Διάδοχος τοῦ π. Σάββα στὸ Ῥωσικὸ
ἦταν ὁ μαθητής του Γεράσιμος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν Μακεδονία τὸ ἔτος 1770.
Περὶ αὐτοῦ, ὁ π. Παρθένιος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς στὶς σημειώσεις του:
«Ὁ π. Γεράσιμος εἰσῆλθε 15ετὴς στὴν
Μονὴ Εἰκοσιφοινίσσης καὶ ἤδη συμπληρώνει περισσότερα ἀπὸ 50 χρόνια μοναχικῆς
ζωῆς (1840).
Ὁ Γέροντας εἶχε τὸ ἐξαιρετικὸ
χάρισμα τὴς διακρίσεως. Καθοδηγεῖ τὰ 200 πνευματικά του τέκνα ὄχι μὲ τὴν
ἐξουσία ἀλλὰ μὲ τὴν πατρότητα· ἄλλον νουθετεῖ, κάποιον τιμωρεῖ καὶ ἄλλον
προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει μὲ δάκρυα. Ἀγαπᾶ τοὺς πάντες σὰν ἀληθινὸς πατέρας.
Τὸ κελλί του εἶναι σὰν νοσοκομεῖο·
ποτὲ δὲν εἶναι κλειστό. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ὑγιεῖς καὶ ἄῤῥωστοι, τρέχουν στὸν
Γέροντά τους, στὸν πνευματικό τους θεραπευτή, καὶ τοῦ φανερώνουν τὰ ψυχικά τους
τραύματα· ὁ ἔμπειρος ἰατρὸς τοὺς θεραπεύει, καὶ ἐκεῖνοι ἀναχωροῦν ὑγιεῖς καὶ
χαρούμενοι γιὰ τὸ διακόνημά τους. Τελευταῖος βγαίνει ἀπὸ τὸ κελλί του ὁ ἴδιος.
Πρωτίστως ἐπισκέπτεται τοὺς
ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ἐπιβλέπει καὶ τοὺς ἐργάτες καὶ τὶς ἐργασίες τους. Ἐν συνεχείᾳ,
βγαίνει ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἐπισκέπτεται ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς στὰ διάφορα
διακονήματά τους καὶ τοὺς βοηθάει ὁ ἴδιος. Ἔτσι, περνᾶ τὶς ἡμέρες του μὲ
ἀδιάκοπους ἀγῶνες. Τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας ποτὲ δὲν ἀναγκάζει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ βιασθοῦν,
ἀλλὰ τοὺς δίδει ἄνεση καὶ εὐλογία νὰ ξεκουράζονται συχνά.
***
Μερικὲς φορές –γράφει ὁ μοναχὸς
Παρθένιος- μπαίνω στὴν ἐκκλησία, καὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα δὲν ὑπάρχει κανεὶς
ἀκόμη, ἀλλὰ ὁ Ἡγούμενος ἤδη βρίσκεται ὄρθιος στὴν θέση του.
Ἄλλη τροφή, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τῆς
κοινῆς τραπέζης, δὲν παίρνει· συχνὰ στὴν τράπεζα νουθετεῖ καὶ καθοδηγεῖ τοὺς
πατέρες, σχολιάζοντας μερικὲς φορὲς τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλλείψεις τους, χωρὶς
ὅμως νὰ ἀναφέρει κανενὸς τὸ ὄνομα. Πάντα μιλάει μὲ κατάνυξη καὶ πατρικὴ ἀγάπη,
καὶ ὅλους τοὺς κατασυγκινεῖ. Τὸν βλέπουν ὅλοι ὡς ἄγγελο, τὸν ὑπακούουν ὡς Θεό,
τὸν τιμοῦν ὡς βασιλέα καὶ τὸν ἀγαποῦν ὡς πατέρα. Τοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὶς ψυχὲς
καὶ τὰ σώματά τους, διότι τὸν θεωροῦν ἰατρό, ποιμένα καὶ καθοδηγητὴ πρὸς τὴν
Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δὲν τὸν τιμοῦν μόνον τὰ τέκνα του,
ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος, ὡς αὐστηρὸν φύλακα τοῦ κοινοβιακοῦ
τυπικοῦ.
***
Μὲ συντομία θὰ ἀναφέρουμε πῶς ὁ
Γέρων Γεράσιμος συμπεριφερόταν στὴν ἀδελφότητα τοῦ Ῥωσικοῦ· πῶς ἐβάσταζε τὶς
ἀδυναμίες τῶν ἀδυνάτων, πῶς κατεπράϋνε τὴν ὑπερηφάνεια τῶν ἀσκητῶν καὶ πῶς
ἀπεμάκρυνε τοὺς ἀνυποτάκτους καὶ τοὺς παραβάτας τῶν κανονισμῶν τοῦ κοινοβίου.
Κάποτε ἦλθε στὸ Μοναστήρι ὁ μοναχὸς
Ἀβράμιος, Ῥῶσος ἀπὸ τὸ Δόν, καταγόμενος ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια· νωρίτερα
ζοῦσε στὴν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ καὶ ζητοῦσε τώρα ἀπὸ τὸν π. Γεράσιμο νὰ τὸν
δεχθῆ στὸ Κοινόβιο. Γιὰ νὰ γίνει δεκτὸς παρεκάλεσε καὶ ὁ Πνευματικὸς Ἱερώνυμος,
ἀναφέροντας ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους λόγους καὶ τὴν περιουσία του, τὴν ὁποία
ἀποτελοῦσαν 20.000 leva· ζήτησε ὅμως νὰ μὴν τοῦ ἀναθέτουν διακόνημα
-Καὶ τί θὰ κάνεις; ῥώτησε τὸν
π. Ἀβράμιο ὁ Ἡγούμενος.
-Θὰ προσεύχομαι, ἀπήντησε
ἐκεῖνος.
-Καλά, χαίρομαι γι’ αὐτό, τοῦ
εἶπε. Ἂν ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότης μου ἀπεφάσιζε νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως, οὔτε
ἕναν δὲν θὰ ἔστελνα στὸ διακόνημα, ἐπειδὴ ἡ πραγματικὴ μοναχικὴ ἐργασία
εἶναι ἡ προσευχή· ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι δευτερεύοντα καὶ γίνονται γιὰ νὰ
ἀποφεύγεται ἡ ὀκνηρία. Ἂν ὅμως δὲν ὑπῆρχαν διακονήματα, στὸ Μοναστήρι μου δὲν
θὰ ἔμεναν οὔτε 20 ἄνθρωποι, ἐνῶ τώρα ὑπάρχουν 200. Γιὰ ὅλους εἶναι εὐχάριστα καὶ
χαρούμενα στὸ κοινὸ διακόνημα. Ὑπάρχει λοιπὸν καιρὸς γιὰ προσευχή, καιρὸς γιὰ
ἐργασία, ὥρα γιὰ φαγητὸ καὶ ὥρα γιὰ ὕπνο. Καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο μὲ ὅλη του
τὴν καρδιά, ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ προσεύχεται μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, τὴν ὁποία
οἱ σωματικοὶ κόποι δὲν ἐμποδίζουν ἀλλ’ ἀντιθέτως τὴν βοηθοῦν.
Ἂν μπορῆς καὶ σὺ νὰ προσεύχεσαι
ἔτσι, θὰ σὲ δεχθῶ καὶ θὰ σὲ τακτοποιήσω καὶ χωρὶς τὰ χρήματά σου· αὐτὰ δῶσ’ τα
ὅπου νομίζεις. Ἂν ὅμως δὲν μπορῆς, τότε οὔτε τὰ χρήματα μᾶς χρειάζονται. Ἐμεῖς
στὸ Μοναστήρι δὲν συγκεντρώνουμε χρήματα, ἀλλὰ σώζουμε ψυχές. Ὅταν βεβαίως
κάποιος τὰ φέρει, δὲν τὰ ἀρνούμεθα· τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ
Μοναστηριοῦ· ὁ μοναχὸς ὅμως ποὺ τὰ ἔφερε εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ὑπακούει σὲ
ὅλους τοὺς κανονισμοὺς τοῦ Κοινοβίου καὶ νὰ ξεῤῥιζώσει τὸ θέλημά του· ἐμεῖς σὲ
κανέναν δὲν ἐπιβάλλουμε κάτι ὑπεράνω τῶν δυνάμεών του· παραχωροῦμε μόνον ὅ,τι ὁ
καθένας μπορεῖ νὰ σηκώσει.
***
Συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό:
Ζοῦσε στὴν Μονὴ ἕνας μοναχὸς ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη γινεί
μικρόσχημος. Αὐτὸς προσέφερε μεγάλο ποσό, ἀλλὰ κράτησε ἕνα μέρος γιὰ τὸν ἑαυτό
του. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἔλεγε:
-Ἂν ἐπιθυμῆς νὰ ζῆς μαζί μας, μὴν
κρατήσεις οὔτε τὸ ἐλάχιστο· αὐτὸ ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται. Ἂν λυπᾶσαι γιὰ τὰ χρήματα
καὶ δὲν θέλεις νὰ τὰ ἀποχωρισθῆς, δέν πρέπει τίποτε νὰ μᾶς δώσεις. Ἐσένα σοῦ
χρειάζεται τέτοιος τρόπος, ὅπου θὰ μπορῆς νὰ ζῆς μὲ χρήματα· διότι σὲ περίπτωση
ποὺ θὰ τὰ ἀποκρύψεις καὶ θὰ εὑρεθοῦν μετὰ τὸν θάνατο, θὰ μποῦν μαζί σου στὸν
τάφο· ὡς παραβάτης δὲ τοῦ Κοινοβίου, δὲν θὰ ἀξιωθῆς τοῦ μνημοσύνου τῆς
ἀδελφότητος.
-Ἅγιε πάτερ, ὅ,τι ἔχω θὰ τὸ
δώσω! ἀπήντησε ἐκεῖνος.
Ὁ Ἡγούμενος τὸν δέχθηκε καὶ τὸν
ἔκειρε μεγαλόσχημο. Ὁ μοναχὸς ἦταν πολὺ ταπεινός, ἁπλὸς καί -ὡς καλὸς
ἐπιπλοποιός- χρήσιμος στὸ Κοινόβιο. Ἡ ἀδέλφοτης τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολύ, ἀλλὰ ὁ
Ἡγούμενος διεῖδε κάποια ἀδυναμία νὰ κρύβεται μέσα του: ἦταν τὸ φίδι τῆς
φιλαργυρίας· γι’ αὐτό, συχνὰ τὸν καλοῦσε καὶ μὲ δάκρυα τὸν ἱκέτευε νὰ φανερώσει
καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρήματα, ἐκεῖνος ὅμως ἀπαντοῦσε ὅτι τὰ παρέδωσε ὅλα.
Ὁ Ἡγούμενος Γεράσιμος, βλέποντας
τὴν σκλήρυνση καὶ τὴν ἐπικείμενη ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του, θέλησε νὰ τὸν
διορθώσει. Μία ἡμέρα, ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς, διέταξε νὰ τὸν
ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ Κοινόβιο, νὰ πετάξουν ὅλη τὴν περιουσία του καὶ νὰ τοῦ
ἐπιστρέψουν τὰ χρήματά του· ὁ μοναχός, βεβαίως, δὲν τὰ πῆρε, λέγοντας ὅτι τὰ
ἔδωσε γιὰ πάντα στὸ Μοναστήρι. Τότε ἡ ἀδελφότης λυπήθηκε πολὺ καὶ μὲ δάκρυα
σκεπτόταν ὅτι ὁ Ἡγούμενος τιμώρησε χωρὶς ἔλεος τόσο ταπεινὸν ἄνθρωπο.
Ὁ μοναχὸς ἔφυγε ἀπὸ τὸ Κοινόβιο·
βρῆκε σύντροφο καὶ ἀγόρασε Κελλί. Πλήρωσαν 4.000 leva γιὰ νὰ τὸ
ἀγοράσουν, καὶ 2.000 γιὰ τὴν ἀνακαίνιση. Τότε ἀντελήφθησαν ὅλοι γιὰ ποιὸ λόγο
τὸν ἔδιωξε ὁ Ἡγούμενος.
Ὅταν ὁ μοναχὸς Ἀβράμιος –αὐτὸ ἦταν
τὸ ὄνομά του- ξόδεψε ὅλα τὰ χρήματα, ἔπεσε σὲ ἀκηδία καὶ δὲν ἦταν πλέον εἰς
θέσιν νὰ ζήσει στὸ Κελλί· γι’ αὐτὸ τὸ παρέδωσε στὸν σύντροφό του.
Ὁ ἴδιος ἦλθε στὸ Μοναστήρι καὶ
ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν πορτάρη νὰ πῆ στὸν Ἡγούμενο πὼς θέλει νὰ ἱκετεύσει γιὰ
συγχώρησει. Ἐκεῖνος μετέφερε τὴν παράκληση. Μόλις τὴν ἄκουσε ὁ Ἡγούμενος,
ἔτρεξε καὶ τὸν ἀγκάλιασε λέγοντας:
-Τέλειωσαν ὅλα σου τὰ χρήματα ἢ
ἔμεινε κάτι ἀκόμη;
-Συγχώρησέ με, ἅγιε πάτερ· ἥμαρτον
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον σου, ἀπήντησε ἐκεῖνος μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Τώρα
τίποτε δὲν μοῦ ἔμεινε πλέον, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου!
-Πρέπει νὰ χαίρεσαι, ἀφοῦ ὁ Κύριος
σὲ ἐκαθάρισε καὶ τώρα θὰ γίνεις πραγματικὸς μοναχός, εἶπε ὁ Ἡγούμενος καὶ
τοῦ ἔδωσε πάλι κελλὶ στὸ Μοναστήρι.
***
Ὁ σοφὸς καὶ ἀνιδιοτελὴς Γέρων
Γεράσιμος, σχεδὸν κάθε ἡμέρα, ἔκανε ἔργα ἄξια θαυμασμοῦ. Ἐγνώριζε ποιὸν νὰ
τιμωρήσει καὶ σὲ ποιὸν νὰ συγχωρήσει τὴν ἀδυναμία.
Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ τὸ 1875, σὲ
ἡλικία 105 ἐτῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου