Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

6172 - Εφραίμ μοναχός Γρηγοριάτης (1906-1991) - Μέρος 3ο

Εφραίμ μοναχός Γρηγοριάτης (1906-1991)
(Φωτογράφος: Χρήστος Ζέγκος)
-Τί ἐνθυμεῖσθε, πάτερ Ἐφραίμ, ἀπό τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Ἀρτεμίου;
-Ἐγώ τόν ὑπηρέτησα ὡς νοσοκόμος ἀρκετό καιρό στά τελευταία του καί τόν ἔβλεπα πάντοτε χαρούμενο, εἰρηνικό καί προσευχόμενο. Κάποτε τόν ἐρώτησα: 
-Πῶς αἰσθάνεσαι, πάτερ Ἀρτέμιε, θά εὕρῃ ἔλεος ἡ ψυχή σου στό Οὐρανό; 
-῎Εχομεν χρηστάς ἐλπίδας, πάτερ Ἐφραίμ, μοῦ εἶπε.
῏Ηταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως, ὅταν στό Μοναστήρι μας εἶχε ἔλθει ὁ Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως ῾Ιερόθεος, νά χοροστατίσῃ στήν ἀγρυπνία. ῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος, ὁ ὁποῖος προεῖδε τόν θάνατό του, εἶχε ἐγκαίρως εἰδοποιήσει τόν Γέροντά μας Παπᾶ-Θανάση, ὅτι σέ λίγο ἀναχωρεῖ καί νά στείλῃ τούς ὅλους τούς Πατέρες νά τόν συγχωρέσουν καί νά ἀνταλλάξουν τόν τελευταῖον ἀδελφικό ἀσπασμό
Πράγματι τήν παραμονή τῆς Δεσποτικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, οἱ Πατέρες τόν ἐπεσκέπτοντο ἀπό τό πρωῒ καί ἐλάμβανον καί ἔδιναν τήν συγχώρησι μεταξύ τους
῾Ο ῾Ηγούμενος εἰδοποίησε καί τόν Μητροπολίτη νά ἐπισκεφθῇ καί εὐλογήσῃ τόν ἑτοιμοθάνατο. Πράγματι, ὅταν πλησίασε κοντά του, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, καί ἀφοῦ τοῦ ἔσφιξε δυνατά τό χέρι, τό φίλησε καί τοῦ εἶπε χαρούμενος: «Σεβασμιώτατε, φεύγουμε, φεύγουμε, εὐλογεῖτε τό ταξίδι μου, καλή ἀντάμωσι στήν ἄλλη ζωή, τήν εὐχήν σας».

.......Μιά ἄλλη φορά ἦταν ἄρρωστος καί προσευχόταν στούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς, τόν ῞Αγιον Νικόλαον, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία. ῾Οπότε, ἐκεῖ πού μέ πόνο ψυχῆς καί σώματος ζητοῦσε τήν θεία βοήθεια, παρουσιάζεται ἡ ῾Αγία Ἀναστασία καί τοῦ λέγει: «γιατί φωνάζεις συνεχῶς δέν μπορῶ καί δέν μπορῶ; Τί θέλεις;

-Δέν μπορῶ, θέλω τόν γιατρό, τῆς εἶπε.
-῎Αν θέλῃς γιατρό, νᾶτος· καί τοῦ ἔδειξε τήν εἰκόνα της πού εἶναι στό παρεκκλήσι της, δίπλα στό γηροκομεῖο.
Τότε ἐκεῖνος ἐπῆγε μέ εὐλάβεια καί πίστι, ἐπροσκύνησε τήν εἰκόνα της, καί μέ λαδάκι ἀπό τό καντήλι της ἄλειψε τά μέρη τοῦ σώματος ὅπου πονοῦσε καί ἀμέσως ἔγινε τελείως καλά.
-῎Εχει εὐλογία νά μοῦ πῆτε κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀειμνήστου Γέροντάς σας, πάτερ Ἐφραίμ;
-῾Ο Γέροντάς μου Παπᾶ-Θανάσης, ἦταν καλογέρι τοῦ παπᾶ Συμεών τοῦ Τριπολιτσιώτου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ τρίτος κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. ῞Οταν ἐγώ ἦλθα στό Μοναστήρι, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1924, ὁ παπᾶ-Θανάσης εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἐκείνη τήν χρονιά ἀπό τόν Ἰανουάριο. Ἐπειδή ἤμουν μικρός μέ συμπαθοῦσε πολύ, μέ συμβούλευε καί δέν θυμᾶμαι ποτέ νά μέ μάλωσε.
Πρίν ἀπό αὐτόν ἦταν ῾Ηγούμενος ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε ἀπό τήν τότε ἀδελφότητα, ἀφοῦ ὁ παπᾶ-Θανάσης πού ἦταν ἀπό τότε ὑποψήφιος γιά τό ἀξίωμα αὐτό, ἔφυγε κρυφά γιά λίγες ἡμέρες στήν ῾Αγία ῎Αννα γιά νά τό ἀποφύγῃ.
῾Η πατρική του ἀγάπη μέ εἶχε σκλαβώσει, ἐνῶ ἐγώ σέ τίποτα δέν φάνηκα ἀντάξιος. Κάποτε ὡς διαβαστής, περνῶντας μέ τό βιβλίο, δίπλα στόν ἀρχιερατικό θρόνο, ὅπου ὁ Γέροντας ἔβαζε πάντοτε τό μπαστούνι του, μέ τόν μανδύα μου τό ἔρριξα κάτω. Ἀπό συνέργεια ἴσως τοῦ πειρασμοῦ, ἔσπασε αὐτό στά δύο. Παρ᾿ ὅτι ὁ Γέροντας δέν εἶχε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό, ἐν τούτοις δέν μοῦ ἔκαμε καμμίαν παρατήρησι.
Κατά τήν ἡγουμενεία του, πού διήρκεσε μέ διακοπές περί τά 17 χρόνια, πέρασε πολλές δοκιμασίες, λόγῳ τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί μερικῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τραχύ χαρακτῆρα καί ἐπλήγωναν ἴσως ἄθελά τους τόν πρᾶο καί ἀνεξίκακο Γέροντά μας.
Ἦταν ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς καί προσευχῆς. 
Ἀπέφευγε τίς συνεχεῖς ἐξόδους στόν κόσμο γιά διοικητικά ζητήματα, διότι σ᾿ αὐτά εἶχε ἰδιαίτερη φροντίδα ὁ μακαρίτης Γέρο-Βαρλαάμ. Μά καί ὅταν ἔβγαινε, ἦταν προσεκτικός.
Πολλές φορές γιά κοντινές ἀποστάσεις δέν ἔπαιρνε τό τράμ, ἀλλά ἐβάδιζε μέ τά πόδια στόν προορισμό του, γιατί δέν ἤθελε νά συμφύρεται μέ τόν πολύ κόσμο.
Στήν ἐκκλησία ἦταν τακτικώτατος. ῎Επρεπε κάθε πρωῒ, πρίν σημάνῃ τό τρίτο χειροσήμαντρο, νά ἔχῃ κατέβει στήν ἐκκλησία καί νά περιμένη τούς Πατέρες. Στόν ἑξάψαλμο, περιεφέρετο, ὅπως καί τώρα ὁ Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, μέ τό κερί στά στασίδια, βλέποντας ἐάν εἶναι ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρόντες. ῞Οσοι ἀπουσίαζαν, ἔστελνε τόν παρηγουμενιάρη ἤ καί μερικές φορές, ἐπήγαινε ὁ ἴδιος καί τούς ξυπνοῦσε.
Κάποια φορά ἀποκοιμήθηκα κι ἐγώ σάν νέος καί ἀσυνήθιστος μοναχός πού ἤμουν, καί ὁ Γέροντάς μου ἦλθε στό κελλί μου. Μέ ἐσκούντησε καί μοῦ εἶπε σέ αὐστηρό τόνο. Πάτερ Ἐφραίμ, ἀκόμη κοιμᾶσαι; Τά Γεροντάκια εἶναι ὅλα στήν ἐκκλησία καί προσεύχονται. 
Στήν ἐκκλησία ἦταν πολύ ἱεροπρεπής. ῎Εψαλλε τά συνηθισμένα γιά τούς προεστούς μέλη καί σπανίως καθόταν. Στό πρόσωπό του ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἁγία πραότης. Δέν τόν θυμᾶμαι ποτέ νά ὠργίσθηκε, παρότι δεχόταν ἀπό ἄλλους περιφρονήσεις καί ἐπεμβάσεις στά καθήκοντά του. Μᾶς ἐπισκεπτόταν στά διακονήματα συχνά φορώντας πάντα τό ράσο του, τό ἐπανωκαλύμαυχο καί τό μπαστούνι στό χέρι. Μᾶς μιλοῦσε μέ ἕνα ταπεινό συγκρατημένο χαμόγελο καί πάντοτε μέ τό πάτερ τάδε, μέ εὐγένεια καί καλωσύνη. 
Στίς διάφορες δουλειές τῆς Μονῆς, στίς ὁποῖες πηγαίναμε ὅλοι μαζί, τίς λεγόμενες «παγκοινιές», πρῶτος καί προθυμότερος ἦταν ὁ Γέροντάς μας. Ἐκεῖ, στά ἀμπέλια, στούς κήπους γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν ἤ τόν τρυγητό, ἐλέγαμε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπό τόν Γέροντά μας.
'Εάν ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ τότε ἕνας ἀπό τούς  ἀδελφούς στεκόταν ὄρθιος καί τραβοῦσε τά ἀνάλογα κομβοσχοίνια γιά τόν ῾Εσπερινό καί τόν ἑορταζόμενο ῞Αγιο τῆς ἡμέρας.
Ἀγαποῦσε νά διαβάζῃ τά πατερικά βιβλία. Μάλιστα κρατοῦσε σημειώσεις σέ μεγάλα τετράδια, μερικά ἀπό τά ὁποῖα τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ τά δώσῃ καί μοῦ εἶπε· «Ἐάν τά ἰδῶ δεμένα (στό βιβλιοδετεῖο) θά σοῦ τά δώσω". Καί πράγματι ἐγώ τά ἔδεσα καί μοῦ τά ἔδωσε. Σήμερα τά ἔχουν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί ἕνα, τό σπουδαιότερο, ὁ νῦν Γέροντάς μας.
Τά καλοκαιρινά ἀπογεύματα, γιά νά ἡσυχάσῃ λίγο άπό τό βάρος τῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν του καθηκόντων, ἐπήγαινε σέ μιά σπηλιά πάνω ἀπό τόν ἀρσανά, κοντά στό παλιό δρομάκι τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖ προσευχόταν ἤ ζωγράφιζε μορφές ῾Αγίων στά τετράδια που κρατοῦσε σημειώσεις. 
῞Ολοι οἱ Πατέρες τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια, ἀκόμη καί πολλοί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια τόν εἶχαν πνευματικό τους. ῾Η πραότης καί ἡ καλωσύνη του αἰχμαλώτιζε τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς πλέον νευρώδεις καί ταραχοποιούς.
Κάποια φορά, ὁ Γέρο-Βαρλαάμ τοῦ φέρθηκε ὄχι σάν ὑποτακτικός, ἀλλά σάν δικαστής, ἀλλά κατόπιν μετάνοιωσε πικρά. Προσέτρεξε κοντά του καί γονατιστός τοῦ ἔλεγε
-Γέροντά μου, ἅγιε Γέροντα, συγχώρεσέ με γι' αὐτό πού σοῦ ἔκανα, άλλά μέσα ἀπό τήν καρδιά σου, ἐνῶ τά δάκρυά του ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του
-Συγχωρεμένος νά εἶσαι πάτερ Βαρλαάμ.
-Γέροντα, θέλω μέσα ἀπό τήν καρδιά σου νά μέ συγχωρήσῃς, γιά ὅ,τι μέχρι σήμερα ἔκανα πού σέ ἐπλήγωσε.
Τί ἐκάναμε τόσο καιρό; Ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας;
Τήν πατρικότητά του πρός τά Καλογέρια του τήν διαπίστωσα ἀκόμη μιά φορά, σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα. Κάποτε ὡς ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἔσφαλα καί τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ὁπότε ἐκείνη τήν νύκτα, βλέπω τόν Γέροντά μου νά εἶναι ντυμένος μέ τόν μαῦρο μανδύα καί ἐνώπιον τῆς ῾Ωραίας Πύλης, νά παρακαλῇ τόν Δεσπότη Χριστό, λέγοντας: «Κύριέ μου, σῶσον τόν πατέρα Ἐφραίμ. Κι αὐτός εἶναι πλάσμα τῶν χειρῶν σου καί συγχώρησον αὐτόν δι᾿ ὅ,τι ὡς ἄνθρωπος ἥμαρτεν». Ἐγώ ἐστεκόμουν δίπλα του καί ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Τέπλου, τελείως συντετριμμένος καί μετανοιωμένος γιά τό παράπτωμά μου.
῾Ο σεβαστός μου Γέροντας ἀγαποῦσε τίς ἀγρυπνίες, στίς ὁποῖες ἔψαλλε καί στεκόταν σάν ἀναμμένη λαμπάδα. Ἐπίσης ἐπήγαινε σέ πανηγύρεις Μονῶν πού τόν καλοῦσαν, καί προπαντός στήν Μονή τοῦ ῾Αγίου Παύλου. Τότε ἐκεῖ ῾Ηγούμενος ἦταν ὁ πατήρ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλη προσωπικότης στήν ἐποχή του.
Εἶχε σέ τιμή καί σεβασμό ὅλους τούς ῾Αγίους, μά περισσότερο στόν ῞Αγιον Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ῞Αγιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. Μάλιστα εἶχε κόψει ἀπό τά πνευματικά γυμνάσματα τήν μορφή τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου καί τήν εἶχε βάλει σέ κορνίζα πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του. Σέ ἐρώτησί μου κάποτε: "Γιατί,  Γέροντα, τιμᾶς τόν ῞Αγιο Νικόδημο, ἀφοῦ ἀκόμη δέν τόν ἔχει ἡ 'Εκκλησία ἀνακηρύξει ῞Αγιο; Αὐτός παιδί μου μοῦ εἶπε, εἶναι ῞Αγιος καί ἄς μή τόν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ 'Εκκλησία. Εἶναι μεγάλος ῞Αγιος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας".
Τό πρόβλημα τῆς λειψανδρίας στά Μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὑπῆρξε ὀξύ κατά τά μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος. ῾Ο μακαρίτης παπᾶ-Θανάσης, μοῦ ἔλεγε ὅτι τά Μοναστήρια δέν ἐρημώνουν ἀπό ἀνέχεια καί πτωχεία, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους. Καί οἱ ἄνθρωποι πού φταῖνε γι᾿ αὐτή τήν ἐρήμωσι, εἴμεθα ἐμεῖς, διότι δέν δείχνουμε καλή διαγωγή καί πρέπει νά προσέχουμε νά μή σκανδαλίζουμε κανέναν. ῎Εχομε λόγο νά δώσουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτές τίς ψυχές πού μᾶς ἔστειλε ἐδῶ ὁ Θεός καί ἐμεῖς μέ τά ἔργα μας τούς σκανδαλίζουμε.
῎Αλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε· «῎Ας ἀγωνιζώμεθα, παιδί μου Ἐφραίμ, γιά νά τηρήσουμε παρθένα καί καθαρά τόν νοῦν, τήν καρδιά καί τό σῶμα μας. Χωρίς αὐτή τήν καθαρότητα, δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ Πατέρα τόν Θεό καί ἀδελφούς τούς Πατέρας. ῞Οταν ὁ Θεός βλέπῃ τέτοιες πτώσεις παραχωρεῖ μεγάλα δεινά στά Μοναστήρια. ῎Αν μερικά Μοναστήρια καίγωνται, νά ξέρῃς, ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεός τέτοιες δοκιμασίες γιά νά σωφρονίσῃ ἐμᾶς τούς Μοναχούς.
-Πάτερ Ἐφραίμ, τί κανόνα προσευχῆς ἔβαζε ὁ παπᾶ-Θανάσης γιά κάποιον πού θά ἐρχόταν στό Μοναστήρι γιά δόκιμος;
Δέν ξέρω τί ἔκανε μέ τούς ἄλλους. Ἐμένα, ὅταν ἦλθα, μοῦ εἶπε νά τραβῶ ἕξι κομβοσχοίνια καί 60 μετάνοιες ἐδαφιαῖες. ῞Οταν ἔγινα μεγαλόσχημος, μοῦ ἔδωσε γιά κανόνα 12 κομποσχοίνια καί 120 μετάνοιες. Τώρα ὅμως δέν κάνω καμμία, οὔτε μία δέν μπορῶ. ῎Εχω πολλές ἐλλείψεις. ῾Ο Θεός νά μέ λυπηθῇ.
-Τώρα στά γεράματα τί προσευχές διαβάζεις, πάτερ Ἐφραίμ;
῞Οταν σηκώνομαι τήν νύκτα, τρεῖς ὧρες πρίν σημάνει ἡ καμπάνα γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία, λέγω τό Τρισάγιο, τίς ἑωθινές προσευχές· «Ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξανιστάμενος..., τόν 50ον Ψαλμό, τόν ῎Αμωμο καί τελειώνω μέ τό Πιστεύω. Κατόπιν τραβῶ 12 κομποσχοίνια γιά τό Χριστό, δύο στήν ῾Αγία Τριάδα, ἐπειδή ἔχω τήν εἰκόνα της καί πρέπει πάντοτε νά καταφεύγουμε στήν ῾Αγία Τριάδα, στήν Παναγία ἄλλα 2, ἕνα στόν ῞Αγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο ἕνα στόν Τίμιον Πρόδρομο, ἕνα στούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς, ἕνα στούς γονεῖς μου, ἕνα στούς κοιμηθέντας ἀδελφούς, καί τό τελευταῖο τό τραβῶ ἀπαραιτήτως γιά τόν Γέροντα καί τήν Ἀδελφότητά μας
Τό ἀπόγευμα, ἀφοῦ κοιμηθῶ λίγο καί σηκωθῶ, ἔχω ἄλλη τακτική. Κατ᾿ ἀρχήν λέγω τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ὕστερα τούς χαιρετισμούς τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια διαβάζω προσευχές ἀπό τό Προσευχητάριο. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι διῃρημένο σέ ἑπτά τμήματα, τό καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἀντιστοιχεῖ σέ μία ἡμέρα. ῎Ετσι διαβάζω γιά κάθε ἡμέρα διαφορετικές προσευχές, οἱ ὁποῖες πολύ μέ ὠφελοῦν καί κατανύσσουν. Μερικές ἀπ᾿ αὐτές τίς ἔμαθα ἀπ᾿ ἔξω.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ, ὅτι ὁ π. 'Εφραίμ ὅλες αὐτές τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια τά κάνει ὄρθιος, στηριζόμενος σέ ἕνα ξύλο σχήματος ταῦ. Παρ᾿ ὅτι τόν πονοῦν τά πόδια του, δέν συγκατατίθεται νά καθίσῃ λίγο. Τοῦ εἶπα κάποτε: 
-Τώρα ἐγέρασες πάτερ Ἐφραίμ, νά κάθεσαι λίγο, ὅταν κάνῃς τόν κανόνα τῆς προσευχῆς σου
-Ἔεε δέν πρέπει, μοῦ λέγει, εἶναι Κανόνας. Ἀφοῦ μέ κρατοῦν ἀκόμη τά πόδια μου, θά στέκωμαι ὄρθιος. Μόνο ὅταν ἔχουμε Θεία Μετάληψι, διαβάζω τήν νύκτα στό κελλί μου τίς εὐχές τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἀλλά κάθομαι λίγο, διότι εἶναι πολλές καί κουράζομαι.
-Ποιό εἶναι τό καταστάλγμα τῆς ἐπί 70 περίπου χρόνια, διαβιώσεώς σας στό ῞Αγιο ῎Ορος, πάτερ 'Εφραίμ;
Τό καταστάλγμα εἶναι μηδέν. Τίποτα δέν ἐκάναμε. Κάποτε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ, ρώτησε τό Γέρο-Ἰάκωβο Διονυσιάτη, σπουδαῖο Μοναχό, χρηματίσαντα καί Πρωτεπιστάτη στήν ῾Ιερά Κοινότητα, πρό τοῦ θανάτου του:
-Τί κάνεις πάτερ Ἰάκωβε
-Τίποτε δέν κάνω, πάτερ Βαρλαάμ, μόνο αὐτά τά βράχια πού φυλάγουμε ἐδῶ, νά ὑπολογίσῃ ἡ Παναγία μας.
῎Ετσι λέω κι ἐγώ. Ἀπό ἔργα δέν ἔχω τίποτα. Ἐλπίζω μόνο στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιά τά χρόνια πού ἔμεινα ἐδῶ, δέν θέλω νά μέ πληρώσῃ, γιατί δέν τό ἀξίζω, ἀλλά ἄς μοῦ  δώση καί τό πιό ἐλάχιστο καί αὐτό ἀπό τήν πολλή Του ἀγαθότητα, καί ὄχι γιά τά χρόνια πού ἔζησα ἐδῶ.
Δέν ἔχω καλό ἔργο νά σᾶς δείξω. Οὔτε εἶμαι σέ θέσι ἐγώ νά σᾶς συμβουλεύσῳ. ῎Εχουμε τόσα βιβλία, Γεροντικά, Πατερικά, ὁ Εὐεργετινός, ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος καί ἄλλα βιβλία.Σέ κάποιο μέρος λέγει ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ Θεολόγος: "Ἀπόκτησε τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί αὐτή θά σέ διδάξη τί νά κάνῃς. Καί νά θέλεις νά ἁμαρτήσῃς, ὅταν ἡ χάρις σέ ἐπισκιάσῃ, δέν σέ ἀφήνει νά πέσῃς".
[Συνεχίζεται]

Προηγούμενα:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου