Ραφαήλ Αναγνώστου για την romfea.gr
“Θα πάω στης Παναγιάς τη
Χάρι, της Παραμυθίας, της παρηγορήτρας που θα πει, την αγρυπνία, τη
γιορτή, το πρόσωπό της το γλυκό να προσκυνήσω στο Μέγα Μοναστήρι, με τις
εικόνες τις θαυματουργές” είπε στον γέροντά του και ξεκίνησε.
Απόγευμα ήταν, απομεσήμερο, στα
μισοσκότεινα παράθυρα, τρεμόπαιζε το φως άλλης μιας μέρας που ξεψύχαγε,
σκιρτάει η καρδιά με την ευχή για την δική του και του κόσμου σωτηρία. Χριστέ
και Λόγε του Θεού ελέησόν με τον μικρό και τον ασήμαντο.
Kέλυφος, του είχε πει, ξεκάθαρα
θυμόταν, το καλυβάκι του Σταυρού στην καταιγίδα. Κέλυφος η νύχτα του
ονείρου, μήτρα προαιώνια η σιωπή που τόσο δυνατά φωνάζει κι όμως φωνή αύρας
λεπτής σαν γίνει, τότε τον Ύψιστο ζητάει.
Κρύο, ομίχλη, χιονάκι φρέσκο και
φλόγα στην ψυχή, ο όλος άνθρωπος παλεύει με τον εαυτό του, το μαύρο κομπολόγι
το μάλλινο και τ’ άλλο το φτιαγμένο απ’ τα δάκρυα της Παναγιάς, με το σταυρό
στο στήθος του για πάντα έχοντας τρόπαιο ανίκητο.
Η του Βατοπαιδίου η Μονή χανόταν
μέσα στη σιωπή και που και που ήχος του τάλαντου και άρωμα περίφημο του κάριου
που έκαιγε λιβανωτός στα αιώνια γατζία.
Στις αετωφολιές του νου και της
ψυχής απάνου άνθρωπος, Θεός, άγγελοι, θηρία και πουλιά αναμετρώνται, αιώνες
τώρα μα και την κάθε στιγμή, ψάχνοντας στα σκοτάδια των παθών την πόρτα
που οδηγεί στο δύσκολο και άγνωστο...ΜΕΤΑ.
Ισορροπεί ο ασκητής ανάμεσα
θάλασσας και ουρανού.
Ισορροπεί η καρδιά ανάμεσα στα ύψη και τα βάθη της θείας αναζήτησης.
Πως να το νοιώσεις αδελφέ μου, πως
να το κάνεις κτήμα της άσκησης και της μετάνοιας της συνεχούς σου, πως να το
κάνεις “μπούσουλα” και θύμιση κάθε λεπτού, τη ρήση του Γρηγόριου του Θεολόγου
που ο γερο-Πορφύριος συνέχεια επαναλάμβανε ; "Ορθοδοξείν εστίν το αεί
σχοινοβατείν!"
Πως να το νοιώσεις όταν το βάραθρο
της εύθραυστης και ψεύτικης ανθρώπινης αυτάρκειάς σου, χάσκει κάτωθέν σου ως
κύτους στόμα και συ ως άλλος Ιωνάς, αλλοίμονο! δεν την αντέχεις ακόμη μία
πτώση;
Πως να παλέψεις μεσ’ απ’ τις
σκιές του στασιδιού σου που όμοιος τάφος φαίνεται χρόνια τώρα, το απειλητικό
σκοτάδι; Πως ν' αναμετρηθείς, μεσ’ στο χλωμό το φως των καντηλιών και των
κεριών, με την Αλήθεια και το Φως, με της δικαιοσύνης τον ηλιάτορα; Πως να
τολμήσεις ν’ ατενίσεις, ίσα στα μάτια Εκείνη που στην ελπίδα έζωσε ζωή, την
ταπεινή Παρθένο που μέσα από μήτρα της το Φως του κόσμου κι η συμπόνια κι η
αγάπη εγεννήθησαν;
Πέρναγε η ώρα, η νύχτα ατέλειωτη,
σκιές οι καλογέροι άσαρκοι και άβαροι θαρρείς στο διαρκές τους «σούρτα-φέρτα»,
πότε ν’ ανάφτουν κι ύστερα πάλι να φυσούν να σβήσουν τα καντήλια τα χρυσά που
από ύψη δυσθεώρητα αίφνης μπροστά σου αιωρούνται κι ύστερα πάλι χάνονται εκεί
στον τρούλο τον αόρατο που διαφεντεύει ο Παντοκράτορας.
Μέσιασε η νύχτα, τα πόδια
μούδιασαν, τα χέρια ίσα-ίσα ψηλαφούν για να αιστανθούν του μάρμαρου του
φαγωμένου τις ρυτίδες, που βήματα χιλιάδων αιωνίων προσκυνητών, παπάδων,
μοναχών, διάκων, αρχιερέων και βασιλιάδων χάραξαν ανεξίτυλα και τώρα δάκρυα
καυτά, τα δάκρυά του, ζεσταίνουν ψάχνοντας και ζητώντας Εκείνης την Παρηγοριά.
Το σώμα δεν το νοιώθει πια, το
μαύρο ράσο σάβανο, βαρύ, ασήκωτο σαν την ευθύνη της αποταγής που τόσο πάλαιψε
θεριό σωστό για να την καταφέρει.
Τέλεψαν πια κι οι κόμποι, οι
μάλλινοι, οι ατέλειωτοι, οι τρακόσιοι, σπαρτιάτες όμοιοι κι αυτοί
σαν του Θερμοπυλιώτη Λεωνίδα οι πιστοί, δώδεκα και τριακόσιοι με της καρδιάς
τους χτύπους, μάχονταν ώρες πολλές, τη σάρκα και τα πάθια, τις επιθυμιές,
το θέλημα το ίδιον το άτιμο αυτό το τέρας που απ’ το Φως πάντα θα τον χωρίζει.
Ώρες πολλές, στο πάτωμα, ξύλα
τριζοβολούν, αέρας ασταμάτητα φυσά, λιβάνι πια και σούρτα-φέρτα καλογέρων δεν
ακούγεται, που νάναι και η ψυχή ανάλαφρη αγάλλεται ωσαν σε τόπο άγνωστο,
παραδεισένιο μόνιμα να κατοικεί; Ριπές αγέρα, δάκρυα, ευχής γαλήνεμα, στόμα
κλειστό, μάτια θεόκλειστα κι ορθάνοιχτα μαζί, ωσαν τα άστρα του ουρανού όλα
μαζί στης καρδιάς τη φάτνη να μετοικήσαν με τη δική της την Μητρική την προσταγή.
Ώρες πολλές σαν πέρασαν και τώρα
πια το βράδυ αυτό που άρχισε σαν κίνησε να πάει μα δεν έφτασε στο Βατοπαίδι,
στης Παραμυθίας τη γιορτή, τελειώνει, χάνεται η νύχτα, έρχεται η χειμωνιάτικη
αυγή και η καρδιά του φλέγεται, τα μάγουλα σκάφτηκαν από τα δάκρυα της χαράς
καθώς την προσευχή του άκουσε σίγουρα, τόνοιωθε, μέσα από το Άγιο Βήμα η
Βηματάρισσα, διαλάλησε η Αντιφωνήτρια πως πάντα δικός της θάναι, την θλίψη του
την πήρε μακρυά η Παντάνασσα, η Εσφαγμένη μάτωσε μαζί με της ζωής του την
πληγή, η Πυροβοληθείσα κόπασε των λογισμών τη λύσσα, τον πόνο του και τις
πληγές του για πάντα σκέπασε με του λαδιού την ζεστασιά η Ελαιοβρύτισσα.
Τέτοια αγρύπνια, τέτοια χαρά,
τέτοια παραμυθία μέσα στη σιωπή, ποτέ ξανά δεν είχε νοιώσει. Τι κι αν η νύχτα
πέρασε στου ταπεινού του του κελλιού το πάτωμα μέσα στο δάσος με τις καστανιές
με τον αέρα έξω να λυσσά κι όχι στο φωτεινό, το όμορφο, το μεγαλοπρεπές το Μέγα
Μοναστήρι; Τάχα δεν είναι αυτό θάμα μεγάλο της Παρθένου σαν το του προσμοναρίου
που γιορτάζεται αιώνες τώρα τέτοια νύχτα σκοτεινή που μέρα λαμπερή γεννάει;
3 Φεβρουαρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου