|
Αμβρόσιος ιερομόναχος
Λάζαρης
(1912 - 2006)
|
- Γέροντα, πες μου πώς ζούσες,
όταν ήσουν στο Άγιον Όρος;
- Στο Άγιον Όρος ήταν βαρύς
χειμώνας. Πάνω από ένα μέτρο χιόνι στο Κουτλουμούσι. Είχαμε φασόλια, ρεβίθια,
ψωμί, παστή σαρδέλα, κρεμμύδι και κουκιά Κρέας δεν τρώγαμε ποτέ, ψάρια
-τρώγαμε. Μια φορά, με βάλανε εκεί πού έχουνε τα βαρέλια με τα κρασιά. Με
βάλανε εκεί δύο χρόνια, γιατί είχε πολλά αμπέλια το Μοναστήρι. Κάτω, στη
θάλασσα το ένα, και κάτω από το Μοναστήρι, ένα χιλιόμετρο, το άλλο. Μετά με
βάλανε τραπεζάρη. Εγώ φρόντιζα στο τραπέζι το κρασί. Πήγαινα κάθε μέρα στην
αποθήκη και έπαιρνα δέκα κιλά κρασί σε μία νταμιτζάνα και έβαζα πάνω στο
τραπέζι από ένα ποτήρι. Αλλά είχα ένα κελί ξεχωριστό, που είχα τα πράγματα.
Κάνανε ωραίο κρασί τα σταφύλια μας.
- Ποιόν μοναχό είχες
ξεχωρίσει;
- Ο παπά-Κύριλλος ήταν ο καλύτερος,
στη σκήτη τού Κουτλουμουσίου, καλόγερος τέλειος ψυχικώς και σωματικώς. Τον
ξέρανε όλοι, στις Καρυές και παντού. Τον φέρανε εκεί, κάθισε ένα φεγγάρι και
μετά δεν τ' άρεσε κι έφυγε. Έβλεπε ότι δεν γινότανε πρόοδος στο Μοναστήρι μέσα
και τα παρατάει και πάει στο καλύβι του.