Ισαάκ
ιερομόναχος Καψαλιώτης
(1937-1998)
Περισσότερες φωτογραφίες:
|
Συνέντευξις που ἐδόθη στόν
πρωτοσύγγελο π. Ἰωήλ Κωνστάνταρο στόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης τήν 16 – 07 – 2014
Π. ΙΩΗΛ - ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΠΡΩΤΗ: Φίλοι
ἀκροατές, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε.
Σήμερα ἔχομε πολύ μεγάλη χαρά,
διότι ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος, εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας στό
Ράδιο-Δρυϊνούπολις.
Ἡ χαρά μας μάλιστα διπλασιάζεται,
καθότι εὐχαρίστως ἐδέχθη νά μᾶς ὁμιλήση γιά τόν μακαριστό Γέροντά του Ἰσαάκ τόν
Ἁγιορείτη, τόν Λιβανέζο.
Π. Ἀρσένιε, σᾶς εὐχαριστοῦμε ἐκ
μέσης καρδίας, καί ἐκ μέρους τῶν ἀκροατῶν φυσικά, καί μέ δέος καί συγκίνησι
ἀναμένομε νά ἀκούσωμε ὅ,τι ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς ἀγαπώσης καρδίας σας
ἐπιτρέπεται νά μᾶς πῆτε περί τοῦ πνευματικοῦ σας πατρός δεδομένου ὅτι ἀρκετοί
κάτοικοι τῆς Μητροπόλεώς μας εἶχαν τήν εὐλογία νά συνομιλήσουν, νά λάβουν τήν
εὐχή του καί νά ἐξομολογηθοῦν, τόσον εἰς τό Ἱερόν Κελλίον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ εἰς τήν Καψάλα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσον καί ἐδῶ εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Μολυβδοσκεπάστου, πού, ὅπως ἐνθυμούμεθα, ὅταν ὁ Γέροντάς σας ἐρχόταν κάποιες
φορές, ἐσεῖς ὁ ἴδιος τόν συνωδεύατε καί τόν διακονούσατε.
Τώρα, γιά ἐμέ, π. Ἀρσένιε, εἶναι
καιρός τοῦ σιγᾶν.
Καί εὐθύς ἀμέσως θά σᾶς θέσωμε τήν
πρώτη ἐρώτησι.
Μπορεῖτε νά μᾶς πῆτε γιατί ὁ
σεβαστός σας Γέροντας ἔλαβε τό προσωνύμιο ''Λιβανέζος''; Δέν ἦταν ἑλληνικῆς
καταγωγῆς; Διότι καί ἐγώ πού τόν εἶχα γνωρίσει ὡς φοιτητής, εἶχα παρατηρήσει
ὅτι ὡμιλοῦσε τέλεια τά Ἑλληνικά ὡς πρός τήν προφορά καί ὁ λόγος του ἦτο
ἀπολύτως συγκροτημένος καί ἅλατι ἠρτημένος.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Κατ᾽ ἀρχάς, σεβαστέ
μου π. Ἰωήλ, θά ἤθελα νά ἐκφράσω τίς θερμές μου εὐχαριστίες στόν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κ. κ. Ἀνδρέαν γιά τήν
εὐλογία πού μᾶς παρέχει γι᾽ αὐτήν τήν συνέντευξι καί ἐπικαλοῦμαι τίς εὐχές του.
Καί τώρα εὐθύς ἀμέσως εἰσερχόμεθα εἰς τό θέμα.
Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ ἔλαβε αὐτό τό
προσωνύμιο καθότι ἐγεννήθη καί ἐμεγάλωσε στόν Λίβανο. Οἱ γονεῖς του, Νεμέρ καί
Μάρθα, ἦσαν Λιβανέζοι καί διέμεναν σέ ἕνα χωριό δέκα πέντε περίπου χιλιόμετρα
βορειοανατολικά τῆς Βηρυττοῦ. Τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὅτι ὁ τότε μικρός
Φαρές, δηλαδή στά Ἑλληνικά Φίλιππος, ἀνετράφη μέσα σέ μία Ὀρθοδοξωτάτη
χριστιανική οἰκογένεια. Ἐπειδή δέ ὁ ἴδιος ἦτο γῆ καλή κἀγαθή ἐρουφοῦσε ἀχόρταγα
τό γάλα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπό μικρόν τόν κατηύθυνε τό Ἅγιον
Πνεῦμα καί ἀγαποῦσε ὄχι ἁπλᾶ τήν προσευχή, ἀλλά καί διάφορες πνευματικές
ἀσκήσεις, ὅπως μόνωσι, ἡσυχία, μελέτη, προσευχή, νηστεία, κλπ.
Σημειωτέον ὅτι τό ὄνομα Φίλιππος τό
εἶχε καί ὡς ρασοφόρος, ἕως ὅτου ἔγινε μεγαλόσχημος ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο μέ τό
ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.
Τώρα, π. Ἰωήλ, ἡ ἀπορία σας καί ὁ
θαυμασμός σας γιά τόν ἄριστο χειρισμό τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐκ μέρους τοῦ
Γέροντος Ἰσαάκ εἶναι πέρα γιά πέρα δικαιολογημένος. Μιλοῦσε πράγματι ἄπταιστα
Ἑλληνικά, τόσο καλά, πού ἤξερε ὄχι μόνο τά Νέα Ἑλληνικά, ἀλλά καί τά Ἀρχαῖα.
Τόσο, πού ἔλεγε μάλιστα ἀβίαστα πολλές εὐχές τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν ἀπ᾽ ἔξω
χωρίς νά κάνη καθόλου γραμματικά ἤ συντακτικά λάθη.
Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικά τήν εὐχή
τῆς Ἐνάτης Ὥρας «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ μακροθυμήσας ἐπί τοῖς ἡμῶν
πλημμελήμασι, κλπ.», πού εἶναι καί σχετικά μεγάλη, πῶς τήν ἔλεγε ἀπ᾽ ἔξω ἀπό τό
''Γεροντικό'' στασίδι τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Κελλίου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἀκόμη βέβαια πιό θαυμαστό πρᾶγμα
εἶναι ὅτι ἡ προφορά του ἦτο τέλεια ἑλληνική. Καί νά σοῦ ἔλεγε κάποιος ὅτι ἦτο
Λιβανέζος, ἐάν δέν ἤξερες πιό πολλά στοιχεῖα γι᾽ αὐτόν, ἤ ἀποροῦσες, ἀκόμη καί
ἠμποροῦσες νά δυσπιστήσης γιά τήν καταγωγή του, μέ τήν καλή ἔννοια. Αὐτό, χωρίς
ὑπερβολή, εἶναι ἀνεξήγητο καθότι ἦλθε στήν Ἑλλάδα τό 1968 γιά πρώτη φορά,
μεγάλος σέ ἡλικία, δηλαδή τράντα ἑνός ἐτῶν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, κάποιος
ἑλληνομαθής Ἄραβας πού δέν ἤξερε τήν καταγωγή του, ὅταν τόν ἄκουσε νά μιλάη καί
Ἑλληνικά καί Ἀραβικά, νομίζοντας ὅτι ἦταν Ἕλληνας πού μιλοῦσε Ἀραβικά, τοῦ
εἶπε: «Μπράβο πάτερ, δέν περίμενα ποτέ ἕνας Ἕλληνας νά μπορῆ νά μιλάη τόσο
τέλεια τά Ἀραβικά!» Καί μετά τοῦ εἶπε ὁ π. Ἰσαάκ: «Ἄραβας εἶμαι εὐλογημένε,
ὅπως κι ἐσύ».
Ὁ Γέροντας μιλοῦσε τά Ἑλληνικά
χωρίς καθόλου νά χρειάζεται νά σκέφτεται, δηλαδή ἄπταιστα. Εἶχε στήν οὐσία δύο
μητρικές γλῶσσες. ῎Ηξερε ὅλους τούς ἰδιωματισμούς καί τίς λεπτές ἔννοιες καί
ἀποχρώσεις τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀλλά ἐκτός αὐτῶν, τό διαπιστώναμε καθημερινά
ἀπό τίς διορθώσεις πού μᾶς ἔκανε, ὅταν ἐχρειάζετο, στίς δικές μας διατυπώσεις.
Μᾶς ἔλεγε ''αὐτή ἡ διατύπωσις εἶναι πιό ταπεινή, πιό εὔστοχη, δείχνει πιό
σύνεσι, εὐγένεια, πιό καλογερικό φρόνημα'', ἤ ''δέν ταιράζει γι᾽ αὐτό τό θέμα,
δέν ἁρμόζει σέ μοναχό, κλπ.''
Ἔκανε δέ, σάν ζεστός ἄνθρωπος πού
ἦτο, καί διάφορα σοφά, ὠφέλιμα καί εὔθυμα λογοπαίγνια γιά νά μᾶς ξεκουράζη καί
νά μᾶς ὠφελῆ.
Μία φορά, ἐπί παραδείγματι,
ἐνθυμοῦμαι, πού θά πηγαίναμε γιά κάποιες δουλειές ἐκτός Κελλιοῦ, ἦλθε στό κελλί
μου καί μοῦ εἶπε: «Σήμερα ἔχει συννεφόκαμπο». Καί τοῦ εἶπα αὐθόρμητα: «Τί θά πῆ
αὐτό, Γέροντα;» Καί μοῦ τό ἐξήγησε...
Μία ἄλλη φορά μέ ἐρώτησε: «Πότε
ἐγεννήθηκες;» Τοῦ εἶπα: «Γέροντα, τό 1962». Καί μοῦ προσέθεσε: «Κι ἐγώ τότε
ἐγεννήθηκα»! Τοῦ ξαναλέω: «Γέροντα, ἀσφαλῶς καί μέ πειράζετε». Μοῦ λέει: «Ὄχι,
κι ἐγώ τότε ἐγεννήθηκα...». Τότε, ἐνῷ αὐτό μοῦ ἐφαίνετο ἀστεῖο, ταυτόχρονα ὅμως
διέκρινα καί μία συγκίνησι στά μάτια τοῦ Γέροντα....
Αὐτή ἡ συγκίνησις εὐτυχῶς γιά μένα
ἀπετέλεσε φραγμό στόν νεανικό τότε αὐθορμητισμό μου καί δέν τοῦ ξαναεῖπα, καί
μάλιστα πιό ἔντονα ''Γέροντα, μέ πειράζετε'', ἀλλά τόν ἐρώτησα μέ ἀπορία:
«Γέροντα, μήπως ὑπονοῆτε κάτι ἄλλο;» Καί ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: «Ὅταν ἐσύ
ἐγεννήθηκες καί ἦλθες στήν ζωή, τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή, καί ἐγώ πραγματικά
αἰσθάνομαι ὅτι ἐγεννήθηκα. Ἐγεννήθηκα ἄνωθεν, ἐπειδή ἔγινα μοναχός». Δεῖγμα καί
αὐτό τό πόσο πετυχημένος καί ἐνάρετος μοναχός ἦτο καί πόσο ἐδοξολογοῦσε ἐκ
καρδίας τόν Θεό γιά τίς μεγάλες εὐλογίες πού δικαίως τοῦ ἐχάριζε.
Σέ διάφορα βιβλία, συλλογές,
ἡμερολόγια, κατά γενική ὁμολογία, συγκαταλέγεται στούς πολύ ἐναρέτους
Ἁγιορεῖτες μοναχούς.
Ἐπίσης, γιά τό ἐν λόγῳ θέμα τῆς
γλώσσης, ἐάν μέ ἐρωτήσετε ποιά ἀπ᾽ ὅλες τίς τοπικές ἑλληνικές διαλέκτους
ὡμιλοῦσε, θά σᾶς ἀπαντοῦσα ἀπερίφραστα ''τήν Ἁγιορείτικη''. Αὐτό δέ ἐπειδή αἰσθανόταν
πραγματική πατρίδα του καί τόπο του τό Ἅγιον Ὄρος.
Ταπεινά νομίζω ὅτι αὐτή ἀκριβῶς ἡ
ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀκόρεστη δίψα του γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἐξεφράζετο στόν
καλύτερο βαθμό μέσῳ τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως καί Γραμματολογίας, ἦτο ἡ
γενεσιουργός αἰτία καί δύναμις ὥστε νά καταφέρη νά ἐπιτύχη ὁ Γέροντας ὅλα τά
προαναφερθέντα.
Τό πιό ὅμως ἀξιοσημείωτο ἀπ᾽ ὅλα
ἦτο ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε πλήρως ἐγκληματισθῆ στό ἑλληνορθόδοξο καί ταυτόχρονα
οἰκουμενικό ''κλῖμα'' καί ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Εἶχε ἐνταχθῆ πλήρως στήν Ἀθωνική
κοινωνία, εἶχε ἀσπασθῆ ἐντελῶς τήν γνήσια Ἁγιορείτικη νοοτροπία καί αἰσθανόταν,
στό Ἅγιον Ὄρος, στήν πνευματική του πατρίδα, ἐντελῶς ἄνετα. Χωρίς νά ἀρνῆται
τίς ρίζες του τόν αἰσθανόσουν ὅλον Ἕλληνα-Ρωμηό καί κυρίως ὅλον Πανορθόδοξον.
Φυσικά, στό Ἅγιον Ὄρος, οὔτε ὁ ἴδιος αἰσθανόταν ξένος. Ἡ συμπεριφορά του, ἡ
καλογερική του, ὁ ἡσυχασμός του, ἡ ποιμαντική του, οἱ πνευματικές διασυνδέσεις
του, ἡ δημοτικότης του, κλπ., ἀποδεικνύουν μέ τό παραπάνω τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Τώρα, τό ὅτι ὁ λόγος του ἦτο ἅλατι
ἠρτημένος, ὅπως πολύ σωστά προαναφέρατε, ἦτο συνέπεια τῆς ὅλης πνευματικῆς
συγκροτήσεώς του, τῶν πλουσίων ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του, οἱ ὁποῖες ἔτι καί
ἔτι ἐξεφράζοντο εὔστοχα λόγῳ καί τῆς ἀκαδημαϊκῆς του ἐν γένει καταρτίσεως.
Αὐτά, π. Ἰωήλ, ὡς ἀπάντησι στήν
πρώτη ἐρώτησι.
Π. ΙΩΗΛ - ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Πολύ
κατατοπιστικά αὐτά πού μᾶς εἴπατε π. Ἀρσένιε. Καί ἐπειδή ἤδη κάπως μᾶς ἔχετε
προϊδεάσει γιά τόν χαρακτῆρα τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ, παρακαλοῦμε πολύ πῆτε μας
κάποια ἐπί πλέον στοιχεῖα γιά τήν προσωπικότητά του. Αὐτό, ἄς ἐκληφθῆ ὡς
δευτέρα ἐρώτησις.
Οἱ προσκυνητές ἔνοιωθαν κοντά του
ἄνετα; Ὁ ἴδιος κρατοῦσε ἀποστάσεις; Ἦτο αὐστηρός, μέτριος, ἁπλός ἤ σύνθετος;
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ εἶχε
μία ἁπλῆ σύνθεσι καί μία σύνθετη ἁπλότητα. Καί ἐξηγούμεθα:
Ἡ συμπεριφορά του, ἡ στάσις του, οἱ
ἐνέργειές του ἦσαν ἡ συνισταμένη πολλῶν ἐπί μέρους συνιστωσῶν. Ὅλες αὐτές ὅμως
οἱ παράμετροι εἶχαν ἕνα ἁρμονικό δέσιμο καί συνοχή πού τελικά, ἀναλόγως μέ τήν
περίπτωσι, ἔπαιρναν μία συγκεκριμένη, ὑπεύθυνη, ἀταλάντευτη, ὥριμη καί τελικά
ἁπλῆ μορφή, πού ἀντιστοιχοῦσε σέ ἀνάλογη τακτική καί στάσι.
Ὁ Γέροντας, ἀπό τήν φύσι του, ἦτο
ζεστός, πηγαῖος, ἐπικοινωνιακός, αὐθόρμητος, προσεκτικός, διακριτικός.
Συνεδίαζε σοβαρότητα μέ ὡριμότητα, ἀλλά ταυτόχρονα ἦτο καί πολύ εὐχάριστος
στούς ἄλλους. Ἐφήρμοζε τό ''τοῖς πᾶσι χρόνος καί καιρός παντί πράγματι'' (Ἐκκλ.
γ´, 1). Ὅποτε ἔπρεπε νά εἶναι παρακλητικός, ἦταν ἔτσι, ὅποτε ἔπρεπε κάποιον νά
τόν ἀνασύρη ἀπό τήν ἀπελπισία, καί τά τοιαῦτα, τό ἔπραττε ἀναλόγως.
Εἶχε πολλή ἀγάπη καί ἤθελε παντί
τρόπῳ νά βοηθᾶ ἀνιδιοτελῶς, ἀκόμη καί ὅσους εἶχαν, εἴτε ἄλλο φρόνημα, εἴτε
ἐφέροντο ἀχάριστα, κλπ. Μάλιστα, χωρίς ντροπή καί φόβο, δέν ἐδίσταζε νά κάνη
ἀκόμη καί τολμηρές ἐπισκέψεις προκειμένου νά τούς ἐπαναφέρη στόν ὑγιῆ
πνευματικά δρόμο χωρίς νά ὑπολογίζη τυχόν ἐπιπτώσεις καί κόπους.
Ἦτο πέρα γιά πέρα εἰλικρινής,
αὐθόρμητος καί εὐθύς.
Συνήθως ἦτο πολύ προσιτός, ἄλλες
φορές ὅμως κρατοῦσε καί ἀποστάσεις. Ἦτο ἀπόμακρος ἀναλόγως τῶν περιστάσεων.
Εἴτε γιατί ἔκρινε ὅτι δέν ἔπρεπε νά εἶχε στενές σχέσεις μέ κάποιους, εἴτε γιατί
δέν ἤθελε νά δώση ἀέρα σέ ἄλλους, ἐπειδή θά τό ἐκμεταλλεύωντο ὄχι γιά τό καλό,
εἴτε ἐπειδή ἁπλᾶ δέν ὠφελοῦσε, δέν ἔβγαινε πνευματικό κέρδος, εἴτε ἐπειδή
ἐφήρμοζε κάποιο καλογερικό τυπικό, κλπ.
Ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶχε διάκρισι. Γι᾽
αὐτό εἶχε καί πολυσύνθετη συμπεριφορά, πάντα ὅμως μέσα στά μοναχικά πλαίσια καί
πρός οἰκοδομήν. Νά σᾶς ἀναφέρω διάφορα παραδείγματα:
Π. ΙΩΗΛ: Βεβαίως σᾶς ἀκοῦμε γιατί
αὐτά μᾶς βοηθοῦν καλύτερα νά ἐννοήσωμε τά τοῦ Γέροντος.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὅταν μέ ἔστελνε στίς
Καρυές γιά τό ταχυδρομεῖο, ψώνια καί διάφορες ἄλλες δουλειές, μοῦ ἔλεγε συνήθως
νά ἔχω ἐλαφρά σκυμμένο τό κεφάλι, νά λέω τήν εὐχή μυστικῶς καί νά μή πιάνω
κουβέντες καί συζητήσεις, ἐκτός ἀπό τά ἀναγκαῖα γιά τίς ἐργασίες πού ἔπρεπε νά
διεκπεραιώσω. Μάλιστα, μοῦ ἔλεγε νά πηγαίνω στίς Καρυές ὄχι ἀπό τόν κεντρικό
δρόμο, ἀλλά μέσῳ τῶν μονοπατιῶν. Μοῦ ἐτόνιζε: «Στίς Καρυές, ὄχι ἀνοίγματα καί
οἰκειότητες. Νά εἶσαι εὐγενής καί σοβαρός».
Ἄλλες φορές ὅμως, ὅταν μέ ἔστελνε
σέ κάποια Κελλιά, ἤ σέ κάποια εὐλογημένα ἀνήμπορα γεροντάκια, μοῦ ἐπέτρεπε καί
μάλιστα ἐχαίρετο καί ὁ ἴδιος νά μαθαίνω διάφορες ψυχωφέλιμες ἱστορίες ἀπό τήν
πλούσια Ἀθωνική μοναχική πεῖρα τους.
Κάποιες φορές, στό Κελλί τῆς
Ἀναστάσεως στήν Καψάλα, μοῦ ἔλεγε: «Σήμερα, ἕως τήν Ἐνάτη Ὥρα νά ἐφαρμόσωμε
πλήρη σιωπή». Κάτι ἀνάλογο ἐγίνετο μερικές φορές, ὅταν ἐπηγαίναμε γιά
ἀκολουθίες σέ κάποια ἄλλα Κελλιά ἤ Μοναστήρια. Ἄλλες φορές ὅμως συζητούσαμε
διάφορα ἐνδιαφέροντα θέματα καθ᾽ ὁδόν.
Ἐσέβετο πολύ τά τυπικά τῶν διαφόρων
Μονῶν καί ἱερῶν Κελλίων ὅταν ἐπήγαινε γιά ἀγρυπνίες καί προσαρμοζόταν σ᾽ αὐτά.
Ἐν τούτοις, ὅταν ἡ συγκυρία τό ἐπέβαλε, ἤ ἀκόμη καί τό ἀπαιτοῦσε, ἔλεγε καί τήν
γνώμη του.
Μία φορά ἐπήγαμε σέ κάποια ἀγρυπνία
σέ ἕνα Μοναστήρι. Ἦτο ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων. Ἐπειδή ἐκείνη τήν χρονιά τό Πάσχα
ἔπεφτε νωρίς, ἔκανε κρύο στό Καθολικό τῆς Μονῆς. Τότε κάποιοι πατέρες τῆς Μονῆς
εἶπαν στόν παπα-Ἰσαάκ: «Γέροντα, ξυλιάσαμε. Στήν ἀγρυπνία ἔκανε κρύο». Τότε ὁ
Γέροντας, ἀφοῦ τούς εἶπε ὅτι κι ἐκεῖνος ἐκρύωνε, τούς ἐρώτησε: «Μά, γιατί δέν
ἀνάψατε λίγο τήν σόμπα γιά νά σπάση τό κρύο;» Κι ἐκεῖνοι ἀπήντησαν: «Τό τυπικό
τῆς Μονῆς μας ἐκ παραδόσεως συνηθίζει, ὁρίζει ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων καί
μετά νά μήν ἀνάβωμε σόμπα». Τότε καί ὁ Γέρων Ἰσαάκ τούς εἶπε: «Εὐλογημένοι,
αὐτά εἶναι σκουριασμένα τυπικά».
Εἶπε γιά τόν τρόπο πού ἔψαλλε ἕνας
μοναχός, ἔμπειρος στά ψαλτικά: «Ὅλα καλά, ἀλλά ἡ φωνή του θέλει λίγο
''λιμάρισμα''». Ἐννοοῦσε γιά νά γίνη ἀκόμη πιό κατανυκτική ἡ ψαλμωδία.
Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὅμως δέν
ὡμιλοῦσε ἤ δέν ἐπενέβαινε καθόλου.
Πονοῦσε πολύ γιά τίς ἁμαρτίες καί
τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Ἤθελε πολύ νά τούς βοηθήση, ἐκτός ἀπό τήν προσευχή,
καί μέ πολλούς ἄλλους τρόπους (μέ διδαχές, μέ τήν ἀγάπη του, στοργή του, κλπ.),
ὁπότε εἶχε καί ἀνάλογες ποιμαντικές συμπεριφορές.
Ἤθελε πάσῃ θυσίᾳ οἱ μοναχοί καί
ἰδιαίτερα οἱ Ἁγιορεῖτες νά στέκωνται στό ὕψος τῶν περιστάσεων σέ ὅλα τά θέματα.
Ὡς ἐκ τούτου, δέν συμφωνοῦσε μέ τά ἀνοίγματα δρόμων στό Ἅγιον Ὄρος, τήν αὔξησι
τῶν αὐτοκινήτων, κλπ. Μάλιστα, ἐστενοχωρεῖτο ἀκόμη πιό πολύ ὅταν διάφορα
τριαξονικά φορτηγά ἐκινοῦντο τήν νύκτα στούς κεντρικούς δρόμους τοῦ Ἁγίου
Ὄρους.
Ἤθελε ὁ μοναχός νά εἶναι χωρίς
πολλούς περισπασμούς, ἀφοσιωμένος στήν προσευχή καί στά λοιπά μοναχικά του
καθήκοντα. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἠγωνίζετο γιά τήν ἐπικράτησι αὐτοῦ τοῦ
πνεύματος.
Ἐπίσης, σέ ὁ,τιδήποτε ἀλλοίωνε γενικώτερα
τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν ἀντιδροῦσε δυναμικά.
Γενικῶς, σέ θέματα πίστεως,
Ὀρθοδόξου πνευματικότητος καί Ἐκκλησιολογίας ἦτο ἀνυποχώρητος. Στά γενικά
θέματα πού ἀπειλοῦσαν τό δόγμα, τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί ἦσαν
ἄμεσα-ἔμμεσα ἐχθροί τῆς πνευματικῆς προόδου εἶχε ἄγρυπνο διορατικό βλέμμα, ἦτο
ἀσυμβίβαστος καί διετράνωνε τίς ἀναφυόμενες παγίδες καί τίς ἀναμενόμενες
συνέπειες πρός κάθε κατεύθυνσι. Αὐτό τό ἔκανε χωρίς συμβιβασμούς, συγκαταβάσεις
καί ἁμαρτωλές ἀγαπολογίες.
Ὁ π. Ἰσαάκ δέν ἤξερε νά προσποιῆται,
νά ἔχη διάφορα πρόσωπα καί συχνότητες. Δέν ἔβαζε νερό στό κρασί του ὅ,τι κι ἄν
αὐτό κάποιες φορές ἐστοίχιζε.
Αὐτά π. Ἰωήλ. Ἄς συνεχίσωμε στήν
ἑπόμενη ἐρώτησί σας.
Π. ΙΩΗΛ - ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΤΡΙΤΗ: Π.
Ἀρσένιε, πῆτε μας κάτι γιά τίς ψαλτικές δεινές ἱκανότητες τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὡς γνωστόν, ἦτο
καλλιφωνότατος ἱεροψάλτης, βαθύς γνώστης καί διδάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς
Μουσικῆς, μέ ὕφος ἄκρως ἱεροπρεπές, γλυκό καί κατανυκτικό. Ἄφησε ἐποχή ὡς
καλλικέλαδος ἀηδών σέ διαφόρους ναούς τῆς Θεσσαλονίκης (Ἁγία Βαρβάρα, Ἅγιο
Δημήτριο, κλπ.), ὅπου ὑπηρετοῦσε κυρίως ὅταν ἐσπούδαζε Θεολογία. Ἐπίσης,
ἀξέχαστες θά μείνουν πολλές ἀγρυπνίες σέ Ἱερές Μονές καί Κελλιά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
καί ἀλλαχοῦ.
Μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι ὁ
σεβασμός καί ὁ καϋμός τῶν Ἁγιορειτῶν ψαλτῶν, πού ἐχαίροντο σφόδρα καί συνεχῶς
τόν παρώτρυναν νά συμμετέχη ὁ Γέρων Ἰσαάκ πιό ἐνεργά στούς χορούς τῶν ψαλτῶν
στίς διάφορες μακρόσυρτες Ἁγιορείτικες ἀγρυπνίες.
Ὁ καϋμός καί τό λευκό παράπονο τῆς
μουσικῆς Ἁγιορείτικης ἀφρόκρεμας ηὔξανε καθ᾽ ὅτι ὁ Γέρων Ἰσαάκ σύν τῷ χρόνῳ
ἀπέφευγε νά ψάλλη σέ ἐπίσημες ἀγρυπνίες. Προτιμοῦσε τήν προσευχή, τήν νοερά
εὐχή, τήν ἀφάνεια. Προσεποιεῖτο ὅτι ὑπῆρχαν ἄλλοι ἀνώτεροι καί καλύτεροι
ἱεροψάλτες καί τά τοιαῦτα.
Μία φορά μοῦ εἶπε: «Παλαιότερα
ἔψαλλα πολύ χωρίς νά καταλαβαίνω ὅτι ὑπῆρχε καί ἐγωϊσμός». Φυσικά, ὁ λόγος
αὐτός τοῦ Γέροντα ἦτο προϊόν τῆς ταπεινώσεώς του καί τῆς αὐξητικῆς ἀδολεσχίας
του μέ τήν νοερά προσευχή.
Ὁ Γέροντας, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς
του, πάντα, ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη, ἔψαλλε. Δέν ἔκρυβε τό τάλαντό του. Θά μᾶς μείνουν
ἀξέχαστες οἱ πολλές κελλιώτικες ἀγρυπνίες, συνήθως ἕξη-ὀκτώ ὡρῶν, πού ἐκάναμε
τακτικά στά γύρω Κελλιά μέ τόν Γέροντα Παΐσιο.
Ἔχω μία σπάνια ἠχογράφησι τοῦ π.
Ἰσαάκ ἀπό τήν νεανική του ἡλικία. Τότε ἡ φωνή του ἦτο ἀκόμη πιό ἀγγελική,
γλυκειά ἀπό τήν γνωστή-γοητευτική καί ἑλκυστική φωνή πού ἐσαγήνευε στό Ἅγιον
Ὄρος στίς προαναφερθεῖσες γνωστές ἀγρυπνίες.
Μεταξύ τῶν ἄλλων, θά μοῦ μείνη
ἀξέχαστη ἡ ἑξῆς συγκινητική σκηνή, πού συνέβη κατ᾽ ἐπανάληψιν. Στό Κελλί τῆς
Ἀναστάσεως πού ἐκάναμε τήν ἀκολουθία, ἐξεκινοῦσε ὁ π. Ἰσαάκ νά ψάλλη, κατά τόν
ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τετάρτης, σέ ἀργό μέλος, τό γνωστό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς.
Καί ἐνῷ ἔψαλλε πολύ κατανυκτικά, περίπου στήν μέση, δέν ἄντεχε, ξεσποῦσε σέ
λυγμούς κατανύξεως, μετανοίας καί εὐγνωμοσύνης στόν Θεό. Τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά
τούς ἐλέγξη, παρά τό δυναμικό τοῦ χαρακτῆρος του. Ἔφευγε ἀπό τό Ψαλτῆρι,
ἐπήγαινε στό Ἱερό καί ἔρραινε τόν χῶρο μέ δάκρυα... Τό μόνο πού προλάβαινε νά
μᾶς πῆ μονολεκτικά, ἐν μέσῳ λυγμῶν, ἦταν ''συνεχῖστε''. Νά συνεχίσωμε δηλαδή
ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι. Δέν ἐνθυμοῦμαι καμμία φορά νά κατάφερε ὁ Γέρων Ἰσαάκ νά
τελειώση τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, λόγῳ δακρύων, καί κάθε χρόνο μᾶς ἔλεγε πρίν
τήν ἀκολουθία: «Σήμερα τό βράδυ (δηλαδή τρεῖς ἡ ὥρα τήν νύκτα), θά ψάλλω ἐγώ τό
τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού εἶναι δύσκολο, καί κανένα-δυό ἄλλα, καί ὅλα τά
ὑπόλοιπα ἐσεῖς».
Ὅταν ἄκουγα αὐτήν τήν φρᾶσι, μέσα
μου μονολογοῦσα καί ἔλεγα «ἐάν τό τελειώσης, Γέροντα...», ἤ «καλά, δέν
ἐνθυμεῖται τί ἔπαθε πέρυσι;» Ἔδινα ὅμως ἀμέσως τήν ἐξήγησι, ὅτι ὁ Γέροντας
πολλές φορές συνεκινεῖτο καί ἔκλαιγε ὅταν ἦταν στό κελλί του, ὅταν ἔψαλλε,
ἐλειτουργοῦσε, προσηύχετο, κλπ., καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔχανε τόν λογαριασμό.
Καί ἄς κλείσωμε τήν ἀπάντησι στήν
ἐρώτησί σας αὐτή μέ τό ἑξῆς πού ἔλεγε καί ἐβίωνε ὁ Γέροντας: «Τήν ψαλμωδία τήν
χρησιμοποιοῦμε, ὄχι γιά νά ἱκανοποιηθοῦμε ἤ νά εὐχαριστηθοῦμε ἐμεῖς, ἀλλά γιά
να δοξάσωμε τόν Κύριο».
Π. ΙΩΗΛ - ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΡΩΤΗΣΙΣ:
Παρακαλοῦμε, π. Ἀρσένιε, ὅσο ἔχει εὐλογία, ἀναφέρατέ μας τίς κεντρικές γραμμές
τῆς ἀσκήσεως, τῆς διδασκαλίας καί τοῦ τρόπου ζωῆς του, ὅπως τίς εἴδατε καί τίς
βιώσατε τόσον καιρό πού παραμείνατε κοντά του.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ ἦτο
πολύ ἀσκητικός, νηστευτής, ἡσυχαστής. Ἦτο ἄνθρωπος πολλῆς προσευχῆς. Κυρίως ἦτο
ἐραστής καί διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἄν καί ἦτο πολύ βιαστής, ἀπέφευγε
τίς μεγάλες καί ἐπιβλαβεῖς ἀκρότητες. Ἐκρατοῦσε πολύ καλή καί λεπτή ἰσορροπία
στά πνευματικά θέματα.
Πιό συγκεκριμένα,
Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή, ὅλον τόν χρόνο, ἔτρωγε ἀλάδωτο φαγητό καί συνήθως
τήν Ἐνάτη Ὥρα, μετά τόν ἑσπερινό. Ἐτηροῦσε ὅλες τίς Σαρακοστές, καί ἰδιαίτερα
τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέ ''ἐνάτη''. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέχρι τόν ἑσπερινό δέν
ἔπινε οὔτε νερό. Τίς ἄλλες δέ καταλύσιμες ἡμέρες καί πάλι ἦτο πολύ ἐγκρατής
στήν ποσότητα. Κρέας δέν ἔτρωγε ποτέ καί ψάρι πολύ σπάνια. Παράλληλα δέ ἐφρόντιζε
ὁ ὀργανισμός του νά παίρνη τίς ἀπαραίτητες θρεπτικές οὐσίες πού τίς ἐστερεῖτο
στήν νηστεία. Ἔτσι μποροῦσε νά ἀνταποκριθῆ στήν σκληρή ἀλλά διακριτική μοναχική
του ζωή.
Ἀγαποῦσε πολύ τήν προσευχή. Ὧρες
ἀτέλειωτες ἀπεμονώνετο, ἐκρύβετο γιά νά εἶναι ἀπερίσπαστος. Μάλιστα, αὐτό δέν
ἤθελε καθόλου νά γίνεται ἀντιληπτό ἀπό τούς ἄλλους. Ἐνθυμοῦμαι πού μοῦ ἔλεγε
σχετικά: «Δέν εἶναι καλό νά βάζωμε ταμπέλλες γιά ὅ,τι κάνομε».
Π. ΙΩΗΛ: Πολύ σημαντικό αὐτό.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Βεβαίως. Παράλληλα
ὅμως μέ τήν νοερή προσευχή, ἦτο καί πολύ φιλακόλουθος. Κάθε ἡμέρα ἔκανε
ἑσπερινό, ἀπόδειπνο, ὄρθρο. Συχνά ἔκανε Θεῖες Λειτουργίες, Προηγιασμένες (τήν
Μ. Τεσσαρακοστή), κλπ. Τό Ψαλτήρι συνήθως τό ἐδιάβαζε στό κελλί του.
Ἐθεωροῦσε τήν πνευματική ζωή σάν
ἕνα ἑνιαῖο σύνολο, ὅπως καί εἶναι. Ἔδινε πολύ βάσι στήν σωστή πνευματική
τοποθέτησι, στό ἁρμονικό κτίσιμο τῶν ἀρετῶν καί στήν μεθοδική ἔξυπνη
καταπολέμησι τῶν παθῶν. Ἤθελε νά ὑπάρχη ἕνα πνευματικό ἡμερήσιο πρόγραμμα, ὡς
βάσις, καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εὐλογοῦσε τίς διακριτικές ὑπερωρίες κατά
περίπτωσιν. Ἤξερε ὅμως νά μᾶς βάζη καί φρένο ὅταν, λόγῳ νεανικοῦ ἐνθουσιασμοῦ,
ἐδείχναμε ζῆλον οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν.
Ἔδινε μεγάλη ἀξία πρῶτα στό νά
ἔχωμε ἀγάπη, ἀνεξικακία, νά μή κατακρίνωμε, κλπ.
Ἔλεγε: «Ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, αὐτό
εἶναι τό καλύτερο μέλι γιά τήν ψυχή μας».
Ἔδινε μεγάλη σημασία στούς
λογισμούς. Ἤθελε νά τοῦ λέω ὅλους τούς λογισμούς πού ἐπιμένουν, μέ θλίβουν καί
μέ προβληματίζουν.
Μοῦ ἔλεγε νά μή δίνω σημασία στούς
περαστικούς λογισμούς, οὔτε νά τούς σημειώνω.
Π. ΙΩΗΛ: Πολύ πρακτικό αὐτό.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ἀσφαλῶς. Ἄς ἀναφέρω
στό σημεῖο αὐτό δειγματοληπτικά καί ἐπιγραμματικά κάποιες προσωπικές καί
γενικές συμβουλές πού ἔδινε.
Ἔλεγε: «Καί οἱ ἁμαρτίες μας ἀκόμη
μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ὅπλο κατά τοῦ Διαβόλου». Νά ἔχωμε δηλαδή ταπεινό
λογισμό, προσοχή, νά μή ξεθαρρεύωμε, κλπ.
Μοῦ ἔλεγε: «Νά λές στόν λογισμό
''ἔχω Γέροντα, ἀπό τόν ὁποῖο κρεμιέμαι καί ἀφοῦ κάνω ὑπακοή δέν ἔχω καμμία
εὐθύνη''».
Μία φορά, πρίν μέ στείλη στόν
Γερο-Τιμόθεο, ἕνα χαριτωμένο γεροντάκι πού ἀσκήτευε ἐκεῖ κοντά, νά τοῦ πάω λίγα
μακαρόνια, κλπ., μοῦ εἶπε: «Ξέρεις τί εὐλογία εἶναι νά γηροκομῆς ἕνα
γεροντάκι;» Σημειωτέον, ὅτι ὁ γερο-Τιμόθεος μοῦ εἶχε ἀποκαλύψει πράγματα
συγκλονιστικά γιά τό παρόν μου καί τό μέλλον μου, πολύ ἀπίθανα. Ὅλα
ἐξεπληρώθησαν. Εἶχε ὄντως μέγα διορατικό καί προορατικό χάρισμα. Ἔχω ὑποχρέωσι
νά τό ἀναφέρω αὐτό, διότι δέν ἦτο γνωστός στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, ἄλλο σήμερα
εἶναι τό θέμα μας. Καί συνεχίζομε:
Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ μοῦ ἔλεγε: «Νά μή
δουλεύω μέ τό μυαλό, ἀλλά μέ τήν καρδιά».
- «Αὐτά πού συμφέρει νά ξέρωμε γιά
θέματα πίστεως, κλπ., εἶναι λίγα. Δέν μᾶς συμφέρει νά μᾶς ἀπασχολοῦν ὑπέρ τό
δέον».
Ἐννοοῦσε δηλαδή νά μήν εἴμαστε
ὀρθολογιστές, νά μή προσπαθοῦμε νά καταλάβωμε τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά γνωρίσωμε
τόν Θεό διά τῆς καθάρσεως. Αὐτό δηλαδή πού λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
''Μέγα τό περί Θεοῦ λαλεῖν, ἀλλά μεῖζον τό ἑαυτόν καθαίρειν Θεῷ, ἐπειδή εἰς
κακότεχνον ψυχήν σοφία οὐκ εἰσελεύσεται'' (Λόγος 32, 12). Δηλαδή εἶναι ἀνώτερο
νά καθαριζώμεθα ἀπό τά πάθη μας γιά τόν Θεό ἀπό τό νά ὁμιλοῦμε περί Θεοῦ, διότι
σέ κακότεχνη ψυχή δέν σκηνώνει ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ.
Μοῦ ἔλεγε νά μή κρύβω τίποτε ἀπό
λογισμούς, διότι ὅταν τούς φανερώνω κτυπιέται ὁ Διάβολος.
Ἔλεγε: « Ὁ Γέροντας εἶναι εἰς τύπον
Χριστοῦ καί πρέπει νά τόν ἔχω ἅγιο».
«Γιά ὅλους νά βάζω καλούς λογισμούς».
Κάποια φορά μοῦ εἶπε γιά κάποιους
συγκεκριμένους λογισμούς τοῦ Διαβόλου νά ἀπαντῶ ὡς ἑξῆς: «Καί τί σέ νοιάζει
ἐσένα γιά μένα; Πολύ ἐνδιαφέρον ἔχεις. Δέν εὐκαιρῶ νά σοῦ ἀπαντήσω, ἔχω
δουλειά». Μέ εἰρωνεία δηλαδή.
Τίς πλεῖστες ὅμως φορές μοῦ ἔλεγε
νά ἀδιαφορῶ τελείως στούς λογισμούς τοῦ Διαβόλου. Ἔλεγε: «Τό ἴδιο πρᾶγμα ὁ
Διάβολος, θέλοντας νά μᾶς περιπαίζη καί νά μᾶς συγχύζη μᾶς τό παρουσιάζει τήν
μία φορά ἔτσι καί τήν ἄλλη φορά ἀλλοιῶς». Αὐτή ἡ ἐναλλαγή μπορεῖ νά γίνεται καί
ἀκαριαῖα.
Ἔλεγε: «Τούς λογισμούς βλασφημίας
δέν χρειάζεται νά τούς ἀναφέρωμε συγκεκριμένα, οὔτε νά τούς συζητᾶμε. Ἁπλῶς νά
λέμε ''Γέροντα, εἶχα καί λίγο βλασφημία''». Ἐννοοῦσε νά μήν ἔχωμε τήν ἀνάγκη νά
τούς περιγράφωμε, οὔτε κἄν νά τούς ἐνθυμούμεθα. Αὐτό εἶναι ἀκόμη ἀνώτερο. Τότε
σκάει ὁ Διάβολος καί γυρίζει ὅλη ἡ δυσωδία ἐπάνω του.
Καί ἐν προκειμένῳ τώρα θυμήθηκα τήν
σχετική φρᾶσι τοῦ π. Παϊσίου γιά τούς λογισμούς βλασφημίας: «Ἁμαρτία εἶναι
μόνον ὅταν πιάνωμε κουβέντα μαζί τους».
Ὁ π. Ἰσαάκ μοῦ εἶπε μία φορά: « Ὁ
Γερο-Παΐσιος εἶναι μεγάλος ὅσο δέν λέγεται».
Μοῦ ἔλεγε: «Ὅταν ἔχης καί δείχνης
ἀγάπη, ἀνεξικακία, συγχωρητικότητα, κλπ., τότε θά δῆς νά σοῦ ''ἔρχεται'' καί ἡ
εὐχή θά τρέχη ἀβίαστα μέσα σου». Ἐννοοῦσε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.
Π. ΙΩΗΛ: Ὧδε ἡ πεῖρα τοῦ Γέροντος.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ἀκριβῶς. Ἔλεγε: «Πρῶτα
νά φορέσης τόν μοναχό, τό ράσο, ἀπό μέσα, κι ὕστερα ἀπ᾽ ἔξω».
Ἀκόμη: «Ὅσο αὐξάνεται σύν τῷ χρόνῳ
ἡ ψυχική, πάντα ὑγιής-χριστοκεντρική ἐννοοῦσε, ἕνωσις τοῦ ὑποτακτικοῦ μέ τόν
Γέροντα, τόσο ''μπαίνει'' καί ἡ εὐχή ἀδιάλειπτα στήν καρδιά τοῦ ὑποτακτικοῦ ἀπό
μόνη της. Ὁ ὑποτακτικός πρέπει νά χαίρεται καί νά δέχεται ἐσωτερικά ὅ,τι τοῦ
λέγει ὁ Γέροντας. Δέν πρέπει νά ἀναρωτιέται ''γιατί νά μοῦ πῆ τό α´, γιατί τό
β´, γιατί νά μέ μαλώση, νά μοῦ φωνάζη, νά μή μοῦ δίνη εὐλογία γιά τό α´, τό
β´'', κλπ. Ἡ ἐσωτερική ἀντιλογία καί ἀμφισβήτησι διώχνει τήν Χάρι καί τήν
εὐχή». Ὁπότε, κατ᾽ ἀναλογίαν κι ἐμεῖς προσθέτομε, πόσῳ μᾶλλον ἡ ἐξωτερική
ἀντιλογία. Νά σημειώσωμε ἐπίσης, ὅτι ἐδῶ ὁ Γέροντας ἐννοοῦσε παντα τήν
αὐτενέργητη, ἀβίαστη δηλαδή νοερά προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, πού γίνεται νύχτα-μέρα,
ἀκόμη καί ὅταν κοιμώμαστε, κι ὅταν σκεφτώμαστε καί ὅταν κάνωμε ὁποιαδήποτε ἄλλη
παράλληλη ἐργασία, εἴτε χειρωνακτική, εἴτε ἀκόμη καί διανοητική.
Ἔλεγε: «Οἱ ἁπλοί - μέ τήν
πνευματική ἔννοια - εἶναι οἱ πιό ἔξυπνοι. Ἀσχολοῦνται μόνον μέ αὐτά πού τούς
ὠφελοῦν καί τούς ἐνδιαφέρουν γιά τήν πνευματική πρόοδό τους».
Μία φορά ὅταν ἤμουν δόκιμος, μοῦ
εἶπε: «Ἀλλοιῶς σέ ἀντιμετωπίζω ὡς δόκιμο καί ἀλλοιῶς ὡς λαϊκό». Αὐτό τό ἀναφέρω
κυρίως γιά νά μήν ἀποροῦμε ὅταν κάποιες φορές κάποιοι γνωστοί μας λαϊκοί
κατόπιν γίνωνται μοναχοί, καί ὡς ἐκ τούτου μετά ἔχουν ἄλλα τυπικά καί
συμπεριφορά ἀπέναντί μας.
Π. ΙΩΗΛ: Φυσικά, τότε τά πράγματα
ἀλλάζουν.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ἔλεγε: «Τά μυστικά τοῦ
καλόγερου εἶναι τά πνευματικά του».
Μοῦ ἔλεγε γιά τήν ἀπόδοσι καί τόν
τρόπο τῆς ἐργασίας: «Καλύτερα νά δουλεύη κανείς σιγά-σιγά μέ ὑπομονή καί
ταυτόχρονα νά ἔχη τόν νοῦ του στήν εὐχή κάνοντας καί τόν σταυρό του στήν ἀρχή
κι ὄχι γρήγορα μέ ἄγχος..., κλπ.». Ἔτσι ἁγιάζεται καί ἡ ἐργασία καί ἀποδίδομε
καλύτερα.
Ἤθελε ὡς δόκιμος νά ἀποφεύγω τίς
κουβέντες, εἰ δυνατόν νά μή μιλῶ καθόλου. Ὅταν ὅμως ἐρωτῶμαι γιά κάτι νά ἀπαντῶ
παμπρόθυμα καί ὅπου χρειάζεται νά εἶμαι πολύ ἐξυπηρετικός. Θεωροῦσε ὅτι ἄν δέν
προσεχθοῦν αὐτά τά ἁπλᾶ πράγματα στήν ἀρχή, ἀργότερα μεγαλώνουν, θεριεύουν καί δημιουργοῦν
ἀθεράπευτα προβλήματα.
Μοῦ ἔλεγε: «Νά χαιρετᾶς πρῶτος τούς
πάντες, γνωστούς ἤ ἀγνώστους, ἀλλά καλογερικά, μέ σεμνό χαμόγελο. Ἀλλά ὄχι
περιττές κουβέντες. Καί νά τούς λές νά εὔχωνται».
Μοῦ ἔλεγε: «Μή δίνης σημασία στίς
''φιλοσοφίες'' τῶν δαιμόνων».
Ἔλεγε: «Νά μή γελᾶμε παράκαιρα, νά
ἔχωμε κατάνυξι ἕως ὅτου μᾶς ἔλθη ὁ πνευματικός γέλως». Σημειωτέον δέ, ὅτι ὁ
Γέροντας Ἰσαάκ ἦτο ἕνας χαρακτήρας ἀναστάσιμος.
Ἔλεγε: «Νά προσαρμόζωμε τήν
ἐξωτερική μας συμπεριφορά μέ τήν ἐσωτερική εὐλάβεια».
Ἔλεγε: «Τό πῶς συνδυάζεται ἡ
πνευματική προσωπική χαρά μέ τό πένθος γιά τόν κόσμο εἶναι ἀκατάληπτο. Ὁ Θεός
παρηγορεῖ μυστικά αὐτόν πού προσεύχεται, πάσχει γιά τόν κόσμο καί βοηθάει τούς
ἄλλους σέ βαθμό πού μπορεῖ νά φθάση ἀκόμη καί νά ξεχάση τόν ἀρχικό σκοπό τῆς προσευχῆς
του, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς δόσεως τῆς θεϊκῆς γλυκύτητας».
Ἔλεγε: « Νά διαβάζης ἀργά τά ἱερά
γράμματα. Αὐτά, ὄχι μόνον μᾶς διδάσκουν, ἀλλά καί μᾶς ἁγιάζουν».
Μοῦ ἔλεγε: «Νά υἱοθετῆς τήν λογική
πού ὠφελεῖ».
- «Ἐσύ, ἕναν λογισμό δέν ἀντέχεις.
Ποῦ νά σέ πιάση ὁ πειρασμός ἀπό τόν λαιμό;»
- «Οἱ δαίμονες ἔχουν ἄγνοια. Μᾶς
κτυποῦν κι ὅπου βροῦν ἔδαφος, ἐκεῖ ἐπιμένουν».
Ὁ Γέρων Ἰσαάκ εἶχε ἕνα πνευματικό
τέκνο πού ἦτο λαϊκός καί τότε εἶχε λογισμούς γιά τόν μοναχισμό. Αὐτός, ἐνῷ
εὑρίσκετο στόν κόσμο, κατά τήν διάρκεια πού ἔκανε εὐχή, εἶδε κάτι πρόσωπα
ἀπαίσια ἐμπρός του νά τόν φοβερίζουν. Τότε ἐπικαλέσθηκε τόν Γέροντα Ἰσαάκ καί
ξαφνικά εἶδε τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός νά διασκορπίζη τά μακάβρια
ἐκεῖνα πρόσωπα-δαίμονες. Μετά δέ ἐπί πλέον ἔνοιωθε ἀπέραντη πνευματική χαρά.
Καί ὅπως μοῦ ἐξήγησε τό φαινόμενο ὁ π. Ἰσαάκ, αὐτό συνέβη στήν ψυχή ἐκείνη,
διότι εἶχε τοποθετήσει μέσα της σωστά τόν Γέροντα. Καί μετά εἶπε σέ μένα: « Ἄν
τοποθετήσης ἐμένα ψηλά, ὁ Θεός θά σοῦ ἀποκαλυφθῆ, ἀνεξάρτητα ἄν ἐγώ εἶμαι ὁ πιό
ἁμαρτωλός τῶν ἀνθρώπων».
Ἔλεγε: «Ὁ σκοπός τῶν πνευματικῶν
ἀποριῶν καί ἐρωτήσεων εἶναι νά φθάσωμε στήν εἰρήνη τοῦ νοῦ. Νά χαιρώμεθα καί νά
ἀπολαμβάνωμε τά πνευματικά ἀγαθά. Ὁ μηχανικός κάνει σχέδια, μελέτες καί χίλιες
δυό ἄλλες ''ἱστορίες'' γιά νά γίνη ἕνα σπίτι καί νά μένουν, νά ζεσταίνωνται καί
νά χαίρωνται οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν ἕνα σπίτι μπάζη ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, τότε, ὅταν
μπαίνουν μέσα οἱ ἄνθρωποι....πολλά προβλήματα. Ἔτσι καί ὁ νοῦς, ὅταν ''μπάζη''
μπαίνουν μέσα διάφορες σκέψεις καί χάνομε τήν εἰρήνη. Δηλαδή, ὅλα τά ἄλλα,
ἀναλύσεις, ἀναζητήσεις, ἐρωτηματικά μας, κλπ., εἶναι βοηθητικά μέσα γιά νά
εἰρηνεύση ὁ νοῦς καί ὄχι αὐτοσκοπός........ Δηλαδή σέ δουλειά νά βρισκώμαστε.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προκόπτη πνευματικά, γεμίζει ἀπό χαρά καί εἰρηνεύει».
- «Οἱ Ἅγιοι ''καταβρέχουν'' μέ Χάρι
τούς ἀνθρώπους, ἀλλά, δυστυχῶς, ἄλλοι ''κρατᾶμε ὀμπρέλλες, μουσαμᾶδες ἤ
μπαίνομε στά δωμάτια'' καί δέν μᾶς ''καταβρέχει'', δηλαδή δέν μᾶς ἀγγίζει ἡ
Χάρις. Οἱ Ἅγιοι πηγαίνουν παντοῦ, μᾶς ἀκοῦνε ὅπου καί νά εἴμαστε, ἀκόμη καί ἐάν
ἐμεῖς δέν προσέχωμε».
Μᾶς ἔλεγε: «Ξέρετε πόσο ἀναπαύεται
ὁ Θεός ὅταν ὁ ὑποτακτικός κάνη ὑπακοή, ἀκόμη κι ἄν ὁ Γέροντας ἔχη ἄδικο;
Μυστήριο! Τό θέμα δέν εἶναι ἄν ὀρθολογιστικά, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Διαβόλου, μπορῆ
κάποιος νά βρῆ κάποιο δίκιο ὑπό κάποιο πρῖσμα, ἀλλά ἄν τελικά ἔκανε ὑπακοή.
Ὁμοίως καί μέ ἕναν ἀδελφό, δέν ἔχει
σημασία ἄν ἔχωμε δίκιο, ἀλλά ἐχάσαμε τήν εὐκαιρία γιατί μπορούσαμε νά
ἀναπαύσωμε τόν ἀδελφό μας καί δέν τό ἐκάναμε».
Κάποτε, ἔλεγε σέ μία γνωστή μου
παρέα, μέ εὔθυμο τρόπο: «Ὅταν μᾶς πλησιάζη κάποιος γιά ὁποιαδήποτε δοσοληψία,
νά μήν εἴμαστε ἄκαμπτος τοῖχος, ἀλλά ἐλαστικός φράκτης πού θά ἀποσβέννη τίς
ὁρμές, τίς ταχύτητες καί τίς τυχόν κρούσεις». Καί ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας ὅτι
πρέπει νά προσέχωμε τήν συμπεριφορά μας ἔναντι τῶν ἄλλων.
Ἐάν εἴμαστε ''τοῖχος'', τότε,
ἀνεξάρτητα ἐάν ἔχωμε ἄδικο, δίκιο ἤ κάποιο λόγο ἤ ὁ ἄλλος εἶναι ἀδιάκριτος ἤ
ἔχη ἄγνοια, κλπ., τό δυστύχημα εἶναι ὅτι θά τραυματισθῆ, θά πληγωθῆ, ἴσως σπάση
καί τά μοῦτρα του ἐπάνω μας. Ἐνῷ, ἄν εἴμαστε ἐλαστικοί φράκτες, ὅ,τι δέν εἶναι
σωστό, καλό, πρέπον, κλπ., δέν θά περάση τόν φράκτη, δηλαδή δέν θά γίνη κάτι
ἄστοχο, καί ὁ ἄλλος, ἀκόμη κι ἄν δέν γίνη τό δικό του, τοὐλάχιστον θά πέση
ὁμαλά ἐπάνω μας. Δέν θά τόν προσβάλωμε, δέν θά τόν θίξωμε, ἀλλά θά
συμπεριφερθοῦμε μέ κομψότητα. Ἐάν εἴμαστε ἐλαστικοί φράκτες, καί μή σωστά νά
ἐνεργήσωμε, τόν ἄλλον ὅμως τελικά δέν τόν πληγώνομε.Ἐάν εἴμαστε ''τοῖχος'', καί
σωστά νά ἐνεργήσωμε, χάνομε τό δίκιο μας γιατί πληγώνομε τόν ἄλλον».
Μία φορά μοῦ εἶπε: «Θέλω τώρα νἄχης
καλούς λογισμούς καί καθαρή εὐχή, χωρίς λογισμούς».
Ἄλλη φορά, μοῦ ἔδωσε τήν ἑξῆς εὐχή:
«Νά ἔχης ἐσωτερική πνευματική χαρά, ἀνείπωτη, πού νά μήν τήν ἐκδηλώνης μέ
ἐνθουσιασμούς, κλπ., ἀλλά νά εἶναι ἀπό τούς ἄλλους κρυφή».
Ἀνέφερε ὁ Γέροντας Ἰσαάκ μία
περίπτωσι ἀδελφοῦ πού τοῦ ἄρεσε νά προσεύχεται στόν κῆπο. Ὅταν εὐχόταν στήν
ἐκκλησία, μαράζωνε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Γέροντας εὐχαρίστως τοῦ ἔδωσε εὐλογία. Μετά,
οἱ ἄλλοι ἀδελφοί εἶχαν λογισμούς καί ἐκούραζαν τόν Γέροντα. Ὅταν ὅμως κατάλαβαν
τά καλά πνευματικά ἀποτελέσματα, μετάνοιωσαν καί ἐζήτησαν συγχώρησι ἀπό τόν
Γέροντα. Τότε τούς εἶπε ὁ Γέροντας: «Εἴδατε, δέν ξέρετε ὅτι ὅλοι δέν εἶναι τό
ἴδιο;»
Καί μετά, ἀναφερόμενος στήν
ἀναξιότητά μου, σχετικά μέ κάποιους λογισμούς πού εἶχα νά καλογερέψω ἐκτός
Ἁγίου Ὄρους, μόνο ἄν φυσικά ἦταν αὐτό θέλημα Θεοῦ, ὁ Γέροντας Ἰσαάκ συμφώνησε
εὐχαρίστως καί ἐπί πλέον εὐαρεστήθηκε νά εἶναι ὁ διά βίου Γέροντάς μου. Δηλαδή
ἔδωσε μετά χαρᾶς εὐλογία. Ἐννοεῖται ὅτι ὅλα αὐτά καταστάλαξαν καί ἑδραιώθησαν
μετά ἀπό ἱκανή πάροδο χρόνου. Μοῦ τόνιζε: «Ὅλα καλά, ἀλλά τό πιό συνετό σέ
τέτοιες περιπτώσεις εἶναι νά μή βιαζώμαστε».
Συμπερασματικά, εἶπε: «Θέλημα Θεοῦ
γιά σένα εἶναι αὐτό πού λαχταράει ἡ καρδιά σου. Νά εἶσαι ἀνεπηρέαστος ἀπό τούς
ἄλλους. Εἶσαι δικό μου παιδί. Θά εἶμαι καί πάλι Γέροντάς σου. Ἀλλοίμονο! Γιά
ὅ,τι πνευματικό ζητήσεις ... θά εἶμαι πάντα στήν διάθεσί σου. Μαζί θά πᾶμε στόν
Παράδεισο! Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθέρα βούλησι. Ἐμένα μ᾽ ἐνδιαφέρει νά σέ βλέπω
ἀναπαυμένο καί χαρούμενο καί μέ προκοπή. Αὐτό εἶναι ἀσυγκρίτως προτιμώτερο παρά
νά εἶσαι πιεσμένος..... Σημασία ὅμως ἔχει ν᾽ ἁγιάσης αὐτό πού διάλεξες».
Π. ΙΩΗΛ: Πολύ σημαντικό αὐτό.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Μέ ὅλα αὐτά θέλω νά
πῶ, πρῶτον τί ἀνιδιοτέλεια, ἀγάπη καί φώτισι Θεοῦ εἶχε ὁ Γέροντας Ἰσαάκ.
Δεύτερον, τί ἀξία ἔχει ἡ κατ᾽ εὐδοκίαν εὐλογία. Καί τό πιό συγκινητικό ἀπ᾽ ὅλα
εἶναι ὅταν βλέπη κανείς στήν πρᾶξι, στήν πορεία, παρά τίς ἀδυναμίες του, ὁ Θεός
ὅλα αὐτά μέχρι τέλους νά τά ἐπισφραγίζη καί μάλιστα μέ τόσο ξεκάθαρο,
ἀδιαμφισβήτητο καί ἀρχοντικό τρόπο. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ γενικά εἶμαι ἀναπολόγητος,
ἦταν μεγάλη μου τιμή πού εἶχα, μέχρι τήν τελευταία του στιγμή, Γέροντα τόν π.
Ἰσαάκ, καί μάλιστα μόλις λίγα λεπτά πρίν τήν κοίμησί του, ἀναξίως εἶχα τήν
μεγάλη εὐλογία νά πάρω τήν εὐχή του καί νά ἀκούσω τίς τελευταῖες του σοφές
συμβουλές - ἐφόδιο γιά ὅλη μου τήν ζωή.
Ἔλεγε γιά τίς εὐχές πού διαβάζουν
οἱ ἱερεῖς τά ἑξῆς: «Πολλές φορές ἐνεργεῖ ἡ πίστις τοῦ αἰτοῦντος πού τοῦ
διαβάζομε τήν εὐχή, ἄλλη φορά ἐνεργεῖ ἡ ἴδια ἡ εὐχή, ἄλλη φορά ἐνεργεῖ ἡ
εὐλάβεια τοῦ παπᾶ. Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις».
Μία φορά μοῦ ἔλεγε: «Ὅταν εἶσαι
ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους καί δέν βγαίνη ὁλόκληρη ἡ εὐχή μυστικῶς, ἐπειδή δέν
μπορεῖς νά τήν πῆς ὁλόκληρη ψιθυριστά, καλό εἶναι νά λές νοερά μέρος τῆς
εὐχῆς».
Ὅταν εἶχε ἔλθει ὁ Γέρων Ἰσαάκ στήν
εἰς πρεσβύτερον χειροτονία μου στήν Λαμία, τόν ἐρώτησε ἕνας ἡλικιωμένος,
μακαριστός τώρα, φιλακόλουθος ἱερέας, ὁ π. Ἠλίας Ναούμης, τί νά ἔκανε γιατί
λόγῳ ἡλικίας δέν ἠμποροῦσε νά διαβάζη μόνος του στό σπίτι του ὅλες τίς
ἀκολουθίες (ὄρθρο, ἑσπερινό, ἀπόδειπνο, κλπ.). Καί τοῦ λέγει ὁ π. Ἰσαάκ: «Τά
πιό πολλά νά τά κάνης μέ τό κομβοσχοίνι γιά νά μή κουράζεσαι».
Αὐτό μοῦ τό εἶπε μετά ἀπό καιρό ὁ
ἴδιος ὁ ἱερέας, καί μάλιστα μοῦ εἶπε: «Νά εἶναι καλά ὁ Γέροντάς σου. Μέ
ἀπάλλαξε ἀπό μεγάλη στενοχώρια καί ἐπί πλέον βρῆκα καί πολλή ὠφέλεια». Ἦτο
πράγματι πολύ εὐσεβής.
Σᾶς ἀνέφερα λίγες βασικές διδαχές
τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ, π. Ἰωήλ. Βέβαια, θά ἤθελα νά κλείσω τήν ἐρώτησί σας αὐτή
καί μέ κάτι ἀκόμη σημαντικό.
Π. ΙΩΗΛ: Μάλιστα, σᾶς ἀκοῦμε.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Καταλυτικός καί κύριος
λόγος πού ὁ Γέροντας Ἰσαάκ ἐπέλεξε ὡς μόνιμο τόπο τῆς ἀσκήσεώς του τό Ἅγιον
Ὄρος, ἦτο ἡ προσωπικότης τοῦ Γέροντος Παϊσίου, μέ τόν ὁποῖο συνεδέθη μέ ἄρρηκτο
πνευματικό δεσμό. Τόν ἔκανε Γέροντα, ἔγινε πιστός καί γνήσιος μαθητής του, καί
αὐτό μόνον ἀπό καθαρό, ἁγνό σεβασμό στήν μορφή τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Τόν
ἀγάπησε καί τόν σεβάσθηκε ἀληθινά.
Υἱοθέτησε ὅλην τήν διδασκαλία του
καί τά φρονήματά του, καί ἀπό μέσα, καί ἀπ᾽ ἔξω, καί βαθειά, καί ἐπιφανειακά.
Προσεπάθησε, κατά τό ἀνθρωπίνως
δυνατόν, νά τόν μιμηθῆ κάνοντας ἐσωτερική καί ἐξωτερική ὑπακοή.
Ἔμεινε πιστός στόν Γέροντα Παΐσιο
μέχρι τέλους, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησί του. Ἐννοεῖται ὅτι αὐτή ἡ μαθητεία τοῦ
Γέροντος Ἰσαάκ πρός τόν Γέροντα Παΐσιο, ἐγίνετο μέ τρόπο ὑγιῆ καί καθαρά
χριστοκεντρικό καί διακριτικό.
Ποτέ δέν τόν ἐμιμήθη σέ ἐξωτερικά
χαρακτηριστικά, κινήσεις, ἐκφράσεις, ἐκδηλώσεις, κλπ., ἀρρωστημένα δηλαδή.
Ἔπιανε μόνο τήν οὐσία τῶν πραγμάτων διατηρῶντας τήν ἰδική του προσωπικότητα.
Γενικώτερα, ὁ Γέρων Ἰσαάκ δέν ἤθελε
νά χρησιμοποιῆ τό ὄνομα τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Ὠφελεῖτο καί ρουφοῦσε τήν ἀρετή
τοῦ ἀνδρός, ὅμως ταυτόχρονα ἦτο καί αὐτόφωτος. Εἶχε δυνατή προσωπικότητα καί
ἰδιαίτερο πνευματικό ταπεραμέντο. Δέν ἤθελε νά οἰκειοποιηθῆ τόν Γέροντα Παΐσιο
σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί πρός ἴδιον, φθηνό, προσωποπαθές συμφέρον.
Ἀγαποῦσε τόν Γέροντα ἀληθινά καί
ἤθελε ἀνιδιοτελῶς καί ἀνεξαιρέτως νά ὠφελοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν χάρι
καί τό μεγαλεῖο τῆς πνευματικότητος τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Ὁ Γέρων Ἰσαάκ λοιπόν ὑπῆρξε
αὐθεντικός μαθητής τοῦ Γέροντος Παϊσίου καί, ὡς ἐκ τούτου, ἄν ἔπρεπε νά
ἀπαντήσω μόνο μέ μία συμπεπυκνωμένη φρᾶσι στήν ἐρώτησί σας, θά ἔλεγα τό ἑξῆς:
Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντος Παϊσίου
ἦτο, κατά τό δυνατόν, ἐπίσης φρόνημα καί διδασκαλία τοῦ Γέροντος Ἰσαάκ. Τί
ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, τά πιό πολλά εἶναι γνωστά. Τά ἴδια ἀκριβῶς κατά ἀλήθειαν
ἐφρονοῦσε καί διεκήρυσσε καί ὁ Γέρων Ἰσαάκ. Μικρή ἔνδειξις αὐτῆς τῆς ἰδικῆς μας
πεποιθήσεως καί βεβαιότητος εἶναι ὅτι καί μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντος Παϊσίου
οὔτε ἐπέτρεψε ἔμπρακτα εἰς τό ἐλάχιστον νά τόν θεωρήσουν ὡς ἕναν βασικό διάδοχό
τοῦ Γέροντος Παϊσίου - αὐτό τό ἐπρόσεξε πάρα πολύ -, οὔτε φυσικά ἄλλαξε σέ κάτι
τό φρόνημά του καί ἐσεβάσθηκε ἀπολύτως τήν παρακαταθήκη τοῦ Γέροντος Παϊσίου σέ
προσωπικό καί σέ γενικό ἐπίπεδο.
Ἦτο πάντα ταπεινός, ἀνιδιοτελής,
οἰκουμενικός, χωρίς πνευματικά βέτο καί ἄλλες ἀνεξέλεγκτες φανερές καί
ἱεροκρύφιες πνευματικές παρενέργειες.
Τό ξαναλέγω, ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι
ἄφησε τόν Λίβανο χάριν τοῦ π. Παϊσίου καί ἦλθε σέ ξένο τόπο. Βέβαια, ἡ ἀγάπη
του, ἡ προσευχή του, τό ἐνδιαφέρον του, ὁ πόνος του γιά τίς περιοχές Λίβανο,
Συρία, Ἰορδανία, Σινᾶ, Αἴγυπτο, Ἰσραήλ, Παλαιστίνη, κλπ., ἦσαν μεγάλα, ἀληθινά
καί πνευματικά. Γι᾽ αὐτό ἔκανε τόσες πολλές μεταφράσεις ἑλληνικῶν πατερικῶν
κειμένων στά Ἀραβικά. Γι᾽ αὐτό καί ἐδέχετο πληθώρα ἐπισκεπτῶν ἀπό ἐκεῖνα τά
μέρη καί τούς καθωδηγοῦσε πνευματικά. Ἦτο πατέρας ἀληθινός τοῦ ἀραβόφωνου
θρησκευομένου φοιτητόκοσμου, καί ὄχι μόνον, στήν Ἑλλάδα. Γιά τόν ἴδιο λόγο,
κατά καιρούς, θυσιάζοντας τήν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡσυχία του, ἐπεσκέπτετο τά μέρη
ἐκεῖνα καί ἐδίδασκε, ἐστήριζε, ἐδημιουργοῦσε, παρηγοροῦσε, κλπ.!
Θά πῶ κάτι πού ἴσως φανῆ
ὑπερβολικό. Παρά ταῦτα, ἔχω χρέος νά τό πῶ, διότι ἁπλούστατα δέν εἶναι ἰδική
μου θέσις καί ρῆσις. Ἁπλῶς θά σᾶς μεταφέρω τό φρόνημα καί τό κοινό αἴσθημα τοῦ
Ὀρθοδόξου μέρους τοῦ Λιβάνου, ἀλλά καί πέραν αὐτοῦ.
Ὅπως ἐμεῖς ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἔχομε σέ
τόση εὐλάβεια τόν Γέροντα Παΐσιο, ἔ, κάπως ἔτσι, κατ᾽ ἀναλογίαν, θεωροῦν καί
ἔχουν τόν Γέροντα Ἰσαάκ στόν Λίβανο. Τό ἔχω πολλαπλῶς αὐτό διαπιστώσει ἰδίοις
ὄμμασι πάλιν καί πολλάκις. Εἶναι καί αὐτό ἕνας ἀλάνθαστος δείκτης τῆς
πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Γέροντα, ἀλλά καί ἀπόρροια τῆς τόσης μεγάλης βοηθείας
πού παρέσχε στούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας πού μάλιστα τόσο θλίβονται στίς ἡμέρες
μας ἀπό τίς ἀπάνθρωπες βιαιότητες πού γίνονται εἰς βάρος τους, ἔχοντας μάλιστα
ὡς σύμμαχο τήν ἰδική μας ἀδιαφορία.
Π. ΙΩΗΛ: Αὐτό πάτερ μου κι ἄν εἶναι
τραγικό.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ἔχετε ἀπόλυτο δίκιο.
Ὅμως παρακαλῶ νά μήν ἀνοίξωμε ἄλλο θέμα καί ἄς περάσωμε στήν ἐπόμενη ἐρώτησί
σας γιά τόν Γέροντα Ἰσαάκ.
Π. ΙΩΗΛ - ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΠΕΜΠΤΗ: Σᾶς εἶχε
πῆ ὁ Γέροντας κάτι περί αὐτῶν τῶν θεμάτων, πού ἀπό ἐκκλησιολογικῆς πλευρᾶς μᾶς
κάνουν ὅλους νά πονοῦμε; Ὁμιλῶ δηλαδή περί τῶν δύο ἄκρων. Τόσο περί τοῦ
ἀθεολογήτου Οἰκουμενισμοῦ, ὅσο καί περί τοῦ ἀκρίτου καί ἀκραίου Ζηλωτισμοῦ.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Ὁ Γέροντας Ἰσαάκ εἶχε
οἰκειοποιηθῆ τήν Ὀρθοδοξία σέ πολύ μεγάλο βαθμό. Αὐτό εἶχε ὡς συνέπεια νά
γνωρίση ὑπαρξιακῶς τήν γνησία Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Κολυμποῦσε καί
ἐδροσίζετο μέσα εἰς αὐτήν. Συνέπεια αὐτοῦ ἦτο ὅτι αἰσθανόταν, μέ τίς
πνευματικές του αἰσθήσεις, τήν οἰκουμενικότητα, τήν καθολικότητα, τήν ἄκτιστη
παγκοσμιότητα, τήν ἄχρονη καί ἀμετάκλητη διαχρονικότητα ἀλλά καί τήν
μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὡς ἐκ τούτου, ὄχι μόνον δέν ἐδέχετο, ἀλλά τόν
ἐνωχλοῦσε ἀφάνταστα, ὁποιαδήποτε παρέκκλισις ἀπό τό Ὀρθόδοξο δόγμα καί
διδασκαλία, διότι ἀντελαμβάνετο ἄμεσα τίς τραγικές σωτηριολογικές συνέπειες.
Ὅλα αὐτά βέβαια τά εἶχε ἐμπεδώσει καί θεμελιώσει μέσα του ἔχοντας πλήρως
ἐνταχθῆ στήν ἐπίγεια ἄκτιστη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὁπότε ἀντιλαμβάνεται κανείς πλέον,
μετά ἀπό τά προαναφερθέντα, ὅτι δέν ἐδέχετο ἐπ᾽ οὐδενί τήν σχετικοποίησι τῆς
Ὀρθοδοξίας στήν πολύθεο-ἄθεο χοάνη τοῦ ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ, οὔτε ὅμως τήν
ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία μέσῳ τῶν διαφόρων σχισμάτων. Ἦτο λοιπόν ἐν πρώτοις
ἄκρως ἀντιοικουμενιστής.
Ἔλεγε: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι μόνο στήν
Ὀρθοδοξία» καί ἐστενοχωρεῖτο γιά τά διάφορα ἀνοίγματα μέ τούς ἑτεροδόξους.
Τό ἴδιο ἔκανε καί μέ τούς
αὐτοαποκαλουμένους ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί ἀλλαχοῦ ''ζηλωτάς'', πρός τούς ὁποίους εἶχε
μέν ἀρχοντική συμπεριφορά, δέν εἶχε ὅμως ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Νά μήν ἀναφέρω ὅμως στό σημεῖο αὐτό
ἄλλες σχετικές φράσεις τοῦ Γέροντα, γιατί λίγο-πολύ ἐκινοῦντο στό ἴδιο μῆκος
κύματος μέ ἐκεῖνο τοῦ π. Παϊσίου καί τῶν ἄλλων ἀγωνιστῶν πατέρων καί θεωροῦνται
γνωστές.
Ἀντί αὐτοῦ ὅμως, ἄς ἀναφέρω δύο
σχετικά περιστατικά. Νομίζω ὅτι ἐπιτρέπεται καί ἐπιβάλλεται αὐτά νά λεχθοῦν.
Π. ΙΩΗΛ: Διαισθάνομαι ὅτι θά μᾶς
καλυψουν πλήρως.
Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ: Τό ἐλπίζω. Μία φορά,
ὅταν εὑρίσκετο στόν Λίβανο σέ νεαρά ἡλικία, ἕνας Δεσπότης τοῦ εἶπε νά φάη
κέρασμα ἀρτύσιμο. Ἦταν ὅμως ἡμέρα νηστείας. Ὁ π. Ἰσαάκ, Φίλιππος τότε, ἀφοῦ τόν
εὐχαρίστησε ἀρνήθηκε νά τό φάγη. Τοῦ εἶπε: «Νά μέ συγχωρῆτε, ἐπειδή εἶναι
νηστεία, θά πάρω μόνο τό νερό. Τήν εὐχή σας...» Τότε ὁ Δεσπότης ἐκεῖνος τόν
προέτρεψε νά τό φάγη λέγοντας: ''Δέν πειράζει, δέν εἶναι ἁμαρτία, τό ἔχω
εὐλογήσει ἐγώ''. Τότε ὁ π. Ἰσαάκ εὐγενικά ἀρνήθηκε ἐκ νέου καί δέν τό πῆρε.
Εἶπε ὅμως ἀπό μέσα του: ''Ἐσύ τό εὐλόγησες, Δέσποτα, δέν τό ἔχει εὐλογήσει ὅμως
ὁ Χριστός''. Τά συμπεράσματα αὐτονόητα. Ἄν γιά ἕνα κέρασμα ἀντέδρασε ἔτσι ὁ
Γέροντας, πολλῷ μάλλον θά ἀντιδροῦσε γιά ἄλλα θέματα σοβαρώτερα, δηλαδή
πίστεως, κλπ.
Τό δεύτερο περιστατικό πού, ὅπως
καί τό προαναφερθέν, μᾶς τό διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἔχει ὡς ἑξῆς: «Μία
φορά πῆγα νά φτιάξω ἕνα χαλασμένο μου παπούτσι σέ ἕναν μοναχό κοντά στίς
Καρυές, πού ἦταν τσαγκάρης». Ὁ Γέροντας ἐκεῖνος ἦτο ζηλωτής καί μάλιστα
Ἑξαγωνίτης, δηλαδή δέν περεδέχετο τήν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, κλπ. Καί
συνέχισε ὁ Γέροντας: «Πρίν καλά-καλά τοῦ ἐξηγήσω τί πρόβλημα εἶχε τό παπούτσι
μου, σέ αὐστηρό τόνο μοῦ λέγει: ''Δέν ἔχεις ἱερωσύνη''. Ὁπότε κι ἐγώ τοῦ λέγω:
''Αὐτό δέν τόλμησε νά μοῦ τό πῆ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος, θά μοῦ τό πῆς ἐσύ;''.
Παίρνω ἀμέσως τό παπούτσι - πρίν τό ἐπισκευάση - τόν χαιρετάω καί φεύγω
ἀμέσως». Καί μετά μοῦ ἐξήγησε ὁ Γέροντας σέ ἥρεμο καί γαλήνιο ὕφος: «Νά μοῦ
ἔλεγε ὁ,τιδήποτε ἄλλο, κάποιο παράπονο, ἤ νά μέ κατηγοροῦσε μπροστά μου, κλπ.,
ὤφειλα νά τό δεχθῶ. Ἀλλά αὐτό ὄχι. Εἶναι σάν νά ἀρνοῦμαι, ἐγώ ὁ ἴδιος, τήν
Ἐκκλησία, τόν Χριστό, κλπ.».
Ἄς μήν ἀναλύσωμε πολύ, π. Ἰωήλ,
αὐτά τά σοφά καί ξάστερα λόγια τοῦ Γέροντα, διότι θά ξεφύγωμε ἀπό τό θέμα μας.
Ἁπλῶς, ἄς θίξωμε δύο μόνον σημεῖα τῶν λόγων του.
Πρῶτον, τό ὅτι δέν εἶχε ἱερωσύνη
καί δέν ἐτόλμησε νά τοῦ τό ἀμφισβητήση οὔτε ὁ Διάβολος.
Ἀπό αὐτήν τήν πηγαία φρασούλα, πού
μόνον λόγῳ ἱερῆς ἀγανακτήσεως ἐξέφυγε ἀπό τά χείλη τοῦ Γέροντα, ἀπορρέουν δύο
ἐπί μέρους συμπεράσματα. Τό ἕνα εἶναι ὅτι εἶχε ὁ Γέροντας Ἰσαάκ προσωπικές
ἐμπειρίες καί μάχες κατά τρόπο αἰσθητό μέ τά πνεύματα τῆς πονηρίας. Τό ἄλλο
συμπέρασμα εἶναι τό πόσο φρίσσει ὁ Διάβολος αὐτήν ταύτην τήν ἱερωσύνην, πού
οὔτε κἄν σάν ψέμμα ἐτόλμησε νά τήν περιφρονήση καί νά τοῦ τήν ἀμφισβητήση.
Τό δεύτερο σημαντικό σημεῖο πού θά
θίξωμε ἀπό τό ὅλο σκηνικό, εἶναι τί σαφῆ ἐκκλησιολογική γνῶσι καί γνώμη εἶχε ὁ
Γέροντας περί Ἐκκλησίας καί σχισμάτων.
Αὐτά τά ὀλίγα γιά αὐτό τό θέμα. Ἄς
μήν ἀναφέρωμε ἄλλα σχετικά περιστατικά μέ τόν Γέροντα Ἰσαάκ γιά νά περάσωμε
χωρίς ἄλλα σχόλια σέ ἄλλη ἐρώτησι, γιατί τό θέμα αὐτό θέλει πολύ χρόνο.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου
Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἡ συνέντευξις ἐδόθη στόν
πρωτοσύγγελο π. Ἰωήλ Κωνστάνταρο στόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης τήν 16 – 07 – 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου