι πατέρες της
ερήμου, Αντώνιος, Παχώμιος, Εφραίμ, Ποιμήν, Ισαάκ και άλλοι.
Και Μητροπολίτες επισκέπτονταν και
ζητούσαν την συμβουλή του. Ποιος δε εξ αυτών ή και άλλος δεν θα επιθυμούσε να
τον βλέπη εξομολογούντα και νουθετούντα το ποίμνιο της εμπεπιστευμένης σ’ αυτόν
επαρχίας; Που να ακούση και να υπακούση όμως ο Γέροντας σε τέτοια αιτήματα, που
να διανοηθή εγκατάλειψι, έστω και προσωρινή, της ασκητικής του παλαίστρας.
Έτσι, μολονότι έβλεπε πάντοτε σαν
βίαιη απόσπασι απ’ την συνομιλία του με τον Θεό, την με άλλους, και δη λαϊκούς,
απασχόλησί του, εν τούτοις χρέος του θεωρούσε, -μιά και περνούσαν το κατώφλι
της φτωχοκαλύβας του κατά τις κακοκαιρίες, ή ξαπόστεναν στο παγκάκι κάτω απ’
την φυλλωσιά της χαμηλόκλαδης μουριάς του κατά την κάψα του καλοκαιριού και μετά
από τόση ανηφόρα-, να τους καλωσορίση, να γλυκάνη με την όψι και το βλέμμα του,
-εικόνα και χαρακτηριστικά αγίου-, την καρδιά τους και με τον εν χάριτι και
πατρότητι λόγο του, τον «άλατι ηρτημένον» (Κολ. 4, 6), τον σοφό και σοφίζοντα,
να επιφέρη στην ψυχή τους θείες αλλοιώσεις και δημιουργήση και παγιώση
καταστάσεις, που θα άντεχαν, στο εξής της ζωής τους, στις προσβολές του κακού
και της αμαρτίας, και θα διατηρούσαν την εν Κυρίω θερμότητά τους, παρά τις
αντενέργειες της καθημερινότητος και την συνήθως μη φιλικότητα του χρόνου.
Κατέληγε υποδεικνύοντάς τους να
βρουν και εξαρτηθούν από πνευματικό της επαρχίας των, γιατί αυτό ήταν και είναι
το σωστό, και γιατί αυτή ήταν και είναι η τάξις της Εκκλησίας, και τους έδιδε
την υπόσχεσι της αγάπης του, ότι θα ήταν πάντοτε κοντά τους με τις μερίδες της
προσκομιδής του και με τους κόμβους του κομποσχοινιού του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου