Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

13315 - Το Άγιον Όρος του Πεντζίκη (Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κυρού Στυλιανού, †2019)

       Αν κάτι αγάπησε κυριολεκτικώς «αδιάπτωτα» σ' όλη την ώριμη ζωή του, ο αείμνηστος κυρ-Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, αυτό ήταν ασφαλώς το Άγιον Όρος. Κι όταν λέμε «ώριμη ζωή» στον Πεντζίκη, δεν εννοούμε τα βιολογικώς προχωρημένα χρόνια του, αλλά τα χρόνια εκείνα που κατέθεσε, με πλήρη ενάργεια των ριζών του, στη «μητέρα Θεσσαλονίκη», ύστερ' από τη γόνιμη περιπλάνηση του στις
πολιτιστικές αλχημείες της Δυτ. Ευρώπης.
Βέβαια, Πεντζίκης και «αδιάπτωτο» θα φαινόταν η μεγαλύτερη παραδοξότητα -αν όχι και οξύμωρο υψίστου βαθμού- για όσους γνώρισαν εκ του φυσικού τις αιφνίδιες εκρήξεις του ενθουσιασμού ή του θυμού του, μιλώντας ακόμη και με τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα, για τα απλούστερα των πραγμάτων. Όμως το Άγιον Όρος δεν ήταν πρόσωπο. Ήταν ακριβώς η ανατροπή του προσώπου, εν ονόματι όλων των εν Θεώ αρνήσεων. Αυτό άλλωστε θα πει «μετάνοια». Η χώρα της κατ' εξοχήν «αποσβέσεως του προσώπου». Το Άγιον Όρος, λοιπόν, ως τόπος και τρόπος του άχρονου θαύματος, που δεν επιδέχεται περιγραφή επειδή, γεμίζοντας ολόκληρο το 24ωρο, δεν αφήνει καθόλου «νηφάλιο» χρόνο για κατά κόσμον χαρακτηρισμούς, μετρήσεις και εκτιμήσεις.
«ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟ ΜΕΤΟΧΙ ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ ΛΟΓΟΣ» (ΤΕΜΠΕΡΑ, 1988).
        Πνεύμα ανήσυχο
Για ένα πνεύμα ανήσυχο και παμφάγο, όπως ο Πεντζίκης, δεν ήταν δυνατό να παραβληθεί οποιαδήποτε επιμέρους αξία του κόσμου, με την ειρήνη και το θάμβος που εκπέμπουν τα «ερείπια» των εν χρόνω κτιστών, όταν οικειοθελώς και εν κατανύξει εντάσσονται στην τελική ευθεία για την αιωνιότητα. Αυτή η λατρευτική συσσωμάτωση των «εσκορπισμένων» στο άχρονο θαύμα του Αγίου Όρους, ποτέ δεν ήταν τυχαία «συναγωγή» λίθων και πλίνθων. Ήταν πραγματική «ανακεφαλαίωση εν Χριστώ», όλων των «εν Χριστώ κτισθεντων», γι' αυτό και πουθενά δεν θα μπορούσε να συντελεσθεί θεοπρεπέστερα, όσο στο «Περιβόλι της Παναγίας». Σε τούτο ακριβώς το σημείο, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι και τη θάλασσα, που ως το πλεονάζον στοιχείο «περιβάλλει» ολόκληρη την υδρόγειο, ο Πεντζίκης την ύμνησε πάντα ως «εσθήτα της Θεομήτορος».
Το Άγιον Όρος, λοιπόν, ως «εύρος» και «ολοκληρία» κατά Θεόν, ήταν πολύ φυσικό να ασκήσει διά βίου μια απεριόριστη γοητεία στον Πεντζίκη, τον άνθρωπο που, όπως ο ίδιος έλεγε, είχε «σαπίσει σκεπτόμενος», θέλοντας να μας διηγηθεί «την Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής».
Είναι προφανές ότι η έννοια του «άχρονου», ως «αδιάλειπτου προσευχής» (Α' Θεσ. 5,17), που και στην ίδια τη Βασιλεύουσα είχε γεννήσει τη Μονή «των ακοίμητων» (Στουδίου), περικλείει σιωπηρώς μια αρχέγονη δυσπιστία απέναντι στον χρόνο. Η δυσπιστία όμως αυτή δεν είναι απλή επιφύλαξη, αλλά φόβος ουσιαστικός.
Ο Ν.Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ (ΔΕΞΙΑ) ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΓΙΩΡΓΟ ΠΑΡΑΛΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ ΣΤΑ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, ΤΟ 1952.
       Ο Πεντζίκης πίστευε ότι δεν έχουμε άλλον τρόπο να «ξορκίσουμε τον χρόνο» από τη δαιμονική του διάσταση, παρά μονάχα «επιτελώντας» τις μνήμες των Αγίων, που η Εκκλησία έχει τοποθετήσει στην κάθε ημέρα του έτους, «ως φώτα σωστικά». Γι' αυτό ο «Συναξαριστής» είχε πάρει τόσο κεντρική θέση στη ζωή του καθημερινά. Κι αυτό, όχι απλώς ως «ψυχωφελές ανάγνωσμα», αλλά κυρίως ως «ορυχείο» πνευματικό, απ' το οποίο άμεσα αντλούσε τις «πρώτες ύλες», για τις ποικίλες συγγραφές και τη «σταυρο-αναστάσιμη» ζωγραφική του. Μετατρέποντας με τη χαρακτηριστική του «ψηφαρίθμηση» τα γράμματα της αλφαβήτου σε αριθμούς, είχε να κάμει πάντα με «ποσότητες» πνευματικής φορτίσεως, που έδιδαν ανάλογα χρώματα στους πίνακες του, και ειδικό βάρος, μέχρι «παραληρήματος», στις σελίδες του. Όμως, στην «επιτέλεση της μνήμης», εκείνο που έχει βαρύνουσα σημασία δεν είναι το όνομα του συγκεκριμένου προσώπου, αλλά πρωτίστως το λειτουργικό γεγονός καθ' εαυτό, αφού, ούτως ή άλλως, τα πάντα γίνονται και ισχύουν «εν ονόματι Κυρίου». Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις στα Μηνολόγια που -όπως το επικαλέσθηκε άπειρες φορές ο Πεντζίκης -μαζί με τα ονόματα συγκεκριμένων Αγίων, γίνεται μνεία και «των συν αυτοίς μαρτυρησάντων» δις χιλίων, τρις χιλίων κ.ά. κατά περίπτωση (με αναφορά δηλαδή μόνο στον αριθμό του πλήθους).
Χωρίς παρωπίδες
Η περιεκτική αυτή ανωνυμία στην καθημερινή κατάθεση του βίου ή στο τελικό μαρτύριο του θανάτου, ήταν κάτι που συγκινούσε τον Πεντζίκη μέχρι δακρύων. Και δεν θα μας έκανε αυτό εντύπωση, αν από το άλλο μέρος δεν γνωρίζαμε την παροιμιώδη ευαισθησία του στην ακρίβεια των ονομάτων, όλων των ειδών χλωρίδας και πανίδας. Όμως, η περιεκτική ανωνυμία για την οποία μιλούμε, δεν οφείλεται σε απροσεξία ή περιφρόνηση του επιμέρους κτιστού, αλλά είναι μια ενσυνείδητη και επώδυνη εκλογή, ώστε να καλύπτει τους πάντες. Μια τέτοια ανωνυμία για τον Πεντζίκη ήταν ισόκυρη με την παντελή έλλειψη «ατομικής πτυχής», για την οποία λάτρευε τα διάφορα μαλάκια και τα σφουγγάρια. Έχει γράψει χαρακτηριστικά: «Η αγάπη μου προς τα κατώτερα ζώα, στρεφόταν κυρίως προς εκείνα, που ενώ στο εμβρυακό τους στάδιο παρουσιάζουν ένα είδος υποτυπώδους σπονδυλικής στήλης, ενηλικιούμενα ακολούθως, την χάνουν». Δεν μπορούσε, φαίνεται ο αείμνηστος να φαντασθεί ευλαβέστερα δημιουργήματα από τα «ασπόνδυλα», επειδή ακριβώς, μη έχοντας την παραμικρή δυνατότητα «αντιστάσεως», είναι μονίμως υποτασσόμενα στο θείο θέλημα.
Με τέτοια μέτρα και σταθμά στην αποτίμηση του εν γένει φαινομένου της βιολογικής ζωής, μπορεί κανείς να φαντασθεί ποιες αξιώσεις είχε ο Πεντζίκης από την πνευματική ζωή. Και είναι γνωστό πως την πνευματική ζωή ποτέ δεν την είδε με ευσεβιστικές παρωπίδες. Γι' αυτό άλλωστε και μπορούσε να μιλάει με την ίδια ευλάβεια για τον Όμηρο, όπως μιλούσε για τους βίους των Αγίων. Εκ παραλλήλου όμως, δεν έπαυσε να ισχυρίζεται -με ανυποχώρητη ομολογία Νεομάρτυρα- ότι καμία απολύτως αξία ή αλήθεια δεν είναι ολόκληρη, έξω απ' την Εκκλησία. Και εννοούσε βέβαια Εκκλησία, μόνο την Ορθόδοξη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ είχε απεριόριστη κατανόηση, ειλικρινή συμπάθεια και οίκτο αδελφικότατο για κάθε αμαρτωλό ή αποτυχημένο, δεν ανεχόταν επ' ουδενί την υποκρισία του Φαρισαίου, μήτε την ανευλάβεια του αυτάρεσκου. Ως εκ τούτου, στο Άγιον Όρος, που τα πάντα γι' αυτόν ήσαν ιδεώδη και για όλα εύρισκε μια αφοπλίζουσα και κατανυκτική ερμηνεία, δύο ήταν κυρίως τα πράγματα που δεν ανεχόταν: Ο γιγαντισμός από το ένα μέρος κι η δοκησισοφία από το άλλο. Με ξεναγούσε, θυμούμαι, στο περιβόητο Σαράι, τη ρωσική δηλαδή Σκήτη του Αγίου Ανδρέου, στις Καρυές. Ενώ στο μυαλό μου τριγύριζε σιωπηλά η απορία του πώς να συμβιβάσει κανείς τον χαρακτηρισμό «Σκήτη» (που σαφώς δηλώνει άσκηση και ταπείνωση ή τουλάχιστον λιτότητα ερήμου) με το όνομα «Σαράι» (που λίγο - πολύ σημαίνει Ανάκτορα) ο Πεντζίκης μ' έστησε μπροστά σε μια τεράστια Εικόνα από λευκόχρυσο και μου είπε κατηγορηματικά: «Αν δεν δει κανείς αυτήν την Εικόνα εδώ, δεν θα καταλάβει γιατί έγινε η Ρωσική Επανάσταση».
Μοναδικότητα ήθους
Και η δοκησισοφία όμως, είναι μια άλλη όψη, κρυπτικώτερη, του ανευλαβούς γιγαντισμού. Στις εν τω κοσμώ κοινωνίες των ανθρώπων, ο Πεντζίκης αντιμετώπιζε τον δοκησίσοφο με ειρωνεία ή σαρκασμό. Στο Όρος, τον ίδιο τύπο τον έβλεπε με άφατη απόγνωση και αμηχανία, καμία φορά δε και με ασυγκράτητη οργή. Όσο θαύμαζε τη σοφία των «διά Χριστόν Σαλών» και υποκλινόταν ανεπιτήδευτα στην καταρρακωμένη μορφή των, τόσο θεωρούσε «αντίφαση στους όρους» τον επηρμένο Αγιορείτη. Και πράγματι, ένας τέτοιος τύπος πνευματικού ανθρώπου δεν είναι απλή αποτυχία. Είναι κράζουσα «αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος». Ο μοναχός, που παραιτείται με όρκους από τις τρεις κυριότερες φιλοδοξίες του παρόντος κόσμου (με την αγαμία, την ακτημοσύνη και την υπακοή), είναι σα να τις κλέβει από την πίσω πόρτα, όταν επιζητεί να στήσει εκ νέου στην έρημο των δακρύων και των στερήσεων, οποιαδήποτε μορφή προσωπικού κύρους.
Ο Ν. Γ. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ ΑΦΙΕΡΩΝΕΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΙΑ «ΠΑΤΗΡ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΗΡ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ» ΥΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ Π. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗ (ΦΩΤ.: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΜΑΡΑΓΔΗΣ).
       Γιατί, ενώ ισχυρίζεται ότι τα έδωσε όλα να μεταμορφωθούν εν Χριστώ, κράτησε κρυφά ένα μέρος, όπως ακριβώς έκανε ο Ανανίας της Καινής Διαθήκης (Πραξ. 5, 1-6), που επικρίθηκε από τον Απόστολο Πέτρο, ότι με το να κρύψει μέρος από την οικειοθελώς εκποιηθείσα, χάριν κοινοκτημοσύνης, περιουσία του, είπε ψέματα όχι στους Αποστόλους αλλά στον ίδιο τον θεό, γι' αυτό και τιμωρήθηκε με ακαριαίο θάνατο. Πάντως, τον κατ' εξοχήν νηπτικό και κενωτικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους, ο Πεντζίκης τον εξέφραζε με τρόπο άκρως ποιητικό και θεολογικότατο συγχρόνως, όταν έλεγε ότι «το Άγιον Όρος είναι ένα άλλο γεφύρι της Άρτας, που όλο το κτίζουμε κι όλο γκρεμίζεται»!
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ, Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ.
       Αν δεν κρατήσει αυτήν τη μοναδικότητα του ήθους του, δεν θα είναι πια Άγιον Όρος. Κι αυτό το ήθος το διαμόρφωσε βέβαια, μέσα σε μια ολόκληρη χιλιετία, η εν θεώ λιτότητα της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Όπως κι ο Παρθενώνας, που αν κι έγινε για να καταυγάσει όλο τον κόσμο, δεν παύει να είναι πάντα έργο αμιγώς ελληνικό. Γι' αυτό, δεν είναι σωβινισμός το να θέλουμε να κρατήσουμε το Άγιον Όρος μακριά από την εκκοσμίκευση ή τους σκυθικούς γιγαντισμούς και ιμπεριαλισμούς, απ' τους οποίους κατ' επανάληψη κινδύνεψε να «εξανδραποδισθεί», ιδιαίτερα στις αρχές του αιώνα μας. Ο υποκριτικός «διεθνισμός» κάποιων κενόδοξων, ευτυχώς ολίγων, συγχρόνων Αγιορειτών, που τελευταία ιδιαίτερα ταράζουν τη γαλήνη του Αγιωνύμου Τόπου, θα πρέπει να ανακοπεί επιτέλους, και να σεβαστούμε όλοι «τα όρια, α έθεντο οι Πατέρες», μέχρι και τον αείμνηστο Ν. Γ. Πεντζίκη.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΤΖΙΚΗΣ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
Σχετικά:

1 σχόλιο: