... Δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω καί τόν
Γέρο ῾Υπάτιο, γιά νά γνωρίσουν οἱ
μεταγενέστεροι καί αὐτοῦ τήν μεγάλη
προσωπικότητα.
Γεννήθηκε στό χωριό Κοσμᾶς τῆς
Κυνουρίας τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας τό
1892. Τό ὄνομά του ἦταν Γεώργιος Ρόρης
τοῦ Δημητρίου. Στήν νεανική του ἡλικία
ἔφυγε γιά τήν Ἀμερική νά εὕρῃ
καλλίτερη ζωή. ῾Ο πόθος του ὅμως γιά
μοναχική ἀφιέρωσι τοῦ κατέτρωγε τά
στήθη καί τέσσαρες φορές πηγαινοερχόταν
Ἀμερική-῾Ελλάδα. Τήν τελευταία φορά
ἔμεινε στήν Ἀμερική μόνον 13 ἡμέρες.
Ἐκεῖ μέ κάποιο θεῖο του εἶχαν
ζαχαροπλαστεῖο, καί ἔβγαζαν ἀρκετά
χρήματα. ῞Οταν λοιπόν ἔμαθε ὁ θεῖος
του, ὅτι ὁ Γιῶργος, θά φύγῃ καί πάλι
γιά τήν ῾Ελλάδα, χωρίς νά ὑπάρχουν
ἐλπίδες ὅτι θά ξαναγυρίσῃ, δέν τοῦ
ἔδινε χρήματα γιά τό ταξείδι καί
συνεχῶς τοῦ προκαλοῦσε ἐμπόδια. ῾Ο
Γιώργης ὅμως δέν κάμπτετται εὔκολα,
καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν τόν
ἐγκαταλείπει. Πηγαίνει στό λιμάνι
καί εὑρίσκει τόν πλοίαρχο ἑνός
πλοίου πού ἔφευγε σέ λίγο γιά τήν
῾Ελλάδα. Τότε τά ταξείδια στό ἐξωτερικό
ἦταν ἐλεύθερα καί δέν χρειαζόταν
διαβατήρια καί ἄλλες διαδικασίες.
Παρακαλεῖ τόν πλοίαρχον λοιπόν, νά
τόν πάρη μαζί του καί σ᾿ ὅλο τό
διάστημα μέχρι τήν ῾Ελλάδα, θά ἐργασθῇ
μέσα στό πλοῖο του, ὡς μάγειρος καί
ζαχαροπλάστης. ῾Ο πλοίαρχος, ὄχι μόνον
μέ ἐνθουσιασμό τόν ἐπῆρε, ἀλλά καί
τόν εὐγνωμονοῦσε γιά τά καλά φαγητά
καί γλυκά πού παρασκεύαζε γιά τούς
ταξειδιῶτες καί τό προσωπικό.
῞Ενα ἀπογευματάκι, κουρασμένος ὁ
Γιώργης ἀπό τήν κουζίνα καί τούς
καπνούς ὅπου ἐδούλευε μέσα στήν
καμπίνα τοῦ πλοίου, βγῆκε γιά λίγο
ἔξω νά πάρῃ τόν ἀέρα του. ῾Οπότε
στήν πλώρη τοῦ πλοίου βλέπει ἕνα
παράξενο φαινόμενο. Δύο κουτσουνούριδες
δαίμονες νά παίζουν τραμπάλα καί νά
γελοῦν σαρκαστικά. Τά πρόσωπά τους
ἦταν κατάμαυρα καί προκαλοῦσαν ἀηδία
στόν νεαρό Γιώργιο. Αὐτός ὅταν τούς
εἶδε, κατάλαβε ὅτι ἤθελαν νά τοῦ
προκαλέσουν τήν περιέργεια καί κάποιο
κακό ἴσως νά τοῦ κάνουν. Ἀρχίζει
τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, διότι
τούς ἤξερε ἀπό στήθους, καί οἱ
φαινόμενοι τραμπαλίστες ἔγιναν
ἄφαντοι.
῞Οταν ἔφθασε στόν Πειραιᾶ, χωρίς
ἀργοπορία, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό
σχέδιό του, νά γίνῃ μοναχός καί
μάλιστα ἀσκητής καί ἐρημίτης. Ἐπῆρε
λοιπόν στό χέρι δύο καρβέλια ψωμί
καί μιά κουβέρτα στήν πλάτη καί
ἀνεχώρησε γιά τό βουνό ῾Υμηττός.
Εὑρῆκε μιά σπηλιά καί ἐκεῖ ἀναπαύθηκε.
῎Αλλο πρόβλημα δέν εἶχε ἀπό τά
ἐπίγεια, παρά τό πῶς θἀ ἐξοικονομῇ
τό ψωμί του, γιατί ὁ τόπος ἐκεῖ ἦταν
ἄνυδρος καί τελείως βραχώδης. Εἶδε
ἀπό μακρυά ἕνα τσοπάνη, πού σέ ἐκεῖνα
τά μέρη ἔβοσκε τά γιδοπρόβατά του.
Πρόλαβε ἀπό μακρυά καί τοῦ μίλησε
ὁ τσοπάνης.
-Τί κάνεις ἐδῶ βρέ καλόπαιδο;
-Τίποτε δέν κάνω.
-Πῶς δέν κάνεις τίποτε ἀφοῦ σέ βλέπω
ἐδῶ, φαίνεται γιά κάποιο σκοπό ἦλθες.
Μήπως θέλεις νά κλέψῃς καμμιά γίδα
ἤ κρύβεσαι νά ἀποφύγῃς τήν ἀστυνομία,
γιά κανένα κακό πού ἔκαμες;
-῎Οχι, τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πού λέγεις.
῏Ηλθα νά γίνω Καλόγερος.
-Μά ἐδῶ δέν ὑπάρχουν Μοναχοί καί
Μοναστήρια. Τί θά κάνῃς ἐδῶ μόνος
σου;
-Καί ποῦ πρέπει νά πάω γιά νά μονάσω;
-Θά πᾶς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Ἐκεῖ ὑπάρχουν
πολλοί Μοναχοί καί Μοναστήρια. Ἐκεῖ
νά μείνῃς καί σέ κοινόβιο Μοναστήρι.
-Δέν ξέρω ποῦ εὑρίσκεται καί πῶς θά
φθάσω ἐκεῖ;
Πράγματι ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ, ὁ ἀγαθός Γεώργιος, μέ τά
τότε δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα,
ἔφθασε στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στίς Καρυές
τόν συνήντησε ὁ Γέρο Στέφανος,
ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς μας τότε στήν
῾Ιερά Κοινότητα, καί τόν ἔφερε στό
Μοναστήρι.
῏Ηλθε σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Ἀπό τήν ἀρχή
διακρίθηκε γιά δύο μεγάλα χαρίσματά
του. Μάγειρος καλός καί καλλίφωνος
Ψάλτης. Ἐγνώριζε τήν μαγειρική καί
τήν Ψαλτική τέχνη ἀπό τόν κόσμο,
ἀλλά ἐδῶ τίς τελειοποίησε. Διακρίθηκε
καί ὡς ἄριστος καλλιγράφος. Πολλές
Ἀκολουθίες τῆς Μονῆς μας μέ τίς
ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τήν φύσι καί
τήν μοναχική παράδοσι, εἶναι δικά
του ἔργα, πού κυριολεκτικά ἀπαθανάτισαν
τό ὄνομά του στήν μνήμη τῶν Πατέρων
καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς μας.
Ἐργάσθηκε μέ φιλότιμο σ᾿ ὅλα τά
διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐξελέγη
προϊστάμενος καί ὑπηρέτησε ὡς
ἐπίτροπος, ἀντιπρόσωπος καί ἐπιστάτης
πολλές φορές. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα
του, ἦταν μερικές φορές ἀπότομος,
ἀλλά στά πνευματικά του καθήκοντα
εὐλαβής καί φιλακόλουθος.
Στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του,
ἤμουν καί ἐγώ ἄρρωστος στό νοκομεῖο.
῾Ο γιατρός μέ εἶχε βάλει σέ ἄλλο
δωμάτιο, νά εἶμαι μόνος μου, διότι μέ
ἐνωχλοῦσαν τά βογγητά καί οἱ πόνοι
τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Τήν τελευταία του
νύκτα ὁ Γέρο ῾Υπάτιος μοῦ λέγε: «῎Ελα
νά μείνῃς μαζί μου αὐτό τό βράδυ,
πάτερ ῾Ησύχιε». Δέν μοῦ ἐπιτρέπει
ὁ γιατρός, λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου,
Γέρο ῾Υπάτιε.
-῎Ελα καί ἔχω κάτι πολύ σπουδαῖο νά
σοῦ πῶ.
Ἐγώ ὅμως δέν ἐπῆγα καί ἔτσι ποτέ
δέν ἔμαθα τί ἤθελε νά μοῦ ἀποκαλύψη
ὁ εὐλογημένος αὐτός ἀδελφός. Τήν
ἄλλη ἡμέρα τό πρωῒ, εἶχε παραδώσει
τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου.
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τήν εὐχή του νά
ἔχουμε. Τελειώθηκε ἐν Κυρίῳ στό
γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας στίς 5
Φεβρουαρίου 1965 σέ ἡλικλία 73 ἐτῶν.
Μαρτυρία
του Γέροντα Ησύχιου Γρηγοριάτη (1896-1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου