Πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα της
Μονής Βατοπεδίου, όταν σε συζητήσεις ή σε κάποια άρθρα γινόταν ο λόγος για
κάποιον αγιορείτη ηγούμενο, το μυαλό μου ταξίδευε νοερά στο γραφειάκι της Αγίου
Παύλου όπου τυχαία βρέθηκα πριν από έξι χρόνια (σημ. εννοεί το 2002) και επίσης
τυχαία γνώρισα το γέροντα Παρθένιο Αγιοπαυλίτη… Δοξάζω το Θεό που αυτό το
διάστημα για λόγους σπουδών βρίσκομαι μακριά από την Ελλάδα, και η «καλή
συνήθεια» αυτή, της ενθύμησης του γέροντα δεν έχει ολότελα εξαφανιστεί από το
υποσυνείδητο μου. Δεν ξέρω αν αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή δεν παρακολουθώ τα
ελληνικά δελτία ειδήσεων ή επειδή η ανάμνηση από τον γέροντα Παρθένιο είναι
τόσο δυνατή.
Θέλω, λοιπόν, να δοξάζω το Θεό γι’ αυτό το λόγο! Επειδή, τούτα τα γεγονότα
δεν μπόρεσαν να μου αλλάξουν ριζικά τούτο το καλό έθος της λειτουργίας του
υποσυνειδήτου μου. Ήταν Οκτώβρης, αρχές, και αποφάσισα με ένα πολύ αγαπημένο
φίλο, από τη Θεσσαλονίκη που βρίσκονταν να πάμε στο Όρος. Βρεθήκαμε στην Αγίου
Παύλου. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει ή έστω ότι έχει τόσο μεγάλη ιστορία, έτσι
όπως δηλαδή ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μας. Καλοσυνάτος ο αρχοντάρης,
Γεράσιμος ονόματι, έφερε στη ζώνη του τη παράσταση του αγίου Γερασίμου να
κρατάει στην αγκαλιά του το χάρτη της Κεφαλονιάς. Απλός, λιτός και χαρούμενος.
Έπειτα έμαθα ότι ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του Αγίου Όρους.
Ήμασταν πολύ κουρασμένοι, πέσαμε για ύπνο και ήταν ακόμα εννέα το πρωί, σχεδόν
μεσημέρι για το αγιορείτικο ημερολόγιο. Ανέβαινες τα σκαλιά για να πας στο κελί
και οι τοίχοι με μιαν υπέροχη δυναμική σε τραβούσαν πίσω στο χρόνο έως και σε
κατέβαλλαν σε ένα πνευματικό αγώνα, τουλάχιστον για τις στιγμές που είσαι εκεί,
να ξεχάσεις όλα σου τα πεπραγμένα- σκέψεις και πράξεις- και να αφεθείς στο
ρυθμό που ήθελε το περιβάλλον να σε οδηγήσει. Ανεβαίνοντας τις σκάλες, με
επιγραφή πάνω στο τοίχο σε καλωσορίζει σ’ αυτή τη καινούργια πνευματική
εμπειρία «Απόφυγε τας εν άστει διατριβάς ως μυρίων κακών αφορμάς…» Γυρνάει ο
Χρήστος και με κοιτάει με το σχεδόν πάντα κριτικό του βλέμμα… «Τι θες να σου
πω;» του απάντησα «τις ενστάσεις σου στο Μέγα Βασίλειο!» - το έγραφε από κάτω
το όνομα. Μπήκαμε στο κελί, χωρίς να μιλήσουμε καθόλου διότι πιο δίπλα είχαμε
δει την επιγραφή «Υπέρ Πάντων τη Σιωπήν Αγάπησον» και άθελα μας ή μπορεί σ’
αυτό να μας οδήγησε όχι η επιγραφή αλλά η τεράστια κούραση που κουβαλούσαμε.
Ήρθε η ώρα του Εσπερινού, ένας
μοναχός μας χτύπησε τη πόρτα. Κατεβήκαμε στο Καθολικό- δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ
τέτοιο ναό με τέτοια χωροταξική διαμόρφωση. Οι πατέρες ήταν όλοι σε σειρά,
υπέθεσα ότι γίνονταν ασπασμός των τιμίων λειψάνων κι έτσι πρότεινα στο Χρήστο
να καθίσουμε στη σειρά. Εν τέλει περίμεναν να πάρουν την ευχή του ηγουμένου και
να προσκυνήσουν κατά τη μοναχική τάξη τις εικόνες του τέμπλου και να πορευθούν
ο καθένας στο στασίδι του. Η σκέψη μου γκρεμίστηκε όταν είδα τον ηγούμενο.
Συνηθισμένος σε «αγγελικά ιπταμένους» οφφικιούχους της Εκκλησίας από την Αθήνα,
βλέπω ένα γεροντάκι, πιο κοντό από μένα, ατημέλητο… Αμέσως σκέφτηκα, ότι εδώ
είναι Άγιο Όρος αλλά η συνήθεια όταν ανατρέπεται συχνά προκαλεί εκπλήξεις.
Γυρνάω του λέω «την ευχή σας» μου απαντάει απότομα «την να την ‘νε’ κάμεις;»...
Και το μυαλό μου άρχισε να επεξεργάζεται, όχι τόσο την απάντηση, αλλά τη
προφορά, την εκφορά της μέσα στο λόγο. Αφού ασπαστήκαμε τις εικόνες του τέμπλου
κι αυτή τη «Μυροβλήτισσα» της Αγίου Παύλου καθίσαμε να ακούσουμε τον Εσπερινό.
Ξημέρωνε του Αγίου Ιγνατίου Αρχιεπισκόπου Κων/πολεως, του κατά σάρκα αδελφού
του κτήτορα της Μονής, Αγίου Παύλου του Ξηροποταμινού. Έτσι, ο Εσπερινός ήταν
μεγάλος. Και ήρθε η ώρα για το φώς Ιλαρόν. Κατέβηκε ο ηγούμενος από το θρόνο
και με μιαν υπέροχη ρωμαλεότητα και δύναμη έψαλλε τον πρωτοχριστιανικό τούτο
ύμνο. Και εκείνη τη στιγμή, μπόρεσα – αν η μικρότητα μου το επιτρέπει- να
κατανοήσω ένα μέρος από το εύρος του πνευματικού του φορτίου. Μετά την εκτενή
από τον π. Μητροφάνη, τον οποίο γνώρισα αργότερα, όταν αποπειράθηκε να με μάθει
να οδηγώ μπετονιέρα, γαλήνιος και ήσυχος την όψη, ο γέροντας απάγγελε το
«Καταξίωσον Κυριε…» χωρίς αυτή τη φορά να μπορεί κανείς να καταλάβει τι λέει…
Σχεδόν από μέσα του, κάνοντας όμως τούτη την εσπερινή προσευχή κτήμα όλων! Απλά
τα χείλη μας οδηγούνταν από απαλό ήχο της απαγγελίας του που απλώνονταν μέσα
στο καθολικό και αργόσβηνε όπως η μυρωδιά του λιβανιού από το «Κύριε Εκέκραξα
…» που είχε προηγηθεί. Ο Εσπερινός τελείωσε και ακολούθησε η τράπεζα.
Απέναντι, ακριβώς, από την είσοδο
του Καθολικού, η είσοδος προς τη Τράπεζα. Διαμορφωμένη έτσι ούτως ώστε να
αγκαλιάζει όλους τους συνδαιτυμόνες. Ακολούθησε η προσευχή, και ο μοναχός
Γρηγόριος –που κι αυτόν μετά γνώρισα- ο βιβλιοθηκάριος της Μονής, ανέβηκε στον
άμβωνα για το Ανάγνωσμα: «Βίος Αγίου Ιγνατίου, Ευλόγησον Πάτερ» και ακολούθησε
το Δι’ ευχών και το λιτό φαγητό, το οποίο έμοιαζε πανηγυρικό στα μάτια μας, από
την πείνα. Τα μάτια μου όμως από τη στιγμή του Εσπερινού ήταν καρφωμένα πάνω
στο γέροντα. Βέβαια, οι σκέψεις μου ήταν ρευστές. Δεν ήξερα από ποιά σκοπιά
έπρεπε να τον κοιτάξω. Αν υιοθετούσα αυτά που μάθαινα στο Παν/μιο, έπρεπε να
τον δω με ένα λογισμό ιστορικο-κοινωνιολογικό, υπό την έννοια να φανταστώ πώς
θα ήταν οι ηγούμενοι επί παραδείγματι στο Βυζάντιο και έτσι να κάνω
παραλληλισμούς στο μυαλό μου. Το δοκίμασα, όμως δεν μου αρκούσε. Προσπάθησα και
δεύτερη φορά, αφήνοντας το φαγητό στη μέση και καθαρίζοντας τυφλά ένα μήλο. Το
μυαλό μου, η σκέψη μου, η εκκολαπτόμενη επιστημονική επεξεργασία αδυνατούσαν να
με βοηθήσουν. Το πρόσεξε ότι τον κοιτάω. Με κοίταξε αυστηρά. Που να καταλάβω
ότι εκείνο το αυστηρό βλέμμα που εκείνη τη στιγμή με γέμισε φόβο- στη συνέχεια
θα γίνονταν πνευματικό χάδι το οποίο ακόμα και τώρα με συντροφεύει στη ζωή μου.
Το φαγητό τελείωσε, την απόλυση
της τράπεζας την έκανε ο π. Ευδόκιμος, Άγγλος στη καταγωγή. Ο ηγούμενος
κάθονταν χαμένος στις σκέψεις του, στερεώνοντας το γερασμένο του κεφάλι στο
τραχύ αριστερό του χέρι. Υπήρξε μια αναστάτωση λίγων δευτερολέπτων. «Γέροντα!»
τον σκούντηξε κάποιος μοναχός. Σηκώθηκε σα να μη συμβαίνει τίποτε, έβαλε το
σταυρό του, που τον είχε κρεμάσει στη πλάτη της καρέκλας και πορεύθηκε μαζί με
τους τραπεζοκόμους προς την έξοδο. Οι τραπεζοκόμοι σε στάση μετάνοιας κι αυτός
στο κέντρο με το δεξί του χέρι σε στάση ευλογίας και στο δεξί την ηγουμενική,
ξύλινη ράβδο του. Όταν είδα, ότι έπρεπε να περάσουμε από μπροστά βάζοντας
μετάνοια, επειδή έτσι το τυπικό προστάζει, αισθάνθηκα άβολα, σχεδόν αμήχανα
αφού είχε προηγηθεί το αυστηρό του βλέμμα. Μπροστά μου βγαίνοντας,
προπορεύονταν ένας ιερομόναχος – που το όνομα του δεν θυμάμαι. Όταν τον
κοιτάζει έντονα και του δίνει τη ράβδο. Τότε, και με δύναμη με αρπάζει από το
χέρι και μου λέει «Έλα δε ‘πα» - έχω μείνει άφωνος, αναγνωρίζοντας κι αυτή τη
φορά για τα καλά την κεφαλονίτικη καταγωγή του, με τη προφορά αυτή, να με
πηγαίνει στο τόπο της νοσταλγίας μου, το νησί της Κεφαλονιάς, τη γη που
αναπαύονται οι πρόγονοι μου. Με έπιασε από το χέρι, σα να ήξερε ότι ήμουν
γεμάτος από απόρροιες γι΄ αυτό το οποίο ζούσα. Ο Χρήστος είχε μείνει στη γωνία
και με περίμενε. Ανεβήκαμε βουβά και με βιασύνη στο κελί του. Άνοιξε τη πόρτα.
Γινόταν μέσα κυριολεκτικά χαμός. Βιβλία κάτω, ένα σκαμνί πεσμένο, η βιβλιοθήκη
κουνημένη…. «Πόλεμος» μου είπε. Δεν κατάλαβα. Πιάνει και μου δίνει ένα
κομποσκοίνι. Μεγάλο, κατοστάρι. «Πάρε για να σώνεσαι» και τίποτε άλλο. Με είδε
ότι είχα βουρκώσει, μου χάιδεψε πατρικά το κεφάλι και μου έκλεισε το μάτι. Μου
πρότεινε να κατέβω στο Καθολικό να προσκυνήσω τα Ιερά Λείψανα και τα δώρα των
τριών μάγων που φυλάγονται στο μοναστήρι. Φεύγοντας, μου λέει «Αφέντη μου, σε
περιμένω στο γραφείο, κάτω μετά…». «Ναι γέροντα του λέω…», «Όχι. Εδώ στο Όρος
να ‘ναι ευλογημένο, λέμε. Δεν είναι εδώ Κεφαλονιά!» Γούρλωσα τα μάτια, τον
κοίταξα και κατέβηκα τις σκάλες, σκεπτόμενος πότε του αποκάλυψα τον τόπο της
καταγωγής μου….».
Αφού προσκυνήσαμε, λέω του Χρήστου
να πάμε στο γραφείο μαζί. Δεν έφερε αντίρρηση. Ανεβήκαμε τις σκάλες χωρίς αυτή
τη φορά να μας επηρεάσουν οι επιγραφές. Ο τόπος, ο τόσο ξένος στην αρχή, μέσα
σε λίγες ώρες έγινε αυτόματα οικείος… Ήταν κάποιος μοναχός μέσα στο γραφείο και
αναγκαστήκαμε να περιμένουμε λίγο. Εκεί και έξω από το γραφείο, μια ιδιαίτερη
βυζαντινή σύνθεση με βουνά και θάλασσα, την Θεοτόκο καθισμένη πάνω σε ένα βράχο
και ένα μοναχό να της μιλάει μας κίνησε το ενδιαφέρον. Ένας μοναχός που
περνούσε, είδε την απορία μας και λιτά μας επεξήγησε «είναι η Παναγία που
εμφανίστηκε στον προηγούμενο Ανδρέα, το ’76» και έφυγε. Ήταν, τουλάχιστον για
‘μενα, πολύ περίεργη η τόση απλότητα του μοναχού στην επεξήγηση της παράστασης.
«Στον Κόσμο» όταν περιγράφουμε τέτοια θαυμαστά γεγονότα, κοιτάμε να τα ντύνουμε
με λυρισμό και φιλολογικά στολίδια ούτως ώστε να φαίνονται πιο θαυμαστά και να
κάνουμε το συζητητή να απορεί και να εκπλήσσεται. Στο Όρος, όμως, αυτά
θεωρούνται δεδομένα, μέρος της καθημερινότητας, απλά και συνάμα λαμπρά, όπως το
γραφείο του γέροντα που δεν θύμιζε τα αντίστοιχα «κοσμικά». Μπήκα πρώτος εγώ, ο
Χρήστος το σκέφτονταν ακόμη. «Κεράσου μου λέει, είναι από το Ληξούρι» και μου
έδειξε τις μάντολες, «μου ‘τς΄ έστειλε η γερόντισσα από το Κορωνάτο, που ήσουνα
το καλοκαίρι!» Δεν απάντησα. «Πάω κι και τσι ξεμολογάω, από ΄κει είμαι»…
Συνέχισα να τον κοιτάζω με έκδηλη απορία. Κι αρχίσαμε να συζητάμε. Μου έλεγε
πως από μικρός ήθελε να γίνει καλόγερος και πήγε στο μοναστήρι των Κηπουραίων –
τον καιρό που ήτανε ακόμη Σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είχε 80
καλογέρους και 15 παπάδες και έβαλε την αστυνομία ο πατέρας του και τον πήρε.
Μετά μου είπε πως το έσκασε από το σπίτι και μόνος του πήρε το καράβι για τον
Πειραιά και από κει για το Όρος, δώδεκα ή δεκατεσσάρων χρονών- δεν θυμάμαι
καλά. Και γύρισε και μου είπε: «Ό, τι κάνεις, για το Χριστό να το κάνεις για
κανένανε άλλονε… και να προσεύχεσαι πάντα να προσεύχεσαι…». Δεν ήταν η πρώτη
φορά που άκουγα τέτοια διδαχή. Ήταν ο τρόπος που την άκουγα. Ήταν αυτή η φωνή
με μια τέτοια χροιά, με μιαν ιεροπρέπεια και απλότητα συνάμα που θα ζήλευαν και
ανώτερα στελέχη της Εκκλησίας. Τούτος, όμως, απλός παρέμενε με φωτισμένα τα
μάτια του και με μια πατρική συγκατάβαση στο βλέμμα του, σε ότι άκουσε από την
εξομολόγηση μου. «Να αγαπάς, όχι επειδή πρέπει. Να αγαπάς για να αγαπάς.» και
βγήκα έξω. Ο Χρήστος δεν θέλησε να μπει. Κατεβήκαμε τις σκάλες και βγήκαμε στο
κιόσκι. Κάναμε ένα τσιγάρο και ήπιαμε λίγο από το τσίπουρο που μας είχε δώσει ο
μοναχός Γεράσιμος, ο ευλογημένος αρχοντάρης. «Τι σου ΄λεγε;» με ρώτησε ο Χρήστος.
Δεν άντεχα να του απαντήσω, είχα χαθεί στο αγιορείτικο ηλιοβασίλεμα. Πήγαμε για
ύπνο. Το επόμενο πρωί δε λειτούργησε ο ίδιος, δεν κατέβηκε στο Καθολικό, ούτε
ήταν στο γεύμα. Από τότε, όποτε πάω στο Όρος, κοιτάω να τον ανταμώνω. Ήσαν κι
άλλα που είπε και έκανε ο γέροντας που δεν τα «χωρούν τα γραφόμενα βιβλία του
κόσμου»…
Τούτη την ανάμνηση μου, τη
καταθέτω σε όλους αυτούς που λόγω των επίκαιρων γεγονότων καταδικάζουν εν γένει
την αθωνική πολιτεία και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μπορεί να γράφω κινούμενος από
άκρατο συναισθηματισμό. Μπορεί και όχι. Καταλαβαίνω όμως ότι στη καρδιά των
Ελλήνων, το Άγιο Όρος θα παραμείνει το πνευματικό στήριγμα και η καταφυγή. Όπως
το Όρος άντεξε αιώνες, έτσι θα αντέξει και τώρα. Και τούτο διότι ακόμη υπάρχουν
«Παρθένιοι» που προσεύχονται.
Τα Έτη του ας είναι πολλά.
Δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο 2008 στο
ιστολόγιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου