Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

12430 - Επίσκεψη στην Νέα Σκήτη (Iούλιος 1955) και δίωρη ευλογημένη μαθητεία στον μακαριστό πατέρα Ιωσήφ την Ησυχαστή

Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος (μοναχός Γεράσιμος Δοχειαρίτης),
Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών († 2012)
Είχα την ευλογία να γνωρίσω τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή στο τέλος Ιουλίου του 1955. Ακριβέστερα, είχα την ευλογία να με δεχθεί για συζήτηση, όπου, φυσικά, εγώ μόνο κάπου-κάπου ρωτούσα και μιλούσε συνεχώς εκείνος. Συνέβη αυτό σε μια εποχή ηθικιστικής εξάρσεως, στην Ελλάδα, που συνοδευόταν από βαθιά περιφρόνηση προς τον μοναχισμό και την ασκητική ζωή. Στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου τότε σπούδαζα, δίδασκαν μερικοί επιφανείς καθηγητές, ένας των οποίων, ο μακαριστός Ιωάννης Καρμίρης, με διευκόλυνε, μέσω και του Υπουργείου Εξωτερικών, να πάω στο Άγιον Όρος προς αντιγραφή κάποιων, ανέκδοτων τότε, χειρογράφων νηπτικών συγγραφέων. Μ’ ενθάρρυνε, μάλιστα, στην διάθεσή μου αυτή, μολονότι πολύ αργότερα ήθελε να
στραφώ στον κλάδο της δογματικής, κάτι που δεν έκανα.
Με ειδική, λοιπόν, συστατική άδεια του Υπουργείου Εξωτερικών έφθασα στο Άγιον Όρος και για 70 ημέρες εργάστηκα στις Ι. Μονές Βατοπαιδίου, Γρηγορίου, Ιβήρων και Διονυσίου. Στην τελευταία, όπου έμεινα σχεδόν το μισό διάστημα, γνώρισα τον εκεί μοναχό Θεόκλητο, που πριν από λίγο (1956) είχε δημοσιεύσει το πολυδιαβασμένο τότε βιβλίο του «Μεταξύ ουρανού και γής». Τεταρτοετής φοιτητής τότε της Θεολογίας εγώ, πάνυ αδαής περί τα πνευματικά και δή τα νηπτικά, όμως μ επιστημονικό ζηλωτισμό. Σαραντάρης, πληθωρικός στον λόγο και την σκέψη, αλλ’ απόλυτος και επίμονος ο πολυγράφος και μακαριστός πλέον π. Θεόκλητος Διονυσιάτης († Φεβρουάριος του 2006). Οι συζητήσεις μας, καθημερινές και μακρές, γινότανε θυελλώδεις. Με περισσό θράσος είχα και εγώ γνώμη για πολλά ζητήματα. Είχε όμως πάντα τον τελευταίο λόγο ο π. Θεόκλητος κι ένας από αυτούς τους λόγους ήτανε ο εξής: «Για να καταλάβεις, αγαπητέ μου, αυτά που διαβάζεις και αντιγράφεις, πρέπει να επισκεφθείς, να γνωρίσεις και ν’ ακούσεις προχωρημένους εργάτες της νοεράς προσευχής… εδώ στο Όρος». Μου υπέδειξε ποιούς και πού και πώς θα τους βρώ. Τον ευγνωμονώ πάντα εκ μέσης καρδίας τον μακαριστό π. Θεόκλητο για την επιτακτική εκείνη προτροπή του.
Ένας των υποδειχθέντων και εξαιρετικά προχωρημένος, κατά την γνώμην του –όσο θυμάμαι– ήταν ο π. Ιωσήφ ο Ησυχαστής (τότε δεν τον είπε Ησυχαστή). Έτσι, με πρώτη ευκαιρία έσπευσα. Πεζοπορία ωρών, Ιούλιος μήνας. Αυτά δεν με προβλημάτιζαν. Φοβήθηκα μόνο μήπως δεν με δεχθεί, γιατί στο Κυριακό της Νέας Σκήτης μου είπανε ότι δύσκολα εκείνο τον καιρό δεχότανε ξένους.
Τον αναζήτησα στην καλύβη του Ευαγγελισμού, στο σπίτι του. Μου άνοιξαν εύκολα. Στο κάτω μέρος καταγίνονταν με ξύλα. Θυμάμαι πάνω σε χοντρά ξύλα –μαδέρια και πάτερα– έκοβαν με πριόνι ο μακαριστός Χαράλαμπος (έπειτα ηγούμενος της Ι. Μ. Διονυσίου), ο π. Εφραίμ (έπειτα ηγούμενος της Ι. Μ. Φιλοθέου και νύν κτήτορας–ηγούμενος μονών στις ΗΠΑ) και ο π. Ιωσήφ, ο έπειτα γέροντας της μεγάλης αδελφότητας που τώρα κοινοβιάζει στην Ι. Μ. Βατοπαιδίου. Όλα ήσανε πολύ φτωχικά, πιο λίγα και από τα αναγκαία. Όμως υπήρχε μια ευρυχωρία και καθαριότητα. Ιδιαίτερα στον επάνω χώρο που με δέχθηκε ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ. Από εκεί, στον επάνω χώρο που μου είπανε να περιμένω, έβλεπα να εργάζονται κάτω οι μοναχοί που προανέφερα ντυμένοι με απροσδιόριστου χρώματος κουρελιασμένα ζωστικά, συγκεντρωμένοι και αφοσιωμένοι τόσο που ούτε κάν με είδαν –έτσι τουλάχιστον νόμισα. Τους παρατήρησα για λίγο. Αυλακωμένα και απότομα ήρεμα πρόσωπα.
Ελαφρύς θόρυβος… ήρθε ο μακαριστός Ιωσήφ. Το ζωστικό του αξιοπρεπές –όχι κουρέλια– και διατηρούσε καλά το μαύρο του χρώμα. Κάθισε σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι· μου υπέδειξε και μένα το άλλο απέναντί του. Με ρώτησε με απλότητα ποιός είμαι, τί ζητάω στο Όρος και τα σχετικά. Του απαντούσα μηχανικά, γιατί ασυναίσθητα παρακολουθούσα το πρόσωπό του, την έκφρασή του, τον ήχο της φωνής του… Πραότητα, σχεδόν γλυκύτητα, ιλαρότητα. Ούτε ίχνος τραχύτητας ή αποτομίας, σαν αυτές με τις οποίες συχνά περιέλουζε τους υποτακτικούς του, καθώς αργότερα έμαθα.
Προφανές και αυτονόητο –άσχετα αν εγώ δεν το καταλάβαινα– δεν τον ενδιέφερε αν αντιγράφω χειρόγραφα για έκδοση και έρευνα. Στάθηκε σε ερωτήσεις μου, αρχαριακές βέβαια, για την νήψη του νοός, για την προσευχή. Τότε κύλησε ο λόγος του αβίαστα, με πολλές επεξηγήσεις και διευκρινήσεις, που δεν του ζητούσα –δεν ήξερα να του τις ζητήσω. Μπορεί τα μάτια μου καρφωμένα στο πρόσωπό του, να δήλωναν απορίες, αλλά μάλλον τις προλάβαινε εκείνος, τις υποπτευότανε και έσπευδε. Ένιωθες ότι σου μιλάει ένας μεγάλος ειδικός στα θέματα αυτά, ένας που τα έμαθε γιατί τα έπαθε. Του παραδινόσουν χωρίς καμμία επιφύλαξη. Ένιωθες απόλυτη βεβαιότητα ότι όσα σου εξηγούσε για την πορεία του πνευματικού αγώνα, είναι έτσι και όχι αλλιώς. Μίλησε για τις δυσκολίες της προσευχής, αλλά και πώς σιγά–σιγά γίνεται με την βοήθεια του Θεού, όλο και πιο εύκολη.
Το περίεργο είναι ότι όλ’ αυτά τα ανέλυε σ’ έναν ανείδεο φοιτητή. Δεν υποψιαζότανε, άραγε, ότι ο ακροατής του δεν διέθετε τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ώστε να κατανοεί την ιερή διαδικασία της νηπτικής εργασίας; Ο ακροατής του, μάλιστα, είχε την αφέλεια να ρωτήσει και πώς ακριβώς γίνεται η νοερά–καρδιακή προσευχή. Ο μακαριστός Γέροντας σαν μικρό παιδί που το ρωτούν το όνομά του, απήντησε με αφοπλιστική απλότητα, έδειξε πώς πρέπει να κάθεται για την ευχή ο προσευχόμενος, πού πρέπει να στηρίζει το πηγούνι του, τί να κάνει με την αναπνοή του, πώς πρέπει να προσπαθεί και να μην απογοητεύεται, πώς έρχεται η αγάπη στην καρδιά, και πώς τα δάκρυα στα μάτια. Ο ακροατής είχε την αίσθηση πλέον ότι βρισκότανε σε ιεροτελεστία, που λίγο την καταλάβαινε και περισσότερο την ανέπνεε με την καρδιά του.
Ασφαλώς, και όταν έφθασα και όταν τελείωσε η δίωρη μαθητεία μου, με φίλεψαν γενναία, γιατί έφθασα με πεζοπορία και θα ’παιρνα πάλι κακοτράχαλα μοναπάτια, με φοβερή ζέστη. Αυτά δεν τα συγκράτησα, ούτε κάν θυμάμαι πώς έγιναν.
Τέλος, πρέπει ακόμα να σημειώσω υπογραμμιστικά ότι όσους προχωρημένους εργάτες της προσευχής το καλοκαίρι εκείνο ευτύχησα να συναντήσω, τους βρήκα όλους διαφορετικούς. Όλοι αποτελούσανε διαφορετικά ύψη, ο καθένας το δικό του χάρισμα με το δικό του ύφος. Και τους παρακαλώ να θυμούνται και μένα στην πάνδροσο χώρα που διάγουν, δοξολογώντας τον Τριαδικό Θεό.
https://www.pemptousia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου