«Διδάσκαλον τοῦ Γένους» τόν ὀνομάζει ὁ Κωνσταντίνος Σάθας, «ἐπίσημον ἐπί παιδείᾳ ἑλληνικῇ καί ἐκκλησιαστικῇ» τόν χαρακτηρίζει ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων[38], «φιλοπονώτατον, πολυμαθέστατον καί προκομμένον» τόν θεωρεῖ ὁ λόγιος μοναχός Καισάριος Δαπόντες[39]. Ὡς «σοφόν καί εὐκλεῶς σχολαρχήσαντα τῆς ἐν Βουκουρεστίῳ σχολῆς» τόν ἀξιολογεῖ ὁ Φίλιππος Ἰωάννου, νεκρολογῶντας τό μαθητή τοῦ Νεοφύτου, Γρηγόριο Κωνσταντᾶ[40], ἐνῶ ὁ κορυφαῖος ξένος ἑλληνιστής Βόλφ, ἀναφερόμενος στόὙπόμνημα πού ἔγραψε ὁ Νεόφυτος στό Δ΄ βιβλίο τῆς γραμματικῆς τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ, θεωρεῖ ὅτι «δι’ αὐτοῦ διέλαμψε ὁ συντάκτης του ἐπί διακεκριμένῃ ἰδιοφυΐᾳ»[41], ἐνῶ ὁ ἴδιος τόν χαρακτηρίζει
ὡς «ἕναν ἀπό τούς τελευταίους πού ἔχουν βαθειά γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας»[42]. Ὡς τόν πρῶτο πού δίδαξε στό Ἅγιον Ὄρος μαθήματα ἐπί ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου καί ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους λογίους τοῦ τόπου, τόν περιγράφει ὁ ἔγκριτος πατρολόγος Π. Χρήστου[43].
ὡς «ἕναν ἀπό τούς τελευταίους πού ἔχουν βαθειά γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας»[42]. Ὡς τόν πρῶτο πού δίδαξε στό Ἅγιον Ὄρος μαθήματα ἐπί ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου καί ἕναν ἀπό τούς σπουδαιότερους λογίους τοῦ τόπου, τόν περιγράφει ὁ ἔγκριτος πατρολόγος Π. Χρήστου[43].
Ὁ Νεόφυτος γεννήθηκε τό πιθανότερο στήν ἑνετοκρατούμενη τήν ἐποχή ἐκείνη[44] Πάτρα[45] περί τό ἔτος 1696, ἀπό ἐκχριστιανισμένους Ἑβραίους ἤ τό πιθανότερο, ἀπό ἐξελληνισμένους ἑβραϊκῆς καταγωγῆς χριστιανούς γονεῖς, γι’ αὐτό καί φέρει ἐπίσης καί τήν προσωνυμία ‘‘ὁ ἐξ Ἑβραίων’’. Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ πηγές μιλοῦν γιά ἀνθούσα οἰκονομικά καί πληθυσμιακὰ ἑβραϊκὴ παροικία στὴν πόλη αὐτή[46].
Φοίτησε στίς σπουδαιότερες γιά τήν ἐποχὴ Σχολές, ὅπως ἡ Πατριαρχική Ἀκαδημία Κωνσταντινουπόλεως[47] σέ ἐποχή πού ἐντοπίζεται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1702-1749[48] , στήν Πατμιάδα Σχολή, ὑπό τόν διδάσκαλο Γεράσιμο Βυζάντιο (†1740)[49], διάδοχο τοῦ ὁσίου Μακαρίου Καλογερᾶ, καί τόν Βασίλειο Κουταληνό. Ὁ Νεόφυτος στήν Πάτμο βρίσκεται τουλάχιστον ἀπό τό 1739, βάσει ἰδιόγραφης σημείωσής του στόν κώδ. 2126 Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος. Παρέμεινε στό ἱερό νησί μέχρι τό 1742, ἀπουσίασε κατά τό 1743 καί ἐπανῆλθε τό 1744. Σπούδασε ἐπίσης στά Ἰωάννινα, στή Σχολή πού διηύθυνε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης (1716-1806)[50] ἐνῶ κατ’ ἄλλους, σπούδασε καί στή Βλαχία[51].
Ὁ Νεόφυτος φέρεται ὅτι ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος λίγο μετά τό 1723[52] καί ἀφοῦ, τό πιθανότερο, εἶχε ὁλοκληρώσει τίς σπουδές του στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐγκαταβίωσε στήν ἀσκητική Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων[53]. Δέν ὑπάρχουν πληροφορίες ἄν ἔφθασε ἐδῶ ὄντας ἤδη μοναχός ἤ ἱεροδιάκονος ἤ ὅτι ἐκάρη μοναχός ἤ ἀκόμη ὅτι χειροτονήθηκε διάκονος στή σκήτη αὐτή. Τό δεύτερο ὅμως βάσιμα μποροῦμε νά τό θεωροῦμε ὡς τό πιθανότερο καθώς ἡ προσωνυμία ‘‘Καυσοκαλυβίτης’’ πού ἀναφέρεται -κατά τήν ἁγιορειτική τάξη- στόν τόπο ἀσκήσεως, θά τόν συνοδεύει ἔκτοτε γιά πάντα. Ἄν καί ὄντας στά Καυσοκαλύβια, ἐκλήθη τόν Δεκέμβριο τοῦ 1749 νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τῆς «Βατοπεδινῆς σχολῆς», ἐν τούτοις θά πρέπει νά βρισκόταν στή σκήτη πολύ νωρίτερα, ἀφοῦ ἡ ἐπιλογή του γιά τήν παραπάνω σημαντική θέση προϋποθέτει τήν ἀπό ἐτῶν γνωστή καί ἀποδεκτή λογιοσύνη του ἀπό τήν ἁγιορειτική κοινότητα. Τήν ἐποχή πάντως πού ὁ Νεόφυτος ἔφθασε στά Καυσοκαλύβια, ζοῦσε ἀκόμη ἤ θά πρέπει νά εἶχε λίγα χρόνια κοιμηθεῖ ὁ ἱδρυτής τῆς σκήτης ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης († 12 Ἀπρ. 1730) καί ὁπωσδήποτε ὁ λόγιος διάδοχός του καί βιογράφος του παπᾶ Ἰωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης († 1765). Ἡ σκήτη βρισκόταν στά πρῶτα στάδια τῆς ὀργάνωσής της καί ἤδη εἶχε παρουσιαστεῖ ἀξιοσημείωτη προσέλευση νέων μοναχῶν σ’ αὐτήν, ἐλκυομένων κυρίως ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Ἀκακίου.
Στά Καυσοκαλύβια, στό περιθώριο τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, ὁ Νεόφυτος βοηθοῦσε τούς νεώτερους μοναχούς, διδάσκοντάς τους τή Γραμματική. Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι ἀνάμεσα στούς μαθητές του ἦταν καί ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος Πάριος († 1813)[54]καί ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ Χῖος († 1821)[55].
Ὅπως προαναφέραμε, στά 1749 μέ πρωτοβουλία τοῦ βατοπαιδινοῦ ἱερομονάχου Μελετίου ἀλλά καί τήν συμβολή τοῦ ἴδιου τοῦ Νεοφύτου τοῦ «ἀναμφιβόλως συνεργήσαντος εἰς τήν πρώτην αὐτῆς ἵδρυσιν» σύμφωνα μέ τόν Σάθα[56], ἀναλήφθηκε τό ἐγχείρημα τῆς ἵδρυσης σχολῆς στόν χῶρο τῆς μονῆς Βατοπαιδίου καί ὑπό τήν εὐθύνη αὐτῆς, ὑπό τήν σχολαρχία τοῦ -νέου τότε στήν ἡλικία– Νεοφύτου. Τό ἐγχείρημα στάθηκε δύσκολο καί γιά τόν ἴδιο τό Νεόφυτο πού τό 1750 γράφει γιά τή Σχολή σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο: «Ἐμέ δέ ἴσθι τῆς ἐν Βατοπεδίῳ ἀδολεσχίας, οὐ γάρ ἄν εἴποιμι Σχολῆς, κατά ἀγαπητικήν τῶν δοκούντων φιλεῖν τυραννίδα ἄκοντα προϊστάμενον»[57].
Στή θέση τοῦ Σχολάρχη ὁ Νεόφυτος παρέμεινε ἐπί τετραετία περίπου (1749-1753). Τό ἔτος 1750, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ ἐξέδωσε σιγγίλιο μέ τό ὁποῖο θέσπιζε τήν σύσταση, κανόνιζε τή λειτουργία καί προέβλεπε τή συντήρηση τῆς ‘‘Βατοπαιδινῆς σχολῆς’’[58]. Ἡ σχολή μεταφέρθηκε σέ νέο εὐμεγέθες κτίριο, πού κτίστηκε γιά τό σκοπό αὐτό σέ λόφο ἀπέναντι ἀπό τή μονή Βατοπαιδίου. Ἡ σχολαρχία τοῦ Νεοφύτου ὅμως δέν φαίνεται ὅτι εὐδοκίμησε, γιά λόγους, τό πιθανότερο, γενικότερων δυσκολιῶν[59] πού ὅπως εἶναι φυσικό συνόδευσαν τήν ἀρχή ἑνός τόσο πολυσήμαστου μά καί πρωτόγνωρου γιά τά ἁγιορειτικά δεδομένα ἐγχειρήματος ἤ κατ’ ἄλλους διότι ὁ Νεόφυτος φάνηκε ἐπαρκής μέν στά περί Γραμματικῆς μαθήματα, ἀνεπαρκής δέ στή φιλοσοφία καί τή θεολογία, μέ ἀποτέλεσμα νά μή γίνει εὐχαρίστως δεκτός ἀπό τούς σπουδαστές[60]. Τελικά οἱ Βατοπαιδινοί πατέρες ἀναζήτησαν νέο διευθυντή γιά τή σχολή τους. Ἔτσι κάλεσαν ἀπό τή Κοζάνη ὅπου δίδασκε, τόν Εὐγένιο Βούλγαρη (1716-1806), μετέπειτα μητροπολίτη Χερσῶνος. .
Ἡ φήμη τοῦ Βούλγαρη, τό πρόγραμμα διδασκαλίας τῆς σχολῆς, ἀλλά καί οἱ καλύτερες κτιριακές καί οἰκονομικές συνθῆκες, προσείλκυσαν πολλούς σπουδαστές. Ἔτσι ἀπό 20 περίπου πού ἦσαν ἐπί Νεοφύτου, ἔφθασαν μετά πενταετία τούς 200[61]. Στή σχολή, πού ἀπό τό 1753 μετωνομάσθηκε σέ ‘‘Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία’’, παρέμεινε ὁ Νεόφυτος, διδάσκων τή Γραμματική[62]. Τέλος, περί τό 1756, ὁ Νεόφυτος ἐγκαταλείπει τή θέση του στήν Ἀθωνιάδα προτιμῶντας τήν ἡσυχία τῆς καυσοκαλυβιτικῆς ἐρήμου[63]. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει στά 1756 ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης σέ μιά του ἐπιστολή πρός τόν εὑρισκόμενο στήν Κωνσταντινούπολη ἱεροδιάκονο Κυπριανό τό διδάσκαλο [τόν μετέπειτα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας (1766-1783)] παροτρύνοντάς τον νά ἀναλάβει στή θέση τοῦ παραιτηθέντος Νεοφύτου, τή διδασκαλία τῶν ‘‘Γραμματικῶν μαθημάτων’’:
«...ὁ κύρ Νεόφυτος, παλαιόν σοι καί ἔωλον τό ἄκουσμα, ὅτι ἠθέτησε τήν ὑπόσχεσίν του· καί ἐπιχειρισθείς ψυχρῶς ἡμίσει προσκορής γενόμενος ἀνεχώρησε καί προκρίνει τό νά λατομῇ εἰς τό Καυσοκαλύβιον ὁμαλίζων τήν τραχεῖαν καί ἀπόκροτον κέλλαν του, παρά νά κοπιάζῃ εἰς τό Σχολεῖον τι, καί οὕτως ἐκ τῶν λίθων τούτων τεκνώςῃ τῷ Ἀβραάμ τέκνα...»[64].
Ἔτσι ὁ Νεόφυτος «ἀνταλλάξας τήν περίπυστον Ἀθωνιάδα Ἀκαδημίαν ἀντί τῆς ταπεινῆς ἐνταῦθα καλύβης»[65], ἐπανῆλθε στήν πλέον ἀπομακρυσμένη μοναστική κοινότητα τοῦ Ἄθω, ἀσχολούμενος στό περιθώριο τῶν μοναχικῶν του ἀσχολιῶν, μέ τή μελέτη καί συγγραφή ἔργων ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα ἔχουν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας συμβάλλοντας στήν πνευματική ἀφύπνιση τοῦ δοῦλου ἑλληνικοῦ γένους τῆς ἐποχῆς του, ἐνῶ ἄλλα παραμένουν ἀκόμη ἀνέκδοτα. Στήν δυτική πλευρά τῆς σκήτης σώζονται τά ἐρείπια τοῦ ἀσκητηρίου στό, ὁποῖο κατά τήν προφορική παράδοση τῆς σκήτης, ἀσκεῖτο ὁ ἱεροδιάκονος Νεόφυτος.
Κλείνοντας ἐδῶ τήν παρούσα ἑνότητα, θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε τίς πολυσήμαντες θετικές ἐπιδράσεις πού εἶχε ἡ ἵδρυση τῆς Ἀθωνιάδος, στήν ἵδρυση καί πρωτολειτουργία τῆς ὁποίας, ὅπως προαναφέραμε, συνέβαλε καθοριστικά ὁ Νεόφυτος ὁ Πελοποννήσιος.
Καί μόνο στό ἄκουσμα ὅτι ἄνοιξε ἡ σχολή στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ μετέπειτα ἱερομάρτυς καί ἐθνομάρτυς ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), ἐγκατέλειψε τό διδασκαλικό του ἔργο καί ἔσπευσε στό Ὄρος, γιά νά παρακολουθήσει τίς ἐμπνευσμένες διδαχές τῶν καθηγητῶν τῆς Ἀθωνιάδος πού ἄναψαν μέσα του τέτοια φλόγα ὥστε νά μή μπορεῖ πλέον νά περιοριστεῖ στούς τοίχους ἑνός σχολείου ἤ στόν περίβολο ἑνός μοναστηριοῦ. Κατέστησε πεδίο δράσης ὅλη τήν δούλη ἑλληνική γῆ μέ τά γνωστά θαυμαστά ἀποτελέσματα γιά τήν ἀφύπνιση τοῦ γένους[66].
Ἕνας ἄλλος, ἀπό τούς θετικούς ἀντίκτυπους τῆς ἱδρύσεως τῆς Σχολῆς ἦταν ἡ γενική ἀναζωπύρωση τῶν γραμμάτων στόν Ἄθωνα, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἵδρυση τυπογραφείου σ’ αὐτόν. Τό τυπογραφεῖο, πού ἦταν καί τό πρῶτο πού δημιουργήθηκε στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἱδρύθηκε στή Μεγίστη Λαύρα μέ πρωτοβουλία τοῦ ἐπίσης Πελοποννησίου Κοσμᾶ τοῦ ἐξ Ἐπιδαύρου τοῦ Λαυριώτου, καί τό πρῶτο -ἀλλά καί μοναδικό καθώς φαίνεται βιβλίο– πού τυπώθηκε στά 1759, ἦταν τό ἔργο τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, Ἐκλογή τοῦ Ψαλτηρίου παντός[67].
Οἱ ἀνά τούς αἰώνας θεολογικές ἔριδες δέ σημαίνουν πνευματική παρακμή καί κατάπτωση, ἀφοῦ συνήθως εἶναι προϊόντα ἀκμῆς καί ζωτικότητος. Τέτοια περίπτωση παρουσιάστηκε στό Ἅγιον Ὄρος, τό δεύτερο μισό τοῦ 18ου αἰῶνα, ἡ λεγόμενη ‘‘ἔρις περί τῶν μνημοσύνων’’, στήν ὁποία, κατά τήν πρώτη φάση ἐκδηλώσεώς της, ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης εἶχε μεγάλη καί βαρύνουσα συμμετοχή, ἀφοῦ ὑπῆρξε κορυφαῖος πρωταγωνιστής καί πρῶτος θεωρητικός ἐκφραστής τῆς πλευρᾶς τῶν ἱερῶν ‘‘Κολλυβάδων’’[68]. Ἄλλωστε, ἀπό τόν πολέμιο τῶν Κολλυβάδων, Προηγούμενο Θεοδώρητο Λαυριώτη, ὁ Νεόφυτος χαρακτηρίστηκε ‘‘ἀρχηγός’’ τοῦ κινήματος[69].
Γιά τήν ἔριδα αὐτή ἔχουν γραφεῖ ἀρκούντως ἀρκετά, χωρίς ὅμως νά ἔχουν ἀναλυθεῖ σέ βάθος τόσο τά βαθύτερα αἴτια πού τήν προκάλεσαν ὅσο καί οἱ εὐρύτερες συνέπειές της στό σύνολο ὀρθόδοξο χῶρο[70]. Ἀφορμή στάθηκε ὅταν, περί τό ἔτος 1754, πατέρες τῆς σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀποφάσισαν –γιά εὔλογους βιοποριστικῆς φύσεως λόγους- νά τελοῦν τά μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων, πού κατά τήν παράδοση τελοῦνταν τό Σάββατο, καί κατά τήν Κυριακή· μία κατεξοχήν ἀναστάσιμη καί χαρμόσυνη ἡμέρα[71]. Μία μερίδα μοναχῶν, ὑπό τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, διδάσκοντα τότε στήν Ἀθωνιάδα, ἀπέρριψαν αὐτή τή διευθέτηση, διότι τήν θεώρησαν σάν μία ἀπόπειρα προσαρμογῆς τοῦ μοναχισμοῦ πρός τίς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου καί στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ σκητιωτικοῦ κυρίως βίου[72]. Στό πλευρό τοῦ Νεοφύτου, εἴτε στή πρώτη φάση τῆς διαμάχης εἴτε στή ἐπακόλουθη, συντάχθηκαν οἱ διδάσκαλοι ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (1725-1805), ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, (1731-1805), Χριστοφόρος Προδρομίτης, οἱ ἱερομόναχοι Ἀγάπιος Κύπριος, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παρθένιος ὁ ἐξ Ἀγράφων ὁ Σκοῦρτος, Παΐσιος ὁ καλλιγράφος κ.ἄ. Ὁ τελευταῖος μάλιστα μέ ἀντίγραφα χειρογράφων διέδωσε εὐρύτατα τίς ἀπόψεις τοῦ Νεοφύτου[73].
Δέν πρέπει ἴσως νά θεωρεῖται τυχαῖο ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἔριδας συνέπεσε μέ τήν περίοδο τῆς λειτουργίας τῆς Ἀθωνιάδος, μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Νεοφύτου ἀπό τή σχολαρχία, καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό τόν εὐρωπαιοσπουδασμένο θεολόγο καί φιλόσοφο Εὐγένιο Βούλγαρη[74].
Στά 1760 κι ἐνῶ ἡ ἔριδα περί τῶν μνημοσύνων βρισκόταν σέ ἔξαρση, ὁ Νεόφυτος εἴτε λόγω τῆς ὀξύτητος πού ἐπικρατοῦσε, εἴτε γιά νά ἀποφύγει ἀρνητικές συνέπειες πού διαφαίνονταν ὅτι θά εἶχαν οἱ Κολλυβᾶδες εἴτε πειθαρχῶντας σέ ἐντολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[75] - ἀναχώρησε ἀπό τόν Ἄθω καί κατέφυγε στή Χίο ὅπου καί ἀνέλαβε τή σχολαρχία τῆς ἐκεῖ Σχολῆς μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 1763[76], ὁπότε ἀναχώρησε γιά τήν Ἀδριανούπολη ὅπου συνέχισε ἐπί τετραετία τό διδακτικό του ἔργο[77]. Τό 1767 εὑρικόμενος στήν Ἀδριανούπολη ζητάει μέ ἐπιστολή του ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἐφραίμ συστατικά γράμματα, προκειμένου νά μεταβεῖ στό ἐξωτερικό γιά νά φροντίσει γιά τήν ἔκδοση τοῦ Ὑπομνήματος στή Γραμματική τοῦ Θ. Γαζῆ[78].
Στή συνέχεια καί λόγω τοῦ Ρωσοτουρκικοῦ πολέμου (1768) ἤ λίγο νωρίτερα, τό 1767[79], ἐγκαταστάθηκε στίς παραδουνάβιες ἡγεμονίες κυρίως τῆς Βλαχίας, τῆς Μολδαβίας (Ἰάσιο), καί τῆς Τρανσυλβανίας (κυρίως στό Μπρασόβ, περιστασιακῶς γιά τήν τριετία 1770-1773).
Στό Βουκουρέστι, τό 1768, ἐξέδωσε μέ προσωπική του ἐπιστασία[80]τό μνημειῶδες ἐκ 1298 σελίδων[81] ἔργο του «Θεοδώρου γραμματικῆς εἰσαγωγῆς τῶν εἰς τέσσαρα εἰς τό τέταρτον, Ὑπόμνημα» πού εἶναι ἕνα Ὑπόμνημα στό τέταρτο βιβλίο τῆς Γραμματικῆς τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ[82]. Μέ τό ἔργο αὐτό[83] γιά τή σύνταξη τοῦ ὁποίου δαπάνησε εἴκοσι περίπου χρόνια[84], ὁ Νεόφυτος ἔγινε γνωστός καί στήν Εὐρώπη ὥστε ἀπό τό διάσημο ἐρευνητή Villoison νά ἀποκληθεῖ, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή ‘‘recentium graecorum in grammatica facile princeps’’[85].
Ἡ κύρια προσφορά του στήν παιδεία τοῦ ὑπόδουλου γένους τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξε ἀναμφίβολα ἡ μέθοδος διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν τήν ὁποία πρῶτος αὐτός εἰσήγαγε μέ τή Γραμματική του αὐτή. Ἡ μέθοδος αὐτή συνίσταται ἀπό τήν μονολεκτική ἑρμηνεία τοῦ κειμένου, ἀντί τῆς τότε ἐπικρατούσας μεθόδου τῆς ‘‘ψυχαγωγίας’’ ὅπως λεγόταν, τῆς ἀναγραφῆς δηλαδή ἀπό τό μαθητή γιά κάθε λέξη τοῦ ἀρχαίου κειμένου ὅλων τῶν συνωνύμων της, τίς ὁποῖες καί μάθαινε[86]. Σύμφωνα μέ τό Νεόφυτο, ἀρκοῦσε μία καί μόνη λέξη προκειμένου νά ἀποδοθεῖ τό νόημα. Μ’ αὐτήν ἐπιχειρεῖτο ὁ σπουδαστής νά οἰκειοποιηθεῖ κατά τό δοκοῦν τό πνεῦμα τοῦ κειμένου καί νά μήν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ αὐτό[87]. Παρ’ ὅλους ὅμως τούς ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐπαίνους, τό ἔργο ἐπικρίθηκε, ἐκτός ἀπό τόν Κοραῆ[88] καί ἀπό τόν διδάσκαλο τοῦ Νεοφύτου, Εὐγένιο Βούλγαρη ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὀγκώδεις περί αὐτοῦ ‘‘κριτικάς ἐπιστάσεις’’[89].
Στή συνέχεια καί προκειμένου νά ἔλθει ὁ ἀναγνώστης λίγο σέ ἐπαφή μέ τή γλώσσα τοῦ Νοεφύτου, παραθέτουμε τό παρακάτω λῆμμα ἀπό τή Γραμματική τοῦ Νεοφύτου:
«Ὁ δὲ ἀσύνδετος λόγος σχῆμά ἐστι γοργότητος καὶ θυμῷ καὶ ἀγωνίᾳ πρέπον, καὶ ἤθους ἀρχοντικοῦ· φορὰν γὰρ καὶ συγκίνησιν ἐμφαίνει ψυχῆς κατὰ τὸν Λογγῖνον Διονύσιον, ἥτις, ἐὰν τοῖς συνδέσμοις ἡ φράσις ἐξομαλισθῇ, εἰς λειότητά τε ἐκπίπτει καὶ εὐθὺς ἔσβεσται· ὥσπερ γάρ εἰ τις συνδήσειε τῶν θεόντων τὰ σώματα, τὴν φορὰν αὐτῶν ἀφήρηται, οὕτω καὶ τὸ πάθος ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον ἀγανακτεῖ· τὴν γὰρ ἐλευθερίαν ἀπόλλυσι τοῦ δρόμου».[90]
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1770-1773 βρίσκουμε τό Νεόφυτο στήν πόλη Μπρασόβ[91] τῆς Τρανσυλβανίας, ὅπου τό 1772 συγγράφει τό περίφημο ἔργο του «Περί τῆς συχνῆς Μεταλήψεως. Περί τοῦ δεῖν τούς πιστούς συχνῶς τῶν θείων κοινωνεῖν μυστηρίων καί πρός τούς διά δῆθεν εὐλάβειαν ἀποστρεφομένους ἐν τῇ θείᾳ συνάξει τήν τῶν μυστηρίων μετάληψιν»[92]. Τό ἔργο κυκλοφορήθηκε ἀνωνύμως στή Βενετία τό 1777, σέ μετάφραση ἀπό τό πρωτότυπο τοῦ Νεοφύτου[93] ὑπό τόν τίτλο «Ἐγχειρίδιον ἀνωνύμου τινός ἀποδεικτικόν περί τοῦ ὅτι χρεωτοῦσιν οἱ Χριστιανοί συχνότερον νά μεταλαμβάνουσι τά Θεῖα Μυστήρια. Νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθέν δαπάνῃ τοῦ τιμιωτάτου καί φιλοχρίστου Δημητρίου προσκυνητοῦ τοῦ ἐκ Δρύστας. Ἐνετίησι 1777». Τό ἔργο αὐτό τοῦ Νεοφύτου εἶχε μεγάλη βαρύτητα στήν πνευματική φαρέτρα τῶν ἱερῶν Κολλυβάδων, δημιούργησε ὅμως καί τήν μῆνιν τῶν ἀντιπάλων τους, ἰδίως ὅταν αὐτό ἐπανεκδόθηκε στά 1783, ἐπεξεργασμένο καί ἐμπλουτισμένο ἁγιοπατερικῶς ἀπό τόν ἅγιο Μακάριο τό Νοταρᾶ μέ τήν πιθανή συνεργασία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὑπό τόν τίτλο «Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων». Ἡ ἔκδοση τοῦ 1777, ἴσως γιατί κυκλοφόρησε σέ λίγα ἀντίτυπα καί σέ στενούς κύκλους, διέφυγε τῆς προσοχῆς. Ἡ δεύτερη ὅμως ἔκδοση τοῦ 1783 προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν Ἀντικολλυβάδων, μέ συνέπεια νά ἀρχίσει ἡ δεύτερη φάση τῆς περί τῶν μνημοσύνων ἔριδας, ἡ ὁποία ἦταν καί σφοδρότερη καί ὀξύτερη. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες καί ἀφοῦ καταδικάστηκε μέ συνοδική ἀπόφαση τοῦ Ἀπριλίου 1785 ἐπί Πατριάρχου Γαβριήλ Δ΄ (1780-1785), τό ἔργο κρίθηκε ‘‘ψυχωφελές καί σωτήριον’’ ἐπί πατριαρχείας Νεοφύτου τοῦ Ζ΄ (1799-1801).
Ἀπό τό Μπρασόβ ὁ Νεόφυτος ἐπιστρέφει στό Βουκουρέστι, ὅπου διορίζεται διδάσκαλος καί ἀργότερα ἔφορος στήν Αὐθεντική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα. Δίδασκε κατά τόν Γ. Ζαβίρα ‘‘γραμματικά καί ποιητικά’’. Ἀνάμεσά στούς μαθητές του ξεχώρισαν ὁ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς καί ὁ Λάμπρος Φωτιάδης, οἱ ὁποῖοι ἐφήρμοσαν πληρέστερα καί διέδωσαν τό σύστημα Γραμματικῆς τοῦ διδασκάλου τους. Καί οἱ δύο ἄλλωστε τόν διαδέχθηκαν στή σχολαρχία τοῦ ‘‘Παριστρίου Ἑλληνομουσείου’’ ὅπως ἦταν ἐπίσης γνωστή ἡ παραπάνω σχολή. Μάλιστα ὁ Κωνσταντᾶς συνέταξε καί πέντε ἐπιγράμματα μέ τά ὁποῖα ὑμνοῦσε τήν ἀρετή καί σοφία τοῦ διδασκάλου του[94].
Ἄλλο ἕνα ἐπίγραμμα συντάχθηκε πρός τιμήν του ἀπό τόν Δημήτριο Μανδακάση:
« Κεύθει Νειοφύτοιο δέμας κόνις ἥδ’ ὀλιγίστη,
Οὐ μήν τοῦδε πόνων ἰδμοσύνης τε κλέος.
Ὅς γάρ Ἑλλάδι δήν ἐκσπανθεῖσαν προθελύμνως
Ἑλλάδα γλῶσσαν ἑοῖς ἀπμπεφύτευκε πόνοις.
Ζώει ἄρ’ εὐκλεέως κἄν θάν σωματίῳ»[95].
Δύο ἀνώνυμα, τό πιθανότερο ἀπό μαθητή τοῦ Νεοφύτου, ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα δημοσίευσε ὁ Χ. Τζώγας[96] μέ τά ὁποῖα ἐξυμνεῖται τό διδασκαλικό ἔργο του:
« Ἐπίγραμμα ἡρωελεγεῖον
Λάρναξ ἥδε δέμας Νεοφύτου/ ἐξ ἀπίης γαίης ἱεροδιακόνου./ Ὅς πολλῶν περί ὤν πρεσβύτης, μουσοτραφής τε·/ βιβλία πολλά λίπεν ἄψυχά τε.//Οἷς ἐπί πολλ’ ἐμολόγησε γράφων ἅμα ἠδέ διδάσκων./ Τῇ δέμας, ὧδε λόγους, πνεῦμα Θεοῷ παρίδω.
Ἰαμβικόν
Σοφοῦ γέροντος τῇδε ἔγκειται δέμας. /Ὦ πατρίς Ἑλλάς, νεόφυτος κλῆσις πέλει. / Βίβλοι τε πολλαί, καί μαθηταί μυρίοι. / Ὅσος δ’ ὁ μισθός, οἶδ’ ὁ Κύριος μόνος».
Τήν ἴδια ἐποχή ἀρνεῖται λόγω γήρατος (ἤταν ἤδη 70 ἐτῶν) νά ἀναλάβει, ἔπειτα ἀπό Πατριαρχική καί Συνοδική πρόσκληση, τή διεύθυνση τῆς Πατριαρχικῆς τοῦ Γένους Σχολῆς στήν Κωνσταντινούπολη. Μεταφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα τῆς ἀπαντητικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Νεοφύτου:
«... Ἐφ’ οἷς δέ ἐγώ παρά τῆς ὑμετέρας παναγιότητος πατρικῶς τε ἅμα καί συνοδικῶς προσκαλοῦμαι, κἄν ἐπετάσθην, παναγιώτατε δέσποτα πτέρυγας περιστερᾶς, τό τοῦ λόγου, ἀναλαβών εἴπερ ἦν μοι καί τό πονηρόν τουτί σαρκίον καθ’ ἡλικίαν πειθήνιον· νῦν δέ δι’ ἔσχατον γῆρας (ἑβδομηκοντούτης γάρ που εἰμ καί μονονού τυμβογέρων) τόν πλεῖστον ὧδε χρόνον νοσοκομούμενος μᾶλλον, ἤ γραμματικά ἄττα τεχνίδρια εἰσηγούμενος διατελῶ, τάς πλείους τῆς ἑβδομάδος ἡμέρας πολλάκις δι’ ἀσθένειαν γήρως ἀπρόϊτος οἰκουρῶν... Ἀρετῆς γάρ ἐγώ καί παιδείας οὕτως εἰμί ἀπότροφος, τί ποτέ ἐστιν ἀρετή καί παιδεία τοῖς ἐπερωτῶσιν εἰσηγεῖσθαι ἔχειν ἀκριβῶς. Ἐτάχθην δέ ὧδε τῆς αὐθεντικῆς σχολῆς ἔφορος, οὐχ ὡς ἐφορᾶν ἔχω, πόθεν, ὁ οὐ μᾶλλον τούς σωματικούς ὀφθαλμούς ἤ τήν ἐπίκτητον ἕξιν ἀμβλυωπῶν, ἀλλά λόγῳ ἐλέους γηροκομίας καί μόνης ἕνεκα»[97].
Ὁ Νεόφυτος ἐκτός ἀπό ἄριστος γραμματικός, ἔδωσε καί ἐξαίρετα δείγματα ἐπιδόσεως στή φιλολογική κριτική. Εἶναι ὁ πρῶτος λόγιος πού παρουσίασε κατωχυρωμένη τή ἄποψη ὅτι τά ὑπό τό ὄνομα τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου συγγράμματα εἶναι μασσαλιανικῆς προελεύσεως καί πρέπει νά ἀποδοθοῦν στό Συμεών Μεσοποταμίτη· ἄποψη πού ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσει στην πατρολογική ἔρευνα μετά 150 ἔτη[98]. Ἐνδιαφέροντα εἶναι ἐπίσης καί τά ἀπολογητικά του συγγράμματα, τῶν ὁποίων τό κυριώτερο ἀπευθύνεται πρός τούς Διαφωτιστές ὑπό τόν τίτλο Φιλόσοφος ἤ Θεϊστής[99]. Μ’ αὐτό καυτηριάζει τό «πνεῦμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς χρησιμοθηρίας, πού δέν ἐπέτρεπε στούς θιαςῶτες τῶν διαφωτιστικῶν ἰδεῶν νά προσεγγίσουν τό μυστικισμό τῆς ἁγνῆς πίστεως»[100].
Τέλος, ὁ Νεόφυτος, ἀπεβίωσε στό Βουκουρέστι σέ ἡλικία 88 ἐτῶν περί τό 1784[101] σέ συνθῆκες ποικίλων στερήσεων καί ἐσχάτης πενίας ἀλλά καί ἀσθενειῶν, ὅπως ὁ ἴδιος περιγράφει σέ ἐπιστολή του (περί τό 1779) ἀπό τήν Βλαχία πρός κάποιαν ‘‘σεβασμιωτάτην καί χαριτόπνουν πανιερότητα’’, τό πιθανώτερο πρός τόν εὑρισκόμενο τότε στή Ρωσία Εὐγένιο Βούλγαρη, ἐπίσκοπο τότε Χερσῶνος:
«...κατέλαβέ με –γράφει- ὁ χειμών ἐν οἰκήματι πάντῃ ἀνευθέτῳ εἰς παραχειμασίαν· ἔκαμον προκαταβάλλων ἔνθεν μέν εἰς τούς δε τούς μαστόρους ὑπέρ τῆς σόμπας, ἔνθεν δέ εἰς τούς δε ὑπέρ τῶν θυρίδων· καί ἔπειτα οὖτοι μέν ἐκλείπουσιν, οἱ δέ διαλείπουσιν, κἀγώ ἀνεμοβροχίζομαι διά τῶν πάντῃ ἀναπεπταμένων θυρίδων, καί τρόπον κοχλίου καθ’ ἑαυτόν συστρεφόμενος ἐνειλοῦμαι πρός τό νυκτερινόν ψῦχος καί πρός τό ἐπισυμβαῖνον ἀνεμόβροχον, κἀντεῦθεν μή ἔχων ποῦ κλίνω τήν κεφαλήν πάσχω τά αὐτά, μᾶλλον δέ καί χείρῳ τῶν ἐν τῇ Πουσκαρίᾳ καθειργμένων, ὁπότε οὐδ’ οὗπερ ἐκεῖνοι ἀπολαύουσιν ἡμερινοῦ φωτός διά τῆς θυρίδος μετέχω, ἀλλά ταῖς παρατυχούσαις σανίσι καί οἷς περιβέβλημαι ρακίοις καταφράξας ἐν σκότῳ τήν ἡμέραν διάγω· τά γάρ τῶν πάντῃ ἀσυναρμόστων θυρῶν, αἵτινες εἰς ὥραν χειμέριον οὐδέν διαφέρουσι κεκλεισμέναι ἤ ἀνεῳγμέναι, παρήσειν ματαίως δοκῶ»[102].
Στή συνέχεια, παραθέτουμε κατάλογο τῶν μέχρι σήμερα εὑρεθέντων ἔργων τοῦ Νεοφύτου:
Ἐκδεδομένα ἔργα[103]
- Αἱ ἐπιστολαί Συνεσίου τοῦ Κυρηναίου μετά σχολίων τοῦ διδασκάλου Νεοφύτου ἱεροδιακόνου τοῦ Πελοποννησίου, ἐκδοθεῖσαι σπουδῇ καί ἐπιστασίᾳ ὑπό Γρηγορίου ἱεροδιακόνου τοῦ Κωνσταντᾶ, Βιέννη 1792 καί Ἐνετίησιν 1812. Οἱ Ἐπιστολές τοῦ Συνεσίουπεριλαμβάνονταν στήν τότε διδασκόμενη ὕλη, σ’ ὅλες σχεδόν τίς σχολές καί ἦταν ἀρκετοί πού εἶχαν κάνει σχολία ἤ ἐξηγήσεις σ’ αὐτές[104].
- Βίος Μελετίου τοῦ Πηγᾶ (Προλεγόμενα), 1769.
- Ἐξηγήσεις τοῦ κυρ Νεοφύτου τοῦ ἱεροδιακόνου τοῦ ἐξ Ἰουδαίων τοῦ Καυσοκαλυβίτου περί τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ἁγίας Παρασκευῆς πρός τόν περί αὐτοῦ ζητήσαντα[105].
- Ἐπιστολή πρός Νικηφόρον Θεοτόκην ἐρωτῶν περί τοῦ πῶς ἐξήχθη ὁ τοῦ Εὐαγγελίου λόγος εἰς τόν Νέον Κόσμον[106].
- Ἐγχειρίδιον Παρακλητικοῦ Κανόνος (1776) καί Ἀκολουθία τῶν Ὁσίων Πατέρων Βαρνάβα, Σωφρονίου καί Χριστοφόρου τῶν ἐν Μελᾷ Ὄρει ἀσκησάντων (ἐπιμέλεια). Συνέταξε ἐπίσης καί τό Κτιτορικόν τῆς μονῆς Σουμελᾶ. Τά παραπάνω ἔγραψε ὁ Νεόφυτος στή Στεφανούπολη τῆς Τρανσυλβανίας (Μπρασόβ) τό 1770 καί ἐκδόθηκε ἀργότερα στή Λειψία τό 1775 ἀπό τόν Τραπεζούντιο ἀρχιμανδρίτη Παρθένιο Μεταξόπουλο[107].
- Περί τοῦ ἐπιταφίου φωτός[108]· ἔργο πού γράφηκε κατά τό ἔτος 1769 στό Βουκουρέστι. Στό ἔργο αὐτό ὁ Νεόφυτος λαμβάνει θέση σ’ ἕνα θέμα πού ἀπασχολοῦσε τούς λογίους τῆς ἐποχῆς του περί τῆς φύσεως δηλαδή τοῦ Φωτός πού βγαίνει κάθε Μεγάλο Σάββατο ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο στά Ἱεροσόλυμα. Στήν πραγματεῖα αὐτή ὁ Νεόφυτος ἀμφιβάλλει γιά τήν θαυματουργό φύση τοῦ ἐπιταφίου φωτός[109]. Ἐπικαλεῖται μάλιστα δήλωση τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἐφραίμ τοῦ Ἀθηναίου (1766-1771) πού ἐξέφρασε εὑρισκόμενος στό Βουκουρέστι τό 1769, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ὁ ἴδιος (ὁ Πατριάρχης) κατήργησε τήν ‘‘χειροποίητον’’ τοῦ ‘‘Ἁγίου Φωτός’’ ‘‘μηχανουργίαν’’, ὡς μή θαυματουργική ἐνέργεια, ἀλλά ἀπάτη, πού ἀπέβλεπε στήν ‘‘φωτεμπορίαν’’[110].
Ἀνέκδοτα ἔργα
- Ἐπιτομή τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἤ Κανονικόν. Σπουδαῖο κανονικό ἔργο[111].
Ὁ πλήρης τίτλος εἶναι: Ἐπιτομή τῶν ἱερῶν καί θείων κανόνων τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μετά τῶν ὅσα τούτοις ἀπό τε τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς καί τῶν πνευματοφόρων πατέρων εἰς τήν ἀνάπτυξιν καί ἐπιθεωρίαν συντείνει, ξυντεθεῖσα παρά τινος τῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τροφίμων ἀθωνίτου. Πρόκειται γιά μία ὀγκώδη ἀνέκδοτη συλλογή, πού σώζεται στόν αὐτόγραφο κώδ. 222 (295) τῆς Ἀκαδημίας Βουκουρεστίου, σ. 11-1227[112], , στόν κώδ. 218 Παντελεήμονος καθώς καί στόν κώδ. 1458 Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος[113]. Στό ἔργο αὐτό, τό ὁποῖο καταλαμβάνει ἔκταση 1227 ἀνισομερῶν φύλλων, φανερώνονται οἱ συνθετικές ἱκανότητες τοῦ συγγραφέα, καθώς καί ἡ βαθειά γνώση τῶν θεμάτων τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου πού εἶχε[114].
Τό Νομοκάνονα αὐτόν ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος χαρακτηρίζει ὡς ‘‘μέγαν μέν ὄγκῳ, πεπυκασμένον δέ θεωρίαις καί ζητήμασιν ἐκκλησιαστικοῖς καί τάς λύσεις δεόντως τό πλεῖστον ἐπάγοντα...’’[115]. Τήν μελέτη του αὐτή, παρέδωσε ὁ Νεόφυτος στόν Δωρόθεο Βουλησμᾶ, τό ἔτος 1782, ὅταν ὁ δεύτερος βρισκόταν στό Βουκουρέστι «... ἵνα πρότερον ἀνακριθεῖσα καί διαιρεθεῖσα καί πίναξιν, ὡς εἰκός, ὑποθετικοῖς καταστρωθεῖσα ἴδῃ ὕστερον τό τοῦ τύπου φῶς»[116]. Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του ὁ Βουλησμᾶς δέν κατάφερε νά ἐκδώσει τό ἔργο αὐτό τοῦ Νεοφύτου καθώς μετά τό θάνατο τοῦ δευτέρου τά χειρόγραφά του ἔμειναν στήν κατοχή τῆς ἑλληνικῆς σχολῆς τοῦ Ἰασίου, ὅπου ὁ Νεόφυτος διέμενε κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του ὡς ἔφορός της «γηροκομίας καί μόνης ἕνεκα», ὅπως εἴδαμε προηγουμένως στήν ἐπιστολή τοῦ Νεοφύτου πρός τόν Πατριάρχη.[117]
- Περί τῆς ἀναιμάκτου θυσίας ἤτοι περί τοῦ θύτου ἤ ἀθύτου[118]. Σ’ αὐτό περιέχεται ἀλληλογραφία τοῦ Νεοφύτου μετά τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως καί Νικηφόρου Θεοτόκη γιά τό παραπάνω θέμα.
- Περί ἐπιουσίου ἄρτου
Ἀπό τόν Κ. Σάθα ἀναφέρονται καί τά παρακάτω ἔργα:
-Σχόλια στό Θουκιδίδη καί τά Ἠθικά τοῦ Ἀριστοτέλους[119].
-Περί τῶν λεγομένων Φράγκ-Μασόνων[120]
-Φιλόσοφος ἤ Θεϊστής[121]
-Ἐξήγησις τοῦ περί φιλίας Λόγου τοῦ Λουκιανοῦ καί τοῦ περί τυραννίας[122]
-Ἐπιστολές διάφορες. Μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Νεοφύτου πρός διάφορα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, διαφαίνεται ἡ ὑψηλή ἀρχαιομάθεια καί λογιοσύνη τοῦ Νεοφύτου.
Ὁ Α. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει καί τό Πανσπερμία ὡς ἔργο τοῦ Νεοφύτου.
Ἐπίσης, ὁ Νεόφυτος μετέφρασε τό Περί παίδων ἀγωγῆς τοῦ Πλουτάρχου καί παρέφρασε τίς Ραψωδίες Α΄ καί Β΄ τῆς Ἰλιάδος[123]. Παραθέτουμε τό παρακάτω ἀπόσπασμα τῆς παραφράσεως τῆς Ἰλιάδος, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ λογιοσύνη τοῦ ἀνδρός:
« Φράσον μοι, ὦ μουσηγέτις θεά, τὴν τοῦ Ἀχιλλέως ὀλεθρίαν ὀργήν, ἥτις μυρίων συμφορῶν τε καί θρήνων κατὰ βουλὴν ὡς εἰκὸς τοῦ Διὸς τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο αἴτιος πολλῶν ἀγαθῶν ἡρώων τὰς μὲν ἀνδρείας ψυχὰς εἰς Ἄδου παραπέμψασα, τὰ δὲ ρωμαλέα σώματα κυσί τε καὶ πᾶσι τοῖς οἰωνοῖς θεμένη κατάβρωμα, ἐξ ὅτου τὴν ἀρχὴν ἐρίζοντες διηνέχθησαν ἀλλήλοις ὅ τε βασιλεύς Ἀγαμέμνων καὶ ὁ θεῖος Ἀχιλλεύς».
Ἀνάμεσα στά μεταφραστικά ἔργα τοῦ Νεοφύτου, ἀναφέρονται οἱ «Τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, ψυχωφελέστατοι Λόγοι καί θεολογικώτατοι» ἤτοι «οἱ ἐνθουσιαστικοί αὐτοῦ κατά τε λογάδην καί πεζῇ στιχουργίαν λόγοι, οὕς ἡμεῖς πάλαι ποτέ παρακλήσει τινῶν χυδαϊστί ἐν ταῖς τοῦ Ἄθω ἐσχατιαῖς παρεφράσαμεν..», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στήν Ἐπιτομή Ἱερῶν Κανόνων, σέ σημείωση τῆς σ. 215.[124]
Ὁλοκληρώνοντας, τέλος, τόν μακρύ Κατάλογο τῶν ἔργων μεγάλου αὐτοῦ Καυσοκαλυβίτου λογίου καί διδασκάλου τοῦ Γένους, ἀναφέρουμε καί τήν παράφρασή του σέ δύο Λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν καίΕἰς τόν Μέγαν Βασίλειον.
Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ ἐκτενέστερη ἀνάπτυξη τῆς εἰσηγητικῆς ὁμιλίας τοῦ ὁσιολογιωτάτου μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, ἐπί τῇ ὑποδοχῇ του ὡς Ἀντεπιστέλλον Μέλος τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου ‘‘Παρνασσός’’, κατά τήν 15ην Δεκεμβρίου 2006 (ἐκ τῆς Διευθύνσεως Συντάξεως τοῦ παρόντος τόμου).
[38] Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Περί τῶν Ο΄ ἑρμηνευτῶν τῆς Παλαιᾶς Θείας Γραφῆς, τ. Δ΄, Ἀθῆναι 1849, σ. 821.
[39] ‘‘Ἱστορικός κατάλογος ἀνδρῶν ἐπισήμων’’, στό: Σάθα Κ., Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, Ἀθῆναι 1872, σ. 128, 236.
[41] Σάθα Κ., Νεοεληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ. 511 (ἡ παραπομπή ἀπό τό: Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης (Ὁ ἐκ Πατρῶν διδάσκαλος τοῦ Γένους) [στό ἑξῆς: Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος], Πάτραι 1992, σ. 15.
[42] Αἰσωπίου Κ., Περί ἑλληνικῆς συντάξεως, Ἀθῆναι 1858, ἔκδ. β΄, σ.κζ΄-λα΄( ἡ παραπομπή ἀπό τό: Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος, σ. 15).
[44] Ἡ πόλη βρέθηκε ὑπό ἑνετική κατοχή ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 1687 μέχρι τό Σεπτέμβριο τοῦ 1715, ὁπότε καί ἀνακαταλήφθηκε ἀπό τούς Τούρκους.
[45] Σάθας Κ., Νεοεληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ. 510, Θωμόπουλου Σ., Ἱστορία τῆς πόλεως Πατρῶν ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τοῦ 1821, Ἀθῆναι 1888 (β΄ ἔκδ., Πάτραι 1950, σ. 522. Τοῦ ἴδιου, Ἱστορικόν Λεξικόν τῶν Πατρῶν, β΄ ἔκδ. Πάτραι 1980, σ. 187, Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατά τόν ΙΗ΄ αἰ. [στό ἑξῆς, Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις], Θεσσαλονίκη 1969, σ. 16. Πάντως ἡ ἐκ Πατρῶν καταγωγή τοῦ Νεοφύτου ἀμφισβητήθηκε ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές ὅπως ὁ Ἀθ. Φωτόπουλος (‘‘Ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καί τό ἔργον του’’, Ἐπετηρίς τῶν Καλαβρύτων (1971), σ. 233) ὁ ὁποῖος προκρίνει τό Σοποτό τῶν Καλαβρύτων ὡς πατρίδα τοῦ Νεοφύτου [Πρβλ. Γριτσόπουλου Τ., «Πελοποννησιακά» τ. Ι΄ (1974), σ. 219. Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος, σ. 16 ὑποσ. 14· ἔργα στά ὁποῖα ἀπορίπτεται ἡ παραπάνω θέση] ἤ τήν Λακεδαιμονία, ὅπου βρέθηκε μετά ἀπό περιπετειῶδες ταξίδι τόν χειμῶνα τοῦ 1743 (Πρβλ. Νικολοπούλου Ἀ., ‘‘Τά ἔτη σπουδῶν Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου’’, Πελοποννησιακά τ. 6, «Πρακτικά τοῦ Α΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελλοπονησιακῶν Σπουδῶν, Σπάρτη 7-14 Σεπτ. 1975, τ. 3», Ἐν Ἀθήναις 1976-1978, σ. 379-380.
[47] Κατά τόν Τρ. Εὐαγγελίδη, ὁ Νεόφυτος ἐκπαιδεύτηκε ἀπό κάποιον θεῖο του στή Σχολή αὐτή (Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησις, ἔτ. Α΄, ἀρ. 3 [1933]). Βλ. ἐπίσης, Ἀναστασίου Θ., Περί τῶν Ἑλληνικῶν Σχολῶν ἐν Ρουμανίᾳ (1644-1821), Ἀθήνησι 1898, σ. 69.
[49] Βλ. Σταματέλου Ἰ., ‘‘Ἐπιστολαί ἀνέκδοτοι λογίων ἀνδρῶν τοῦ ΙΗ΄ αἰ., περιελθοῦσαι εἰς χεῖρας...’’ Ἐφημερίς τῶν φιλομαθῶν, τόμ. Δ΄, περ. β΄, Ἀθῆναι 1881, σ. 63-64. Δυοβουνιώτου Κ., ‘‘Περί τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἁγίου Φωτός’’, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, ἔτος ΙΒ΄ (1936), σ. 4 ὑποσημ. 2 καί 3. Ἐπίσης, Νικολοπούλου Ἀ., ‘‘Τά ἔτη σπουδῶν Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου’’, ὅ.π., σ. 377-8.
[50] Ζαβίρα Γ., Νέα Ἑλλάς ἤ Ἑλληνικόν Θέατρον, Ἀθήνησι 1872, σ. 484. Σάθα Κ., Νεοελληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ.510. Γεδεών Μ., ‘‘Αἱ παρ’ ἡμῖν συλλογαί τῶν ἱερῶν κανόνων κατά τούς τελευταίους χρόνους’’, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, τ. 8 (1887-1888), σ. 8. Ἀγγέλου Ἄ., Τό Χρονικό τῆς Ἀθωνιάδας, ὅ.π., σ. 90. Στά Ἰωάννινα φαίνεται ὅτι φθάνει στίς ἀρχές τοῦ φθινοπώρου τοῦ 1744, μαζί μέ τόν ἐπίσης ἱεροδιάκονο Ἰγνάτιο Κέμιζο τόν ἐκ Μονεμβασίας, ἐφόσον εἶχαν ἐλκυσθεῖ ἀπό τή φήμη τοῦ Εὐγ. Βουλγάρεως (βλ. Νικολοπούλου Ἀ., ‘‘Τά ἔτη σπουδῶν Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου’’, ὅ.π., σ. 379-380
[51] Ζαβίρας Γ., Νέα Ἑλλάς, ὅ.π., σ. 484. Ariadna Camariano- Cioran, Les Académies Princières de Bucarest et de Jassy et leurs Professeurs, Thessaloniki 1974, σ. 414.
[52] Ἀγγέλου Ἄ., ‘‘Τό χρονικό τῆς Ἀθωνιάδας’’, Νέα Ἑστία τ. 74 (1963) σ. 88. Πάντως δέν εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ταυτίζεται μέ τόν ἀνηψιό τοῦ μητροπολίτου πρώην Ἄρτης καί Ναυπάκτου Νεόφυτου Μαυρομμάτη, πού ἔφερε καί αὐτός τό ἴδιο ὄνομα καί πού στά 1723 ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τήν Πάτμο ὅπου σπούδαζε, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ θείου του. Ἄλλωστε ὁ πρώην μητροπολίτης καταγόταν ἀπό τήν Πάρο. Παρ’ ὅλα αὐτά μᾶς εἶναι γνωστή ἡ σχέση τοῦ Νεόφυτου Μαυρομμάτη μέ τή σκήτη Καυσοκαλυβίων, ἀφοῦ περί τό 1740 μέ κοινή δαπάνη τοῦ ἴδιου καί τοῦ πρώην Λήμνου Ἰωανννικίου κτίστηκε ὁ κοινός ὑδρόμυλος τῶν Καυσοκαλυβίων (Βλ. Κουρίλα Ε., Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ, τ.Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 69), ἐνῶ στή Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ βρίσκονται ἀρκετά παλαίτυπα μέ ἰδιόχειρες ἀφιερώσεις τοῦ λόγιου αὐτοῦ ἀριχερέα στή σκήτη ( ὅπως π.χ. τό βιβλίο: ‘‘Συμεών τοῦ μακαρίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Κατά αἰρέσεων...ἐν ἔτει ΑΧΠΓ...ἐν Γιασίῳ τῆς Μολδαβίας’’. Στή σ. ιγ΄: ‘‘ἐκ τῶν τοῦ Ἄρτης Νεοφύτου Μαυρομμάτη εἴς τῶν φίλων ἐν ἔτει 1707’’. Στή σ. 392: ‘‘ἀφιερώθη εἰς ἀνάγνωσιν τοῖς ἐν τῷ ἀσκητηρίῳ τοῦ καψοκαλύβι ἀσκηταῖς ἐν ἔτει ᾳψκς΄, α΄ Ἰουλίῳ, ὁ αὐτός Νεόφυτος...’’ [Βλ. Βαρβούνη Μ.-Κεκρίδη Σ., ‘‘Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Κυριακοῦ’’, ὅ.π., Θεολογία τ. 73, τεῦχ. 2 (2002), σ. 612].
[53] Ζαβίρα Γ., Νέα Ἑλλάς, ὅ.π., σ. 484. Σάθα Κ., Νεοελληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ. 510. Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, ὅ.π., σ. 17. Μαξίμου ἱερομον., Καυσοκαλύβια. Εἰκονογραφημένος ὁδηγός-Ἱστορία-Κείμενα καί μαρτυρίες, Ἅγιον Ὄρος 1995, σ. 61-62.
[54] Θεοδωρήτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, Ὑπόμνημα περί τοῦ ἐξ Ἰουδαίων κακόφρονος Νεοφύτου ἀναφανέντος δόγματος τῶν~μνημοσύνων καί λοιπῶν κακοδοξιῶν αὐτοῦ (ἀνέκδοτο), κώδ. Κουτλουμουσίου 530, Δεύτερο μέρος, σ. 54. Ἀναφέρεται σχετικά γιά τό Νεόφυτο: «Γραμματεύς τέλειος, ἐλθών εἰς τό Ὄρος, ἐν τῇ Ἱερᾷ Σκήτῃ Καυσοκαλυβίων ἠγόρασεν ὀσπήτιον καί ἐκάθισεν, τά τῶν σκητιωτῶν μοναχῶν ὑποκριθείς, μετήρχετο δέ καί τήν διδασκαλικήν παραδίδων μαθήματα εἰς τινάς μαθητάς, καί ὁ Ἀθανάσιος Πάριος παρ’ αὐτοῦ ἐδιδάσκετο τό συντακτικόν...».
[55] Μωϋσέως μοναχοῦ Ἁγιορείτου, ‘‘Οἱ διά τῶν ἁγίων σχέσεις Ἄθωνος καί Χίου’’, Πρωτᾶτον τ. 83 (2001), σ. 87.
[56] Σάθα Κ., Νεοελληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ. 510. Ἐπίσης βλ., Εὐελπίδου Δωροθέου, Οἱ περί ἱερωσύνης λόγοι Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1867, σ. η΄-θ΄.
[59] Γιά τούς λόγους βλ. Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος, σ. 28-30. Ὁρισμένοι ἐρευνητές ἀποδίδουν τήν ἀλλαγή τῆς διευθύνσεως τῆς σχολῆς στήν προσωπικότητα ἤ στίς ἐλιππεῖς γνώσεις τοῦ Νεόφυτου (Πρβλ. Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, ὅ.π., σ. 17. Βακαλόπουλου Ἀ., Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Δ΄, ἐκδ. Ἠρόδοτος, Θεσσαλονίκη, χ.χ.ἔ, σ. 333.
[60] Χρήστου Π., ‘‘Πνευματική δραστηριότης εἰς τό Ἅγιον Ὄρος κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας’’, Ριζάρειος Ἐκκλησιαστική παιδεία, τ. Γ΄ (1984), σ. 249.
[61] Ὅπως ἀναφέρεται στήν Ἀπολογία Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως πρός τόν πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο. Ἐπιστολή τῆς 29 Ἰανουαρ. 1759. Κώδ. Ἀκαδημίας Βουκουρεστίου 172, φ. 268α.
[62] Πάντως ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων τόν ἀποκαλεῖ ‘‘σύνεδρον’’ τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη, κάτι πού παραπέμπει σέ σχέση ἰσοτιμίας ( Περί τῶν Ο΄ ἑρμηνευτῶν, τ.Δ΄. σ. 821).
[63] Ὁ Χ. Τζώγας (ὅ.π., σ. 19) θεωρεῖ ὅτι ἡ τελική ἀποχώρηση τοῦ Νεοφύτου ἀπό τήν Ἀθωνιάδα ἔγινε μετά τό 1759, στηριζόμενος σέ δύο ἐπιστολές τοῦ ἱερομονάχου Ἠλιοῦ τοῦ Κυπρίου πρός τό Νεόφυτο, τόν ὁποῖο προσφωνεῖ ‘‘διδάσκαλον τῆς κατά τό Ἅγιον Ὄρος σχολῆς’’ [Ἐπιστολαί Ἠλιοῦ Κυπρίου πρός τόν ἐξ Ἰουδαίων Νεόφυτον διδάσκαλον τῆς κατά τό Ἅγιον Ὄρος σχολῆς, περί τοῦ συνταγματίου αὐτοῦ (Κώδ. 978 Ἀκαδημίας Βουκουρεστίου, ἔτους 1759].
[64] Βλ. Λογάδου Ν, Παράλληλον φιλοσοφίας καί χριστιανισμοῦ καί δεισιδαιμονίας, Κωνσταντινούπολις 1830, σ. 83. Ὁλόκληρη τήν ἐπιστολή βλ. ἐπίσης: Χρυσοστόμου ἐπισκ. Ροδοστόλου, Γράμματα καί ἅρματα στόν Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 2000, σ. 301.
[66] Χρήστου Π., ‘‘Πνευματική δραστηριότης εἰς τό Ἅγιον Ὄρος κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας’’, Ριζάρειος Ἐκκλησιαστική παιδεία, τ. Γ΄ (1984), σ. 252.
[67] «’Εκλογή τοῦ Ψαλτηρίου παντός, εἰς τε δοξολογίαν καί εὐχήν, συλλεγεῖσα παρά τοῦ ἐλλογιμωτάτου διδασκάλου Κυρίου Νεοφύτου τοῦ ἐξ Ἑβραίων, νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα, συνδρομῇ καί δαπάνῃ τοῦ πανοσιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου τῆς Μεγίστης Λαύρας Κυρίου Κοσμᾶ Ἐπιδαυρίου, παρά Δούκα Σωτήρῃ τοῦ Θασίου». Χειρόγραφο τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τό πιθανότερο ἰδιόγραφο τοῦ Νεοφύτου, ὑπῆρχε στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς σκήτης Καυσοκαλυβίων [Πρβλ., Κουρίλα Ε., Κατάλογος, σ. 109. Τό ἔργο τοῦ Νεοφύτου ὑπῆρχε στόν κώδ. 206 (Καταλόγου Κουρίλα) Καλύβης Ἁγίου Παντελεήμονος, φ.φ. 37α-69β καί ἐπιγραφόταν: «Ἐκλογή τοῦ Ψαλτῆρος παντός εἰς τε δοξολογίαν καί εὐχήν πονηθεῖσα (στήν ὤα) παρά Νεοφύτου Διακόνου». Πρβλ. ἐπίσης Μαξίμου ἱερομον., ‘‘Ἀθωνιάς καί Καυσοκαλύβια. Ἱεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ὁ ἐκ Ἑβραίων. Πρῶτος Σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς’’, ’Επετηρίς Ἀθωνιάδος Σχολῆς ΙΙ. Διακοσιοτεσσαρακονταετηρίς διορισμοῦ Σχολάρχου Ἀθωνιάδος Εὐγενίου Βουλγάρεως 1753-1993. Τεσσαρακονταετηρίς ἐπαναλειτουργίας 1953-1993, Ἀθωνιάς 1997, σ. 317].
[68] Πάντως σέ ἕνα προσκείμενο στούς ἱερούς Κολλυβᾶδες ἀνέκδοτο κείμενο τῆς ἐποχῆς, τό Φραγγέλιον (‘‘Φραγγέλιον ὧ ἀπορριπτάζονται οἱ ἐν τῷ ἱερῷ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως ἀσχημονοῦντες, ἤτοι οἱ ἐν τῇ Κυριακῇ νεκρολογοῦντες’’ στόν Κώδ. μονῆς Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου 43), πού περιγράφει διεξοδικά τήν ἀφορμή γιά τήν ἔριδα, δέν ὑπάρχει ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Νεοφύτου.
[69] Οἱ πολύ αἰχμηρές θέσεις τοῦ Θεοδωρήτου γιά τό Νεόφυτο βρίσκονται στόν ἀνέκδοτο κώδικα Κουτλουμουσίου 530, φ.φ. 53-71 τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ κώδικα καί στόν κώδ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης 85.4.36, σ. 197-218. Ἀργότερα, τή σκυτάλη ἐναντίον τοῦ Νεοφύτου καί τῶν θέσεών του πῆρε ὁ ἀνεψιός τοῦ Θεοδωρήτου, μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (κώδ. Παντελεήμονος 281, σ. 46-60, κώδ. Σκήτης Ἁγίας Ἄννης 85.4.9, σ. 69-78 κ.ἀ.)
[70] Περί τῆς ἔριδος αὐτῆς βλ. ἐνδεικτικά: Σεργίου Μακραίου, ‘‘Ὑπόμνημα ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας’’, στό: Σάθα Κ., Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄, σ. 290 κ.ἑ. Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, ὅ.π. Ράντοβιτς Ἀμφιλ. ἀρχιμ., Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση τοῦ ΙΗ΄ καί ΙΘ΄ αἰώνα καί οἱ πνευματικοί καρποί της, Ἀθῆναι 1984. Παπουλίδης Κ., ‘‘Τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων’’, Ἐκκλησιαστικές ἐκδόσεις ἐθνικῆς ἑκατονταετηρίδος, β΄ ἔκδ., Ἀθήνα 1991. Ἀκριβόπουλου Κ., Τό Κολλυβαδικό κίνημα. Ἡ τελευταῖα Φιλοκαλική Ἀναγέννηση, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001. Σκρέττα Ν. ἀρχιμ., Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμια τῆς Κυριακῆς κατά τή διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Πουρναρᾶς, χ.χ.ἐ.
[71] Αὐτό φαίνεται -ἀνάμεσα σέ πολλές μαρτυρίες– καί στήν ἐπιστολή πού τόν Αὔγουστο τοῦ 1819 ἔστειλε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε΄ στούς Ἁγιορεῖτες: «...εἰδότες ὅτι ἔθος ἀρχαῖον τῆς ἐκκλησίας εἶναι...νά ἐκτελῶνται τά μνημόσυνα κατά τάς ἡμέρας τῶν Σαββάτων...» (Βλ. Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, σ. 172).
[75] Ὅπως βεβαιώνει ὁ θεωρητικός ἀρχηγός τῶν Ἀντικολλυβάδων, ἱερομόναχος Θεοδώρητος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐπιμένει ὅτι ὁ Νεόφυτος ἐξορίστηκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος μέ Πατριαρχική καί Συνοδική ἀπόφαση: Θεοδωρήτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ‘Υπόμνημα, ὅ.π., φ. 288 καί Ἰακώβου Νεασκητιώτου, Ἀπόδειξις περί μνημοσύνων, στόν κώδ. 281 Παντελεήμονος, σ. 50 (ἡ παραπομπή ἀπό τοῦ Τζώγα, ὅ.π., σ. 19 ὑποσημ. 25). Βλ. ἐπίσης, Χρήστου Π., Τό Ἅγιον Ὄρος, ὅ.π., σ. 246.
[76] Ἄμαντου Κ., Τά γράμματα εἰς τήν Χίον κατά τήν Τουρκοκρατίαν, Πειραιεύς 1946, σ. 15. Ὁ συγγραφέας ἀναφέρει ὅτι ὁ Νεόφυτος παρ’ ὁλίγο νά δημιουργήσει στή Χίο ἐκκλησιαστική ἔριδα ἀφοῦ προσπάθησε νά μεταδώσει τίς κολλυβαδικές του ἀπόψεις, ἰδίως τίς σχετικές μέ τή συχνή θεία Μετάληψη. Πάντως δέ φαίνεται νά εὐσταθοῦν οἱ πληροφορίες τοῦ ἱερομον. Θεοδωρήτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων (Ὑπόμνημα, ὅ.π., φ. 288) ὅτι ἀπό τή Χίο διώχθηκε μέ ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Εὐφραίμ (Βλ. Τζώγα Χ, Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, σ. 20).
[77] Εὐαγγελίδου Τ., Ἡ παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1936, σ. 59, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1936, σ. 138.
[78] Παπαδόπουλου-Κεραμέως Α, Ἱεροσολυμική Βιβλιοθήκη, τ. Α΄, Bruxelles 1936, σ. 419, ἀρ. χειρογρ. 426, 6. Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, ὅ.π., σ. 21.
[80] Στή σ. 262, τοῦ ἔργου του Ἐπιτομή τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί σέ ὑποσημείωση, ὁ Νεόφυτος μᾶς ἐνημερώνει: «Ταῦτα μοι γέγραπται, λουθήρου τινός οἰκίαν παροικοῦντι κατά τήν τῆς Τρανσυλβανίας, Στεφανόπολιν, τό κοινῶς λεγόμενον Μπρασνιόβ, ἔνθα με πανδημεῖ ἀπό τῆς τῶν Δακῶν (ἐν ᾗ ἀπό τοῦ Ἄθω διά τῆς Χίου ἐνδημήσας μετά τήν προστασίαν τῆς ἐν Βατοπεδίῳ νεοπαγοῦς μέν, ἀρτιθανοῦς δέ σχολῆς, τό ἐμόν ὑπόμνημα εἰς τό δ΄ τῆς γραμματικῆς Θεοδώρου τοῦ Γαζῆ τύποις ἐξέδωκα), ὁ τῶν Ρώσων πρός τούς αἰσχίστως ἡττηθέντας Ἀγαρηνούς ἑπταετής πόλεμος, μετανάστην ἑξαετίαν ἤδη ὅλην πεποίηκεν. Ἀπήγαγε δέ με τῆς ἐμοί φίλης καί ὀρεσιτρόφου ἡσυχίας, ἡ τοῦ ἐπιδοθέντος μοι ταλάντου κατά τήν ἐντολήν ἐπεξεργασία, δευτέρα ἑαυτῆς θεμένη τά τῆς ἰδιορρύθμου μονώσεως» (Ἡ παραπομπή ἀπό τά ὑπό τοῦ ἱερομον. Θεοδωρήτου Προλεγόμενα στό: ‘‘Ἱεροδιακόνου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου. Περί τῆς συχνῆς μεταλήψεως’’, Ἀθῆναι 1992, σ. 26 ὑποσ. 29).
[82] Θεόδωρος Γαζῆς: Θεσσαλονικεύς λόγιος τοῦ 15ου αἰ. Ἡ Γραμματική του πρωτοεκδόθηκε στή Βενετία τό 1495 καί ἀπό τότε ἔχει ἐπανεκδοθεῖ πολλές φορές. Στά χρόνια τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου ἡ σχολή τῆς Πάτμου ἀκολουθοῦσε τή Γραμματική τοῦ Γαζῆ, ἐνῶ ἐκείνη τῶν Ἰωαννίνων, τή Γραμματική τοῦ Κ. Λασκάρεως, φιλολόγου τοῦ ΙΕ΄ καί αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τό ἔργο πρωτοεκδόθηκε στό Μιλάνο τό 1476.
[83] Κατά τόν Ἀσώπιον (Ἀσωπίου Κ., Περί ἑλληνικῆς συντάξεως, ὅ.π., σ. κστ΄) ἀποτελεῖ ἐπεξεργασία τῶν γραμματικῶν ἐννοιῶν ‘‘ὑπό τῷ φωτί τῆς φιλοσοφίας’’. Θά πρέπει ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης δέν ἦταν ὁ μόνος πού ὑπομνημάτισε ἤ ἑρμήνευσε τή Γραμματική τοῦ Γαζῆ. Ἐπιπλέον ἔγραψαν ὁ Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος, διδάσκαλος τοῦ Νεοφύτου στήν Πατμιάδα (ἐκδ. Βενετία, 1757), ὁ Δανιήλ Κεραμεύς ὁ Πάτμιος (ἐκδ. Βενετία, 1795), ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος (ἔμμετρη παράφραση στό Γ΄ βιβλίο) καθώς καί ὁ Ν. Λογάδης, τόν ΙΘ΄ αἰ. ‘‘Σύντμηση’’ ἐκ 487 σελίδων τῆς Γραμματικῆς τοῦ Νεοφύτου ἐξέδωσε, τό 1787 ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, μαθητής τοῦ Νεοφύτου στήν Ἀθωνιάδα καί διάδοχός του στήν ἡγεσία τῶν ἱερῶν κολλυβάδων, ὑπό τόν τίτλο: «Γραμματική τοῦ κυροῦ Νεοφύτου ἐκείνου».
[84] Ὁ Νεόφυτος ἄρχισε νά γράφει τό ἔργο ὅταν ἀνέλαβε τή διεύθυνση τῆς Βατοπεδινῆς Σχολῆς (1749). Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς ὁμολογῶντας τή δική του ἐλλιπῆ γνώση τῆς Γραμματικῆς τοῦ Θ. Γαζῆ, προσθέτει ἀναφερόμενος στό Νεόφυτο: «... εἰς τήν σπουδήν τοῦ ὁποίου πολλοί καυχῶνται νά κατεδαπάνησαν τό ἀξιολογώτερον μέρος τῆς ζωῆς των» (Κοραῆ Ἀ., Στοχασμοί αὐτοσχέδιοι περί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί γλώσσης, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 1984, σ. 125, 183..
[85] Κουρίλα Ε., Ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 55. Βρεττοῦ Μ., Νεοελληνική Φιλολογία, μέρ. Β΄, σ. 62, 275. Ὁ Κ. Ἀσώπιος στά Προλεγόμενα τῆς ἑλληνικῆς συντάξεως (Περί ἑλληνικῆς συντάξεως, ὅ.π., σ. κστ΄) γράφει ὅτι ὁ Νεόφυτος ἔχαιρε ἐκτιμήσεως ἀπό πολλούς ξένους λογίους (Βλ. ἐπίσης, Θερειανοῦ Δ., Ἀδαμάντιος Κοραῆς, τ. Α΄, Τεργέστη 1889, σ. 79). Βλ. ἐπίσης, Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, ὅ.π., σ. 26-27.
[87] Ἀκριβόπουλου Κ., Τό Κολλυβαδικό κίνημα. Ἡ τελευταῖα Φιλοκαλική Ἀναγέννηση, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001, σ. 54.
[88] Θερειανοῦ Δ., Ἀδαμάντιος Κοραῆς, τ. Β΄, Τεργέστη 1889, σ. 318 (ἡ παραπομπή ἀπό τοῦ Τζώγα Χ., Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, σ. 27 ὑποσημ. 70. Πάντως, τό 1848, ὁ Κ. Ἀσώπιος (1785-1872), στά Προλεγόμενά του στό ἔργο Περί Ἑλληνικῆς Συντάξεως, δέν διστάζει νά δηλώσει τήν ἀντίθεσή του στόν Κοραῆ, ὅταν ὁ δεύτερος ἀναφέρεται στό ‘‘μοχθηρό’’ αὐτό ἔργο τοῦ Νεόφυτου, παρατηρῶντας ὅτι «κατά τούς νεωτέρους χρόνους δέν ἔλειψαν ἄνδρες Ἕλληνες οἵτινες... ἐπροσπάθησαν νά ἐπεξεργασθῶσι τάς γραμματικάς πραγματείας των ὑπό τῷ φωτί τῆς φιλοσοφίας» (σ. κη΄) [Ἄλ. Ἀγγέλου, Τῶν Φώτων Β΄. Ὄψεις τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1999, σ. 282. Πρβλ τοῦ ἰδίου, ‘‘Προλεγόμενα στούς ἀρχαίους συγγραφεῖς’’ 4 (1995), ἐκδ. ΜΙΕΤ σ. 337-8].
[93] Τό πρωτότυπο ἐκδόθηκε ἀπό τόν ἱερομόναχο Θεοδώρητο Μαῦρο, τό 1975, καί σέ δεύτερη ἔκδοση (ἐκδ. Τῆνος) τό 1992, ὑπό τόν τίτλο:Ἱεροδιακόνου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου. Περί τῆς συχνῆς μεταλήψεως.
[97] ‘‘Τοῦ σοφωτάτου διδασκάλου κυρίου Νεοφύτου Πελοποννησίου ἀπόκρισις τῆς Πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς, δι’ ἧς συνοδικῶς προσεκαλεῖτο μεταβῆναι ἐκ τοῦ τῆς δακίας σχολείου πρός τό ἐν Κωνσταντινουπόλει κατά τό ᾳψπγ΄ ἐπί τῆς ἡγεμονίας Νικολάου Καρατζᾶ’’, στόν κώδ. 172 φ. 271β-272β τῆς Ἀκαδημίας Βουκουρεστίου (Βλ. ὁλόκληρο σχεδόν τό κείμενο τῆς ἀπαντητικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Νεοφύτου πρός τόν πατριάρχη στό: Βρεττοῦ Μ., Ἐθνικόν Ἡμερολόγιον τοῦ ἔτους 1869, σ. 601-603 καί Παπαδόπουλου-Κεραμέως Α, Ἱεροσολυμική Βιβλιοθήκη, τ. Α΄, Bruxelles 1936, σ. 419, ἀρ. χφου 424, 11).
[98] Δυοβουνιώτου Κ., ‘‘Κρίσις περί τῶν συγγραμμάτων Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου’’, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, τ. Α΄ (1924), σ. 86. Ψευτογκᾶς Β., ‘‘Ἡ γνησιότης τῶν συγγραμμάτων Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου’’, Θεολογικόν Συμπόσιον εἰς τιμήν Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 191-214. Χρήστου Π., Τό Ἅγιον Ὄρος, ὅ.π., σ. 249.
[101] Περί τοῦ χρόνου θανάτου τοῦ Νεοφύτου ὑπάρχουν διαφορετικές ἐκτιμήσεις (Πρβλ. Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος, σ. 36 ὑποσ. 63). Πάντως μεταξύ τοῦ θέρους τοῦ 1783 καί τοῦ θέρους τοῦ 1785. Βλ. ἐπίσης, Ζαχαρόπουλου Ν., Δωρόθεος Βουλησμᾶς ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀνεκδότων αὐτοῦ ἐπιστολῶν, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 97 ὑποσημ. 2. Ὁ Χ. Τζώγας (Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις, ὅ.π., σ. 24) θεωρεῖ βέβαιο τό 1874 ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Νεοφύτου βασιζόμενος σέ σημείωση τοῦ κώδ. Domneasca τοῦ Ἀρχείου τοῦ Ρουμανικοῦ κράτους, ἀρ. 12, φ. 169, ἡ ὁποῖα ἀναφέρει ὅτι ὁ ‘‘διδάσκαλος Νεόφυτος ἀπό τόν Ἅγιο Σάββα’’ ἀπεβίωσε στό Βουκουρέστι τό παραπάνω ἔτος.
[102] Σάθα Κ., Νεοελληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ.510, ὅπου παρατίθεται ἐκτενές ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς. Ἐπίσης, Γιαννόπουλου Γ., Νεόφυτος, σ. 35-36.
[103] Ὅσον ἀφορᾶ τό ἔργο Ἀνατροπή τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων πού πρωτοτύπως συντάχθηκε στή ρουμανική (Infrutarea jidovilor) καί τοῦ ὁποίου ἡ πατρότητα εἶχε ἀποδοθεῖ ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές στό Νεόφυτο, νεώτερες ἔρευνες μᾶς ἀπομακρύνουν πολύ ἀπό τή θεώρηση αὐτή (Βλ. Ariadna Camariano- Cioran, Les Académies Princières de Bucarest et de Jassy et leurs Professeurs, Thessaloniki 1974, σ. 430). Περί τῶν ἐκδόσεων τοῦ ἔργου αὐτοῦ καί περί τοῦ συγγραφέα του βλ. ἐπίσης: Ἱερομον. Θεοδώρητου Μαύρου, Προλεγόμενα στό: Ἱεροδιακόνου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου. Περί τῆς συχνῆς μεταλήψεως, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι 1992, σ. 14 καί σ. 25 ὑποσημ. 25α.
[108] Σάθα Κ., Νεοελληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ. 512. Τό ἔργο ἐξέδωσε ὁ Κ. Δυοβουνιώτης ἀπό τόν κώδ. 1457 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος σ.σ. 1648-1664: ‘‘Περί τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἁγίου Φωτός’’, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, ἔτος ΙΒ΄ (1936) σ. 5. Ἐπίσης, ἐπανέκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Νεοφύτου στό: Ζαχαρόπουλου Ν., Ἡ πνευματική κίνηση τοῦ ιη΄ αἰώνα στόν ἑλληνικό χῶρο μέσα ἀπό τή χειρόγραφη παράδοση, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 243-263, ἀρ. 35.
[109] Ἀμφιβολίες ἐκφράζει καί ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης († 1800) ἀπαντῶντας τό 1775 σέ ἐρώτηση τοῦ Λαρισαίου Ἐλευθερίου Μιχαήλου.
[110] Περί αὐτοῦ καί γενικά περί τῆς ὅλης διαμάχης περί τοῦ θέματος βλ. Μεταλληνοῦ Γ. πρωτοπρ., Φωτομαχικά -Ἀντιφωτομαχικά. Τό Φῶς τοῦ Παναγίου Τάφου στόν Διάλογο Διαφωτισμοῦ-Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἱστορητής/ Κάτοπτρο, Ἀθήνα 2001. Ἰδιαίτερη ἀναφορά στό Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη στίς σ. 92, 159.
[111] Ὁ Γ. Ζαβίρας (ὅ.π., σ. 485), ἀναφέρει χωρίς ἄλλη ἐπεξήγηση τήν ὕπαρξη ἔργου τοῦ Νεοφύτου ὑπό τόν τίτλο ‘‘Πολιτικοί νόμοι ἤ ἐξήγησις τῶν ἱερῶν κανόνων τῶν συνόδων’’. Πιθανόν νά πρόκειται γιά τόν παραπάνω Νομοκάνονα. Πρβλ. Σάθα Κ., Νεοελληνική Φιλολογία, ὅ.π., σ. 512.
[113] Δυοβουνιώτου Κ., Ἐκ τῶν νομοκανονικῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τοῦ ἡμετέρου Πανεπιστημίου. Τά ὑπ’ ἀριθμόν 1457 καί 1458, Ἐν Ἀθήναις 1920, σ. 185-202 (ἀνατύπωσις ἐκ τοῦ πανηγυρικοῦ τόμου ἐπί τῇ ἑβδομηκονταετηρίδι τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, σ. 1-20).
[116] Βλ. Ἐπιστολή τοῦ Βουλησμᾶ πρός Νικόλαον Μαυρογένην, ἡγεμόνα πάσης Οὐγγροβλαχίας, κώδ. 6020 (513), σ. 403-407. Πρβλ. Ζαχαρόπουλου Ν., Δωρόθεος Βουλησμᾶς ὅ.π. , σ. 96.
[118] Κώδ. 988, φ.φ. 261α-285β τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βουκουρεστίου. Ἀπόσπασμα τοῦ ἔργου (συγκεκριμένα, οἱ ἐπιστολές τοῦ Νεοφύτου πρός τόν Νικηφόρο Θεοτόκη) ὑπάρχει ἐπίσης καί στόν κώδ. 1335 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου