Μοναχός Λουκάς Φιλοθεΐτης
Φωτογραφία: Gavrilakis George
|
Μοναχός Λουκάς Φιλοθεΐτης
Διαβαίνουν κάποιοι άνθρωποι από την γήν με τον ουρανόν εις τα μάτια των και με τον Ποιητήν του ουρανού και της γής εις την καρδίαν των. Και με το διάβα των αφήνουν κάτι το ουράνιον οπίσω των ανάμεσά μας και μέσα μας. Κάτι ωσάν αυτό το οποίον κατά την ώραν αυτήν την εύσημον, την ειρηνικήν, μας συνήγαγεν αρμονικώς επί το αυτό, διά να τιμήσωμεν ένα εξ αυτών· ένα ο οποίος διά του θαυμαστού βίου του ετίμησεν, εδόξασε τον ένα εν Τριάδι Θεόν και την Αειπάρθενον Θεοτόκον επί της γής, και αντιδοξάζεται παρ’ αυτών από του νύν και εσαεί εν ουρανώ και επί γής.
Ο εις εύφημον μνείαν επαξίως προκείμενος Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο της ησυχαστικής πράξεως και θεωρίας ένθεος εραστής, ανέτειλεν εις τον αιγαιοπελαγίτικον ορίζοντα εκ της κυκλαδικής νήσου Πάρου, δύοντος του 19ου αιώνος, και εσελάγισεν εις το Αθωνικόν στερέωμα ως απλανής φιλοκαλικός αστήρ, μεσούντος και φθίνοντος του μακαρία τη λήξει ήδη γενομένου 20ου αιώνος.
Η Πάρος τον εγέννησε σωματικώς. Το Άγιον Όρος τον ανεγέννησε πνευματικώς.
Τέλος η γή τον προσέφερεν εις τον ουρανόν, εις τον οποίον και ανήκεν, εφόσον ζών επί της γής είχεν ήδη προμεταθέσει το πολίτευμά του εις τους ουρανούς, βιώσας μετά σώματος την πολιτείαν των Ασωμάτων, βεβαιώσας εμπράκτως των Αγίων τους Βίους και την σωτήριον αλήθειαν του ιερού Ευαγγελίου.
Τέλος η γή τον προσέφερεν εις τον ουρανόν, εις τον οποίον και ανήκεν, εφόσον ζών επί της γής είχεν ήδη προμεταθέσει το πολίτευμά του εις τους ουρανούς, βιώσας μετά σώματος την πολιτείαν των Ασωμάτων, βεβαιώσας εμπράκτως των Αγίων τους Βίους και την σωτήριον αλήθειαν του ιερού Ευαγγελίου.
Εις την Νάξον, Πάρον, Σκίαθον και άλλας νήσους του Αιγαίου, οι της φιλοκαλικής αναγεννήσεως σθεναροί υπέρμαχοι Μακάριος Κορίνθου, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης και άλλοι αγιορείται νηπτικοί Πατέρες, οι αποκαλούμενοι «Κολλυβάδες», είχον προ καιρού εγκαίρως μεταφέρει εξ Αγίου Όρους τα παραδοσιακά μηνύματα και βιώματα του ορθοδόξου ανατολικού μοναχισμού.
Ο μικρός Φραγκίσκος, σύνηθες βαπτιστικόν επιτόπιον όνομα των Παριανών, υιός του Γεωργίου και της Μαρίας Κόττη, εκ γένους Ραγκούση, εγεννήθη την 2αν Νοεμβρίου του 1897 εις το ηλιόλουστον χωρίον Λεύκες της Πάρου, από δε «τα γεννοφάσκια του» κατά λαϊκήν συνήθη έκφρασιν εφάνη στρατολογημένος εις την ευλογημένην στρατείαν του Βασιλέως των Ουρανών. Διότι εκείνους, οι οποίοι έρχονται με πρόθεσιν να γίνουν άνευ όρων συνεργοί Θεού εις το αγαθόν και υπέρτερον, ο κόσμος, ορατός και αόρατος, τους αναμένει προκαταβάλλων θεμελιακώς Τας ρίζας της ψυχοσωματικής αυτών υπάρξεως.
– Όταν απέκτησα το παιδί αυτό και ήμουν στο στρώμα, διηγείται η ευλαβεστάτη μητέρα του, και το βρέφος δίπλα μου φασκιωμένο, βλέπω και ξεσκεπάζεται η στέγη του σπιτιού μου και κατεβαίνει ανάλαφρα Αγγελος Κυρίου, ιεροπρεπής και φωτεινός. Από την λάμψι του μόλις που ημπορούσα να τον βλέπω. Πλησιάζει το νεογέννητο με πρόθεση, ως μου φάνηκε, να το πάρη. Σαν να ταράχθηκα μέσα μου.
– Τί κάνεις εκεί; Φωνάζω με μητρική αγωνία.
– Τον έχομε γραμμένον εδώ, μου λέγει, και μου δείχνει έναν κατάλογο με ονόματα μοναχών. Είναι γραμμένος στο τάγμα των Αγγέλων. Εννόησα, ηρέμησα, γαλήνεψε η ψυχή μου. Αφησε στη θέσι του ένα πολύτιμο κόσμημα εις σχήμα σταυρού, και τον επήρε για την εσταυρωμένη, την καλογηρική ζωή. Εξ άλλου το εγνώριζα από την σύλληψίν του ότι θα γίνη μοναχός, όταν είδα να μου χαρίζουν ένα χρυσάκτινο σταυρό.
Και τί είναι ο Σταυρός; Προφανώς όλες οι μητέρες του λαού του Θεού, κάποιοι γονείς των αληθινά μεγάλων, ίσως δεν γνωρίζουν να ομιλήσουν θεολογικώς περί του Σταυρού, είναι όμως η ιδία των η ζωή σταυρός, εκ του οποίου φύονται κλάδοι αθανασίας.
– Είχαμε αγία μητέρα, αγίους γονείς, εδιηγείτο μετά ταύτα το ενδέκατον και τελευταίον τέκνον της πολυτέκνου αυτής οικογενείας, ο Νικόλαος, ο οποίος επίσης έγινεν ευδόκιμος αγιορείτης μοναχός παρά τους πόδας του αδελφού του Ιωσήφ, υπό το όνομα Αθανάσιος. Αλλά και αυτή η πολυκαλλίτεκνος μητέρα των ενεδύθη το υπερκόσμιον σχήμα γενομένη μοναχή εις Τας δυσμάς του θεαρέστου βίου της, μετονομασθείσα Αγαθαγγέλη. Και μία νύμφη της αλλά και μία εγγονή της επίσης έγιναν μοναχαί, η δε τελευταία και Ηγουμένη της Ι. Μονής Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, παρά την θέσιν Σταμάτα Αττικής, υπό το όνομα Βρυέννη.
– Η οικογένειά μας ήτο πτωχοτάτη, συνεχίζει ο π. Αθανάσιος, καθ’ ότι ο πατέρας μας επί μίαν δεκαετίαν υπήρξε παράλυτος προ του θανάτου του. Η μητέρα μας μας ανέθρεψε περισσότερον με τα δάκρυα, παρά με το ψωμί. Ο Φραγκίσκος ήταν η ευλογία του σπιτιού μας. Από μικρός, πολύ μικρός, έδειχνε τί θα γίνη μεγαλώνοντας. Ζωηρός και εύχαρις, εντός των ορίων της παιδικής αγαθότητος και αφελείας, κάθε τόσο και κάτι του ξέφευγε, ωσάν αταξία εξ αιτίας του πληθωρισμού και του ψυχοσωματικού δυναμισμού, τον οποίον ησθάνετο παιδιόθεν να ξεχυλίζη από μέσα του. Όταν δε συνέβαινε κανένα σφαλματάκι, και ο πατέρας έλεγε, τώρα θα τιμωρήσω τον Φραγκίσκον, ο μικρός ακούοντάς το επήγαινε και επαράστεκε μετανοημένος σεμνά και αληθινά με σταυρωμένα τα χεράκια του και απόλυτα ταπεινωμένο ύφος μπροστά του, μπροστά εις τον πατέρα, εις τρόπον ώστε με την στάσιν του αυτήν, εκείνος αφοπλιζόμενος εκ του θυμού και θαυμάζων διά την μεταβολήν των αισθημάτων μέσα του, να λέγη ήρεμος και μειλίχιος προς την μητέρα, η οποία παράμερα παρηκολούθει στοργικά την σκηνήν.
– Βρέ τί είναι τούτο το παιδί. Δεν ημπορώ όπως τα άλλα να το δείρω. Αντε, πήγαινε, του έλεγε με ημερότητα και δεν τον έδειρε ποτέ του.
Θα έμενε άραγε μεγαλώνοντας διά βίου άδαρτος ο Φραγκίσκος; Βεβαίως όχι. Αλλ’ ο πόλεμός του, η συμπλοκή και διαμάχη του θα ήτο κυρίως αόρατος προς τους αοράτους κοινούς εχθρούς της ανθρωπίνης φύσεως, προς τους οποίους αντιπαρετάχθη με θαυμασίαν σύνεσιν και εκπλήσσουσαν ψυχοσωματικήν ανδρείαν.
Πανέξυπνος, και ως προς την μάθησιν λίαν ευφυώς έχων, θα είχεν ίσως στάδιον λαμπρόν ως επιστήμων ή της τέχνης και καλλιτεχνίας θεράπων. Αλλά άλλως οικονόμησε τα δέοντα ο των απόρων κηδεμών, ο εξ απορίας ευπορίαν ποριζόμενος και την πτωχείαν εις πλούτον μεταποιών. Και λοιπόν, από πτωχείας των οικείων, εξ αδηρίτου ανάγκης πιεζόμενος ο μικρός Φραγκίσκος, διακόπτει μετά Τας πρώτας τάξεις το δημοτικόν του σχολείον, διά να γίνη χαριτωμένος ποιμήν μικροποιμνίου αιγοπροβάτων και εν συνεχεία οικονομικός προστάτης της ενωρίς, λόγω του πατρικού θανάτου, απορφανισθείσης οικογενείας του.
Το κύμα της εσωτερικής μεταναστεύσεως του καιρού εκείνου φέρει τον δεκαοκταετή Φραγκίσκον εκ Πάρου εις τον Πειραιά και εις τα μεταλλεία του Λαυρίου, όπου και εργάζεται μέχρι της στρατεύσεώς του εις το Βασιλικόν Πολεμικόν Ναυτικόν. Υπηρετεί ως πυροβολητής την θητείαν του, υπό ανωτέρων έναντι της πατρίδος αισθημάτων εμφορούμενος. Κατά δε την σύρραξιν του πρώτου παγκοσμίου, όταν οι στόλοι των συμμάχων καταπλέουν εις Ελλήσποντον, έχει την χαράν και την τιμήν να εισέλθη εν αγήματι ενθουσιών εις την πόλιν των ονείρων, την Κωνσταντινούπολιν, φευγαλέως έστω προσεγγίσας της Ρωμηοσύνης τα θρυλούμενα και αναμενόμενα.
Αποστρατευθείς επιδίδεται εις μικροεμπόριον, περιερχόμενος ως μικροπωλητής Τας εμποροπανηγύρεις των πόλεων: Λαμία, Σοφάδες, Φάρσαλα, Καρδίτσα, Δομοκός… Ευρέθη και εις την πανήγυριν της Τήνου. Εκεί «δεν έφευγε», κατά το κοινώς λεγόμενον, η πραμάτεια του. Του ήλθε ωσάν παράπονο: Δεν με λυπείσαι, Θεέ μου; Εις τον ύπνον βλέπει κάποιον υπερφυώς των ανθρωπίνων υπερέχοντα, ο οποίος τον ερωτά:
– Ποίος είμαι, Φραγκίσκε;
– Δεν γνωρίζω, κύριε.
– Πώς δεν με γνωρίζεις, εφ’ όσον δι’ εμέ συνεχώς διαλογίζεται θερμαινομένη η καρδία σου; Εγώ ειμι ο Σωτήρ του κόσμου. Δεν θέλω εις το εξής να εμπορεύεσαι εδώ τα γήινα και πρόσκαιρα, αλλά να εμπορεύεσαι ψυχές. Θα πάς σε εκείνον τον στρατώνα, από όπου δεν βγαίνουν όσοι δεν θέλω εγώ.
Εξύπνησε περιχαρής και ανάλαφρος. Ωσάν να ξεδιαλύνωνται νοήματα και αισθήματα εντός του. Τώρα, μέσα εις το φως αυτό, οπού εδέχθη διά του οράματος η ψυχή του, κατανοεί και όσα ο αγιορείτης μοναχός Ονούφριος του είχε αναφέρει περί του Αγίου Όρους και του μοναχισμού κατά Τας συναντήσεις των εις Τας ως άνω πανηγύρεις. Πηγαίνει εις τον πνευματικόν και του διηγείται όσα είδεν εις τον ύπνον του και όσα απ’ εκείνης της ημέρας ανεβαίνουν και κατεβαίνουν εις τον νούν και την καρδίαν του. Του λέγει ο πνευματικός:
– Είσαι διά το Άγιον Όρος.
– Και αυτούς που έχω υπό την προστασίαν μου;
– Αφησέ τους. Αυτοί ξεφτούρησαν, έβγαλαν φτερά.
Θα έφευγε βεβαίως ενωρίτερα, εάν δεν τον εδέσμευον κατά συνείδησιν, άχρι καιρού, αυτές του οι οικογενειακές υποχρεώσεις.
Αποφασίζει. Διαλύει, διανέμει εδώ και εκεί την πραμάτεια του και επιστρέφει στην ΑθήναΠειραιά συλλογισμένος.
– Πώς είσαι έτσι λυπημένος, άκεφος; Μήπως κάτι στενόχωρο σου συμβαίνει; τον ερωτά με στοργήν η σπιτονοικοκυρά του.
– Πώς να είμαι; Δεν έχω όρεξιν διά τίποτε, λέγει εκείνος, τη καρδία συνεχόμενος, και αποσύρεται να κλαύση.
Του έδωσαν βιβλία πνευματικά να αναγνώση. Την Καλοκαιρινήν, Νέον Εκλόγιον και άλλα εν συνεχεία ψυχωφέλιμα και Βίους των Αγίων. Αισθάνεται αλλοίωσιν με της θείας χάριτος την ενέργειαν μέσα του και κατανοεί ότι είναι πλέον δι’ άλλην υπερκόσμιον ζωήν. Καθώς δε είναι φρόνιμος εις όλα και συνετός, θέλει να προδοκιμάση κατά πόσον είναι ικανός να φέρει εις πέρας αισίως το μελετώμενον. Αρχίζει να ασκητεύη εις τα βουνά και της Πεντέλης τα περίχωρα, περί την σπηλιάν του αρχιληστού Νταβέλη, μελετών εμφρόνως να ληστεύση και αυτός διά μετανοίας τον Παράδεισον.
Εν τω μεταξύ εργάζεται διά τα χρειώδη ως εισπράκτωρ εισιτηρίων εις τα τράμ, αποδεικνύων το ακέραιον και τίμιον και σθεναρόν του χαρακτήρος του.
Επισκέπτεται, ψυχωφελείας ένεκεν, και τον Άγιον Γεράσιμον Κεφαλληνίας. Διά ταπείνωσιν, ασυνήθων διαστάσεων ταπείνωσιν, προσποιείται τον δαιμονιζόμενον· οπότε τον συγκαταλέγουν μεταξύ των υπό ακαθάρτων πνευμάτων ενεργουμένων. Προς αυτούς εδιάβαζε κατά καιρούς εξορκισμούς του Μοναστηριού ο εφημέριος.
Ο Φραγκίσκος σπλαγχνιζόμενος τους ωμίλει με συμπάθειαν και τους προέτρεπε να κάνουν όλοι από κοινού μετάνοιες, γονυκλισίες έως εδάφους. Και επροσποιούντο μέν οι ασθενείς της μετανοίας την υπόκλισιν, πίπτοντες και αυτοί έως εδάφους, αλλά ανύψωνον εξόπισθεν με μίαν κίνησιν χαρακτηριστικήν το πόδι το αριστερόν, υποδηλούντες το πλαστόν της μετανοίας των και του λογισμού το ανυπότακτον. Το παρετήρησεν ο οξυδερκής Φραγκίσκος και τους λέγει:
– Τί είναι αυτό που κάνετε; Δεν γίνονται έτσι οι μετάνοιες.
– Αυτές είναι μετάνοιες με ουρά του απαντούν. Και με την κίνησιν αυτήν τις στέλλουμεν εις τον αρχηγόν τον ιδικό μας! Έφριξεν ακούοντας αυτά και άλλα παρόμοια ανήκουστα, κατανοών εις βάθος το δράμα, το απεριγράπτως αλγεινόν των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων.
Έρχεται ο εφημέριος να διαβάση τους εξορκισμούς. Όταν ετελείωσε, λέγει εις τους εποπτεύοντας επί των δαιμονικώς ενεργουμένων:
– Βγάλτε τον αυτόν εδώ από εδώ, δεν έχει τίποτε το κοινόν με δαύτους. Αλλά τί μέγεθος ταπεινώσεως και τί αμέτρητον ένδοθεν πηγάζον γενναιοκαρδίας φρόνημα!
Είχε κάμει ιδικόν του τον κοινόν ανθρώπινον πόνον. Καθώς φεύγει από εκεί τον ξεπροβοδίζουν οι ασθενείς, διαπομπεύοντες δαιμονικώς τον σκοπόν του:
Είχε κάμει ιδικόν του τον κοινόν ανθρώπινον πόνον. Καθώς φεύγει από εκεί τον ξεπροβοδίζουν οι ασθενείς, διαπομπεύοντες δαιμονικώς τον σκοπόν του:
– Ω, ω, ω, ιδέτε τον κουτόν! Αφήνει τα κολλάρα και πάει με τον Χριστόν!
Το κολλάρο ήτο δείγμα κοινωνικής ευπρεπείας τω καιρώ εκείνω. Επιστρέφει μετά το ψυχωφέλιμον αυτό ταξίδι του πάλιν εις Τας Αθήνας. Αλλ’ ο τόπος και ο τρόπος του εγκοσμίου βίου του δεν τον σηκώνουν πλέον.
Και επί τέλους έφτασεν η ώρα. Εις ηλικίαν ώριμον ετών είκοσι πέντε, αποφασίζει σταθερώς την αναχώρησίν του. Νύκτα, οι δύο αδελφοί του Μανώλης και Αθανάσιος, προπέμποντες τον συνοδεύουν έως τον σταθμόν του τραίνου. Επιβιβάζεται. Και σωματικώς μέν μεταφέρεται προς το Αγιώνυμον Όρος, τον επί της γής εις Τας συνειδήσεις των πιστών εναπομείναντα αθωνικόν παράδεισον, ενώ πνευματικώς άρχεται, ενθέσμως πλέον, την προς ουρανόν άϋλον οδοιπορίαν του.
Πρωτοσταθμεύει εις τις Καρυές, εις τον γνώριμόν του μοναχόν Ονούφριον. Εκείθεν αναζητεί εις μοναστήρια, σκήτας, κελλία και την έρημον τους ασκητάς τους αυστηρούς, τους εγκρατείς, τους νηστευτάς, τους πνευματοφόρους και θεοφόρους.
Και ιδού, πώς σκιαγραφεί ο ίδιος εν άκροις λόγοις συντόμως την απαρχήν της αποταγής του:
«Εν κόσμω ήμην και εν κρυπτώ δριμείς και αιμάτων πλήρεις αγώνας εποίουν. Ενάτην και κατά δύο ημέρας άπαξ εσθίων. Τα βουνά της Πεντέλης και σπήλαια έγνωσάν με νυκτικόρακα πεινώντα και κλαίοντα, ζητούντα σωθήναι. Δοκιμάζων, εάν δύναμαι να υποφέρω τους πόνους, να φύγω διά μοναχός εις το Άγιον Όρος. Και, αφού καλώς εγυμνάσθην ολίγα έτη, παρεκάλουν τον Κύριον να με συγχωρή, ότι ήσθιον κατά δύο ημέρας, και έλεγον ότι, όταν έλθω εις Άγιον Όρος, θα εσθίω ανά οκτώ, καθώς γράφουν οι Βίοι των Αγίων.
Αφού λοιπόν ήλθα εις το Άγιον Όρος και ζητήσας επιμελώς δεν ηύρα πλέον παρά το άπαξ της ημέρας (να τρώγουν δηλ. οι μοναχοί μίαν φοράν την ημέραν) –όσον διά την τροφήν– ιλιγγιώ να σας ειπώ τα δάκρυα και της ψυχής μου τον πόνον, Τας φωνάς, όπου ραγίζουν τα όρη· ημέραν και νύκτα κλαίων, διατί δεν ευρήκα καθώς διαλαμβάνουν οι Άγιοι το Άγιον Όρος.
Τα σπήλαια ολοκλήρου του Αθωνος με υπεδέχοντο επισκέπτην· βήμα προς βήμα, ωσάν Τας ελάφους όπου ζητούν νοτίδα υδάτων να δροσίσουν την δίψαν τους, εζήτουν να εύρω πνευματικόν να με διδάξη ουράνιον θεωρίαν και πράξιν.
Επιτέλους, κατόπιν δύο ετών πολυμόχθου ερεύνης και κολυμβήθρας δακρύων, απεφάσισα να καθίσω εις ένα απλούν, αγαθόν και άκακον Γεροντάκι μαζί με έναν έτερον αδελφόν…
Προτού δε να καθίσω εις τον Γέροντα είχον συνήθειαν· κάθε απόγευμα δύοτρείς ώρες μέσα εις την έρημον όπου είναι μόνον θηρία εκαθήμην και απαρηγόρητα έκλαιγα, ώσπου εγένετο λάσπη το χώμα από τα δάκρυα· και με το στόμα έλεγα την ευχήν. Δεν εγνώριζα με τον νούν να την λέγω, αλλά παρεκάλουν την Παναγίαν μας και τον Κύριον να με δώσουν την χάριν να λέγω νοερώς την ευχήν, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», καθώς γράφουν εις την Φιλοκαλίαν οι Άγιοι. Καθότι διαβάζοντας εννοούσα ότι κάτι υπάρχει, αλλά εγώ δεν το είχον.
Και μίαν ημέραν με έτυχαν πολλοί πειρασμοί. Και όλην αυτήν την ημέραν εφώναζα με μεγαλύτερον πόνον. Και πλέον το βράδυ, δύοντος του ηλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος από τα δάκρυα. Εκοίταζα την εκκλησίαν, την Μεταμόρφωσιν εις την κορυφήν (εννοεί την κορυφήν του Αθωνος) και παρεκάλουν τον Κύριον μαραμένος και πληγωμένος. Και απ’ εκείθεν μου εφάνη ότι ήλθε μία βιαία πνοή. Και εγέμισεν η ψυχή μου άρρητον ευωδίαν. Και ευθύς ήρχισεν η καρδία μου ωσάν ωρολόγι να λέγη νοερώς την ευχήν. Ηγέρθην λοιπόν πλήρης χάριτος και απείρου χαράς και εμβήκα στο σπήλαιον. Και κύψας την σιαγόνα μου εις το στήθος ήρχισα να λέγω νοερώς την ευχήν.
Και μόλις είπον ολίγας φοράς την ευχήν, ευθύς ηρπάγην εις θεωρίαν. Και ενώ ήμην μέσα στο σπήλαιον –και φραγμένη η θύρα του– ευρέθην έξω στον ουρανόν, εις ένα θαυμάσιον μέρος εν άκρα ειρήνη και γαλήνη ψυχής. Τελειωμένη ανάπαυσις. Τούτο μόνον διενοούμην· –Θεέ μου, ας μην γυρίσω πλέον εις τον κόσμον, εις την πληγωμένην ζωήν, αλλά ας μείνω εδώ, καθώς εις την μεταμόρφωσιν οι μαθηταί. Κατόπιν, αφού με ανέπαυσεν, όσον ο Κύριος ήθελε, τότε ήλθα πάλιν στον εαυτόν μου και ευρέθην μέσα στο σπήλαιον.
Έκτοτε δεν έπαυσε μέσα μου να λέγεται νοερώς η ευχή» [1].
Τα ανωτέρω, της δι’ ιδίων λόγων ρωμαλέας σκιαγραφίας του βίου του έλαβον χώραν εις την πέριξ της Σπηλιάς του Αγίου Αθανασίου ησυχαστικήν Λαυρεωτικήν περιοχήν της Βίγλας. Οπότε ευθύς, μετά την δωρεάν της ευχής, εισέρχεται εις το στάδιον να παλαίση και, χάριτι Χριστού, να νικήση ο ένσαρκος τους ασάρκους, ο ενσώματος τους ασωμάτους.
Ιδού και μία άλλη φοβερά περιγραφή του:
«Μίαν νύκτα, όπως ηυχόμην, ήλθον πάλιν εις θεωρίαν και ηρπάγη ο νους μου εις ένα κάμπον. Και ήσαν κατά τάξιν –κατά σειράν– μοναχοί συνταγμένοι εις μάχην. Και ένας υψηλός στρατηγός ήλθε πλησίον μου και μου λέγει: Θέλεις, μου λέγει, να εισέλθης να πολεμήσης εις την πρώτην γραμμήν; Και εγώ τον απάντησα ότι σφόδρα επιθυμώ να μονομαχήσω με τους αντίκρυ Αιθίοπας· όπου ήσαν κατέναντι ωρυόμενοι και πνέοντες πύρ ως άγριοι σκύλοι, όπου μόνον η θεωρία τους σου επροξένει τον φόβον. Αλλ’ εις εμένα δεν ήτο φόβος· διότι είχον τοσαύτην μανίαν, όπου με τα δόντια μου να τους σκίσω. Είναι δε αληθές ότι και ως κοσμικός ήμην τοιαύτης ανδρείας ψυχής. (Δεν έχομεν καιρόν να παραθέσωμεν άλλα παραδείγματα της ανδρείας του). Τότε λοιπόν με χωρίζει ο στρατηγός από Τας γραμμάς όπου ήτον η πληθύς των πατέρων. Και αφού διήλθομεν τρεις ή τέσσαρας γραμμάς συνταγματικώς με έφερεν εις την πρώτην γραμμήν, όπου ήσαν ένας ή δύο ακόμη κατά πρόσωπον των αγρίων δαιμόνων. Όπου αυτοί ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν και εγώ έπνεον εναντίον τους πύρ και μανίαν. Κακείθεν με άφησεν ο στρατηγός ειπών ότι· εί τις επιθυμεί να πολεμήση ανδρείως με αυτούς, εγώ δεν τον εμποδίζω, αλλά βοηθώ. Και ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου. Και διελογιζόμην· άραγε τί πόλεμος θα είναι αυτός;» [2].
Αόρατος πόλεμος εφ’ όρου ζωής. Ασυνήθων διαστάσεων κατάστασις διά τους αγνοούντας τα βαθύτερα της ασκητικής βιοτής και πάλης. Είναι ο αειπόλεμος των ευγενών τέκνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Μίας και Αγίας και αληθινής. Ο διαχρονικώς παρατεινόμενος πόλεμος από συστάσεως αυτής έως της του κόσμου συντελείας. Η αειθαλής ζωηφόρος, φωτοφόρος Παράδοσις της καθ’ ημάς Ορθοδόξου Ανατολής. «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς ορατώς και αοράτως διώξουσιν» [3]. «Αλλά θαρσείτε, εγώ χάριν υμών νενίκηκα τον κόσμον» [4]. Εις τους βίους των Αγίων όλα τα παλαιά γίνονται νέα και όλα τα νέα ευρίσκονται ριζωμένα εις τα παλαιά.
Εκ της περιοχής της Βίγλας έρχεται εις το κελλίον Ευαγγελισμός, κάτωθεν των Δανιηλαίων εις Κατουνάκια, όπου «συμφωνηταί» γενόμενοι μετά του πατρός Αρσενίου διέμειναν εκεί. Είχεν ακόμη το κοσμικόν του όνομα. Έως ότου μίαν νύκτα εις την σπηλιάν του αγίου Αθανασίου, ενδυθείς το άγιον Σχήμα της περιβολής των αγγέλων, έλαβε το μοναχικόν του όνομα Ιωσήφ.
Μετά ενάμισυ έτος παραμονής εκεί εις την σπηλιάν του Ευαγγελισμού ανεβαίνουν προς τον Άγιον Βασίλειον. Τίνος ένεκεν; Όσοι ανοίγουν επισήμως διά προσευχής αδιαλείπτου διάλογον με τον εν Τριάδι άγιον και φοβερόν Θεόν της αγάπης, αυτοί εις το εξής ούτε πολλοίς αρέσκουσι ούτε πολλοίς αρέσκονται. Ανέρχονται εις την υψηλοτέραν ασκητικήν στάθμην της αγιορειτικής ερήμου ο Γέρων Ιωσήφ, ο Γέρων Αρσένιος και το ευλαβές γεροντάκι του Ευαγγελισμού ονόματι Εφραίμ. Κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν που ηκολούθησε κατέβη ο ΓεροΕφραίμ κάτω εις τις αλυκές, εις την θάλασσαν, δι’ άσκησιν, αλλά προ του τέλους της Τεσσαρακοστής ετελειώθη ευλαβώς εν Κυρίω. Μάλιστα κατά την προηγουμένην ήκουσε φωνήν προφέρουσαν το όνομά του: «Γέρων Εφραίμ! Γέρων Εφραίμ»! Και το ερμήνευσεν εν απλότητι καρδίας ως παιδίον: «Να ξεύρης Ιωσήφ ήταν ο φύλαξ Αγγελός μου και με προσκαλεί». Και όντως την επομένην ειρηνικώς εκοιμήθη.
Έμειναν οι δύο συνασκηταί Ιωσήφ και Αρσένιος ελεύθεροι πλέον διά τον ποθούμενον της ησυχίας αγώνα και ανεωγμένον το στάδιον. Με την συναίσθησιν, κατά Παύλον, ότι ο αγωνοθέτης Χριστός με την Χάριν Του συνεργεί και «ότι θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω και αγγέλοις και ανθρώποις» ’[5].
Επί μίαν οκταετίαν περίπου περιέρχονται τα σπήλαια και τις ησυχαστικές περιοχές του Αθωνος αναζητούντες γέροντες παλαιούς, ευλαβείς ασκητάς να τους διδάξουν και μεταδώσουν ουράνιον θεωρίαν και πράξιν. Τον χειμώνα κάπως συμμαζεύονται εξ ανάγκης εις τα μικροκελλία των, αλλά από του Πάσχα και εξής, το Θέρος και Φθινόπωρον έως τα χιόνια, περιφέρονται φερέοικοι από τόπου εις τόπον. Ξυπόλητοι, ρακένδυτοι, λιώνοντες χιόνι αντί για νερό τον χειμώνα να πιούν· μετανίζοντες, κάμνοντες δηλαδή μετάνοιες, όλην την νύκτα περί την φωτιάν, όπου ήναπτον διά να μή παγώσουν από το ψύχος, εάν επί πολύ έμεναν ακίνητοι. Όταν υπήρχε λόγος να οδοιπορήσουν προς τις Καρυές, το κέντρον δηλαδή του Αγίου Όρους, και να γυρίσουν, εσυμφωνούσαν από κοινού να μεταβούν και να επιστρέψουν χωρίς ενδιαμέσως τίποτε να φάγουν ή να πιούν. Και ήτο η διαδρομή αυτή· από Άγιον Βασίλειον, με το μονοπάτι προς Άγιον Παύλον, ο ανήφορος, η κορυφογραμμή, Καρυές και πάλιν οπίσω. Και δεν ησθάνοντο διόλου πείναν ή δίψαν. Κάτι όντως θαυμαστόν και ανθρωπίνως ανεξήγητον, υπό την έννοιαν της λειτουργίας των φυσικών νόμων. Αλλ’ όπου διά της χάριτός Του ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, εκεί και υπέρ φύσιν τα πράγματα γίνονται. Κοινωνούν τρις ή τετράκις της εβδομάδος, λειτουργικώς αρχήθεν εκ των Αναναίων της Αγίας Αννης εξυπηρετούμενοι, ακολούθως δε υπό του αειμνήστου παπαΕφραίμ του Κατουνακιώτου.
Εις τον Άγιον Βασίλειον παρέμειναν δεκαεπτά συναπτά έτη. Το 1939 εξηντλημένοι, ταλαιπωρημένοι, αλλά πνευματικώς συνεχώς ανανεούμενοι, κατεβαίνουν εις την απόμερον περιοχήν της Μικράς Αγίας Αννης, όπου παραμένουν επίσης κραταιώς τω σώματι και νηφόντως τω πνεύματι ασκούμενοι. Εκεί προστίθενται εις την Συνοδείαν και νεώτεροι, πλην του π. Αθανασίου, αυταδέλφου του Γέροντος Ιωσήφ, ο οποίος είχεν ήδη έλθει εις τον Άγιον Βασίλειον. Ο Πνευματικός ποδηγέτης της νύν εν Βατοπαιδίω γεραράς Αδελφότητος Γέρων Ιωσήφ ο Κύπριος, πολιός και σεβάσμιος. Ο εν Αμερική τον δίαυλον της ασκήσεως διεκπεραιών Προηγούμενος της Φιλοθέου Γέρων Εφραίμ, μεταφυτεύσας ευδοκίμως εκεί τον αγιορειτικόν μοναχισμόν. Ο της σεβασμίας του Διονυσίου Μονής χρηματίσας νηπτικός Ηγούμενος π. Χαράλαμπος, ανεψιός του Γέροντος Αρσενίου, θαυμαστού συνασκητού του Γέροντος Ιωσήφ.
Το 1951, αποκαμωμένοι εκ των κόπων, των από θαλάσσης επί των ώμων φορτίων, κατέρχονται εκ της Μικράς Αγίας Αννης εις τις σπηλίτσες της Νέας Σκήτης. Καθώς έκτιζαν εκεί τα καλυβάκια των, οι δαίμονες εμφανώς εκ του πύργου τους εφοβέριζαν, αξιούντες να παραιτηθούν εκ της προσπαθείας των, ως ανεπιθύμητοι εις τον τόπον. Θορυβηθέντες οι νεώτεροι το ανέφεραν έντρομοι εις τον Γέροντα Ιωσήφ. Ατάραχος εκείνος τους λέγει: «Την δουλειά σας εσείς· μή δίδετε καμμίαν σημασίαν». Έμπειρος πολέμαρχος. Πνευματικός στρατηγός άριστος. Είχεν ιδεί, είχεν ακούσει, είχε περάσει τόσα και τόσα. Εις την Μικράν Αγίαν Αννα στήθος προς στήθος είχεν αντιπαραταχθή προς τους ασάρκους, προκειμένου να καθαρίση την εκεί περιοχήν εκ της δυσμενούς αυτών επηρείας. Εις δε τον Άγιον Βασίλειον κατά τις νύκτες προς αυτούς τους αΰλους υλικώς αντιμαχόμενος έσπαγε τους γρόνθους του στα ντουβάρια. Όμως όλα αυτά, συν Θεώ, πλέον επέρασαν θαυμασίως και διά πάντα. Ήδη δι’ εκείνον αυγάζει το φως της ανεσπέρου ημέρας. Την 15ην Αυγούστου σωτηρίου έτους 1959, κατόπιν προμηνύματος της Παναγίας, κοιμάται τον ύπνον τον υστερινόν, τον οσιακόν, τον αναστάσιμον.
Όταν ερωτήσαμεν τον αυτάδελφόν του Γέροντα Αθανάσιον, κατά ένδεκα έτη, ως ελέχθη, νεώτερον εκείνου να μας διαγράψη κάπως τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, και ποίος εκ των πατέρων της Μονής μας κατά κάποιον τρόπον του ομοιάζει, μας είπε: «Ωσάν τον πατέρα Μάρκελλον περίπου», τον τότε Φιλοθεΐτην, νύν Καρακαλλινόν, και ενταύθα σεβαστόν σύνεδρον [6] .
Μετρίου αναστήματος σωματικώς, αλλ’ υπερέχων ως κάποιου αιθεροβάμονος όρους κορυφή, ευγενώς προκαλούσα εις ανάτασιν τους φιλοξενουμένους εις την γήν και γήϊνα μή φρονούντας. Παράστημα και βάδισμα ηγεμονικόν. Ωμίλει απλά, ήρεμα, πειστικά, σαγηνευτικά, με μεγάλην ευχέρειαν λόγου· όχι ως στοχαστής, αλλά ως μύστης των ουρανίων. Ο λόγος του ήτο συνάμα κατανυκτικός και ανυψωτικός. Ήθελες συνεχώς να τον ακούς.
Απεδείχθη γέφυρα μεταξύ των προγενεστέρων πατέρων και των εις ημάς συγχρόνων ασκητών, γενόμενος «παππούς», ως λέγει, τεκνίων πολλών. Είθε να έχωμεν την ευχήν του!
1. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, Επιστολή 37, Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος 6200, σ. 219-222.
2. Ό.π., Επιστολή 37, σ. 222-223.
3. Βλ. Ιω. 15,20.
4. Βλ. Ιω. 16,33.
5. Α΄ Κορ. 4,9.
6. π. Μάρκελλος εκοιμήθη εν Κυρίω την 29ην Αυγούστου 2006 μετά από πολύμηνη δοκιμασία εκ της ασθενείας του καρκίνου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ: Πρόκειται για εισήγηση, η οποία βρίσκεται στα Πρακτικά των Διορθοδόξων Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, τα οποία πραγματοποιήθηκαν προς τιμή του μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. (βλέπε σχετικά εδώ)
https://www.pemptousia.gr
Η ανωτέρω ομιλία του Γέροντα Λουκά Φιλοθεΐτη με ήχο:
Ομιλία του Γέροντα Λουκά Φιλοθεΐτη, στο συνέδριο «Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Άγιον Όρος. Φιλοκαλική Εμπειρία», που πραγματοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 22-24 Οκτωβρίου 2004 στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου