Εφραίμ μοναχός Γρηγοριάτης
(1906-1991)
(Φωτογράφος: Χρήστος Ζέγκος)
Φωτογραφία: http://athosprosopography.blogspot.gr
|
-῞Οταν ἔφθασες στό Μοναστήρι, πῶς σέ
δέχθηκε ὁ Γέροντάς σου, ὁ Παπᾶ-Θανάσης;
-Ἐγώ ἔφθασα στό Μοναστήρι τό Πάσχα τοῦ
1924. ῾Ο Γέροντάς μου εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἀπό τό Γενάρη τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἐπειδή
ἤμουν καί μικρός, μέ συμπάθησε, μοῦ φέρθηκε πατρικῶς καί ὅσο ἦτο δυνατόν μέ οἰκονομοῦσε.
Τούς νέους καί ἀγενείους, ὅπως ξέρῃς,
Πάτερ, δέν τούς κρατοῦσαν μέσα στό Μοναστήρι, μέχρις ὅτου ἐνηλικιωθοῦν καί βγάλουν
γένεια.
Γι᾿ αὐτό καί ἐγώ, ἐστάλην μετά δέκα
ἡμέρας, φορῶντας καί τά ράσα ὡς δόκιμος Μοναχός, στίς Καρυές. Μέσῳ τοῦ βουνοῦ σέ
μιά νύκτα μέ τό Γέρο-Βαθολομαῖο ἐφθάσαμε στό Κονάκι τῶν Καρυῶν. Ἐκεῖ ἔμεινα ἕνα
χρόνο. Μακρυά ὅμως ἀπό τόν Γέροντά μου καί ἀστήρικτος πνευματικά, κλονίστηκα καί
ἤθελα νά φύγω γιά ἄλλο τόπο.
Κάνω τόν σταυρό μου καί λέγω: Θά πάω
νά κτυπήσω τήν πόρτα τοῦ πρώτου σπιτιοῦ πού θά συναντήσῳ μπροστά μου καί, ἄν εἶναι
θέλημα τῆς Παναγίας, θά μέ κρατήσουν. Φεύγοντας ἀπό τήν πίσω πόρτα, ἐκεῖ ὅπου εἶναι
τό πατητήρι, διότι ἐκεῖ ἦταν καί τό ξυλοκρέβατό μου, ἐπῆγα στό πρῶτο σπίτι πού συνάντησα.
Κτυπῶ τήν πόρτα καί ἐρωτῶ ἕνα νέο Μοναχό
πού μοῦ ἄνοιξε. ῎Εχω, λέω, ἕνα ἀδελφάκι, πού θέλει νά γίνῃ Μοναχός σέ κελλί, ἔχετε
μέρος νά τό κρατήσετε;
-Νά ρωτήσω τόν Γέροντα, μοῦ λέγει ὁ
Μοναχός.
Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: Αὐτός ὁ ἴδιος
εἶναι, δέν ἔχει ἀδελφάκι γιά Μοναχό. Νά τοῦ εἰπῇς, ὅτι τώρα δέν μπορῶ νά τόν κρατήσω,
διότι περιμένω δύο παιδιά νά ἔλθουν αὔριο γιά Μοναχοί.
῎Ετσι κατάλαβα, ὅτι δέν εἶναι θέλημα
τοῦ Θεοῦ νά πάω ἀλλοῦ. Ἀπό τήν πόρτα πού βγῆκα ξαναμπῆκα πάλι. ῎Εκτοτε δέν ἐφρόντισα
νά πάω σέ ἄλλο τόπο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί ἔμεινα στό Μοναστήρι μας διακονῶντας
σέ διάφορα διακονήματα.
-Πάτερ 'Εφραίμ, ἔχει εὐλογία νά μοῦ
πῆτε, πῶς εἴδατε τόν ῞Αγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο;
-῞Οπως καί ἄλλοτε σοῦ ἔχω εἰπεῖ, ἔτσι
ἀκριβῶς εἶναι, πάτερ. ῞Οταν ἤμουν νέος Μοναχός, γύρω στο 1930, μέ ἔστειλε τό Μοναστήρι
στήν Μονή ῾Αγίου Παύλου, ὡς συνήθως πηγαίνουμε ὡς ἀντιπρόσωποι τῶν Μονῶν μας σέ
πανηγύρεις ἄλλων Μονῶν.
Τότε ἐπανηγύριζαν τήν Ἀνακομιδή τῶν
Λειψάνων τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, πού ἑορτάζει στίς 3 Νοεμβρίου. ῞Οταν ἡ ἀγρυπνία εἶχε
φθάσει στήν τετάρτη ὠδή τοῦ ὄρθρου, βλέπω ἐν ἐγρηγόρσει τόν ῞Αγιο Μεγαλομάρτυρα
Γεώργιο μέ πλήρη στολή ὁπλίτου καί μέ τό κοντάρι στό χέρι, νά πετᾷ πάνω ἀπό τό κεντρικό
πολυέλεο καί ὁλόκληρος νά ἀστράπτῃ σάν φῶς καί ἀστραπή.
Σέ μιά στιγμή ἀνέβαινε μέ ταχύτηα πρός
τόν τροῦλλο, ὁπότε καί ἐξαφανίσθηκε. 'Ἐγώ ὅταν τόν εἶδα, κατεπλάγην καί ἀπό τήν
χαρά μου, ἔλεγα στούς διπλανούς μου: «Κοιτᾶξτε κοιτᾶξτε ψηλά τόν ῞Αγιο Γεώργιο.
Οἱ ἄλλοι ὅμως δέν εἶδαν τίποτα.
-Τί ἐνθυμεῖσθε πάτερ 'Εφραίμ γιά τόν
Μοναχό 'Αρτέμιο τόν Σπαρτιάτη;
῾Ο πατήρ Ἀρτέμιος ἦτο ἕνας ἐνάρετος
καί ἀγωνιστής Μοναχός. Μέ ἀγαποῦσε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι γέροντες Πατέρες, λόγῳ ἀκριβῶς
τῆς νεαρᾶς μου ἡλικίας. Αὐτό τό διεπίστωσα, ὅταν κάποτε, ἀποπειράθηκα νά φύγῳ κρυφά
ἀπό τό Μοναστήρι. Ἐκρέμασα ἕνα σχοινί ἀπό τό παράθυρο, ἀφοῦ πρίν ἐπέταξα καί τόν
ντορβᾶ μου κάτω μέ λίγα πραγματάκια μου, καί ἐπήδηξα κάτω.
Τότε ἤθελα νά φύγω ἀπό ζηλωτισμό, ἐπηρεασμένος
ἀπό ἄλλους πού δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται ὁ Πατριάρχης. ῞Οταν ἔφθασα ἀπέναντι ἀπό
τό μοναστήρι μας στήν πίσω μεριά, στό τόπον πού λέγεται «Παρθένι», ὅπου ἔχουμε καί
τίς ἐλιές, ἄνοιξα τόν ντορβᾶ μου νά ἰδῶ, ἐάν ἐπῆρα ὅλα τά πράγματα πού εἶχα ἑτοιμάσει
νά πάρω. Βλέπω μετά λύπης μου, ὅτι μοῦ ἔλειπε τό προσευχητάριον τοῦ Ἀ. Σιμωνώφ.
Μοῦ ἦταν πολύ ἀπαραίτητο αὐτό καί δέν
μποροῦσα νά φύγῳ χωρίς νά τό πάρῳ μαζί μου.
῏Ηταν βλέπεις οἰκονομία Θεοῦ γιά τήν
σωτηρία μου νά μή φύγω ἀπό τό Μοναστήρι καί χάσω τήν ψυχήν μου. Γυρίζοντας πίσω,
ἦταν ἀκόμη πολύ πρωῒ. Βλέπω στήν πύλη νά βγαίνῃ πρός τά ἔξω ὁ ῾Ηγούμενος καί Γέροντάς
μου Παπᾶ Θανάσης.
Ἐε, ποῦ εὑρέθηκες ἐσύ τέτοια ὥρα παιδί
μου Ἐφραίμ
Δέν μποροῦσα νά τοῦ πῶ ψέμματα
καί τοῦ λέγω: ῎Εφυγα Γέροντα, διότι δέν μέ ἀναπαύει τό ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καί
τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου.
-Καλά, παιδί μου, νά φύγῃς ἀφοῦ τό θέλεις,
ἀλλά ἀξιοπρεπῶς καί ὄχι μέ αὐτόν τόν τρόπον, γιατί μέ τόν τρόπον πού θέλεις νά φύγῃς,
ἐγώ δέν σοῦ δίνω εὐλογία. Μέ ἔκαμψε. Τοῦ λέγω: "Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα.
Τώρα ὅμως ἐγώ δέν μπορῶ νά ἔλθῳ στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ μέ πῆραν χαμπάρι οἱ Πατέρες
πώς ἔφυγα. (ἐκείνη τήν ἡμέρα λειτουργοῦσε στό Καθολικό τῆς Μονῆς μας, ὁ
Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος).
Μή ἔρχεσαι οὔτε στήν ἐκκλησία, οὔτε
στήν τράπεζα· κάθισε στό δωμάτιό σου νά ἡσυχάζῃς καί θά οἰκονομήσῃ ἡ Παναγία τά
πράγματα. Τό ἔμαθαν λοιπόν τά Γεροντάκια καί ἦλθαν στό κελλί μου. Πρῶτος ἦλθε ὁ
Γέρο-Βαρλαάμ. Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε κλαίοντας: "Γιατί παιδί μου, Ἐφραίμ,
θέλεις νά φύγῃς; Ἐμεῖς ἐδῶ σέ κρατήσαμε καί σέ μεγαλώσαμε ἀπό μικρό παιδί".
Τό μαθαίνει ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος ἀπό τό Γέρο-Βαρλαάμ καί ἔρχεται καί αὐτός στὀ κελλί
μου μέ κλάματα:
-Παιδάκι μου, παιδάκι μου, μοῦ ἔλεγε,
ποῦ θά πᾷς νά φύγῃς, δέν θά σέ ἀφήσῳ ἐγώ νά φύγῃς.
-Καλά τοῦ λέγω, Γέρο-Ἀρτέμιε, ἀλλά ἔχω
τά πράγματά μου ἐκεῖ στίς ἐλιές. Μή στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό. Ἐγώ θά σέ περιμένω
τό βράδι στήν μικρή πόρτα τοῦ Κοιμητηρίου. Νά πᾶς ἐσύ νά τά φέρῃς, καί νά πᾶς
στό κελλί σου, χωρίς νά σέ ἀντιληφθῇ κανείς.
῎Ετσι αὐτοί οἱ δύο Γεροντάδες ἔγιναν
αἰτία νά παραμείνω στό Μοναστήρι μας.
῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος ἦτο βιαστής Μοναχός.
῎Ετσι τόν ἐγνώρισα ἐγώ. Κρεβάτι στό κελλί του δέν ἐγνώριζε. ῞Οπως ἐρχόταν ἀπό τήν
ἐκκλησία, μέ τό ράσο καί τό κουκούλι καθόταν σ᾿ ἕνα σκαμνί τοῦ κελλιοῦ του, χωρίς
νά βγάζῃ τά παπούτσια του, καί τραβοῦσε ὅλη τήν νύκτα κομβοσχοίνι, τό ὁποῖον εἶχε
κρεμάσει ἀπό τό νταβάνι.
Πολλές φορές περνοῦσε τίς νύκτες του,
κυρίως τίς καλοκαιριάτικες, στά στασίδια τοῦ Νάρθηκος τῆς ἐκκλησίας. Κάποτε μοῦ
εἶχε εἰπεῖ: «Τί νά σοῦ πῶ, παιδάκι μου, εἶδα πρό καιροῦ μέσα στήν ἐκκλησία μία ὀτπασία.
Εἶδα νά ἐξέρχεται, ντυμένος μέ τήν στολή του ἀπό τήν ῾Ωραία Πύλη, ἕνας διάκονος,
ὁ ὁποῖος στάθηκε κάτω ἀπό τόν πολυέλεο, καί εἶπε τρεῖς φορές· «ἔθεντό με ἐν λάκκῳ
κατωτάτῳ». Τί νά σημαίνῃ ἆρα γε αὐτό, μοῦ λέγει, δέν ξέρω. Εῖδα καί ἄλλες ὀπτασίες.
Ἄλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε: "Μία φορά,
καθώς στεκόμουν στό στασίδι μου, δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, βλέπω νά μέ
πλησιάζουν πολλοί ῎Αγγελοι. Ἐκείνη τήν περίοδο, εἶχα κατά παραχώρησι Θεοῦ, πολύ
σαρκικό πόλεμο καί ἤμουν πολύ στενοχωρημένος.
῎Εβλεπα λοιπόν τήν ὀπτασία αὐτή τούς Ἀγγέλους, νά βγάζουν ὅλα τά ἐντόσθιά μου καί νά τά πλένουν ἕνα-ἕνα μέσα σέ μιά λεκάνη. Κατόπιν τά ἔβαλαν πάλι μέσα, μέ ἔραψαν
καί εἶπαν· «Ἄϊντε τώρα δέν ἔχεις τίποτα». Καί πράγματι, ἀπό τότε ἐξαφανίσθηκε ὁ
σαρκικός πόλεμος καί ἤμουν τελείως εἰρηνικός.
Μιά ἄλλη φορά, συνέχισε νά μοῦ λέγει
ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, μπροστά ἀπό τήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, βλέπω σέ ὀπτασία, ὅτι
ὑπῆρχε ἕνα τραπεζάκι μέ χρυσό τραπεζομάνδηλο, καί πάνω σ᾿ αὐτό ἕνα ὁλόχυσο Εὐαγγέλιο.
Ξαφνικά βλέπω νά κατέρχεται φωτιά ἀπό ψηλά καί φοβήθηκα μήπως κάψῃ τό Εὐαγγέλιο.
Τότε οἱ ῎Αγγελοι πού παρέστεκαν, μέ ἐμπόδισαν λέγοντας· «μή πλησιάζῃσ ἐσύ καί μή
φοβᾶσαι. Μόνο νά βλέπῃς».
Αὐτή ἡ ὀπτασία, ἀργότερα κατάλαβα ὅτι
ἐσήμαινε τό πῦρ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ πού κατῆλθε ἀπό τόν Οὐρανό καί δέν κατέκαυσε
τήν Θεοτόκον. Αὐτή ἡ ὀπτασία ὁμοιάζει μέ τήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο
πού εἶδε ὁ Μωϋσῆς στό ῎Ορος Σινᾶ.
Καί τώρα θά σοῦ διηγηθῷ, πάτερ,
πόσο κακό πρᾶγμα εἶναι ἡ κατάκρισις στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
Κάποιο καιρό ἕνας ἀδελφός τῆς Μονῆς
ὁ π. Κ. εἶχε ἕνα μεγάλο πειρασμό, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καί ὑπέκυψε σέ κάποιο παράπτωμα.
Ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό διαννοηθῶ, πῶς παρεχώρησε ὁ Θεός καί εἶχε ὁ ἀδελφός αὐτή
τήν περιπέτεια, ὄντας πενηντάρης στήν ἡλικία.
Ἐκεῖνο τό φθινόπωρο μαζεύαμε ἐλιές,
ἐγώ εὑρισκόμουν πάνω ἀπό τό πεζούλι τοῦ Κοιμητηρίου καί ἔλεγα μέ τόν νοῦν μου. Μά
πῶς ἔγινε καί ἔπεσε ὁ τάδε ἀδελφός σ᾿ αὐτό τό παράπτωμα! Ξαφνικά ἕνα χέρι μοῦ δίνει
μιά σπρωξιά πρός τά κάτω καί μία φωνή μοῦ λέγει συγχρόνως· «ἀφοῦ ἀπορεῖς νά μάθῃς,
μάθε πῶς ἔπεσε ὁ ἀδελφός».
Εὑρέθηκα κάτω ἀπό τό πεζούλι, δίπλα
στά μνήματα τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, τραυματισμένος στά χέρια, στό κεφάλι, ἐνῶ
τά αἵματα ἔτρεχον ἀπό παντοῦ. Καλά νά τά πάθῳ, παιδάκι μου, γιατί κατέκρινα μέ
τόν λογισμό μου τόν ἀδελφό, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βλέπω τίς δικές μου ἀδυναμίες καί ἀτέλειες.
῾Ο Θεός νά μέ συγχωρέσῃ. Καλά πού δέν σκοτώθηκα».
Στήν ἐκκλησία, ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, ἦτο
στῦλος ἀκλόνητος στήν προσευχή καί τήν παρακαλούθησι τῶν θείων Ἀκολουθιῶν. Εἴχαμε
τό τυπικό αὐτό μέ τόν ἀείμνηστο Γέροντά μας, τόν Παπᾶ-Θανάση, ὁ ὁποῖος σπανίως καθόταν
καί μᾶς ἐπέτρεπε νά καθήμεθα μόνο στά ψαλτήρια καί τίς ὧρες.
Κάποια φορά ἦλθε στό Μοναστήρι μας ὁ
Μητροπολίτης Μεσσηνίας. Κατά τήν ὥρα τῆς Ἐννάτης, πρό τοῦ ῾Εσπερινοῦ, μπῆκε
στήν ἐκκλησία. Πέρασε δίπλα ἀπό τό Γέρο-Ἀρτέμιο, πού καθόταν, ὅπως εἴπαμε δίπλα
στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, καί τοῦ λέγει· «Εὐλογεῖτε». ῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος ἀμίλητος.
Δέν ἐγνώριζε ποιός ἦταν, διότι δέν φοροῦσε καί ὁ Δεσπότης τά διακριτικά του. Τοῦ
ξαναμιλᾶ ὁ Δεσπότης· «Εὐλογεῖτε, τί κάνετε, πάτερ;». Καί ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος μέ ὕφος
σοβαρό καί λακωνικό, ἦταν καί Σπαρτιάτης βλέπεις, τοῦ λέγει· «ἔχουμε ῾Εσπερινό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου