Κυριακή 10 Απριλίου 2016

8256 - Διάκο-Διονύσιος Φιρφιρής (1912 - 1990)

Ω, πως διάγω αμέριμνος, τον της ζωής μου καιρόν, μετεώρως παρέρχομαι, μη εις νουν βαλλόμενος, τας πολλάς αμαρτίας μου, μη του θανάτου, την φοβεράν απειλήν, και το αδέκαστον της ετάσεως! Ω, τις με ρύσεται, πυρός αιωνίζοντος, ει μη Θεέ, μόνε Πολυέλεε, Συ οικτειρήσης με.
(Παρακλητική, Κυριακή εσπέρας, ήχος πλ. δ)

Δεν διαφέρει σε τίποτε από τα άλλα κατανυκτικά τροπάρια της Εκκλησίας μας ο ύμνος αυτός, αφού σε όλα αυτά επικρατεί το ίδιο κατανυκτικό κλίμα της μετανοίας και της μνήμης του θανάτου. Αφ’ ότου όμως τον έψαλε ο μακαριστός διακο-Διονύσιος, σε μέλος αργοσύντομο ομοιάζον με καλοφονικό ειρμό, σύνθεσις και εκτέλεσις ιδική του, έλαβε νέα μορφή. Και δεν απετέλεσε μόνον ένα απλό μελώδημα, ένα ψαλτικό δίπλα στα πολλά άλλα. ΄Εγινε έκφρασις πνευματικής εμπειρίας και μοναχικής ανησυχίας μιας ψυχής, που είχε αρχίσει να οδεύη «από της γης εις τα άνω».

Ο π. Διονύσιος υπήρξε κορυφαία προσωπικότης στον χώρο του ιεροψαλτικού στασιδίου. Επί έτη πολλά υπηρέτησε από την θέση αυτή και κατηνάλωσε τον εαυτό του « εν τω Οίκω του Θεού». Δεν θα ήταν υπερβολή εάν παρομοιαζόταν με καρποφόρο δένδρο που νωρις-νωρίς μεταφυτεύθηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ποτίσθηκε, μεγάλωσε και τράφηκε από την αγιορείτικη παράδοσι και εν συνεχεία απέδωσε καρπούς πολλούς και γλυκείς.
Τα κατά κόσμον βιογραφικά του στοιχεία είναι ελάχιστα. Γεννήθηκε στην Μεγ. Παναγία Χαλκιδικής το 1912 και σε ηλικία 8 ετών περίπου, το 1920, πριν προλάβη να αισθανθή τα του κόσμου ηδέα, μετώκησε στον Άθωνα. Ωνομάζετο Δημήτριος Κούκος.
Ήρθε στις Καρυές, όπου με τον πατέρα του εργαζόταν στο Βατοπαιδινό Κονάκι. Στη συνέχεια αποφασίζει και μένει για πάντα κοντά στον θείο του, γερο-Χαράλαμπο Φιρφιρή, ιεροψάλτη, στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, όπου και παρέμεινε μέχρι τελευταίας πνοής. (Το επώνυμον Φιρφιρής έλαβε κατά διαδοχήν από τους παλαιοτέρους γεροντάδες του Κελλιού).
Μικρός και σχεδόν αγράμματος, αφού δεν φοίτησε παρά μόνον στην Α’ Δημοτικού, με όρεξη και ζήλο για την μουσική, αναπαύεται κοντά στον θείο του και αρχίζει να καλλιεργή την ψαλτική τέχνη κατά το δοθέν εις αυτόν χάρισμα. Συνοδεύει τον θείο του στο ψαλτήρι και τόσο ταυτίζονται οι φωνές τους, ώστε δεν ξεχωρίζουν εύκολα.
Παράλληλα επιδίδεται στην εκμάθηση και εμβάθυνση της μουσικής. Πολύ τον βοήθησε και η εκ φύσεως ανεπτυγμένη οξύνοιά του. ΄Ηταν άνθρωπος που με ο, τι καταπιανόταν το πετύχαινε. Πρώτος του δάσκαλος ήταν ο γερο-Χρυσόστομος, αυτός που εξέδωσε και το «Μουσικόν Απάνθισμα» με τα αργά προσόμοια. Κοντά του διδάσκεται ακόμη και τα ελληνικά γράμματα.
Άλλοι δάσκαλοί του, εκτός από τον θείο του γερο-Χαράλαμπο, ήταν ο Κωνσταντίνος Προυσαεύς, ο π. Γαβριήλ Καρεώτης και από τους μουσικούς της εποχής οι Ιωσήφ και Χρυσόστομος οι Αγιαννανίτες, Δανιήλ Κατουνακιώτης, δ. Συνέσιος Σταυρονικητιανός, Μακάριος Βουζύκας, Κοσμάς Καρεώτης από το Κελλί του Φλασκά, και εκ των λαϊκών ιεροψαλτών ο Θ. Γεωργιάδης, καθηγητής στην Ι. Μονή της Αγ. Αναστασίας. Πιθανόν να διάβασε και με κάποιον μαθητή του Νικολάου Σμύρνης, περαστικόν από το Άγιον Όρος.
Είχε ως σύστημα και αρχή στον τρόπο μαθήσεως του να τους ακούη όλους και να κρατά για τον εαυτό του ο, τι καλλίτερο έβλεπε. Έτσι σιγά-σιγά δημιούργησε ένα προσωπικό ύφος και ήθος στο ψάλσιμό του, κάτι που ξεχώριζε ως το τέλος και που δεν του επέτρεπε να μπορή να συμψάλλη με τον καθένα. Ευχαριστιόταν να έχη 2-3 βοηθούς που να ταιριάζουν.
Ακολουθεί μία μεγάλη περίοδος ιεροψαλτικής του διακονίας στον πάνσεπτο Ναό του Πρωτάτου. Στην αρχή με τον θείο του γερο-Χαράλαμπο και κατόπιν μόνος του. Το Πρωτατο την εποχή εκείνη βρισκόταν σε αίγλη. Μεγάλοι ψάλται κατένυσσαν το πολυπληθές εκκλησίασμα, από πατέρες και λαϊκούς, με τις λιτές και μελωδικές ψαλμωδίες τους. Ιδιαίτερη απήχησι είχαν τα αργά μαθήματα των παλαιών διδασκάλων της μουσικής, που ψάλλονται στις αγιορείτικες πανηγύρεις και αγρυπνία.
Διηγούνται ότι, όταν επρόκειτο την Μ. Εβδομάδα να ψάλη το τροπάριον της Κασσιανής, έτρεχαν όλοι στο Πρωτάτο κλείνοντας και τα μαγαζιά τους για να τον ακούσουν, ενώ όταν για πρώτη φορά έψαλε, τόση εντύπωση έκανε η φωνή του και η ψαλμωδία του, ώστε σκαρφάλωναν στα παράθυρα για να τον δουν. ΄Εψαλλε με πάθος και μεράκι.
Το έτος 1955 έγιναν στις Καρυές εορταστικές εκδηλώσεις επί τη εις άγιον ανακηρύξει του Αγίου Νικόδημου. Τα τροπάρια των ακολουθιών είχε συντάξει ο αγιορείτης Υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Το μέλος ήταν του π. Διονυσίου. Όλοι και ιδίως ο π. Γεράσιμος εθαύμασαν τον τρόπο ερμηνείας των τροπαρίων και μάλιστα των δοξαστικών. «Τέτοιο ψάλσιμο δεν είχα ξανακούσει», διεβεβαίωνε ο π. Γεράσιμος.
Κάποτε επεσκέφθη το Πρωτάτο ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος. Μετά την θ. Λειτουργία, ενθουσιασμένος από την απόδοση του νεαρού τότε π. Διονυσίου, τον συνεχάρη και τον ευχήθηκε.
΄Αλλη φορά, σε υποδοχή πολιτικών προσώπων, έγινε πάλι αφορμή η ψαλμωδία του να κινηθή το ενδιαφέρον τους προς αυτόν. Θέλησαν να τον πάρουν έξω στην Αθήνα, να τον σπουδάσουν, να τον στείλουν σε Ωδεία, να τον προωθήσουν και αναδείξουν. Όμως δεν μπόρεσαν να κάμψουν το φρόνημα του ταπεινού π. Διονυσίου, που δεν ήθελε να μεταφυτευθή από το Περιβόλι της Παναγίας. «Εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω», έλεγε σε παρόμοιες περιστάσεις.
Κατά την χιλιετηρίδα συνέβη το εξής: Τον εκκάλεσαν στην Ι. Κοινότητα να του αναθέσουν τα ψαλτικά των εορταστικών εκδηλώσεων. Αυτός ζήτησε να του δώσουν ως βοηθούς ωρισμένους πατέρες, που συμφωνούσαν στο ψάλσιμο, να κάνουν μερικές ημέρες κάποια προετοιμασία. Το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό και ο π. Διονύσιος αρνήθηκε να αναλάβη. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά τις πρώτες δυσκολίες των ψαλτών, να κληθή για να ψάλη στην πανηγυρική θ. Λειτουργία, πράγμα που έκανε μετά από επίμονες πιέσεις, λυπημένος όμως γιατί εξ αιτίας επιπόλαιων αποφάσεων χάθηκε μια λαμπρή αγιορείτικη ιεροψαλτική παρουσία διεθνούς ακτινοβολίας.
Η παρουσία του στις διάφορες πανηγύρεις Ι. Μονών, Σκήτεων και Κελλίων ήταν πολύ τακτική. Οπουδήποτε τον καλούσαν, πάντα πρόθυμος και καταδεκτικός. Δεν ήθελε να στενοχωρήση άδελφό η να μη τον εξυπηρέτηση, εφ’ όσον μπορούσε.
Είπε κάποτε σε ένα μοναχό-ιατρό: «Όπως εσείς έχετε το βαλιτσάκι σας με τα απαραίτητα για τις πρώτες ανάγκες ενός ασθενούς, έτσι κι εμείς είχαμε τον ντορβά με τα μουσικά βιβλία και, μόλις μας καλούσαν, τρέχαμε να βοηθήσουμε». Μάλιστα πολλές φορές υφίστατο και ταλαιπωρίες, λόγω καιρικών δυσκολιών η ελλείψει συγκοινωνιακών μέσων, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Ακόμη και τώρα, τα τελευταία χρόνια, έκανε πεζοπορίες για να μπόρεση να παρευρέθη σε κάποιο πανηγύρι. Παλαιότερα δε συνήθιζε να επιστρέφει κάποτε-κάποτε και ανυπόδητος με τα παπούτσια στο χέρι.
Στη Μονή μας ερχόταν συχνά, και κατά τα παλαιότερα χρόνια ήταν απαραίτητος στις διάφορες επισκέψεις των βασιλέων, όταν ακόμη ηγούμενος ήταν ο μακαριστός παπα-Αθανάσιος.
Χαρακτηριστικό της μέχρι τέλους προθυμίας του είναι και το ακόλουθο περιστατικό. Ήταν πολύ στενοχωρημένος, που λόγω ασθενείας -πήγαινε στην Αθήνα για θεραπεία- δεν θα μπορούσε να ψάλη στην πανήγυρη των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στην Ι. Μονή Ξηροποτάμου, όπου έψαλλε κάθε χρόνο. Φεύγοντας συνάντησε στην Δάφνη τον Ηγούμενο της Μονής και του είπε παραπονετικά: «Άγιε Καθηγούμενε, πενήντα πέντε χρόνια έρχομαι ανελλιπώς στην πανηγύρι, αλλά φέτος δεν θα είμαι. Προσευχηθείτε εσείς και για μένα, παρακαλέστε τους Αγίους και μάλιστα τον τελευταίο, τον άγιο Αγλάιο». Και μετά από λίγο καιρό εγκατέλειπε το επίγειο αναλόγιο και ανέβαινε προς το εν ουρανοίς.
Αυτό το φαινόμενο μόνο σε όσους ζουν πραγματικά την ευλογία κάθε πανηγύρεως μπορεί να παρουσιασθή. Τότε δίνεται η ευκαιρία κοινωνίας με τους Αγίους, που υμνούνται ευλαβικά, και με τους αδελφούς συμμοναστές, που προσέρχονται και αυτοί να συνεορτάσουν και συνευφρανθούν.
Σ’ όλες αυτές τις πανηγύρεις η παρουσία του προσέδιδε λαμπρότητα, δημιουργούσε κλίμα κατανύξεως και προσευχής και μετέφερε τον πιστό σε άλλες σφαίρες.
Τόσο τα αργά μέλη όσο και τα σύντομα (κανόνες — τυπικά) τα έψαλλε μ’ ένα δικό του περιπαθή τρόπο. Αλλοιωμένος. Έβγαινε από μέσα του η ψαλμωδία, συμμετείχε ολόκληρος.
Για τον μεγάλο ορθόδοξο συγγραφέα-διηγηματογράφο Αλ. Παπαδιαμάντη έχει γραφή πως «έψελνε, χωρίς νάχει ποτέ μάθει μουσική, χωρίς να ξέρει καν να διαβάσει τα σημεία της και σχεδόν χωρίς νάχει φωνή. Κι όμως συνέπαιρνε τα πληρώματα του ναού, ψέλνοντας με την ψυχή του, πού δινε χρώμα στην κάθε λέξη, στην κάθε φράση, ανάλογα με το μέλος έψελνε με τη μορφή του, κι έπερνε την έκφραση του περιεχομένου της ψαλμωδίας και της φράσης έψελνε με τα χέρια του, που τα χτυπούσε στο αναλόγιο˙ με τα πόδια του, που κρατούσαν τον ρυθμό με χτύπους στο πάτωμα…Παντού αλλού ο Παπαδιαμάντης ήτανε μισός και μονάχα στο στασίδι του δεξιού ψάλτη ολάκερος» (Σπ. Μελάς)… Τι θά πρεπε να πούμε για τον διακο-Διονύσιο, που ήταν όλος μουσική!
Σημαντική, και μάλλον ως θαύμα, μπορεί να χαρακτηρισθή η τελευταία δεκαετία της ζωής του. Υπήρξε μία περίοδος διπλής προσφοράς και διακονίας στην ψαλτική τέχνη τόσο στο αγιορείτικο αναλόγιο, όσο και προς ψυχικήν ωφέλεια των πιστών. Προσφορά που είναι και παρακαταθήκη για τους μεταγενεστέρους.
Το 1979 ασθένησε βαρειά. Έπρεπε να εγχειρισθη. Ως μοναχός ζήτησε να τακτοποίηση πρώτα τα καλογερικά του. Γύρισε στο Όρος, ετοιμάσθηκε με εξομολόγησι, Ευχέλαιο, Θ. Κοινωνία, και κατόπιν κατέβηκε στην Αθήνα για την εγχείρησι. ΄Ηταν σοβαρή. Έμεινε 5 1/2 ωρες στο χειρουργείο. Οι γιατροί δεν τού δωσαν και πολύ χρόνο ζωής. Σε λίγους μήνες, είπαν, θα τελείωνε. Όμως έζησε άλλα 10 και πλέον χρόνια.
Γνωστός του επίσκοπος που έμαθε από τους γιατρούς για την κατάστασί του, όταν μετά 5-6 χρόνια τον είδε και τον άκουσε σε κάποια πανήγυρι, θαύμασε και απόρησε για τα λεγόμενα των ιατρών, καθόσον ο π. Διονύσιος με ζωντάνια και πάθος καταναλωνόταν από την μουσική κι όχι από την ασθένεια.
Εν τω μεταξύ έγινε και περισσότερο γνωστός στο ευρύτερο κοινό των πιστών με την παρουσίασί του από διάφορες θρησκευτικές-μουσικές εκπομπές του ραδιοφώνου. Παράλληλα, τη βοηθεία Ιεροψαλτών και μουσικών ερευνητών, μαγνητοφώνησε μία σειρά από κασσέτες με ποικίλα μαθήματα από την αγιορείτικη παράδοσι και κατά το παλαιό αυστηρό ύφος. Δεν πρόλαβε να τελειώση την σειρά αυτή είχαν απομείνει προς εγγραφή μαθήματα του Πεντηκοσταρίου και της θ. Λειτουργίας. Ιδίως ήθελε να γράψη τα Τυπικά, που τά ψαλλε με ιδιάζουσα προσωπική χροιά.
Ακόμη καταγράφηκε η φωνή του στα μουσικά αρχεία της χώρας, σε ταινίες που προφυλάσσονται από κάθε αλλοίωσι η φθορά κατά την ροή του χρόνου. Επίσης συμμετείχε στο ερευνητικό πρόγραμμα του φιλολόγου μουσικού κ. Εμ. Χατζηγιακουμή, όπου απέδωσε πάρα πολλά μαθήματα παλαιών διδασκάλων. Η έκδοσις όλων αυτών -πράγμα δύσκολο, γιατί στοιχίζει πολύ ακριβά (50 εκατομμύρια)- θα φανερώση την προσφορά του π. Διονυσίου.
Στις εργασίες αυτές πραγματικά υπέφερε εξ αιτίας της σχολαστικότητος των υπευθύνων και των δυσκολιών που κρύβουν παρόμοιες καλλιτεχνικές εργασίες. Πολλές φορές λύγισε από την κούρασι και την πολύωρη ταλαιπωρία. Μια φορά λιποθύμησε και άλλοτε θέλησε να διακόψη, εξ αιτίας ενός τεχνικού λάθους˙ συνέχισε όμως ψάλλοντας ενίοτε και καθήμενος για να μη κουράζεται.
Εν τούτοις όλα αυτά, καθώς και η εκτίμησις κληρικών, μοναχών και λαϊκών προς το πρόσωπό του, ουδεμία έπαρσι του επροξένησαν. Αν τον ρωτούσες, θα απαντούσε:«… δεν έχω καμμιάν αξίωση ούτε πρωτοψάλτης να λέγομαι, απλώς ένας ταπεινός ψάλτης, όσο μπορώ να ξελειτουργώ τον παπά στην Εκκλησία. Εμείς όλοι οι ψάλτες του Αγ. Όρους είμαστε προσηλωμένοι στην παράδοση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», όπως δήλωσε σε συνέντευξί του στον κ. Λυκούργο Αγγελόπουλο πριν αρκετά χρόνια, ο οποίος μερικά αποσπάσματα της παρέθεσε στο νεκρολόγημά του στην » Εκκλ. Αλήθεια» της 16.5.1990, άρ.310, σελ.2. (Από την συνέντευξί αυτή ελάβαμε και μερικά ακόμη στοιχεία που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό). Γι’ αυτό και δεν έψαλλε έξω στον κόσμο, όσο κι αν τον παρακαλούσαν, εκτός σε κανένα μοναστηράκι η όταν πήγε στα Ιεροσόλυμα. Απέφευγε κάθε μορφή προσωπικής επιδείξεως, ενώ αντίθετα εντός του Όρους έψαλλε παντού.
Το αμέσως παρακάτω περιστατικό επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Είχε κληθή να ψάλη στον Εσπερινό μιας Πανηγύρεως. Φθάνοντας στο ναό, είδε το κεντρικό στασίδι του δεξιού χορού να το έχη καταλάβει άλλος μοναχός. Χωρίς να ζητήση εξηγήσεις ή να δημιουργήση πρόβλημα, κάθησε δίπλα του, τον βοήθησε στο ψάλσιμο και στο τέλος ανεχώρησε ειρηνικά, σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Σε παραπλήσιο περιστατικό, σε άλλη περιοχή του Όρους ο «θιγείς » ψάλτης φώναζε˙ «από που είναι τα πρώτα;» Ο π.Διονύσιος έψαλλε για τον Θεό και τους Αγίους.
Πολλοί περνούσαν από το Κελλί του να τον γνωρίσουν, να τον ακούσουν, να τον συμβουλευτούν. Σ’ όλους φερόταν με προθυμία και ευγένεια. Ιδίως τα τελευταία αυτά χρόνια, που είχε κλείσει μάλιστα και το κατάστημα που διατηρούσε στις Καρυές, αφοσιώθηκε στη μουσική ελεύθερος από άλλες απασχολήσεις.
Φυσικά δεν απουσίαζε από τις εργασίες του Κελλίου και κυρίως από τον κήπο. Εκεί τον εύρισκαν οι συχνοί επισκέπται, μεταξύ των οποίων ήσαν και πολλοί αρχιερείς, όπως συνέβη με την Πατριαρχική Εξαρχία τον Οκτώβριο του 1989, που πέρασαν και τους έψαλε το «Επί των ποταμών Βαβυλώνος» και τα Τυπικά απ’ έξω. Γιατί πλέον η μουσική του είχε γίνει δευτέρα φύσις και τα ήξερε πολλά απ’ έξω, ενώ άνετα δημιουργούσε νέες μελωδίες.
Χαιρόταν όταν έβλεπε νέους μοναχούς να επιδίδωνται στην Βυζαντινή Μουσική προσηλωμένοι στις παλαιές παραδόσεις του ΄Ορους. Και με κάθε προθυμία τους βοηθούσε και τους παρέδιδε ό,τι είχε παραλάβει και αυτός από τους παλαιούς. Έτσι ήταν φυσικό να υπάρχη εκ μέρους του αντίθεσις προς το σύγχρονο κοσμικό ψαλτικό πνεύμα που έβλεπε ότι δεν ταίριαζε στο κατανυκτικό αγιορείτικο κλίμα.
Ο π. Διονύσιος υπηρέτησε το αναλόγιο με σοβαρότητα και αίσθησι ευθύνης. Στο πρόσωπό του έβλεπες έναν πράο, ταπεινό και αρχοντικό άνθρωπο. Η μορφή του γρήγορα «σκλάβωνε» τις ψυχές των ακροατών, γιατί εύκολα οσφραίνονταν το γλυκύ άρωμα που απέπνεε η ψαλμωδία του.
Η μουσική τον έτρεφε. Και μάλιστα η αυστηρή εκκλησιαστική μελωδία. Προς τούτοις εγνώριζε και ωρισμένα δημοτικά άσματα σεμνού περιεχομένου, τα οποία, όταν η περίστασις επέτρεπε, έψαλλε προς ευφροσύνη των παρευρισκομένων και για να εκφράση ακόμη προσωπικά του αισθήματα. ΄Ενα τέτοιο, σχετικό με την ορφάνεια, απέδιδε με ανάλογο παραπονετικό ύφος, αφού εκπροσωπούσε και την δική του νεανική κατάστασι.
Στο ψάλσιμό του ήταν πολύ προσεκτικός. Εκτελούσε με σχολαστικότητα όλα τα σημεία της μουσικής. Ένώ εγνώριζε τα μαθήματα, πάντοτε τα έψαλλε από το βιβλίο. Μάλιστα είχε και δικό του χειρόγραφο με ωρισμένα επίλεκτα μαθήματα, που το έπαιρνε στις πανηγύρεις. Κάποτε όμως χάθηκε. Για την μεγάλη μουσική του κατάρτισι, τέχνη και ψαλμωδία ωνομάσθηκε «ο νέος Κουκουζέλης».
Τα χρόνια όμως πέρασαν και το γηρασμένο σώμα του, ένεκα και της υπαρχούσης ασθενείας, άρχισε να λυγίζη. Ως μοναχός διέκρινε ότι «αι ημέραι των ετών αυτού» επλησίαζαν τα ογδοήκοντα έτη, «και το πλείον αυτών κόπος και πόνος». ΄Ετσι, αφού ήδη είχε απαλλαγή από τους περισπασμούς του καταστήματος, περιόριζε τις άλλες ασχολίες του και ετοιμαζόταν για το τέλος. Σ’ αυτήν την περίοδο συνέθεσε και το μέλος του τροπαρίου που αναφέραμε στην αρχή. Και ομιλεί για τον θάνατο και την κρίσι, τα οποία ήδη απασχολούσαν τον π. Διονύσιο.
Τέλη του 1989 και αρχές του 1990 η ασθένειά του επανεμφανίσθηκε, εντονώτερη αυτή την φορά. Ήταν λίγο μετά την πανήγυρι του Αγίου Νικολάου, κατά την οποία προσήλθε στην Μονή μας να ξαναψάλη με πόθο: «Μύροις παροικήσας αισθητώς…», «Κανόνα πίστεως…», «Πανάγιε Νικόλαε, πρόφθασον…». Έψαλε, και ήταν το κύκνειο άσμα του. Φεύγοντας και αποχαιρετώντας τον Άγιο Νικόλαο, ένα κρυολόγημα έδωσε το έναυσμα της αρρώστειας του για τον δεύτερο γύρο.
Νοσηλεύθηκε αρχικά στην Καβάλα και κατόπιν στην Αθήνα. Πριν εγχειρισθή και πάλιν επέστρεψε στο Όρος, αν και σε κακά χάλια, να ετοιμασθή όσο το δυνατόν καλύτερα. Εξομολόγησις στον Πνευματικό του, που αν και ήταν Ηγούμενος έσπευσε να τον εξομολόγηση στο Κελλί, Ευχέλαιο και τακτική θ. Κοινωνία ήταν τα απαραίτητα εφόδια. Είχε καρή και μεγαλόσχημος πριν μερικά χρόνια. Τακτοποίησε τυχόν εκκρεμότητες προς τους αδελφούς του από το παρελθόν και μετά κατέβηκε στην Αθήνα.
Εκεί διεπιστώθη η ραγδαία εξάπλωσις του καρκίνου σ’ όλον του τον οργανισμό. Κατάλαβε και ο ίδιος την κατάστασί του και ζήτησε επιμόνως να επιστρέψη στον ΄Αθωνα, να αφήση την τελευταία του πνοή στο Κελλί του, όπου είχε κάνει υπομονή 70 χρόνια. Παρά τις αντιρρήσεις των ιατρών και άλλων γνωστών του, γύρισε πίσω απελπισμένος κατά το ανθρώπινον, με μόνη ελπίδα την πρόνοια και το έλεος του Θεού και της Παναγίας. Λόγω της δεινής καταστάσεώς του, η αγάπη των φίλων και γνωστών του οικονόμησε να μεταφερθή, προς αποφυγήν περαιτέρω ταλαιπωρίας, με ασθενοφόρο μέχρι την πόρτα του Κελλιού του.
Εδώ τώρα υπομένει την βάσανο του σώματος που προκαλεί η ασθένεια. Δέχεται γνωστούς του αδελφούς και πατέρας που τον επισκέπτονται και τους αποχαιρετά. Την προηγουμένη της κοιμήσεως του δεν δέχεται να λάβη καμμία τροφή, ούτε την συσκευή οξυγόνου προς ανακούφισι της δύσπνοιάς του, ούτε δέχεται επισκέψεις. Μένει μόνος, συγκεντρωμένος στον εαυτό του. Ξημερώνοντας η επομένη ημέρα, ήσυχα και ειρηνικά παραδίδει το πνεύμα του εις χείρας Θεού.
΄Ηταν ημέρα παραμονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (24 Μαρτίου/6 Απριλίου), προπαραμονή της Κυριακής των Βαΐων, και ο π. Διονύσιος μετέβαινε στο αναλόγιο των άνω, να ψάλη το ερχόμενον πάθος του Κυρίου και το Πάσχα.
Η εξόδιος ακολουθία εψάλη στον Ναό του Πρωτάτου, όπου και κατά το πλείστον είχε διακονήσει ο μακαριστός. Συμμετείχαν πολλοί αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί, που έσπευσαν να αποδώσουν τον τελευταίο ασπασμό στον αξιαγάπητο Γέροντα. Ετάφη στον κήπο του Κελλιού του. Και ασφαλώς θα έχη προστεθή στους χορούς των οσίων αγιορειτών ιεροψαλτών.
Η απουσία του, αν και είναι λίγος ο χρόνος αφ’ ότου εκοιμήθη, γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Λείπει από το γνωστό του στασίδι στα πανηγύρια, έλλειψε και από τις κορυφαίες στιγμές της παρουσίας στο Πρωτάτο του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Μας διδάσκει όμως έστω και άδειο το στασίδι του μας διδάσκει πολλά, και οφείλουμε όλοι οι νεώτεροι, εγκρατείς της μουσικής και μη, να ακολουθήσουμε τα ίχνη του. Γιατί ο π. Διονύσιος, έστω κι αν δεν έγινε γνωστός για ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα, για την ταπεινή πολυετή διακονία του όμως ως «απλός ψάλτης», ευηρέστησε Θεώ και ανθρώποις.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του και νάχουμε την ευχή του. Αμήν.
κ.μ.γ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου