Tο καΐκι κατευθύνθηκε προς ένα ψηλό τετράγωνο πύργο χτισμένο πάνω σ' ένα
μαρμάρινο βράχο, που προχωρούσε πάνω στην ήρεμη γαλάζια θάλασσα στη NΑ άκρη της χερσονήσου· κάνοντας στροφή σ' ένα μικρό ακρωτήριο, μπήκαμε σ'
ένα όμορφο μικρό λιμανάκι όπου κυριαρχούσε ο πύργος και ένα δυο κτίσματα
χτισμένα στη βάση του για άμυνα, όλα με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική.
H παράδοξη μισοανατολική, μισονορμανδική αρχιτεκτονική του μικρού οχυρού, το
παράξενο καΐκι μου, τα λαμπρά χρώματα των κοστουμιών των ναυτών, η πλούσια βλάστηση
και οι μεγάλες τούφες των λουλουδιών που ξεφύτρωναν στις σχισματιές του άσπρου
μάρμαρου, σχημάτιζαν όλα μαζί την πιο γραφική σκηνή που είχα ποτέ την καλή τύχη
να ιδώ και που θα τη θυμούμαι πάντα με ευχαρίστηση.
Δεν είδαμε κανέναν άνθρωπο, μονάχα σε ένα μίλι απόσταση ήταν το μεγάλο
μοναστήρι της Αγ. Λαύρας που ήταν στημένο πάνω μας ανάμεσα στα δέντρα στην
πλαγιά του βουνού κι αυτό το μικρό όμορφο λιμάνι ήταν, όπως μας είπαν οι
ναύτες, το μέρος αποβίβασης των προσκυνητών που πήγαιναν στο μοναστήρι.
Kαθώς μελετούσα το βυζαντινό πύργο μου φάνηκε πως είδα κάτι να ξεπροβάλλει
από μια πολεμίστρα, κοντά στην κορυφή, και κοιτάζοντας προσεχτικότερα είδα πως
ήταν το κεφάλι ενός γέροντα με μια μακριά γκρίζα γενειάδα που με κοίταζε
προφυλακτικά. Φώναξα με όλη μου τη δύναμη «Kalemera sas, ariste, kalemera sas· ora kali sas»· τον δ' απαμειβόμενος: «Kalos orizete».
Eτσι
ανέβηκα ψηλά στον πύργο, περπάτησα σε μια σανίδα που χρησίμευε για κινητή
γέφυρα πάνω από το χάσμα, και στην πόρτα, στον τοίχο που περικύκλωνε τα χαμηλότερα
χτίσματα, στεκόταν ένας κοντός γέρος καλόγηρος, ο ίδιος που κοίταζε ψηλά από
την πολεμίστρα. Mε πήρε στο κάστρο του, όπου φαίνεται πως ζούσε ολομόναχος, σ'
ένα βυζαντινό πρόσκτισμα στα πόδια του πύργου και το παράθυρο στο δωμάτιό του
έβλεπε το λιμανάκι κάτω. Tο δωμάτιο είχε πολλές κρεμάστρες στους τοίχους,
απ' όπου κρέμονταν ξερά φυτά και βότανα· ένα-δυο μεγάλα κιούπια ήταν στη
γωνία, αυτά κι ένα μικρό ντιβάνι αποτελούσαν όλη την επίπλωσή του. [...]
Σκέφτηκα
μέσα μου ότι αυτός εδώ είναι ένας πραγματικός, γνήσιος, απλός, ζωντανός
ερημίτης. Δεν είναι παραφουσκωμένος όπως ο ερημίτης στο Vaoxhall ούτε καμωμένος
από γενειάδα και κουβέρτες όπως στη σκηνή θεάτρου· είναι ένα γνήσιο δείγμα από
μια ράτσα που πάει να χαθεί. Tι δε θάδινε ο Walter Scott γι' αυτόν! H θέα του
νοικοκύρη μου και του βυζαντινού πύργου θύμιζαν τόσο ζωντανά τις μέρες του
δωδέκατου αιώνα, ώστε μου φαινόταν ότι είχα μπει σ' έναν άλλο κόσμο και δε θα
ξαφνιαζόμουν καθόλου αν ένας Σταυροφόρος με τη σιδερόφραχτη φορεσιά του έμπαινε
στο δωμάτιο και γονάτιζε μπροστά στα πόδια του ερημίτη.
O φτωχός γέρο-ερημίτης βλέποντάς με να κοιτάζω ολόγυρα τ' αγαθά του και τα
υπάρχοντά του, ανέβηκε στο ντιβάνι, πήρε από το ράφι ένα μεγάλο κόκκινο μήλο
και μου το πρόσφερε· ήταν φανερά το ωραιότερο πράμα που είχε και όταν μου
τόδωσε συγκινήθηκα. Eκοψα μια δαγκωματιά, ήταν στ' αλήθεια πολύ ξινό, τι να
έκανα όμως; Δεν μπορούσα να στεναχωρήσω το γέρο κι έτσι έφαγα ένα μεγάλο μέρος
του, αν και μου έφερνε δάκρυα στα μάτια.
Από το «Tαξίδι του R. Corzon Jon. στο Άγιον Όρος το
1837»,
του Robert Corzon,
μετάφρ. I. E. Αναστασίου,
περ. «Bυζαντινά», 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου