Τον Φεβρουάριο του 1821, ο μεγαλέμπορος των Σερρών
Εμμανουήλ Παπάς έφτασε στην Ι. Μ. Εσφιγμένου, μετά από διαταγή των Αρχών να
οργανώσει την εξέγερση όλης της Μακεδονίας. Έχοντας ως συνεργάτες έμπιστους
φίλους του, όπως τον ηγούμενο της Εσφιγμένου Ευθύμιο και τον Χαρτοφύλακα
Νικηφόρο Ιβηρίτη, ο Εμμ. Παπάς ενήργησε ευθύς αμέσως για τον ιερό τούτο σκοπό.
Οι λόγοι της επίσπευσής του αυτής ήταν ότι αφ’ ενός δεν είχαν προχωρήσει όσο θα
έπρεπε οι προετοιμασίες για εξέγερση στη Μακεδονία και αφ’ ετέρου η
είδηση του
απαγχονισμού του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, που τον όπλισε με
αποφασιστικότητα. Για τον συνεργάτη του Εμμ. Παπά, Νικηφόρο Ιβηρίτη,
πολύτιμες πληροφορίες μας δίδει ο Γέρων Μάξιμος Ιβηρίτης. Αναφέρει λοιπόν ο Μάξιμος
ότι ο Νικηφόρος εμυήθη στη Φιλική Εταιρεία, όπως και ο Εμμ. Παπάς, από τον
Φαρμάκη και, ως έμπιστο πρόσωπο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, ήταν ο πρώτος
που συνεργάστηκε με τον Εμμ. Παπά για την επίτευξη του εθνικού στόχου. Οι δυο
τους δε (ο Νικηφόρος και ο Εμμ. Παπάς) προετοίμαζαν μυστικά την Επανάσταση στη
Μακεδονία ήδη από το 1817. Μάλιστα, στη Συνέλευση των Προϊσταμένων των Ι. Μονών
που έλαβε χώρα στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, μετά από εισήγηση του Εμμ. Παπά ο
Νικηφόρος διορίσθηκε Πολιτικός Διοικητής Αγίου Όρους. Στη συνέχεια ο Παπάς
αναχώρησε από το Άγιον Όρος, για να οργανώσει τον Αγώνα στην Κασσάνδρα
Χαλκιδικής.
Η Επανάσταση στη Χαλκιδική κηρύχθηκε επίσημα περί
τα τέλη Μαρτίου του 1821, μετά από τελετή που διεξήχθη στο Ναό του Πρωτάτου
στις Καρυές του Αγίου Όρους, λειτουργούντος του Μητροπολίτη Μαρωνείας
Κωνσταντίνου. Σ’ αυτήν ο Παπάς ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος των Ελληνικών
δυνάμεων όλης της Μακεδονίας. Τα επαναστατικά κηρύγματα του Εμμ. Παπά
ενθουσίασαν τους Αγιορείτες, οι οποίοι αθρόα κατατάχθηκαν στον επαναστατικό
στρατό του, γεγονός που σύντομα έγινε αντιληπτό από τον Γιουσούφ Μπέη. Ο
Τούρκος διοικητής, αφού έλαβε αμέσως έκτακτα μέτρα, στρατοπέδευσε στην Ιερισσό
με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Εμμ. Παπάς χειρίστηκε διπλωματικά την
παρουσία των οθωμανικών δυνάμεων στην περιοχή, έστειλε δώρα στον Μπέη και, αφού
τον διαβεβαίωσε για την αφοσίωσή του προς τον Σουλτάνο, του υπενθύμισε ότι ένα
από τα προνόμια του Αγίου Όρους ήταν η απαγόρευση εισόδου στρατευμάτων. Ο
Γιουσούφ Μπέης δεν επείσθη από τους διπλωματικούς ελιγμούς του Εμμ. Παπά και
αιχμαλώτισε 80 μοναχούς που διαβίωναν στα Αγιορείτικα μετόχια της Χαλκιδικής.
Παράλληλα, ζήτησε από τους Έλληνες να συναντήσει τους προκρίτους της περιοχής
στη Θεσσαλονίκη. Οι Κοινότητες όμως της Χαλκιδικής απέστειλαν σ’ αυτόν τους
πλέον ακατάλληλους, καθόσον οι μυημένοι προετοίμαζαν τον Αγώνα. Οι Έλληνες
πολεμιστές των δυνάμεων του Εμμ. Παπά, που τη στιγμή εκείνη ανήρχοντο σε
3.900, εκ των οποίων 1000 ήσαν μοναχοί, είχαν αρχηγούς τον Βατοπεδινό Θεόφιλον,
τον Λαύρας Ναθαναήλ, τον Εσφιγμένου Ευθύμιον και τον Ξενοφώντος Γεδεών, ως
γενικός δε αρχηγός αυτών ανέλαβε ο ίδιος ο Εμμ. Παπάς. Οι κάτοικοι της
Κασσάνδρας, Σιθωνίας και Χασικοχωρίων, για τις κατά τόπους πολεμικές δράσεις
τους, είχαν αρχηγούς, πλην του Εμμ. Παπά, τους ανδρείους Χάψα (φωτ. 7),
Δουμπιώτη, Βασιλικό και Αγγέλου. Εν τω μεταξύ, ο Γιουσούφ Μπέης, μη
ικανοποιηθείς απ’ τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις των προκρίτων, απέστειλε
στον Πολύγυρο τον Χασάν Αγά προκειμένου τα στρατεύματά του να τιμωρήσουν τους
κατοίκους της περιοχής. Η Επανάσταση της Χαλκιδικής ανακηρύχθηκε στον Πολύγυρο
την 17η Μαΐου του 1821, στην οποία συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Κοινότητος Κύρκος
Παπαγεωργάκης (φωτ. 8) και άλλοι πρόκριτοι. Στη συνέχεια (αρχές Ιουνίου) ο Εμμ.
Παπάς, αφού ξεσήκωσε τους κατοίκους των Μαντεμοχωρίων και της Ιερισσού, ανέκοψε
την πορεία του στρατού του Μπαϊράμ Πασά εναντίον των επαναστατών της Νότιας
Ελλάδας και κατέφυγε στον Πολύγυρο. Χίλιοι επαναστατημένοι μοναχοί και κοσμικοί
διασκορπίστηκαν στην περιοχή της Ρεντίνας, ωστόσο η πολεμική απειρία των
Ελλήνων, η έλλειψη ικανής στρατιωτικής δύναμης και οι μεταξύ τους έριδες
προκάλεσαν καταστροφικά αποτελέσματα. Τα γυναικόπαιδα, προκειμένου να σωθούν,
κατέφυγαν στο Άγιον Όρος (για πρώτη φορά παραβιάζεται το «άβατον») και στις
Βόρειες Σποράδες, ενώ μοναχοί έστειλαν θησαυρούς και κειμήλια του Αγίου Όρους
στην Ύδρα και τα άλλα νησιά ,προφυλάσσοντάς τα από την επερχόμενη καταστροφή. Ο
Εμμ. Παπάς κατευθύνθηκε από τον Πολύγυρο στην Κασσάνδρα, όπου στα στενά της,
στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους, οι «δυνάμεις» του συνετρίβησαν («Ολοκαύτωμα»
ή «Χαλασμός της Κασσάνδρας») από τη μεγάλη στρατιωτική δύναμη του Τούρκου
διοικητή Θεσσαλονίκης Αμπντού Λουμπούτ. Εν τω μεταξύ, πριν ακόμη ο Εμμ. Παπάς
επιστρέψει στο Άγιο Όρος, οι Αγιορείτες, μετά από σύναξη, αποφάσισαν να
δηλώσουν υποταγή στους Τούρκους, ώστε «να μην απωλεσθεί δι’ όλου και ελεεινών
ερημωθεί ο ιερός τούτος τόπος». Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι, παρά την
εν τέλει συντριβή των Ελληνικών δυνάμεων στη Χαλκιδική, η επί 8 μήνες εξέγερση
στο Άγιον Όρος και στη Χαλκιδική καθυστέρησε σημαντικά την προέλαση των
τουρκικών στρατευμάτων προς τη νότια Ελλάδα και συνέβαλε στην εδραίωση της εκεί
επανάστασης, αφού παρείχε ικανό και πολύτιμο χρόνο στους επαναστάτες να
οργανώσουν και να ανδρώσουν τον Αγώνα τους καλύτερα. Στις διαπραγματεύσεις που
ο Αμπντού Λουμπούτ διεξήγαγε με τους επαναστάτες επιβλήθηκαν σ’ αυτούς
δυσβάσταχτοι όροι. Παρά τα συμπεφωνημένα, οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Άγιον Όρος
και κατέστρεψαν τα πάντα, ενώ οι μοναχοί υπέστησαν πολλά δεινά. Κατά τη
διάρκεια των τουρκικών επιχειρήσεων όσοι μοναχοί συμμετείχαν στην Επανάσταση
φονεύθηκαν στις μονές και στα κελιά τους. Πολλοί εξ αυτών σύρθηκαν αιχμάλωτοι,
άλλοι εγκατέλειψαν το μοναχικό σχήμα, ενώ πολλοί εστάλησαν ως όμηροι στην
Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη. Από τους 63 μοναχούς που φυλακίσθηκαν από
τον Τούρκο διοικητή, οι 33 πέθαναν από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες.
Στις 13 Απριλίου 1830 οι Τούρκοι έφυγαν από το
Άγιον Όρος, και η μέρα αυτή από τότε γιορτάζονταν από τους μοναχούς ως ημέρα
απελευθερώσεως. Οι Αγιορείτες που κατέφυγαν στα νησιά (Σκιάθο, Σκόπελο, Σκύρο,
Ύδρα, Ψαρά) επανήλθαν, μεταφέροντας όσους θησαυρούς διέσωσαν και δεν
εκποιήθηκαν για τις ανάγκες του Αγώνα ή δεν καταστράφηκαν κατά τη μεταφορά
τους. Το Άγιον Όρος ξαναβρήκε την ηρεμία του, και οι μοναχοί το δικό τους
ρυθμό, τελώντας τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα.
ΠΗΓΗ : ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΠΑΠΠΑ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ πρ. ΒΟΥΛΕΥΤΗ
ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, «ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΜΕ ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ», ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011-2012, τευχ.
56-57, σσ. 125-129.
Σχετικό: Το Άγιον
Όρος και η Επανάσταση του 1821
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου