Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

4596 - Μια χειμωνιάτικη ανάβαση στον Άθωνα



Κείμενο: Κώστας Παπαοικονόμου 
Επιμέλεια κειμένου: Βασίλης Κυριλλίδης 
Φωτογραφίες: Γιώργος Παρσαλίδης
Πολλές φορές, όταν τυχαίνει να μοιράζομαι έναν κοινό χώρο με άλλους ανθρώπους, έχω την τάση να τους περιεργάζομαι και να προσπαθώ να μαντέψω κάτι από το παρελθόν τους. Το τι σκέφτονται, το τι τους έχει φέρει εκεί, μαζί μου, τη συγκεκριμένη στιγμή… Πρόχειρα παιχνίδια του μυαλού, όταν απλά θέλουμε να σκοτώσουμε την ώρα μας.
Θα πρέπει να είχα τελειώσει και με τον τελευταίο συνταξιδιώτη μου, όταν άκουσα τον Γιώργο να με προτρέπει να δω το θέαμα έξω από το παράθυρο. Χρειάστηκα πέντε βήματα για να βρεθώ στην άλλη πλευρά της εσωτερικής αίθουσας του καραβιού, που μας ταξίδευε από την Ουρανούπολη μέχρι τη σκήτη της Αγίας Άννας. Έξω από το παράθυρο σχηματιζόταν ο επιβλητικός όγκος του Άθωνα, απόλυτου παρατηρητή του Βορείου Αιγαίου, που τη δεδομένη στιγμή είχε επιλέξει να μας κρύψει τον όγκο του, στέλνοντας πυκνά σύννεφα στις πλαγιές του.

Άθως, Δεκέμβριος, 2007.
Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε πριν από 10 και πλέον χρόνια. Αφορμή, η αγάπη μας για το βουνό. Αν και στην ορειβασία μετράμε την ίδια χρονική θητεία, αυτός κατέχει περισσότερες εμπειρίες. Δεινός αναρριχητής, με πολλές ελληνικές κορυφές στο ενεργητικό του, όσες φορές χρειάστηκε κάτι παραπάνω σε αδρεναλίνη δεν δίστασε να την αναζητήσει μακριά, στις Άλπεις, στις Άνδεις, στα Πυρηναία.
Το προηγούμενο βράδυ, στην Ουρανούπολη, εγκαταλείψαμε το ακραίο σχέδιο να κοιμηθούμε σε αντίσκηνο στην παραλία, όταν η φωτεινή ταμπέλα hotel μας έκλεισε πονηρά το μάτι. Τριάντα πέντε ευρώ δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ταλαιπωρία που θα περνούσαμε, ενώ από την επόμενη δεν μας περίμεναν και λίγα. Στις 6.30 το πρωί ξεκινούσε το καραβάκι.
Ήταν έξι το πρωί, όταν κρέμασα το κλειδί του δωματίου στη θέση του, στον τοίχο της reception. Κινήσαμε για την προβλήτα απ’ όπου θα παίρναμε το καραβάκι. Ένας άκεφος και αγουροξυπνημένος νεαρός μας μοίρασε τα διαμονητήρια, απαραίτητα για την είσοδο οποιουδήποτε στο Άγιο Όρος. Στις 6.30, ακριβώς, το καραβάκι ξεκίνησε.
«Ευτυχώς τα χιόνια αρχίζουν από ψηλά, μετά τα 1000 μέτρα», παρατήρησε ο Γιώργος πριν βγει έξω, για τις πρώτες φωτογραφίες. Μετά από 15 λεπτά περιμέναμε το μικρό φέρρυ να ρίξει την πόρτα του, ενώ κουβαλούσαμε ήδη τα σακίδια που, ούτε λίγο ούτε πολύ, περιείχαν ό,τι χρειάζεται ένας ορειβάτης για να περάσει δυο μέρες αυτονομίας στο βουνό. Από πουπουλένιους υπνόσακους μέχρι γκαζάκια και κατσαρολικά για μαγείρεμα. Μεγάλη υπόθεση το ζεστό φαγητό στο βουνό. Από την άλλη μεριά, η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε δεν είχε τεχνικές δυσκολίες, οπότε δεν χρειαζόταν να κουβαλάμε υλικά αναρρίχησης, πράγμα που ελάφρωνε αρκετά τα σακίδια μας. Αυτό σε συνδυασμό με τα ισοθερμικά ρούχα, (ρούχα που στεγνώνουν γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην χρειαζόμαστε δεύτερα), έκαναν κάπως ευκολότερο το έργο μας.
Το αρχικό πλάνο προέβλεπε ανάβαση την πρώτη μέρα, στα 1500 μέτρα, μέχρι την εκκλησία-καταφύγιο της Παναγίας, έρημη συνήθως τέτοια εποχή, όπου και θα διανυκτερεύαμε, εάν βρίσκαμε ανοιχτή την πόρτα. Αλλιώς, ύπνος στο αντίσκηνο, ακριβώς έξω της. Την επομένη, συνέχεια προς κορυφή, στα 2033 μέτρα, και μετά κατευθείαν ο κατήφορος για τη σκήτη της Αγίας Άννας. Την τρίτη μέρα θα παίρναμε το καραβάκι για την επιστροφή στην Ουρανούπολη.
Όμως, λίγο το γιορτινό των ημερών, λίγο οι οικογενειακές υποχρεώσεις, κι από τα τελικά σχέδια αφαιρείται μία μέρα.
Μόλις έπεσε η πόρτα του καραβιού κατευθυνθήκαμε απέναντι, προς τα σκαλοπάτια που μας περίμεναν. Στην προβλήτα της άφιξης καμιά δεκαριά παρατεταγμένα μουλάρια περιμένανε υπομονετικά το φορτίο τους, για το δύσκολο κι ανηφορικό δρόμο προς τις σκήτες. Εδώ η μορφολογία του εδάφους δεν επιτρέπει την ύπαρξη δρόμων και τροχοφόρων. Τα σκαλοπάτια μοιάζουν ατελείωτα, κι εμείς τα μετράμε όλα στο δύσκολο αυτό ξεκίνημα. Ελίσσονται φιδωτά ανάμεσα στις σκήτες, (μικρά και πανέμορφα σπιτάκια), όπου ζουν οι μοναχοί. Την κούραση αποζημιώνει η υπέροχη θέα, που μας δείχνει πώς είναι διαμορφωμένο ένα τοπίο, όταν ο άνθρωπος δεν κάνει κατάχρηση της δύναμής του. Στο διάβα συναντάμε αρκετούς προσκυνητές και μοναχούς, όλων των ηλικιών. Ανταλλάσσουμε μαζί τους κουβέντες, και μετά από μία ώρα βρισκόμαστε στο Κυριακό, στην εκκλησία δηλαδή όπου μαζεύονται όλοι όταν έχει λειτουργία. Βρίσκουμε εύκολα τον πάτερ Χρυσόστομο, για να του παραδώσουμε ένα τάμα, όπως νωρίτερα μας παρακάλεσε να κάνουμε ένας μοναχός στο καράβι. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη του, όταν άκουσε πως πάμε για την κορυφή. Προσπαθήσαμε να μάθουμε σε τι κατάσταση βρισκόταν η Παναγία (το επίδοξο καταφύγιό μας στα 1500 μέτρα), αλλά ούτε κι αυτός ήξερε να μας πει. Μας ευχήθηκε όμως ολόψυχα την καλή ανάβαση.
Ξεκινήσαμε αμέσως, μιας και ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Τα σκαλάκια σε λίγο τελείωναν και τη φιδίσια διαδρομή συνέχιζε το μονοπάτι, ανάμεσα από σάρες, αλλά και βράχια, που υψώνονταν για αρκετά μέτρα και συμπλήρωναν με τον τρόπο τους την ομορφιά του τοπίου. Η επόμενη στάση ήρθε σε τριάντα λεπτά, στον πρόχειρα φτιαγμένο σταυρό, σε μέγεθος ενός ανθρώπου, εκεί όπου είχαμε την ευκαιρία να αγναντέψουμε την μέχρι τώρα διαδρομή μας. Ήδη φτάσαμε σε υψόμετρο 600 μέτρων, σε μιάμιση ώρα μόλις. Μας μένουν τα υπόλοιπα, μέχρι τα 2033. Βέβαια, τα πράγματα πιο πάνω δυσκολεύουν, το ξέρουμε, γι’ αυτό βγάζουμε στα γρήγορα δυο αναμνηστικές φωτογραφίες και ξεκινάμε. Το μονοπάτι οδηγεί στη νότια πλευρά του βουνού, όπου δεσπόζει ο Άκραθος ένας εντυπωσιακός βράχος, με τα γκρέμια του να βυθίζονται κάθετα στο πέλαγος, εκεί που παραδέρνουν τα βουλιαγμένα καραβίσια κουφάρια του Ξέρξη. Σε κάποια μέρη νιώθεις πραγματικά ότι συναντάς την ιστορία.
Η Κερασιά είναι το τελευταίο σημείο της διαδρομής όπου συναντάς οργανωμένη μοναστηριακή κοινότητα. Εδώ κάνουμε την πρώτη στάση, μετά από τρεις ώρες πορείας. Είναι και το τελευταίο σημείο όπου μπορούμε να προμηθευτούμε νερό. Γεμίζουμε τα παγούρια μας και παίρνουμε ξανά τον ανήφορο, ενώ το χιόνι σκεπάζει πλέον τα πάντα. Περπατάμε μέσα σε δάσος, ακολουθώντας αποτυπωμένα βήματα, ενώ η σήμανση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Πιο πάνω η ομίχλη πύκνωνε και η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά. Το χειρότερο όμως είναι πως βυθιζόμαστε στο πολύ και μαλακό χιόνι, κι αυτό μας κουράζει αφάνταστα. Μετά από δύο ώρες πορείας αμφιβάλλουμε εάν βαδίζουμε σωστά, μιας και το τοπίο δεν μας θυμίζει τίποτα από τις προηγούμενες αναβάσεις στο ίδιο βουνό. Το είχαμε ανέβει, και οι δύο μας, παλαιότερα, αλλά από τότε έχουν περάσει χρόνια, δεν ήταν χειμώνας, και με συνθήκες πολύ καλύτερες. Το τοπίο πλέον γίνεται πιο αλπικό, με λιγότερη και χαμηλή βλάστηση, ενώ εμείς συνεχίζουμε να πορευόμαστε κατά μήκος μιας πλαγιάς. Ένα μικρό βέλος που μόλις εξέχει από το χιόνι έρχεται για να διώξει τις αμφιβολίες και να μας υποδείξει το δρόμο για την Παναγία. Στις 3 το μεσημέρι, και μετά από 6 ώρες πορείας, προς μεγάλη μας χαρά, η εκκλησία - καταφύγιο ξεπροβάλει μπροστά μας. Τα βήματά μας γίνονται γρηγορότερα και οι φωτογραφικές μηχανές παίρνουν φωτιά καθώς το πλησιάζουμε.
Η Παναγία βρίσκεται σε πανέμορφο μέρος, στην άκρη μιας μεγάλης πλαγιάς με θέα το Αιγαίο. Είναι το πρώτο σημείο της διαδρομής απ’ όπου μπορείς να δεις την κορυφή. Και τα σύννεφα μας έκαναν το χατίρι. Σαν να κατάλαβαν ότι φτάσαμε, τραβήχτηκαν για να μας αποκαλύψουν τον τελικό μας προορισμό. Η κορυφή έστεκε σε κατεύθυνση βορειοανατολική, και σε 500 επιπλέον μέτρα υψομετρικής διαφοράς, απαλλαγμένη τώρα από τα σύννεφα, σαν να επιθυμούσε να περιληφθεί κι αυτή στα κάδρα των φωτογραφιών μας. Το πρώτο μας μέλημα, όμως, εκείνη την ώρα, ήταν να δούμε εάν η πόρτα ήταν ανοιχτή και εάν είναι δυνατόν να μείνουμε εκεί το βράδυ.
Ο Γιώργος φτάνει πρώτος, και σπρώχνει μ’ όλη του τη δύναμη την ξεχαρβαλωμένη πόρτα. «One moment, one moment», ακούγεται μια φωνή από το εσωτερικό, κι ένας άντρας ξεπροβάλλει στο κρύο. Μας καλωσορίζει σε σπασμένα αγγλικά, μας τείνει το χέρι του, και μας προτρέπει να περάσουμε μέσα. Πίσω από την πόρτα βρίσκεται κρεμασμένη μία κουβέρτα, για να σπάει το κρύο που μπαίνει με θράσος στο μοναδικό κάπως ζεστό σημείο της περιοχής. Μόλις την παραμέρισα με το χέρι μου αντίκρισα ένα θέαμα που παραλίγο να σβήσει τη λαχτάρα μου για λίγη ξεκούραση και ζεστασιά.
Ήταν η δεύτερη φορά που έμπαινα σ’ ένα τόσο βρώμικο χώρο. Η πρώτη ήταν πριν από 10 χρόνια, στο ίδιο ακριβώς σημείο. Τότε όμως ήταν άνοιξη, απλά το είχα προσπεράσει, και με την παρέα μου κοιμηθήκαμε στη μικρή εκκλησία που δεσπόζει στην κορυφή.
Τώρα ο χρόνος τρέχει, αφού το τελικό μας σχέδιο υποδεικνύει ανάβαση την ίδια μέρα στην κορυφή. Αδειάζουμε πράγματα από τα σακίδια, τα ελαφρώνουμε κι αποχαιρετούμε το νέο μας φίλο, υπολογίζοντας πως σε δυόμισι ώρες περίπου θα είμαστε πίσω. Μας εύχεται καλή ανάβαση, αν και δεν φαίνεται να συμφωνεί με την ώρα της επιστροφής μας.
Προχωράμε. Ο δυνατός άνεμος έρχεται να μας προειδοποιήσει για τις συνθήκες που επικρατούν στο τελευταίο αυτό κομμάτι της ανάβασής μας. Το χιόνι τώρα είναι παγωμένο, γι’ αυτό και προσαρμόζουμε για ασφάλεια τα καρφιά στις μπότες. Και να σκεφτείς πως κοντέψαμε να μην τα πάρουμε μαζί μας προκειμένου ν’ αποφύγουμε το βάρος τους. Γι’ άλλη μια φορά επαληθεύεται ο κανόνας ότι στο βουνό πρέπει να πηγαίνεις προετοιμασμένος, και δίχως να υπερεκτιμάς τις δυνατότητες σου. Η ομίχλη είχε και πάλι σκεπάσει τα πάντα και η ορατότητά μας δεν ήταν μεγαλύτερη από δέκα μέτρα. Το λευκό, παντού γύρω μας, μονοπωλούσε εγωιστικά την περιοχή, σε αντίθεση με την πλούσια παλέτα των χρωμάτων που είχαμε αντικρίσει εκείνη την ημέρα. Ο Γιώργος, νευρικός όπως συνήθως, για οικονομία χρόνου χαράζει τη διαδρομή σχεδόν κατακόρυφα, αντί να επιλέγει τους ξεκούραστους πλάγιους βηματισμούς κι αυτό ελαττώνει δραματικά τις δυνάμεις μου. Προχωράμε για μισή ώρα μ’ αυτό το ρυθμό, με στάσεις διάρκειας δευτερολέπτων, ίσα για να πάρουμε κάποια ανάσα. Σκέφτομαι να προτιμήσω το κλασικό ζιγκζακωτό τρόπο, αλλά αυτό θα μας καθυστερούσε, μιας και η ώρα πλησιάζει τέσσερις, ενώ μετά τις 5.30 θα σκοτείνιαζε καθοριστικά.
Έτσι όπως άφησα αυτές τις σκέψεις μου να φύγουν μακριά, μαζί τους έφυγαν και τα σύννεφα αποκαλύπτοντας το σημείο όπου είχαμε βρεθεί καταμεσής των Χριστουγεννιάτικων διακοπών μας. Αντί όμως να θαυμάσω το τοπίο, η ματιά μου μένει στη θάλασσα που βλέπω ξεκάθαρα, 1.700 μέτρα πιο κάτω, ενώ το οπτικό μου πεδίο συμπληρώνουν τα τελευταία 100 περίπου μέτρα χιονισμένης πλαγιάς. Εάν «φύγω» από εδώ, σκέφτηκα, δεν θα χρειαστεί καμιά ορειβατική ομάδα διάσωσης να με ψάξει, θ’ αναλάβει κατευθείαν το λιμενικό. Αυτές οι σκέψεις δεν αρμόζουν σ’ έναν σωστό, καλό, και έμπειρο ορειβάτη. Προφανώς δεν ανήκω σ’ αυτήν τη κατηγορία. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και με πιο χαμηλό ηθικό συνεχίζω ν’ ανηφορίζω. Η ψυχολογία στο βουνό, (όπως και στη ζωή), παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Εκείνη την στιγμή καταλαβαίνω πως δεν θα ανεβώ στην κορυφή σήμερα.
Μετά από 50 μέτρα σταματώ κι ανακοινώνω στο Γιώργο την απόφασή μου. Αυτός αντιτείνει πως πρέπει πιάσουμε έναν πιο γρήγορο ρυθμό! Αδύνατον για μένα. Κάνει δεύτερη πρόταση, να γυρίσω εγώ και να συνεχίσει μόνος. Παγώνω. Μετά νευριάζω. Ένας από τους πιο βασικούς κανόνες στο βουνό είναι ότι σ’ αυτό δεν πάμε ποτέ μόνοι. Ειδικά κάτω από τέτοιες συνθήκες. Καυγαδίζουμε, κάτι εύκολο να συμβεί, όταν ο εαυτός σου είναι στα όρια της αντοχής. Του ξεκαθαρίζω ότι δεν πρόκειται να γυρίσω μόνος πίσω, (μου ήταν αδύνατο να με φανταστώ στο καταφύγιο δίχως να ξέρω τι γίνεται παραπάνω με το σύντροφό μου και το βουνό), κι αναγκάζομαι ν’ ακολουθήσω.
Για την επόμενη μισή ώρα είμαστε κλεισμένοι κι οι δύο στους εαυτούς μας, ανηφορίζοντας γρηγορότερα από πριν, και διαγράφοντας την ίδια σχεδόν κάθετη πορεία προς τα επάνω. Εκείνη τη στιγμή δεν έδινα καμιά σημασία στο τοπίο γύρω μου. Απλά θυμάμαι το πολύ λευκό που επικρατούσε παντού, και τον αέρα που σφύριζε μανιωδώς.
Στο βουνό έχω γνωρίσει πολύ κόσμο. Ο καθένας ανεβαίνει για δικούς του ξεχωριστούς λόγους. Ο δικός μου, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, είναι ο ανήφορος. Τότε βρίσκω την ευκαιρία να τα πω με τον εαυτό μου, να θυμηθώ και να ξεχάσω. Αυτές οι στιγμές της επαφής μου με το βουνό με εξαγνίζουν, και με βοηθούν ν’ αντιμετωπίσω τις δυσκολίες που με περιμένουν την επόμενη μέρα. Έτσι συνέβη και τη μισή ώρα που μόλις περιέγραψα. Το κατάλαβα όταν βρέθηκα στον τελευταίο ίσως, θάμνο του βουνού, στο δρόμο για την κορυφή. Κοντοστάθηκα, κοίταξα γύρω μου, κι έσωσα στο μυαλό μου όλες αυτές τις σκέψεις που είχαν σωρευτεί. Ωραία, ήταν η πρώτη λέξη που ψιθύρισα. Μετά από πολύ ώρα μπορούσα επιτέλους να κοιτάξω γύρω μου, ν’ αγναντέψω πια, πάνω από τα σύννεφα, τον ήλιο στ’ αριστερά μου, και την κορυφή στα δεξιά, που φωτιζόταν ακόμα από τις τελευταίες αδύναμες ακτίνες. Το υψόμετρο σημείωνε 1930 μέτρα. Και πάλι πολλά είχα κάνει. Γνέφω στο Γιώργο ότι δεν θα προχωρήσω πλέον, και του δείχνω την κορυφή προτρέποντας του να συνεχίσει αυτός. Μένω εκεί παρακολουθώντας τον να διαγράφει την ίδια κάθετη πορεία προς τα πάνω, ενώ παράλληλα ρίχνω χορταστικές ματιές στο τοπίο γύρω μου. Μετά από 20 λεπτά είχε φτάσει σε μία κόψη, ο ανήφορος είχε σχεδόν τελειώσει, και κινήθηκε προς τα δεξιά, όπου βρισκόταν η κορυφή. Εγώ έβγαλα απ’ το σακίδιό μου ό,τι ρούχο διέθετα και το φόρεσα. Ο αέρας συνέχιζε να λυσσομανά παρασύροντας τα σύννεφα σε τρελούς ρυθμούς, σύννεφα που μόλις έφταναν από βορειανατολική κατεύθυνση στην κορυφή έσπαζαν δεξιά και αριστερά, υπενθυμίζοντας ποιος είναι το αφεντικό της περιοχής. Η φιγούρα του Γιώργου συχνά χανόταν μέσα σ’ αυτά, μετά ξεπρόβαλλε πάλι, βαδίζοντας σταθερά προς τον τελικό του προορισμό.
Ώρα 17.00, είναι πια στην κορυφή. Το αρχέγονο αίσθημα της ζήλιας με καταλαμβάνει. Από την άλλη μεριά χαίρομαι, γιατί ο τελικός σκοπός της εκδρομής μας έχει τελικά επιτευχθεί. Σηκώνω το χέρι μου και τον χαιρετώ, και από ό,τι μου είπε αργότερα, έκανε κι εκείνος το ίδιο, αλλά αυτό μάλλον δεν συνέβη την ίδια στιγμή.
Χάθηκε πίσω απ’ την κορυφή, για ν’ αποτυπώσει σε φωτογραφίες και βίντεο την ομορφιά του τοπίου και τις σκληρές συνθήκες που επικρατούσαν στο βουνό. Αυτές ήταν που τον έκαναν να ξεκινήσει γρήγορα το δρόμο της επιστροφής, διαγράφοντας την ίδια ακριβώς πορεία. Ξανανταμώνουμε σε λιγότερο από ένα τέταρτο και παίρνουμε τον κατήφορο για την Παναγία. Είναι λύτρωση για μένα, γιατί από το κρύο δεν αισθάνομαι πλέον τα πόδια μου, και οι όποιες προσπάθειες για να ζεσταθώ κινούμενος στη γύρω περιοχή, δεν φέρνουν κανένα σοβαρό αποτέλεσμα. Η θερμοκρασία έχει πέσει κι άλλο, ενώ η ένταση του ανέμου ανεβαίνει. Μόνο που τώρα η ψυχολογία είναι στα ύψη. Χαράζουμε μία διαδρομή, ίσια κάτω, δίχως πλέον να βιαζόμαστε, γιατί, απλά, κάθε κλεφτή ματιά, δεξιά αριστερά, είναι πολύ καλύτερη από ότι θ’ αντικρίζαμε ξανά στην πόλη.
Είχε πλέον σκοτεινιάσει όταν επιστρέψαμε στο καταφύγιο. Μόλις που διέκρινα την σκιά του. Μπήκα μέσα πρώτος, και σκόνταψα σε κορμούς δέντρων που η άκρη τους φλεγόταν στο τζάκι. «This is great», λέω στο φίλο που μας περιμένει. Γελά και μου προτείνει πάλι το χέρι του. Στέφαν. Κώστας του αποκρίθηκα και του το έσφιξα. Ακολούθησαν και οι συστάσεις του Γιώργου, καθυστερημένες, αφού στη βιασύνη μας για κορυφή το αμελήσαμε στη πρώτη μας συνάντηση. Μεγάλη αγένεια, αλλά έγινε κι αυτό. Η επόμενη ώρα περνά με σπαστά αγγλικά, μαθαίνοντας αυτός για εμάς κι εμείς για αυτόν.
Ήταν Ρουμάνος, είχε έρθει από την Ισπανία όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Βρισκόταν στο Άγιο Όρος για περίπου πέντε εβδομάδες. Την τελευταία απ’ αυτές, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός μοναχού, διέμενε στην Παναγία. Ολημερίς διάβαζε την Καινή Διαθήκη, έτρωγε ελάχιστα, έκανε κάποιες βόλτες τριγύρω, και κοιμόταν σ’ ένα κρεβάτι με αρκετές κουβέρτες για ζεσταθεί. Μοναδική του παρέα ήταν τα τσακάλια, έξω από το καταφύγιο, τις νύχτες, και τέσσερις μεγάλοι αρουραίοι, που τα βράδια έβγαιναν κι αυτοί από το πηγάδι που βρισκόταν μέσα στο καταφύγιο.
Έσπευσε να μας καθησυχάσει για τους αρουραίους, όταν είδε την έκπληξη στα πρόσωπά μας. Δεν ανεβαίνουν ποτέ στα κρεβάτια, διαβεβαίωσε, συνήθως τριγυρνάνε γύρω από το τζάκι και μετά φεύγουν. Τότε σκεφτήκαμε πως θάταν καλύτερα να στήσουμε το αντίσκηνο και να κοιμηθούμε έξω, ο δυνατός όμως άνεμος, σε συνδυασμό με τη χαμηλή θερμοκρασία και την κούραση που μας είχε καταβάλει, μας κάνει να εγκαταλείψουμε γρήγορα την ιδέα. Άλλωστε έχουμε πια οργανώσει το χώρο για τη διανυκτέρευσή μας. Το διπλανό δωμάτιο ήταν γεμάτο κρεβάτια, απ’ αυτά του στρατού. Μεταφέραμε δύο στο χώρο όπου θα κοιμόμασταν, δίχως τα στρώματα, απλώσαμε πάνω στη σήτα τα κάριματ κι από πάνω τους υπνόσακους. Στη συνέχεια μαγειρέψαμε με το γκαζάκι μας τραχανά, ανάμικτο με σούπες κνορ, ρίχνοντας μέσα κομμάτια ζαμπόν που είχα ετοιμάσει από το σπίτι για το σκοπό αυτό. Ό,τι καλύτερο για εκείνη την στιγμή, αν και ο Στέφαν νήστευε και δεν θα έτρωγε από τη σούπα μας. Στο τέλος καθίσαμε στο τζάκι κι οι τρεις μας, για να συνεχίσουμε το διάλογο που είχαμε αρχίσει πριν από μία ώρα.
Οι στιγμές γύρω από το τζάκι, μετά από μια ανάβαση, είναι οι καλύτερες. Είχαμε περάσει αρκετή ώρα συζητώντας όταν ο Στέφαν μας έδειξε την φωτογραφία από το διαβατήριο του. Με τίποτα δεν θύμιζε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο που έβλεπα μπροστά μου. Στη διάρκεια της κουβέντας, καθώς το ένα έφερε το άλλο, μάθαμε πως μία ερωτική απογοήτευση ήταν η αιτία της παρουσίας του φίλου μας εδώ. Σε μια από τις κλασικές αντρικές αποστροφές του υπενθυμίσαμε πως ο κόσμος είναι μεγάλος, και πως ανάμεσά του κυκλοφορεί πλήθος αξιόλογων γυναικείων υπάρξεων, αλλά αυτό ήταν κάτι που μάλλον δεν τον αφορούσε πλέον. Ο έρωτάς του παραήταν σημαδιακός, και η κάθε προσπάθειά μας για να τον παρηγορήσουμε απέβη άκαρπη.
Ο δυνατός αέρας έφερνε μέσα τον καπνό από το τζάκι. Αναγκαστήκαμε να βγάλουμε τους κορμούς έξω, ν’ ανοίξουμε πόρτες και παράθυρα, μιας και η ατμόσφαιρα είχε γίνει πια αποπνικτική. Αποτέλεσμα, η θερμοκρασία του δωματίου, μέσα σε λίγα λεπτά, να είναι ίδια με την εξωτερική. Μην έχοντας άλλη επιλογή βρεθήκαμε στις 8.30 στα κρεβάτια μας χωμένοι μέσα στους υπνόσακους και κάτω απ’ τις κουβέρτες. Η κούραση μου ήταν τέτοια που όταν άκουσα θορύβους από το τζάκι απλά χώθηκα βαθύτερα στον υπνόσακό μου και βυθίστηκα στον ύπνο.
Κατά τις 4.00 τα χαράματα ξύπνησα από τις βρισιές του Γιώργου. Απευθύνονταν εναντίον ενός από τους τέσσερις αρουραίους, που είχε παραβεί τους άτυπους κανόνες του καταφυγίου κι είχε πηδήξει πάνω του. Αυτό σήμανε και το τέλος της παραμονής μας εδώ. Μαζέψαμε τα πράγματα μας, και σ’ ένα τέταρτο βρισκόμασταν έξω. Ο αέρας είχε κοπάσει, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και το χιόνι λαμπύριζε κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Η κορυφή φαινόταν ολοκάθαρα, κανονικά τώρα ήταν η καλύτερη ώρα για να την ανεβούμε. Ο Στέφαν είχε βγει κι αυτός, για να μας αποχαιρετήσει. Το προηγούμενο βράδυ μας είχε παρακαλέσει να του αγοράσουμε μια κάρτα κινητής τηλεφωνίας, και με μήνυμα να του στείλουμε τις μονάδες ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει με τους φίλους του, στην Ισπανία. Τον βεβαιώσαμε πως δεν θα το αμελήσουμε, και αναχωρήσαμε, αφήνοντάς του ότι νηστίσιμη τροφή διαθέταμε.
Ο κατήφορος ήταν μεγάλος αλλά είχαμε αναπληρώσει αρκετές από τις δυνάμεις μας. Με γρήγορο ρυθμό βρεθήκαμε μέσα στο δάσος, αργότερα στην Κερασιά. Είχε ξημερώσει όταν αντικρίσαμε τη σκήτη της Αγίας Άννας, από το σημείο του σταυρού στο οποίο, καθώς ανεβαίναμε, είχαμε πάρει την πρώτη μας στάση. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι πως οι μπότες του Γιώργου τον είχαν χτυπήσει, πράγμα παράξενο, καθώς τις είχε δοκιμάσει αρκετές φορές στο παρελθόν.
Κάποιες ακόμα αναμνηστικές φωτογραφίες και παίρνουμε τα σκαλάκια για τον ταρσανά. Καθισμένος στην άκρη της προβλήτας σκεφτόμουν πως είχαν περάσει μόλις 24 ώρες από τη στιγμή που το καραβάκι μας άφησε σ’ αυτό το σημείο, κι όμως, είχαμε καταφέρει να τις γεμίσουμε με τόσα πολλά πράγματα.
Στη διαδρομή της επιστροφής θαύμαζα από το παράθυρο την ομορφιά των μοναστηριών, ιδιαίτερα αυτό της Σίμωνος Πέτρας, κυριολεκτικά χτισμένο πάνω στο βράχο. Την επόμενη φορά που θα ξανάρθω δεν θα είναι για το βουνό, αλλά για να γνωρίσω αυτά τα μοναστήρια, υποσχέθηκα στον εαυτό μου.
Άφιξη στη Δάφνη, όπου ακολουθεί η επιβίβαση σ’ άλλο καραβάκι, που σε βγάζει έξω από το Άγιο Όρος, στην Ουρανούπολη. Μας ανέμενε αραγμένο, εκατό μέτρα πιο εκεί. Δύο λιμενικοί μού υπέδειξαν το σημείο όπου έπρεπε να σταθώ για τον καθιερωμένο έλεγχο. Ακούμπησα το σακίδιο μου στον πάγκο που υπήρχε για αυτόν το λόγο. Ο αρμόδιος αστυνομικός μου έκανε νόημα πως εντάξει. Τον ευχαρίστησα, είδα όμως πως ο Γιώργος ήταν ακόμα μακριά. Κούτσαινε. Το πόδι του είχε κρυώσει κι ο πόνος ήταν πλέον έντονος. Φορτώθηκα και το δικό του σακίδιο και κινήσαμε μαζί προς το καράβι.
Ήταν ένα μικρό, κλειστού τύπου, με αεροπορικά καθίσματα, όλα κατειλημμένα εκτός από δύο. Βολευτήκαμε ανάμεσα σε προσκυνητές και μοναχούς, και ξεκινήσαμε για την Ουρανούπολη, μία ώρα θαλάσσιος δρόμος. Στο μεσοδιάστημα μάλλον με πήρε ο ύπνος, γιατί δεν θυμάμαι τίποτα. Πήγα να φέρω το αυτοκίνητο στο σημείο που μας κατέβασε το καράβι, μιας κι ο Γιώργος δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει καθόλου. Επιστρέφοντας τον βρήκα με σηκωμένα μπατζάκια, να παίρνει ένα απολαυστικό ποδόλουτρο στη θάλασσα. Η καλύτερη ανακούφιση. Και η διπλή μερίδα μπουγάτσα, στο μαγαζάκι που βρίσκεται απέναντι από το γνωστό και περίφημο πύργο της Ουρανούπολης, αποτελεσματική για την αναπλήρωση των δυνάμεών μας. Και στο δρόμο της επιστροφής δεν λησμονήσαμε τον αλλοδαπό φίλο μας. Αγοράσαμε μία κάρτα και του στείλαμε τις μονάδες, τις τόσο πολύτιμες γι’ αυτόν.
Επιστρέφαμε γεμάτοι ευφορία. Το νόημα της ορειβασίας δεν εξαντλείται στην ανάβαση και στην κατάβαση, σκέφτηκα. Περικλείει κι όλα αυτά που συμβαίνουν σε μια εκδρομή. Το μέρος που θα καταλύσεις, το σμίξιμο με τους φίλους που έχεις καιρό να δεις, το αντάμωμα μ’ άλλους που σε περιμένουν σε μία διακλάδωση της εθνικής, η γνωριμία με τους ντόπιους. Όλα αυτά που μοιάζουν συνηθισμένες στιγμές, δίνουν όμως ένα διαφορετικό και απαραίτητο χρώμα στη μονοτονία της καθημερινότητας που μας περιβάλει. Τέτοια λέγαμε καθώς γυρνούσαμε, και συχνά ξεσπούσαμε σε γέλια αναπολώντας εμπειρίες από άλλες εποχές. Αλλά η κούραση δεν είχε φύγει από πάνω μας. Μετά από μία ώρα οδήγησης και ζωηρής συζήτησης έμεινε ο καθένας μας με τον εαυτό του, σ’ έναν γλυκό λήθαργο ικανοποίησης και περισυλλογής.
Είχαμε φτάσει στο γνωστό πύργο της Εγνατίας, όταν ακούσαμε το χαρακτηριστικό ήχο στο κινητό. Ήταν ο Στέφαν. Μας ευχαριστούσε που τον θυμηθήκαμε. Το μήνυμα το είχε πάρει….
http://eoskavalas.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου