Από αρχαιοτάτων χρόνων το μοιρολόι
αποτελούσε ένα σημαντικό ποίημα κατάλληλο για την έκφραση του θρήνου μας
εξαιτίας του θανάτου των προσφιλών μας προσώπων. Σύμφωνα με το λεξικό του Γ.
Μπαμπινώτη είναι «θρηνητικό τραγούδι που λέγεται κατά το ξενύχτισμα και την
κηδεία των νεκρών, αποτελεί θρήνο για την μοίρα του αποθανόντος, εκφράζει την
δίψα για την ζωή, την απέχθεια και τον τρόμο για τον θάνατο…».
Στο τέλους του κύκλου του Πάθους
του Υιού του Ανθρώπου, όταν έχουμε τον Χριστό μπροστά μας νεκρό στον Τάφο,
ψάλλουμε και εμείς ένα εξαίσιο λογοτεχνικά μοιρολόι, τον Επιτάφιο Θρήνο, κατά
τον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου. Είναι όμως όμοιο με τα μοιρολόγια που
απευθύνονται στους άλλους νεκρούς;
Στην χριστιανική μας πίστη η
ελπίδα είναι ο ίδιος ο Θεός, που με την αγάπη του προς εμάς τα πλάσματά Του και
την αγαπητική και μυστηριακή δράση του στον κόσμο διαλύει κάθε θλίψη, εκτονώνει
κάθε κρίση, σβήνει κάθε λύπη και γεμίζει φώς κάθε σκοτισμένη καρδιά. Η ελπίδα
αυτή που δίνεται ως χάρισμα από τον Θεόν και πηγάζει από μέσα μας κατά τον
θείον Παύλον, μάς γεμίζει κουράγιο και δύναμη και διατρανώνει την εμπιστοσύνη
στους ευαγγελικούς λόγους «ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν
γενήσεται…». Έτσι παρόλη την έκπληξη των Αγγέλων και την απορία των ανθρώπων
για το «ἡ Ζωὴ πῶς θνήσκεις;», ὁ Επιτάφιος Θρήνος ψάλλεται, όπως δηλώνεται ευθύς
εξαρχής, για να μεγαλύνουμε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και να τιμήσουμε την Ταφή
και τα Πάθη του, με τα οποία μας έσωσε εκ της φθοράς και απέλυσε εκ του Άδου το
γένος των βροτών.
Στον Επιτάφιο Θρήνο
οδυρόμαστε για όλα τα θλιβερά του Πάθους: την λύπη των Αγγέλων, τον σκοτασμό
του ηλίου και τον σεισμό της γης, την προδοσία του άσπονδου μαθητή, την
καταδίκη του Αθώου μετά των κακούργων, τις ύβρεις του όχλου, την ιουδαϊκή
παραφροσύνη της Χριστοκτονίας, τους εμπαιγμούς των στρατιωτών, τα φρικτά βάσανα
του Σταυρού, το παραμορφωμένο άψυχο σώμα του Ιησού, την στενότητα τού τάφου,
τον αλαλαγμό και σπαραγμό της Παναγίας μάνας.
Δεν στεκόμαστε όμως ανήμποροι σε
αυτά. Χαιρόμαστε και ελπίζουμε για τις ευεργεσίες του Πάθους: το δώρο της
αιωνίου ζωής, τον θάνατο του θανάτου, την ίαση της αμαρτίας των Προπατόρων, την
συντριβή του κράτους του διαβόλου, την εξέγερση κατά του κράτους τής αμαρτίας.
Και παρακαλώντας τον Θεό Σωτήρα μαζί με την Παναγία «Ἐξανάστηθι, Υἱέ»,
αδημονούμε για την Παναγία Ανάστασή του.
Πολύ σύντομα, λοιπόν, ὁ πόθος μας εκπληρώνεται και βροντοφωνάζουμε μαζί με
την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αποστόλους και όλη την πλάση: «Χριστὸς Ἀνέστη».
Κατανοούμε τότε τα όσα ὁ Κύριος υποσχέθηκε στην πρώτη εκ
των δώδεκα ευαγγελικών περικοπών που διαβάζουμε στην Ακολουθία των Παθών, την
Μεγάλη Παρασκευή: «Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς… πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν… ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται…»
Μέσα σε αυτό, επομένως, το
δώρο και χάρισμα της Αναστάσιμης υιοθεσίας και χαρμονής, προσφέρουμε στον
Αναστάντα Θεό ως αντίδωρον την πίστη μας, δηλ. την απόλυτη εμπιστοσύνη μας, ότι
κάθε φόβος, αγωνία, δυσκολία, στενοχωρία, πειρασμός ξεπερνιέται και διαλύεται
με την βεβαιότητα του «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ
ότι αν τηρούμε χάριτι Θεού το «μείνατε ἐν
τῇ ἀγάπη τῇ ἐμῇ» θα πραγματώσουμε στην ζωή μας το
«ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου