«Παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον» (PG 36, 436). Τοῦτο τό μεστό θεολογικό ἀπόφθεγμα τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου ἀνταποκρίνεται πλήρως στό πρόσωπο καί στόν λόγο τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Ἦταν «θεόπνευστος», ἀσφαλῶς, ἰδιώτης τοῦ λόγου ὁ Γέροντας. Οἱ ἀνευρεθεῖσες χειρόγραφες Ἐπιστολές του (132 + 1 πρός Ἀνώνυμον Μοναχόν καί τά 12 Ποιήματά του) βρίθουν ὀρθογραφικῶν ἀτυπιῶν. Ὡστόσο, πέρα ἀπό τοῦτο τό ὑστέρημα, ἡ ἐργογραφία του ὑπάρχει ἔμπλεη λόγου καί χάριτος. Καί ἀναγνωρίζει τοῦτο καί τό καταθέτει ὁ Γέροντας: «Ἐγώ, καίτοι ἀγράμματος, ἐπιχειρῶ τοῦτο (νά σοῦ γράψω), ἐπιλαθόμενος τό μέτρον τῆς ἀνικανότητός μου καί ἀμαθείας, πιστεύω εἰς τάς εὐχάς τῶν Πατέρων μου, Θεοῦ βοηθοῦντός μοι… ἄρχομαι» (σ. 436). Ναί, ὅσα γράφει, ὅπως παρατηρεῖ, «δέν εἶναι λόγια ἁπλᾶ, ἀλλά εἶναι λόγοι πράξεως Ἁγίων Πατέρων φωτιζομένων θείας Χάριτος, ἐκ τῶν ὁποίων ἐδιδάχθην καί τῶν καρπῶν αὐτῶν κατά μέρος ἐγεύθην. Καί ὡς ἀγράμματος ὅσον εἶμαι, πολλούς κόπους κατέβαλα… καθώς καί εἰς τήν γεωργίαν αὐτῶν
μέχρι αἵματος ἐπεδόθην. Καί τώρα τό ἀναθέτω… ὡς τράπεζαν… ἤ ὡς τερπνόν παράδεισον…» (σ. 437).
μέχρι αἵματος ἐπεδόθην. Καί τώρα τό ἀναθέτω… ὡς τράπεζαν… ἤ ὡς τερπνόν παράδεισον…» (σ. 437).
Καί, ἄς μή φανεῖ παράξενο. Ὅλων τῶν Ἁγίων καί Πατέρων μας, ὅπως καί τοῦ Γέροντος, ἔμπονος πόθος εἶναι ἡ ποθεινή Πατρίδα, τήν ὁποία ἀπωλέσαμε διά τῆς παρακοῆς. Δέν εἶναι ἀπόφοιτος Θεολογικῆς Σχολῆς ὁ Γέροντας. Ὡστόσο, οἱ λόγοι του εἶναι μεμεστωμένοι πατερικῆς καί ἐμπειρικῆς θεολογίας.
Ἀλήθεια, πόσοι ἀπόφοιτοι Θεολογικῶν Σχολῶν θά μποροῦσαν, μέ τήν ἁπλότητα καί τή σαφήνεια, πού χαρακτηρίζουν τόν Γέροντα Ἰωσήφ, νά ἑρμηνεύσουν, ὅπως αὐτός, τό προπατορικό ἁμάρτημα; «… καί νά φύγῃς ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς γνώσεως, ὅπου ἔφαγαν οἱ Προπάτορες καί ἀπέθανον… (συμβουλεύει)… Κύριε, φυλαχθῆναι ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ, καί διά σοῦ τοῦ γλυκυτάτου μας Θεοῦ φωτισθῶμεν…» (σ. 437), γράφει. Καί συστοιχεῖ αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἀπόλυτα μέ τήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπεξηγεῖ, ὅτι «τό δένδρον τῆς γνώσεως», «δύναμιν ἐδίδου γνωστικήν τοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας αὐτῶν φύσεως» (PG 94, 913AB). Τοῦτο, ὅμως, τί σημαίνει; Ὅτι οἱ Πρωτόπλαστοι ὑπερεκτίμησαν «τῇ συμβουλίᾳ τοῦ ὄφεως», τόν ἑαυτό τους ἤ καί ἀποπειράθηκαν τήν ἰσοτιμία τους μέ τόν Θεό! Καί, ἔτσι, ἀντί νά θελήσουν νά γνωρίσουν «τόν ὡραῖον καρπόν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», δηλαδή τόν Θεό Λόγο, κατά τόν ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου (PG 19, 1843), τόν περιφρόνησαν. Πόσο, ὄμορφα καί πολύ ἁπλᾶ τό διατυπώνει τοῦτο ὁ Γέροντας· «(προσπάθησε) κόπτων ἐξ αὐτῶν (τῶν πολυειδῶν δένδρων)», ὥστε νά σέ ὁδηγοῦν στόν «γλυκύτατον Θεόν μας», λέγει (σ. 437). Ναί, ὁ Παράδεισος ἦταν πλήρης πολυειδῶν δένδρων. Διαμέσου τοῦ πλούτου τῆς δημιουργίας θά ἀναγόταν ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό. Τοῦτο, ἀκριβῶς, διερμηνεύει καί ὁ ἱερός Δαμασκηνός, τόν ὁποῖον φαίνεται νά ἔχει ὑπόψη του ὁ Γέροντας, ὅταν, προσδιορίζοντας τό «ξύλον τῆς ζωῆς», γράφει: Αὐτό τό δένδρο σήμαινε «τήν ἐκ πάντων τῶν αἰσθητῶν ἐγγινομένην θειοτέρων ἔννοιαν καί τήν δι’ αὐτῶν ἐπί τῶν ἁπάντων γενεσιουργόν ἀναγωγήν αἴτιον» (δηλ. τόν Θεό Λόγο) (PG 94, 917Β).
Πόσο παραστατικά τό ἐξηγεῖ τοῦτο ὁ Γέροντας καί σέ ἄλλη συνάφεια! Γράφει, λοιπόν: «Καί πρώτη θεωρία εἶναι (ἡ) τῶν ὄντων» (σ. 247). Ναί. Ἡ μελέτη τῶν ὄντων διοδεύει στό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ἀπό τή μιά, καί ἀπό τήν ἄλλη καταμαρτυρεῖ τό ἐξαίρετο μέγεθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι δηλαδή γι’ αὐτόν κατασκευάσθηκε ὁ κόσμος· «πώς ὅλα τά πάντα ἐποίησεν ὁ Θεός διά τόν ἄνθρωπον» (σ. 247), ἐπεξηγεῖ.
Καί ἀκολουθώντας τούς ἁγίους Πατέρες μας, διδάσκει γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ Γέροντας, ὅτι εἶναι ἀνώτερος καί τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι, ἐπιστέλλεται πρός Βρυαίνην Μοναχήν: «Ὤ θαῦμα θαυμάτων! …μᾶς ἀξιώνει (ὁ Θεός) νά εὑρισκώμεθα μέ τήν Παναγία μας, ὡς γνήσια τέκνα της, ἀνώτεροι τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων…» (σ. 309). Ἤ «τά πάντα ἐποίησεν ὁ Θεός διά τόν ἄνθρωπον καί αὐτούς τούς Ἀγγέλους προσέτι εἰς διακονίαν αὐτοῦ» (σ. 247). Καί τό προσόν καί προνόμιον τοῦτο ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο, ἕνεκα τῆς κατασκευῆς του καί τοῦ μοναδικοῦ προορισμοῦ του. Ὁ Ἀδάμ, λέγει, πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» (σ. 128) καί φέρει τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι «πλάσμα τοῦ Θεοῦ» (σ. 383), καί τό παράγωγο τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν ψυχή (σ. 409). Τοῦτο τό «ζωοποιόν πνεῦμα», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ὑπέροχο τῶν Ἀγγέλων (Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, τόμ. Ε ́, σ. 56). Καί αὐτή ἡ πλάση τοῦ ἀνθρώπου τόν ἀναδεικνύει «υἱόν» τοῦ Θεοῦ καί «θεόν κατά Χάριν» (σ. 247). Καί ἀποβαίνει ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι, «συγγενής» τοῦ Θεοῦ, «ὄχι οὐσιαστικῶς», διευκρινίζει ὁ Γέροντας (σ. 412). Καί μόνο αὐτή ἡ ἀνθρωπολογική παρατήρηση καταξιώνει τόν Γέροντα ὡς ἐμπειρικό θεολόγο, ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι ἠμπορεῖ νά ὁμιλεῖ γιά τή διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. Ἕνα καίριο κεφάλαιο, γιά το ὁποῖο πολέμησε καί πολεμήθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ὡστόσο, μετά τήν ἐν Χριστῷ οἰκονομία, ὁ ἄνθρωπος, καί κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, καταξιώνεται, ὄχι μόνο τῆς κατ’ ἐνέργεια σχέσης του μέ τόν Θεό, ἀλλά καί τῆς «καθ’ ὑπόστασιν (συγγενοῦς) κοινωνίας του, λόγῳ τῆς μετοχῆς του στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας (PG 94, 1348AB).
Aὐτό, ἀκριβῶς, τό σημαντικό δεδομένο συλλαμβάνει καί περιγράφει καί ὁ Γέροντας, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τίς τρεῖς τάξεις ἤ καταστάσεις, ὅπου ἡ θεία Χάρις συνεισφέρει στόν ἄνθρωπο, δηλαδή τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν τελείωση (σ. 245). Τότε, κατά τό τρίτο στάδιο, ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται «ἐν θεωρίᾳ», ὅπου παρατηρεῖται, κατά τόν Γέροντα, «ἁρπαγή τοῦ νοός, κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων, ἀκινησία καί ἄκρα σιγή τῶν μελῶν, ἕνωσις Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἰς ἕν» (σ. 172)· ἤ, τότε, «τόσον ἀφομοιοῦται (ὁ ἄνθρωπος) μέ τόν Θεόν, ὅπου δέν γνωρίζεται, μήτε χωρίζεται τό ἕν ἀπό τό ἄλλο, ὅπως ὁ ἥλιος μέ τό φῶς ἤ τό πῦρ μέ τό σίδηρον, ὅταν ἑνωθοῦν» (σ. 413). [Ὄχι ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐξαφάνισης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως διδάσκουν οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες. Γιατί, καί στήν περίπτωση τοῦ πυρακτωμένου σιδήρου, ἡ ὑπόσταση τοῦ σιδήρου παραμένει]. (Πρβλ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικά, σ. 102). Καί, ὄντας ἔτσι, θείᾳ χάριτι, συνεπαρμένος ὁ ἄνθρωπος, «ἁρπάζεται» καί θεωρεῖ καί ἀκούει «ἄρρητα ρήματα», ὅπως τό καταθέτει τοῦτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β ́ Κορ. ιβ ́ 4).
Καί, ἔχοντας, τά πιό πάνω, ὡς βιωματική ἐμπειρία ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, ἀναφωνεῖ: «Ἀλλ’ ὦ ἀγάπη γλυκεῖα Χριστοῦ! Τί καλόν εἶδες ἀπό ἡμᾶς;…» (σ. 134). Γιά νά ἐπεξηγήσει σέ ἄλλο Γράμμα του: «Ὤ γλυκεῖα ἀγάπη, Ἰησοῦ, πόσον σοῦ εἶμαι χρεώστης!» (σ. 442).
Καί ὅλα τοῦτα, συμβαίνουν, κατά τόν Γέροντα, ἐπειδή συναρτῶνται ἄμεσα μέ «τό μυστήριον τῆς εὐσεβείας (ὅτι) ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α ́ Τιμ. γ ́ 16). Ἔτσι, μελωδεῖ, μεταξύ ἄλλων, ὁ Γέροντας σέ ἰαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ποίημά του:
Βαβαί, συγκαταβάσεως! Βαβαί, τῆς συμπαθείας!
Βαβαί, μεγίστης ἀνοχῆς καί τῆς μακροθυμίας!
Αὐτόν πού ἐδημιούργησε τάς φύσεις τῶν ἀγγέλων
καί μ’ ἕναν βλέμμα διοικεῖ αὐτόν τόν κόσμον ὅλον
σήμερον ἐνεδύθηκε τήν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου… (σ. 485).
Καί ἐμπλέκει, ἐπί τοῦ προκειμένου, στό «ἔκπληκτον μυστήριον» τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιατί, αὐτή (ἡ Παναγία), κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, ὡς τό «κειμήλιον ἁπάσης τῆς οἰκουμένης» (PG 77, 992Β), εἶναι «ἡ ὑπουργήσασα στό μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ (PG 73, 229B). Ἔτσι, θά θεοτοκολογήσει ὁ Γέροντας, γιά νά διερμηνεύσει, ὅτι, «ὁπόταν ἡμεῖς κοινωνοῦμεν ἀξίως,… ἐσθίομεν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό Αἷμα, αὐτό, πού ἔλαβε ἀπό τό πανάχραντο αἷμα τῆς Παναγίας… (καί) γινόμεθα γνήσια τέκνα τῆς Παναγίας… Αὐτή εἶναι ἡ ὑπερφυεστάτη συγγένεια, ὅπου ἀπό τήν Παναγία καί γλυκεῖα μας Μανούλα ἐλάβαμε» (σ. 174).
Καί συμπίπτει αὐτή ἡ δογματική προσέγγιση τοῦ Γέροντα ἀπόλυτα, μέ τό θεοπρεπές γεγονός, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, παρέλαβε ἀπό τά ἁγνά καί ἀμώμητα καί ἄσπιλα αἵματα τῆς Παναγίας καί «ἀνέπλασε αὐτός δι’ ἑαυτόν, εὐδοκίᾳ τοῦ Θεοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνθρωπότητά» του (Ἐπιφανίου, 43, 157BC. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ, τόμ. 10, σ. 446. Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, PG 98, 3970 κ.ἄ.).
Ὄντας μεμεστωμένος Χάριτος ὁ Γέροντας, πῶς νά ὀρρωδήσει μπροστά στόν θάνατο; Ὁ Γέροντας ζοῦσε τό «ὄργιον τῶν Ἁγίων», κατά τό λόγιο συγχρόνου Ὁσίου, ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Οἱ θεῖες ὀπτασίες καί τά θεῖα ὁράματά του, ὅπως καί ἡ πάλη του πρός τά «πνευματικά τῆς πονηρίας» (Ἐφεσ. στ ́ 12) (σ. 293), βεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. «Πολλάκις καταφιλώντας αὐτήν (τήν Παναγία) ἐκουράσθην καί καθίσας εἰς τό στασίδι ὕπνωσα μικρόν. Καί ἦλθεν ἐν σώματι, ὄχι εἰκόνα, καί μέ καταφιλοῦσε, γεμίζων ἄρρητον εὐωδίαν. Τό δέ οὐράνιον Βρέφος μέ χάϊδευε εἰς ὅλον τό πρόσωπον, φιλώντας ἐγώ τό παχουλό του χεράκι, ὅπως εἶναι ζωντανό, καί ὡς μητέρα περιτυλίγεται εἰς τήν ἀγκαλιά Της… καί μήν τά εἰπῆτε ὅσον ζῶ, διότι ἀσφαλῶς θά μέ δέσουν, ἐάν τό ἀκούσῃ κανείς» (σ. 265).
Γι’ αὐτό ἠμπορεῖ, ὅπως γράφει, «νά ἔκλαιαν τά παιδάκια μου» (σ. 385) γιά τόν ἐπικείμενο θάνατό του. Ἀλλά αὐτός, ὡς ἄλλος μάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, προέκρινε τόν θάνατο ὡς «ἀνατολή» στήν ἄλλη, τήν ὄντως, ζωή, καί θεωροῦσε τό ἐπίγειο τέλος του, ὅτι «νῦν ἄρχεται μαθητής εἶναι τοῦ Χριστοῦ» (Ἰγνατίου, Πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή, ΒΕΠ, τόμ. 2, σσ. 274-275). Ἔτσι, ἐπιστέλλεται: «Καί μόλις κλείσουν τά μάτια τά αἰσθητά, ἀνοίγουν τά νοητά» (σ. 143). Καί σέ ἄλλο Γράμμα του διαμηνύει: «….θά ἀνοίξουν οἱ ὀφθαλμοί… εἰς τήν ἄλλην ζωήν. Τότε θά ἰδῇς γονεῖς, ἀδελφούς, συγγενεῖς. Τότε θά ἰδῇς Ἀγγέλους, Ἁγίους καί τήν μακαρίαν τῶν πάντων Μητέρα, ἁγνήν Παρθένον καί Θεοτόκον, τήν ὁποίαν ὅλοι φωνάζομεν εἰς κάθε στιγμήν καί εἰς αὐτήν χρεωστοῦμεν τά πάντα» (σ. 135). Γι’ αὐτό καί συνιστᾶ καί ἐπεξηγεῖ γιά τίς Λειτουργίες καί τά Μνημόσυνα καί τήν ὠφέλειά τους (σσ. 84, 85, 99, 350).
Καί «καταπλήσσει τόν νοῦν καί ἐξιστᾶ τόν λογισμόν» ἡ ἄκρα ταπείνωσή του, ἡ ὁποία τόν συνεῖχε, ἀλλά καί ἡ ἀπό μέρους του εὐγνώμονα καρδία πρός τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «…ὅτι ἠθέλησεν ὁ Βασιλεύς νά πάρῃ πηλόν, λάσπην ἐκ τοῦ βορβόρου καί νά τόν θέσῃ πλησίον τοῦ θρόνου του… Ἀλλά μήπως δύναται ὁ πηλός νά ὑπερηφανεύεται, ἐπειδή εἶναι κοντά στόν Βασιλέα; Ὄχι, ἀλλά μᾶλλον θαυμάζει τήν ἀγαθότητα τοῦ Βασιλέως, πῶς δέν ἐσιχάθη τόν πηλόν τόν βρώμικον, ἀλλά τόν ἔφερε πλησίον του» (σ. 444).
Ἀπό ὅσα, κυριολεκτικά, «πετῶντι ὀφθαλμῷ καί καλάμῳ», προοιμιακά παραθέσαμε, ἕως ἐδῶ, καί τά ὁποῖα εἶναι ἐνδεικτικά τοῦ μεγέθους καί τῆς θεολογίας τοῦ Γέροντος, ὁριοθετεῖται καί καταδεικνύεται, ὅτι σύνολη ἡ διδαχή του δέν εἶναι ἠθικιστική ἀλλ’ οὔτε καί νοητική. Ἡ διαλεκτική του εἶναι καθαρά πατερική, ἐμπειρική καί ὀντολογική. Τό πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ δέν ἦταν ἠθικό, ὅπως ἀπό κάποιους θεωρεῖται· μακάρι νά ἦταν τέτοιο. Ἦταν, δυστυχῶς, ὀντολογικό, ἀφοῦ διέκοπτε καί ἀνέκοπτε τήν ὀντολογική-κοινωνική καί ζωτική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἐξ οὗ καί ὁ θάνατος. Γι’ αὐτό καί ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας γιά «συγγενική» σχέση μέ τόν Θεό (σ. 412) καί «ἕνωση» (σ. 172) καί «ἀφομοίωση» (σ. 413).
Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ, «ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι» (Ἰω. ι ́ 10), συνιστᾶ καί κωδικοποιεῖ τή διδασκαλία τοῦ Γέροντος. Καί μέ αὐτή τήν ἔννοια ἐξηγοῦνται καί κατανοοῦνται οἱ ἀδιάκοπες καί ἀκατάπαυστες νουθεσίες του στίς Ἐπιστολές καί στά Ποιήματά του. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, διδάσκει καί κατηχεῖ ὁ Γέροντας: «Θεμέλιο, τῆς κατά Θεόν ζωῆς, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ» (σ. 258)· ἤ κάμε μιά «σταγόνα ὑπακοῆς» (σ. 143)· ἤ «ἡ ὑπακοή γεννᾶ τήν ταπείνωση» (σ. 132)· ἤ «σχολάσατε καί γνῶτε» (σ. 315) καί «πολεμᾶτε τήν σάρκα» (σ. 264)· ἤ «νά λέγετε διαρκῶς τήν εὐχή» (429)· ἤ «νά ἔχετε πρόγραμμα προσευχῆς» (σ. 350)· ἤ, ὅτι καίριος καί κύριος εἶναι ὁ ρόλος τῆς «προαιρέσεως», τόσο γιά τήν ἁμαρτία, ὅσο καί γιά τήν πνευματική ζωή (σσ. 170· 399· 483 κ.ἀ.). Τοῦτο τό λεπτό ἀλλά μέγα κεφάλαιο «περί προαιρέσεως» ἀπασχολεῖ καί τούς Πατέρες μας, ὥστε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων νά λέγει, ὅτι «ὁ Κύριος, στρατολογῶν τάς ψυχάς, ἐρευνᾶ τάς προαιρέσεις» (PG 33, 372D) καί νά ἀναφωνεῖ: «Ἐκ προαιρέσεως τό κακόν» καί ὄχι ἐκ φύσεως (PG 33, 384A). Ταυτόχρονα, ὁ Γέροντας, ἀποβαίνει «ἄφρων» (Β ́ Κορ. ιβ ́ 11), ὅταν ὁμιλεῖ γιά «δάκρυα» (σ. 207)· ἤ ὅτι «τά βλέφαρά μου ἠλλοιώθησαν κλαίων διαρκῶς περί σοῦ» (σ. 105).
Παράλληλα, εἶναι ἀξιοπρόσεκτες καί κάποιες παρατηρήσεις του, οἱ ὁποῖες καί διερμηνεύουν τό μέγεθος καί τό ὀξύ τοῦ νοῦ καί τό πνευματέμφορο τῆς ἀντίληψής του περί διαφόρων θεμάτων. Γράφει, χαρακτηριστικά, καί συγκεφαλαιώνει: « ̔Ημεῖς δέ ἐνθάδε τήν οὐράνιον ἐκλεξάμενοι φιλοσοφίαν (καί ἐδῶ ἐννοεῖ τό τοῦ Μ. Βασιλείου, βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος, PG36, 577Β), τῷ βάθει τῶν θείων μυστηρίων ἐνδιατρίβοντες, νόαν διαυγέστατον ἀπεργαζόμενοι, κατά δυνατόν φροντίζομεν, ἵνα καταλάβωμεν τά διά χειρῶν μέν ἀνέφικτα, νοΐ δέ καταληπτά (καί ἐννοεῖ ἐδῶ τόν νοῦν ὡς τό κέντρον ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅτι, δηλαδή, συγκατατίθεται), ταπεινούμενος ὁ νοῦς, Θεόν ἔχοντι συνυπουργόν καί ὁδηγούς Ἀγγέλους πυρφόρους λαλοῦντας ἡμῖν τρίβους οὐρανίους δεικνύοντας διά μέσον (sic) συνειδήσεως» (σ. 104).
Περαίνοντας, -γιατί τοῦτο εἶναι πρέπον, ἀφοῦ ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, κατά τό γεγραμμένον, «ἐπιλείψει με διηγούμενον» (Ἑβρ. ια ́ 32)-, αἰσθάνομαι τήν παρόρμηση νά προβῶ σέ μιά κατάθεση ψυχῆς, τήν ἀκόλουθη:
α. «Εἶχα ἐκφράσει, ὅταν, ὡς εἰσηγητής «Περί τῆς Ἐπιστολογραφίας τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ» στά δύο, σχετικά μέ τόν Γέροντα Διορθόδοξα Ἐπιστημονικά Συνέδρια, Ἀθηνῶν 2004 καί Λεμεσοῦ 2005, καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς περισσυλογῆς καί ἔκδοσης σύνολης τῆς ἐργογραφίας τοῦ Γέροντος. Καί χαίρω καί ἐκφράζω τήν ἰδιάζουσα φιλοφροσύνη καί ἐκτίμησή μου, γιατί ἡ προσδοκία ἐκείνη γίνεται τώρα πραγματικότητα μέ τήν ἔκδοση καί κυκλοφορία τοῦ, ἐκ 595 σελίδων, τόμου: «Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ – Ἐπιστολές καί Ποιήματα, 60 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του», στή σειρά «Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινά 23», ἀπό τήν Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Ἀναμφίβολα ἡ ὑπόψη ἔκδοση πολύ πολλούς θά ὠφελήσει. Καί αὐτή εἶναι ἡ πρόθεση καί ὁ σκοπός τῶν Ἐκδοτῶν. Καί
β. Ἡ δική μου, παροῦσα, λιτή καί πενιχρή προσέγγιση, πέρα ἀπό τόν προοιμιακό της χαρακτήρα, ἐπέχει κι ἑνός ἄλλου κεφαλαιώδους λόγου. Καί ποιός εἶναι αὐτός; Νά ἀναδείξει τό μέγεθος καί τήν ποιότητα ἑνός συγχρόνου Ὁσίου καί Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά διερμηνεύσει, ὅτι ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ἀνήκει στήν χορεία τῶν μεγάλων θεοφόρων Πατέρων μας, ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι καταξιώθηκε καί ἀναδείχθηκε «δοχεῖον τῆς θείας χάριτος», ὅτι ἐν ἔργῳ καί λόγῳ ἐκφράζει καί συνεχίζει καί ἀναδεικνύει τόν ὀρθόδοξο «τρόπον θεοσεβείας», κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἰεροσολύμων (PG 33, 456B), καί ὅτι ἀποβαίνει μέ τήν ὅλη παραγωγή τοῦ θεοπρεποῦς ἔργου του ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας στίς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας στόν Ὀρθόδοξο κόσμο, καί ὄχι μόνο.
Προσωπικά πιστεύω, ὅτι μέ τόν Γέροντα Ἰωσήφ, προπάντων, «ἐξήνθισεν ἡ ἔρημος» (Ἠσ. 35, 2) τοῦ Μοναχισμοῦ. Καί ἔχω ἰσχυρή τήν αἰσθηση, ὅτι καί ἡ συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, κλήρου καί λαοῦ, περί τῆς ὁσιότητος καί πατρότητος τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἁγιοκατάταξής του. Τόν λόγο, ἀσφαλῶς, ἐπί τοῦ προκειμένου, ἔχουν τά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικά θέσμια. Ἄς ἔχομε τήν εὐχή του.
Νίκος Ι. Νικολαΐδης, Ομότ. Καθηγητής Πατερικής Θεολογίας
της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προοιμιακή παρουσίαση της νέας έκδοσης της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου: Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, Επιστολές και Ποιήματα. 60 χρόνια από την κοίμηση του, σειρά Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 23, εκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2019, του Νίκου Νικολαΐδη, Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Καθηγητή Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Πληροφορίες για την νέα έκδοση βλέπε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου