Ισχυρή πλειοψηφία – για να
μιλήσουμε με όρους πολιτικής επικαιρότητος – των σημερινών Νεοελλήνων αξιώθηκε
όχι απλά να μάθει, αλλά και να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τον νεοκαταταγέντα όσιο
της Εκκλησίας μας Παΐσιο τον αγιορείτη (†1994). Μεταξύ αυτών καυχάται εν Κυρίω
και η ελαχιστότητα του γράφοντος για την τιμή που του επεφύλαξε η θεία πρόνοια
να συναντήσει πολλάκις και να συνομιλήσει με την τεράστια και εμβληματική αυτή
μορφή της Ορθοδοξίας των εσχάτων χρόνων που διανύουμε.
Όποιος είδε από κοντά τον Άγιο,
κατάλαβε πρώτα και πάνω από όλα, τι εστί Άνθρωπος στο ουσιώδες περιεχόμενό του
και εν ταυτώ διαισθάνθηκε – προσέψαυσε, έστω και επ’ ελάχιστον και αμυδρώς, τι
εστί Θεός, μάλλον ο Θεός μας, της αρχοντικής, της ακριβής, της πατρικότατης
αγάπης.
Δεν είναι σκοπός μας εδώ να απαριθμήσουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες
από την αγιότητα του ανδρός, όπως ενδεικτικά αναφέρουμε την εκπλήσσουσα
επίκληση του ονόματος τού κατά σάρκα αδερφού όταν τον συνάντησε πρώτη φορά,
χωρίς φυσικά να τον γνωρίζει εκ των προτέρων, την προφητεία του για τη
μελλοντική κοίμηση συγγενικού προσώπου, η οποία εξεπληρώθη θαυμαστώ τω τρόπω, ή
και την απάντηση σε ερωτήματα, πριν ακόμη εκφρασθούν λεκτικά προς τον αγιορείτη
ασκητή. Όλα τούτα είναι απλώς εν(απο)δεικτικά της δαψιλούς Χάριτος του πατρός
και μείζονα σημασία έχουν μάλλον για τους πιστούς παρά για τους εκτός και κατά
της Εκκλησίας και του Θεού. Στόχος μας, όμως, εν προκειμένω είναι να
(δια)λύσουμε τόσο αναδρομικά, όσο και προληπτικά, κάποιες παρερμηνείες των
λόγων και των έργων του νεοφανούς Οσίου, χωρίς φυσικά να έχουμε την εσφαλμένη
εντύπωση ότι χρήζει της δικής μας ασθενέστατης απολογητικής η φήμη του αγίου
Παϊσίου.
Αφορμή, λοιπόν, του παρόντος
αποτέλεσε ένα μικρό κείμενο στο fb, αλλά και μια πρόσφατη συζήτηση με φίλο
αμφισβητία της ορθοδόξου παραδόσεως, σύμφωνα με τα οποία διαμορφώθηκε κάποια
άποψη επί των βασικών αξόνων πάνω στους οποίους κινούνταν – εργάζονται – και θα
δρουν εξάπαντος όσοι προσπαθούν να παραχαράττουν, να καπηλεύονται και να
εκμεταλλεύονται εκνόμως το τίμιο όνομα, τη διδασκαλία και τη δόξα του μεγάλου
αυτού ασκητή. Θα συμπύκνωνα σε τρεις λέξεις την πλαστογράφηση τούτη:
εθνικιστής, ομοφοβικός, μισογύνης. Ίσως τα δυο τελευταία θα αποτελούσαν
κάλλιστα μαζί μια ενότητα. Η ουσία πάντως όλων αυτών εστιάζεται στην κατάφωρη
παραποίηση της αλήθειας και της αγιότητας του γερο Παϊσίου.
Ξεκινάω από το τελευταίο. Μου
παρέθεσαν ένα απόσπασμα από επιστολές του Οσίου σε αρχάριους και υποψήφιους
μοναχούς, στο οποίο εντόπισαν, υποτίθεται, μισογυνισμό. Η προφανής
πραγματικότητα των εξωκειμενικών στοιχείων της επιστολής – ήτοι των παραληπτών
και της στοχοθεσίας της να προφυλάξει τους άπειρους και νέους από τη σφοδρότητα
των σαρκικών παθών και πειρασμών – είτε παραλείφθηκε εσκεμμένα είτε και
αγνοείται από τους επικριτές του λόγω άγνοιας γενικότερης και προπαντός των
ορθόδοξων και ασκητικών προϋποθέσεων του χριστιανισμού. Θα παρένθετα απλά για
την ιστορία τη γνωστή προτροπή του αγίου Κοσμά του Αιτωλού να προτιμήσουμε την
πλευρά του διαβόλου παρά της γυναικός, το οποίο θα τον κατέτασσε σε υψηλότερο
βάθρο μισογυνισμού από τον σύγχρονό μας όσιο! Αλλά αν δεν ξέρει, ή, καλύτερα,
αν δεν θέλει κανείς να κρίνει ορθώς… Για την ιστορία πάντως να υπομνήσουμε απλά
ότι ο Γέροντας είχε για πολλά χρόνια άριστες πνευματικές σχέσεις με μοναχές και
με απλές πιστές γυναίκες του λαού και εν τέλει κοιμήθηκε στο μοναστήρι της
Σουρωτής, κάτω από τη φροντίδα τής εκεί ευρισκομένης γυναικείας αδελφότητας.
Περιττό να πούμε ότι και εδώ
βρέθηκαν καλοθελητές να τον επικρίνουν, θεωρώντας την κοίμησή του εκτός Αγίου
Όρους σημείο μη ευαρέστησης του Κυρίου, εξαιτίας μιας άγραφης παράδοσης ότι οι
αγιορείτες είναι θεάρεστο να πεθαίνουν μέσα στο Περιβόλι της Παναγίας. Και δεν
σκέφτηκαν οι εν λόγω λαϊκοί και μοναχοί και ιερωμένοι κατήγοροί του το
αυτονόητο: πως ο Θεός επέτρεψε να κοιμηθεί στον κόσμο, ακριβώς για να καταστεί
το μοναστήρι προσκύνημα, για να βοηθιέται πιο εύκολα και άμεσα ο παγκόσμιος
λαός του Θεού. Ήδη από όλη την υφήλιο προσέρχονται να προσκυνήσουν και να
προσευχηθούν στον τάφο του Οσίου.
Ερχόμαστε στην ομοφοβία. Αυτό
οπωσδήποτε «βαρύνει» τη σύνολη χριστιανική παράδοση και φυσικά όχι μόνο τον
όσιο Παΐσιο. Θα έλεγα ότι τον αδικεί κιόλας σε πολύ μεγάλο βαθμό, καθώς
γνωρίζουμε πόσοι ομοφυλόφιλοι βρήκαν τη σωτηρία και την ανάπαυση της ψυχής τους
κοντά στον Γέροντα. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά ένα μικρό παράδειγμα. Κάποτε ένα
ομοφυλόφιλος που αισθανόταν ντροπή για το πάθος του και αδιέξοδο εκ της
αδυναμίας του να το ξεπεράσει, πήγε κατά θεία πρόνοια σαν έσχατη λύση να δει
«κάποιον Παΐσιο» για τον οποίο άκουσε. Όταν πήγε και χωρίς να προλάβει να
μιλήσει, ο Όσιος τον χαστούκισε δυνατά. Ο άνθρωπος έπεσε στα γόνατα χαμένος και
αναλύθηκε σε δάκρυα απόγνωσης. Ο γέροντας μετ’ ολίγον έσκυψε, τον αγκάλιασε,
τον ασπάσθηκε, τον ανασήκωσε και του είπε: «δεν σε χτύπησα για αυτό που κάνεις,
αλλά για αυτό που σκέπτεσαι να κάνεις». Διότι σκεπτόταν σοβαρά την αυτοκτονία.
Του εξήγησε ότι με την τραγική αυτή κατάληξη θα έχανε την ψυχή του, ενώ η οδύνη
για το πάθος του θα ήταν στεφάνι και το κλειδί της εισόδου του στην αιωνιότητα.
Εθνικιστής άραγε; Εδώ θα προσέθετα
και «την εσχατολογική τρομοκρατία και παραφιλολογία» που του προσάπτονται. Θα
μπορούσε κάποιος να κολλήσει εν προκειμένω και μια γενικότερη εις βάρος του
μομφή επί μισαλλοδοξία, επί παραδείγματι έναντι των αλλοδόξων χριστιανών. Ας
ξεκινήσω με το πρώτο. Ο Όσιος ως γνωστόν ήταν Καππαδόκης, πρόσφυγας από τα
αρχαιότατα πατρογονικά χώματα της Μικρασίας. Έζησε όλο το δράμα του ξεριζωμού
και βίωσε μέσα από συγγενείς και φίλους τον πόνο, το αίμα, τον ατιμασμό, το
μένος και το μίσος των Τούρκων σε βάρος των συμπατριωτών του, των αδελφών όλων
μας. Στο σημείο αυτό δικαιολογούνται όλα όσα είπε και «προφήτεψε» για μια νέα
Μεγάλη Ελλάδα και για την Πόλη. Ίσως εδώ ανακατεύτηκαν οι ευσεβείς του πόθοι με
κάποιους χρησμούς του παρελθόντος, τους οποίους εξάπαντος ποτέ δεν έκανε
δεκτούς η Εκκλησία μας. Δεν μπορούμε φυσικά να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το
αν πρόκειται τωόντι περί γνησίων προρρήσεων, ωστόσο θα κατανοούσαμε και θα
αμνηστεύαμε πολύ εύκολα τα σχετικά «λάθη» του οσίου, τα οποία έκανε από τον
πολύ πόνο και την υπερβάλλουσα αγάπη του για την Ελλάδα μας και για τις πολλές
ιστορικές αδικίες που υπέστη τους τελευταίους αιώνες. Δεν πρέπει ποτέ να
ξεχνάμε πως ο Όσιος προσευχόταν για όλο τον κόσμο και η ευεργεσία του
επεκτεινόταν πολυτρόπως προς κάθε κατεύθυνση, σε μουσουλμάνους, Τούρκους,
Βεδουίνους, σε κάθε φυλή και έθνος. Αν δεν το έκανε αυτό, απλά δεν θα ήταν
Άγιος, σίγουρα δεν θα έπαιρνε τόση πολλή Χάρη από τον Θεό…
Για εθνικισμό, μάλιστα, θα
μπορούσε να κατηγορήσει κάποιος και τον ίδιο τον Χριστό. Αν διαβάσει κατά
γράμμα, επιπόλαια και με αντιεπιστημονικό τρόπο τα καινοδιαθηκικά κείμενα, θα
βρει έναν Ιησού σε άλλα σημεία μισογύνη και σε άλλα σοβινιστή! Μπορεί κάποιος
να παραθέσει σχετικά πλείστα όσα χωρία (π.χ. Ματθ. 15:26). Βέβαια, την ίδια ώρα
υποφώσκει ή φαίνεται καθαρά η παγκοσμιότητα του θείου μηνύματος και σχεδίου
(Ματθ. 28:19). Έτσι, αναλογικώ τω τρόπω θα πρέπει να δούμε και την περίπτωση
του π. Παϊσίου. Κρατάει μια διακριτική μέση οδό ανάμεσα στην ισοπέδωση της
παγκοσμιοποίησης και στη γνήσια, την υγιή αγάπη για το ελληνικό Έθνος, για το
Γένος των Ρωμηών, για την Πατρίδα. Ειδικά στις μέρες μας, όπου στο όνομα του
«φιλελεύθερου πλουραλισμού» υποσκελίζεται και απαξιούται η εθνική συνείδηση,
καλό είναι να αναμιμνησκόμεθα του ηρωικού και υψηλού φρόνηματος του Γέροντα και
να αφυπνιζόμαστε από τον περιρρέοντα εθνικό λήθαργο, στον οποίο περιήλθαμε
οιαδήποτε προφάσει, έστω και εύλογη. Ο υγιής πατριωτισμός εξάπαντος δεν
ταυτίζεται με τον σε κάθε περίπτωση αντιχριστιανικό και αντιευαγγελικό εθνικισμό.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται
και μια ενδεχόμενη έγκληση πάνω στις «πολιτικές» παρεμβάσεις και τοποθετήσεις
του Αγίου. Ο γέρων, ως γνωστόν, ζώντας ο ίδιος τις συρράξεις του Εμφυλίου και
συνυπολογίζοντας το μαχητικό και ορμητικό του χαρακτήρος του – βλέπε την έξοδό
του από το Όρος για συμπαράσταση στη διαμαρτυρία κατά του βλάσφημου έργου του
Σκορτσέζε – δεν έμενε «σιωπών» σε ερωτήματα πολιτικού χαρακτήρος, τα οποία
ενίοτε τον «πρόδιδαν» ως προς κάποιου είδους φιλικές θέσεις αναφορικά με
συγκεκριμένους κομματικούς χώρους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει σε καμιά
περίπτωση πως ο Όσιος ψήφιζε ή επικροτούσε συγκεκριμένους κομματικούς
σχηματισμούς, αλλά μάλλον προέτρεπε στην εκλογή χριστιανών και φιλοπάτριδων
υποψηφίων και ήταν, ως φαίνεται, του δόγματος «το μη χείρον βέλτιστον». Όλα
τούτα, εντούτοις, πόρρω απέχουν από το να ερχόμαστε αναδρομικά και να βάζουμε
στο στόμα του λόγους υπέρ συγκεκριμένων κομμάτων και προσώπων, για τα οποία
πολύ αμφιβάλλει ο γράφων εάν σήμερα, μετά τη γενικότερη αντιλαϊκή και αντιχριστιανική
τους πολιτική – βλ. ενδεικτικά την κατάργηση της αργίας της Κυριακής – θα
συνέχιζε να τα «προωθεί» και να συναινεί υπέρ αυτών, όπως αστόχως επιχειρήθηκε
λίαν προσφάτως από κληρικούς τού πάλαι ποτέ στενού του περιβάλλοντος.
Η εσχατολογία, επίσης, του Οσίου
αφωρμάτο πάντοτε από το άγιο πάθος και τον ένθεο ζήλο του για την Εκκλησία, από
τη σωτηριώδη του μέριμνα και αγωνία για τους πειρασμούς και τους διωγμούς των
χριστιανών των εσχάτων. Σε αυτό το σημείο ήρθε μάλιστα σε ήπια διαφωνία με τον
έτερο μεγάλο των ημερών μας, τον όσιο Πορφύριο.[1]
Αν ανατρέξουμε στους εκδοθέντες λόγους του για τα σχετικά θέματα, θα δούμε
πιθανότατα ένα «λάθος» ερμηνευτικό εκείνου, το οποίο βέβαια απλούστατα δείχνει
τον μεγάλο του πόθο για την παγκόσμια λάμψη της Ορθοδοξίας και τίποτε παραπάνω.
Ο ίδιος, μάλιστα, υπογραμμίζει ότι δεν το εκφέρει με δογματικό τρόπο και
προφητικό κύρος, αλλά ότι το αναφέρει «σαν λογισμό του».[2]
Μιλάει εν προκειμένω κατά κάποιον τρόπο για μια αναλαμπή της Ορθοδοξίας μετά
την καθαίρεση του Αντιχρίστου, κάτι ωστόσο που δεν φαίνεται να υποστηρίζεται
στη Γραφή και ιδίως στην Αποκάλυψη. Αλλά το τονίζω και πάλι, ο ίδιος ο Όσιος το
αναφέρει ως δική του σκέψη και όχι ως τελεσίδικη και αυθεντική ερμηνεία.
Τι δηλοί, επομένως, ο μύθος, όπως
τον είδαμε στην «εθνικιστική» πατριδολατρία και στις εσχατολογικές «εμμονές»
του πατρός; Σημαίνει το αυτονόητο. Ότι ένας άγιος, ακόμη και τόσο φωτισμένος
σαν τον όσιο Παΐσιο, δεν είναι ο αλάθητος Θεός. Είναι ένας άνθρωπος που
διατηρεί την ελευθερία και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τα οποία
σέβεται σε απόλυτο βαθμό και ο ίδιος ο Κύριος. Στα σημεία αυτά μπορεί να
εμφιλοχωρήσουν ανθρώπινα, άρα σχετικά και ατελή στοιχεία. Αυτό το έχουμε δει
στα λάθη πολλών Αγίων, τα οποία μπορεί να είναι μικρά, ενδέχεται όμως να είναι
και μεγάλα (βλ. τη χαρακτηριστική περίπτωση του ιερού Αυγουστίνου). Για τον
όσιο Παΐσιο, όμως, θα λέγαμε με ασφάλεια ότι μακάρι και εμείς να κάναμε τα δικά
του χαριτωμένα «λάθη» και να είχαμε τις δικές του αγιασμένες «ατέλειες»…
Το ανθρώπινον, εντούτοις, όχι
μονάχα δεν υποβαθμίζει και δεν καταργεί, αλλά και εξαίρει τη μεγαλοσύνη της
αγιότητας. Όταν οι Άγιοι μιλούν εν Πνεύματι, όταν δηλαδή καθίστανται όργανα του
Θεού, τότε είναι ασφαλέστατοι οδηγοί. Τέτοιος αδιαμφισβήτητα ήταν και ο όσιος
Παΐσιος, όπως τον βλέπουμε στην ακρίβεια των αναρίθμητων προρρήσεων και
διοράσεών του κατά την εξατομικευμένη πολύχρονη ποιμαντική διακονία του στον
λαό του Θεού, κατά την οποία δι’ αυτού σώθηκαν χιλιάδες ψυχές, τόσο σε
πνευματικό, όσο και σε σωματικό επίπεδο με το θαυμαστό ιαματικό του χάρισμα.
Είναι λυπηρό να βλέπουμε τη
«διαπόμπευση» του αγίου μέσα από πρόχειρες και φτηνές φυλλάδες περί αυτού σε
εφημερίδες και έντυπα αναρτημένα στα περίπτερα. Είναι δυστύχημα και αφέλεια να
αναμένουμε πόλεμο, ερειδόμενοι σε δήθεν προφητείες (του) για υποτιθέμενα
πολεμικά γεγονότα μετά την αγιοκατάταξή του. Δυστυχώς, σε τέτοιες πλάνες μπορεί
να πέσουν και σοβαροί και πνευματικοί άνθρωποι. Αλλά δεν ήταν αυτό το πνεύμα
του Οσίου ούτε εξάπαντος συμπορεύονται όλα τούτα με το θέλημα του αγίου
γέροντος. «Πόσο χαζός είναι, ας πούμε, ο διάβολος βρε παιδάκι μου, και μεις τον
ακούμε και μας ξεγελάει», μου είπε κάποτε ο χαριτολόγος και θυμόσοφος όσιος ένα
Σάββατο, καθ’ οδόν προς γειτονικό Κελί στο οποίο θα τελούνταν αγρυπνία. Είναι
κρίμα, λοιπόν, να κάνουμε το χατίρι του πονηρού, διασύροντας και αδικώντας την
Εκκλησία και τους Αγίους Της με την αφέλεια και την ανοησία μας. Ας γίνουμε πιο
προσεκτικοί και διακριτικοί.
Η Εκκλησία δεν κατέταξε στο
αγιολόγιό της τον γέροντα, προκειμένου να μας επισημάνει ότι τάχα πρέπει να
προσδοκάμε μεγάλες εδαφικές ανακατατάξεις ή σύντομα το τέλος του κόσμου και
τοιουτοτρόπως να εισέλθουμε σε μια κατάσταση διαρκούς ανησυχίας και
γενικευμένου άγχους. Το έκανε απλούστατα, διότι «πιεζόταν» χρόνια τώρα από τη
συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Η αλάθητη φωνή του λαού – στη σύνολη
Εκκλησία εξάπαντος εστιάζεται το ανυπόστατο ομώνυμο παπικό προνόμιο – διακήρυξε
προ πολλού την αγιότητα του πιο διάσημου ορθόδοξου μοναχού των τελευταίων ετών.
Η απίστευτη άσκησή του, που τον σακάτεψε σωματικά, η φοβερή για τους δαίμονες
αδιάλειπτη μέχρι αυτοθυσίας αιματηρή (κατά κυριολεξίαν) προσευχή του, ο μεγάλος
του πόνος και η υπερχειλίζουσα αγάπη του για τα πάθια και τις αμαρτίες όλου του
κόσμου, χωρίς φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, η ακλόνητη και αδιάπτωτη
πίστη του στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η εκκλησιαστική του συνείδηση περί ενότητας
μακριά από φανατισμούς,[3]
η απλότητα, το χιούμορ, η ευστροφία, το ετοιμόλογον και θυμόσοφον, η
υπερβάλλουσα ταπείνωση, η υπομονή και κάθε αρετή που κοσμούσε τον Όσιο
συνέστησαν προπαντός τους λόγους για τους οποίους τον χαρίτωσε ο Χριστός και
τον δοξάζει εν τη Εκκλησία Αυτού νυν και αεί και εις τους αιώνας, τώρα πια και
επισήμως καταχωρημένον στη χορεία των απ’ αιώνος Οσίων.
Θα κλείσουμε με ένα μικρό
απόσπασμα από έναν διάλογο με τον Άγιο. «Πέστε μας κάτι, Γέροντα. – Τι να πω; -
Ό,τι λέει η καρδιά σας. – Αυτό που λέει η καρδιά μου είναι να πάρω το μαχαίρι,
να την κόψω κομματάκια, να την μοιράσω στον κόσμο, και ύστερα να πεθάνω».[4] Εμείς κρατάμε αυτήν την «μάχαιραν του
Πνεύματος» και του πνεύματος εκείνου (Εφ. 6:17) και οι άλλοι ας κάθονται να
ονειρεύονται και ίσως και να ακονίζουν άλλες μάχαιρες…
[1]https://www.youtube.com/watch?v=bFbYg3MWGeI. Βλ. επίσης στο Κ. Νούση, Όσιος
Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη, 2014, σσ.
156-157.
[2]Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι Β’,
Πνευματική αφύπνιση, εκδ. Ησυχαστηρίου Σουρωτής, 1999, σελ. 188.
[4]Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι
Α’, Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, εκδ. Ησυχαστηρίου Σουρωτής,
1999, σελ. 23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου