1. Σε
σύντομο σχόλιο, που είχε συνταχθεί και αναρτηθεί στο διαδίκτυο, λίγες ώρες μετά
την ανακοίνωση του διατακτικού του 3682/2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών
Αθηνών, το οποίο ήρε τη διαφωνία μεταξύ Εισαγγελέως και Ανακριτού επί του
ζητήματος της προσωρινής κρατήσεως του ηγουμένου της Μονής Βατοπαιδίου, ο
γράφων είχε εκφράσει την περιέργεια της περιήγησης στην αιτιολογία, με την
οποία είχε διαπιστωθεί η αναγκαιότητα της λήψεως του μέτρου αυτού σε βάρος του
συγκεκριμένου κατηγορουμένου. Όπως είναι γνωστό, η προσωρινή κράτηση είναι
εξαιρετικό μέτρο δικαστικού καταναγκασμού και διατάσσεται κάτω από αυστηρές
προϋποθέσεις, που πρέπει να αιτιολογούνται με τρόπο ειδικό και εμπεριστατωμένο.
Τότε, την 23-12-2011, η αιτιολογία αυτή δεν είχε γνωστοποιηθεί ακόμη. Η έκδοση
του βουλεύματος έγινε την 27-12-2011. Από τότε είδαν το φως της δημοσιότητας
αναρίθμητα σχόλια επωνύμων και ανωνύμων πολιτών, με τα οποία εκφραζόταν είτε
αγανάκτηση και αποτροπιασμός είτε χαρά και ικανοποίηση, σύμφωνα με την παιδεία
ή το περίσσευμα της καρδιάς εκάστου σχολιαστή. Το παρόν σχόλιο γράφεται ύστερα
από διεξοδική μελέτη όχι μόνο της αιτιολογίας του βουλεύματος, αλλά και της
αιτιολογίας της πρόσφατης, από 9-2-2012 διάταξης του Ανακριτή, με την οποία
απορρίφθηκε το επακολουθήσαν αίτημα αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με
περιοριστικούς όρους. Και γράφεται ύστερα από παράκληση φίλων αγαπητών, για να
διασκεδαστούν οι φόβοι κάποιων περί του ότι η θρησκευτική πίστη και η
εκκλησιαστική δραστηριότητα διώκονται από «σκοτεινές δυνάμεις», οι οποίες έχουν
τη δυνατότητα να «κατευθύνουν τις ενέργειες» των δικαιοδοτικών οργάνων. Ο
γράφων δεν υιοθετεί τους φόβους αυτούς! Πέραν του ότι οι οποιεσδήποτε
«σκοτεινές δυνάμεις» δεν είναι δυνατό να κατισχύσουν του Φωτός της Εκκλησίας,
τα περιθώρια επηρεασμού των
δικαιοδοτικών οργάνων, ακόμη και από οργανωμένα συμφέροντα, είναι απειροελάχιστα. Αποτελεί, βέβαια,
διαφορετικό ζήτημα το ενδεχόμενο της κακής εφαρμογής του νόμου ή της εσφαλμένης
ουσιαστικής κρίσης, το οποίο υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την άσκηση
ενδίκων μέσων. Διότι, στο ενδεχόμενο του λάθους υπόκειται ο καθένας, «κατά το
ανθρώπινον», ακόμη και αν προσπαθεί να παραμένει ανεπηρέαστος από προσωπικές προκαταλήψεις ή από την κατευθυνόμενη
πληροφόρηση της μαζικής ενημέρωσης.
2. Σε εκτέλεση αποσπάσματος του διατακτικού
του βουλεύματος εκδόθηκε, πάραυτα, το 1/23-12-2011 ένταλμα προσωρινής κράτησης
του Ανακριτή, το οποίο διαβιβάσθηκε αρμοδίως και εκτελέσθηκε, αμελλητί, την
επομένη ημέρα, που κατά σύμπτωση ήταν η παραμονή των Χριστουγέννων. Για το
παλαιό εορτολόγιο του Αγίου Όρους, βέβαια, ήταν ακόμη η 11η
Δεκεμβρίου! Ο κρατούμενος ήταν ασθενής, πράγμα που πιστοποιήθηκε από τον
υπεύθυνο γιατρό του κέντρου υγείας των Καρυών του Αγίου Όρους. Για να μην
προκληθεί μείζων κίνδυνος για την υγεία του, κρίθηκε από τον αρμόδιο αστυνομικό
διευθυντή, που διενήργησε τη σύλληψη «κατ’ οίκον» με τη σύμπραξη εισαγγελικού
λειτουργού, ότι η μεταγωγή του ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, που είχε
παραγγείλει την άμεση εκτέλεση του εντάλματος, θα έπρεπε να αναβληθεί
προσωρινά. Έτσι, ο κατηγορούμενος κρατήθηκε φρουρούμενος στο κελί του, μέσα στο
Μοναστήρι, για τρεις ημέρες. Στη συνέχεια, την 27-12-2011, μετήχθη στην Αθήνα,
όπου, αφού υποβλήθηκε σε διατυπώσεις στην Εισαγγελία Εφετών, διανυκτέρευσε στη
ΓΑΔΑ. Την επομένη, 28-12-2011, οδηγήθηκε στο νέο κελί του, στις Φυλακές
Κορυδαλλού. Έκτοτε, παραμένει εκεί, προσωρινά κρατούμενος.
3. Στο ένταλμα προσωρινής κράτησης που
εξέδωσε ο Ανακριτής, αιτιολογείται συνοπτικά ότι το εξαιρετικό αυτό μέτρο
επιβάλλεται, διότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος: α) εκμεταλλεύθηκε την
ιδιότητά του ως καθηγούμενου αγιορείτικης μονής παγκόσμιας ακτινοβολίας προς
επηρεασμό υπουργών και υφυπουργών, καθώς και ανωτέρων κρατικών λειτουργών και
υπαλλήλων, β) τέλεσε επί μακρό χρόνο πράξεις που δεν προσιδιάζουν στο μοναχικό
σχήμα και την πνευματική του αποστολή και γ) προκάλεσε ιδιαίτερα μεγάλη ζημία
σε βάρος της δημόσιας περιουσίας, έτσι ώστε να συνάγεται, κατά την κρίση του
Ανακριτή, ότι είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, αν αφεθεί
ελεύθερος. Αυτά είχαν γίνει δεκτά και από το Συμβούλιο Εφετών, κατά την άρση
της διαφωνίας υπέρ του Ανακριτή. Επομένως, αποσαφηνίζεται ότι η προσωρινή
κράτηση δεν έχει διαταχθεί για κάποιον άλλο νόμιμο λόγο (π.χ. για την έλλειψη
γνωστής διαμονής στη Χώρα ή για την προετοιμασία διαφυγής), παρά μόνο για την
αποτροπή της διάπραξης άλλων εγκλημάτων εκ μέρους του κατηγορουμένου. Σχετικά
με την αρμοδιότητα των πολιτειακών οργάνων να κρίνουν ποιες πράξεις
προσιδιάζουν και ποιες όχι στο μοναχικό πολίτευμα, έχουν τοποθετηθεί άλλοι
σχολιαστές...
4. Ποια είναι τα άλλα εγκλήματα, που θα
μπορούσε να τελέσει ο κατηγορούμενος, εάν είχε αφεθεί ελεύθερος; Το Συμβούλιο
Εφετών δίνει αναλυτική απάντηση! Ξεκινάει από την παραδοχή ότι σε βάρος του
κατηγορουμένου προκύπτουν, σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε η
ανάκριση, σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τη διάπραξη των εγκλημάτων που του
αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Τα εγκλήματα αυτά συνίστανται στο ότι ο
κατηγορούμενος, κάνοντας χρήση των φυσικών του προσόντων και του κύρους που του
προσδίδει η ιδιότητά του, κατόρθωσε να παραπείσει όλα τα πρόσωπα που ήδη
αναφέρθηκαν (παραπάνω, αρ.3 στοιχ. α’), ώστε να ευνοήσουν παρανόμως τη Μονή
Βατοπαιδίου προς βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου, τόσο στο ζήτημα της αναγνώρισης
δικαιώματος κυριότητας στη Βιστωνίδα και στις παραλίμνιες εκτάσεις, όσο και
στην ανταλλαγή αυτών με άλλα ακίνητα της δημόσιας περιουσίας, που επακολούθησε.
Και συνεχίζει με την παραδοχή ότι η δραστηριότητα αυτή αναπτύχθηκε, ενώ ο
κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά την ανυπαρξία παντός δικαιώματος κυριότητας ή
νομής της Μονής επί της λιμνοθάλασσας και των εκτάσεων που την περιβάλλουν.
Κατόπιν, το Συμβούλιο Εφετών λαμβάνει υπόψη το περιστατικό ότι το ζήτημα του
ιδιοκτησιακού καθεστώτος των παραλίμνιων εκτάσεων βρίσκεται ακόμη εκκρεμές
ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, από τα οποία, επί της από 15-1-2003 αγωγής
της Μονής, εκδόθηκε μεν η 87/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης,
χωρίς, όμως, να έχει καταστεί αμετάκλητη. Και ακόμη, λαμβάνει υπόψη το
περιστατικό ότι το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τα έτη 2010 και 2011, έχει ασκήσει
κατά της Μονής Βατοπαιδίου μια σειρά αγωγών, με τις οποίες επιδιώκει την
ανάκτηση ακινήτων που έχουν δοθεί σ’ αυτήν κατά τις επίμαχες ανταλλαγές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να
επηρεάσει αθέμιτα την έκβαση των εν λόγω αντιδικιών.
5. Μετά την πάροδο μηνός από την εκτέλεση του
εντάλματος προσωρινής κρατήσεως, ο κατηγορούμενος, όπως είχε δικαίωμα, υπέβαλε
την από 23-1-2012 αίτηση αντικατάστασης αυτής με περιοριστικούς όρους. Ο
αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός, όπως είχε πράξει και κατά τις προηγούμενες φάσεις
της διαδικασίας, πρότεινε επί της αιτήσεως την παραδοχή αυτής και την
αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με εγγυοδοσία, με περιοδική εμφάνιση του
κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα του τόπου της εγκαταβίωσής του και με
απαγόρευση της εξόδου του από τη Χώρα. Αν και κάποια από τα μέτρα αυτά θα
μπορούσαν να θεωρηθούν υπερβολικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού δεν υπάρχει
καμιά παραδοχή περί υποψίας διαφυγής του κατηγορουμένου, είναι χαρακτηριστικό
το ότι ο Εισαγγελέας, επί του ζητήματος της μεγάλης πιθανότητας να τελέσει ο κατηγορούμενος νέα εγκλήματα,
εκφράζεται σαφώς αποφατικά και δεν κατορθώνει να αποκρύψει μια ελαφρά δόση
κομψής ειρωνείας. Γράφει: «… αν ληφθεί υπόψη ότι οι υπουργικές αποφάσεις που
αναγνώριζαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Μονής (…) έχουν ανακληθεί (…) και
εντεύθεν οι διοικητικές υπηρεσίες, όργανα των οποίων, κατά το κατηγορητήριο,
είχαν συμμετοχή στην τέλεση των ως άνω πράξεων, έχουν πλήρως απεμπλακεί (…),
τότε στον κατηγορούμενο το μόνο πεδίο δράσεως που απομένει προς επιβολή [=επίδειξη]
τής, κατά το βούλευμα [που είχε άρει τη διαφωνία υπέρ του Ανακριτή], εξαιρετικής δεινότητας στη μεθόδευση
των επιδίκων εγκλημάτων και της ικανότητας επιτηδευμένης πειθούς με την
εκμετάλλευση της ιδιότητας του καθηγούμενου της [ως] άνω Μονής είναι μόνον ο δικαστικός χώρος…». Και
καταλήγει στην τοποθέτηση ότι κάτι τέτοιο δεν πιθανολογείται και, μάλιστα,
«πολύ», όπως απαιτεί η εφαρμοζόμενη παράγραφος του νόμου. Όπως αναφέρθηκε, ο
Ανακριτής εξέδωσε επί της αιτήσεως αντικαταστάσεως την από 9-2-2012 απορριπτική
διάταξή του.
6. Ποια
είναι η αιτιολογία της απόρριψης της αιτήσεως για αντικατάσταση της
προσωρινής κρατήσεως με περιοριστικούς όρους; Η συνολική έκταση της από
9-2-2012 διάταξης του Ανακριτή είναι 56 σελίδες. Αν αφαιρέσουμε το
προεισαγωγικό τμήμα και την έγγραφη εισαγγελική πρόταση, που παρατίθεται
αυτούσια στην αρχή, το κύριο σώμα της διάταξης, η αιτιολογία της δηλαδή,
καταλαμβάνει 46 σελίδες. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η
απορριπτική κρίση του Ανακριτή είναι πλήρως αιτιολογημένη. Είναι, όμως; Ο Ανακριτής επαναλαμβάνει
τη συλλογιστική του Συμβουλίου Εφετών. Βελτιωμένη, βέβαια και καλύτερα
δομημένη! Αρχίζει με την παράθεση των κατά νόμο προϋποθέσεων της διατήρησης της
προσωρινής κράτησης, που ήδη έχει επιβληθεί. Αναφέρει, ορθώς, ότι ανάμεσα σ’
αυτές συγκαταλέγονται το ότι δεν εξέλιπε ή δεν εξασθένησε σοβαρά ο κίνδυνος
τελέσεως νέων εγκλημάτων και το ότι οι περιοριστικοί όροι είναι προφανώς
ανεπαρκείς για να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτός. Στη συνέχεια, παραθέτει τις
αξιόποινες πράξεις για τις οποίες απαγγέλθηκε κατηγορία σε βάρος του
κατηγορουμένου και επιβλήθηκε η προσωρινή κράτηση. Πρόκειται για ηθική αυτουργία από κοινού με άλλους
και κατ’ εξακολούθηση α) σε απιστία σχετική με την υπηρεσία, β) σε ψευδή
βεβαίωση με σκοπό προσπορισμού αθεμίτου οφέλους σε άλλον, γ) σε απλή συνέργεια
σε απιστία σχετική με την υπηρεσία και δ) σε απλή συνέργεια σε ψευδή βεβαίωση
με σκοπό προσπορισμού αθεμίτου οφέλους σε άλλον, πράξεις στρεφόμενες πάντοτε σε
βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με αντικείμενο άνω των 73.000 ευρώ και με
επελθούσα ζημία άνω των 150.000 ευρώ, η οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλη (τα
χρηματικά όρια προβλέπονται από τις ποινικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες
έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη). Για τις πράξεις αυτές απειλείται στο νόμο ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης
κάθειρξης μέχρι είκοσι έτη. Τέτοια ποινή, δηλαδή, η οποία δικαιολογεί,
δυνητικά, την επιβολή και διατήρηση προσωρινής κράτησης, εφόσον, βέβαια, κρίνεται αιτιολογημένα ότι, με βάση τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αποδιδομένων πράξεων, είναι πολύ πιθανό ο
κατηγορούμενος να διαπράξει και άλλα εγκλήματα, αν αφεθεί ελεύθερος.
7. Στη συνέχεια της αιτιολογίας, η διάταξη
περιγράφει αναλυτικά (σελ. 13 ως 33) τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, όπως
αυτή του αποδόθηκε με το κατηγορητήριο και, κατά την κρίση του Ανακριτή,
επιβεβαιώθηκε από το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε η ανάκριση. Η
συμπεριφορά αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη, στοιχειοθετεί τις ως άνω κατηγορίες
και παράγει τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής, που αποτελούν κοινή προϋπόθεση για
την επιβολή περιοριστικών όρων (επιεικέστερο και συνηθέστερο μέσο
καταναγκασμού) ή προσωρινής κράτησης (δυσμενέστερο και εξαιρετικό μέσο, με την
πρόσθετη προϋπόθεση που αναφέρθηκε παραπάνω, αρ.6 στο τέλος, και ενδιαφέρει εν
προκειμένω). Κατόπιν, για να θεμελιώσει ο Ανακριτής το δόλο του κατηγορουμένου,
επιδίδεται στην έρευνα του αστικού μέρους της διαφοράς (σελ. 33 ως 43), ήτοι
του ζητήματος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Βιστωνίδας και των παραλίμνιων
εκτάσεων αυτής. Επ' αυτού και παρά την έλλειψη της σχετικής δικαιοδοσίας, ο
Ανακριτής αποφαίνεται ότι η Μονή Βατοπαιδίου είχε μόνο δικαίωμα κατοχής στο
εκεί υπάρχον ιχθυοτροφείο και ουδέν έτερο. Και ότι αυτό είχε γίνει δεκτό προ
πολλών ετών, από δικαιοδοτικά και διοικητικά όργανα και ήταν ήδη γνωστό στον κατηγορούμενο,
ο οποίος δολίως ανακίνησε το
ζήτημα δικαιώματος κυριότητας και μεθοδευμένα
πέτυχε την αναγνώρισή της από το Ελληνικό Δημόσιο, ανοίγοντας το δρόμο στην
πραγματοποίηση των επίμαχων ανταλλαγών. Στο τέλος, ο Ανακριτής απαντάει σε
διάφορα επιχειρήματα του κατηγορουμένου (σελ.43 ως 50), επί των οποίων αυτός
στήριζε τη βασιμότητα της αιτήσεως αντικατάστασης και καταλήγει πάλι στην κρίση
(σελ.51) ότι «Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεων του [κατηγορουμένου], που
έγιναν κατ’ εξακολούθηση, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, με τους προαναφερόμενους
επιτήδειους και μεθοδευμένους τρόπους, καταδεικνύουν έλλειψη ανασταλτικών
δυνάμεων παρεκτροπής του κατηγορουμένου σε παράνομες πράξεις, καθώς και σοβαρή,
αληθή και σταθερή βούλησή του προς διάπραξη εγκλημάτων, ως στοιχεία της
προσωπικότητάς του, προδιαγράφουν δε ως πολύ
πιθανή και την εγκληματική συμπεριφορά του στο μέλλον, αν αφεθεί
ελεύθερος, και δη τη διάπραξη συναφών εγκλημάτων, ιδίως προς την κατεύθυνση της
επιδίωξης μεθοδεύσεων και επιβολής με
αθέμιτα μέσα των θέσεων της Μονής, προς διατήρηση των κεκτημένων από τις
ανταλλαγές και αποφυγής κάθε ευθύνης προς αποκατάσταση της επελθούσας στο
Ελληνικό Δημόσιο ζημίας, επί των αγωγών που άσκησε αυτό εναντίον της και
εκκρεμούν (…), αλλά και επί της εκκρεμούσας από 15-1-2003 αγωγής που είχε
ασκήσει η Μονή (…)». Κατόπιν αυτών, εξάγεται το συμπέρασμα ότι «δεν εξέλιπαν
ούτε εξασθένησαν σοβαρά οι κίνδυνοι τελέσεως [από τον κατηγορούμενο] νέων,
συναφών προς τα προαναφερθέντα, εγκλημάτων» και απορρίπτεται η αίτηση αντικατάστασης
της προσωρινής κρατήσεως ως αβάσιμη. Για τον αναγνώστη, που θα αναρωτηθεί τι
γράφει η διάταξη στις επόμενες σελίδες, μέχρι το τέλος και παρά το ότι το
υπόλοιπο περιεχόμενό της δεν έχει χρησιμότητα για την κεντρική ιδέα του
παρόντος σχολίου, σημειώνεται ότι ο Ανακριτής παραθέτει επιχειρηματολογία περί
του ότι το γεγονός της κακής υγείας του κατηγορουμένου, ο οποίος πάσχει από
αρρύθμιστο διαβήτη με το ενδεχόμενο των εκ της κοινής πείρας σοβαρών επιπλοκών,
δεν πρέπει να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση ως προς το ζήτημα της προσωρινής
του κράτησης, με δεδομένο το ότι αυτός μπορεί να έχει τη δέουσα ιατρική
παρακολούθηση ακόμη και μέσα στη Φυλακή.
8. Περιληπτικά,
λοιπόν, η προσωρινή κράτηση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου διατάχθηκε
(σύμφωνα με το βούλευμα που ήρε τη διαφωνία μεταξύ Εισαγγελέως και Ανακριτού)
και διατηρήθηκε (σύμφωνα με τη διάταξη του Ανακριτή που απέρριψε την αίτηση
αντικατάστασης) επειδή αυτός, σε βάρος του οποίου υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις
για το ότι παρέπεισε κρατικούς λειτουργούς και υπαλλήλους στο να ευνοήσουν
παράνομα τη Μονή Βατοπαιδίου, αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να
παραπείσει και στο μέλλον τους λειτουργούς που πρόκειται να κρίνουν αφ’ ενός
επί της αγωγής της Μονής για την κυριότητα επί των παραλίμνιων εκτάσεων και αφ’
ετέρου επί των αγωγών του Ελληνικού Δημοσίου για την επιστροφή των ακινήτων που
δόθηκαν σε ανταλλαγή. Με άλλα λόγια, δηλαδή, κάποια δικαιοδοτικά όργανα έκριναν
ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος πρέπει να παραμείνει προσωρινά κρατούμενος
για να μην επηρεάσει υπέρ των απόψεών του κάποια άλλα δικαιοδοτικά όργανα, που
πρόκειται να κρίνουν εκκρεμείς διαφορές στις οποίες διάδικος είναι η Μονή, την
οποία αυτός, συλλογικώς με άλλους μοναχούς, διοικεί και εκπροσωπεί. Οπότε, ερωτάται και πάλι: η συλλογιστική αυτή
αποτελεί την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την οποία απαιτεί ο νόμος
για να στερηθεί, κατ’ εξαίρεση, κάποιος κατηγορούμενος την προσωπική του
ελευθερία, πριν να έχει καταδικασθεί από το αρμόδιο δικαστήριο;
9. Η
γνώμη του γράφοντος είναι, απερίφραστα, αρνητική! Η επιβολή αιτιολογίας
στις δικαστικές πράξεις αποβλέπει στην κατοχύρωση του κοινωνικού ελέγχου ως
προς την ορθότητά τους. Επομένως, η αιτιολογία πρέπει να μην είναι «κατ’
επίφαση», να μην είναι υποκειμενική, να μη στηρίζεται σε συλλογισμό που μοιάζει
με σόφισμα! Πρέπει να είναι ουσιαστική και αντικειμενική. Πρέπει να πείθει τον
μέσο κοινωνό όχι μόνο για τη συλλογιστική της ορθότητα, αλλά και για την
ορθότητα του συμπεράσματος που στηρίζεται σ’ αυτή! Η δικαιοδοτική λειτουργία
είναι ισότιμη με τις άλλες δύο λειτουργίες του πολιτεύματος, την εκτελεστική
και τη νομοθετική. Οι δικαστές, λοιπόν, δεν έχουν ανάγκη από προστάτες. Γι’
αυτό αποβαίνει ξένος προς την κοινή λογική ο συλλογισμός ενός δικαστή, σύμφωνα
με τον οποίο ένας κατηγορούμενος πρέπει να παραμείνει προσωρινά κρατούμενος για
να μην επηρεάσει κάποιον άλλο δικαστή. Η προσωρινή κράτηση δεν διατάσσεται για
να προστατεύσει τους δικαστές κατά τη διαμόρφωση της δικαιοδοτικής κρίσης τους.
Διατάσσεται για να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο από επικίνδυνους
εγκληματίες, που έχουν ήδη αμετάκλητες καταδίκες! Μόνο κατ’ εξαίρεση
διατάσσεται και όταν δεν υπάρχουν άλλες, αμετάκλητες καταδίκες, με την
προϋπόθεση ότι πρόκειται για πράξη που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με
κάθειρξη μέχρι είκοσι έτη (π.χ. σε περίπτωση εμπορίας ναρκωτικών ή ληστείας)
και ότι πιθανολογείται σφόδρα, από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης
αυτής, ότι ο κατηγορούμενος θα διαπράξει και άλλα εγκλήματα, αν αφεθεί
ελεύθερος. Είναι ποτέ δυνατό να γίνει δεκτό ότι ο σύγχρονος νομοθέτης, που
περιόρισε τόσο πολύ τα περιθώρια επιβολής προσωρινής κράτησης στους υποδίκους,
απέβλεπε μεταξύ των άλλων και στην προστασία των δικαστών από τον επηρεασμό
τους εκ μέρους των «επιτηδείων» κατηγορουμένων; Φοβάται ο δικαστής τον
κατηγορούμενο; Και χρειάζεται τέτοια, εξαιρετική προστασία για να μην
επηρεασθεί από αυτόν; Και αν πρόκειται να επηρεασθεί, μπορεί κάτι τέτοιο να
αποτραπεί με την προσωρινή κράτηση, λες και «της φυλακής τα σίδερα» μπορούν να
περιορίσουν την ανθρώπινη ευρηματικότητα; Ο Εισαγγελέας το επισήμανε στην
πρότασή του και είναι άξιο απορίας το πώς αυτό διέλαθε της προσοχής του
Ανακριτή!
10. Αν η προσωρινή κράτηση θεωρηθεί ως
προκαταβολή ποινής, αν θεωρηθεί ως μοχλός πίεσης ή μέσο εκδίκησης σε βάρος ενός
κατηγορουμένου που ενόχλησε την κοινή γνώμη με τη συμπεριφορά του, τότε η
συζήτηση τίθεται σε διαφορετική βάση και όλα τα παραπάνω πρέπει να διαγραφούν!
Αναφέρθηκε σε κάποιο ανώνυμο σχόλιο «καλά του κάνανε του παπά, ξύρισμα πότε θα
του κάνουνε;». Αν πρόκειται να «ανεβάσουμε» τη συζήτηση σε τέτοιο επίπεδο, τότε
ο γράφων δηλώνει ανεπαρκής για να συνεχίσει! Αν, όμως, θα εξακολουθήσουμε να
μιλούμε μέσα σε πλαίσιο σύγχρονου πολιτισμού και νομιμότητας, τότε τα παραπάνω
δεν είναι δυνατό να έχουν άλλως και θα πρέπει να προσεχθούν. Γιατί η εμμονή στην
προσωρινή κράτηση, υπό τη συλλογιστική που προαναφέρθηκε, μοιάζει να βρίσκεται έξω από τα ακραία όρια της λογικής και
να κινείται από λανθάνουσα προκατάληψη.
Οπότε, τι γίνεται με το σεβασμό της αρχής του αμερόληπτου δικαστή;
11. Ο γράφων ζητεί συγγνώμη από τους
αναγνώστες που κουράστηκαν για να φθάσουν ως το τέλος. Νομίζει, όμως, ότι αν το
σχόλιο ήταν περισσότερο συνοπτικό, θα είχε ελλείψεις. Παρακαλεί, τέλος, να
πιστέψουν όλοι ότι οι δικαστές, που συγκροτούν τα δικαιοδοτικά όργανα της
Πατρίδας μας, αγωνίζονται νυχθημερόν για να επιτελέσουν ευόρκως το καθήκον
τους, σχοινοβατώντας πάντοτε ανάμεσα στο ορθό και στο δίκαιο, χωρίς να
«λαμβάνουν πρόσωπον ανθρώπων», είτε αδυνάτων είτε ισχυρών. Το αν κάποτε
λαθεύουν, αυτό οφείλεται σε ποικίλες συγκυρίες, από τις οποίες, όταν
επηρεάζονται, το παθαίνουν χωρίς επίγνωση.
Χριστόφορος
Κοσμίδης,
Αρεοπαγίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου