Εφραίμ μοναχός
Γρηγοριάτης
(1906-1991)
(Φωτογραφία: Χρήστος
Ζέγκος)
|
Πράγματι τήν ἑπομένη τό ἀπόγευμα
εἶχε ἐγκαταλείψει μέ χαρά τά ἐγκόσμια ὁ ἐραστής τοῦ Θεοῦ καί κηδεύτηκε παντίμως
ἀπό τούς Πατέρες, τούς πανηγυριστάς Πατέρες τῆς ἀγρυπνίας, καί μέ ἐπικεφαλῆς
τόν χοροστατοῦντα στήν πανήγυρι Μητροπολίτη πρώην Κορυτσᾶς ῾Ιερόθεο, ὁ ὁποῖος
τότε ἀσκήτευε στήν παριοχή Μορφονοῦ.
Τήν ἀρετή τοῦ Γέρο-Σίμωνος τήν
συνοψίζω μόνο σ᾿ αὐτή τήν μικρή πρότασι: ποτέ δέν ἐσκανδάλισε ἀδελφό.
Κάποτε μοῦ ἔδωσε τό βιβλίο
«Εὐεργετινός» νά τό διαβάσω. ῞Οταν τοῦ τό ἐπέστρεψα μέ ἐρώτησε: «Τί γράφει αὐτό
τό βιβλίο, πάτερ Ἐφραίμ; Λέγει ὡραῖα πράγματα;
-Ναί τοῦ λέγω, γράφει ὡραῖα καί
διδακτικά πράγματα.
-Δέν βρῆκες πουθενά νά γράφῃ
«εὐχαριστῶ;».
Ἐγώ ντροπιάσθηκα. Τοῦ ζήτησα
συγγνώμη, διότι δέν τόν εὐχαρίστησα καί ἔκτοτε προσπαθοῦσα νά μή ξεχνῶ αὐτό τό
διδακτικό μάθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πού ἔλαβα ἀπό τόν Γέρο-Σίμωνα. Κοιμήθηκε τόν
αἰώνιο ὕπνο τό 1931. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Ἀξίζει ἐδῶ νά σᾶς εἰπῶ καί γιά τό
Γέρο-Ἀγάπιο. Καταγόταν ἀπό τίς Κολλῖνες τῆς Λακωνίας. ῏Ηλθε γιά Μοναχός τό 1900
σέ ἡλικία 35 ἐτῶν καί ἐκοιμήθη τό 1937. Ἐχρημάτισε γιά πολλά χρόνια μάγειρος
καί νοσοκόμος τῆς Μονῆς. ῞Ενα πρωῒ, δύο Πατέρες τῆς Μονῆς, γιά νά πειράξουν τόν
μάγειρα Γέρο-Ἀγάπιο, τοῦ ἔκρυψαν τίς κουτάλες, ὥστε νά μή μπορῆ νά ἀνακατώσῃ τό
φαγητό.
'Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐμαγείρευε
τραχανᾶ.
Ξαφνικά φούσκωσε τό φαγητό καί παρ᾿
ὀλίγο νά χυθῆ ἔξω ἀπό τό καζάνι. Τότε αὐτός στήν προσπάθειά του νά βρᾖ κάποια
κουτάλα ἀπέτυχε καί, ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε τήν Θεία βοήθεια, ἐβούτηξε τό δεξί του
χέρι μέσα στό καζάνι καί ἀνακάτωσε τό τραχανό. Τό θαῦμα εἶναι ὅτι δέν ἔπαθε τό
χέρι του κανένα ἔγκαυμα. ῾Η ὑπακοή του μέχρι θυσίας, καί ἡ ἀγάπη του νά
ἀναπαύση τούς Πατέρες τῆς Μονῆς, ἔφεραν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του καί
στό διακόνημά του.
Προσπαθοῦσε νά εἶναι πάντοτε
εἰρηνικός μέ ὅλους. Μά ἄν ὡς ἄνθρωπος ἐπλήγωνε κανένα ἤ ἄλλος τόν στενοχωροῦσε,
πρῶτος αὐτός, πρίν ἀπό τό Ἀπόδειπνο, ἔτρεχε νά βάλῃ μετάνοια καί νά ζητήσῃ συγχώρησι
γιά ὅ,τι ἔσφαλλε. Εἶχε στό νοῦ του τό ἀποστολικό λόγιο: «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος
ἐπί τῶ παροργισμῷ ὑμῶν».
Τό τέλος του ὑπῆρξε ὁσιακό.
Προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία καί σέ λίγες ἡμέρες ἀναχώρησε γιά τό ἀγγελικό κόσμο
στίς 22 Ὀκτωβρίου 1937 σέ ἡλικία 72 ἐτῶν.
῾Ο ἀείμνηστος Γέροντάς μας
παπᾶ-Θανάσης, τόν εἶδε κάποια βραδυά στόν ὕπνο του καί τόν ἐρώτησε:
-Τί κάνεις, πάτερ Ἀγάπιε;
-Γέροντα, ὅ,τι ἔκαμε ἡ ὑπακοή,
διαφορετικά θά πήγαινα χαμένος. ῾Ο Θεός μοῦ ἐζήτησε λεπτομερῆ ἐξέτασι γιά τά
ἔργα τῆς ὑπακοῆς.
῎Αλλος σπουδαῖος Μοναχός τῆς Μονῆς
μας, μέ παναγιορειτική ἀκτινοβολία καί προσφορά, ἦταν ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Καταγόταν
ἀπό τό χωριό Μαυρίκι τῆς Τεγέας Ἀρκαδίας, καί ἦλθε στό Μοναστήρι τό 1901, σέ
ἡλικία 19 ἐτῶν. Στά 23 του χρόνια διωρίσθηκε, λόγῳ τῶν μεγάλων προσόντων του,
Οἰκονόμος τοῦ Μετοχίου μας Βούλτσιστα στό Νομό Κατερίνης.
Τό 1907 ἀνέλαβε καθήκοντα Β!
Γραμματέως τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, ὅπου ἐπί τρία χρόνια, ἀνέπτυξε ἀσυνήθιστη
δραστηριότητα.
Μορφώθηκε ἀρκετά στά διοικητικά καί
νομοθετικά ζητήματα τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, καί ἐπηρέαζε πολύ τίς ἀποφάσεις της.
Ἐξελέγη προϊστάμενος τῆς Μονῆς μας στά 28 χρόνια του, καί συνέταξε τόν
'Ἐσωτερικό Κανονισμὀ λειτουργίας τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς μας. Ἐπί 35 χρόνια ἐχρημάτισε
γραμματεύς στήν Μονή μας, καί ἔξαρχος ὅλων σχεδόν τῶν ἀποστολῶν Αὐτῆς πρός τόν
κόσμο.
Ἀλλά καί γιά τά παναγιορειτικά
ζητήματα ὁ Γέρο-Βαρλαάμ, ἦταν ἕνα ἀπό τά βασικώτερα μέλη τῶν ἐπιτροπῶν πού
ἐστέλλοντο στήν Ἀθῆνα καί ἀλλοῦ γιά τήν διευθέτησιν των. Ἐπίσηςε ὑπῆρξε μέλος
τῆς πενταμελοῦς συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν καταρτισμό τοῦ Καταστατικοῦ
Χάρτου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους κατά τό 1924. Γιά τήν δραστηριότητά του, ἐξωρίσθηκε
ἀπό τούς Γάλλους κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στήν περιοχή Χώβαλα τῆς Μυτιλήνης
μαζί μέ 44 ἄλλους ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Στήν Μονή ὑπῆρξε τό δεξί χέρι τῶν
ἑκάστοτε ῾Ηγουμένων. Ἐφρόντιζε γιά τά Μετόχια, τά ὑλικά ἀγαθά, τήν καλή
διαβίωσι καί ἐπαρκῆ συντήρησι τῶν Πατέρων, ἰδιαίτερα τῶν δοκίμων, καί εἶχε σέ
μεγάλο βαθμό τόν πατριωτισμό, ὅπως συνέβαινε παλαιότερα σέ ὅλες τίς Μονές τοῦ
῎Ορους.
Λίγο καιρό πρίν πεθάνει, εἶδε στόν
ὕπνο του ἕνα ἄγγελο μέ τήν μορφή ἐνόπλου ἀξιωματικοῦ, ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε·
«Νά ἑτοιμασθῆς ἐσύ, ὁ Κασσιανός καί ὁ Ἰωάννης, διότι μετά ἀπό δύο μῆνες θά σᾶς
πάρω. Πράγματι μετά ἀπό δύο μῆνες ἔφυγε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Στό διάστημα αὐτό ἔδειξε
βαθειά μετάνοια. ῎Εμενε στά δωμάτια πού εἶναι δίπλα στό παρεκκλήσιο τῶν ῾Αγίων
Ἀρχαγγέλων, καί ἐκεῖ συχνά τόν ἄκουγαν οἱ Πατέρες, νά κλαίῃ μέ στεναγμούς καί
νά προσεύχεται δυνατά νά τόν ἐλεήσῃ Θεός.
῾Ο Γέρο-Κασσιανός, ἐτελειώθη ἀπό
κάποιο ἀτύχημα πού τοῦ συνέβη. Ἀνέβη μιά ἡμέρα νά βάψῃ τήν κορνίζα τῆς εἰκόνος
τοῦ ῾Αγίου Νιολάου πού εὑρίσκεται πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Μονῆς. ῎Εσπασε ὅμως
κάποιο σανίδι τῆς σκαλωσιᾶς καί βρέθηκε στό τσιμεντένιο δάπεδο βαρειά
τραυματισμένος. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο καί σέ 15 ἡμέρες ἀπέθανε. ῾Ο δέ
Μοναχός Ἰωάννης, πού στήν ζωή του ἦταν σοβαρός καί ἐπίσημος ἄνθρωπος στό ῞Αγιο
῎Ορος, λόγῳ τῆς μορφώσεώς του καί τῆς πολυετοῦς θητείας του, ὡς Γραμματέως στήν
῾Ιερά Κοινότητα, τελειώθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 70 ἐτῶν. Τρεῖς Μοναχοί μέσα σέ
δύο μῆνες, ἀντήλλαξαν τήν ἐπίγεια κατοικία μέ τήν ἐπουράνια κατά τό καλοκαίρι
τοῦ 1948. Αἰωνία των ἡ μνήμη.
῾Ο Γέρο-Ἐφραίμ ὑπηρέτησε καθ'
ὑπακοήν σέ διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἀπό ἡλικίας 38 ἐτῶν, κατόπιν
προτάσεως τοῦ Γέρο-Βαρλαάμ, μπῆκε στήν Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς. Ἐπί 12
χρόνια ὑπηρέτησε ὡς Ἀντιπρόσωπος στήν ἐν Καρυαῖς ῾Ιερά Κοινότητα καί
συμμετεῖχε σέ διάφορες Κοινοτικές ἀποστολές στό κόσμο. ῏Ηταν πολύ φιλακόλουθος.
Καθημερινά τό στασίδι του δίπλα στήν
Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα τόν περίμενε. Παρ᾿ ὅτι δέν ἦταν καλλίφωνος, ἀγαποῦσε νά
ψάλλη συνοδευόμενος ἀπό τούς νεωτέρους ψάλτας ἀδελφούς.
Ἰδού τό ἑξῆς χαρίεν περιστατικό.
῞Ενα ἀπόγευμα, πού τελούσαμε τόν ῾Εσπερινό, ἦλθε ἡ σειρά του νά ψάλλῃ ἕνα
προσόμοιο.
῎Οντας ἐγώ δίπλα του, γυρίζει καί
μοῦ λέγει· «ἀγαθοί οἱ δύο ὑπέρ τόν ἕνα». Δηλαδή νά ψάλλουμε μαζί. Ἐνῶ λοιπόν
ἔψαλλε βοηθούμενος ὑπέρ τό δέον ἀπό ἐμένα, σταματᾶ τήν ψαλμωδία καί μοῦ λέγει·
«ἔλα ντέ, δικό μου εἶναι τό τροπάριο» καί συνέχισε.
Οἱ Μεγάλες ῟Ωρες τῆς Μ. Παρασκευῆς,
ἐκανοναρχοῦντο μόνο ἀπό τούς Γέροντες ἀδελφούς. Μέ πολλή λοιπόν γραφικότητα,
ἁπλότητα, σεμνότητα καί παιδικότητα, ὁ Γέρο-Ἐφραίμ, ὁ Γέρο-῾Ησύχιος, ὁ
Γέρο-Ἀρσένιος, πηγαινοήρχοντο στούς χορούς νά κανοναρχήσουν τά τροπάρια.
Κατά τό ἔτος 1987, προσβλήθηκε ἀπό
τήν ἐπάρατο νόσου τοῦ καρκίνου στήν κύστη. Μεταφέρθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς
Θεσσαλονίκης, ὅπου διαπιστώθηκε τό πρόβλημά του, καί τοῦ ἐγένετο ἐγχείρησις. Τό
Φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους ἐπέστρεψε στήν Μονή. ῎Εχοντας οἰκειότητα μαζί μου,
λόγῳ προπαντός τῆς κοινῆς μας καταγωγῆς, μοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς
περιστατικό:
-Μιά νύχτα, ἀδελφάκι μου, ἐνῶ ἤμουν
στό Νοσοκομεῖο «῾Αγία Σοφία» τῆς Θεσσαλονίκης, μέ πλησίασε μιά γρηοῦλα μέ ροῦχα
νοσοκόμας καί μέ ἐρώτησε· τί ἔχεις παιδάκι μου; γιατί λυπεῖσαι;»
-Δέν ξέρεις τί ἔχω ἀδελφή;
-Μή στενοχωριέσαι καί θά γίνῃς γρήγορα
καλά. Καί ἀμέσως ἔφυγε.
Τό πρωῒ ἐρώτησα τήν Προϊσταμένη,
ποιά ἀδελφή ἦταν τό βράδυ διανυκτερεύουσα σέ ὑπηρεσία; Μοῦ εἶπε: Ἐρώτησα ἐάν
ἔχουν κάποια γριά νοσοκόμα, ἀλλά ἡ Προϊσταμένη εἶπε, ὄχι.
Τότε, ὑποθέτω θά ἦταν κάποια ῾Αγία.
Μᾶλλον νομίζω, θά ἦταν ἡ ῾Αγία Θεοπρομήτωρ ῎Αννα.
Λόγῳ γηρατειῶν καί τῆς ἀσθενείας
του, μέ ἐντολή τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς, κατέβηκε στό γηροκομεῖο. ῏Ηταν ἡ 10
Μαρτίου τοῦ ἔτους 1989, ὅταν τοῦ συνέβη ἕνα ἄλλο θαυμαστό περιστατικό.
῾Ο γηροκόμος ἀδελφός, κατά τήν
συνήθειά του, ἀφοῦ τακτοποίησε καί ἐσκέπασε μέ τίς κουβέρτες τόν Γέρο-Ἐφραίμ,
ἀνεχώρησε διά τό κελλί του.
Ἐκείνη τήν νύκτα, λόγῳ ἰσχυρῶν
πόνων, ἐκινεῖτο ἀδιάκοπα ὁ παπποῦς στό κρεβάτι. Τοῦ ἔπεσαν κάτω οἱ κουβέρτες.
῎Αρχισε πλέον ὁ ἴδιος νά κρυώνῃ. Ξαφνικά ἦλθε κάποιος φαινόμενος Μοναχός....
Ἐσήκωσε τίς κουβέρτες, τόν ἐσκέπασε, τόν σήκωσε ψηλότερα, διότι εἶχε πέσει
χαμηλά στό κρεββάτι τό σῶμα του καί, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος γιά ἀναχώρησι, ἀκούει τόν
Γέρο-Ἐφραίμ νά τόν ἐρωτᾷ.
-Τί ὥρα εἶναι; Δέν ἔλαβε ἀπάντησι.
῎Αναψε τό φακό, ἐκοίταξε τήν ὥρα,
καί ἦταν μέ τό κοσμικό περίπου δύο, μετά τά μεσάνυκτα.
Κοιτάζει νά ἰδῇ τόν διακονητή του,
διότι, ἔτσι πίστευε, ἀλλά δέν εἶδε κανέναν. Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθῇ, ὅτι κάθε
βράδυ ὁ γηροκόμος του ἐκλείδωνε τίς δύο πόρτες τοῦ γηροκομείου, γιά νά μήν
ἐνοχλοῦν τόν παπποῦ οἱ ἄλλοι Πατέρες μέ ἄκαιρες συζητήσεις..
῾Ο ἴδιος ὁ π. Ἐφραίμ ἔδωσε ἀπάντησι
γιά τόν φαινόμενο Μοναχό, ὅτι ἦταν ὁ Κτήτωρ τῆς Μονῆς, ὁ ῞Οσιος Γρηγόριος. ῾Ο
βοηθός του τόν διαβεβαίωσε, ὅτι δέν ἦλθε ἐκείνη τήν ὥρα στό γηροκομεῖο, οὔτε
καί ἄλλος Μοναχός τῆς Μονῆς μποροῦσε νά πάῃ, διότι δέν εἶχε κλειδιά.
Μιά ἄλλη πνευματική ἐμπειρία, τήν
ὁποίαν ἔζησε στήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων τοῦ 1987, θά μᾶς διηγηθῆ τώρα ὁ
μακαριστός π. 'Εφραίμ:
"Καθόμουν στό στασίδι δεξιά ἀπό
τήν Λιτή στό κυρίως ναό. Σ᾿ αὐτή τήν ἀγρυπνία, ἔννοιωσα ὅτι δέν ἔψαλλαν
ἄνθρωποι, ἀλλά ἄγγελοι. Ἐγώ ἀνθρώπους ἔβλεπα, ἀλλά οἱ φωνές τους δέν ἦσαν
ἄνθρώπινες. ῾Ωμοίαζαν μέ ἀγγελικές, οὐράνιες, ὑπερκόσμιες. Τότε ἡ καρδιά μου
σκιρτοῦσε ἀπό μία ἀνείπωτη χαρά καί ἐπήγαινε νά σπάσῃ ἀπό τούς ἐσωτερικούς κραδασμούς
τῆς χάριτος πού ἐζοῦσα.
Τότε τά μάτια μου ἔτρεχαν γλυκά
δάκρυα, ἐνῶ μέ τό στόμα μου ἀναφωνοῦσα ψιθυριστά· «Δόξα σοι Κύριε μου Ἰησοῦ
Χριστέ. Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, τί καλό εἶδες σέ ἐμένα καί μέ ἐπεσκέφθης;
῎Αχ αὐτή ἡ νύκτα μέ ἀνέβασε στόν οὐρανό γιά νά ἀπολαύσῳ τά στόματα τῶν οὐρανίων
Ἀγγέλων Μοναχῶν. ῎Ας ἔχῃ δόξα ὁ Πανάγαθος Θεός μας».
Μία ἄλλη φορά, ἦταν ἀρχές τοῦ μηνός
Ἰανουαρίου τοῦ 1987.
Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ὑπάρχει τυπικό
στήν Μονή μας, νά παίρνουν οἱ ἀδελφοί τά διακονήματά των. ῾Ο σεβαστός Γέροντάς
μας π. Γεώργιος, τήν ἑπομένη ἡμέρα, μετά τήν διανομή τῶν διακονημάτων,
συνεβούλευσε στήν τράπεζα τούς πατέρας διά νά δείξουν προθυμία, ὑπομονή διά νά
λάβουν τόν μισθόν τους καί νά ἐπιτύχουν τήν σωτηρίαν τους. ῎Επειτα ἔστρεψε τόν
λόγον του πρός τά γεροντάκια καί τούς εἶπε:
-Ἐσεῖς οἱ ἡλικιωμένοι Πατέρες, θά
ἔχετε ὡς διακόνημα νά τραβᾶτε κομποσχοίνι γιά μᾶς τούς νεωτέρους σας καί γιά
ὅλο τόν κόσμο. Τί λέγεις ἐσύ πάτερ Ἐφραίμ; Εἶσαι εὐχαριστημένος μέ αὐτό τό διακόνημα;
Καί ἐκεῖνος ἔδωσε τήν ἑξῆς σοφή ἀπάντησι:
-Ἐγώ εἶμαι εὐχαριστημένος, Γέροντα,
ἀλλά δέν ξέρω ἄν καί ὁ Θεός εἶναι εὐχαριστημένος ἀπό ἐμένα.
῎Αλλοτε πάλι ἦταν μιά φθινοπωρινή
νύκτα τοῦ 1988, μοῦ δηγήθηκε τό ἑξῆς θαυμαστό ὄνειρο: «Εἶδα στόν ὕπνο μου, ὅτι
ἔμενα στό προηγούμενο κελλί μου, καί ἔβγαινα ἔξω μέ κατεύθυνσι νά πάω στό
γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. ῞Οταν μπῆκα μέσα, αὐτό ὅλο καί περισσότερο ἐμεγάλωνε καί
ἄπλετο φῶς ξεχυνόταν μέσα καί ἔξω.
Μέσα εἶδα δύο κοπέλλες. Σκέφθηκα,
ὅτι θά ἦταν νοσοκόμες. Κρατοῦσαν βοῦρτσες στά χέρια τους καί ἔβαφαν τούς
τοίχους, πού ἄστραφταν ἀπό λάμψι καί λευκότητα. Ἐγώ ἐξεπλάγην καί ἐρώτησα: μά
ποῦ βρίσκομαι; Τί παράξενο καί θαυμαστό εἶναι αὐτό τό φῶς; Μιά ἀπό τίς κοπέλλες
γιά νά μέ καθησυχάσῃ, μοῦ λέγει: «Μή φωνάζης, βρίσκεσαι στό Μετόχι τῆς
Σταυρουπόλεως».
Ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα ἄρχισε νά μοῦ
εὐωδιάζῃ. ῞Οταν ξύπνησα αἰσθανόμουν αὐτή τήν εὐωδία, ὄχι μόνο ἐπάνω μου, ἀλλά
καί μέσα στό δωμάτιό μου. Τό πρωῒ πέρασε νά μέ ἰδῇ ὁ γιατρός παπᾶ-Δημήτρης. Τοῦ
εἶπα λεπτομερῶς τά καθέκαστα, καί τόν ἐρώτησα, ἄν καί αὐτός αἰσθάνεται κάποια
εὐωδία. Ἀλλά, ἐκεῖνος, ἴσως διά λόγους πνευματικούς, ἐξήγησε διαφορετικά τό
φαινόμενο ἐκείνης τῆς ὑπερφυσικῆς εὐωδίας, καί μοῦ εἶπε: «῾Η σκόνη Τάλκ πού σοῦ
ἔβαλα εὐωδίαζε καί ὄχι αὐτό πού λές».
Ἐγώ ἐσιώπησα, συνέχισε ὁ
Γέρο-Ἐφραίμ. Ἐδόξασα μόνο τόν Θεό γι᾿ αὐτή τήν οὐράνια παρηγοριά καί
καθημερινῶς ζῶ μ᾿ αὐτή την γλυκειά ἀνάμνησι τῆς εὐωδίας πού δέν ἔχει καμμιά
ὁμοιότητα μέ τά ἀρώματα τοῦ κόσμου.
-Ποιές ἄλλες ἱστορίες ἐνθυμεῖσαι ἀπό
τήν ζωή σου πάτερ Ἐφραίμ;
Θυμᾶμαι, ἀδελφέ μου, ἕνα ἄλλο
συνταρακτικό γεγονός πού συνέβη, ὄχι ἐδῶ στό ῎Ορος, ἀλλά στό ἀπέναντι χωριό,
στήν Συκιά Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ διακονοῦσε τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἕνας ῾Ιερέας, ὁ
ὁποῖος ἐνίοτε ἔπινε κρασί κάτι περισσότερο ἀπό τό κανονικό.
Ο κατά σάρκα ἀδελφός του, τόν
νουθετοῦσε νά μή πίνῃ. Μερικές φορές τόλμησε κάι τόν ἐκτύπησε. ῾Ο Θεός ὅμως
ἐτιμώρησε τόν λαϊκό ἀδελφό του γι᾿ αὐτήν τήν χειροδικία πρός τόν ῾Ιερέα ἀδελφόν
του. Μετά τόν θάνατον καί ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του, εἶδαν ὅλοι οἱ παρεστῶτες, μέ
θαυμασμό τά δύο του χέρια νά εἶναι ὁλόκληρα καί νά ἀποπνέουν μίαν ἄσχημη
μυρωδιά.
'Ἐκάλεσαν τόν οἰκεῖον Ἐπίσκοπο.
Ἐδιάβασε τίς κατάλλλες εὐχές καί ἀμέσως τά χέρια του ἔγινα χῶμα.
Κάποια χρονιά, ἦλθε στήν Μονή μας νά
μονάσῃ ἕνας νέος, ὁ ὁποῖος ὅμως στόν κοσμικό του βίο εἶχε μπλέξει μέ τήν
Μασσωνία. Βέβαια ποθοῦσε τήν σωτηρία του καί ἤθελε νά ἀπαλλαγῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν
θρησκεία τοῦ σκότους. Μετά τό διάστημα τῆς δοκιμῆς του, ὁ ῾Ηγούμενος τοῦ ὥρισε
τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς του.
Ἐκεῖνος ἔχαιρε πολύ, ἐχαμογέλα καί
ἔλεγε σέ ὅλους τούς πατέρας: «Αὔριο θά γίνω Καλόγερος». Τή νύκτα ὅμως οἱ
δαίμονες, τόν ἔπνιξαν στούς λογισμούς ἀπελπισίας. ῎Ισως οἱ ἴδιοι καί νά
τόν ἐξώθησαν νά θέσῃ τέρμα στήν ζωή του. Τό πρωῒ τόν βρῆκαν οἱ Πατέρες κάτω στά
βράχια, πλησίον τῆς θαλάσσης πεθαμένον.
῾Ο μακαριστός Γέρο-Ἐφραίμ, μή
δυνάμενος νά περπατήση, ἔμεινε μιά πενταετία στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς
συντηρούμενος καί βοηθούμενος ἀπό τούς ἀδελφούς, μέ πολλήν ἀγάπη καί στοργή.
Δέν ἐγόγγυσε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτή τήν παραλυσία τῶν ποδιῶν του. Πρός ὅλους
συμπεριφερόταν μέ πραότητα, ἀγάπη καί ὑπομονή. Πρίν ἀπό τό τέλος του, ἐπῆγε ὁ
ἱερομόναχος ἀδελφός π. Φ. καί τόν κοινώνησε. Τότε ὁ πάτερ Ἐφραίμ, εἶπε τά
τελευταῖα του λόγια: «Δόξα σοι ὁ Θεός, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε
ἐλέησον. Ἀμήν». Τό ἀπόγευμα ἡ ψυχή του πέταξε στούς Οὐρανούς. Αἰωνία του ἡ
μνήμη. Ἀμήν.
Προηγούμενα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου