Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

2423 - Τα Αγιορειτικά Χειρόγραφα


Κώδ. Καυσοκαλυβίων 74.
Μέσα 18ου αἰ.
Γραφέας, ἱερομόναχος Ἰωνᾶς Καυσοκαλυβίτης.


ΤΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ 
ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
(Μέρος B΄& Γ΄)

Παταπίου μοναχο Καυσοκαλυβίτου 
.........Κατά τήν περίοδο ἀπό τόν 10ο ἕως τόν 15ο αἰ., τό Ἅγιον Ὄρος βρισκόταν σέ πνευματική ἄνθηση καί πολιτιστική ἀκμή καί οἱ μοναχοί του θεωροῦνταν ἀπό τούς πλέον μορφωμένους καί καταρτισμένους θεολογικά στόν ὀρθόδοξο κόσμο. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός ἀπό τούς ἀνώτατους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες (πατριάρχες, ἐπίσκοποι κ.ἄ.), νά προέρχονται ἀπό τά ἱερά καθιδρύματά του καί μάλιστα ἀνάμεσα ἀπό τούς ἐγγράμματους μοναχούς καί ἰδιαίτερα αὐτούς πού ἀσκοῦσαν τήν τέχνη τῆς καλλιγραφίας. Ἀνάμεσά τους, διαπρεπεῖς πνευματικοί ἡγέτες πού ἔζησαν στή μοναχοπολιτεία τοῦ Ἄθω κατά τούς βυζαντινούς χρόνους καί πού συνέβαλαν σέ μεγάλο βαθμό στήν ὀργάνωση τῶν τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Σερβίας, Ρουμανίας, Ρωσίας, Γεωργίας).
   Κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, τό ἍγιονὌρος, μέ τή σπουδαία αὐτή δραστηριότητα τῆς  ἀντιγραφῆς χειρογράφων -παρ’ ὅλο πού τό ἔντυπο βιβλίο εἶχε ἤδη κάνει τήν ἐμφάνισή του στά τυπογραφεῖα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης- ἀναλαμβάνει εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα τή φροντίδα γιά τήν παιδεία τοῦ ἑλληνικοῦ γένους. Τό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν περίοδο αὐτή διαδραμάτισε ἕνα γενικότερα σημαντικό ρόλο ὄχι μόνο στή θρησκευτική, ἀλλά καί στήν εὐρύτερα πνευματική ζωή τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τά ἁγιορειτικά καθιδρύματα γίνονται τά πολιτιστικά κέντρα καθ’ ὅλη τή δύσκολη αὐτή περίοδο. Ὡς παράλληλη ἐκδήλωση μάλιστα ἑνός γενικότερα προοδευτικοῦ πνεύματος πού ἄγγιζε καί τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πού ἐκδηλώθηκε τό 1754 μέ τήν ἵδρυση σ’ αὐτό τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, θά πρέπει νά θεωρηθεῖ τό πρῶτο τυπογραφεῖο πού ἱδρύθηκε καί λειτούργησε στόν ἑλλαδικό χῶρο (1759)· τό τυπογραφεῖο πού ἵδρυσε ὁ ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς ὁ Ἐπιδαύριος· κάτοχος σημαντικῆς παιδείας καί πρόσωπο μέ ἔντονα πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Ἡ ἐπιλογή μάλιστα, γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς τυπογραφίας, τοῦ βιβλίου Ἐκλογή τοῦ Ψαλτηρίου παντός τοῦ ἱεροδιάκονου Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτου, σημαντικῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐκεῖνα τά χρόνια καί πρώτου σχολάρχη τῆς Ἀθωνιάδος, δέν πρέπει νά θεωρεῖται τυχαία.

  Μέσα ἀπό γραπτές μαρτυρίες πού διασώθηκαν, μποροῦμε νά πληροφορηθοῦμε ποιά χριστιανικά ἤ κοσμικά ἔργα ὑπῆρξαν ἡ πνευματική τροφή τῶν προγόνων μας καί νά φέρουμε στό φῶς ἀξίες παγκόσμιες πού διαφωτίζουν τήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.
    Σ’ αὐτόν λοιπόν τόν ἱστορικό καί ἁγιασμένο τόπο διατηρεῖται ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός ἀπό τά ἱερά καί τά ὅσια τοῦ γένους μας, ἀπό τήν βυζαντινή καί μεταβυζαντινή περίοδο τῆς ἱστορίας του. Στόν Ἄθω φυλάσσεται ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός ἑλληνικῶν χειρογράφων καί μάλιστα εἰκονογραφημένων στόν κόσμο, ἀφοῦ στά 20 κοινόβια μοναστήρια, τίς 12 σκῆτες καί τά χίλια ἄλλα καθιδρύματα, φυλάσσονται περισσότερα ἀπό τά μισά σωζόμενα διεθνῶς ἑλληνικά χειρόγραφα. Ἀνάμεσά τους καί τρεῖς χιλιάδες περίπου μουσικά χειρόγραφα, τῶν ὁποίων ἡ μελέτη συνέβαλε σέ καίριο βαθμό στήν συνέχιση τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς.
   Σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος φυλάσσονται περισσότερα ἀπό 30.000 χειρόγραφα, ἀπό τά ὁποῖα τά μισά περίπου κατέχουν οἱ τρεῖς μεγάλες μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου καί Ἰβήρων. Ἀρχικό πυρῆνα κάθε μοναστηριακῆς Βιβλιοθήκης ἀποτελοῦσαν τά προσωπικά βιβλία τοῦ κτίτορα καί ἱδρυτή τῆς μονῆς καί στή συνέχεια ἡ Βιβλιοθήκη ἐμπλουτιζόταν μέ χειρόγραφους κώδικες πού γράφονταν  στό καλλιγραφεῖο τῆς μονῆς γιά τίς ἀνάγκες τῆς θείας λειτουργίας ἤ τῶν λοιπῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν ἀναγνώσεων ἤ γιά τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα τῶν μοναχῶν. Ἄλλα βιβλία κατέληξαν στίς βιβλιοθῆκες ἀπό κληρονομιές διαφόρων προσωπικοτήτων, πού μετέφεραν τά βιβλία τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκαν στίς μονές ἤ δημιούργησαν δική τους βιβλιοθήκη μέσα στίς ἰδιόρρυθμες –κάποτε- μονές. Μεγάλος ἐπίσης ἀριθμός χειρογράφων προέρχεται καί ἀπό τά ἐκτός Ἁγίου Ὄρους- μετόχια τῶν μονῶν.
   Τά λαμπρά βιβλία ὅμως πού κίνησαν τό ἐνδιαφέρον τῶν ἐπισκεπτῶν, τῶν ἱστορικῶν τῆς τέχνης καί ἄλλων ἐπιστημόνων, τά διακοσμημένα καί εἰκονογραφημένα χειρόγραφα, τά χειρόγραφα κλασικῶν κειμένων καί γενικά τά χειρόγραφα μή θεολογικοῦ ἤ λειτουργικοῦ περιεχομένου, προέρχονται ἀπό δωρεές πού ἔκαναν στίς μονές οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες, ἡγεμόνες, ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες κ.ἄ. τεκμηριώνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐκτίμηση καί τό σεβασμό τους πού ἔτρεφαν γιά τό Ἁγιώνυμο Ὄρος. Ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀναφέρουμε μία ἀπό τίς πιό πλούσιες δωρεές βιβλίων πού ἔγινε σέ ἁγιορειτική μονή· αὐτήν τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ΄ τοῦ Καντακουζηνοῦ στή μονή Βατοπαιδίου: μιά δωρεά 26 τουλάχιστον βιβλίων πού ἀποτελοῦν λαμπρό δεῖγμα τῆς ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς καλλιγραφίας καί τέχνης στό δεύτερο τέταρτο τοῦ 14ου αἰ. · δωρεά πού ἔγινε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1347-1354. 
  Τά ἁγιορείτικα χειρόγραφα διακρίνονται ὡς πρός τή μορφή σέ κώδικες καί εἰλητάρια, ὡς πρός τό περιεχόμενο σέ κώδικες κοσμικῶν γνώσεων (ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Βοτανική τοῦ Διοσκουρίδου τοῦ    αἰ. στή Μεγίστη Λαύρα, ἡ Γεωγραφία τοῦ Κλαύδιου Πτολεμαίου τοῦ 13ου-14ου αἰ. στή μονή Βατοπαιδίου) καί σ’ αὐτούς πού διασώζουν κείμενα χριστιανικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ὡς πρός τό ὑλικό πάνω στό ὁποῖο ἔχουν γραφεῖ, σέ περγαμηνά, βομβύκινα καί χάρτινα καί τέλος, ὡς πρός τή γραφή, σέ μεγαλογράμματα καί μικρογράμματα
Ἀνάμεσα στούς χειρόγραφους κώδικες, τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῶν εἰδικῶν καί τῶν ἱστορικῶν τῆς τέχνης ἐλκύουν τά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα βιβλία· μέγιστο καλλιτεχνικό ἐπίτευγμα τῶν βυζαντινῶν προγόνων μας. Ζωγραφίζοντας μέ μεγάλη δεξιοτεχνία  καί ξεχωριστή χάρη πάνω στά φύλλα τῶν χειρογράφων μέ χρυσό καί ἀνεξίτηλα χρώματα πού διατήρησαν τίς μικρογραφίες σχεδόν ἀναλλοίωτες μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων, κατάφεραν νά συνδυάσουν τή χριστιανική πίστη καί παράδοση μέ τήν ὑψηλή αἰσθητική. Οἱ περισσότεροι σήμερα ἱστορικοί τῆς τέχνης ἀναγνωρίζουν τή μεγάλη ἐπίδραση πού εἶχαν στήν ἐξέλιξη τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς οἱ μικρογραφίες τῶν εἰκονογραφημένων αὐτῶν χειρογράφων.
Ἀξιόλογες εἶναι ἐπίσης καί οἱ βιβλιοδεσίες (σταχώσεις) πολλῶν χειρογράφων κωδίκων μέ τά διακοσμημένα περίτεχνα καλύμματα, βαρύτιμα ἐπιθήματα, σκαλιστά μέταλλα καί πολύτιμους ἤ ἡμιπολύτιμους λίθους.                                                                     
   Ἡ μελέτη τῆς πνευματικῆς ἔκφρασης τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν ὕπαρξη γραπτῶν κειμένων. Καί οἱ μελετητές, φιλόλογοι, φιλόσοφοι, ἱστορικοί καί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς στήν ὁποία ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἡ εὐρωπαϊκή ἐπιστημονική σκέψη, ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί μετά, βασίστηκαν –κι αὐτό εἶναι κάτι πού γίνεται γενικά παραδεκτό παγκοσμίως– βασίστηκαν στή σοφία πού μετέδιδαν τά ἑλληνικά χειρόγραφα τά ὁποῖα εἶχαν φθάσει ἀπό Ἕλληνες λογίους, στήν Ἰταλία ἀρχικά, μετά τήν κατάλυση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους.
Ἡ μεγάλη προσφορά τῶν βυζαντινῶν προγόνων μας στήν ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος παραμένει ἡ διάσωση καί παράδοση οὐσιαστικῶν τμημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Καί μπόρεσαν νά φέρουν σέ πέρας αὐτό τό ἔργο μέ τή βοήθεια τῶν φιλολόγων τῆς ἐποχῆς καί τῶν ἀντιγραφέων (μοναχῶν κυρίως) τῶν χειρογράφων πού παρέδιδαν τά κλασικά κείμενα. Αὐτοί οἱ μορφωμένοι καλλιγράφοι μοναχοί μᾶς διέσωσαν τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία ἤ τουλάχιστον ἕνα σημαντικό μέρος της. Τά ἔργα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀντιγράφονταν αὐτούσια στήν ἀρχική τους μορφή καί στή συνέχεια συνιστῶντο στούς συγγραφεῖς καί λογίους τῆς ἐποχῆς ὡς παράδειγμα γιά μίμηση στή γλώσσα τους. Ἕνα ἱκανό μέρος αὐτῶν τῶν χειρογράφων σχετίζεται μέ ἄμεσο ἤ ἔμμεσο τρόπο μέ τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἔτσι, ὁ πλοῦτος καί ἡ ἀξία, πολιτιστική καί ἄλλη,  τῶν ἁγιορειτικῶν χειρογράφων, ὁδήγησε -κυρίως τούς δυτικοευρωπαίους- στή διοργάνωση εἰδικῶν ἀποστολῶν πρός ἀπόκτηση ἁγιορειτικῶν χειρογράφων, κλασσικῶν κυρίως ἑλλήνων συγγραφέων (χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε τήν ἀποστολή τῶν ἐτῶν 1490-1492 τοῦ οὐμανιστή Ἰανοῦ Λάσκαρη, πού μέ ἐντολή τοῦ ἡγεμόνα τῆς Φλωρεντίας Λαυρεντίου Μεδίκου ἐπισκέφθηκε τόν Ἄθω καί μετέφερε στή Δύση ἀρκετούς κώδικες καθώς καί ἐκείνη τοῦ Νικολάου Σοφιανοῦ (16ος αἰ.), πού γιά λογαριασμό τοῦ Καρόλου τοῦ Ε΄ μετέφερε στή Βενετία τριακόσιους περίπου κώδικες). Ἀποτέλεσμα τῆς μελέτης αὐτῶν τῶν χειρογράφων ἦταν οἱ πολύ σημαντικές ἐκδόσεις πού πραγματοποιήθηκαν σέ εὐρωπαϊκά τυπογραφεῖα, γιά παράδειγμα, τῶν Ἁπάντων τοῦ Πλάτωνα (1513), τοῦ Μεγάλου Ἐτυμολογικοῦ Λεξικοῦ (1499), τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ἡσυχίου (1514), τῶν Λόγων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ (1516) κ.ἄ. Εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο νά ὑπολογίσει κανείς τό ποσοστό τῶν βιβλίων πού χάθηκαν ἤ ἀφαιρέθηκαν ἀπό τίς ἁγιορειτικές βιβλιοθῆκες κατά τούς περασμένους αἰῶνες, πολλά ἀπό τά ὁποῖα κοσμοῦν τίς προθῆκες τῶν ξένων μουσείων καί πού ἀφοροῦν κυρίως χειρόγραφα κειμένων τῆς ἀρχαίας κλασικῆς γραμματείας.
Μεγάλη ὡστόσο ἦταν ἡ ἀκτινοβολία τῶν ἁγιορειτικῶν χειρογράφων καί στή μακρυνή Ρωσία. Ἔτσι, γιά νά ἀναφέρουμε μόνο ἕνα παράδειγμα, τό πολυσήμαντο γιά τή ρωσική Ἐκκλησία μεταφραστικό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, στηρίχθηκε σέ κώδικες πού μετέφερε ὁ ἴδιος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σπυρίδωνος Λάμπρου (τέλος 19ου αἰ.-ἀρχές 20οῦ) ἄρχισε ἡ συστηματική καταλογογράφηση τῶν ἀθωνικῶν κωδίκων. Παρ᾿ ὅλα αὐτά κι ἐνῶ διανύουμε ἤδη τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰ., οἱ μισοί περίπου κώδικες παραμένουν ἀκαταλογογράφητοι. Προσπάθεια γίνεται ἐπίσης καί γιά τήν ἀποκατάσταση καί συντήρησή τους.
Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συμβολή τῶν χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι πολύ σημαντική, τόσο ὅσον ἀφορᾶ στά γράμματα ὅσο καί τίς τέχνες. Ταπεινά φρονοῦμε, εἶναι δύσκολο νά ἐκτιμήσει κανείς πώς θά ἦταν ὁ κόσμος, ἄν οἱ πατέρες δέν ἀντέγραφαν στά βιβλιογραφικά ἐργαστήρια καί δέν φρόντιζαν μέ τόν τρόπο αὐτό γιά τή διάσωση καί διάδοση τῶν καρπῶν τοῦ πνεύματος καί τῆς σοφίας τῶν ἑλλήνων προγόνων μας.
Κάποιοι μελλοντολόγοι ἀρέσκονται σέ προφητεῖες γιά μία ριζική πολιτισμική ἀλλαγή, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἀρχίζει μέ τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῆς γραφῆς καί τοῦ βιβλίου στήν παραδοσιακή του μορφή. Πράγματι, στόν τομέα τῶν σύγχρονων ὁπτικοακουστικῶν μέσων ὑπάρχουν τάσεις γιά παραμερισμό τοῦ τυπωμένου λόγου, ἀπό τήν εἰκόνα καί τόν ἦχο σέ ὁλοένα νέες παραλλαγές πού ἀσκοῦν μία ἀπροσδόκητη γοητεία στό σύγχρονο ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα τή νέα γενιά.
Σήμερα ὅμως, πού τά πάντα γύρω μας ἀμφισβητοῦνται καί πού τά σύνορα γύρω μας πέφτουν καί ἀλλάζουν, εἴτε στά πλαίσια τῆς λεγόμενης παγκοσμιοποίησης εἴτε σέ ἐκεῖνα ἄνομων γεωπολιτικῶν συμφερόντων· σήμερα, περισσότερο ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά, θά πρέπει νά σπουδάσουμε καί νά γνωρίσουμε καί μέσα ἀπό τά σωζόμενα γραπτά μνημεῖα τό ἱστορικό παρελθόν μας. Γιατί ὅποιος ἀγνοεῖ τό παρελθόν του, θέτει σέ ἄμεσο κίνδυνο τό μέλλον του, μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιά τόν ἴδιο καί τούς ἀπογόνους του. Ἡ μελέτη τῶν κειμένων τῶν προγόνων μας θά συνεχίσει νά ὠφελεῖ πολυδύναμα τίς ἐπερχόμενες γενιές πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός ὄφελος ὅλων μας.  

Εἰσήγηση τοῦ συγγραφέα στό 4ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ἀποδήμων τῆς Χαλκιδικῆς,  Οὐρανούπολις 12-14 Σεπτεμβρίου 2008.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου