Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε (†2011)
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης
Τιμίου
Προδρόμου
Ἁγίου Ὄρους
|
Σάν γερόντισσα στήν
ἡλικία, παρότι ἔπασχε
ἀπό ἀσθένειες, οὐδέποτε
ἀπουσίασε ἀπό τήν ἐκκλησία.
Διατηροῦσαν μία συνήθεια οἱ
νοικοκυρές νά ἀσπάζωνται τό χέρι τῶν
γερόντων καί τῶν χηρῶν καί νά τούς
βάζουν στό χέρι χρήματα. Κάποτε μ᾿ἐρώτησε, ἄν
εἶναι καλό αὐτό πού κάνει
δηλαδή, νά παίρνη χρήματα.
Μοῦ
ἔλεγε: «Ποτέ δέν ἐξοδεύω
αὐτά τά χρήματα γιά μένα, ἀλλά
ἀγοράζω μέ αὐτά κεριά καί τά ἀνάβω
μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο· καί στό σπίτι μου γιά κάθε φράγκο κάνω καί ἀπό
δέκα μετάνοιες, γιά τήν ὑγεία πού μοῦ ἔδωσε.
Ἄλλη
φορά ἤθελα νά μάθω τί ξέρει ἡ
μητέρα μου ἀπό τήν διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας. Μοῦ ἔλεγε
τότε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό Ὄνειρο
τῆς Παναγίας, τήν Ἐπιστολή,
τά ὁποῖα ἀπήγγειλλε
ἀπό στήθους. Ἐπίσης ὁλόκληρα
κείμενα ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο
καί τούς Ψαλμούς. Μοῦ ἔλεγε τόν 49ον
Ψαλμό. Ἐγνώριζε ἀπό στήθους πολλές
προσευχές, τρο¬πάρια, στιχηρά τῶν ἑορτῶν,
τά ὁποῖα ἐμάθαινε
στήν ἐκκλησία. Ἐθαύμασα γιά ὅλα
αὐτά διότι δέν μοῦ
εἶχε δώσει κάποια αἴσθησι
ὅτι τά ἐγνώριζε καί τά
κρατοῦσε μέσα της μέ πολλή ἀφοσίωσι.
Πάντοτε στήν
προσευχή. Πρίν νά βγοῦμε ἀπό τό σπίτι, τήν ἐβλέπαμε
ἀμέσως καί ἐπήγαινε στά εἰκονίσματα.
Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ
σταυροῦ, ἔκανε μερικές
μετάνοιες καί μετά ἄρχιζε τίς δουλειές της. Τό ὄνομα
τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου
τά ἔλεγε μέ πολλή ψυχική θερμότητα, μέ ἐμπιστοσύνη
καί ἀκλόνητη ἐλπίδα στήν βοήθεια
τοῦ Θεοῦ.
Γιά τόν θάνατό της ἦτο
προετοιμασμένη, πρίν ἀπό πολύ καιρό. Τό φόρεμά της γιά τόν τάφο
της, τό σεντόνι γιά τό φέρετρό της καί ἕνα μάτσο κεριά τά εἶχε
ἑτοιμάσει καί τά κρατοῦσε
στό σεντοῦκι της.
Μερικές ἑβδομάδες
πρίν ἀπό τόν θάνατό της, πηγαίνοντας νά τήν ἰδῶ
ἀκόμη μιά φορά, τῆς
ἔδωσα μία δεσμίδα κερί καθαρό, πού μοῦ
τό χάρισε ὁ π. Μακάριος. Τῆς
ἔδωσα μεγάλη χαρά γι᾿
αὐτά. Τά ἔβαλε στό σεντοῦκι
της καί μ᾿ αὐτή τήν εὐκαιρία
εἶδα τί εἶχε μέσα.
Ἐπέρασε
στήν αἰωνιότητα στίς 4 Ἰουλίου
1967, μετά ἀπό κάποια ὀλιγόμηνη ἀσθένεια.
Ἀκόμη,
πρίν ἀπό τήν νηστεία τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων-τήν χρονιά
αὐτή διαρκοῦσε μόνο τρεῖς
ἡμέρες-ἐκάλεσε τήν ἀδελφή
μου Γλυκερία: «Νά καλέσης τόν πάτερ Ἰονίκα νά μέ ἐξομολογήση
καί νά μέ κοινωνήση».
Ἐνήστευσε
τρεῖς ἡμέρες, ἐξωμολογήθηκε
καί κοινώνησε. Τό Σάββατο 1η Ἰουλίου πλύθηκε, ἄλλαξε,
κατά τήν συνήθειά της, χτενίσθηκε καί εἶπε στήν Γλυκερία:
-Πάρε τό σεντόνι
καί σκέπασέ με, διότι νά, βλέπεις, ἔρχονται στόν δρόμο
τρεῖς γυναῖκες στά λευκά
ντυμένες.
-Ποῦ
εἶναι μαμά; Τήν ἐρώτησε
ἡ Γλυκερία κυττάζοντας πρός τό παράθυρο
χωρίς νά ἰδῆ κάποιον..
-Ἄφησε.
Αὐτές ἔχουν δουλειά μέ
μένα καί ὄχι μέ σένα...
Κάποια νύκτα ἀπό τίς τελευταῖες της εἶδε στό ὄνειρό της τόν Δημήτριο, τόν μικρότερο γυιό της πού πέθανε πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους μας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἦτο πάντοτε ἀπαρηγόρητη...Ἦτο τό παιδί μέ λευκό ὑποκάμισο, μέ τό κεφάλι ἄσκεπο, μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο λιβάδι καί συνέλλεγε λουλούδια.
-Τί κάνεις ἐδῶ;
Τόν ἐρώτησε ἐκείνη.
-Μαζεύω λουλούδια,
τῆς ἀπήντησε ὁ
γυιός της.
-Καί γιατί εἶσαι
ἀσκέπαστος στό κεφάλι; Ἐγώ
σοῦ φόρεσα καπελλάκι.
-'Εδῶ
δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿
αὐτά, τῆς ἀπήντησε
χαρούμενος ὁ γυιός της....
Μετά τήν Θεία
Κοινωνία τό πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Δέν ἔφαγε
πλέον πάλι τίποτε, ἀλλά ζητοῦσε μόνο κρῦο
νερό γιά νά δροσίζεται, ἐπειδή καιγόταν στόν πυρεττό. Κατόπιν εἶχε
μεγάλη εὐθυμία, τήν ὁποία οὐδέποτε
εἶχε δείξει καί ἄρχισε
νά ψάλλη ἀπό τά τροπάρια πού εἶχε
μάθει στήν ἐκκλησία: «Χριστός ἀνέστη...»,
«Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...»,
«Ἡ Γέννησίς σου Χριστέ ὁ
Θεός ἡμῶν...», τό τροπάριο
τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλα.
Ἀκόμη προσευχόταν ἀκατάπαυστα:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν
μέ τήν ἁμαρτωλή. Μητέρα τοῦ
Κυρίου μου, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή».
«Κύριε μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης
με, μηδέ τῇ ὀργῇ
σου παιδεύσῃς με», τόν 50ον Ψαλμό καί ἐπανελάμβανε
πάντοτε: «Δέξου Κύριε αὐτούς πού ἔρχονται σέ Σένα καί
μετά δέξου καί μένα...».
Τήν τελευταία ἡμέρα,
μῆνα καί νύκτα πρός τήν ἡμέρα
Τρίτη, δέν κοιμήθηκε καθόλου, ἀλλά προσευχόταν
συνεχῶς ψιθυριστά. Κατόπιν εἶπε
στήν Γλυκερία: «Νά μοῦ κάνης ὡραῖο
μνημόσυνο μέ κόλυβα, μέ πρόσφορο, μέ λουλούδια καί....νά δώσης στόν πάτερ
(Πετρώνιο) λευκή τήν λύσι τῶν ἁμαρτιῶν
μου νά τήν ἔχη σάν ἐνθύμιο ἀπό
τήν μάννα του...».
Τήν τρίτη τό πρωΐ, 4η Ἰουλίου, ὅταν ἤρχοντο οἱ πρῶτες ἀκτῖνες στό παράθυρο τοῦ δωματίου της, ἐζήτησε ἀπό τήν Γλυκερία τό κερί, ἄνοιξε τά μάτια της καί ἐψιθύρισε: «Συγχώρεσέ με...!», κατόπιν ἐστράφη πρός τό ἄλλο μέρος καί ἐκοιμήθη ὁριστικά...Ἡ ψυχή της ἐπέταξε ἀπό τό χωμάτινο σκεῦος τοῦ σώματός της, πού τόσο πολύ βασανίσθηκε καί ταλαιπω-ρήθηκε. Τό πρόσωπό της ἦτο
εἰρηνικό καί ἕνα χαμόγελο
κρεμόταν ἀπό τά χείλη της...
Ἔζησε
περίπου 87 χρόνια, ἀπό τά ὁποῖα
39 μέ τόν ἄνδρα της καί τά ὑπόλοιπα
25 σάν χήρα. Γεννήθηκε στίς 8 Σεπτεμβρίου 1880, παντρεύθηκε τόν Ἰανουάριο
τοῦ 1903, ἀπέθανε στίς 4 Ἰουλίου
1967.
Ὁ
πατέρας μου γεννήθηκε τό 1873 καί ἀπέθανε τήν 1ην Αὐγούστου
1942.
1942.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου